Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 13 εγγραφές  [0-13]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Διαθ. Ντεφαΐτζ.

  • ευχή
    η, Σπαν. U 1455, Ελλην. νόμ. 53716, 5684, Διγ. Z 1949, 2114, Διγ. A 2767, 3082, Διγ. (Trapp) Esc. 899, Χρον. Μορ. H 486, 3583, Χρον. Μορ. P 36, Αχιλλ. N 318, Χειλά, Χρον. 353, Σφρ., Χρον. μ. 1819, Κορων., Μπούας 76, Διαθ. Ντεφαΐτζ. 77, Ιστ. πατρ. 13518, Ερωφ. Ιντ. δ΄ 67, Ε΄ 376, Ιστ. Βλαχ. 1766, Διγ. Άνδρ. 3629, 3732, Πανώρ. Ε΄ 165, 258, 271, 357, Διγ. O 2132, Διακρούσ. 7519, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2202, 55822· ευκή, Π. Ν. Διαθ. φ. 269β 26, Ερωφ. Β΄ 286, Δ΄ 340, 377, Ερωτόκρ. Α΄ 1327, 2134, Γ΄ 808, 1704, Ε΄ 860, 1260, 1403, Θυσ.2 41, 437, 480, 526, 841, 907, 996, Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 35, Ιντ. 8΄ 186., Ε΄ 185, 288, 312, 329, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2292.
    Το αρχ. ουσ. ευχή. Ο τ. ευκή και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 546). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    1) Ευχή, προσευχή, παράκληση που διαβάζεται ή λέγεται σε ορισμένη περίσταση (Η σημασ. και σήμ.): είχεν (ενν. το βιβλίον) κανόνας και ειρμούς, ευχές, ωδές, τροπάρια Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 676· εποίησεν ευχήν περί στάσεως της εκκλησίας Διήγ. Αγ. Σοφ. 15023. 2) Ευχή, ευλογία (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): δος μου σε παρακαλώ με σπλάχνος την ευκή σου Ερωτόκρ. Γ΄ 835· ευκές μεγάλες γίνουνται με τον καιρό οι κατάρες Ερωτόκρ. Γ΄ 1636· επήε ’ς τσι γονέους του και την ευκή τους παίρνει Ερωτόκρ. Α΄ 1327. 3) Φρ. άγωμε στην ευκή μου βλ. ά. άγωμε(ν) Α2α φρ. 4) Έκφραση ζωηρής επιθυμίας να γίνει κ., παράκληση (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): Ευτύς ορίζει, γράφουσιν, στέλλει μαντατοφόρους| εις τα ρηγάτα πανταχού, εις όλην την Φραγκίαν| ευχήν και παρακάλεσιν να τον έχουν βοηθήσει Χρον. Μορ. P 6197.
       
  • ήμισος,
    επίθ., Σπαν. (Μαυρ.) P 117, Ασσίζ. 14017, 1699, 1702, 19816, 22213, 2301, 9, 2311, 23714, 31621, 33728, 3613, 42121, Act. Xér. 933, Χρον. Μορ. H 3097, 3248, 7658, 7659, Απολλών. 394, 409, 551, Χρον. Τόκκων 2556, 3654, Φυσιολ. (Legr.) 827, 828, Μαχ. 2415, Διαθ. Ντεφαΐτζ. 177, Γεωργηλ., Θαν. 151, Βυζ. Ιλιάδ. 1014, Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 16423, 24, Ανων., Ιστ. σημ. ρμα΄· ημισός, Σταφ., Ιατροσ. 12350, Καραβ. 49218, 4964, 4976· εμισός, Στάθ. (Martini) Β΄ 149, Γ΄ 453, Διήγ. πανωφ. 59, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 84, 10‑11, 6315, 7715, 10315· μισός, Κομν., Διδασκ. Δ 361, Γεωργηλ., Θαν. 151, Σαχλ., Αφήγ. 88, Κορων., Μπούας 32, Πεντ. Γέν. XXIV 22, Ερωτόκρ. Δ΄ 1699, Στάθ. (Martini) Α΄ 181, Β΄ 271, Γ΄ 213, Λίμπον. 51· θηλ. ημίση, Μαχ. 5442.
    Από το επίθ. ήμισυς. Για τη λ. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 11. Για τους τ. ημισός, μισός βλ. Χατζιδ., Αθ. 1, 1889, 492 και Αθ. 18, 1906, 431 κε. Η λ. στον Κατσαΐτ., Θυ. Γ΄ 62, 383 και σε έγγρ. του 1721 (Έγγρ. Σύρου 44). Η λ. και σήμ.
    Μισός: επλέρωσεν τα ζ΄ σορδία και ήμισον του απίστου εγκλήματος τόν εποίκεν απάνω του Ασσίζ. 21913· με τους Κεφαλληνούς, με δέκα φαμιλίτες| την αφεντιάν την ήμισην ηπήρεν των Σπαταίων Χρον. Τόκκων 1370. Το ουδ. ως ουσ. = το μισό: εφάνη του ότι εκέρδισε το ήμισο του κόσμου Χρον. Μορ. P 3248· εις την εχρονίαν ατμη΄ έπεψεν ο Θεός θανατικόν μέγαν διά τας αμαρτίες μας, και επέθανεν το ήμισον του νησσίου Μαχ. 6027.
       
  • κομμισσάριος
    ο· κομμεσσάριος, Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 16411, 16538, 41, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 156, 15619-10, 1632, 1766· κουμμεσσάριος, Διαθ. Ακοτ. 146, Διαθ. Ντεφαΐτζ. 77 τρις, Διαθ. Πασχαλίγ. 78, Σουμμ., Ρεμπελ. 179, 181, 182, 187.
    Το ιταλ. commissario. Η λ. και τ. κουμισσάριος στο Somav. (λ. κωμισσάριος).
    Πληρεξούσιος· επιστάτης: παίρνοντας γραφές από τον αφέντη τον κομμισάριον επήγε διά να γυρέψει τον ίδιον εδικόν του αμπασσαδόρον Σουμμ., Ρεμπελ. 176· ο ... αυθέντης Αντώνιος Τζιβράν κομμεσσάριος ... ήλθε (ενν. εις την Ζάκυνθο) διά να μαζώξει τα χρέγια τα αφεντικά Σουμμ., Ρεμπελ. 167· Ουκ οίδα πώς επάρθησαν ύστερον υπό των κουμμεσσαρίων και επωλήθησαν τα οσπίτια ταύτα Χειλά, Χρον. 351.
       
  • λογαριασμός
    ο, Ελλην. νόμ. 56931, Ασσίζ. 4726, 5118, 22828, 47822, Μαχ. 50822, Θησ. ΙΑ΄ [53], IB΄ [335], Καραβ. 49622, 4973, 49931, Κορων., Μπούας 20, Πεντ. Έξ. XXX 12, Χρον. σουλτ. 1417, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 40v, 320v, Ερωφ. Δ΄ 375, Πιστ. βοσκ. IV 5, 161, Παλαμήδ., Βοηβ. Προς Αναγν. 3, Σουμμ., Ρεμπελ. 174, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1399, 1476, 1517, 1871, 1882, Γ΄ 213, 514, Δ΄ 854, Ροδολ. (Βεν.) Α΄ [462], Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. α΄ 49, Ε΄ 63, Ροδινός (Βαλ.) 103, Διγ. O 2223, κ.π.α.· λογαρισμός, Πεντ. Αρ. XXXI 26.
    Από τον αόρ. του λογαριάζω και την κατάλ. ‑μός. Η λ. σε σχόλ. (L‑S), στο Sophocl. και σήμ. Για τη λ. βλ. και Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 359.
    1) Υπολογισμός: εκάμανε λογαριασμό, εισέ ολίγον καιρό εκαταχάλασε είκοσι χιλιάδες ανθρώπους Χρον. σουλτ. 1107. 2) Αρίθμηση, μέτρηση: τα ξύλα ταύτα, άπερ ηρίθμουν και αντί αριθμητικής είχον και λογαριασμού Ιστ. πολιτ. 275· ηύρηκεν (ενν. ο Ιουβάλ) και την αστρολογίαν και την ιωμετρίαν, ήγουν τον λογαριασμόν, ήτοι άμπακον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 86r. 3) Έσοδα, απολαβές: Έδωκέ μοι ο αδελφός μου κυρ Αντώνιος από του λογαριασμού τον κλήρου του Αγίου Μηνά … σταυράτα δύο Notizb. 21. 4) Σύνολο: οι σκλάβοι σου εσήκωσαν το λογαριασμό αθρώπων του πολέμου ος εις το χέρι μας και δεν έλειψεν από εμάς ανήρ Πεντ. Αρ. XXXI 49· σηκώσετε το λογαριασμό όλης της συναγωγής παιδιά τον Ισραέλ από υιόν είκοσι χρόνω και απάνου Πεντ. Αρ. XXVI 2. 5) α) Λογική, το λογικό: μόνον ο λογαριασμός είναι που διαχωρίζει| το ζον από τον άνθρωπο, για κείνο όλα τα ’ρίζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1175· β) σκέψη, συλλογισμός: Κι εσύ με ποιο λογαριασμόν έχεις σε τούτο ελπίδα; Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 209. 6) Επιχείρημα: με πολλούς λογαριασμούς και μ’ άλλα λόγια τόσα,| που μου εσυνήφερεν ο νους κι ελάλησεν η γλώσσα| την έκαμα κι εσύγκλινε, κι ήρθε στο θέλημά μου Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ 1. 7) Καθοδήγηση, συμβουλή: ο πρίντσιπες τον έστειλεν την Κρήτην να γλυτώσει| κι έδωκεν τον λογαριασμόν πώς έχει ν’ αρδινιάσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 45219. 8) Απολογισμός: Τα χίλια υπέρπυρα να ’νι εις την εξουσίαν της … και τινός να μην έναι κρατημένη να δείξει λογαριασμόν δι’ αυτά Διαθ. Ντεφαΐτζ. 78· αν εμάς γροικήσουσι, εδώ στον τόπον τούτον| να ποίσομε λογαριασμόν ουδέν μας κάμνει χρεία Θησ. Ε΄ [464]. φρ. μιλώ λογαριασμό = νουθετώ, συμβουλεύω: Ήλεγε η Νένα, εδιάτασσε, λογαριασμό τσ’ εμίλειε| κι είχε τη στην αγκάλη της, κλαίγοντας την εφίλιε Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 1199· (Ως ναυτ. προκ. για ναυτικά εξαρτήματα )= (αναλογική) κατασκευή: Λογαριασμός αρμένου καραβιού Καραβ. 49724· Εις τον λογαριασμόν αρμάτων εις έναν κατάρτιν ενός καραβιού τα μπράτσα των φουντών … θέλουν να ’ναι μακρία Καραβ. 50024. Φρ. 1) Έρχομαι εις λογαριασμόν = καταλήγω σε συμφωνία ύστερα από σχετική συζήτηση: ήρθασι εισέ λογαριασμόν με τον άνωθεν Κωσταντή και λέγει πως να τσι ρεστάρουσι άλλα υπέρπυρα Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 2503—4· 2) Κάμνω λογαριασμόν + γεν. = λογοδοτώ (Βλ. Bakker-van Gemert [Βαρούχ. σ. 834]): κάμνει λογαριασμόν ... των άνωθεν κοπέλω Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 226.
       
  • μέρος
    το, Προδρ. III 139, IV Η χφφ CSA κριτ. υπ., Ασσίζ. 10024, 11730, 36528, Διγ. (Trapp) Gr. 856, 945, Διγ. Z 103, 1639, 2269, Βέλθ. 218, 283, 402, 1285, Χρον. Μορ. H 498, Ρ 1954, 2064, Βίος Αλ. 2528, 2915, Λίβ. Sc. 2671, Αχιλλ. N 174, Σφρ., Χρον. μ. 1025, Αχέλ. 2449, Πανώρ. Β΄159, Γ΄ 476, Ερωφ. Ιντ. α΄ 31, 79, Δ΄ 33, 758, Ε΄ 43, Διγ. Άνδρ. 3343, 36218, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 203, 322, Γ΄ 1662, Ε΄ 273, Ζήν. Γ΄ 69, Τζάνε, Κρ. πόλ. 39323, 52712, κ.π.α.· γεν. μέρου, Ασσίζ. 5918, Χρον. Μορ. H 2982.
    Το αρχ. ουσ. μέρος. Η γεν. μέρου και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 656). Η λ. και σήμ.
    1) α) Μερίδιο: Rechenb. (Vog.) 553, Αιτωλ., Μύθ. 379· β) κληρονομικό μερίδιο (εδώ μεταφ.): μέρος ουκ έχετε λοιπόν ουδέ κληρονομίαν| της βασιλείας της εμής ουδέ του παραδείσου Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. II 193· γ) (προκ. για φόρο): Έθνος δ’ επ’ έθνος έτερον ου συγκαταπατήσει| ειμή κατ’ εμπορίαν … (παραλ. 1 στ.) κἀγώ το μέρος λήψομαι, καθώς Δαρείῳ νόμος Βίος Αλ. 3963. 2) Ορισμένη ποσότητα: Μαρμάρου μέρος έν, οστράκου μέρος έν Ιερακοσ. 4902. 3) α) Τμήμα (ενός όλου), κομμάτι: Rechenb. (Vog.) 364, Ασσίζ. 25312, Ερμον. X 191, Κορων., Μπούας 17, Μαχ. 63230, Ερωφ. Ε' 192· β) (μεταφ.) ου μην αφήσω μην ειπώ μέρος εκ την αλήθεια Χρον. Μορ. P 4135· μέρος από την κακοσύνην τους Σουμμ., Ρεμπελ. 193· γ) τμήμα του ανθρώπινου γένους, φύλο: μεταμορφώνεται (ενν. ο διάβολος) εις σχήμα όφεως και διηγείται της Εύας ως πλέον μέρος αχαμνότερο παρά τον άνδραν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. 371r· δ) συστατικό μέρος, στοιχείο: το μέρος το θνητόν μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [366]· γράμμα είναι το μικρότερον μέρος όπου να ’ναι στην φωνήν του ανθρώπου Σοφιαν., Γραμμ. 203. 4) Τμήμα κειμένου, απόσπασμα: τελειώνω εκ του Σολομών μέρος εκ τά διηγάται Συναξ. γυν. 309. 5) Πλευρά, μεριά: εις θρόνον υψηλόν στεμμένος βασιλέας,| στα δυο του μέρη έστεκαν, δεξιά κι αριστερέας| οι δυο φωστήρες του ουρανού Τζαμπλάκ. 10· εκ της φισκίνας το πλευρόν, εκ το δεξιάν το μέρος| ήτον αμπέλι Λίβ. P 1055· εσυνάχθησαν του Βορέα το μέρος όλες οι γλώσσες Διήγ. Αλ. G 286· (σε ιδιάζ. χρ.) απαντοχήν εις τον Χριστόν διά το δεξόν του μέρος Ρίμ. θαν. 26. 6) Πλευρά του σώματος: ούτως έφη προς εκείνην:| «Γύρισον τα νώτια μέρη,| γύρισόν μοι και το άλλον …» Πτωχολ. α 556· έναν κοντάρι και σπαθί εις τα ζερβά του μέρη Διγ. O 2638. 7) α) Σύνολο, ομάδα ανθρώπων: Διγ. (Trapp) Gr. 567· β) (προκ. για αντίπαλες στρατιωτικές παρατάξεις) : σφάγηκαν πολλοί απέ τα δύο μέρη Θησ. Β΄ [104το μέρος των Γραικών εκέρδισεν το κάστρον Γεωργηλ., Βελ. 324· γ) (στον πληθ.) αυτοί που συνδέονται με κάπ. είδους σχέση (συν. προκ. για δύο πρόσωπα): γάμους πολεμούν μετά τιμής και δόξης.| Τρεις μήνας εχαιρόντησαν αμφότερα τα μέρη Ιμπ. 890· ως γουν εστράφησαν οι δυο και είδοσαν αλλήλους,| σ’ αναισθησία έπεσον αμφότερα τα μέρη Βέλθ. 849· εάν εφίλησεν ο μνηστήρ την μνηστήν εν τῳ καιρῴ της μνηστείας και τελευτήσει ένα των αμφοτέρων μερών … Ελλην. νόμ. 5292· είπε δε (ενν. Δανδάμης) προς Αλέξανδρον: «Άπελθε προς ειρήνην».| Ειθ’ ούτως ανεχώρησαν αμφότερα τα μερη Βίος Αλ. 4906. 8) (Νομ.) α) αντίδικη πλευρά, διάδικος: ο κριτής ορίζει και γράφουν … Και μετά την προθεσμίαν έρχεται το μέρος της γυναικός εγράφως και λέγει ούτως Ελλην. νόμ. 51816· στρέφεται (ενν. ο κριτής), λέγει προς το άλλον μέρος Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1043· β) (στον πληθ. συν. σε διαθ.) οικείοι, κληρονόμοι: να μη ηπορείς εξ αυτάς (ενν. τας καβαλλαρίας) τι κρατήσαι δι’ εσέν ή διά τα μέρη σου Συνθήκ. Καλλ. 309· εγώ, η Μαρούλα Ντεφαΐτζαινα … οικούσα εν Χανδάκῳ νήσου Κρήτης με τα μέρη μου … ηβουλήθην διατάξασθαι άπαντά μου όσα εστί πράγματα Διαθ. Ντεφαΐτζ. 76. 9) Τμήμα τόπου, θέση: τα δένδρα τα ευκάρπιμα εις μέρη τα του πύργου| εφύτευσεν ο Διγενής Διγ. Z 3920· εμπήκαν οι Τούρκοι το μέρος του Αγίου Ρωμανού Θρ. Κων/π. P suppl. 24826· το αμπέλι οπού έχει εις το μέρος του Αγίου Βλασίου Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 164· Εν μέρει κράζει ο ηγούμενος, εν μέρει ο οικονόμος Προδρ. III 113. 10) (Συν. στον πληθ.) τόπος, περιοχή: Πανώρ. Ε΄ 394, Ερωφ. Α΄ 62, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1232, Βέλθ. 1257, Μαχ. 10613, Ανακάλ.(μεταφ.) με πολλήν ευλάβεια ʼπό της καρδιάς τα μέρη Λεηλ. Παροικ. Αφ. 31. 11) Κατεύθυνση: Ακουτισθείσα της φωνής πάραυτα η Χρυσάντζα| ως προς το μέρος της φωνής κακεί πάγει τρεχάτα Βέλθ. 1197· εις όποιο μέρος και αν στραφώ εκδίκησιν ξετρέχουν Λίμπον. 25. Η αιτιατ. επιρρ. = κατά ένα μέρος, ως ένα βαθμό: εφθόνησαν αυτόν πολλά αρχιερείς, κληρικοί και μέρος κοσμικοί Ιστ. πατρ. 1368· ά δη και υπέσχετο και μέρος εποίησεν Ιστ. πολιτ. 375. Εκφρ. 1) Άνω μέρου = περισσότερο: επήρεν το του Σαρακηνού εκείνον τον βίον τον διαφεντεμένον και εκείνον τό επήρεν ενέβαν πλείον παρά ένα μάρκον ασήμιν και άνω μέρου Ασσίζ. 2985. 2) Απάνω μέρου = παραπάνω, προηγουμένως: ώσπερ σας εδειξαμεν απάνω μέρου Ασσίζ. 3529. 3) Από μέρους = ως ένα βαθμό: αποκρισιαρίων αποσταλέντων παρά του βασιλέως—ήσαν δε … Διονύσιος ιερομόναχος … και Δισύπατος Γεώργιος—την μάχην από μέρους κατεπράυναν Σφρ., Χρον. μ. 569. 4) Από μέρους μου, από το μέρος μου· βλ. από 5α. 5) Εις ή σε (κάποιον) μέρος = κάπως, λίγο, ως ένα βαθμό: το μίλημά σου| εις μέρος έναι δύσκολον τινάς να το πιστεύσει Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1685· μήτε δάκρυα … δε φθάνουν (παραλ. 1 στ.), ούτε σε μέρος καν να τη λιγάνουν (ενν. την όργητα) Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ Χορ. [9]· ακούω να είναι εις εσάς χωρίσματα και εις κάποιον μέρος το πιστεύω Χριστ. διδασκ. 131. 6) Εις μέρος = παράμερα, στην άκρα: τον καιρού τα επώδυνα εις μέρος να τα χωρίζω Λίβ. Sc. 1651· πάλιν απεχωρίσθησαν εις μέρος τα φουσσάτα Αργυρ., Βάρν. K 328. 7) Εις μέρος μέν …, εις άλλο δε· βλ. εις έκφρ. 20. 8) Εκ το έν μέρος …, εκ το άλλο = από τη μια …, από την άλλη: εκ το έν μέρος εχάρηκεν, εκ το άλλο ελυπήθη Χρον. Μορ. P 4872. 9) Εκ (του) μέρους μου, εκ το μέρος μου = α) από εμένα, εξ ονόματός μου (για δήλ. προέλ. ή εξουσιοδότησης): υπήρχον εκβεβλημένα (ενν. τα γράμματα) … εκ του μέρους του αυτού αρχιεπισκόπου Λευκουσίας Διάτ. Κυπρ. 5042· τους άρχοντες χαιρέτησεν εκ μέρος του του δούκα Χρον. Τόκκων 1380· β) όσον αφορά εμένα, όσο εξαρτάται από εμένα: να μηδέν η αγάπη σου λιγότερή μοι γένει, επεί εκ το μέρος το εμόν, λέγω σου πιστοτάτως,| ου μη μικρύνει τίποτες Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 5807. 10) Κατά μέρη, κατά μέρος· βλ. κατά εκφρ. 11) Μέρος …, μέρος = α) κατά ένα μέρος (τους) …, κατά ένα άλλο· άλλοι …, άλλοι: μέρος είναι ζωντανά και μέρος είν’ πνιμένα Γαδ. διήγ. 218· μέρος ήτονε νεκροί και μέρος λαβωμένοι Τζάνε, Κρ. πόλ. 3152· β) από τη μια …, από την άλλη: μέρος καμάριν είχασιν και μέρος λυπηρούνται Βυζ. Ιλιάδ. 323· τα παιδιά τρέμουσι και απομαργώνουσιν εις την σπουδήν· μέρος μεν διά τον πόνον του δαρμού και μέρος διά την ύβριν Σοφιαν., Παιδαγ. 280. Φρ. 1) Γίνομαι εις μέρος = αποχωρίζομαι, αποσχίζομαι: παρευθύς εγένοντο τα δέκα σκήπτρα εις μέρος| και ο βασιλεύς απέμεινεν εις δυο και μόνα σκήπτρα Σπαν. P 238. 2) Έχω μέρος εις κ. = συμμετέχω· (εδώ) ενέχομαι: εάν γίνεται ότι εις άνθρωπος θέλει να σύρει μαρτυρίαν διά ένα άλλον άνθρωπον και έχει μέρος εις το αυτόν έγκλημαν Ασσίζ. 3512. 3) Έχω μέρος με μετά) κάπ. = α) σχετίζομαι, συνδέομαι (φιλικά): μετά με δεν ήθελε ποτέ τση να ’χει μέρος Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 466· ο βλάσφημος ουκ εχει μέρος μετά τον Θεόν Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XII 93· β) μοιάζω: τα γένια του ουκ έχουν μέρος με άνθρωπον Σπανός (Eideneier) Α 410. 4) Θέτω εις μέρος = παραμερίζω, αποβάλλω: εάν τύχει κανείς …| και θέσει εις μέρος τον φόβον Προδρ. III 371 χφ V κριτ. υπ. 5) Κόβονται τα μέρη μου = αποκάμνω, παραλύω (από έντονο συναίσθημα· πβ. και κόπτω φρ. 8): Αφότου γαρ τον έφθασεν αφέντης ο δεσπότης,| εκόπηκαν τα μέρη του και ουδέ να φεύγει ημπόρει Χρον. Τόκκων 2834.
       
  • μέτρος
    το, Ασσίζ. 2323, 48123, Ερμον. Β 171, Διαθ. Ντεφαΐτζ. 77, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 108v, 173r, Πεντ. Γέν. XLVIII 7, Λευιτ. XXV 50, Αρ. XV 12, XXXI 36, Αχέλ. 191, 250, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 732, Παϊσ., Ιστ. Σινά 369, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 28, Τζάνε, Κρ. πόλ. 24426.
    Από το αρχ. ουσ. μέτρον με μεταπλασμό (Βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 62-4 και Kahane, BZ 66, 1973, 11). Πληθ. μέτρεα τον 12. αι. (Steph., Θησ., λ. μέτρον). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Σακ., Κυπρ. Β΄ 658, Αναγνωστ., Αθ. 38, 1926, 163 και Kahane, BZ 66,1973, 11).
    1) α) (Γενικά) μονάδα μέτρησης, μέτρο: τα ζυγία τους Γενουβήσους και τα μέτρη τους όπου έχουν χανουτία να είναι εις την αφεντιάν τους Μαχ. 13810· β) (μεταφ.): Μ’ εκείνον το μέτρος τό να μετρήσετε άλλον, μ’ εκείνον θέλου σου μετρήσει κι εσένα Άνθ. χαρ. 29826· γ) (θρησκ., με ηθ. σημασ.) μέτρο αρετής: Χοροί, χοροί θα στέκουσι …| τον τρισυπόστατον Θεόν να τονε προσκυνούσι·| να χαίρουνται, να αγάλλονται εις του Θεού την χάρη,| κατά το μέτρος καθενός τον τόπον του να πάρει Τζάνε, Κατάν. 294. 2) Αριθμός: εκατοστή ’σαν άρμενα και ογδοήντα ένα.| Λοιπόν ο στόλος των Τουρκών τούτο το μέτρος πιάνει Αχέλ. 221· τις εμέτριασεν το χώμα του Ιαακώβ και μέτρος το τέταρτο του Ισραέλ Πεντ. Αρ. XXIII 10· Με τέτοιαν νίκην έστρεψαν κι εις το καστέλλι μπήκαν,| στο μέτρος όσοι ξέβησαν σωστοί επορευθήκαν Αχέλ. 1489. 3) α) Μέτρημα, καταμέτρηση, υπολογισμός: ήσαν τετρακόσιοι άνδρες του σπαθίου διχώς τες γυναίκες και τα παιδία και τους άλλους ανθρώπους οπού δεν ήσαν εις το μέτρος Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 164r· Περί εκείνου ού εκείνης τούς πιάνουν εις άδικον μέτρος ού παρκάτω ζύγιν Ασσίζ. 27113-4· Εκ τον Μορέα βρέθησαν κι από την Ρωμανία| εκεί χιλίων διακοσών σπαχήδων συντροφία.| Οι ριζικάροι ακομή το μέτρος ακλουθήσαν,| τρεις χιλιάδες απ’ αυτούς με πεντακόσους ήσαν Αχέλ. 203· β) (μεταφ.) το πόσο «μετράει» κάπ., το πόσο σημαντικός είναι κάπ.: το μέτρος των παιδιώ πολλά σ’ εμένα είν’ ακριβό μου| κι αρσενικού και θηλυκού Ροδολ. Β΄ [517 ]· γ) καταβολή χρημάτων: διά το μέτρος οπού του έκαμαν εις το χέρι του Ιούδα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 112r· εκφρ. (1) Εις μέτρος = σύμφωνα με, υπολογίζοντας τον αριθμό: να μεριστεί η γης εις κλερονομιά εις μέτρος ονόματα Πεντ. Αρ. XXVI 53· έστησαν σύνορα των εθνών εις μέτρος παιδιά του Ισραέλ Πεντ. Δευτ. XXXII 8· εις μέτρος χρόνια ύστερα το ιοβελ να αγοράσεις από τον σύντροφό σου, εις μέτρος χρόνια εσοδιές να πουλήσει εσέν Πεντ. Λευιτ. XXV 15. (2) Με (το) μέτρος = (α) σε μικρή, περιορισμένη ποσότητα, λίγο: τρεις χρόνους του να κάθεται απέσω εις τον πύργον (παραλ. 1 στ.) να ʼχει ψωμίν καμπα­νιστόν και ύδωρ με το μέτρος Γεωργηλ., Βελ. 104· ο Θεός δεν του δίδει το πνεύμα με μέτρος Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ιω. γ΄ 34· (β) μετρημένα, όσο χρειάζεται: επάρετέ το (ενν. το μάννα) με μέτρος, όσοι άνθρωποι είναι εις το σπίτι εκείνο τόσα μέτρα όσο να τους σώσει να το φαν εκείνην την ημέραν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 173r· ο ιατρός σκίζει την κοιλίαν του (ενν. του εδρωπικού σκλάβου) εκεί οπού ήτον το κακόν και τούτος ουδέν ήξευρεν να εβγάλει το νερόν οπού ήτον απέσω με δίκαιον και με μέτρος … και απ’ αυτό εκείνος … απέθανεν Ασσίζ. 18320· (γ) αναλογικά, σύμφωνα με …: να τον δείρει ομπροστά του κατά την κακότητά του με μέτρος Πεντ. Δευτ. XXV 2· (δ) με πλήρη αντιστοιχία: Ταύτα τα πράγματα και τουνών των πραμάτων τούτοι οι λόγοι των εδικών μας καιρών είναι ίσα ίσα με το μέτρος Πηγά, Χρυσοπ. 61 (20)· φρ. (1) Βάνω στο (εις το) μέτρος = (α) μετρώ, υπολογίζω: έκαμον τούτο το φορτί εύμορφον και μεγάλον,| μακρύ, ότι δεν ημπορώ στο μέτρος να το βάλω Τζάνε, Κρ. πόλ. 4538· (β) συνυπολογίζω, συγκαταριθμώ: έπεσεν ο κλήρος απάνω εις τον Ματθίαν και εβάλθη και αυτός εις το μέτρος αντάμα με τους άλλους ένδεκα τους αποστόλους Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. 1964. (2) Δεν έχω μέτρος = δε μπορώ να μετρηθώ, είμαι αναρίθμητος: τόσοι Τούρκοι εμαζώχθησαν πάραυτα ότι δεν είχαν μέτρος Συναδ., Χρον. 31· εις ώραν ολιγούτσικην βλέπω φουσσάτον κι ήρθεν·| δεν είχεν μέτρος τό έβλεπα Απόκοπ.2 466· μέτρος ουκ είχαν τα καλά τά είχεν το περιβόλιν Λίβ. P 377· η θάλασσα έχει το βάθος της μέτρος, αλλά το μυστήριόν της δεν έχει μέτρος Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 431· (3) (Απρόσ.) δεν είναι (εις το) μέτρος = δεν είναι δυνατό να μετρηθεί: εσώριασεν ο Ιωσέψ γέννημα σαν τον άμμο της θαλασσούς πολύ πολύ, ως ότι έπαψεν να μετρήσει ότι δεν είναι μέτρος Πεντ. Γέν. XLI 49· πόσοι να σκοτωθήκασιν δεν είναι εις το μέτρος Θρ. Κύπρ. M 688· (4) Μπαίνω εις το μέτρος με κάπ. = συγκρίνομαι, μετρούμαι με κάπ. μέτρο σύγκρισης: Σήμερον φάνηκα κι εγώ σαν απόστολος Πέτρος,| γιατί μ’ αυτόν ε μπαίνω ʼγώ σήμερον εις το μέτρος Διγ. O 1134. 4) Μερίδιο, ορισμένη ποσότητα· (εδώ θρησκ. προκ. για προσφορά μέρους συγκομιδής): να θερίσετε το θέρος της και να φέρετε το μέτρος αρχή του θέρου σας προς τον ιεριά Πεντ. Λευιτ. XXIII 10· να υψώσει (ενν. ο ιεριάς) το μέτρος ομπροστά στον Κύριο για θελόποιμά σας Πεντ. Λευιτ. XXIII 11. 5) Μέγεθος, διαστάσεις: έντεκα βηλάρια έκαμεν αυτά … τέσσερες πήχες το φάρδος του βηλαριού του ενού· μέτρος ένα εις τα έντεκα βηλάρια Πεντ. Έξ. XXXVI 15· φρ. παίρνω το μέτρος = μετρώ τις διαστάσεις (πβ. σημερ. «παίρνω τα μέτρα»): ποτέ δεν ημπόριε (ενν. ο πατήρ μου ο Δαβίδ) να του πάρει το μέτρος (ενν. του ξύλου) οπού να γένει καλό ή να βαλθεί εις καμίαν δουλείαν και πολλές φορές το εμετρούσαν οι μαστόροι και ευρίσκονταν γελασμένοι Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 204r. 6) (Προκ. για αφήγηση, εξιστόρηση): έκταση, μέγεθος: εδώ κάνει το μέτρος και το τέλος του διηγήματος τον Νεβρού και της αυτού γενεάς Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 108v· γροίκα της αθιβολής την στράταν και το μέτρος Κορων., Μπούας 4. 7) Απόσταση (ορισμένη): Το δε γε μέτρος της οδού δύο μέρας παγαίνεις, από την Ιερουσαλήμ στην Ορεινήν εβγαίνεις Προσκυν. Ιβ. 535 1147· εσυνεπήραν απο τη Βεθέλ· και ήτον ακόμη μέτρος της ηγής να έρτουν εις την Εφραθά· και εγέννησεν η Ραχέλ Πεντ. Γέν. XXXV 16. 8) Αξία, αποτίμηση (ενός πράγματος): να λογαριάσει αυτουνού ο ιεριάς το μέτρος ξετίμιωμά σου ως τον χρόνο του ιοβέλ και να δώσει το ξετιμιωμά σου εις την ημέρα εκείνη Πεντ. Λευιτ. XXVII 23. 9) Υπολογισμός, σκέψη· περίσκεψη: του αθρώπου εδόθηκε κι είναι το φυσικό του| να διαμετρά τα πράματα με το λογαριασμό του·| και συ είντα μέτρος ήκαμες σε τούτα που μου λέγεις; Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 201· να ʼργίζεσαι και ν’ αγαπάς, να δίδεις και να παίρνεις (παραλ. 1 στ.)· όλα τως τούτα, φίλε μου, βαστούσιν τους καιρούς τους| και όλα με μέτρος γνωστικόν κρατούσι τους βιασμούς τους Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 86· ήσανε με λογαριασμό και μέτρος σοθεμένα| και με μεγάλη μαστοριά και τέχνη φυτεμένα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1399. 10) Μέσος όρος, το αρμόζον μέτρο· έκφρ. έξω από το μέτρος = υπέρμετρα, πέρα από κάθε όριο, υπερβολικά: θυμώνεται πολλά έξω από το μέτρος Σπαν. (Μαυρ.) P 125. 11) α) Στρατιωτικός σχηματισμός, παράταξη: δέκ’ αλλάγια έκαμαν χωριστά τον πολέμου (παραλ. 2 στ.) και το φουσσάτον το πολύν ήστεκεν παρά μέτρος (μη πειστικές οι διορθώσεις του Haag [Αχιλλ. L 378]: παραμέτρως και Ξανθ., B-NJ 2, 1921, 203: παραμέρως) Αχιλλ. L 358· β) τακτική (πορείας): πάντες με παράδοξον μέτρος εκινηθήκαν,| ως ένα δάσον μέγιστον στην μάχην εδιαβήκαν (ενν. οι Τούρκοι)| ως δάσος εις τον αριθμόν Αχέλ. 2044. 12) Κατάσταση, περίσταση: ποτέ μου δεν το λόγιαζα να ʼρθω στο μέτρος τούτο Ερωτόκρ. Α΄ 1058. 13) Συνθήκες (γύρω από ένα γεγονός): και τώρα σασε μολογώ το μέτρος οπού ’πέσα| ετότες και με τα σπαθιά και πιστολιές εσύραν| κι εσκοτωθήκανε πολλοί Τζάνε, Κρ. πόλ. 45110. 14) Κοινωνική θέση, περιωπή: Μέσα σ εκείνους που ’χουσιν τάχα δόξαν και φήμην| που ’ναι στο μέτρος το ψηλόν κι εις την περισσά στίμην,| έπαινος, δόξαν περισσήν έδωκες εις αυτόν μου Κυπρ. ερωτ. 1506. 15) Ποιητικό μέτρο: Αυτός κοτσώνει το γλυκύν εις το τρανόν μουχρούτιν| και εγώ ευθύς τον ίαμβον, γυρεύω τον σπονδείον,| γυρεύω τον πυρρίχιον και τα λοιπά τα μέτρη Προδρ. IV 72 κριτ. υπ.· έκφρ. με μέτρος = έμμετρα: ʼΣ τούτην την ρίμα βρίσκεται ο Βοϊβόνδας Πέτρος| της Μύρτζαινας οπού μιλει της μάννας του με μέτρος Αιτωλ., Βοηβ. 2. — Βλ. και μέτρο(ν).
       
  • μνημονεύω,
    Διγ. (Trapp) Gr. 43, 2173, Διγ. Z 772, 977, 2578, Σφρ., Χρον. μ. 10027, Έκθ. χρον. 712, Ιμπ. (Legr.) 768, 782, Βακτ. αρχιερ. 168 δις, κ.α.· μνημονεύγω, Μαχ. 68228, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.) 239.
    Το αρχ. μνημονεύω. Ο τ. στο Βλάχ. (λ. μενημονεύγω από τυπογρ. λάθος) και σε έγγρ. του 1639 (Καζανάκη Μ., Θησαυρ. 11, 1974, 274). Τ. μνημονεύκω και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 663). Η λ. και σήμ.
    1) α) (Μτβ. και αμτβ.) θυμάμαι κάπ. ή κ., ανακαλώ στη μνήμη μου: Διγ. (Trapp) Gr. 495, 3448, Διγ. Z 605, Χρον. Μορ. P 8473· β) (μτβ. και αμτβ.) κάνω μνεία κάπ., αναφέρω: Λίμπον. 32, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1134, Ερμον. I 314· (προκ. για διήγηση): Διγ. Z 4086· γ) έχω, διατηρώ στο νου μου κάπ. ή κ., σκέφτομαι, αναλογίζομαι: Σπαν. O 33. 2) Βάζω στο νου· σχεδιάζω: τους γονείς και την πίστιν μου διά σε ηρνησάμην| και διά την αγάπην σου ήλθον εις Ρωμανίαν·| συ δε θάνατον αντ’ αυτών εμνημόνευσας, κόρη Διγ. (Trapp) Gr. 500. 3) (Εκκλ.)   α1) δέομαι για την ψυχή κάπ. νεκρού (συν. σε ειδική ακολουθία ή κατά τη θ. λειτουργία): όπου θαπτώ αφήνω ένα σαρακονταήμερον και σαββατιάτικον του ιερέως της εκκλησίας να μου λειτουργεί και να με μνημονεύει Διαθ. Ντεφαΐτζ. 77· εβγάλετε τα ρούχα του, δότε εις το μοναστήριν,| ίνα τον μνημονεύουσιν ως ξένον και αλλότριον Ιμπ. 680· Κι εμνημονεύσαν τον λαόν οπού ʼχανε τελειώσει| κι οπού του Τούρκου το θυμό είχανέ τους σκοτώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 38123· α2) (μτβ. και αμτβ.) ενεργώ, φροντίζω να τελεσθεί το μνημόσυνο κάπ. νεκρού: πεντήκοντα δουκάτα από το προικίον μου αφήνω εις τας χείρας των ειρημένων κουμμεσσαρίων να τα κάμουν όλα αυτά διά την εμήν ψυχήν, ήγουν θάπτειν με, μνημονεύειν με έως τον χρόνον, κατά την συνήθειαν Διαθ. Ντεφαΐτζ. 77· να ʼνι κρατημένη (ενν. η αδελφή μου) έως της ζωής της να με μνημονεύει πέντε φορές τον χρόνον Διαθ. Πασχαλίγ. 79· ώστε που να ʼχει την ζωήν (ενν. ο Περούλης) τάσσει να μνημονεύει| και καθημέραν στον θεόν διά λόγου του πρεσβεύει Λίμπον. 495· α3) διαβάζω τη νεκρώσιμη ακολουθία σε κάπ.: εκεί στα τείχη κάτω όλους τους καίγαν| κι ουδέ τους μνημονεύγαν, ούτε τους κλαίγαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 1388· Συζωντανούς (έκδ. Τσι ζωντανούς· διορθώσ. κατά Τζάνε, Κρ. πόλ. (Νενεδ.) 34911) τους θάπτανε και δεν τους μνημονεύαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 2803·   β1) δέομαι για την υγεία και μακροημέρευση κάπ., κάνω μνεία κάπ. σε προσευχή, συν. κατά τη θ. λειτουργία: να ορίσεις να μνημονεύομαι και εγώ εις τον ναόν τούτον οπού βούλεσαι να κτίσεις. Και ο βασιλεύς επρόσταξε ότι να μνημονεύεται και αυτή ομού με τον βασιλέαν Διήγ. Αγ. Σοφ. 14913, 14· β2) (προκ. για τη μνημόνευση αυτοκράτορα, πατριάρχη, επισκόπου, κλπ., με ειδική μεγαλόφωνη ευχή κατά τη θ. λειτουργία ): ίνα … η εκκλησία … μνημονεύσωσι τον καίσαρα εν ταις θείαις και ιεραίς λειτουργίαις Σφρ., Χρον. μ. 16429· άλλο δεν ζητά από εμάς η αυτή εκκλησία (ενν. η Δυτική), μόνον … να είναι γραμμένον το όνομα του Πάπα και να μνημονεύεται παρρησίᾳ, όταν λειτουργούν οι πατριάρχες εορταστικώς Ροδινός (Βαλ.) 155· Περί μνημοσύνων του μητροπολίτου, αν δεν τον μνημονεύουν οι επίσκοποί του και οι κληρικοί του Βακτ. αρχιερ. 168. 4) Εύχομαι, εκφράζω ευχές για κάπ. (σε ένδειξη ευγνωμοσύνης): Δώσ’ μου καμπόσον, ταπεινέ, από τον πλούτον πὄχεις,| να πίνω πάντα περισσά και να σε μνημονεύω Διήγ. εις τους κρασοπατέρας 60251. Η μτχ. παθητ. παρκ. ως επίθ. = αλησμόνητος, αξιομακάριστος: Ιδές τι εκατέστησαν οι προηπερασμένοι| και πως εκτίσαν εκκλησιές και είν’ μνημονεμένοι Αλφ. (Μπουμπ.) II 14. — Βλ. και μνημονώ.
       
  • πασαείς,
    αντων., Φαλιέρ., Ιστ.2 437, 675, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 65, 126, 330, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 493, Μαχ. 43, 1223, 17623, 33615, 51437, Χούμνου, Κοσμογ. 1868, Γεωργηλ., Θαν. 240, Βουστρ. (Κεχ.) 385, 887, Αλεξ. 840, 1727, Συναξ. γυν. 1124, 1163, Βεντράμ., Φιλ. 388, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 61, 156, 345, 631, Πηγά, Χρυσοπ. 69 (7), 196 (17), 288 (32), 323 (4), Παϊσ., Ιστ. Σινά 407, 409, Πανώρ. Γ́ 11, Δ́ 290, Έ́ 226, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 497, Κατζ. Ά́ 231, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 2453, 14, Βοσκοπ.2 93, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1023, 2356, Στάθ. (Martini) Ά́ 234, Γ́ 551, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 258, Δ́ 224, Έ́ 9, Διήγ. ωραιότ. 948, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 270, Λεηλ. Παροικ. 43, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3894, κ.π.α.· πασαγείς, Μαχ. 2861, 41634, Πανώρ. Γ́ 443, Διαθ. 17. αι. 5113· πασαένας, Rechenb. 96, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 312, Αλεξ. 1938, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 204, 207, 760, Θρ. Κύπρ. M 355, 716, Πηγά, Χρυσοπ. 65 (29), 104 (40), 108 (51), 132 (20), (21), 134 (27), 142 (47), 143 (49), 148 (63), 178 (16), Ιστ. Βλαχ. 1201, Στάθ. (Martini) Γ́ 464, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 254· πασάνας, Χούμνου, Κοσμογ. 558, 559, Αλεξ. 1789, 2057, 2108, 2338, 2674, 2728, 2800, 2826, 2874, Διήγ. Αλ. G 28936, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 138, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 348, 618, 906, Θρ. Κύπρ. M 306, 574, Κυπρ. ερωτ. 9436, 9739, Ιστ. Βλαχ. 1613, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 894· πασανείς, Βουστρ. (Κεχ.) 388, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 29015‑16, Κυπρ. ερωτ. 192, 15416, Πανώρ. Γ́ 152, Βοσκοπ.2 279, Ιστ. μακαρ. Μαρκ.πασένας, Πένθ. θαν.2 563, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 167235, Πανώρ. Πρόλ. 4, Παλαμήδ., Βοηβ. 186, 258, Ροδολ. (Αποσκ.) Αφ. 16, Δ́ 155, Έ́ 281, 366, Διήγ. ωραιότ. 144, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 190· γεν. εν. πασαενού, Rechenb. 83, Διήγ. Αλ. G 28825, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 694· πασάνα, Γεωργηλ., Θαν. 314· πασανός, Φαλιέρ., Ιστ.2 674, Θησ. ΙΒ́ [343], Σκλέντζα, Ποιήμ. 166, Γεωργηλ., Θαν. 354, Ριμ. Απολλων. (Βεν.) 1659, Πανώρ. Ά́ 288, Β́ 309, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 2459, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 148, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 54620· πασανού, Μαχ. 830, 1424, 15418, 25219, 47625, 50422, 55426, 59831, 6128· πασενός, Παλαμήδ., Βοηβ. Εισαγ. 7· αιτιατ. εν. πασαέν, Δεφ., Σωσ. (1569) 13· πασαέναν, Μαχ. 10229, Πηγά, Χρυσοπ. 125 (54)· πασάνα, Χούμνου, Κοσμογ. 1866, Γεωργηλ., Θαν. 185, 473, 477· πάσαναν, Κυπρ. ερωτ. 9818· πασάναν, Μαχ. 22010, 43613‑14, Γεωργηλ., Θαν. 595· πασανένα, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 227· πασανέναν, Μαχ. 5018‑19· πασένα, Πανώρ. Ά́ 344, Δ́ 420, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 80, Β́ 118, Δ́ 105· πασέναν, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 59· θηλ. πασαμιά, Πανώρ. Γ́ 148, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 580, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 139· γεν. εν. πασαμίας, Μαχ. 547, 22433· ουδ. πασαένα, Γεωργηλ., Θαν. 138, Πηγά, Χρυσοπ. 56 (13), 98 (19), 130 (16), 141 (45), 255 (11), Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 31124, Λεηλ. Παροικ. 35, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4438· πασαέναν, Μαχ. 22621, Αχέλ. 1777· πασένα, Πανώρ. Ά́ 160, Γ́ 120, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 52410.

    I. (Ως ουσ.) 1) α) Ο καθένας, κάθε πρόσωπο (χωριστά)· (έναρθρ.): θέλει ανταποδώσει ο Θεός του πασανού κατά τα έργα του Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 64· Καλά κι εις μάχην δεν θεν να κοπιάζω| αμμέ γιατί δεν θέλει να σιγήσω| μάχομαι και τον πάσαναν πειράζω Κυπρ. ερωτ. 9818· (χωρίς άρθρο): Μεσίτρια γένου το λοιπόν, κερά, διά πασαένα| και παρακάλει τον Χριστόν διά όλους και δι’ εμένα Σκλέντζα, Ποιήμ. 1215· Σήμερο θέλω πασαείς να δει τη μπόρεσή μου,| για να φοβάται, ώστε να ζει, περίσσα την οργή μου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 625· (σε σχ. κατά το νοούμενο): πασαείς ας βλέπετε, κανείς μηδέν πιστέψει| ποτέ του την πολιτικήν κι εισμιάν χειροτερέψει Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 412· β) ο καθένας, η καθεμιά, το καθένα από ένα σύνολο (συν. ύστερα από λ. που δηλώνουν σύνολο ανθρώπων ή πραγμάτων, πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Ά́ 110, α)· (έναρθρ.): ο βασιλεύς θωρώντα την στενήν ζωήν τους αρχιερείς της Κύπρου ... έδωκέ τους χωριά και άλλα εισοδέματα του πασανού κατά του εφάνην Μαχ. 2634· (χωρίς άρθρο): εφάνησα σε γούργουθα βαθύτατον ελίγοι| ναύτες, πασένας πάσκοντας το θάνατο να φύγει Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 272· (σε σχ. κατά το νοούμενο): έδωσε θέλημα του φουσσάτου και εδιάβη πασαείς εις τον τόπον του χαρούμενοι Χρον. σουλτ. 943· (με επόμ. εμπρόθ. προσδ. ή τους εγκλιτικούς τ. της προσωπ. αντων. ως γεν. διαιρετική, βλ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Ά́ 67, 4β): έξω ’κ την χώραν ήβγηκεν μ’ όλην του την στρατεία| με άνδρες πολλά θαυμαστούς όσους έκαμνεν χρεία,| ήτον χιλιάδες έως επτά πεζοί και καβαλάροι| και πασένας απ’ εκεινούς ήτ’ άξιον παλληκάρι Παλαμήδ., Βοηβ. 586· Στρατιώτες ξακουστοί, κι εσείς, απόκοτοι και νιοι άξοι,| ό,τι μπορεί πασένας σας ογιά τιμή του ας πράξει Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 56· (με προηγ. το επίθ. όλοι): εμόσαν όλοι πασαείς, ότι να κρατούν το αυτόν κάστρον διά τον αφέντην τον ρε Πιέρ Μαχ. 10017· έκφρ. εις όλους (...) κι/ ακόμη εις πασαένα = (για έμφαση) σε όλους και στον καθένα ξεχωριστά: Πολλά θαυμάσματά ’καμα στου Ισραήλ την γέννα,| πολλήν θαράπαψη έδωκα σ’ όλους κι εις πασαένα Χούμνου, Κοσμογ. 2648· στέλνω το διάθεμα σ’ εμένα κι εις εσένα| σ’ όλους από το γένος σου, ακόμη εις πασαένα Χούμνου, Κοσμογ. 526· έκφρ. πασαένας και πολλοί μαζί = (για έμφαση) ο καθένας ξεχωριστά (από σύνολο) και όλοι μαζί: η κακία έχει τα της κακίας πνεύματα, οπού πασαένα και πολλά μαζί περιτρέχουσι τον άνθρωπον Πηγά, Χρυσοπ. 306 (4). 2) (Με επόμ. την άκλ. αντων. οπού, βλ. όπου IΒ́) ο καθένας (που), όποιος· (έναρθρ.): ο πασαείς οπού παραδέρνει διά την σωτηρίαν του πλησίου του πρώτα ωφελεί τον εμαυτόν του και τάπισα τον πλησίον του Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 395· (χωρίς άρθρο): πασαείς οπ’ αγαπά να γιάνει την ζωήν του| ας διώχνει τά πικραίνεται από την θύμησίν του Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 163. 3) Οποιοσδήποτε, ο τυχών· (έναρθρ.): να έχουν (ενν. οι Τεμπλιώτες) απομονήν ό,τι τους πει ο πασαείς Μαχ. 1234· (χωρίς άρθρο): μην πιστεύεις έτσι εύκολα πασαενός Πηγά, Χρυσοπ. 181 (27). 4) Κάποιος, ένας: Είτι εκράτει πασαείς, πάλι ας το μετέχει (παραλ. 1 στ.). Είτις επήρε άρματα, ...,| πάλι ας τα στρέψει όπισθεν Αλεξ. 1425. 5) (Σε αρνητ. πρόταση) κανένας: πασαένας εξ αυτόν (ενν. από τον θάνατον) δεν ημπορεί να γλύσει Αλεξ. 2822. II. (Ως επίθ.) κάθε: αντιβολώ, παρακαλώ εις πάσαναν αυθέντην,| Σπανιόλους, Προβεντζιάλους τε με των Μπουρτογαλέων· μόνον να ομονοιάσουσιν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 436· αμελούμεν τούτα, τα έργα τα εύχολα, τα δυνατά πασαενός ανθρώπου κατά την δύναμίν του και κατά την τάξιν του Πηγά, Χρυσοπ. 145 (56)· Τούτ’ είναι γνώσις πασανός αξίου στρατιώτη| όταν θωρεί απάνω του καιρού εναντιότη Παλαμήδ., Βοηβ. 1073· (προκ. για καθένα από δύο άτομα): Τα ... δουκάτα ... θέλω να μοιράσουν τα ήμισυ πασαενός μου παιδίου (ενν. του Ανδρέα και της Ελένης) οι ειρημένοι κουμεσάριοι Διαθ. Ντεφαΐτζ. 77.
       
  • προικίον
    το, Ασσίζ. 14619, 15017, 2629, 39412, 4176, 4282, Διγ. (Trapp) Gr. 1698, Χρον. Μορ. H 3127, Διαθ. Ακοτ. 146, 148, Διαθ. Ντεφαΐτζ. 77, Διαθ. Πασχαλίγ. 78 τρις, Σοφιαν., Παιδαγ. 122, Εκλογής χειρόγρ. 24623, 26-27, Δωρ. Μον. XXXV, XL, Μπερτόλδος 60· προικίο, Συναξ. γυν. 1053· προικιό, Πανώρ.2 Γ́ 368, Κατζ. Έ 438, Στάθ. (Martini) Γ́ 449, 463· προικιό(ν), Βέλθ. 997, 1025, Βεντράμ., Γυν. 278· προίκιον, Χρον. Μορ. H 2603, Συναξ. γυν. 798· προικιόν, Ασσίζ. 158‑9, 1914, 1241, 4, 1431, 16518, 17515, 37620, Μαχ. 32813, 3308, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1861, Δεφ., Λόγ. 542, Σουμμ., Ρεμπελ. 191· προυκίο, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 118· προυκιό, Πανώρ.2 Δ́ 61, Έ 232, 234, 235, 240, 241, 244, 246, Διαθ. 17. αι. 6123, 9150, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 603· προυκιό(ν), Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 290, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 809, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 196, Έ 856, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 29820· προυκίον, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 110, 23‑24, 1312, 17, 1614-15, 1813‑14, Ολόκαλος 18, 23, 25, 34, 45, 57‑8, 65, 75, 85, 115· προυκιόν, Διαθ. 17. αι. 3192, 194.
    Από το ουσ. προιξ και την κατάλ. ‑ίον·  (πβ. μτγν. ουσ. προικίδιον). Ο τ. προίκιον από μετρ. αν. ή πιθ. από το ουδ. του μτγν. επίθ. προίκιος· απ. τον 7. αι. (LBG) και σε έγγρ. του 12. αι. (Caracausi, Μηνάς, Γλωσσάρ. Ιτ.2). Ο τ. προικίο σε έγγρ. του 16. (Κασιμ., Έγγρ. 7 (85), 232 (326)) και 17. αι. (Σκοπετέας, ΕΑΙΕΔ 3, 1950, 76). Πληθ. προικία σε έγγρ. του 16. αι. (Γρηγορόπ., Έγγρ. 311, κ.α.) και προικία σήμ. ιδιωμ. (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. προικίο, βλ. και Caracausi, λ. προίκιον). Ο τ. προικιό στο Βλάχ. και σήμ. (και πληθ.). Ο τ. προικιόν στο Somav., σε έγγρ. του 16. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Α′, Β́, Γ́ πολλ.), 17. (Δετοράκης, Κρητολ. 16-19, 1983-84, 136) και 18. αι. (ΜπόμπουΣταμάτη, Πρακτ. Ε′ Παν. Σ 458) και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 763). Ο τ. προυκιό στο Βλάχ. Ο τ. προυκιόν στο Somav. Πληθ. προυκιά (Βίος, Λαογρ. 5, 1915-16, 644) και πρου#18ιά σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Τ. προυτσί και πληθ. προυτσά σήμ. ιδιωμ. (Τσικής, Γλωσσ. Χίου). Ο τ. προυκίον σε έγγρ. του 17. αι. (Μέρτζιος Κ., ΕΑΙΕΔ 8, 1958, 108). Πληθ. προυκία σε έγγρ. του 16. αι. (Γρηγορόπ., Έγγρ. 2511, 12087, κ.α.)· βλ. και Πασπ., Γλωσσ., λ. προικίον. Η λ. στη Σούδα και σε έγγρ. του 13. (Caracausi, Μηνάς, Γλωσσάρ. Ιτ.2), 16. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 4, 1951, 46, 48, 78 κ.α., Κασιμ., Έγγρ. 2 (80), κ.α.), 17. (Αμάλθ. 10, 1979, 157, Πασπ., Γλωσσ.) και 18. αι. (Πασπ., Γλωσσ.).
    1) Η προίκα: του (ενν. του Δεσπότη Άρτας) είπαν (ενν. οι μαντατοφόροι)| το πώς εκαταστήσασιν την υπαντρείαν ...| Εξήντα χιλιάδες πέρπυρα ήτον γαρ το προικίο Χρον. Μορ. P 3127· καθολικό ’ναι χάρισμα (ενν. η ομορφιά), ίδιο προυκιό,...| κι έπαινος..., απού μπορεί κόρη ποτέ να πάρει Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 265· (στον πληθ.) Εγώ, αυθέντη πενθερέ, επιθυμίαν είχον| την θυγατέρα σου λαβείν διά το ταύτης κάλλος,| ουχί δε πλούτου ένεκεν...,| (παραλ. 1 στ.), ης τα κάλλη αρκούσι με αντί πολλών προικίων Διγ. Z 2102. 2) Μεταφ. (στον πληθ.) η συνέπεια μιας πράξης· (εδώ) η τιμωρία: οι αιρετικοί και οι εικονομάχοι| όλους τους τούτα τα προυκιά πρέπει καθένας να ’χει·| και ποια ’ν’ αυτάνα τα προυκιά, που πρέπει να δοθούσι| σ’ αυτούς ...;| είν’ τούτα: να φωνάξομεν όλοι ...| διδόντες των τ’ ανάθεμα Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 1081-2.
       
  • Πρωτοϊούλιος
    ο· Πρωτοούλης, Ολόκαλος 253, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 191, 2391· Πρωτοούλιος, Διαθ. Ντεφαΐτζ. 76, Κατά ζουράρη 32, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 2401· γεν. εν. Πρωτοουλιού, Σκλάβ. 119.
    Από το ά συνθ. πρωτο‑ και το ουσ. Ιούλιος. Τ. Πρωτογούλιος σε έγγρ. του 18. αι. (Κουρσάρ. 161). Τ. Πρωτόλης σε έγγρ. του 17. αι. (Βαρζελιώτη, Θησαυρ. 30, 2000, 330) και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 593, λ. Πρωτόλις, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου 766). Ο τ. Πρωτοούλης στο Somav. και σήμ. στην Κάρπαθο (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου). Ο τ. Πρωτοούλιος σε έγγρ. του 18. αι. (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968, 217).
    Ο μήνας Ιούνιος: ͵αφϞή, μηνί Πρωτοούλη ιή, ινδικτιώνος ιά Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 181.
       
  • ρέστο (I)
    το, Μαχ. 4785, Διαθ. Δροσ. Μαλαχ. 517· ρέστον, Κυπρ. χφ. 162· ρέστος, Ολόκαλος 3157, 3314, 5412, 12821, 13329, 2491, 3, Διαθ. Ντεφαΐτζ. 77, Μορεζίν., Διαθ. 483, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1611, 3314, Σεβήρ., Διαθ. 19033, Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 6β, Διαθ. 17. αι. 1173.
    Από το βενετ. - ιταλ. resto ή το προβηγκ. resto (Χατζ., Μεσ. Κύπρ. 291). Ο τ. ρέστον (στο LBG) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.). Ο τ. ρέστος (από τη λ. με αλλαγή γένους) και σήμ. ιδιωμ. (Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., λ. ρεστάρω). Η λ. σε έγγρ. του 18. αι. (Σταμούλη, Μεσ. Ν. Ελλ. 6, 2000, 366) και σήμ. ιδιωμ. (Κασιμάτης, Βενετ. γλωσσ. στοιχ. Κυθήρ., Τσιτσέλη, Κεφαλλ. Σύμμ. 592). Πβ. σήμ. και λ. ρέστος, επίθ. και ρέστα, τα.
    Το υπόλοιπο που απομένει ή οφείλεται· εδώ προκ. για ποσότητα ενός προϊόντος, για χρηματικό ποσό, για χρέος ή προίκα - κληροδότημα: απού το ... στάρι απομένει ρέστος α ραζόν του ποτέ μαστρο-Νικόλα μουζούρια ή Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 2217· δίδει του τα τορνέσια ..., υπέρπυρα μ́, τα οποία επαράλαβεν ... μέσα εισέ τσικίνι ά και το ρέστος κατρίνια, και όλο πληρώθη Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1210‑11· θέλει γράψει αποκάτω εις το άνωθε σκρίττο εκείνο οπού θέλει πάρει και το ρέστος θέλει πλερωθεί απού το ρεζίντουό μου Διαθ. 17. αι. 1041· δίδει οδιά ρέστος τό ρεστάρει ο κυρ Ιωάννης Λουρέας της θυγατέρας του ... από το προικίον της ελές ρίζες στ́ Ολόκαλος Β 29· (συνεκδ.) η αποπληρωμή, υπόλοιπο πληρωμής: έδωκα διά ρέστον του κρασίου οπού επήρα ... τσεκίνια 5 Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 5.
       
  • σαββατιάτικον
    το, Διαθ. Ντεφαΐτζ. 77· σαββατιάτικο.
    Από το ουσ. Σάββατον και την κατάλ. ‑ιάτικος. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Αλιπράντης, Λεξ. Πάρου, Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.). Βλ. και LBG, λ. σαββατιατικόν, καθώς και σημερ. επίθ. σαββατιάτικος.
    Μνημόσυνο που γίνεται το Σάββατο (βλ. και Bakker-v. Gemert, Κρητολ. 6, 1978, 31 σημ. 10): ακομή θέλει να του κάμει ένα σαββατιάτικο και ένα σαρανταλείτουργο Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 71643.
       
  • συγχώρησις —ση
    η, Διγ. (Trapp) Gr. 553, 1986, Διγ. Z 835, 1034, 2255, 4276, Συναξ. γαδ. (Moennig) 221, Ιμπ. (Yiavis) 537, Σκλάβ. 264, Πένθ. θαν.2 400, 402, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 391r, Ιωάνν. ιερ. 9, Μαλαξός, Νομοκ. 136 δις, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 637, Ιστ. πατρ. 1831, Αρσ., Κόπ. διατρ. [1386], Μορεζ., Κλίνη φ. 174v, 452r, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1176, 5614, Σεβήρ., Διαθ. 19020, Ιστ. Βλαχ. 383, 2311, Διγ. Άνδρ. 3338, Ψευδο-Σφρ. 45411, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 145, Διαθ. 17. αι. 519, Διήγ. ωραιότ. 458, 556, Χριστ. διδασκ. 258, 458, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2701, 3808, 9916, Διακρούσ. (Κακλ.) 1310, 1311, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14410, κ.α.· συγχώρεσις ‑ση, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1053, Δαρκές, Προσκυν. 201, Διαθ. 17. αι. 318, 22, Διήγ. πανωφ. 56 δις, Διήγ. ωραιότ. 434, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 38118, 38216· συχώρεση, Χρον. σουλτ. 6916, 7128, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 54, 636, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 254, Διαθ. 17. αι. 610, 11, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 27028, 56716· συχώρησις ‑ση, Ασσίζ. 36427, Αλεξ.2 2824, Ολόκαλος 288, 316, 518, 526, 675, 1096, κ.α.
    Το αρχ. ουσ. συγχώρησις. Ο τ. συγχώρεσις στο Somav. και σε έγγρ. του 16. αι. (Bakk.-v. Gem., Κρητολ. 6, 1978, 47). Ο τ. συχώρεση και σήμ. λαϊκ. Ο τ. συχώρησις‑ση σε έγγρ. του 13. (Act. Xér. 9A76, TLG), 16. (Bakk.-v. Gem., ό.π., 73, Έγγρ. Σαντορ. 19, κ.α.) και 17. αι. (Αλιπράντης, Αθ. 75, 1974/1975, 112) και συχώρηση σε έγγρ. του 18. αι. (Τούρτογλου, ΕΚΕΙΕΔ 15, 1968, 31) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. συχώρηση και Σακ., Κυπρ. Β́ 812, λ. συχώρησις). Ο τ. συγχώρεση και η λ. συγχώρηση και σήμ.
    1) Άδεια· συναίνεση, συμφωνία, συγκατάθεση: πολλά λυπήθηκεν άρχων κυρός Μπορούσης,| το πως δεν είναι δυνατόν να μείν’ ο πατριάρχης| και έλαβε συγχώρησιν να πάγει στο παλάτι| του πατριάρχου λόγια τον βασιλιά να είπει Αρσ., Κόπ. διατρ. [254]· των καλογραιών το κοινόν της τροφής και φορεμάτων και το μη έχειν τι ίδιον και το μη ποιήσαι το μικρότερον ή προς κοινήν ή προς ιδίαν χρείαν, ει μη μετά συγχωρήσεως, ... και τ’ άλλα, όσα της αρετής εισίν εκμαρτύρια, των περισσών εστί διηγείσθαι Σφρ., Χρον. (Maisano) 5018· Διά νομικής παραγγελίας γίνονται όσα μετά προτροπής των δικαστών εκτελούνται, μετά συγχωρήσεως και προσταγής αυτών Zygomalas, Synopsis 210 Κ 30. 2) α) Παροχή συγγνώμης: τα κατά γνώμην πταίσματα συγχώρησιν παράσχειν| και μη οργίζεσθαι τινά προ τούτον ερευνήσαι Διγ. Z 2353· Ο Καμπανέσης όρισεν, διαλαλημόν εποίκαν·| όσοι ...| θέλουν να προσκυνήσουσιν, να τον δεχτούν αφέντη,| να έχουν τιμήν και αναδοχήν κι ευεργεσίαν μεγάλην·| οι δε ειπούν να πολεμούν, συγχώρησιν ουκ έχουν Χρον. Μορ. P 1495· Ο Ιμπέριος ως φρόνιμος και τας Γραφάς νοούντα| δίδει τον πάλι η βουλή να υπά προς τους γονείς του,| να πάρει και συγχώρησιν πατρός του και μητρός του Ιμπ. 486· (σε στερεότυπη διατύπωση συχνή στις διαθήκες): αφίημι πάσι τοις χριστιανοίς την κατά Χριστόν συγχώρησιν Διαθ. Ντεφαΐτζ. 77· αφίει πασών των ορθοδόξων χριστιανών τελείαν συγχώρησιν, την αυτήν δε και αυτή παρ’ αυτών ζητεί Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 16410· β) άφεση αμαρτιών: αυτούνος (ενν. ο Λάμεχ) έδειξε την πρώτην εξαγορίαν| και από Θεού συγχώρησιν έλαβε σωτηρίαν Χούμνου, Κοσμογ. 280· κράζει τον αρχιερέα ... και εξομολογείται τα αμαρτήματα απού είχεν και ζητά συγχώρησιν Μορεζ., Κλίνη φ. 453r· (εδώ πιθ. προκ. για την εξομολόγηση ή τον εξομολόγο): εσώθην ηγουμένη,| συγχώρησην εκάλεσε, και τότες αποθαίνει Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) E 1052.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης