Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- ειμή,
- σύνδ., Προδρ. I 9, III 263, 275, Ελλην. νόμ. 54212, Act. Xér. 9B90, Αρμεν., Εξάβ. Γ́́ 1024, Αχιλλ. N 28, Χρον. Τόκκων 499, Σφρ., Χρον. μ. 2410, Διαθ. του 1488 (Σάθ., ΜΒ Ϛ́́ 6591), Συναξ. γυν. 936, Διαθ. Πασχαλίγ. 78, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 594, Ναξ. έγγρ. 16. αι. 534, Αχέλ. 945, Διήγ. πανωφ. 55· ειμέν, Έγγρ. του 1592 (Πεπρ. ΙΒ′ ΔΒΣ, Β́ 516 δις)· είμη, Θησ. Ϛ́́ [82], Ch. pop. 91, 108· ειμήν, Έγγρ. του 1592 (Πεπρ. ΙΒ′ ΔΒΣ, Β́́ 517).
Από τη συνεκφ. του αρχ. ει μη (L‑S, λ. ει BVII3α). Η λ. και σήμ. ως λόγ. (Πρωίας Λεξ.).
1) α) (Συχνά με τη λ. μόνον) παρά μόνο, εκτός (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εί BVII3a και σήμ. ως λόγ., Πρωίας Λεξ.): ουκ είχον ουν, ο δύστηνος, το τί προσαγαγείν σοι (παραλ. 2 στ.) ειμή τινάς πολιτικούς αμέτρους πάλιν στίχους Προδρ. I 9· Αι εορταί και αι πανηγύρεις της εκκλησίας μας … διά άλλα δεν γίνονται ειμή μόνον διά ψυχικήν ωφέλησιν Διήγ. πανωφ. 55· να μηδέν ευρεθεί τινάς να εναντιωθεί ειμή να είναι κυρία εις όλα τα άπαντα Διαθ. του 1488 (Σάθ., ΜΒ Ϛ́́ 6591)· β) παρά μόνο (με τη λ. παρά): Ξεύρω κι εγώ καλά να πω, μα θέλω να σωπάσω,| γιατί δεν έχω μετά σε ειμή παρά να χάσω Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 594. 2) (Με τη λ. και) μήπως: Ερωτήθη μεθ’ όρκου ο μισέρ Μανόλης Καλογεράς ειμή και γνωρίζει την άνωθεν Αγκέρω, και είπεν: ναι Έγγρ. του 1592 (Πεπρ. ΙΒ′ ΔΒΣ, Β́́ 516).εντράδα- η, Έγγρ. του 1632 (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968) 6525, Έγγρ. του 1645 (Γκίνης, ΕΕΒΣ 39/40, 1972/73) 215, Βίος Δημ. Μοσχ. 296· ινδράδα, Επιστ. του 1572 (Πατρινέλης, ΕΜΑ 17, 1967) 5728· ιντράδα, Διαθ. Πασχαλίγ. 78, Περί γέρ. 112, Έγγρ. του 17. αι. (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968) 5026·, 16116, 18035, Έγγρ του 17. αι. (Πεντόγαλος, Παρνασσ. 16, 1974) 4229, 33, 499· ιτράδα, Κρ. συμβόλ. 282, Έγγρ. του 1630 (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968) 11820· νιντράδα, Έγγρ. του 1650 (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968) 17788· νιτράδα, Κρ. συμβόλ. 59, 181, 233.
Το βενετ. entrada (Ανδρ., Λεξ.). Η λ. και σήμ. σε ιδιώμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ε΄, λ. εντράδα, Dieterich, BZ 10, 1901, 589 και Meyer, NS IV 28, λ. ιντράδα).
Εισόδημα, σοδειά (Η σημασ. στο Somav.): δότε δια τες ψυχές την εντράδα ενούς χωραφίου Ρωσσέρ. 90· το κατώγειον της αυτης κάμερας διά να βάζουν την εντράδαν της Έγγρ. του 1638 (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1938) 8037· η νιτράδα τον λαδιού να είναι του γαμπρού Έγγρ. του 1643 (Βισβίζη, ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965) 11033· τρώσι τόσους χρόνους την εντράδα των νεκρών [κάποιοι Χριστιανοί] και τότε πλερώνουν τα ψυχικά τους; Ρωσσέρ. 251.κομμισσάριος- ο· κομμεσσάριος, Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 16411, 16538, 41, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 156, 15619-10, 1632, 1766· κουμμεσσάριος, Διαθ. Ακοτ. 146, Διαθ. Ντεφαΐτζ. 77 τρις, Διαθ. Πασχαλίγ. 78, Σουμμ., Ρεμπελ. 179, 181, 182, 187.
Το ιταλ. commissario. Η λ. και τ. κουμισσάριος στο Somav. (λ. κωμισσάριος).
Πληρεξούσιος· επιστάτης: παίρνοντας γραφές από τον αφέντη τον κομμισάριον επήγε διά να γυρέψει τον ίδιον εδικόν του αμπασσαδόρον Σουμμ., Ρεμπελ. 176· ο ... αυθέντης Αντώνιος Τζιβράν κομμεσσάριος ... ήλθε (ενν. εις την Ζάκυνθο) διά να μαζώξει τα χρέγια τα αφεντικά Σουμμ., Ρεμπελ. 167· Ουκ οίδα πώς επάρθησαν ύστερον υπό των κουμμεσσαρίων και επωλήθησαν τα οσπίτια ταύτα Χειλά, Χρον. 351.μνημονεύω,- Διγ. (Trapp) Gr. 43, 2173, Διγ. Z 772, 977, 2578, Σφρ., Χρον. μ. 10027, Έκθ. χρον. 712, Ιμπ. (Legr.) 768, 782, Βακτ. αρχιερ. 168 δις, κ.α.· μνημονεύγω, Μαχ. 68228, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.) 239.
Το αρχ. μνημονεύω. Ο τ. στο Βλάχ. (λ. μενημονεύγω από τυπογρ. λάθος) και σε έγγρ. του 1639 (Καζανάκη Μ., Θησαυρ. 11, 1974, 274). Τ. μνημονεύκω και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 663). Η λ. και σήμ.
1) α) (Μτβ. και αμτβ.) θυμάμαι κάπ. ή κ., ανακαλώ στη μνήμη μου: Διγ. (Trapp) Gr. 495, 3448, Διγ. Z 605, Χρον. Μορ. P 8473· β) (μτβ. και αμτβ.) κάνω μνεία κάπ., αναφέρω: Λίμπον. 32, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1134, Ερμον. I 314· (προκ. για διήγηση): Διγ. Z 4086· γ) έχω, διατηρώ στο νου μου κάπ. ή κ., σκέφτομαι, αναλογίζομαι: Σπαν. O 33. 2) Βάζω στο νου· σχεδιάζω: τους γονείς και την πίστιν μου διά σε ηρνησάμην| και διά την αγάπην σου ήλθον εις Ρωμανίαν·| συ δε θάνατον αντ’ αυτών εμνημόνευσας, κόρη Διγ. (Trapp) Gr. 500. 3) (Εκκλ.) α1) δέομαι για την ψυχή κάπ. νεκρού (συν. σε ειδική ακολουθία ή κατά τη θ. λειτουργία): όπου θαπτώ αφήνω ένα σαρακονταήμερον και σαββατιάτικον του ιερέως της εκκλησίας να μου λειτουργεί και να με μνημονεύει Διαθ. Ντεφαΐτζ. 77· εβγάλετε τα ρούχα του, δότε εις το μοναστήριν,| ίνα τον μνημονεύουσιν ως ξένον και αλλότριον Ιμπ. 680· Κι εμνημονεύσαν τον λαόν οπού ʼχανε τελειώσει| κι οπού του Τούρκου το θυμό είχανέ τους σκοτώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 38123· α2) (μτβ. και αμτβ.) ενεργώ, φροντίζω να τελεσθεί το μνημόσυνο κάπ. νεκρού: πεντήκοντα δουκάτα από το προικίον μου αφήνω εις τας χείρας των ειρημένων κουμμεσσαρίων να τα κάμουν όλα αυτά διά την εμήν ψυχήν, ήγουν θάπτειν με, μνημονεύειν με έως τον χρόνον, κατά την συνήθειαν Διαθ. Ντεφαΐτζ. 77· να ʼνι κρατημένη (ενν. η αδελφή μου) έως της ζωής της να με μνημονεύει πέντε φορές τον χρόνον Διαθ. Πασχαλίγ. 79· ώστε που να ʼχει την ζωήν (ενν. ο Περούλης) τάσσει να μνημονεύει| και καθημέραν στον θεόν διά λόγου του πρεσβεύει Λίμπον. 495· α3) διαβάζω τη νεκρώσιμη ακολουθία σε κάπ.: εκεί στα τείχη κάτω όλους τους καίγαν| κι ουδέ τους μνημονεύγαν, ούτε τους κλαίγαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 1388· Συζωντανούς (έκδ. Τσι ζωντανούς· διορθώσ. κατά Τζάνε, Κρ. πόλ. (Νενεδ.) 34911) τους θάπτανε και δεν τους μνημονεύαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 2803· β1) δέομαι για την υγεία και μακροημέρευση κάπ., κάνω μνεία κάπ. σε προσευχή, συν. κατά τη θ. λειτουργία: να ορίσεις να μνημονεύομαι και εγώ εις τον ναόν τούτον οπού βούλεσαι να κτίσεις. Και ο βασιλεύς επρόσταξε ότι να μνημονεύεται και αυτή ομού με τον βασιλέαν Διήγ. Αγ. Σοφ. 14913, 14· β2) (προκ. για τη μνημόνευση αυτοκράτορα, πατριάρχη, επισκόπου, κλπ., με ειδική μεγαλόφωνη ευχή κατά τη θ. λειτουργία ): ίνα … η εκκλησία … μνημονεύσωσι τον καίσαρα εν ταις θείαις και ιεραίς λειτουργίαις Σφρ., Χρον. μ. 16429· άλλο δεν ζητά από εμάς η αυτή εκκλησία (ενν. η Δυτική), μόνον … να είναι γραμμένον το όνομα του Πάπα και να μνημονεύεται παρρησίᾳ, όταν λειτουργούν οι πατριάρχες εορταστικώς Ροδινός (Βαλ.) 155· Περί μνημοσύνων του μητροπολίτου, αν δεν τον μνημονεύουν οι επίσκοποί του και οι κληρικοί του Βακτ. αρχιερ. 168. 4) Εύχομαι, εκφράζω ευχές για κάπ. (σε ένδειξη ευγνωμοσύνης): Δώσ’ μου καμπόσον, ταπεινέ, από τον πλούτον πὄχεις,| να πίνω πάντα περισσά και να σε μνημονεύω Διήγ. εις τους κρασοπατέρας 60251. Η μτχ. παθητ. παρκ. ως επίθ. = αλησμόνητος, αξιομακάριστος: Ιδές τι εκατέστησαν οι προηπερασμένοι| και πως εκτίσαν εκκλησιές και είν’ μνημονεμένοι Αλφ. (Μπουμπ.) II 14. — Βλ. και μνημονώ.ορδινιά- η, Θησ. ΙΑ΄ [546], Χούμνου, Κοσμογ. 2198, Γαδ. διήγ. (Pochert) 289a, Αλεξ. 2712, Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1360], [1439], Κορων., Μπούας 149, Βεντράμ., Γυν. 242, Πεντ. Έξ. XXXIX 37, Αχέλ. 161, 559, 1661, 1955, Άλ. Κύπρ. 913, Κατζ. Δ΄ 70, 279, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 4424, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1282, Β΄ 1181, Δ΄ 1126, 1532, Θυσ.2 24, 561, Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 167, Γ΄ 113, Δ΄ 493, Ε΄ 389, Διακρούσ. 8810, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1517, 30524, 50025, 53222· ορδίνια, Ντακορώνιας, Νησιωτ. Επετ. 1, 1918, 131, Κορων., Μπούας 26, Αρσ., Κόπ. διατρ. 636, Σουμμ., Ρεμπελ. 183· ορδινία, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 127, Θησ. IB΄ [471], Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 38, 68, Αλεξ. 2571, Διαθ. Πασχαλίγ. 79, Ριμ. Απολλων. 370, Κορων., Μπούας 26, 59, 131, Βεντράμ., Φιλ. 100, Ζήνου, Βατραχ. 216, Αχέλ. 594, 862, 1198, 1228, Χρον. σουλτ. 13720, Αρσ., Κόπ. διατρ. 449, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 148, Ιστ. Βλαχ. 1258, Σουμμ., Ρεμπελ. 160, 176, Ιερόθ. Αββ. 334, Χριστ. διδασκ. 139, Μαρκάδ. 708, Διγ. O 1178· ορδουνία, Θησ. Ϛ΄ [116]· ορδουνιά, Χούμνου, Κοσμογ. 1234, 1746.
Από το ορδινιάζω ή, πιο πιθ., από το ουσ. όρδινος ή ορδίνιον (Βλ. Kahane Η.-R., BZ 66, 1973, 12). Ο τ. ορδίνια σε έγγρ. του 16. αι. κε. (Παπαδ. Στ., Απελευθ. αγώνες κείμ. Α′ 44, 49, Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 24, 1981, 457, 525, Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 87, Βαγιακ., ΕΑΙΕΔ 6, 1955, 56). Ο τ. ορδινία σε έγγρ. του 12. αι. (Kahane Η.-R., BZ 66, 1973, 12), πολλ. σε έγγρ. του 16. αι. κε. (Μανούσ., Κρ. Χρ. 22, 1970, 297, Μπρούσκαρη, Θησαυρ. 18, 1981, 315, Κόλιος, Θησαυρ. 18, 1981, 146, κ.α.), στο Meursius και σήμ. στο ιδίωμα της Καρπάθου (Μηνάς, Γλωσσάρ. Ιτ. 313). Τ. ορδονία σε κώδ. του 18. αι. (Διήγ. Αγ. Σοφ. (Μουζ.) 2). Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Dieterich, BZ 10, 1901, 591, Τσοπ., Δωδεκαν. Αρχ. Ε΄, 1970, 76). Η λ. στο Βλάχ., σε έγγρ. του 16. αι. κε. (Μέρτζιος, Κρ. Χρ. 15-16 Β΄, 1961-2, 301, Μαυρομάτης, Θησαυρ. 16, 1979, 219, 234, Καζανάκη, Θησαυρ. 11, 1974, 270, Σιγάλας, Ελλην. 2, 1929, 28) και σήμ. στην Κρήτη (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Δ΄ 482, Ϛ΄ 183, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ.).
1) Σειρά πραγμάτων τοποθετημένων το ένα δίπλα στο άλλο, στοίχος, αράδα: να βάλεις αυτά (ενν. τις πίτες) δυο ορδινιές· έξι η ορδινιά Πεντ. Λευιτ. XXIV 6. 2) α) Κανονική σειρά, αλληλουχία, τάξη· διευθέτηση: Ούτε ορδινία είχασι, μόνον ετρέχαν όλοι Θησ. Η΄ [207]· οποίον άστρο βγει ’κ την ορδινιάν σβένει, χαλά τη βρότη Κορων., Μπούας 152· έκφρ. εις ορδινιάν = στη σειρά, με τη σειρά: εις ορδινιάν τις κορασιές καθίζει Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [169]· όλαι καλά εστέκονταν (ενν. οι αρχόντισσες) εις εύμορφην ορδίνιαν| όλαι κατά την τάξιν τους Αρσ., Κόπ. διατρ. [965]· όταν κλωθογυριστώ και ιδώ σε περιστέριν,| να κάθεσαι εις ορδινίαν μετά παντός ορνέου Πουλολ. (Τσαβαρή)2 522· β) (συνεκδ.) ακολουθία προσώπων, συνοδεία: ήσαν και αι βάιες μου και όλη μου η ορδινία και να ερχόμεσθεν με μεγάλην φήμην Διγ. Άνδρ. 36022. 3) α) (Προκ. για στράτευμα) παράταξη· στην έκφρ. με ορδινιά: Δύο χιλιάδες ήβαλεν ομπρός του Αραβίτες| χρυσόζωνους με ορδινιά και πήγαιναν οδίτες Διγ. O 1180· Έπειτα καβαλίκευσαν, ήλθαν στην Ρωμανίαν,| μέσα στην χώρα ήμπασιν μ’ όμορφην ορδινίαν Διγ. O 2092· β) (συνεκδ.) στρατιωτικό σώμα: στους σταυρωμένους τους πιστούς τώρα γοργόν ας δράμω,| καθώς και όταν εκίνησα τον τούρκικον τον στόλον| κι έστειλα τόσες ορδινιές και τον λαόν τους όλον Αχέλ. 1275· Ετότες εμισεύσαμε μ’ όλην την ορδινία,| ήλθαμε κι εγυρίσαμε εις την Βαβυλωνία Αλεξ. 2656. 4) Προκ. για αφήγηση α) συνοχή, ειρμός· στις εκφρ. κατά ορδινίαν, σ’ ορδινίαν = με τη σειρά· διεξοδικά, λεπτομερειακά: αράδ’ αράδα, καταλεπτώς = κατά ορδινίαν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. α΄ 3 σχόλ.· ουδεποσώς δεν είχεν την αδείαν| μέσα στες ανακάτωσες να γράφει σ’ ορδινίαν| στον Δον Καρτσία τα πικρά γενόμενα εκείνα Αχέλ. 1129· β) λεπτομέρεια: να δηγηθώ τα άθλα του και τες ανδραγαθίες,| τες νίκες οπού έκαμεν μ’ όλες τες ορδινίες Διγ. O 4. 5) α) Ετοιμασία, προετοιμασία: Εις δέκα μέρες ήκαμεν όλην την ορδινία,| την ενδεκάτη έβγηκεν από την Ρωμανία| με δόξαν και παράταξιν Διγ. O 951· κάμνει και την ορδινιά ως για να ταξιδεύσει Αλεξ. 320· της μάχης πάσα ορδινιάν εκεί οι Τούρκοι ετοιμάζαν Παλαμήδ., Βοηβ. 122· β) (συνεκδ.) εφόδια, χρειώδη: πάπλωμα ένα άραφο με πάσα του λογής ορδινία Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 62612· γ) (προκ. για άλογο) ιπποσκευή: εδώ κι εκεί εγύρευαν να δούσι τ’ άλογά τους,| αμή αυτά ελείπασιν μ’ όλην την ορδινιά τους Μαρκάδ. 556· δ) (προκ. για στρατό) εξοπλισμός: ελάβανε τ’ άρματα εις το χέρι και έτερες ορδινιές του πολέμου και εδυναμώθησαν Σουμμ., Ρεμπελ. 177. 6) Μέθοδος, τρόπος: Με πάσα μόδον και ορδινιά κάμε να την σκοτώσεις Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1223]· ’πόθεν να μπει ο Θησέας| και με τι τέχνην κι ορδινιά και με τι τρόπον πάλιν Θησ. (Foll.) I 40· εκφρ. με ορδινιά = με μεθοδικό τρόπο· τακτικά: στον στάβλον του τον έβαλεν, να βλέπει τ’ άλογά του| και να λατρεύει μ’ ορδινιά εκείνα τα φαριά του Ιμπ. (Legr.) 702· με ορδινιά ότι = με τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε: ο Θεός εξολόθρεψε και όλους τους κουμέσους με ορδινιά ότι τα σπίτια τα χαλασμένα να μην ημπορούν ποτέ τον καιρόν να φτιαστούν Σουμμ., Ρεμπελ. 191· φρ. κάμνω τρόπον κι ορδινιά, ευρίσκω μόδο κι ορδινιά = βρίσκω τρόπο, καταφέρνω: Το δειν τον (ενν. τον Χάρον), εφοβήθηκα κι είπα: «Ας διαγείρω πίσω| και ας κάμω τρόπον και ορδινιά την στράταν να γυρίσω» Πικατ. 73· αποφασίζουνε κι οι δυο τσ’ άρχοντες να μαζώξουν,| να εύρουν μόδο κι ορδινιά τον εχθρόν να διώξουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 17322. 7) α) (Προκ. για στρατιωτική επιχείρηση) πολεμική τακτική, στρατηγική: εσκούσαν από την χολήν, δεν είχαν τι να κάμουν,| με είντα τρόπον και ορδινιάν στην νίκην τους να δράμουν Αχέλ. 765· τους πολέμους πὄκαμεν και όλες τες ορδινιές του,| με Ούγγρους, με Τατάριδες, με Τούρκους, με Μπογδάνους Σταυριν. 6· β) (συνεκδ.) σκέψη· μυαλό (Βλ. Bakker-v. Gemert [Φαλιέρ., Λόγ. σ. 132]): Μην κάθεσαι άνεργος ποτέ κατά την πολιτειά σου,| ενέργα ή με το κορμί ή με την ορδινιά σου Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 78. 8) Συνήθεια, τάξη· στη φρ. κρατώ ορδινιά = έχω τη συνήθεια: Του ύπνου τες ανάπαψες, την ορδινιά που ’κράτει,| που ύστερη να σηκωθεί ήτον απ’ το κρεβάτι,| ήφηκε Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 451. 9) α) Παραγγελία· εντολή, διαταγή: να τονε συντροφιάσουσιν είναι ορδινιά του ρήγα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 2451· να λαβαίνει ορδινία εισέ ποίον τόπον έχει να υπάγει Σουμμ., Ρεμπελ. 158· ήλθε η ορδινιά από το υψηλότατο Σενάτο της Βενετίας Σουμμ., Ρεμπελ. 186· φρ. δίδω, έχω, ποιώ, στήνω ορδινιά = εκδίδω διαταγή, διατάσσω: Ο κόντες Μάρκος ορδινιά δίδει να μαζωκτούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 3205· θέλει εύρει (ενν. η Ρήγισσα) τους δούλους της πολλά να τσ’ ερμηνέψει,| με την Ευγένα συντροφιά στο δάσος να τους πέψει| και να τους έχει ορδινιάν να πα να την σκοτώσουν Ευγέν. 107· τότε ο Θησέας| όρισε και εγύρευσαν όλους τους λαβωμένους.| Και ορδινία γαρ έποισε όλους να ιατρεύουν Θησ. Β΄ [833]· τότε ορδινία στήκασι να πα να προσκυνήσει Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1631]· ορίζω μ’ ορδινία = διοικώ κατόπιν εντολής, επιτροπεύω: Αφήνω στην πατρίδα μου, εις την Μακεδονία,| Ιδαίος να ’ναι αρχηγός, να ’ρίζει μ’ ορδινία Αλεξ. 2828· Όταν αυτός (ενν. ο Αλέξανδρος) εξέβηκε εκ την Μακεδονία,| φίλον του άφηκε εκεί να ’ρίζει μ’ ορδινία Αλεξ. 2684· β) (θεία) εντολή: Ό,τι μ’ ορίζεις σήμερα κι ως είναι η ορδινιά σου| θέλει γενεί, άξε θεέ, κατά το θέλημά σου Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. α΄ 179· (εδώ) ιερός κανόνας ζωής (Βλ. Bakker-van Gemert [Φαλιέρ., Ρίμ. σ. 132, 141, 183]): έν’ καλό να ζούμε| κατά την ίδιαν ορδινιά την άγιαν τή χρωστούμε Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 80. 10) Συμβουλή· νουθεσία, διδασκαλία: Λέγει και ο Σολομών μέσα στις παροιμιές του,| γέρος που να ’ναι πελελός, δεν ’ξίζουν οι ορδινιές του Αλεξ. 394 κριτ. υπ.· οι γαβροί με τα παιδιά τους·| λέγουν τόν καλόν πατέρα:| «Φώτισε και ερμήνευσέ μας,| δο μας ορδινία να ζούμεν» Πτωχολ. (Κεχ.) P 51. 11) Διαθήκη: ήκραξα εσένα τον παρών νοτάριον …, οδιά να γράψεις … το παρόν μου τεσταμέντο και υστεράν μου ορδινιάν και θέλησιν Διαθ. 17. αι. 312· το μήνα τον Απρίλη … ήκαμα τούτη μου την ορδινιά και τούτη θέλω να στέκει και να ’ναι φέρμη και να ’ναι η γύστερή μου θέληση Διαθ. 17. αι. 62· είμεθα κρατημένοι εγώ και ο Ιωάννης να το πλερώνομεν, εγώ τας δύο μοίρας και ο Ιωάννης την μίαν, ωσάν το έφηκεν ορδινίαν ο κύρης μας Διαθ. Ακοτ. 14717. 12) α) Κανονισμός· νόμος: με τσι συνηθικές ορδινίες να καταστιχάρουν εις τ’ όνομαν και κορμίν τως το άνωθεν αμπέλι και δενδρά Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 13127· β) νόμος (της φύσης): αν ημπορείς, να μελετάς τις ορδινιές της φύσης Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 263. 13) Διακανονισμός, συμφωνία: να γίνει μία κοινή κατάστασις και ορδινία διαμέσου των εξουσιαστάδων Χριστ. διδασκ. 493. Φρ. 1) α) Βάζω εις ορδινία, βλ. βάζω, (II) 28· βάνω εις ή σε ορδινιά, βλ. βάνω 27 α· β) βάνω κάπ. σ’ ορδινιά(ν) = (α) υποδεικνύω, καθοδηγώ: να μ’ ορμηνέψεις,| … σε στράτα να με πέψεις| και να με βάλεις σ’ ορδινιάν τι στράτα έχω να πιάσω| να με ’γαπήσει ο Ρήγας μου Ευγέν. 317· Άγγελος εκ τον ουρανόν νερόν τής ετοιμάζει| και βάνει την εις ορδινιάν και τον υιόν της κράζει,| να πα να πιει εκ το νερόν Χούμνου, Κοσμογ. 1234· (β) διοικώ: Τούρκοι Χριστιανοί επέσανε ετότες κι αποθάνα,| που το λαό ορίζανε και σ’ ορδινιά εβάνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 48610· γ) βά(λ)νομαι εις ή σ’ ορδινία(ν) = (α) ετοιμάζομαι: Ο ρήγας δ’ αφού το ’κουσεν εβάλθη σ’ ορδινίαν| και εκ την Φράντζα μίσευσε μετά καλήν καρδίαν Κορων., Μπούας 129· εβάλθη σ’ ορδινιάν τό ’ταξε να πλερώσει,| την κεφαλήν του στον ναόν νά ’ρθει ν’ αφιερώσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [287]· (β) παρατάσσομαι, παίρνω θέση μάχης, βλ. βάνω Β΄ 5β φρ. 2) Βάνω ορδινιά = α) βάζω τάξη, οργανώνω: Μ’ αν έν κι εβάλαν ορδινιά το λοιπονίς οι τρόποι,| δεν πρέπει ώσπερ τα κτήματα να ζούσιν οι ανθρώποι Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 29· β) αποφασίζω, βλ. βάνω 28 φρ. 3) Είμαι, ευρίσκομαι, στέκω εις ή σ’ ορδινιά = είμαι έτοιμος, σε ετοιμότητα, (συνήθως για πολεμιστή) σε θέση μάχης: όντας πάντα εις ορδινιά διά να πολεμήσει| και των εχθρών του ανδρικά τα αίματα να χύσει Μαρκάδ. 627· ευθύς ορισμόν έποικεν εις όλην την στρατείαν,| πάντες ευθύς να ευρεθούν καλά εις ορδινίαν Κορων., Μπούας 125· Ούτως ο Μέγας Μάστορας έστεκεν σ’ ορδινίαν,| την μάχην εκαρτέριε με λέοντος καρδίαν Αχέλ. 183. 4) Έχω κ. σ’ ορδινιά = έχω έτοιμο, τακτοποιημένο: μα έρχοντας με τον καιρόν έχε τα πλωρήσιά σου εις ορδινία ότι ο τόπος έναι στενός Πορτολ. A 2491· είχανε βάρκες σ’ ορδινιά Τζάνε, Κρ. πόλ. 55016. 5) Κάμνω ορδινιά = ετοιμάζω, προετοιμάζω: έδειξε ο Θεός σ’ εσέν το πράγμαν οπού μέλλει,| διά να κάμεις ορδινιά στο πράγμαν οπού θέλει Χούμνου, Κοσμογ. 1746· πέμπουν στην Ρωμανία| ανθρώπους για να κάμουσιν εισόδου ορδινία Διγ. O 502. 6) Μπαίνω εις ή σ’ ορδινιά, βλ. μπαίνω Φρ. 39. 7) Ορθώνω εις ορδινιάν = οργανώνω, τακτοποιώ· παρατάσσω: καπετάνιον έβαλεν εκείνον που γηράσε| στην τέχνην της στρατηγικής, που ’χ’ ανδρειάν και γνώση,| το τάγμα εις ορδινιάν να ξέρει να τ’ ορθώσει Κορων., Μπούας 55. — Βλ. και όρδενε, όρδινας, όρδινο, όρδινος.ορδινιάζω,- Ασσίζ. 9412, Συναξ. γαδ. (Pochert) 305, Αχιλλ. L 222, Μαχ. 2623, 9220, 10637, Θησ. Ζ΄ [1014], IB΄ [803], Χούμνου, Κοσμογ. 685, 1236, Βουστρ. 418, 427, Αλεξ. 461, Κορων., Μπούας 27, 141, Πεντ. Γέν. XIV 8, Λευιτ. I 7, Αχέλ. 49, 119, Κατζ. Β΄ 131, Ε΄ 250 Βοσκοπ.2 195, Σταυριν. 705, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 2282, Δ΄ 1943, Θυσ.2 515, 764, Ευγέν. 1474, Στάθ. (Martini) Α΄ 51, Γ΄ 86, Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ΄ 51, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1167], Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 535, 776, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ΄ 119, Ε΄ 33, 61, Λεηλ. Παροικ. 161, Διγ. O 213, 949, Τζάνε, Κρ. πόλ. 21523, 23723, 53416, κ.π.α.· αρδινιάζω, Φαλιέρ., Ιστ.2 132 κριτ. υπ., Χούμνου, Κοσμογ. 2311, Αλεξ. 16, 1703, Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1205], Κορων., Μπούας 87, Ευγέν. 1032, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 120, Ε΄ 209, Διγ. O 478, 785, Τζάνε, Κρ. πόλ. 19019, 45321, 4774, κ.α.· αρδουνιάζω, Χούμνου, Κοσμογ. 461 κριτ, υπ., 1295 κριτ. υπ., 1777 κριτ. υπ., 2311 κριτ. υπ.· ορδενιάζω, Byz. Kleinchron. A΄ 21110· ορδουνιάζω, Χούμνου, Κοσμογ. 685 κριτ. υπ., 738 κριτ. υπ., 795 κριτ. υπ., 948 κριτ. υπ., 1224 κριτ. υπ., 1236 κριτ. υπ., 1244 κριτ. υπ., 2447 κριτ. υπ.· οροδινιάζω, Άλ. Κύπρ. 390· παρατ. ερδίνιαζα, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 435· αόρ. ερδίνιασα / ερδινιάστηκα, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 399, 401, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.) 4620, Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 390.
Από το ουσ. όρδινος (<λατ. ordo, ‑inis) και την κατάλ. ‑ιάζω· βλ. όμως και Triand., Lehnw. 123. Ο τ. ορδενιάζω σε έγγρ. του 17. αι. (Vincent, Θησαυρ. 4, 1967, 64). Τ. (ε)ρdινιάζω σήμ. στη Ρόδο και τη Χάλκη (Τσοπ., Ροδιακά 149), όπου και τ. ορτινιάζω (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ. 455). Τ. ορντινιάζω σε ελληνο-εβραϊκά τραγούδια των Ιωαννίνων (Schwartz-Athanassakis, MGSY 3, 1987, 198). Η λ. στο Meursius (λ. —ειν), σε έγγρ. του 16.-17. αι. (Manouss., Θησαυρ. 13, 1976, 37, Μαυρομάτης, Θησαυρ. 16, 1979, 252, Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 26, 1983, 445, κ.α.) και σήμ. ιδιωμ. (Γιαννουλέλλης, Ιδιωμ. λ. δάν. 82, Κουκ., Ευστ. Γραμμ. 79, Meyer, NS III 50, Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ϛ΄ 183, λ. ‑ομαι).
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Τοποθετώ στη σειρά, στοιχίζω, αραδιάζω: Στάρια πολλά περμάζωξεν, αλώνευτα ορδινιάζει| και μαγατζάδες έκτισε, σ’ αυτούνους τα σοδιάζει Χούμνου, Κοσμογ. 1777· έχτισεν εκεί ο Αβραάμ το θεσιαστήρι και ορδίνιασεν τα ξύλα Πεντ. Γέν. XXII 9· β) φέρνω στο ίδιο επίπεδο, εξισώνω: αδειάζουν τάβλες και βουτσά κι όλη τη γη εσιάσαν| και με τα παραχάντακα τρίγυρα τ’ αρδινιάσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 30314. 2) α) Τακτοποιώ, συγυρίζω, ευτρεπίζω: ορδινιάζει το οσπίτιν της και το κραβάτι στρώνει Σπαν. (Ζώρ.) V 594· να βάλω ν’ αρδινιάσουσι εκείνο το παλάτι Σταυριν. 1072· επίασε τότε να τα σιάζει,| τους τόπους, τα μελίσσια να τα ορδινιάζει Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 856· β) διαμορφώνω, διευθετώ (ένα χώρο): έναν όμορφο περβόλι ν’ ορδινιάσω Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Α΄ 52· τάφον ορδίνιασ’ έμορφον, μέσα να μ’ αναπάψεις Αλεξ. 1388· γ) στολίζω, διακοσμώ: όλη η αυλή να είναι στολισμένη και ορδινιασμένη με μεταξωτά και χρυσά ρούχα Μπερτόλδος 30· ήτον η γη με το ψηφίν εύμορφ’ ορδινιασμένη Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 443. 3) Κάνω (κάπ. ή κ.) έτοιμο (για κ.), ετοιμάζω, προετοιμάζω: Ορδίνιασέ το γλήγορα, ντύσε το να κινήσει Θυσ.2 405· τα ξύλα τσ’ ολοκάρπωσης, την ’στίαν ορδινιάζει Χούμνου, Κοσμογ. 1244· ο μάστορας οπού ’ξερε τη μίνα ν’ αρδινιάσει| και να τρυπήσει το τειχιό κι όλο να το χαλάσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 48825. 4) α) Εφοδιάζω, εξοπλίζω· οργανώνω: Πριν να μισεύσει ορδίνιασε τόσα πολλά σπιτάλια| να κυβερνούν τους ασθενείς σαν πρέπ’ αγάλι’ αγάλια Άλ. Κύπρ. 1568· οι Τούρκοι απού τα Χανιά βγαίνουσι κι ορδινιάζουν| ένα φορτί αντίπερα και σέρνου κι ανεβάζου| λουμπάρδες και του βάνουσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 4899· δεν ημπόρεσεν να τους νικήσει, διότι ήτον το ταμπόρι τους υπέρκαλα ορδινιασμένο Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 23r· β) συγκροτώ (στρατιωτικό σώμα): ήλθα στην αυθεντία σου φουσσάτο ν’ αρδινιάσω,| χιλιάδες δέκα στρατηγούς, να πα να τονε πιάσω Αλεξ. 983. 5) Ετοιμάζω, παρασκευάζω· παραθέτω (γεύμα): Κάνομεν μην να την ορδινιάσουν (ενν. την γιατρείαν) τώρα τώρα Μπερτόλδος 65· ο δείπνος απού ερδίνιασα, πότε θα τονε φάμε; Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 390· τράπεζα ορδίνιασεν βασιλική Διγ. O 2163· (με σύστ. αντικ.): να φέρεις το τραπέζι και να ορδινιάσεις το ορδίνιασμά του Πεντ. Έξ. XL 4. 6) α) Κατασκευάζω, φτιάχνω: τον αλιφιέρη τού Μαντζά γή εκείνο του Γιλντάσου| θα βρω, δυο φελλοπάπουτσα να πα να μ’ ορδινιάσου Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 46· τα ρούχα τση να πιάσει,| να πάτε στση μαστόρισσας, να δει να τα ορδινιάσει| καθώς τα ζάρου και φορού τη σήμερον ημέρα Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 500· β) επινοώ, εφευρίσκω: ορδίνιαζε (ενν. ο βασιλεύς) καινούργιους μόδους να τους βασανίζει και να τους θανατώνει (ενν. τους χριστιανούς) Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3224. 7) α) Τακτοποιώ, διευθετώ (υποθέσεις): εζήτησεν γράσαν τάρμε οκτώ μέρες διά να πάγει έσσω του να ορδινιάσει τα καμώματά του Άνθ. χαρ. 29630· Παρεκαλώ σε, Χάρο, κάμε μου μία χάρη: έλα να πάμε εις το σπίτι μου, να σταθείς ν’ αρδινιάσω τα παιδιά μου, το σπίτι μου, καταπώς έναι η τάξη, κι απεκεί με έπαρε Μικρ. διηγ. (Zimbone) II 30· Εισέ καιρόν μιας βδομαδός όλα τα ορδινιάσαν| και παλληκάρια δυνατά ’κοσπέντε ετοιμάσαν Μαρκάδ. 275· β) (με διαθήκη): όπως διά της τούτου γραφής διαθήσομαι και ορδινιάσω είτι άρα έχω και εξουσιάζω Διαθ. Πασχαλίγ. 78· τυχαίνει καθαένας να το λογιάζει διά να ορδινιάζει την ψυχήν και το πράμαν του διά αποθάνοντός του καθώς είναι η γιόρεξίν του Διαθ. 17. αι. 15. 8) Κανονίζω, ρυθμίζω: Ο λέων τον γαΐδαρον είπε να τους μοιράσει,| του καθενού το μερτικόν εκείνος ν’ αρδινιάσει Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 378· τα πράγματα δεν γίνονται καθώς ημείς θέλομεν, αλλά καθώς τα ορδινιάζει η πρόνοια Χίκα, Μονωδ. 174. 9) α) Σχεδιάζω, οργανώνω, κανονίζω: να βρει μόδο κιανένα| να ’χε ξηλώσει τη δουλειά ετούτη π’ ορδινιάζου Κατζ. Β΄ 413· ό,τι κι αν μου είπες, παρευθύς όλα εκουρμάσθηκά τα| κι ας πα να τα ορδινιάσομεν, να βάλομεν σε στράτα,| να παν να την σκοτώσουνε οι δούλοι οι εδικοί μου Ευγέν. 376· γύρω τση χώρας τα τειχιά τσι φύλαξες κοιτάζει| και τέχνες περισσότερες αρχίζει κι ορδινιάζει Τζάνε, Κρ. πόλ. 47024· β) (προκ. για τελετή, γιορτή) διοργανώνω: τους γάμους ορδινιάζουν,| μικροί, μεγάλοι άρχοντες εις την χαράν κοπιάζουν Διγ. O 543· εσύ Άρτεμη άθλια … (παραλ. 1 στ.), μη τράπεζαν να καρτερείς, μηδέ φωτιά εξ εμένα (παραλ. 1 στ.), ουδέ παιγνίδια τίποτες διά σένα μη ορδινιάσω| να γίνονται διά την τιμήν της υψηλότητάς σου Θησ. (Foll.) I 61. 10) Φροντίζω, ενεργώ (ώστε να γίνει κ.): Πάλι και λάχει και έρθει μου θάνατος εις την Στίαν θέλω και ο έγγονάς μου … να ορδινιάσει να με βάλει εισέ ντεπόζιτο εις την εκκλησίαν του Αγίου Νικολάου Διαθ. 17. αι. 355· πηγαίνω εις το ναό να κάμω ν’ αρδινιάσου| ’ς τόπο ψηλό και ξανοιχτό αυτόνο ν’ ανεβάσου Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ΄ 143. 11) Εκτελώ, πραγματοποιώ: τ’ άλλα τά ορδίνιασε και τις να τα θυμάται| και τα καλά τά έκαμε και τις να τα ξηγάται; Γεωργηλ., Θαν. 320· Φαίνεται ο Μύρτζας άνδρας μου να είχε καμωμένα| στον κόσμον αμαρτήματα, κακά ορδινιασμένα,| να ’καμε φόνους περισσούς, πολλές παρανομίες Αιτωλ., Βοηβ. 267. 12) α) Δίνω εντολή, προστάζω (κάπ. να κάνει κ.): Ο κύρης εκατέβηκεν στο στάβλος· ορδινιάζει| τρία άλογα να στρώσουσιν Βεντράμ., Φιλ. 287· έναν της δούλον έκραξε για να τον ορδινιάσει Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1214]· Ο γενεράλες κάτεργα ορδίνιασε να βγούσι| γεμάτα ανθρώπους, μπόλμπερες κι εις τα Χανιά να μπούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 1597· β) ορίζω, παραγγέλλω: θέλω να σου δώσω μίαν ιατρείαν, την οποίαν ορδίνιασεν ο ιατρός να σου δώσω Μπερτολδίνος 149· γ) (σε διαθήκη) αφήνω εντολή, παραγγελία, ορίζω: να ’ναι κρατημένοι οι κομεσάριοί μου … οι οποίοι θέλω να έχου εξά να κάνου και να τελειώσου ό,τι εδώ θέλω ορδινιάσει Διαθ. 17. αι. 140· δ) συμβουλεύω, καθοδηγώ: τότε, όταν εγνώρισε ’τι έναι ώρα να σκολάσει,| αρχίνησε η ερωτική για να τον ορδινιάσει.| Και λέγει του: «Με την γνώση σου σέβα στο περιβόλι,| ’πιδέξια και φρόνιμα γιατί κοιμούνται όλοι» Τριβ., Ρε 264· τούτο ορδινιάζω σας, όλοι, μικροί μεγάλοι,| οποίος ακούσει φυλακήν, κανείς μηδέν γελάσει Σαχλ., Αφήγ. 428· ε) αποφασίζω: Θεωρώντα οι καβαλάρηδες τον θάνατον του ρε Πιερ, ορδινιάσα να βάλουν ρήγα τον σινεσκάρδον Μαχ. 5942. 13) α) Έχω (κάπ.) στις διαταγές μου· διευθύνω, ηγούμαι: τους φαμέγιους του σπιτιού εσύ τους ορδινιάζε| κι αν έναι φταίσιμον σ’ αυτούς συγκεραστά τους σάζε Δεφ., Λόγ. 321· αξαπολύθησαν και δεν είχαν καπετάνον να τους ορδινιάζει Μαχ. 19025· είπε του ο Φίλιππος: «Στρατιά καλά την σιάζεις| και όλον το φουσσάτο μου εσύ να τ’ ορδινιάζεις» Αλεξ. 252· β) διοικώ, κυβερνώ: το βασίλειο ορδίνιασε (ενν. ο Θησέας), ως επρεπε με τάξη Θησ. Β΄ [87]· του Κορνάρο έδωκε την εξουσίαν δικήν του,| για ν’ αρδινιάζει το λαό, να ’ναι στη δούλευσίν του Τζάνε, Κρ. πόλ. 49224· ελπίδαν έχω στον Θεόν, τα πάντα που κοιτάζει| και με την θείαν πρόνοιαν τον κόσμον ορδινιάζει Παλαμήδ., Βοηβ. 94· (εδώ προκ. για συναισθήματα) ελέγχω: Έχεις τον κόσμον το λοιπόν καθάρια να ’ξεικάζεις| και μετ’ αυτά τα πάθη σου με γνώση ν’ αρδινιάζεις Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 122· γ) επιβλέπω· φροντίζω, περιποιούμαι: το οποίον αμπέλι θέλει απού την σήμερον και ομπρός να το κρατεί ο ευλαβέστατος αφέντης πατέρας ο Χαλκιόπουλος … και να τ’ ορδινιάζει κάθα χρόνο, να το γοβερνάρει Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1086· δεν έδιδε των ομματίων του ύπνον … διά να ορδινιάζει τόπους του Κυρίου και κατοικήσεις του Θεού Χίκα, Μονωδ. 71. 14) α) Διορίζω: διά τούτον εφάνην μας όλους αντάμα και ορδινιάσαμεν κουβερνούρην τον αδελφόν του ρηγός Μαχ. 4814· την αυτήν ημέραν ορδινιάσαν τον Νικολό τε Μοραπίτον διά βισκούντην Βουστρ. 484· β) χειροτονώ: ήρτεν ο βαχλιώτης του πάπα και έφερεν το σκιάδιν τού γαρδενάλλη και τες βούλλες διά να ορδινιάσουν τον πρωτονοτάρην γαρδενάλλην Μαχ. 67424. Β´ Αμτβ. 1) Δίνω, αφήνω εντολή: Ο αυτός ρε Πιερ ορδινίασεν και έδωκεν τα ’φίκκια του ρηγάτου τα χηράτα Μαχ. 8824· θέλει ο άνωθεν κυρ Φίμις να ορδινιάσει πρώτον διά το πράμαν του και δεύτερον διά την ψυχήν του Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 608. 2) Ορίζω, καθορίζω: εμέν επαρακάλεσεν ίνα επιγράψω και να τελειώσω την παρούσαν τση και ύστερον διαθήκην, καθώς αυτείνη ορδινιάζει Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 156· οπόταν πιστοί άνδρες θέλουσι καταστένεσθαι εις την κυβέρνησιν, καθώς ο άγιος Παύλος εις την προς Τιμόθεον επιστολήν ορδίνιασε Χριστ. διδασκ. 133. 3) Διοικώ, κυβερνώ: εκάθισε ο Ρωτόκριτος εις το θρονί και ορίζει.| Με φρόνεψη πορεύγεται, με γνώσην ορδινιάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ε΄ 1505· όλοι γοι αφέντες ήτον ’κεί στον τόπο πασαένας| κι εκείνοι κι ορδινιάζανε, δεν ήλειπε κανένας Τζάνε, Κρ. πόλ. 4816. 4) Ενεργώ: καταπώς τον όρισεν, αυτούνος ορδινιάζει Χούμνου, Κοσμογ. 795. IΙ. Μέσ. 1) α) Ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι (για κ.): ν’ αρδινιαστεί η γυναίκα του κι οι υιοί του κι οι νυφάδες,| να μπούσιν εις την κιβωτόν Χούμνου, Κοσμογ. 461· τους ελάφους έβλεπα απέσω εις το άλσος| και ορδινιαζόμουν να εμπώ ίνα τα πολεμήσω Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1370· ας πάμε τώρα, άρχοντες, όλοι ν’ αρδινιαστούμεν| κι εις το κυνήγι την αυγή όλοι μας να βρεθούμεν Ευγέν. 277· Έλα, Μπερτολδίνο, ορδινιάσου, διατί εσύ κάνει χρεία να ’λθεις μαζί μας Μπερτολδίνος 101· β) (προκ. για στρατιωτικό σώμα) ετοιμάζομαι για μάχη, συντάσσομαι, παρατάσσομαι: έκαμεν και ορδινιάστησαν ως εξακόσοι τότε,| οπού ’σαν όλοι διαλεκτοί και άξοι στρατιώται Αχέλ. 583· ο γενεράλες … όρισε να εμπούσι| στα κάτεργα τα τσούρματα κι όλοι ν’ αρδινιαστούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 33712· Ορδινιαστείτε το λοιπόν να πάμε στους εχθρούς μας,| για να τους καταλάβομεν Αλεξ. 465· γ) Παίρνω, μέτρα, μεριμνώ, φροντίζω: Πώς η βασίλισσα Ιππόλυτα γροικώντας πως έρχεται ο Θησεύς απάνου της, ορδινιάσθη διά τον αποκλεισμόν Θησ. (Foll.) I πριν στ. 86· πάσα γνωστικός άνθρωπος δε κατέχοντας πότες έχει να του έλθει αυτός ο θάνατος, πρέπει και τυχαίνει να ορδινιαστεί πρώτον διά την ψυχήν του και δεύτερον διά το πράμαν του Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 146· δ) Φροντίζω, ενεργώ (ώστε να γίνει κ.): Τριάντα αργύρια σού δίδομεν και να τα και ορδινιάσου| γοργόν με δίχως κόμπωσιν τον Ιησούν να πιάσου Μυστ. παθ. 13· ωσάν αποθάνω η άνωθέ μου θυγατέρα και κομμισσάρια να ορδινιαστεί να με θάψουσι στο μοναστήρι Διαθ. 17. αι. 536. 2) (Απρόσ.) δίνεται εντολή: τότε ορδινιάστηκεν όλοι τους να μισεύσουν Διακρούσ. 722. Η μτχ. παθητ. παρκ. ως επίθ. = προετοιμασμένος, έτοιμος: σαν άνδρα πεινασμένον,| οπού να τρώγει μ’ όρεξιν φαγίν ορδινιασμένον Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 644· τ’ άλογά τους πήρασιν ως ήσαν στολισμένα,| με σέλες και με άρματα για στράτ’ ορδινιασμένα Μαρκάδ. 552.ορδινιαστής- ο.
Από τον αόρ. του ορδινιάζω και την κατάλ. ‑τής. Η λ. στο Βλάχ.
Διαχειριστής, επιστάτης: θέλω μετά τον θάνατόν μου είναι κουμμεσσάριοι και ορδινιαστάδες των πραγμάτων μου την κερά Ελένη Βενέραινα, … την μάνναν μου και τον αδελφόν μου Διαθ. Πασχαλίγ. 78.ειδουμή,- σύνδ.· ουδουμή, Ελλην. νόμ. 54512.
Από τους συνδ. ειδού και μη. Ο τ. με αφομοίωση της πρώτης συλλαβής προς τη δεύτερη.
Ειδάλλως (Η σημασ. και σήμ. ιδιωμ., Andr., Lex., λ. ει): αν κάμει η ρηθείσα κερα-Φιλίππα παιδίν όββερ παιδία, να της τα δώσει. Ειδουμή και αποθάνει και εκείνη χωρίς παιδιά, ... Διαθ. Πασχαλίγ. 79.ποσεντέρω·- ποσεδέρνω, Μορεζίν., Διαθ. 482· ποσεδέρω, Διαθ. Πασχαλίγ. 78, Μορεζίν., Διαθ. 483, Διαθ. 17. αι. 387, 421, 530, 945· ποσενδέρω, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 3215, 3516, 22‑23, 4128‑29, Διαθ. 17. αι. 597.
Από το ιταλ. possedere. Ο τ. ποσεδέρω σε έγγρ. του 15. (ΜΒ Ϛ́ 66828), 16. (Γρηγορόπ., Έγγρ. 52144, 5929, 9115, 9918, Μαράς, Κατάστιχο 149 Α′ 97, 1216, 137, 147, 156, 648, 1097, Β́ 279, 11614 (να ποσεδέρειν), 1326, 1969, 27216‑17, Γ́ 68, 5710, 2689, Μέρτζιος, Κρ. Χρ. 15‑16, 1961‑2, Β́ 251, 279, 280, Μαυρομάτης, Θησαυρ. 16, 1979, 214, κ.α.), 17. (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968 έγγρ. 17. αι. Νάξου 3325, 6636, 56, 676, Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 501, 502, ΔΙΕΕΕ 24, 1981, 503, 531, ΔΙΕΕΕ 26, 1983, 452, 492, 505, ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 376, Βαγιακ., ΕΑΙΕΔ 5, 1954, 52, 86, Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 7, 1957, 73)· πβ. και ποσσεσέρω σε έγγρ. του 17. αι., Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 7, 1957, 137), 18. αι. (Βαγιακ., ΕΑΙΕΔ 6, 1955, 36, 39, Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 8, 1958, 174, Αλιπράντης, Λεξ. Πάρου, λ. ποσεδερίζω, κ.α.) και σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, Λάζαρης, Λευκαδ. (ποσσεδέρω)· βλ. και Πανταζ., Κεφαλ.-θιακ., λ. ποσέσιο). Ο τ. ποσενδέρω σε έγγρ. του 16. (Κακουλίδη, Κρ. Χρ. 22, 1970, 478) και 17. αι. (Δετοράκης, Κρητολ. 16‑19, 1983‑4, 136, Κρ. συμβόλ. 49). Τ. ποσινδέρω (Συμβόλ. Αρετ. 29, όπου και λ. ποσινδάρω) και ποσιντέρω σε έγγρ. του 17. αι. (Αμάλθ. 8, 1977, 363, Κωνσταντουδάκη, Θησαυρ. 12, 1975, 73)· τ. ποσιδέρω (για τη χρ. του οποίου σε έγγρ. βλ. Ντόκος-Μελέντη, Εώα και εσπέρια 3, 1996‑7, 127· βλ. και Αλιπράντης, Λεξ. Πάρου, λ. ποσεδερίζω) σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ., Λάζαρης, Λευκαδ. (ποσσιδέρω), Κοντομίχης, Λεξ. λευκ. ιδιώμ. (ποσσιδέρω)). Τ. ποσονδέρω σε έγγρ. του 17. αι. (Ζερβογιάννης, Αμάλθ. 3, 1972, 284). Η λ. σε έγγρ. του 16. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 4, 1951, 9, 10, 12, 19, 20, 21, 24, 26, 28, 30, 40, 49, 75, Ναξ. έγγρ. 17. αι. 1110, Κασιμ., Έγγρ. 30 (109), 53 (133), 219 (312), κ.α.), 17. (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 109, Vinc., Θησαυρ. 4, 1967, 64, Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968 έγγρ. 17. αι. Νάξου 224, 2523, 2913, 3516, 24, 3612, 506, 5320, 5411, 19, 33, 555‑6, 6017, 625, 18, 739, Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 9, 1971, 163, Μαυρομάτης, Θησαυρ. 16, 1979, 233), 18. αι. (Κατσουρός, Νησιωτ. Επετ. 1, 1918, 155, Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 8, 1958, 153) και σήμ. ιδιωμ. (Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.).
(Κατ)έχω, έχω στην εξουσία, στην κυριότητά μου: ρενουντσιάρει το του άνωθεν παπακυρ‑Ανδρέου το χωράφι, να το ’χει και να τα ποσεντέρει απού την σήμερον και ομπρός ως πράμα ίδιον εδικόν του, ... εις πάσαν του εξουσίαν και κυριότηταν Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 615· (προκ. για «τα γράμματα», τη γλωσσική μόρφωση): Ξεύρε πως είμαι δάσκαλος di gran virtù e dotrina,| και ποσεντέρω γράμματα volgare και λατίνα,| ρωμαίικα και φράγκικα, σπανιόλα και φραντσόζα Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 260. — Πβ. ποσεντερίζω.προικίον- το, Ασσίζ. 14619, 15017, 2629, 39412, 4176, 4282, Διγ. (Trapp) Gr. 1698, Χρον. Μορ. H 3127, Διαθ. Ακοτ. 146, 148, Διαθ. Ντεφαΐτζ. 77, Διαθ. Πασχαλίγ. 78 τρις, Σοφιαν., Παιδαγ. 122, Εκλογής χειρόγρ. 24623, 26-27, Δωρ. Μον. XXXV, XL, Μπερτόλδος 60· προικίο, Συναξ. γυν. 1053· προικιό, Πανώρ.2 Γ́ 368, Κατζ. Έ 438, Στάθ. (Martini) Γ́ 449, 463· προικιό(ν), Βέλθ. 997, 1025, Βεντράμ., Γυν. 278· προίκιον, Χρον. Μορ. H 2603, Συναξ. γυν. 798· προικιόν, Ασσίζ. 158‑9, 1914, 1241, 4, 1431, 16518, 17515, 37620, Μαχ. 32813, 3308, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1861, Δεφ., Λόγ. 542, Σουμμ., Ρεμπελ. 191· προυκίο, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 118· προυκιό, Πανώρ.2 Δ́ 61, Έ 232, 234, 235, 240, 241, 244, 246, Διαθ. 17. αι. 6123, 9150, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 603· προυκιό(ν), Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 290, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 809, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 196, Έ 856, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 29820· προυκίον, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 110, 23‑24, 1312, 17, 1614-15, 1813‑14, Ολόκαλος 18, 23, 25, 34, 45, 57‑8, 65, 75, 85, 115· προυκιόν, Διαθ. 17. αι. 3192, 194.
Από το ουσ. προιξ και την κατάλ. ‑ίον· (πβ. μτγν. ουσ. προικίδιον). Ο τ. προίκιον από μετρ. αν. ή πιθ. από το ουδ. του μτγν. επίθ. προίκιος· απ. τον 7. αι. (LBG) και σε έγγρ. του 12. αι. (Caracausi, Μηνάς, Γλωσσάρ. Ιτ.2). Ο τ. προικίο σε έγγρ. του 16. (Κασιμ., Έγγρ. 7 (85), 232 (326)) και 17. αι. (Σκοπετέας, ΕΑΙΕΔ 3, 1950, 76). Πληθ. προικία σε έγγρ. του 16. αι. (Γρηγορόπ., Έγγρ. 311, κ.α.) και προικία σήμ. ιδιωμ. (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. προικίο, βλ. και Caracausi, λ. προίκιον). Ο τ. προικιό στο Βλάχ. και σήμ. (και πληθ.). Ο τ. προικιόν στο Somav., σε έγγρ. του 16. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Α′, Β́, Γ́ πολλ.), 17. (Δετοράκης, Κρητολ. 16-19, 1983-84, 136) και 18. αι. (Μπόμπου‑Σταμάτη, Πρακτ. Ε′ Παν. Σ 458) και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 763). Ο τ. προυκιό στο Βλάχ. Ο τ. προυκιόν στο Somav. Πληθ. προυκιά (Βίος, Λαογρ. 5, 1915-16, 644) και πρου#18ιά σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Τ. προυτσί και πληθ. προυτσά σήμ. ιδιωμ. (Τσικής, Γλωσσ. Χίου). Ο τ. προυκίον σε έγγρ. του 17. αι. (Μέρτζιος Κ., ΕΑΙΕΔ 8, 1958, 108). Πληθ. προυκία σε έγγρ. του 16. αι. (Γρηγορόπ., Έγγρ. 2511, 12087, κ.α.)· βλ. και Πασπ., Γλωσσ., λ. προικίον. Η λ. στη Σούδα και σε έγγρ. του 13. (Caracausi, Μηνάς, Γλωσσάρ. Ιτ.2), 16. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 4, 1951, 46, 48, 78 κ.α., Κασιμ., Έγγρ. 2 (80), κ.α.), 17. (Αμάλθ. 10, 1979, 157, Πασπ., Γλωσσ.) και 18. αι. (Πασπ., Γλωσσ.).
1) Η προίκα: του (ενν. του Δεσπότη Άρτας) είπαν (ενν. οι μαντατοφόροι)| το πώς εκαταστήσασιν την υπαντρείαν ...| Εξήντα χιλιάδες πέρπυρα ήτον γαρ το προικίο Χρον. Μορ. P 3127· καθολικό ’ναι χάρισμα (ενν. η ομορφιά), ίδιο προυκιό,...| κι έπαινος..., απού μπορεί κόρη ποτέ να πάρει Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 265· (στον πληθ.) Εγώ, αυθέντη πενθερέ, επιθυμίαν είχον| την θυγατέρα σου λαβείν διά το ταύτης κάλλος,| ουχί δε πλούτου ένεκεν...,| (παραλ. 1 στ.), ης τα κάλλη αρκούσι με αντί πολλών προικίων Διγ. Z 2102. 2) Μεταφ. (στον πληθ.) η συνέπεια μιας πράξης· (εδώ) η τιμωρία: οι αιρετικοί και οι εικονομάχοι| όλους τους τούτα τα προυκιά πρέπει καθένας να ’χει·| και ποια ’ν’ αυτάνα τα προυκιά, που πρέπει να δοθούσι| σ’ αυτούς ...;| είν’ τούτα: να φωνάξομεν όλοι ...| διδόντες των τ’ ανάθεμα Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 1081-2.πρωτύτερα,- επίρρ., Ασσίζ. 429, 8412, 13621, Διγ. A 2505, Σαχλ., Αφήγ. 311, Σαχλ. N 295, Λίβ. Esc. 692, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2401, Μαχ. 26219, Θησ. (Foll.) I 136, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 145, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 6723, Ξόμπλιν φ. 130r, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Εξήγ. π, Μαλαξός, Νομοκ. 335, Αχέλ. 1245, 2461, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1127, Αιτωλ., Βοηβ. 129, Χρον. σουλτ. 5718, Ιστ. πατρ. 1036, Μορεζ., Κλίνη φ. 368v, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 30914, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 1635‑6, Λαυρ., Οπτασία Σ. 115, Πανώρ.2 Δ́ 84, Πιστ. βοσκ. IV 8, 122, Μανολ., Επιστ. 17331, Ιστ. Βλαχ. 1031, Σουμμ., Ρεμπελ. 158, Διγ. Άνδρ. 36723, 4104, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 186, Στάθ. (Martini) Ά 134, Διήγ. ωραιότ. 662, Νομοκριτ. 83, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1276], Έ 1223, Φορτουν. (Vinc.) Ά 286, Β́ 198, Ροδινός (Βαλ.) 214, Διακρούσ. (Κακλ.) 1194, Μπερτολδίνος 111, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιδ́ 22 κ.π.α.· εμπρωπύτερα· εμπρωτότερα, Χρον. Τόκκων 706· εμπρωτύτερα, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 2285, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 88v, 118v, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών νξά, ρξθ́, σοβ́· εμπρωτύτερας· ομπρωτύτερα, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 120r, 301v· πρωτέτερα, Μπερτόλδος 16· πρωτότερα· πρωτύτερας, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1032, 1168, 3777, Μορεζ., Κλίνη φ. 38v, 53v, Πανώρ.2 Έ 201, Πιστ. βοσκ. I 1, 300, V 5, 126, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3024, 3320, 3438, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 1438, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1487, 3603, 44912· πρωτύττερα, Μαχ. 5907· πρωτυττέρα, Βουστρ. (Κεχ.) Β 1859.
Από το επίθ. πρωτύτερος. Ο τ. εμπρωτότερα από το πρωτότερα, πιθ. από αναλογ. επίδρ. του συγκρ. εμπρότερα του εμπρός (βλ. ά.). Ο τ. εμπρωτύτερα από το πρωτύτερα, σε έγγρ. του 17. αι. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 514). Ο τ. ομπρωτύτερα από το πρωτύτερα, πιθ. από αναλογ. επίδρ. του συγκρ. ομπρότερα του ομπρός (βλ. ά. εμπρός)· ο τ. στο Meursius (γρ. ομπροτίττερα). Ο τ. πρωτύτερας στο Βλάχ. (γρ. προτήτερας), σε έγγρ. του 17. αι. (Ζερβογιάννης, Αμάλθ. 14, 1983, 99, Καζανάκη, Θησαυρ. 11, 1974, 274, Μαυρομάτης, Θησαυρ. 16, 1979, 220, Παπαδάκη, Θησαυρ. 19, 1982, 145) και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ.). Τ. προυτύτιρας σήμ. ιδιωμ. (Ανδρ., Ιδ. Μελ.). Ο τ. πρωτύττερα και σήμ. στην Κύπρο (Χατζ., Γραμμ. κυπρ. διαλ. 151, Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., λ. πρωτήττερα). Τ. μπρω(τ)ύτερα σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, λ. μπρωύτερα, Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., λ. μπρο(τ)ύτερα). Τ. πρωτοτέρως σε έγγρ. του 19. αι. (Αλιπράντης, Λεξ. Πάρου). Η λ. στο Βλάχ. (γρ. προτήτερα), σε έγγρ. του 16. αι. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Α′ 5116, 9210, Β́ 220α4, Γ́ 20132, 3493, Κασιμ., Έγγρ. 1 (79), 63 (145), Γρηγορόπ., Έγγρ. 4532, 7810, 12096, στ. 250, 1126), του 18. αι. (Αθανάσιος εξ Αγράφων 89, 95, 130, Σκουβαρά, Ολυμπιώτ. 463, 465, 467) και σήμ.
1) (Χρον.) α) προηγουμένως: Είπα σου το και πρωτύτερας πως ο πατέρας σου εκείνους τους σοφούς οπού εφιλοσοφούσασιν απάνω εις τούτο, ... άλλους μεν εθανάτωσεν, άλλους δε πάλιν εξόρισεν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 477· Ο μύθος λέγει ότι πολλοί άνθρωποι δεν φροντίζουν την βλάβην τους, όταν θωρούν και τους εχθρούς τους πως βλάπτονται εμπρωπύτερα Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 25· επροεφήτευσεν (ενν. ο προφήτης Ιερεμίας) τι του έδειξεν ο Δανιήλ πρωτύτερα διά τον Αλέξανδρον Διήγ. Αλ. G 26632‑33· Ο τόπος απού λέγεται τώρα Άγιον Όρος ελέγετονε πρωτύτερας Αίγεον Όρος Μορεζ., Κλίνη φ. 135r· (εδώ) την προηγούμενη φορά: Και με τούτο το θάρρος εβούλουμουν να έλθω πρωτύτερα εις εσάς, διά να έχετε και δευτέραν χάριν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Β́ ά 15· (εδώ πλεοναστικά): εξόχως έγινε, καθώς προείπα πρωτύτερα, από γνώμη και βουλή του άνωθεν κόντε Πορτσένιγου του γουβερναδόρου Σουμμ., Ρεμπελ. 166· ο αισθητός και βλεπόμενος ούτος ήλιος, προ του να φανεί ανατέλλοντας εις την ανατολήν, φαίνονται πρωτύτερα αι ακτίνες του απάνω εις τας κορυφάς των υψηλών βουνών Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 63· β) νωρίτερα, πιο μπροστά, στο μεταξύ: με τι να πολεμήσομεν, αφέντη, τους εχθρούς σου;| Έπρεπεν εμπρωτύτερα να τὄβανες στον νου σου Ιστ. Βλαχ. 1010· Σαν επαρασυνήφερε, μέσα της λογαριάζει| κι εκείνον οπού θε να πει πρωτύτερα λογιάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 260· ωσάν είδε ο αφέντης της Βλαχίας πως του κάμει πολλή ζημίαν, έβαλε ανθρώπους και έκαμε αγάπην με τον σουλτάν Μεχεμέτη, να του δίδει χαράτσι πάσα χρόνο, εκείνο οπού έδιδε και πρωτύτερα Χρον. σουλτ. 5113· Όμως εμείς ουδέ ποσώς μηδέν τον καρτερούμεν,| γιατί το φύγι των Τουρκών πρωτύτερα θωρούμεν Αχέλ. 2459· (εδώ) έγκαιρα: αν είχαν αναφάνειν πρωτύττερα απάνω τους Σαρακηνούς, δεν εγινίσκετον τούτον το κακόν και η ζημία απού ’γίνην Μαχ. 66623· (εδώ σε αντίθεση με την έκφρ. την ώραν εκείνην): ήδωκεν ο Θεός του παιδίου τόσην χάριν, και πρωτύτερα εψιθύριζεν τα λόγια, καθώς ψιθυρίζουν τα βρέφη, και την ώραν εκείνην ... ομίλει τόσα καθάρια ... απού όλοι εξενίζουντανε Μορεζ., Κλίνη φ. 378v· (εδώ με το συγκρ. πλιο για έμφαση): Η αδελφή μου εδεπά νά ’ρθω μου ’χε μηνύσει (παραλ. 1 στ.) και τούτος πλιο πρωτύτερα ήθελεν έμπει μέσα| ογιά να κλέψει τίβετας, γή πράμα γή τορνέσα Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 31· γ) αρχικά, πρώτα-πρώτα: ετρέξαν ούλοι εις το παλάτιν, και πρωτύττερα επήγαν εις την αυλήν της ρήγαινας Βουστρ. (Κεχ.) 18410· Αυτόν γουν τον ναόν, οπού άρχισεν ο βασιλεύς Ιουστινιανός να τονε κτίσει, τον είχεν ο βασιλεύς Κωνσταντίνος πρωτύτερα κτισμένον Hagia Sophia ω 5128· δ) παλαιότερα: ο κεραυνός σου έφθειρε ωσάν το ξεύρουν πάντες| και άλλους εμπρωτύτερα και τους αγρίους γιγάντες Κρουσ., Τουρκογρ. 381· αγάλια-αγάλια θρέφεται (ενν. η αγάπη), σαν το καμίνι ανάφτει,| κεντά και καίγει δυνατά και το κορμί μας βλάφτει.| Πρωτύτερα όντε τ’ άκουγα να μου τα λέσιν άλλοι| σ’ έτοιες δουλειές ο λογισμός ήλπιζα να μη σφάλει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 325· ο ποίος (ενν. ο Γαβριήλ) και πρωτύτερα ήτον εδώ ’στεμμένος,| με του Θεού το θέλημα αφέντης καμωμένος Ιστ. Βλαχ. 771· εδιάβησαν εις τον σουλτάν Μεχεμέτη και εστερεώσαν την αγάπη οπού είχανε και πρωτύτερα Χρον. σουλτ. 10527· (εδώ σε αντίθεση με το ύστερον): ο Ιωάννης, ο υιός του Ανδρονίκου, ... ήτονε πρωτύτερα τυφλωμένος και υστέρου ήλθε το φως του Χρον. σουλτ. 2927· (εδώ σε αντίθεση με το τώρα): ολίγοι ήταν πρωτύτερα μαζί (ενν. πλούσιοι) και τώρα πλουσιότεροι απ’ αυτόν, αλλά δεν έκαμαν τόσα καλά Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 80r· (εδώ πλεοναστικά): να ηξεύρεις ότι πρωτύτερα, όσα σας επροέγραψα, το πως επήρα το βασίλειον της Περσίας και τον βασιλέαν τους τον Τάρειον εσκότωσα Διήγ. Αλ. F (Konst.) 6623‑24· ε) μέχρι τότε: διά τούτην δε την αφορμήν τον τόπον τους αφήκαν| αποὔσανε πρωτύτερα κι εις άλλον εσταθήκαν Αχέλ. 819· επήρανε την Κωνσταντινούπολι από τον Αλέξιον, βασιλέα της Πόλης πρωτύτερα Χρον. σουλτ. 5413· στ) εκ των προτέρων: ήλθα να σου το ειπώ πρωτύτερας οδιά να μην φοβηθείς όταν ιδείς το μυστήριον Μορεζ., Κλίνη φ. 53v· Εκάλεσε (ενν. ο Θεός) το όνομά του και την φύσιν ενός εκάστου ζώου ώσπερ να τα είχεν γραμμένα, οπού ουδέ τα εμελέτησε ή τα εσυλλογίσθη ομπρωτύτερα, αλλά μόνον παρευθύς Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 67r· Σαν κάμεις τώρα,| πρωτύτερα να το ’καμες έπρεπ’ εις άλλην ώρα Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 6912· ζ) (με επόμ. γεν.) πριν από: μετά τον θάνατον της μάννας μου να τα αφήνει και να τα δίδει (ενν. τα χρήματα) της κερα Φιλίππας της αδελφής μου ή, αν της φανεί (ενν. καλό) να της τα δώσει και πρωτύτερα του θανάτου της (ενν. μάννας μου) Διαθ. Πασχαλίγ. 78· η) (με επόμ. προθ.) η1) (με επόμ. την πρόθ. από): Περί χήρας, οπού γεννήσει πρωτύτερα από ... σαράντα ημέρες Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 201185· τες ημέρες εκείνες πρωτύτερα από τον κατακλυσμόν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κδ́ 38· η2) (με επόμ. την πρόθ. παρά): κανείς ιατρός ξένος ... ουδέν πρέπει να ιατρεύσει απού καρούραν τινάν, έως οπού να φανερωθεί με ετέρους ιατρούς ... έμπροσθεν του επισκόπου και πρωτύτερα παρά τούτον να γένει, και αν ηγνωρίσου ότι ούτος εστίν δίκαιος κληρονόμος της ιατρείας, να ιατρεύσει Ασσίζ. 1865· εκείνη η γυναίκα (ενν. η χήρα) οπού επήρεν άνδραν πρωτύτερα παρά το εντεχάμενον, εθεσπίστην της ετέρης τιμωρίας Ασσίζ. 12010‑11· θ) (πριν από συνδ.) θ1) (με επόμ. το σύνδ. παρά· πβ. Επιτομή λ. παρά ΙΙΆ1, 4β) (1) (με επόμ. β́ όρο σύγκρισης): Και μοναύτα επήγεν ο αποστολές πρωτύττερα παρά τινάν, και εποίκεν όρκον της κυράς, της ρήγαινας, ότι να ζήσει και να πεθάνει εις πάσα της ορισμόν Βουστρ. (Κεχ.) 4416· το δίκαιον κρίνει ότι εκείνος οπού ένι κρατούμενος τενιασμένος ότι έδερεν άλλον ... εντέχεται πρωτύτερα να πλερώσει τον δαρμένον παρά την αυλήν Ασσίζ. 48011· Καλά το είπες πως δεν ήκουσες ποτέ μήτε εώρακας τέτοιον λίθον, μα είναι δύσκολον να τον ιδείς (ενν. τον λίθον) εσύ πρωτύτερα παρά τον αυθέντην σου Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 4818‑19· (2) (με επόμ. χρον. πρόταση): ο ένας είναι και αληθινός Θεός οπού είναι πρωτύτερα παρά να γενεί ο κόσμος Χριστ. διδασκ. 198· επρόβλεπε τες ταραχές και τους χειμώνας πρωτύτερα παρά να έλθουσι Χίκα, Μονωδ. 66· θ2) (με επόμ. το σύνδ. παρού· πβ. λ. παρού ΙΆ2α): εμπορώ να μοιάσω την βερτούν της μεγαλοψυχιάς εις το φαρκόνιν, ότι ήθελεν ψοφήσει πρωτύτερα απέ την πείναν παρού να έφαγεν κριάς σαπημένον Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 130· ένι διαφεντεμένον να μηδέν λάβει κανείς διά γυναίκαν εκείνην τήν έλαβεν εκ των βυθών της κολυβήθρας … ουδέ ο υιός του να μηδέν λάβει εις γάμον την θυγατέραν της θυγατρός της … αλλά αυτά τα παιδιά του εγεννήθησαν πρωτύτερα παρού να την βαπτίσει Ασσίζ. 12620· θ3) (με επόμ. το σύνδ. πριχού· εδώ πλεοναστικά, για έμφαση): ήλθεν ο γλυκύς όμβρος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, και εδόθη εις την γην ... και δύνεται να βλαστήσει πάσα βλάστημα αρετής, τες οποίες αρετές δεν εδύνετον πρωτύτερας η ανθρώπινος φύσις πριχού να κατέβη αυτός ο ουράνιος όμβρος Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 407· ι) (με αιτιατ. που δηλώνει χρόνο· πβ. και ολίγον καιρόν πρωτύτερα στο Φυλλ. Αλ. (Βελουδ.) 2748): Τ’ αμμάτι’, απού ’χεν ήτονε καλύτερ’ ογιά μένα| πολύ καιρό πρωτύτερα να ’χα ’σται τυφλωμένα Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 194· είδαν να κρατεί και να έχει εκείνον το κτηνόν ή εκείνον το πράγμαν εις νομήν έναν μήναν πρωτύτερα του Πασχάτου ή των Γεννών Ασσίζ. 17424· (εδώ πλεοναστικά): αυτός εδιηγήθηκεν όσα ήκουσεν διά λόγου μου, ότι απεδώ και πέντε ημέρες πρωτύτερα πως είδεν παλληκάριον ξανθόν, νέον, εις το Βλατολιβάδιν Διγ. Άνδρ. 37033‑34· ια) (ως συγκρ., με επόμ. β́ όρο σύγκρισης) ια1) (με γεν.): απέθανε εμπρωτύτερας του πατρός του Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών νζ́· εάν γένηται ούτως, ότι εκείνος οπού του εδόθην η χάρις ετελεύτησεν πρωτύτερά του εκείνου οπού έμελλεν να λάβει την δωράν, εντέχεται να το περιλάβουν (ενν. το πράγμαν) οι κλερονόμοι του τεθνεώτος Ασσίζ. 15714· τέτοιας λογής εδίωξαν τους προφήτας οπού ήταν πρωτύτερά σας Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. έ 12· ια2) (με αιτιατ.): Και τούτο γίνωσκε, ότι (ενν. τα δύο κάτεργα) εις τα μίλια έρχονται ίσα, αμή εις τας ώρας ποτέ δεν ημπορεί να έρθει ίσα, επειδή σηκώνεται (ενν. σχετικά με την άγκυρα) ένα το άλλον πρωτύτερα Rechenb. 7812· ια3) (με την πρόθ. από· πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Ά 77, 2): καθώς πρωτύτερας από λόγου μου εγνώριζες τον Θεόν και ελάτρευές τον με καθαρόν νουν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 14824· Απέθανε και η βασίλισσα Ζωή απ’ αυτού πρωτύτερα Χρον. βασιλέων 1265· Αυτά επροσεύχετον ο Θεόδοτος, και ο Θεός ... ο συνιείς εις πάντα τα έργα ημών, έστοντας να δεχθεί την γνώμην του πρωτύτερα από τα έργα, έδωκε τέλος της προσευχής του, και έστειλέ του πάραυτα τον θάνατον Ροδινός (Βαλ.) 208. 2) (Τοπ.) πιο μπροστά, πριν από κ. άλλο: επολέμησε ο Ταμερλάνος ... και επήρε τον σουλτάν Μπαγιαζίτη και εχάλασε και το φουσσάτο του ... ως καθώς τα εγράψαμε πρωτύτερα Χρον. σουλτ. 5722· (εδώ σε αντίθεση με το ύστερα): Επίρρημα έναι μέρος λόγου άκλιτον όπου λαμβάνεται ή πρωτύτερα ή ύστερ’ από το ρήμα Σοφιαν., Γραμμ. 80. 3) (Προκ. για υψηλότερη προτεραιότητα ή μεγαλύτερη σημασία) α) (για πράγματα) πριν και πάνω απ’ όλα, πρώτο και κύριο: ο βισκούντης ένι κρατούμενος ... να νομέψει όλα τα πράγματα του τεθνεώτος, και να ποιήσει πούλησιν ... έως όπου να πλερωθεί εκείνον το όφλημαν πρωτύτερα· και έπειτα να μείνει τίποτες απ’ εκείνα Ασσίζ. 38817· Αυτού δηλοί πρωτύτερα περί των κρισιμάτων, και ποταπός άνθρωπος εμπορεί να εγκλητεύσει εις την αυλήν έτερον άνθρωπον, και ποίον όχι Ασσίζ. 2816· (εδώ με επόμ. το σύνδ. παρά, βλ. Επιτομή, λ. παρά ΙΙΆ1α): πρωτύτερα παρά όλα τα πράματα του κόσμου πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει τον Θεόν, τάπισα να αγαπήσει τον εμαυτόν του, τάπισα να αγαπήσει τον κύρην του και την μάνναν του Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 75· β) (για πρόσωπα) πριν και πάνω απ’ όλους τους άλλους, κατά προτεραιότητα σε σχέση με τους λοιπούς: ομού ετρώμεν πάντα·| εμπρότερά μου ενίβγετον, πρωτότερα καθίζει| και πάντα επροτίμουν τον εις τα καλά μπουκούνια Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 351· εγώ διά το δικό μου συμπαθώ σου ει τι μου ’ποίκες, ότι εγώ θέλω πρωτύτερα την αφεντιά σου παρά τους λας μου Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 93· Αν έχεις πάλιν συγγενήν να έχει πτωχείαν μεγάλην, (παραλ. 3 στ.) μη τον αφήσεις καν ποσώς διά ξένο να πεινάσει,| σπλαγχνίσου αυτόν πρωτύτερα, λέγω, παρά τους ξένους Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2401· (εδώ ως κατηγ.): ο ρήγας ένι όλων πρωτότερα εις τα άγια του Θεού να στερεώσει τας δόσεις τους άλλους ρηγάδες Ασσίζ. 3624. 4) (Ως συγκρ.) προτιμότερο, καλύτερα: πρωτύττερα ν’ αποθάνομεν όλοι μας και πασαείς, παρά ν’ αφήσομεν τους Γενουβίσους να μπουν ώδε Μαχ. 45630. Εκφρ. 1) Όλο(ν) πρωτύτερα, βλ. λ. όλον 3 έκφρ. 2) Πρωτύτερα από τον καιρόν = πριν από την αναμενόμενη στιγμή, πριν την ώρα (κάπ.): Ιησού, Υιέ του Θεού, τι έχεις να κάμεις εσύ μετά μάς; Ήλθες εδώ να μας βασανίσεις πρωτύτερα από τον καιρόν; Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ή 29. Φρ. Έχω πρωτύτερα δίκαιον από κάπ. = έχω προτεραιότητα σε κάπ. ζήτημα έναντι κάπ. άλλου προσώπου: εάν ο είς απ’ αυτούς τους δύο (ενν. διαδίκους) ημπορεί να δείξει με β́ μάρτυρας άλλους, ... ότι ήτον πρώτος ο εγκαλών, δίκαιον ένι ότι αυτός να έχει πρωτύτερα δίκαιον απ’ εκείνον ή απ’ εκείνους τούς αγκάλεσεν Ασσίζ. 10315.στάμπιλε,- επίθ. άκλ., Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 4417, 6018, 1039, 11715, 1769, 20514, 3316, 4113, 65413, κ.α.· στάμπελε, Διαθ. Πασχαλίγ. 78 δις, Ολόκαλος 185‑6, 297, 5410, 6410, 10210, 15018, 19, 1735, 7, 2029, 21013, 23914, κ.α., Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1321, 10316, 44816, 51211, 5299, 55311, 5896, κ.α., Διαθ. 17. αι. 175, 387, 176, 620, 22, 113, 721, 928, 1042, 68, 11182, κ.α.· στάμπελεν, Διαθ. Πασχαλίγ. 78.
Από το ιταλ.-βενετ. stabile (Battaglia, Boerio). Ο τ. (από ιταλ.-βενετ. τ. stabele) και σήμ. στα Κύθηρα (Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.). Τ. στάπιλε σε έγγρ. του 19. αι. (Σοφιανός, ΕΕΚυκλ.Μ. 11 <1979-1981>, 1982, 320, 324). Λ. στάμπελι σε έγγρ. του 16. αι. (Μέρτζιος, Κρ. Χρ. 15-16, τεύχ. β́, 1961-2, 266). Λ. στάμπελον σε έγγρ. του 16. (Γρηγορόπ., Έγγρ. 5063) και 17. αι. (Κακουλίδη, Κρ. Χρ. 22, 1970, 482) και στάμπελο σε έγγρ. του 17. αι. (Νοταριακές πράξεις οικ. Τυπάλδ.-Λασκαρ. 1465, Κακουλίδη, Κρ. Χρ. 22, 1970, 484) και σήμ. ιδιωμ. (Τσικής, Γλωσσ. Χίου). Λ. στάμπιλες (Κονόμ., Ζακυθ. λεξιλ.) και στάμπιλος (Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ.) σήμ. ιδιωμ. Η λ. σε έγγρ. του 18. (Έγγρ. Σαντορ. 3221, Βερβιτζ., Πρωτόκ. 817, 22, 5142, κ.α.), 19. αι. (Σοφιανός, ΕΕΚυκλ.Μ. 11 <1979-1981>, 1982, 379) και σήμ. στα Επτάνησα (Λάζαρης, Λευκαδ., Πανταζ., Κεφαλ.-θιακ., Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ.).
(Νομ., προκ. για περιουσία) ακίνητος: ο ανωειρημένος Μανουήλ τάσσεται φανερόν του λεγομένου Κωσταντίνου, του αναθρεπτού του, πράματα εις ό,τι δε και αν έχει, ίτις μόμπελε ωσάν και στάμπελε και μασσαρία σπιτίου Ολόκαλος 3913· Αφήνω οδιά πιστήν μου κομισάριαν και ρεζιντουάριαν ... την κερά Ντιάνα Κορναροπούλα, την θυγατέραν μου ... εις όλον μου το πράμα στάμπελε και μόμπελε τό έχω Διαθ. 17. αι. 525. Το ουδ. ως ουσ. = ακίνητη περιουσία: να ’χουν (ενν. οι στιμαδόροι) αουτοριτά να πάσι να δούσι και να στιμάρου όλον το στάμπιλε του ποτε μισέρ Μάρκο Νταβερόνα Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 7788‑9· είπε μου μιαν ημέρα (ενν. ο Τζαβάρλας) (παραλ. 1 στ.) πως θέλει την κερα-Μηλιά να πάρει ογιά γυναίκα!| Και γι’ αντιπρούκια πέρπυρα τάσσει χιλιάδες δέκα| απ’ όλα του τα στάμπελε απού δηγάται κι έχει Φορτουν. (Vinc.) Β́ 439.στίμα- η, Διαθ. Πασχαλίγ. 78, Ολόκαλος 138, 320, 58, 920, 1012, 491, 5615, κ.π.α., Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 112, 1314, 5025, 3357, 34410, κ.π.α., Σουμμ., Ρεμπελ. 173.
Από το ιταλ. stima· πβ. γαλλ. estime (βλ. και Kahane, Sprache 542, Χατζ., Ξέν. στοιχ. 108, λ. στίμη). Η λ. στο Βλάχ. (γρ. στίμμα), σε έγγρ. του 18. αι. (Βερβιτζ., Πρωτόκ. 3610, 4624, κ.α.) και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.).
1) Εκτίμηση, υπολογισμός της αξίας ενός πράγματος: να κάμουνε να τα στιμάρουνε (ενν. τα βιβλία) άνθρωποι φοβούμενοι το Θεό … Και κατά την στίμα οπού κάνουνε, ας πάρουνε την στίμα και εις την Αυθεντία μας και ας κάμει ό,τι ορίσει Σεβήρ., Διαθ. 19180, 81. 2) α) Σύνολο πραγμάτων που έχει εκτιμηθεί η αξία τους (για τη σημασ. βλ. και Bakker-v. Gemert [Βαρούχ. σ. 847]): τα οποία δεντρά είναι στιμαρισμένα απού το μισέρ Λούκα Χορτάτση … και εις την διάκρισίν του χωρίς το καβαλαρικόν τα έβαλεν υπέρπυρα λε’ … Και για πλερωμή τση άνωθεν στίμας το τορνέσο τση δίδει την σήμερον μίαν κούπαν αργυρήν Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 915· οι άνωθεν αδελφοί … τάσσου οδιά προικίον … υπέρπυρα χιλιάδες τρεις ήμισυ, τα οποία τάσσου και προμετάρου να δώσου στο μόδον ετούτον: τα υπέρπυρα ͵αφ́ ασήμι και τορνέσα και να κάμου και ένα ρούχον τση νύμφης να το μπατάρου εις εκείνα, και τα υπέρπυρα χιλιάδες δύο μέσα εισέ στίμα ρουχών… και τα επίλοιπα να είναι και ν’ απομένου προυκίον τση νύμφης· την οποία στίμα να του δώσου ό,τι θέλου έχει εις ώραν ευλογήσεως Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 7219, 10· β) προικοσύμφωνο με αναλυτικό κατάλογο των κινητών αντικειμένων της προίκας, συνοδευόμενο από εκτίμηση της αξίας τους (για τη σημασ. βλ. και Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, (1965) 1968, 50): Στίμα των κατωγεγραμμένων πραμάτων … Φουστάνι ένα άραφο, χωρίς στολίδια, υπέρπυρα ή́, σολδία κδ́. Ακόμη φουστάνι ά́ άσπρο με μαγιότες αργυρές, υπέρπυρα ιδ́ Ολόκαλος 161· να πάρει και η συμβία μου το προυκίον της, καθώς φαίνουνται στη στίμα Ολόκαλος 15012. Φρ. πολεμώ/πολομώ στίμαν = εκτιμώ, νομίζω, θεωρώ: εθάρρησεν ότι είναι άλλος Θεός τους Λατίνους παρά τους Ρωμαίους. Και ει τις πολομά τίτοιαν στίμαν και αλλάσσει τό σέβεται, ο Θεός δεν τον αγαπά ουδέ ώδε ουδέ εκεί Μαχ. 57618 χφ Ο (βλ. Dawkins [Μαχ. II σ. 268]). — Βλ. και στίμη.συναπαντημός- ο.
Από τον αόρ. του συναπαντώ και την κατάλ. –μός.
(Στον πληθ.) ετήσιο μνημόσυνο στην επέτειο του θανάτου κάπ. (βλ. και ά. συναπάντημα, σημασ. 4): Έτι θέλω οκαί, όταν εθέλαν έλθει τα πράγματα εις τα χέρια της ρηθείσης κερά Φιλίππας, της αδελφής μου, να ’νι κρατημένη ... να με μνημονεύει πέντε φορές τον χρόνον, ήγουν των Χριστουγέννων, την Λαμπράν …, της ιέ του Αυγούστου και των Αγίων Πάντων και των συναπαντημών μου Διαθ. Πασχαλίγ. 18.σφίγγω,- Σταφ., Ιατροσ. 16456, 459, Ασσίζ. 41412, Ιερακοσ. 48814, Αχιλλ. L 1267, Φαλιέρ., Ιστ.2 689, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 11, Μαχ. 40215, Λίβ. Va 3766, Διαθ. Πασχαλίγ. 79, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 109v, Σοφιαν., Παιδαγ. 107, Αχέλ. 1137, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.) (Κακ.-Πάνου) 123, Μορεζ., Κλίνη φ. 91r, 159v, 242r, Χρησμ. (Brokkaar) 151, Προσκυν. Ολυμπ. 177 9029, Κυπρ. ερωτ. 1568, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) B́ 419, Έ́ 534, μετά στ. 640, Πιστ. βοσκ. I 3, 42, II 5, 303, 7, 68, Κανον. διατ. A 2073, Διγ. Άνδρ. 34422, 36929, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1900, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 189, 212, 213, Ροδολ. (Αποσκ.) Á́ 451, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́ 540, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 130, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 269, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ιβ́ 50, κ.π.α.· μτχ. παρκ. σφιμένος, Πιστ. βοσκ. V 6, 202, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 100, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Γ́ 549, 1351, κ.α.
Το αρχ. σφίγγω. Η μτχ. σφιμένος, με αποβολή του ‑γ‑ (Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 8), σε έγγρ. του 16. αι. (Φάναρης, Κατάστιχο 1 11027, 11328) και σήμ. ιδιωμ. (Χατζιδ., ό.π.). Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Πιέζω ισχυρά από όλες τις πλευρές, περισφίγγω: η καρδία μου έτρεμε κι εκλονάτον,| μήπως … η κακογρά λάχει και με γνωρίσει| και πιάσει μ’ από τον λαιμόν και σφίξει και με πνίξει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 274· κλειδώνει το (ενν. το θηλυκό αρκούδι) εις τας χείρας (ενν. ο Διγενής)| κι έσφιξεν τους βραχίονας του και ευθύς απέπνιξέν το Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 770· (προκ. για βασανισμό· βλ. ά. σφίξιμον σημασ. 1): Και πολλούς οπού δεν ηθέλησαν να πιστεύσουν έσφιξέ τους και εμαρτύρησέ τους (ενν. ο Κλαύδιος) Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 334r· (μεταφ.): ζώνη με τον διαδέτην| να σ’ εζωνόμην πάντοτε, να μ’ έσφιγγες, κυρά μου Ερωτοπ. 340· σφίγγει με (ενν. το γατάνι σου) έως την ψυχήν και εχάσα τον τον νου μου Λίβ. Va 3766· τώρα που σφίγγουσιν εμέ τα γηρατειά … (παραλ. 1 στ.) μου φαίνεται πως είν’ πρεπό και δίκιο να γυρέψω| κιανέναν άξο βασιλιό, γοργό να την παντρέψω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 537· την δόλια την καρδιά μου| τη σφίγγει (ενν. ο Σύλβιος με τη χέρα), και μου τυραννά μέσα τα σωθικά μου Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 404· β) (εδώ) πληγώνω: Όταν πρησθεί αλόγου ποδάριν … οπού το σφίξει το πέταλον Ιατροσ. κώδ. χλδ́. 2) α) Κρατώ, πιάνω σφιχτά: Δε βλέπεις πως εσφάγηκε κι ακόμη το μαχαίρι| τ’ άπονο σφίγγει η χέρα τση προς τση καρδιάς τα μέρη; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 534· Ομπρός στο στήθος σφίγγουσι τα δυνατά κοντάρια,| πατούν τσι σκάλες δυνατά τα ’μορφα παλληκάρια Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2287· όντεν εβγάλαν τα σπαθιά (ενν. Άριστος και Ρωτόκριτος), στη χέρα όντε τα ’σφίξα,| τά ’ξάζου, τά μπορούσινε και τά κατέχου εδείξα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1683· (προκ. για αποχαιρετισμό με αντικ. τη λ. χέρα): ήβιαζέ τους ο καιρός κι εσίμωσεν η μέρα| και γείς τ’ αλλού τως σπλαχνικά εσφίξασι τη χέρα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1566· (προκ. για αγκαλιά): άπλωσε, πιάσε, σφίξε με, σκύψε, περίλαβέ με,| σκύψε και καταφίλησε τα μάτια μου, αυθέντη Αχιλλ. L 1267· Σφίγγει (ενν. η βασίλισσα), περιλαμπάνει τον, γλυκιά τον κατεφίλει (ενν. τον Μωσήν)| στα μάγουλα, στο κούτελον, στο στόμαν κι εις τα χείλη Χούμνου, Κοσμογ. 2065· β) κλείνω ερμητικά· (εδώ με αντικ. τη λ. οδόντας ως έκφραση θυμού· πβ. Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Β́149): Πολλάκις με επαρόργισεν ο λογισμός να εγέρθω,| να εμβώ εις την μέσην …, να δώσω και να επάρω| και να τσακώσω πίνακαν κανένα εις τας χείρας| και πιάσω και συντρίψω τον, και σφίξω τους οδόντας| και σύντσεφλον τσακίσω τον Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 196· γ) δένω σφιχτά (προκ. να μη λυθεί κ.): χείρας και πόδας σφίγγουσιν δεσμοίς απαραλύτοις Φλώρ. 456· στολίσετε τη σήμερον κι εμέ την κεφαλή μου| και τα μαλλιά μου ως νικητού σφίξετε στην κορφή μου Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́ 540· Όμως ου καταδέχομαι να λάβω το φλουρίν σου·|στρέψε το στο σακούλιν σου και σφίξε το λουρίν σου Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 748· δύο γίγγλας σφίγξον αυτόν (ενν. τον μαύρον) και δύο εμπροσθελίνας Διγ. Ζ 1765· τες ίγγλες των αλόγων των πάντες καλά εσφίξαν Κορων., Μπούας 63. 3) Συνδέω, ενώνω· (προκ. για μέρη του λόγου): Σύνδεσμος έναι μέρος του λόγου άκλιτον όπου δένει και σφίγγει τα άλλα μέρη του λόγου Σοφιαν., Γραμμ. 83· (μεταφ.): ο έρωτας γή το ριζικό σας,| ο τόπος κι ο καιρός μαζί που έσφιξε και τσι δυο σας Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 364· Γιατί, μελλάμενο άσπλαχνο, έτσι μας ξεχωρίζεις,| ανέν κι ο πόθος σφίγγει μας πολλά …; Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Γ́ 548. 4) α) Συγκρατώ, περιορίζω: ωσάν εκείνοι όπου είναι δεμένοι πολύν καιρόν και αν λυθούσι ύστερον, … ουδέν δύνανται να προβατούσι, … τον όμοιον τρόπον όσοι σφίξουσι και κρατήσουσι τον λόγον πολύν καιρόν Σοφιαν., Παιδαγ. 107· Σφίγγε την όρεξή σου Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 130· β) αναγκάζω κάπ. να κάνει κ.: σκλάβους Σαρακηνούς βαπτισμένους οπού ήσαν εις την Λευκωσίαν, έσφιξέν τους (ενν. ο σιρ Τουμάς) να μεν πάσιν με τους Σαρακηνούς Μαχ. 65614· και του κυρού μου να το πω σε παντρειά α με σφίξει| πως μ’ άλλον άντρα δε μπορεί, δε μοιάζει να με σμίξει,| γιατί ήταξα του Ρώκριτου σύντροφο να τον κάμω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1133· (μεταφ.): Κύριε Ιησού Χριστέ, … άφες, συγχώρησον τας αμαρτίας, τας ανομίας, τα πλημμελήματα τα … γενόμενα παρά του δούλου σου και είτι ως άνθρωπος … ή ήρπαξεν ή έκλεψεν ή υπό ασπλαχνίας και σκνιπείας σφιγγόμενος τους πτωχούς ουκ ελέησεν Κανον. διατ. Α 2073· Μα τ’ άλλο χριος περιτοπλιό με σφίγγει της φιλιάς σου| να θέλω να παρηγορώ, ποθώντα την υγειά σου Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 11. 5) (Μεταφ.) πιέζω, φέρνω κάπ. σε δυσχερή θέση: Θωρώντα ο πάπας πως τον έσφιγγεν ο ρήγας της Φραγκίας και είχεν και δίκαιον, εμήνυσεν του ρηγός της Κύπρου να πάγει σωματικώς ν’ απολογηθεί Μαχ. 11235· η χρεία τση την έσφιγγε (ενν. την κερά Μηλιά) και οι πόνοι τση οι μεγάλοι Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 202· (προκ. για μάχη): ανάμεσόν τως τον μπασιάν τόσον πολλά εσφίξαν (ενν. το φουσσάτον του Μιχάλη)| που τ’ άλογον γρεμίστηκεν, στην λάσπην τον ερίξαν Παλαμήδ. Βοηβ. 297· Αλλ’ ο Σερμπάνος έσωσε και ετριγύρισέν τον (ενν. τον Σέκελ Μωυσή),| τον έσφιξεν πρωτύτερα και στενοχώρησέν τον Ιστ. Βλαχ. 170. 6) (Μεταφ., προκ. για πόλεμο) εντείνω, δυναμώνω: μπομπάρδες να εβγάλουσι, τον πόλεμον να σφίξουν Αχέλ. 273· (αμτβ.): έσφιξεν ο πόλεμος Μαχ. 13233. 7) Πίνω, ρουφώ (για τη σημασ. βλ. και Δημητράκ., στη λ. σημασ. 18.): επήρε το κρασί και έσφιξέ το Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 1768. Β´ Αμτβ. 1) Σκληραίνω: Να πλυθεί η γυνή να σφίξει ωσάν κορασίδα. Λαβών ροιάν όξινην τσάκισον αυτήν όλην καλώς και βράσον μετ’ οίνου παλαιού και ας πλυθεί η γυνή εις το κλειτόριον αυτής και σφίγγει τοσούτον ώσπερ λίθος Σταφ., Ιατροσ. 16456, 459· Όσον περίτου βρέχει εις τον άμμον, περίτου σφίγγει Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 105. 2) Σπεύδω, τρέχω (βλ. και Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ́ 314, λ. σφίgω σημασ. 2, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., στη λ. σημασ. 2): ήλθεν ο δουκόπουλος εις την χώραν τως, ο οποίος έσφιξεν το γληγορύτερον και ήλθεν οδιά να ιδεί τα παιδιά του Μορεζ., Κλίνη φ. 242r. 3) (Σε προσωποπ.) δυναμώνω, εντείνομαι: Πόνε μου, λίγη ανάπαψη δάνεισε τση καρδιάς μου, (παραλ. 1 στ.) κι εις το ύστερο όσο δύνεσαι σφίξε και τέλειωσέ μου| με τη ζωή τόσο κακό που η τύχη μου άξωσέ μου Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 497. 4) α) Συρρικνώνομαι: εισέρχεται (ενν. ο όφις) εις τον φωλεόν αυτού και νηστεύει ημέρας μ́ και σφίγγει το σώμα τῃ εγκρατείᾳ. … και τότε ζητεί ραγάδας πέτρας ή τόπον αφικτόν και συντριβόμενος αποδερματώνεται (έκδ. αποδερμαίνεται· διορθώσ.) και ανανεούται Φυσιολ. (Zur.) XIX 1b3· β) (προκ. για τους μυς του σώματος) αποκτώ συνοχή, σφριγηλότητα· (εδώ) «ζωντανεύω»: βλέπει (ενν. ο Παρθένιος) τον νεκρόν και αρχίζει και εσάλευγε και σφίγγουσιν αι σάρκες του Μορεζ., Κλίνη φ. 91r. 5) (Προκ. για πληγή, τραύμα) επουλώνομαι: Παρευθύς του έπεσεν όλη η λέπρα και τα σαπήματα εσφίξασι και επόμεινεν η σάρκα του καθαρότατη Μορεζ., Κλίνη φ. 80r. 6) (Μεταφ.) συγκρατώ, περιορίζω: Ετούτα που θαρρείς πως τα ’χεις και κρατείς τα,| είναι μακρά από λόγου σου· και σφίγγε πούρι κράτει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1393. IΙ. Μέσ. 1) α) Κρατιέμαι σφιχτά: Σφίγγουνται κι αγκαλιάζουνται, με τη ζερβή παλεύγου,| με τη δεξά βαρίσκουσι, τόπο ακριβό γυρεύγου| εις το λαιμό, στο πρόσωπο, στο στήθος, στο στομάχι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1843· β) αγκαλιάζομαι: εσφίκτημαν ομάδια Φαλιέρ., Ιστ.2 449α κριτ. υπ.· Και πάλαι μετά σφίγγονταν, ο είς φιλεί τον άλλον| στο στόμα και το κλαύσιμον πάλαι μετά αρχίσαν Θησ. Γ́ [815]. 2) α) Μαζεύομαι, διπλώνομαι: εσφίχθην εκ του πόνου (ενν. το άλογον) Διγ. Z 3393· όταν θέλει βουληθεί (ενν. ο βασιλίσκος) άνθρωπον να σκοτώσει| ή λέονταν ή δράκονταν, καθώς και η ασπίδα| περιμαδεύει, σφίγγεται, στρουφνίζει την ουράν του Φυσιολ. (Legr.) 164· β) πιέζομαι, συσπώ τους μυς του σώματος για να αποβάλω κ.: και ανεβαίνω εις το βουνίν, τάχα να θέλω κλάψει, (παραλ 1 στ.) και δάκρυα ουδέν έχω και σφίγγομαι ολίγο,| και την ουράν μου κατουρώ, τα ομμάτιά μου βρέχω Συναξ. γαδ. (Moennig) 203· πάραυτα οπού εκείνα (ενν. τα αγριογούρουνα) εδέχθηκαν τα μοσχοκάρυδα εις την κοιλίαν τους, τα έπιασε μια αναστάτωσις εις τα άντερα, οπού … εσφίχθηκαν να ξεράσουν εκείνα, αμή ακόμη το είτι είχανε εις την κοιλίαν τους Μπερτολδίνος 114. 3) Ορθώνομαι, μαζεύω τις δυνάμεις μου: Σφίγγουνται κι αποφτιάνουνται (ενν. ο Χαρίδημος και ο Δρακόμαχος) κι αντιπατούν τσι σκάλες,| μουλώνου τα κοντάρια τως Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1899. 4) (Μεταφ.) α1) πιέζομαι, βρίσκομαι σε δυσχερή θέση: Θωρώντα οι λας του Κουρίκου ότι καθημερινόν οι Τούρκοι εκατασφίγγαν τους και εφεύγαν απού τόπον εις τόπον …, οι χριστιανοί, άλλοι ήρταν εις την Κύπρον, άλλοι εμείναν εις το καστέλλιν και άλλοι έξω στο νησσίν και εσφίγγουνταν, και εκρατούσαν το διά την αγάπην του Χριστού Μαχ. 9822· Οι Τούρκοι τότ’ εσφίγγονταν κι εβλέπονταν, γιατ’ ήσαν| ζημιωμένοι πάντοτε κι είχαν μεγάλην λύσσαν (παραλ. 1 στ.), γιατ’ οι Μαλταίοι σ’ορδινιάν ήσαν να τους παιδεύγουν Αχέλ. 1564· α2) στενοχωριέμαι, θλίβομαι, δυσφορώ: Και τότες| μ’ άφτειν μια πεθυμιά ναν τ’ ακλουθήσω (ενν. τον Μυρτήνο)| και ναν του ’μολογήσω τον καημό μου (παραλ. 2 στ.) κι είντ’ άλλο πλια; Οκ το πόνο τόσα πλήσια| σφίγγομαι, απ’ αν εμπόρουν| κλιτότατα τον είχα προσκυνήσει Πιστ. βοσκ. I 3, 42· β) (μτβ.) δυσκολεύομαι, καταβάλλω προσπάθεια να κάνω κ.: Το Διάβαν είναι στενόν … και πολλά εσφίκτησα να διαβούν οι Γενουβήσοι και δεν ημπορήσαν και λαβωμένοι και αντροπιασμένοι εστράφησαν εις την κατούναν Μαχ. 45015· γ) (μτβ.) αναγκάζομαι να κάνω κ.: να βάλομεν τους καβαλλάρηδες εις τας φυλακάς απάνω εις το καστέλλιν, να σφικτού να δώσουν και να πλερώσουν τό επρουμουτιάσαν Μαχ. 40215. 5) (Προκ. για σύννεφα) πυκνώνω: Σαν αγριεμένα νέφαλα που σμίξου και σφιχτούσι| και ’στράψουσι και τη βροντή πλια δυνατά κτυπούσι … Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1903. 6) α) Πήζω, στερεοποιούμαι· παγώνω: Σύνηθες ην τῳ ποταμῴ τῃ του χειμώνος ώρᾳ| πετρώδη τούτον γίνεσθαι και σφίγγεσθαι τῳ κρύει Βίος Αλ. (Aerts) 3382· β) (μεταφ.) γίνομαι δυνατός, στερεώνομαι: Οι δυσκολιές εκόπησαν και ο φόβος απορρίκτη| και η αγάπη ημέρωσεν κι εδείκτηκεν κι εσφίκτη Φαλιέρ., Ιστ.2 746. Φρ. 1) Σφίγγω τα δόντια = κλείνω το στόμα μου, δε μιλώ, «το βουλώνω»: Ειδέ και θέλεις να είσαι εδώ, να τρώγεις το ψωμίν μας,| σφίξον καλά τα δόντια σου και κράτει την φωνήν σου| και κάμμυσε τα ομμάτια σου και μη πολυπραγμόνει Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 481. 2) Σφίγγω τα έντερα/την κοιλίαν = προκαλώ δυσκοιλιότητα: λέγουσι ότι να απόθανε από φαρμάκι και οι γιατροί του εδώσανε πότιο διά να τονε σύρει αποκάτω, αμή το πότιο έσφιξε τα έντερά του και απόθανε Χρον. σουλτ. 12120· Όταν τα φάγεις πρωτύτερα από τα άλλα φαγία (ενν. τα κυδώνια), σφίγγουσι την κοιλίαν, ειδέ και φάγεις τα ύστερα, την κινούσι Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 215. 3) Σφίγγω τα μερία (μου) = ανασυγκροτώ τις δυνάμεις μου για να αντιμετωπίσω μια δύσκολη κατάσταση: Και να ένι τις καν δόκιμος, να έχει ψυχήν θρασείαν| και θήσει τα του κλάηματος και αποδειλιάσει πλήρης,| και σφίξει τα μερία του και την καρδιάν πονέσει,| και αποκοτήσει ως άγουρος …| και σείσει το κοντάριν του και ειπεί το αλί σ’ αλί σε Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 488. 4) Σφίγγω τες πλάτες, βλ. ά. πλάτη 1γ φρ. 3. 5) Σφίγγω το χέρι = τσιγκουνεύομαι· αρνούμαι την παροχή βοήθειας: μη σφίγξεις το χέρι σου από τον αδερφό σου τον πένητο Πεντ. Δευτ. XV 7. Η μτχ. παρκ. σφιμένος ως επίθ. = 1) (Προκ. για φιλί) απανωτός, συνεχόμενος: τες δροσιές και τα φιλιά ...| ... τα ’διδε ο Υμέναιος, θεός του γάμου,| πλια νόστιμα, γλυκιά και πλια σφιμένα Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́ 1565. 2) (Μεταφ.) στέρεος, δυνατός: μα αληθινή και στέρεα έτσι σφικτά σμιμένη| στέκει η φιλιά κι η πίστη μας, που πλιάτερα σφιμένη| δεν είναι μπορεζάμενο γάμος ποτέ να φτάνει| κόμπον αδυνατότερο στη μέση μας να κάνει Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 100.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- σύνδ., Προδρ. I 9, III 263, 275, Ελλην. νόμ. 54212, Act. Xér. 9B90, Αρμεν., Εξάβ. Γ́́ 1024, Αχιλλ. N 28, Χρον. Τόκκων 499, Σφρ., Χρον. μ. 2410, Διαθ. του 1488 (Σάθ., ΜΒ Ϛ́́ 6591), Συναξ. γυν. 936, Διαθ. Πασχαλίγ. 78, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 594, Ναξ. έγγρ. 16. αι. 534, Αχέλ. 945, Διήγ. πανωφ. 55· ειμέν, Έγγρ. του 1592 (Πεπρ. ΙΒ′ ΔΒΣ, Β́ 516 δις)· είμη, Θησ. Ϛ́́ [82], Ch. pop. 91, 108· ειμήν, Έγγρ. του 1592 (Πεπρ. ΙΒ′ ΔΒΣ, Β́́ 517).