Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Διαθ. Δροσ. Μαλαχ.

  • παρακαλώ,
    Ασσίζ. 31028, 31312, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1054, 1140, 1352, 1562, Χρον. Μορ. H 708, Χρον. Μορ. P 213, 3335, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 771, Ερωτοπ. 431, Απολλών. 332, 503, 551, Λίβ. P 1540, 2809, Λίβ. Esc. 1650, Λίβ. N 3051, Αχιλλ. L 842, Ιμπ. 60, 402, 867, 873, Μαχ. 2014‑5, 327, 2006, 2125, 2562, Απόκοπ.2 146, Σοφιαν., Παιδαγ. 102, Πεντ. Γέν. XXIII 8, Δευτ. III 23, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1271, Πανώρ. Ά́ 304, Β́ 449, Γ́ 515, Δ́ 89, 439, Έ́ 339, Ιστ. Βλαχ. 1352, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1714, Στάθ. (Martini) Γ́ 117, 442, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 58, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [385], Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18225, κ.π.α.· παρεκαλώ, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 468, Χρον. Μορ. P 7902, Λίβ. (Lamb.) N 416, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2592, 2644, Συναξ. γυν. 440, Κορων., Μπούας 23, Μικρ. διηγ. (Zimbone) II 29· περικαλώ, Πανώρ. Δ́ 439 κριτ. υπ., Σουμμ., Ρεμπελ. 174, 182· μτχ. παρκ. παρακαλεμένος, Διαθ. Δροσ. Μαλαχ. 5115‑16· παρακαλεσμένος, Μπερτόλδος 82, Μπερτολδίνος 52.
    Το αρχ. παρακαλέω. Ο τ. περικαλώ στον Κατσαΐτ., Ιφ. Β́ 201, 221, σε έγγρ. του 18. αι. (Τουρτόγλου, ΕΚΕΙΕΔ 22, 1977, 12, Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 409, κ.α.) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., στη λ., κ.α.). Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων., στη λ., κ.α.). Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Απευθύνομαι παρακλητικά σε κάπ., παρακαλώ κάπ.: τότε πάγει σιμά εις το σπήλαιο η Φροσύνη και λέγει παρακαλώντας τη νεράιδα Πανώρ. Δ́ μετά στ. 168· β) απευθύνομαι ικετευτικά σε κάπ., θερμοπαρακαλώ κάπ.: και πέσ’ εις γην ομπρός του| και από καρδιάς σου στρίγγισε και παρακάλεσέ τον Λίβ. (Lamb.) N 264· κλαίγει η Φροσύνη, δέρνεται, το ρήγα επαρακάλει| τη θυγατέρα στη φλακήν άδικα μην τη βάλει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́́ 525· να κλίνουν τα κεφάλια τους (ενν. οι χριστιανοί), να τους παρακαλούσι (ενν. τους Τούρκους) Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 23121· (εδώ προκ. για το Θεό): φίλιε τη γη γονατιστός, τον πλάστη παρακάλει,| π’ όρισε κι εμετάθεσε τέτοια θυσία μεγάλη Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 977· υπήγαν εις την εκκλησίαν τους εις τον θεόν τους ... και επαρακάλεσαν αυτόν να τους ομολογήσει την άπασαν αλήθειαν Διήγ. Αλ. V 24· γ) (παρενθετικά για έμφαση): μηδείς, παρακαλώ, ψευδή είναι νομίσει| ταύτην, ήν διηγήσομαι, του λόγου ευφημίαν Διγ. Z 1330· παρακαλώ, βοηθήσετε όλοι να κλαύσομεν το καλόν οπού εστερηθήκαμεν Χίκα, Μονωδ. 139. 2) Ορίζω κ.: γράφει και λέγει, σφαλερώς παρακαλεί τοιούτο:| «όστις τον Απολλώνιον ζωντανόν να τον ύπα| να έχει πενήντα χρύσινα κι αγάπην Αντιόχου ...» Απολλών. 104. 3) Εύχομαι κ.: υιέ μου, θάνατον τινός μη τον παρακαλέσεις Διδ. Σολ. Ρ 70· Φροσύνη, εγώ παρακαλώ τέτοιο γαμπρό να κάμω Πανώρ. Γ́ 361. 4) Ενθαρρύνω κάπ. σε κ., παρακινώ, παροτρύνω: τους ενουθέτα (ενν. ο βασιλεύς) και επαρακάλιέ τους να σπουδάζουν (ενν. οι τεχνίτες και οι κτιστάδες) το έργο τους Hagia Sophia ω 5185‑6· ο δε Έκτωρ ... περιέρχετο την τάφρον| και παρακαλεί τους Τρώες ταύτην διά να περάσουν Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΓ́ [9]. 5) Εγκρίνω κ.: θέλει και λαουντάρει και παρακαλεί (ενν. η νύμφη) το παρόν, ως άνωθεν Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 4421· παρακαλεί (ενν. η νύμφη) το ... προυκοχάρτι και είναι πολλά κοντέντα Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 31512. 6) (Νομ.) καλώ κάπ. ως μάρτυρα σε συμβολαιογραφική πράξη: έμπροσθεν εμού του δημοσίου νοταρίου και μαρτύρων των κάτωθεν ονοματισμένων, επί τούτον κληθέντων και παρακληθέντων Μαχ. 50432‑33· εγώ ... μάρτυρας παρακαλεμένος εις τα άνωθεν ... υπέγραψα Διαθ. Δροσ. Μαλαχ. 5115‑16. Β́ Αμτβ. 1) Ζητώ, παρακαλώ επίμονα· ικετεύω: τι παρακαλείς, Αχίλλη;| Της φυλής των αλαζόνων| έστιν ο ανήρ εκείνος·| μάλλον πλείον τον εποίκες| εις αλαζονείαν τώρα Ερμον. Ξ 84· οι άθλιοι, οι ελενοί, οι δύστυχοι πολίτες| εστέκασιν και έκλαιαν, πάλε παρεκαλούσαν Θρ. Κων/π. (Mich.) 109. 2) Προσεύχομαι: σκύπτω και γονατίζω.| Και αφόν επαρεκάλεσα κι εγέρθηκα κι εστάθην Νεκρ. βασιλ. 21· προσκυνούν (ενν. οι καλογέροι) ασπάζοντες τον σεβάσμιον τόπον| της Βάτου και παρακαλούν υπέρ πάντων ανθρώπων Παϊσ., Ιστ. Σινά 866. II. Μέσ. 1) Παρακαλώ, ικετεύω κάπ.· (εδώ προκ. για το Θεό): στέκεται γυμνοκέφαλος, Θεόν παρακαλείται,| διά την σωτηρίαν σου θερμώς επιμελείται Ιστ. Βλαχ. 1715. 2) Ευαρεστούμαι: και άμποτε να παρακληθεί (ενν. η Μαξιμού) και να μας επακούσει Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1353· ειδέ ου παρακληθεί ο Θεός και θέλει να αποθάνω Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1801.
       
  • ρέστο (I)
    το, Μαχ. 4785, Διαθ. Δροσ. Μαλαχ. 517· ρέστον, Κυπρ. χφ. 162· ρέστος, Ολόκαλος 3157, 3314, 5412, 12821, 13329, 2491, 3, Διαθ. Ντεφαΐτζ. 77, Μορεζίν., Διαθ. 483, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1611, 3314, Σεβήρ., Διαθ. 19033, Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 6β, Διαθ. 17. αι. 1173.
    Από το βενετ. - ιταλ. resto ή το προβηγκ. resto (Χατζ., Μεσ. Κύπρ. 291). Ο τ. ρέστον (στο LBG) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.). Ο τ. ρέστος (από τη λ. με αλλαγή γένους) και σήμ. ιδιωμ. (Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., λ. ρεστάρω). Η λ. σε έγγρ. του 18. αι. (Σταμούλη, Μεσ. Ν. Ελλ. 6, 2000, 366) και σήμ. ιδιωμ. (Κασιμάτης, Βενετ. γλωσσ. στοιχ. Κυθήρ., Τσιτσέλη, Κεφαλλ. Σύμμ. 592). Πβ. σήμ. και λ. ρέστος, επίθ. και ρέστα, τα.
    Το υπόλοιπο που απομένει ή οφείλεται· εδώ προκ. για ποσότητα ενός προϊόντος, για χρηματικό ποσό, για χρέος ή προίκα - κληροδότημα: απού το ... στάρι απομένει ρέστος α ραζόν του ποτέ μαστρο-Νικόλα μουζούρια ή Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 2217· δίδει του τα τορνέσια ..., υπέρπυρα μ́, τα οποία επαράλαβεν ... μέσα εισέ τσικίνι ά και το ρέστος κατρίνια, και όλο πληρώθη Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1210‑11· θέλει γράψει αποκάτω εις το άνωθε σκρίττο εκείνο οπού θέλει πάρει και το ρέστος θέλει πλερωθεί απού το ρεζίντουό μου Διαθ. 17. αι. 1041· δίδει οδιά ρέστος τό ρεστάρει ο κυρ Ιωάννης Λουρέας της θυγατέρας του ... από το προικίον της ελές ρίζες στ́ Ολόκαλος Β 29· (συνεκδ.) η αποπληρωμή, υπόλοιπο πληρωμής: έδωκα διά ρέστον του κρασίου οπού επήρα ... τσεκίνια 5 Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 5.
       
  • τεσταμέντο
    το, Γράμμα κρ. διαλ. 7, Διαθ. Δροσ. Μαλαχ. 51, Ολόκαλος 1819, Σεβήρ., Σημειώμ. 2, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 614, 1414, 1186, κ.α., Διαθ. 17. αι. 113, 14‑15, 16, 28, 31‑32, 35, 312, 14, 140, 86, 109, 132 κ.α.· ντεσταμέντο, Διαθ. 17. αι. 6102, 129, 7205206.
    Από το ιταλ.-βενετ. testamento (Battaglia, λ. testamento2, Cortelazzo, Diz. ven.). Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β́́, Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.)· βλ. και LBG (λ. τεσταμέντον).
    Διαθήκη: έστοντας και να έχει αφητά ο ποτέ κυρ Γεωργηλάς, αδερφός του άνωθεν μισσέρ Τζουάνε, ως λέσι και φαίνεται με τεσταμέντο, υπέρπυρα σ́́, ήγου διακόσα, τση κερά Εργίνας Βλαστοπούλας και χήρα του ποτέ κυρ Νικολό Βαρούχα Ανέστο Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1013-4· τση κερά Κορναρόλας Μπονοπούλας σιμά εις εκείνο οπού τση αφήνω στο τεσταμέντο μου (ενν. τση αφήνω) και πενήντα μουζούρια στάρι στα αλώνια τα πρώτα ερχόμενα Διαθ. 17. αι. 824.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης