Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 39 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Διαθ. Αλ.

  • άτακτος,
    επίθ., Σπαν. A 157, 254, Σπαν. B 158, Σπαν. V 159, Κομν., Διδασκ. Δ 199, Σπαν. V Suppl. 8, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 169, 267, Μανασσ., Αρίστ. I ε΄ 50 [= Μανασσ., Αρίστ. (Mazal) 1027], Μανασσ., Χρον. 6154, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 576, Παράφρ. Μανασσ. 312, Ασσίζ. 10528, 17828, Διγ. (Trapp) Gr. 2046, 2731, Διγ. (Trapp) Esc. 1555, Διγ. Z 1772, 2265, 2672, 3273, 4196, Ωροσκ. 4123, Ανακάλ. 47, Θρ. αλ. 24, Μαχ. 1409-10, Σφρ., Χρον. μ. 13225, Διαθ. Αλ. 2551, Ψευδο-Σφρ. 51212, Αχέλ. 2504, Αλφ. καταν. 63, Διγ. Άνδρ. 36215, 3729, 3867, Βακτ. αρχιερ. 213, Λεηλ. Παροικ. Αφ. 10, Τζάνε, Κρ. πόλ. 841.
    Το αρχ. επίθ. άταχτος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. άταχτος).
    1) Ακατάστατος (Πβ. L‑S στη λ. I2,II2· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. άταχτος 1): οι άνεμοι οξείς και άτακτοι Ωροσκ. 4123· ιδών τον τούτων διωγμόν άκαιρον και άπραχτον και άτακτον … επιστρέψας κατ’ αυτών, έτρεψε και εδίωξεν αυτούς Σφρ., Χρον. μ. 13225. 2) Αντικανονικός, παράνομος (Πβ. L‑S στη λ. III): είχεν από τον ρήγα πογέριν να σωρεύγει τους εισσόδους τους άτακτους Μαχ. 1409-10· Νεότης πάσα αληθώς ματαιότης υπάρχει,| οπηνίκα προς ηδονάς εκτείνει τας άτακτους Διγ. (Trapp) Gr. 2046· ουδέν ημπόρεσεν να βαστάξει τοιούτον ριζικόν καλόν και τόσην ευημερίαν της τύχης, αμή ήθελεν να πολεμεί άτακτα έργα Παράφρ. Μανασσ. 312. Βλ. και άθεσμος, άτοπος. 3) Που παραβαίνει κ.: Πάντα όσα διεταξάμην περί τους επιβούλους και άτακτους ανθρώπους Διαθ. Αλ. 2551. 4) Απειθάρχητος (Πβ. L‑S στη λ. III): όταν οι Τούρκοι άτακτοι σαν όρνιθες εμπήκαν| με τους καλούς Χριστιανούς και όλ’ ανακατωθήκαν Αχέλ. 2504· ένα καλόν παιδευτήριον, οπού να παιδεύουσι τους άτακτους τους πταίστας Βακτ. αρχιερ. 213 (βλ. και άπιστος Α1γ). 5) Αναιδής, θρασύς, βίαιος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. άταχτος 3): πώλον παραζηλούντα| και πωλικά σκιρτήματα και λακτισμούς ατάκτους Μανασσ., Χρον. 6154· και θέσει πόδαν άτακτον εις τον εμόν αυχένα·| (εις βασιλέως τράχηλον δεν πρέπει πους ανόμου) Ανακάλ. 47· ως άτακτο στο ύστερο με διώξει η αρχοντιά σου Λεηλ. Παροικ. Αφ. 10· Μη χράσαι λόγον άτακτον ακαίρως, απαιδεύτως Σπαν. (Λάμπρ.) Va 267. Βλ. και αδιάκριτος 2β, αδιάντροπος, αυθάδης, αυθέκαστος 1α. 6) Ληστής, «απελάτης»: να αφανίσει τους ατάκτους εκείνους, οπού εκαταπατούσαν τους τόπους του Διγ. Άνδρ. 36215. Βλ. και αρχιληστής.
       
  • Κούσκος
    ο.
    Από το αφγανικό τοπων. Kushk (Πάπ.-Λαρ., Γεν. Εγκυκλοπ., λ. Κούσκα).
    Που κατοικεί στην περιοχή του ποταμού Κούσκα: υπέταξα ... Κούσκους, Χαζάρους, Βουλγάρους Διαθ. Αλ. 2563.
       
  • Λάκος
    ο.
    Άγν. ετυμ.
    Όνομα. λαού: υπέταξα| πλήθη εθνών …(παραλ. 7 στ.), … Πρίσκους, Λάκους, Πολύποδας … Διαθ. Αλ. 255.
       
  • Λέβεις
    οι.
    Πιθ. σχετ. με το τοπων. Λεβαία (Steph., Θησ.).
    Όνομα λαού: Διαθ. Αλ. 25526.
       
  • Λεβεσεντιανοί
    οι.
    Άγν. ετυμ.
    Όνομα. λαού: Διαθ. Αλ. 25523.
       
  • Λογγοβάρδος
    ο· Λαγγουβάρδος, Μαχ. 205, 4022· Λογγιβάρδος.
    Τ. Λογγίβαρδοι στο Steph., Θησ.
    Ο κάτοικος της Λογγοβαρδίας: Διαθ. Αλ. 23. — Βλ. και ά. Λουμπάρδος.
       
  • Λυκόκρανοι
    οι.
    Πιθ. σχετ. με το εθν. Λυκοκρανίται (Steph., Θησ.).
    Όνομα λαού: υπέταξα … Λυκοκράνους, Κυνοκεφάλους Διαθ. Αλ. 27.
       
  • Λυκομύται
    οι.
    Πιθ. σχετ. με το εθν. Λυκομίδαι (Steph., Θησ.).
    Όνομα λαού: υπέταξα … Κυνοκεφάλους, Λυκομύτας Διαθ. Αλ. 27.
       
  • λυχνίτης
    ο, Καλλίμ. 237, 311, Διγ. (Trapp) Gr. 1179, Διγ. Z 2228, Ερμον. Ξ 230, Λίβ. P 1618, Διαθ. Αλ. 25614, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15720.
    Το αρχ. ουσ. λυχνίτης.
    Είδος πολύτιμου λίθου: Διγ. (Trapp) Esc. 1069, Καλλίμ. 373, Λίβ. Sc. 763.
       
  • Λωρόποδες
    οι.
    Από τα ουσ. λώρος και πους. Η λ. τον 7. αι. (Lampe, Lex., λ. λωρόπους).
    Ονομασία λαού: υπέταξα Ευρεπάους, Εβρεξάους … Λωρόποδας Διαθ. Αλ. 25.
       
  • μαργαρίτης
    ο, Ερμον. Ψ 58, Gesprächb. 5320, Φυσιολ. 3667, 11, 15, 16.
    Η λ. στο Θεόφραστο (L‑S), στο Meursius και σήμ. σε εκκλησιαστικά κείμενα. Τ. μαρκαρίτης σήμ. στο κυπριακό ιδίωμ. (Φαρμακ., Γλωσσάρ.).
    1) Μαργαριτάρι: μετά των μαργαριτών τε ήτον επαστωμένον (ενν. το κουβούκλιν)| και λίθων πολυτίμων Βέλθ. 444· εποίησα σκηνήν … χρυσίον θέμενος … και μαργαρίτας και λυχνίτας Διαθ. Αλ. 25614. 2) Μεταφ. α) (ενίοτε και με τα επίθ. νοερός και τίμιος προκ. για το Χριστό): αλλά προς τον χρυσόν ιχθύν, αυτόν τον μαργαρίτην,| προς τον Δεσπότην τον Χριστόν ας δράμομεν Φυσιολ. (Legr.) 150· έδειξε» ημίν τον νοερόν μαργαρίτην λέγων: «Ίδε ο αμνός του Θεού» Φυσιολ. 36611· ο μαργαρίτης (ενν. λαμβάνεται) επί του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ούτος γαρ εστιν ο τίμιος μαργαρίτης Φυσιολ. 36618· β) ο λόγος-«θησαυρός» που περιέχεται στην Αγία Γραφή και οδηγεί στην ουράνια βασιλεία: αν δε τοις βίβλοις (ενν. ταις θείαις γραφαίς) εντρυφάς, ευρήσεις μαργαρίτην| εν τοις αυτοίς κρυπτόμενον πολύτιμον τον μέγαν Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 635· γ) ο σπουδαίος, ο εξαιρετικός άνθρωπος: Αλλοίμονον, αδελφοί προσφιλέστατοι, ποίος μας άρπαξε τον μαργαρίτην εκείνον (ενν. τον πανιερώτατον Μητροπολίτην) Χίκα, Μονωδ. 168. 3) Ως τιμητική προσφών.: Ω μαργαρίτη έκλαμπρε, ατίμητον λιθάριν (ενν. εσύ Μαρία Μαγδαληνή) Σκλέντζα, Ποιήμ. I18.
       
  • Μαυρεντινιανοί
    οι.
    Άγν. ετυμ.
    Ονομασία λαού: υπέταξα (παραλ. 1 στ.) Έλληνας· Ίβηρας· Αβάρους· Σκλάβους· Μαύρους· Μαυρεντινιανούς Διαθ. Αλ. 256.
       
  • Μαύρος (II),
    ο, Μαχ. 6268.
    Η λ. ως εθν. όνομα.: υπέταξα (ενν. εγώ ο Αλέξανδρος)| πλήθη εθνών πολλών …| Έλληνας· Ίβηρας· Αβάρους· Σκλάβους· Μαύρους· Μαυρεντινιανούς Διαθ. Αλ. 25519. — Πβ. και ά. Μόρος ο.
       
  • Μονοκέρατοι
    οι.
    Το επίθ. μονοκέρατος, που απ. στον Ησύχ. (Steph., Θησ.), στον πληθ. ως εθν.
    Ονομασία μυθικού λαού (Πβ. και Οικονομ., Λαογρ. 18, 1959, 157, 189): υπέταξα Ονογούρους, Τετραγούρους, Τετρακεράτους, Μονοχεράτους, Σικίωνας Διαθ. Αλ. 20.
       
  • νικήτωρ
    ο.
    Το μτγν. ουσ. νικήτωρ.
    Νικητής: Τον στόλον ορδινιάσαμεν δι’ αυτήν την επαρχίαν (παραλ. 1 στ.)· δεν έχομ’ άλλον το λοιπόν, μόνον καλώς να ευρούμεν| τρόπον σ’ αυτήν νικήτορες γοργό για να γενούμεν Αχέλ. 122· (ως επίθ.) νικηφόρος: υπέταξα (παραλ. 15 στ.) και Ρωμαίους τους νικήτορας στρατιώτας Διαθ. Αλ. 2564.
       
  • Ονόγουροι
    οι.
    Το τουρκ. -βουλγαρικό On ‑ογur. Η λ. τον 5. - 6. αι. (Mor., Byzantinot. II 219, όπου και άλλοι τ. της λ.).
    Ονομασία μυθικού λαού: Ταύτα εγώ Αλέξανδρος ο των Μακεδόνων βασιλεύς υπέταξα| πλήθη εθνών πολλών εκ προνοίας της άνω· ... (παραλ. 1 στ.) Ονογούρους· Τετραγούρους· Τετρακεράτους· Μονοκεράτους· Σικίωνας Διαθ. Αλ. 25520.
       
  • Οστρικοί
    οι.
    Από το ουσ. όστρια και την κατάλ. ‑ικός. Λ. οστρινός στο Somav.
    Όνομα λαού που κατοικεί πιθ. στο νότο: Ταύτα εγώ Αλέξανδρος ο των Μακεδόνων βασιλεύς υπέταξα| πλήθη εθνών πολλών … (παραλ. 8 στ.)· Λυκοκράνους … Λυκομύτας· Σικιώτας· Οστρικούς Διαθ. Αλ. 25527.
       
  • Οφιομάγοι
    οι.
    Από το εθν. Οφιομάχοι (βλ. ά.) με επίδρ. του ουσ. μάγος· πβ. μτγν. εθν. όνομ. Οφιοφάγοι (L‑S, λ. οφιοφάγος).
    Ονομασία μυθικού λαού: υπέταξα … Οφιομάγους, Οφιόποδας Διαθ. Αλ. 25521.
       
  • Οφιομάχοι
    οι.
    Το μτγν. επίθ. οφιομάχος στον πληθ. ως εθν. όνομ.
    Ονομασία μυθικού λαού: υπέταξα … Οφιομάχους, Οφιόποδας Διαθ. Αλ. 25521 κριτ. υπ.
       
  • Οφιόποδες
    οι.
    Το μτγν. επίθ. οφιόπους στον πληθ. ως εθν. όνομ.
    Ονομασία μυθικού λαού: υπέταξα … Οφιομάγους, Οφιόποδας, Ελεφαντινόποδας Διαθ. Αλ. 25522.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης