Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 27 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Διαθ. Θεοδ. Σαρ.

  • βαλτώδης,
    επίθ., Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 32, Έκθ. χρον. 7423.
    Από το ουσ. βάλτος και την κατάλ. ‑ώδης. Η λ. ήδη στον Πορφυρογ., Προς Ρωμαν. 28, 4.
    Ελώδης (Η σημασ. ήδη στον Πορφυρογ., Προς Ρωμαν. 28, 4, και σήμ.· βλ. και ΙΛ, ό.π.): έφυγον εν τοις όρεσι και βαλτώδεσι τόποις Έκθ. χρον. 7423.
       
  • βρεβιοεπιτελεύτιος,
    επίθ., Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 25144.
    Από το ουσ. βρέβιον και το επίθ. επιτελεύτιος.
    Έκφρ.: βρεβιοεπιτελεύτιον γράμμα = διαθήκη: συνετάξαμεν διά του παρόντος μου βρεβιοεπιτελευτίου γράμματος περί της μονής Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 25144.
       
  • βρέβιον
    το, Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 27189, 193, Έγγρ. του 1370 (Θεοχ., Μακεδονικά 5, 1963, 14422), Γράμματα Μετεώρ. 44.
    Από το λατ. brevis (Βλ. L‑S). Η λ. σε επιγρ. του 4. αι. (L‑S).
    1) α) Κατάλογος απογραφής κινητών και ακινήτων εκκλησίας ή μονής (Για τη σημασ. βλ. Δημητράκ. στη λ. 2 και Καραγ., Βυζ. διπλ. 215): τούτο δε ισχύειν εθέλω και ως βρέβιον και ως κωδίκελλος Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 27193· β) κατάλογος ονομάτων δωρητών εκκλησίας ή μονής (Για τη σημασ. βλ. Δημητράκ. στη λ. 2): το μεν εμόν όνομα και του αυταδέλφου μου ... καταγραφώσι<ν> εν τῳ σεπτῴ βρεβίῳ της μονής Έγγρ. του 1370. 2) Η λ. ως επίθ.: (προκ. για γράμμα) που αποτελεί κατάλογο: εις εναντίωσιν του παρόντος διαθηκώου και βρεβίου μου γράμματος Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 27189.
       
  • δακτυλίδι(ον) και δακτυλίδιν
    το, Προδρ. I 51, Διγ. (Trapp) Gr. 1315, Διγ. Z 858, 1752, Διγ. (Trapp) Esc. 465, 467, Πόλ. Τρωάδ. 262, Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 20, Φλώρ. 272, 1187, 1768, Ερωτοπ. 355, Λίβ. P 1612, 1951, Λίβ. Sc. 747, 1684, Λίβ. Esc. 1839, 3704, Λίβ. N 1640, 2518, Ιμπ. 295, Rechenb. 381, Θησ. Θ΄ [705], ΙΑ΄ [452], ΙΒ΄ [624], Ριμ. κόρ. 684, 757, Ιμπ. (Legr.) 370, Φαλιέρ., Λόγ. 329, Σοφιαν., Παιδαγ. 120, Δεφ., Λόγ. 489, Χρον. σουλτ. 7623, Ερωφ. Α΄ 396, Ιστ. Βλαχ. 1576, Διγ. Άνδρ. 35226, Ερωτόκρ. Ε΄ 523, 545, 581, Στάθ. Α΄ 36, Αγαπητ., Εις αγ. Δέκα 526, Ζήν. Α΄ 74, Μαρκάδ. 43, Διγ. O 1675, 2170· δαχτυλίδι(ον) και δαχτυλίδιν, Χρον. Μορ. H 1866, Βουστρ. 518, Πεντ. Γέν. XLI 42, Γύπ. Πρόλ. Διός 25, Ερωτόκρ. Ε΄ 654, Στάθ. Β΄ 26.
    Το μτγν. ουσ. δακτυλίδιον. Ο τ. δακτυλίδιν και στον Αρέθ., Επιστ. 294. Ο τ. δαχτυλίδι και σήμ. (Δημητράκ.).
    α) Δαχτυλίδι (Η σημασ. στο Du Cange, λ. δακτυλίδι και σήμ., Δημητράκ., λ. δακτυλίδι(ν) 1. Πβ. και τη μτγν. σημασ., L‑S, λ. δακτυλίδιον): με το δακτυλίδι σου το γράμμα βούλλωσέ το Ιστ. Βλαχ. 2176· με δαχτυλίδιον γαρ χρυσόν ευθέως τον ρεβεστίζει Χρον. Μορ. H 1866· το στόμα της μικρόν ώσπερ το δακτυλίδι Θησ. ΙΒ΄ [591β) δαχτυλίδι αρραβώνα, βέρα (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. δακτυλίδι(ν) 1): Ο νιότερος ζητά φιλί κι η κόρη δακτυλίδι Ριμ. κόρ. 580· με δακτυλίδι, ωσά θωρώ, και αυτήνε εχάλασέν τη| κι εδά άλλη ερραβωνιάστηκε και τούτη ήφηκέν τη Στάθ. Β΄ 301.
       
  • διαθηκῴος,
    επίθ., Βυζ. συμβόλ. του 12. αι. (Σάθ., ΜΒ Ϛ́ 63511), Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 27189, Γράμματα Μετεώρ. 25, 26, 36, 37, 83.
    Από το ουσ. διαθήκη και την κατάλ. ‑ῴος.
    Που αναφέρεται στη διαθήκη: διαθηκῴον γράμμα Γράμματα Μετεώρ. 36· Το ταις διαθηκῴαις τηρείν ακριβείαις τοις βιοτικοίς ανειλημμένοις πράγμασιν εφίκεται Βυζ. συμβόλ. του 12. αι. (Σάθ., ΜΒ Ϛ́́ 63511).
       
  • διαλαμβάνω,
    Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 2165, Act. Xér. 2837, Rechenb. 396, Σφρ., Χρον. μ. 1211‑2, 1245, Θησ. (Foll.) I Υπόθ. τίτλ., Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1296, Ιστ. πατρ. 8310, Έγγρ. του 1615 (Ζερβογιάννης, Αμάλθ. 3, 1972, 282), Βακτ. αρχιερ. 139.
    Το αρχ. διαλαμβάνω.
    1) α) Λέγω, αναφέρω (Για τη σημασ. βλ. Δημητράκ. στη λ. 19): ήλθον προς αυτόν και γράμματα από τον σούμπασην Αγγελοκάστρου διαλαμβάνοντα ως «ο αμιράς έχει ορέξεως απελθείν εις εκείνον τις των αρχόντων σου …» Σφρ., Χρον. μ. 1245· β) ορίζω (Βλ. L‑S στη λ. III6 και Δημητράκ. στη λ. 20): ως διαλαμβάνει και το θείον και προσκυνητόν σεπτόν χρυσοβούλλιον Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 2165· γ) περιλαμβάνω, πραγματεύομαι (Για τη σημασ. βλ. L‑S στη λ. III7, καθώς και Δημητράκ. στη λ. 19): Υπόθεσις, το τι διαλαμβάνει το πρώτον βιβλίον Θησ. (Foll.) I Υπόθ. τίτλ. 2) Αναλαμβάνω: την σήμερον θέλω αυτοπροαιρέτως και διαλαμβάνω το άνωθεν χρέος όλον Έγγρ. του 1615 (Ζερβογιάννης, Αμάλθ. 3, 1972, 282).
       
  • δικέλλι(ον)
    το, Act. Xér.21, Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 23· δικέλλιν, Ακ. Σπαν. (Eideneier) D 1661.
    Υποκορ. του αρχ. ουσ. δίκελλα (Ανδρ., Λεξ.). Βλ. και Diethart, Stud. byz. Lexik. 56 και Steiner, Stud. byz. Lexik. 162. Η λ. στο Somav. (λ. δικέλι) και σήμ. (Δημητράκ.).
    Αξίνα, σκαλιστήρι (Η σημασ. στο Somav., λ. δικέλι και σήμ., Δημητράκ.): Είτα διατίθημι τσαπία β΄, δικέλλια β΄, ηνία β΄ μετά κουσπίων Act. Xér.21.
       
  • διρρυτοσυμπροστῴον
    το, Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 2291.
    Από το επίθ. δίρρυτος και το ουσ. συμπροστῴον.
    (Πιθ.) προστῴον με αμφικλινή στέγη: αποκατέστησα (ενν. την μονήν) μετά γε του ανωγαιοκατώγου των ωρείων του μεγάλου διρρυτοσυμπροστῴου Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 2291.
       
  • εισοδοέξοδος
    η, Act. Lavr. 5723, Έγγρ. του 13. αι. (Λάμπρ., ΝΕ 7, 1910, 38), Act. Xén. 4117, Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 2292, Δούκ. 35312.
    Από τα ουσ. είσοδος και έξοδος. Η λ. στον Πορφυρογέννητο (Βλ. Κουκ., ΕΕΒΣ 19, 1949, 90).
    1) Είσοδος και έξοδος (Η σημασ. στον Πορφυρογέννητο (Βλ. Κουκ., ΕΕΒΣ 19, 1949, 90)): Οι δε Ρωμαίοι ιδόντες την εισοδοέξοδον αυτών φανεράν γενομένην και μη δυναμένους εξιέναι έξω της πύλης και αντίστασθαι τοις Τούρκοις εν τῳ εξωκάστρῳ Δούκ. 35312. 2) Έσοδα και έξοδα (Βλ. Du Cange, λ. είσοδος): τα δηλωθέντα χωράφια … συν πάσῃ της εισοδοεξόδου και προνομίας … αφιερούμεν αυτά προς σε Έγγρ. του 13. αι. (Λάμπρ., ΝΕ 7, 1910, 38).
       
  • εκουσιοθελής,
    επίθ., Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 1810.
    Από το επίθ. εκούσιος και το θέλω.
    Θεληματικός: εκουσιοθελεί και αυτοβούλῳ μου γνώμῃ Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 1810.
       
  • επαπολαμβάνω.
    Από την πρόθ. επί και το απολαμβάνω.
    Χαίρομαι με τη σειρά μου, απολαμβάνω: χιλιοπλάσιον την λύπην ή την χαράν μικρόν το κατά μικρόν απολαμβάνοντες εξ αυτών (ενν. των παίδων), ελπίδα και μόνην την μίαν θέμενοι, εις ην ηξιώθημεν τάχα άνδρα συνάψαι και τελείαν δεσπότιν και αξίαν οικοκυρίαν και παίδων επαπολαμβάνουσ(αν) ενορώντες Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 1924.
       
  • εσωκήπιον
    το, Act. Esph. 842, 58, 59, 1412, 15100, Act. Xér. 18DII44.
    Από το ουσ. εσώκηπος και την κατάλ. ‑ιον.
    Περιφραγμένος κήπος, περιβόλι: αμπέλ. μοδ. β΄, εσωκήπιον μοδ. α΄ και γην μοδ. ς΄ Act. Xér. 18DII22· αποδίδωμι και την ετέραν αυλήν μου συν τῳ εσωκηπίῳ Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 2297.
       
  • ζευγάριο(ν)
    το, Act. Lavr. 6028, Act. Esph. 71, 86, 1417, 1512, 168, 274, Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 2182, Σιγιλλ. Κωνστ. Μακρ. 3242, Έγγρ. του 1356 (Θεοχαρίδης Γ., Μακεδ. 5, 1961/63,135), Act. Xér. 18A5, 2827, 36, Καραβ. 4947, Βακτ. αρχιερ. 176· ζευγάρι(ν), Διγ. A 1970, Μαχ. 3223, Σαχλ., Αφήγ. 127, 153, Ιμπ. (Legr.) 1000, Ροδολ. Β΄ [348], Τζάνε, Κρ. πόλ. 18711, 36925.
    Το αρχ. ουσ. ζευγάριον. Η λ. και σήμ.
    1) (Προκ. για πρόσ. ή αντικ.) ζευγάρι: υπομανίκια ζευγάρια γ’ Έγγρ. του 13. αι. (Λάμπρ., ΝΕ 7, 1910, 40)· Σεβαστινός και Ουρβίκιος, διαβόλου το ζευγάρι Ζήν. Β΄ 99. 2) Αντρόγυνο: θλίψιν, πικρίαν περισσήν είχασιν το ζευγάρι Ιμπ. (Legr.) 303· στέκανε αγκαλιαστά σαν να ’τανε ζευγάρι Δεφ., Σωσ. 154. 3) Ζεύγος από βόδια για την καλλιέργεια της γης: άνθρωπον εύρε κάμνοντα την γην με το ζευγάριν Καλλίμ. 1486· βόδια οπού είχαν ζεμένα και έκαναν ζευγάρι Διήγ. πανωφ. 60. 4) Έκταση γης που μπορεί να οργωθεί από ένα ζευγάρι βοδιών μέσα σε ένα χρονικό διάστημα (Βλ. Πετρόπ., ΕΛΑ 7,1952, 91): Μετά δε την εμήν τελευτήν οφείλουσι λαβείν άπαν το εισόδημα της κατασποράς των ζευγαρίων μου και αυτά πάντα δη τα ζευγάρια και τα παλαιοχώρια Act. Xér. 2837.
       
  • ζευγηλατείον
    το, Act. Esph. 75‑6, 15, Act. Xér. 18DI28, 2513, Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 2062, 2167, 68, Σημ. Δωρ. Τζυκ. 4899· ζευγαλατείον.
    Από το ουσ. ζευγηλάτης και την καταλ. ‑είον. Η λ. και τ. ζευγαλάτιον στο Du Cange (λ. ζευγαλάτης). Τ. ζευγολατειό και σήμ. (Δημητράκ., λ. ζευγολατειό).
    Χωράφι καλλιεργήσιμο ή καλλιεργημένο: κάτωθεν της αυτής πόλεως υπό το αυτό μετόχιον ζευγηλατεία δύο, του Κομανίτζη και το Μακροχώριον λεγάμενα Σιγιλλ. Κωνστ. Μακρ. 318· όσοι επικρατώσι κτήματα ή ζευγαλατεία Ψευδο-Σφρ. 54213.
       
  • κομβί(ο)ν
    το, Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 2023· κομπί, Ερωφ. Ιντ. β΄ 77, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [1052], Β΄ [754]· κομπί(ν), Διγ. (Trapp) Esc. 1425, Φαλιέρ., Ιστ.2 89, Πεντ. Έξ. XXVI 6, 33, XXXVI 13, XXXIX 33· κομπί(ο)ν, Διγ. Άνδρ. 3476· κουμπί· κουμπίον, Μπερτολδίνος 107.
    Από το ουσ. κόμβος (Lampe, Lex.) και την κατάλ. ‑ίον. Η λ. το 12. αι. (Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Α΄ 112) και σε σχόλ. (L‑S). Ο τ. κομπί στην Κρήτη (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Δ΄ 619, λ. κοbi). Ο τ. κουμπί και σήμ.
    1) α) Κουμπί: τα κομπία έστραπτον εκ καθαρού χρυσίου Διγ. Z 1511· τρανά μαργαριτάρια είχεν αντί κομβίων Διγ. (Trapp) Gr. 1175· β) αγκύλη: να κάμεις κομπιά χαρκά πενήντα και να φέρεις τα κομπιά εις τις θηλές και να κολλήσεις την τέντα Πεντ. Έξ. XXVI 11. 2) Κάλυκας, μπουμπούκι: τ’ όμορφο ρόδο, απού ’ναι| στο πράσινόν του το κουμπί χωσμένο,| ξυπνά και ξεφουντώνει Πιστ. βοσκ. I 4, 248.
       
  • κούκουμος
    ο.
    Το μτγν. ουσ. κούκουμος (L‑S, λ. κούκκουμα).
    Χάλκινο μαγειρικό σκεύος (Για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Β2 100 και Ε΄ 162, 182): πυροστίαι τέσσαρες, κούκουμοι δύο μεγάλοι, οινοχεία χαλκά τρία ... έστωσαν της μονής Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 23108.
       
  • κρωντήρι
    το, Ιστ. Βλαχ. 739· κρυωντήρι(ο)ν, Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 23109, Metrol. 13820· Ημερολ. 125· κρωτήρι, Ζήν. Πρόλ. 178.
    Από το ουσ. κρυωτήριον, που απ. στον Ψευδο-Κωδ., Οφφικ. 28727 (Βλ. και Steph., Θησ., λ. κρυωτήριον). Για την ετυμ. βλ. Ανδρ., Λεξ., λ. κροντήρι και Κουκ., ΒΒΠ Ε΄ 164. Η λ. και οι τ. κρεντήρι και κρυωντήρι στο Somav. Οι τ. κρεντήρι (Παπαδ. Α., Λεξ. και Πετρόπ., ΕΛΑ 7, 1952 <1953 >, 80-1) και κρυωντάρι (Κουκ., ΒΒΠ Ε΄164) και σήμ. ιδιωμ.
    Πήλινο ή μεταλλικό αγγείο που κρυώνει το περιεχόμενό του (βλ. Μπακιρτζής, Βυζ. Τσουκαλολάγηνα 247): σκεύη χρυσά και αργυρά και περισσά κρωντήρια| γεμάτα οίνον Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1852.
       
  • μαγνάδιον
    το, Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 2057· μαγνάδι, Διγ. A 2987· μαγνάδιν, Λίβ. Sc. 1189, 1915, 2488, 2532, Λίβ. Esc. 3074, 3699, Λίβ. N 2024, 2744 (έκδ. μαγκνάδιν· πιθ. από παραδρομή), 3103 (έκδ. μαγκνάδιν· πιθ. από παραδρομή).
    Από το επίθ. μανός και την κατάλ. ‑άδι με ανάπτυξη γ πριν από το ν (Βλ. Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 157· πβ. και Κουκ., Αθ. 56, 1952, 321 και Θαβώρ., Ουσιαστ. 72). Κατά Φιλ., Γλωσσογν. Β΄ 74 (βλ. και Ανδρ., Λεξ.) από το ουσ. *αγνάδι (<αγανόν) με επίδρ. του ουσ. μαντήλι. Η λ. σε έγγρ. του 13. αι. (Act. Xér. 9Al6, 9Β24).
    Πέπλο: επάνω εις το κεφάλιν της μαύρον μαγνάδιν είχεν Λόγ. παρηγ. O 608· Ευθύς φρουντζάτον και νερόν ευρέθηκεν και τρέχει| και γύρωθεν ενγενικόν μαγνάδιν ως κουρτίναν Καλλίμ. 1878.
       
  • μυλών
    ο, Μαλαξός, Νομοκ. 396· μύλων, Κυνοσ. 59422, Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 2285, 86, 87, Διαθ. Αγ. Γεωργ. Μαγγ. 47· μύλωνας, Γράμματα Μετεώρ. 4421.
    Το αρχ. ουσ. μυλών. Ο τ. μύλων, με αναβιβ. του τόνου, ήδη στον Αριστοτέλη (Steph., Θησ.)· πβ. όμως και Henrich, Κλητ.-γεν. σε -ο 9. Η λ. και ο τ. πολλ. σε μοναστηριακά έγγρ. (Braat, Trav. et Mém. 9, 1985, 391, Act. Saint-Pantél. 913, 14, 17, Act. Doch. 818, κ.π.α.).
    To κτίσμα όπου στεγάζεται και λειτουργεί ο μύλος· μύλος: Μαλαξός, Νομοκ. 396· ανήγειραν οι μοναχοί τον μύλωνα Γράμματα Μετεώρ. 4411.
       
  • ολόβηρος,
    επίθ., Διγ. Z 3357, Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 2057.
    Από το επίθ. όλος και το ουσ. βήρος (< λατ. verus) (Βλ. και Mihăescu, RES-EE 19, 1981, 426-7, Grégoire, AIPhOS 12, 1952, 648-9 και Κουκ., ΒΒΠ Β́2 40 και Ϛ́ 281). Ουδ. ολόβηρον το τον 6. αι. (L-S). Θηλ. αλαβέρα η σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ. και ΙΛ).
    (Προκ. για ύφασμα) που είναι βαμμένος με γνήσια, αληθινή πορφύρα, ολοπόρφυρος (Για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Β́2 40 και Ϛ͵ 281 και Ν. Eideneier, Ελλην. 23, 1970, 315): εφόρει (ενν. η Μαξιμού) επιλώρικον ολόβηρον, καστόριν,| φακεολίτσιν πράσινον, χρυσόν ρεραντισμένον Διγ. (Trapp) Gr. 3069.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης