Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 6 εγγραφές  [0-6]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Διαθ. Βοϊλά

  • ξόμπλι
    το, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 957, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 135, Θησ. ΙΆ́ [914], Δεφ., Λόγ. 268, Πανώρ. Β́ 462, Γ΄ 481, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. Χάρ. 60, 116, Ά́ 450, Γ́ 288, Κατζ. Γ́ 168, Πιστ. βοσκ. V 5, 399, Φαλλίδ. 139, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 13, 637, 644, 2022, Γ́ 806, 1583, Έ́ 665, Θυσ.2 963, Στάθ. (Martini) Ιντ. ά́ 36, Ιντ. β́ 68, Γ́ 407, Ροδολ. (Αποσκ.) Πρόλ. Μελλ. 12, Έ́ 212, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [357], Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 78, 619, Ζήν. Ά́ 300, κ.α.· εξέμπλιον, Διαθ. Βοϊλά 24143· εξόμπλι, Ασσίζ. 27428· εξόμπλιν, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 338· εξόμπλιον, Χριστ. διδασκ. 473· εξόμπλι(ο)ν, Διήγ. Βελ. χ 500· ξάμπλιν, Κυπρ. χφ. 160· ξόμπλιν, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 909, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 164, Μαχ. 57213, Άνθ. χαρ. 29626, 29821, Κυπρ. χφ. 160, Πανώρ. Γ́ 147, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 222, Παλαμήδ., Βοηβ. 746, Ξόμπλιν φ. 130r· οξόμπλιν, Μαχ. 7236. Ξόμπλιν φ. 137v, 138v.
    Από το μτγν. ουσ. έξομπλον < λατ. exemplum (Βλ. Ανδρ., Λεξ. στη λ.). Για την τροπή του -έ- σε -ό- βλ. Triand., Lehnw. 9 = Τριαντ., Άπ. Ά 333. Για το αρκτικό ο του τ. οξόμπλιν βλ. Meyer, Γλωσσ. πραγμ. Κύπρ. 109. Ο τ. εξόμπλι(ν) σε έγγρ. του 1688 (Βαγιακ., ΕΚΕΙΕΔ 5, 1954, 72) και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Meyer, NS III 49-50). Ο τ. ξόμπλιν στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 638], Φαρμακ., Γλωσσάρ. 85 και 412, Παπαδ. Α., Λεξ., λ. εξόμπλιν). Τ. ξόμπλιο στη Ζάκυνθο (Κονόμ., Ζακυθ. λεξιλ., λ. ξομπλιάζω). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    1) α) Παράδειγμα, δείγμα: έχομεν πολλά ξόμπλια στην οικουμένη| αυθεντάδων και στρατηγών οπού ʼναι ακουσμένοι Παλαμήδ., Βοηβ. Εισαγ. 27· Λοιπόν τον Έρωτα αν κι αυτή να τη γελάσει αφήκε,| που ’ναι δεκατριώ χρονώ ... (παραλ. 2 στ.), μην την καταδικάσομε, μα ας τηνε λυπηθούμε,| γιατί σε νιες, γιατί σε γρες ξόμπλια πολλά θωρούμε Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1612· εσύ μιας πίστης| αληθινής σημάδι| κι ενούς μεγάλου πόθου ξόμπλι ομάδι Πιστ. βοσκ. V 3, 59· β) παράδειγμα προκ. για περιγραφή, επιβε­βαίωση, απόδειξη: Μα ʼναι φωτιά όνταν αγαπά κιανείς κι αυτός μισάται (παραλ. 1 στ.). Κι α Θες με ξόμπλι να το δεις, στράφου και δες εμένα| πόσες φωτιές τα μέλη μου καίσινε τα καημένα Πανώρ. Β́ 359· ξένα ξόμπλια δε θα πω, μάλλιος με τα δικά σου,| αναθυμώντας μέσα μου τα τόσα βάσανά σου,| πιάνω πολλούς λογαριασμούς Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 453· άρχισα να παρηγορού του φίλου τως την πρίκα| και ξόμπλια μυριαρίφνητα πολλά ’μορφα του λέσι,| καταδικάζουσί τονε, να βλέπεται μη φταίσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 731· (συχνά με τα ρ. δείχνω, παίρνω, φέρνω· πβ. σημερ. παίρνω (για) παράδειγμα): σώπασε το διάταμα, τα ξόμπλια οπού μου δείχνεις,| γιατί τα λόγια που μιλείς στον άνεμο τα ρίχνεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 517· ιδές τα έργα των γονέων κι όλην την πολιτείαν| κι έπαρε ξόμπλι απ’ αυτούς ως για την κορασίαν Δεφ., Λόγ. 292· ήφερνε (ενν. ο Πεζόστρατος) ξόμπλια απόμακρα, πράματα περασμένα| και καταπώς του σάζασι τα ’λεγεν έναν ένα.| Με τούτες τες παραβολές αγάλια αγάλια σώνει| εις το σημάδι το μακρύ κι ήρχισε να ξαμώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 911. 2) Κ. ανάλογο ή παρόμοιο μ’ αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: Ω χάρη δίχως ξόμπλι,| ω λύπηση μεγάλη των θεών μας Πιστ. βοσκ. V 6, 287. 3) (Εδώ προκ. για τη θυσία που γίνεται σε ανάμνηση της Εξόδου των Εραίων): είπ’ ο Θεός να πιάσουν| τα ζα τως τα πρωτότοκα να του τα θυσιάσουν,| εξόμπλιν της ενθύμησης διά την ελευθεριάν τως Χούμνου, Κοσμογ. 2467. 4) α) Παράδειγμα προς μίμηση, πρότυπο, υπόδειγμα: το έπαινός του και η καλή του ακουγή να γίνεται εξόμπλι εις πάντας, καλόν ποιείν πάντας εκείνους οπού ένι υπό την εξουσίαν τον Ασσίζ. 27428· ας μηδέν μιμηθούμεν| εκείνους τους ανάξιους, ...| μόνον κείνους τους ακουστούς το αίμαν τως που χύσαν| όλοι για την πατρίδαν τως κι εμάς ξόμπλιν αφήσαν Παλαμήδ., Βοηβ. 92· να σε πάρω συντροφιά, να δεις πώς θυσιάζω,| να πάρεις ξόμπλι από με, να διάζεις τά διάζω Θυσ.2 560· όσοι είναι της εκκλησιαστικής τάξεως, του λόγου τους θέλουσι δείχνει παράδειγμα του ποιμνίου τους και εξόμπλιον Χριστ. διδασκ. 473· β) (αναφορ. με πρόσ. ως αντικείμενα μίμησης): κρατείς σ’ όλους κοινή κι ίσα τη δικιοσύνη| κι είσαι το ξόμπλι της τιμής Στάθ. (Martini) Ιντ. β́ 9· Κόρη μου ευγενικότατη, του δάσου στολισίδι, ξόμπλι της καλοριζικιάς, τσ’ ανάπαψης παιγνίδι Ιντ. κρ. θεάτρ. δ́ 34· Εγίνης των αμαρτωλών το εξόμπλιν και καθρίπτης,| διότ’ εις τες αμαρτίες σου ουδεποσώς εκρύπτης Σκλέντζα, Ποιήμ. 1211· γ) περίπτωση άξια προσοχής προς νουθεσία: ο άνθρωπος ...| θωρώντα ξόμπλια των αρχιών πρέπει του να νοήσει| την στράταν την ορδινιαστήν ογιά να μη σκοντάψει| και πέσει μέσα στην ιστιάν κι η λάβρα τονε κάψει Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 140· Αφήνω ξόμπλια αμέτρητα …| … σαν ειν’ τ’ Αλέξανδρου, τ’ Αλκείδη, …| … κι έρχομαι εις νιοι, απού επέσα| σε βρόχια αγάπης βασιλιοί και δεν εξεμπερδέσα Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 347· Τούτα τα ξόμπλια φέγγουσι του καθενός να βλέπει,| να ζει στον κόσμο, να περνά μ’ ειρήνη και μ’ αγάπη Δεφ., Λόγ. 263· δ) πάθημα που μπορεί να χρησιμεύσει ως μάθημα, παράδειγμα προς αποφυγήν: Ω ποθητοί απονήρευτοι, σήμερον απ’ εμένα| λάβετε ξόμπλι, μάθετε εις τά μου ʼχει καμωμένα| και μηδέν κάμετε ποτέ είδωλον της καρδιάς σας| το πρόσωπον μιας γυναικός Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [1240]· Έρωτα, με το ξόμπλι μου μηδένας μην ελπίζει| πολύ καιρό πασίχαρος μετά σου να γυρίζει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 227· ο σκλαβωμός κι η μοίρα μου κι ετούτη η δόλια χώρα| ξόμπλι ας γενούν παντοτινά του λογισμού σου τώρα,| για να μην είσ’ αλύπητος ατούς έπιασες στη μάχη,| γιατί τό μὄλαχεν εμέ μπορεί κι εσένα λάχει Ερωφ. Ιντ. δ́ 102· ε) (προκ. για τιμωρία που γίνεται για παραδειγματισμό των άλλων): συντροφιαστούς στον Άδη| ... εβάλθηκα τώρα να τουσε πέψω| και με το ξόμπλι ετουτουνών τους άλλους να φρονέφω Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά́ 182· να μηδέν μείνει η αφορμή των παιδιών χωρίς να παιδευτούν, να δώσει ξόμπλιν ο ρήγας να μεν αποτορμούν οι λας να φεύγουν Μαχ. 7629. 5) Σημάδι, ένδειξη, απόδειξη: Τη μάννα και τον κύρη σου η Αρετή λυπάται,| γιαύτος το σφάλμα οπού ’καμες για δα δε ’μολογάται (παραλ. 2 στ.), μ’ αν είν’ και δει από λόγον σου ξόμπλι κιανέναν άλλο,| το φανερώνει του κυρού, κάτεχε, για μεγάλο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1989· ολημερίς κι οληνυκτίς τρομάσσει και φοβάται (ενν. ο Ρωτόκριτος)| και πάντα ξόμπλιν εγνοιανό στήν αγαπά γυρεύγει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 745· εγνώρισέ το φανερά πως δεν τον απαρνάται,| ξόμπλι μεγάλον ήδειξε εκεί όπου τυραννάται Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 818. 6) α) Διακοσμητικό θέμα κεντήματος: ώρες ψιλότητες ξομπλιών εγάζωνεν η κόρη| κι ώρες βιβλία τω φρόνιμων εδιάβαζε κι εθώρει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 633· ένα ζευγάρι σεντόνια καινούργια με τα ξόμπλια και άλλο με τα πλεκτά Διαθ. 17. αι. 10121· β) (συνεκδ.) η εργασία του κεντήματος: Το διάβασμαν εσκόλασε (ενν. η Αρετούσα), το ξόμπλι δεν τσ’ αρέσει,| στην παίδα τση δεν ηύρισκε πράμα να τη ’φελέσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 639. 7) Διακοσμητικό στοιχείο, στολίδι, κόσμημα: τον βασιλέαν ετέντωσαν τένταν χρυσήν, ωραίαν,| λιθαρομαργαρίταρα εξόμπλια της τέντας Διήγ. Βελ. χ 500. 8) Σχεδίασμα (Βλ. Κριαράς [Καλλίμ. σ. 261]): Αι δε του κάστρου πύλαι| μέγα τι πράγμα και φρικτόν και κάλλος μετά φόβου:| χρυσός και λιθομάργαροι, πλην των προτιμητέων,| των πολυτίμων, των καλών και των ενδοξοτέρων| και τάξιν επαρμόζουσαν (έκδ. ‑ζουσιν· διόρθ. Χατζηγιακ., Δημώδη Α′ 205) προς είδος εξομπλίου Καλλίμ. 187.
       
  • οκτάηχος
    η, Διαθ. Βοϊλά 25163, Προσκυν. Ιβ. 535 209850· οκτώηχος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 23v, 387r, Προσκυν. Λαύρ. 874 10685, Προσκυν. Κουτλ. 390 14918, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 278779.
    Το θηλ. του επιθ. *οκτάηχος ως ουσ. (Βλ. Θαβώρ., Ουσιαστ. 131, λ. οκτώηχο(ς)). Ο τ. στο Meursius και σήμ. Λ. αντώηγος ή αντώηδος, αφτόηχος και οκτώηχος ο στην Κύπρο (Κιτρομιλίδου, Λαογρ. 33, 1982-4, 233, Φαρμακίδης, Κυπρ. Χρ. 3, 1925, 50 και Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 66). Η λ. στο Lampe, Lex., σε έγγρ. του 1142 (Act. Saint-Pantél. 726) και σήμ.
    Εκκλησιαστικό βιβλίο με οχτώ σειρές τροπαρίων που η καθεμιά ψάλλεται σε διαφορετικό ήχο: αυτού έγραψεν ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός την οκτάηχον και έτερα πολλά Προσκυν. Ολυμπ. 177 9237· έτερα βιβλία η͵, οκτώηχοι ανά δ́ ήχους έχουσαι. Άλλη οκτώηχος κανόνας έχουσα Κώδιξ Βιβλιοθήκης μονής Πάτμου 515.
       
  • ολόγεμος,
    επίθ.· ολόγομος, Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 2051, 52.
    Από το ά́ συνθ. ολο‑ και το γέμω. Η λ., καθώς και τ. ολόγιομος, και σήμ.
    1) α) Εντελώς γεμάτος: ’Κατό πίθους ολόγομους έκαμα να σου στείλω,| να ’μαι στη δουλοσύνη σου και να σε κάμω φίλο Αλεξ. 2175· έτερον (ενν. ζωνάριον) όμοιον αργυροδιάχρυσον, ολόγομον τας φόλας Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 2050· β) (προκ. για το φεγγάρι) ολόγιομος, που βρίσκεται στη φάση της πανσελήνου: όσον γουν γαρ διαφέρει| η ολόγομος σελήνη| των νυκτερινών αστέρων,| τόσον γαρ υπήρχεν αύτη (ενν. η Ελένη)| των γε γυναικών ωραίων (παραλ. 2 στ.), ωραιόκαλλος τα πάντα Ερμον. Β 292· (εδώ σε μεταφ.): ευλογημέν’ η μάννα σου κι ο κύρης σου, Ταρσία,| οπού εποίκαν ήλιον έκλαμπρο ωσάν ημέρα| και φέγγος εξ ανατολών, ολόγομον σελήνην Απολλών. 476. 2) Συμπαγής, «γεμάτος»: το ιερόν και άγιον Ευαγγέλιον χρουσόγραφον διόλου, χρουσάς ιστορίας έχον τους τέσσερεις ευαγγελιστές μετά ολογόμων χουμευτών εξεμπλίων Διαθ. Βοϊλά 24143.
       
  • ολομέταξος,
    επίθ., Διαθ. Βοϊλά 24, Διγ. Άνδρ. 36120.
    Από το ά́ συνθ. ολο‑ και το ουσ. μετάξι. Η λ. και σήμ.
    Κατασκευασμένος ολόκληρος από μετάξι: σόφι ολομέταξον (ενν. δίδει σε) και εύμορφον ατλάζι Αρσ., Κόπ. διατρ. [1156]· χρυσοκόκκινον σκηνήν, ωραίαν, παμμεγέθη,| σχοινία ολομέταξα και αργυροί οι πάλοι Διγ. Z 2226.
       
  • οξύς,
    επίθ., Διαθ. Βοϊλά 24130, Ορνεοσ. αγρ. 53316, Διγ. (Trapp) Gr. 867 (ουδ. οξέον), 1870, Διγ. Z 3357, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1682, 1684, Σπανός (Eideneier) D 593, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 274, Gesprächb. 933, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 535, Αχιλλ. L 253, Αχιλλ. N 336, 1119 (πληθ. ουδ. οξεία), Διήγ. Αγ. Σοφ. 150l2 (πληθ. ουδ. οξεία), 15135, 15629, Πεντ. Έξ. XXV 4, XXVI 1, XXXVI 8, Αρ. IV 13, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 444 (πληθ. ουδ. οξιά), Διγ. Άνδρ. 38734.
    Το αρχ. επίθ. οξύς. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex.). Η λ. και σήμ.
    1) α) Που απολήγει σε μυτερό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός (κυρίως για αντικείμενα από μέταλλο ή και άλλο υλικό): Ιερακοσ. 34518, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 386, Ιερακοσ. 39917· β) (προκ. για σπαθί) κοφτερός: Φλώρ. 530· γ) (προκ. για κλίση δρόμου) απότομος, απόκρημνος: επίασεν οξύν ανήφορον και επεριεπάτει τρεις χρόνους Σπανός (Eideneier) Α 206· (σε παροιμ.) (Βλ. και Πολ. Ν., BZ 7, 1898, 160-1 και ΙΛ, λ. ανέβα το· για σημερ. παροιμ. πβ. Δημητράκ., λ. ανέβα το): τούτο το ανάβα το γοργόν έχει χαι οξύν κατάβαν Γλυκά, Στ. 363. 2) α) Σε μεγάλο βαθμό, έντονος: ορών αυτού το πανούργον ο ηγεμών οξύ και προς τας βουλάς αυστηρόν Δούκ. 2619· β) (προκ. για άνεμο) ισχυρός, σφοδρός, δυνατός: Το μεθόπωρον ανεμώδες και οι άνεμοι οξείς και άτακτοι Ωροσκ. 4123. γ) (προκ. για μυρωδιά) έντονη, δυνατή: Ροδινός (Βαλ.) 116· δ) (προκ. για χρώμα) βαθυπόρφυρος· μοβ (Για τη σημασ. βλ. Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Β́· 37-8, Κουκ., ΒΒΠ Β́2 37 και Καλονάρο [Διγ. A σ. 191 σημ.]): Να εβγάλεις από σκαρλάτο ή οξύ μελάνι Ιατροσ. κώδ. φξγ́·  οξία είχεν το φαρίν του τα ονύχια| και τα κότσια του φαριού με τον χενάν (έκδ. χένναν) βαμμένα Αχιλλ. L 808· το βάφουσιν (ενν. το νήμα) πάσαν λογήν και χρόαν· κόκκινα, μαύρα, κίτρινα, οξέα, γερανάτα Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 486· είδον γυναίκα οξέα ρούχα φορούσαν Καναν. 80 D. 3) (Μεταφ.) που αντιλαμβάνεται γρήγορα, ευφυής, έξυπνος: Καλλίμ. 191, Ροδινός (Βαλ.) 163, Διγ. A 1387, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 300. 4) (Προκ. για κίνηση) γρήγορος, ταχύς· (εδώ μεταφ. προκ. για το λόγο): τον λόγον τον ταχύδρομον, τον θαλασσόπλουν λόγον,| τον πελειάς οξύτερον, τον ωκυπτεροπέτην Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 62. 5) (Προκ. για χρόνο) σύντομος: των εν πολλῴ γαρ χρόνῳ συγχεόμενα πραγμάτων| εις οξύν καιρόν γαρ ταύτα| ου λυσιτελές τε λύειν Ερμον. I 273. Το ουδ. ως ουσ. = ύφασμα πορφυρού χρώματος. (Για τη σημασ. βλ. Sophocl., λ. οξύς 3 και Dawkins [Μαχ. Β́ σ. 258]): δύο κομματία παννίν κοττένον σκαρλάτον, ... οξύν φίνον Μαχ. 22432.
       
  • οπώρα
    η, Καλλίμ. 283, Πωρικ. (Winterwerb) 147 τίτλος, Φαλιέρ., Ιστ.2 743 χφ V κριτ. υπ.· ’πώρα, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 453· υπώρα, Καλλίμ. 283 κριτ. υπ., Διαθ. Βοϊλά 23.
    Το αρχ. ουσ. οπώρα. Για τον τ. υπώρα πβ. Καψ., ΕΕΦΣΠΘ 7, 1957, 329 και Κουγ., Ελλην. 11, 1939, 344-45. Πβ. τα ουδ. ιπώρα και γεπούρα στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. οπώρα τα), καθώς και τα ουδ. ύπουρα και ύπωρα στην Ήπειρο (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Α΄ 409).
    1) α) Φρούτο, οπωρικό: Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 126, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 4214· Πάσαι αι ’πώραι, μάλιστα τα ακρόδρυα, βαλλόμενα εις αγγεία απίσσωτα και επιχεομένης άλμης … διαμένει … τῃ γεύσει ως πρόσφατα Ιατροσόφ. (Oikonomu) 4217· (σε μεταφ.): το περιβόλι τό ’καμες …| … κάμε πόρτα και κλειδίν και κατακλείδωνέ το.| Δεν ξεύρεις ότι ’πώρα ’μαι και πάντες με αγαπούσιν Ερωτοπ. 427· (σε παροιμ. φρ.): την πολλήν ασέλγειαν Σοδόμων και Γομόρρας| αυτός την ανακαίνισεν σαν να ’τρωγαν οπώρας Ιστ. Βλαχ. 2738· β) (περιληπτικά) φρούτα: σπίθες καλές και οψάρια και βενιζούδες άμα| και οπώραν πανεξαίρετην εσύνηθαν εστίειν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 2858 (Δωδώνη 8, 1979, 378). 2) (Σε προσφών. αγαπημένου προσώπου): Ω Λουλουδούσα μου γλυκιά, ω της καρδιάς μου ’πώρα Φαλιέρ., Ιστ.2 743.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης