Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγεράκι
- το, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 59, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 804.
Από το ουσ. αγέρας και την υποκορ. κατάλ. ‑άκι. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αεράκι).
Αεράκι: και κάθεν που ήθελε φυσά αγεράκι απ’ εκείνην την πάντα, ήγουν βορράς ή γραιγαλάκι Διήγ. πανωφ. 59. — Βλ. και αέρι.αγκαλά,- σύνδ., Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VI, 41, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 10623, 12815, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1759, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 56, 57, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 107, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 170, 171, 173, 185, 189, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 377.
Από τον υποθ. σύνδ. αν και το επίρρ. καλά. Η λ. και στη Διαθ. Νίκων. (Λάμπρ.) 225 και σήμ. (ΙΛ).
Αν και, μολονότι (συν. με το σύνδ. και, πριν ή μετά) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): και αγκαλά είναι πτωχοί, αλλ’ έχουσι τη χάρη Ιστ. Βλαχ. 1759· κι αγκαλά και θεν να πάψω, η καρδιά να κλαίω βιάζει Κυπρ. ερωτ. 12815. αγκαλά και δεν ήτον καλός εις τα άρματα ωσάν και τους άλλους, εβοήθα με την γλώσσαν του την φαρμακερήν και άπρεπη Σουμμ., Ρεμπελ. 170.αγροικιστός,- επίθ.· γροικιστός, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 55.
Από το γροικίζω< αγροικίζω. Τύπος αγροικιστός και σήμ. (ΙΛ λ. αγροικητός).
Ακουστός: αλλά όσοι είχαν γροικιστά πως και άλλοτε ήψε φωτιά εις τούτον το ταλαίπωρον νησίν Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 55.αγροικώ,- Τρωικά (Praecht.) 5334, Ασσίζ. (Σάθ.) 2818, 3523, 9431, 17831, 20913, 2141, 33823, 47222, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 278, Χειλά, Χρον. (Hopf) 356, Μαχ. (Dawk.) 214, 28633, 30234, 36410, 36629, 46628, 33, 47416, 57813, 59617, 60211, 62019, 65410, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 330, 336, Αλφ. (Μπουμπ.) Ι 32, Βουστρ. (Σάθ.) 425, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 418, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 653, 654, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 231, 136, 232, 676, 7520, 7714, 964, 10439, 11644, 1194, 35, 1258, 12624, 14110, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 434, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 422, Πεντ. (Hess.) Αρ. XXVII 20, Δευτ. IV 10, Αχέλ. (Pern.) 78, 1161, 2245, 2464, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 9127, 12526, 12819, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ́́ 77, 367, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́́ 104, Ερωφ. (Ξανθ.) Β́́ 76, Γ́́ 63, Δ́́ 34, 470, Έ́ 490, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 161, 164, 169, 170, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 173, 263, 435, 961, 1509, Β́́ 1943, Γ́́ 32, 1314, Δ́́ 1189, 1984, Έ́ 375, 416, 642, Θυσ. (Μέγ.)2 115, 179, 354, 613, 702, 833, 1116, Ευγέν. (Vitti) Πρόλ. 82, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β́́ 57, Γ́́ 1, 55, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 398, 1026, 1033, Β́́ 17, Γ́́ 1194, Χορ. Γ́́ 88, Έ́ 628, 1009, 1124, 1183, 1416, Φορτουν. (Ξανθ.) Πρόλ. 132, Ά́ 135, Πρόλ. άγν. κωμ. (Morgan) 16, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 189, Γ́́ 231, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 13711 (έκδ. αουρικήσουν) 13929, 18023, 1944, 47014, 51813, 5204, 5402, 56417· εγροικώ, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4120, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) 164 χοζ́́, Διήγ. Βελ. (Cant.) 354, Λίβ. (Wagn.) N 2495, 2533, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 573, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 363, 5, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1058 C, Ch. pop. (Pern.) 490, Θησ. (Foll.) I 99, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 153, Συναξ. γυν. (Krumb.) 182, 785, Ξόμπλιν φ. 124v· γροικώ, Διγ. (Hess.) Esc. 860, Διγ. (Καλ.) A 10, 3856, Ασσίζ. (Σάθ.) 307, 333, 3411, 18, 10322, 1084, 14810, 24223, 2534, 39924, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5350, Πτωχολ. (Schick) P 180, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1830, Αχιλλ. (Haag) L 344, Μαχ. (Dawk.) 88, 5027, 9017, 16224, 20810, 25013, 25830, 26022, 37, 31823, 31, 57833, 5909, 6222, Θησ. (Foll.) I 3, 4, 27δις, 39, 121, Ch. pop. (Pern.) 28, Βουστρ. (Σάθ.) 488, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5626, 5698-9, 71621, Ριμ. κόρ. (Pern.) 649, 763, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 513, 807, 903, 15310, 1554, Πικατ. (Κριαρ.) 346, 489, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 512, 555, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 492, 602, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 180, 209, 210, Μυστ. παθ. (Parlang.-Μανούσ.) 12682, Αχέλ. (Pern.) 1327, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 252, 189, 4120, 734, 8416, 8512, 9132, 9316, 23, 1038, 1173, 11910, 1258, 14029, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 30, 118, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́́ 478, 621, Δ́́ 83, 208, Έ́ 76, 118, 354, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 325, 358, Β́́ 319, Δ́́ 237, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 113, 221, 524, Β́́ 23, Ιντ. Β́́ 40, 133, Δ́́ 53, 255, 320, Έ́ 52, 625, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 349, 414, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 588, 1301, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2059, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 167, 188, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 170, 241, 630, 770, 1166, 1401, 1456, 1516, Β́́ 1987, Γ́́ 30, 32, 413, 1155, Δ́́ 448, 691, Θυσ. (Μέγ.)2 70, 107, 121, 178, 182, 193, 698, 704, 709, 714, Ευγέν. (Vitti) 973, 975, Στάθ. (Σάθ.) Γ́́ 330, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 293, 485, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 138 ρμδ́́, 184 μέ́, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Χορ. Γ́́ 10, Έ́ 466, 1148, 1356, Λίμπον. (Legr.) 173, 278, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 102, 268, 273, Ιντ. Ά́ 45, Β́́ 211, Ιντ. Β́́ 40, Γ΄ 222, Έ́ 119, 146, 242, 258, Διγ. (Lambr.) O 724, 1399, 2437, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15724, 15926, 17111, 22226, 2233, 33524, 3362, 38021, 3897, 39121, 42324, 47421, 51223, 53020, 54213, 55313, Διακρούσ. (Ξηρ.) 738, 8210· aγροικώ ή γροικώ, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 337, Ασσίζ. (Σάθ.) 13913, 39018, Βέλθ. (Κριαρ.) 635, 940, 1077, Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 166, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 986, Λίβ. (Lamb.) Esc. 386, 1670, Αχιλλ. (Hess.) N 1235, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 658, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 943, Μαχ. (Dawk.) 88, 9, 1235, 1620, 5027, 801, 18416, 28028-29, 29410, 31227, 4729, 47836, 6222, 63816, Θησ. (Foll.) I 27, 38, 47, 97, 109, 116, Ch. pop. (Pern.) 596, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) III 31, XI 7, Βουστρ. (Σάθ.) 433, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 406, Πικατ. (Κριαρ.) 242, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 261, 556, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 4017, 587, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 91, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 3416, 14419, Ερωφ. (Ξανθ.) Β́́ 257, 443, Γ́́ 322, Έ́ 207, 325, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 279, 317, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 59, 96, 1782, 1815, Β́́ 895, 1812, Γ́́ 10, 528, Δ́́ 205, 725, 840, 854, 1076, Έ́ 107, 982, 1234, Θυσ. (Μέγ.)2 640, Στάθ. (Σάθ.) Γ́́ 244, 255, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β́́ 46, 117, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 56, 60, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 471, Πρόλ. άγν. κωμ. (Morgan) 57, Ζήν. (Σάθ.) Β́́ 107, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 311, Διγ. (Lambr.) O 2437, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 1626, 41623, 47421, κ.π.α.
Από το επίθ. *αγροικός = νοήμων, που από το άγροικος = ανόητος, όπου το α‑ θεωρήθηκε στερ. (Χατζιδ., ΕΕΠ 9, 1913, 47-51). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
I. 1) α) Καταλαβαίνω, έχω την ικανότητα να κρίνω (πβ. ΙΛ στη λ. 1α): Μα σώνει δα ως εδεπά, κι οπού γροικά ας τελειώνει Βεντράμ., Γυν. 209· κι οπού κατέχει και γροικά, κι εις έτοια πάθ’ ά λάχει,| αντρειεύγει και κερδαίνει τη του ριζικού τη μάχη Ερωτόκρ. Δ́́ 691· Μα είντα μου ξάζει ν’ αγροικώ και τα πρεπά να γνώθω| εδά που σκλάβος βρίσκομαι και δούλος εις τον πόθο; Ερωτόκρ. Ά́ 263. β) (μέσ.): και γιατί άλλον δεν πεικάζω,| κάμνω σ’ όσον αγροικούμαι Κυπρ. ερωτ. 12624 [πβ. Φυλλ. Αλ. (Πάλλης) 136]· β1) κατανοώ, καταλαβαίνω (κάποιον): και του φρονίμου χάρασσε, και κείνος αγροικά σε Γεωργηλ., Θαν. 336· Δάσκαλος: Pulsa illam ianuam το λοιπόν. Γιάκουμος: Δε σου γροικώ, αδερφέ μου Κατζ. Δ́́ 237· β2) κατανοώ, καταλαβαίνω (κάτι): Εκείνους ήθελα τα γράψει, αλλ’ επειδή εκείνοι ως νέοι ακόμη δεν τα αγροικούν καλά, δι’ αυτό γράφω τα την ευγενείαν σου να τους παραινείτε Βησσ., Επιστ. 278· β3) καταλαβαίνω (κάτι από κάποιον): Πως τα τορνέσα θες ομπρός γροικώ σου· πιάσ’ τα κι άμε Κατζ. Ά́ 358· β4) καταλαβαίνω (με πρόταση) (πβ. ΙΛ στη λ. 1α): και έδωκέν τους ν’ αγροικήσουν ότι αρέσαν τους τα λογία Μαχ. 59617· και έδωκεν τους Τρώας ν’ αγροικήσουσι ποταποί είναι οι άρχοντες των Ελλήνων Τρωικά 5334· β5) το μέσο: μπορώ να συνεννοηθώ (με κάποιον) (πβ. Κατάγρ. Χαριτόπ. 150 και ΙΛ στη λ. 1ζ): και ο σουρτάνος εδιάβαζέν τα, ότι πολλοί αμιράδες δεν εγροικούντα μετά του, και εμούλλωνεν Μαχ. 6222· φρ.: γροικώ λογαριασμό = ακούω την υπαγόρευση της λογικής, σκέπτομαι λογικά Ερωτόκρ. Ά́ 1516, Δ́́ 854. 2) α) Αντιλαμβάνομαι, «παίρνω είδηση» (κάποιον, κάτι): Μ’ ας φύγωμεν από ’δεπά, να μη μάσε γροικήσει| τούτη, που μ’ είχε σκλάβο τζη, το φύγι να μποδίσει Ερωφ. Ιντ. Β́ 133· Τη νύχτα ασηκώθηκα δίχως να με γροικήσει| κι ήνοιξα την πορτούλα μας Κατζ. Ά́ 325· επειδή ημπόριε να το κάμει κρυφά, χωρίς να αγροικηθεί Σουμμ., Ρεμπελ. 169· Γείς οχ το σπίτι λογισμός μ’ έκαμε να κινήσω| κι εδώ στη βρύση μ’ ήφερε δίχως να το γροικήσω Πανώρ. Γ́́ 478· και συνηβάζεται κρυφά μ’ έναν καραβοκύρην| να τον επάρει μυστικώς κανείς μην το γροικήσει Ιμπ. (Κριαρ.) 644· β) αντιλαμβάνομαι (με πρόταση): Και σύντομα γροικήσασιν πως εγυμνοί εγυρίζαν Πικατ. 489· το μέσο: Δεν ξεύρεις όντα τρώει τινάς, δεν πρέπει να δηγάται;| εις πάσα λόγον μια γουλιά χάνει και δεν γροικάται Φαλιέρ., Ιστ. V 492. 3) α) Κρίνω, θεωρώ, νομίζω (πβ. ΙΛ στη λ. 1γ): κι εγώ δεν είμαι σα γροικάς, μηδέ σα βάνει ο νους σου Φορτουν. Έ́ 258· Είμαι επίγειος βασιλεύς, τρέμουν όταν με δούσι,| στην οικουμένην όλην δε αφέντην με γροικούσι Διακρούσ. 738· Η μια (ενν πληγή), σαν κλείσει ολότελα, γροικάται γιατρεμένη Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ 1356· Περί φθαρτού και αφθάρτου του παναγίου άρτου και σώματος του Χριστού, πώς γροικάται, φθαρτόν είναι ή άφθαρτον Βακτ. αρχιερ. 184 μέ́· β) υπολογίζω, θεωρώ σημαντικό, εκτιμώ: Μα ’βλεπες τον καλόγερο να ’ναι αναμπουκωμένος| κι ως ένα λιόντα άγριο έδειχνε μανισμένος·| κι ερίχνασί ντου τουφεκιές, μα κείνος δεν τες γροίκα Τζάνε, Κρ. πόλ. 54213· Άντις σ’ εσέν η δόξα πλιότερ’ αγροικάται,| γιατί όσο πλια το νικημένο αξίζει,| τόσον ο νικητής πλέο τιμάται Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. Γ́́ 88· γ) κρίνω (ότι είναι δυνατό), προβλέπω: ουκ έχει φίλον ο πτωχός, διατί δεν έχει πράγμα,| διατί δεν εγροικά κανείς μ́’ αυτούς να διαφορεύσει Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 153· δ) κρίνω σωστό: κι ά λάχει το ενάντιον είντα ’χομεν να δούμεν;| αφανισμόν στα κάτεργα, γιαύτος δεν το γροικούμεν Τζάνε, Κρ. πόλ. 3362· Περί εκείνου οπού δανείζει το εδικόν του ετέρου ανθρώπου, και όταν του τα ζητήσει, λαλεί ότι χρωστεί τούτον περίτου παρά εκείνο οπού τον ζητά, και διά τούτον ουδέν γροικά να τον πλερώσει, αν ου μη το αγρωνίσει η αυλή Ασσίζ. 2534· Δεν γροικώ να σου απολογηθώ ώσπου να μου δείξεις την εξουσίαν τήν έχεις από τον ρήγα Μαχ. 31823· Διά τούτον γροικώ ότι ο αφέντης ο ρήγας να αναπληρώσει και να πλερώσει το δικόν τους Γενουβίσους Μαχ. 31831· ε) προτίθεμαι: Ας είσαι μάρτυρας λοιπόν, ω Άρη … (παραλ. 1 στ.) κι εσύ, κυρά μου δέσποινα … (παραλ. 2 στ.), ορθώσετε το χέρι μου και την φωνήν μ’ ομοίως,| εμένα που γροικώ να πω τα συνεργήματα σας Θησ. Ι 3. 4) α) Ξέρω: να είμεστεν πάντοτ’ έτοιμοι αφήτις δεν γροικούμεν| την ώραν όπου έρχεται ο κλέπτης να μας κλέψει Πένθ. θαν. N 512· ότι είστεν απόξενοι, τον τόπον ου γροικάτε Χρον. Μορ. P 5350· ήτον από την Σερβίαν και ομίλιε σέρβικα, και ρωμαίικα τελείως δεν εγροίκα· μόνον είχε δραγουμάνον, οπού ομίλιε Ιστ. πατρ. 1147· Και φυσικόν του καθενός τό βλέπει ν’ αγαπάει,| μα πρώτα θέλει να αγροικά σε τι πράγμα υπάει Δεφ., Λόγ. 422· β) ξέρω, μπορώ (να κάνω κάτι): σ’ ένα βοσκό άγνωστο σαν εμένα (παραλ. 1 στ.) να θέλου ν’ αποθέσουσι την διαφοράν εκείνη,| που ο μεγαλύτερος θεός δεν το γροικά να κρίνει Φορτουν. Ιντ. Β́́ 40. IΙ. 1) α) Αισθάνομαι: Καθημερνό τηνε ρωτού, είντα ’ν’ κι αδυναμίζει (παραλ. 1 στ.). Κι εκείνη με καλήν καρδιά και γέλιο πιλογάτο,| κι ήλεγε πως δεν είν’ κακά, αμή καλά ’γροικάτο Ερωτόκρ. Γ́ 32· ο κρουσμένος, όταν κοιμάται,| ως το ξύλον δεν γροικάται Συναξ. γυν. 760· β) ξυπνώ (πβ. το σημερ. νιώνω = ξυπνώ Ανδρ., Σημασ. εξ. 50): Κι εγώ νυστάζω και ποθώ καμπόσο ν’ ακουμπήσω·| και αν τύχει να πηγαίνομε, πέτε μου ν’ αγροικήσω Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 434· γ) αντιλαμβάνομαι (κάτι) με τις αισθήσεις, αισθάνομαι (κάτι) (πβ. ΙΛ στη λ. 2α): και εγροικούντα και σεισμοί πότε και πού … και άλλοι τις γροικούσαν και άλλοι δεν τις ενιώθασι Διήγ. πανωφ. 60· Πάμε λοιπόν στα ξώπορτα κι εκεί βρόμον γροικούμεν Διήγ. ωραιότ. 293· να μη γροικήσω το σπαθί να κόψει το λαιμό μου Θυσ.2 877· την κονταρά τα μέλη ντου όλα την εγροικήσα Ερωτόκρ. Β́́ 1812· κι απάνω ’ς τσι λαβωματιές τα πέταλα βουλούσα| και την πληγή ξεσκίζασι και πόνους εγροικούσα Ερωτόκρ. Δ́́ 1076· κι εκ την πολλήν ευλάβειαν ουδέν γροικούσι κόπον Παϊσ., Ιστ. Σινά 118· το μέσο: Μα μέσα <’ς> τσι δυο μήνες εγροικούμου| τη δύναμη δαμάκι του κορμιού μου Βοσκοπ. 317· δ) αισθάνομαι (συναισθηματικά): Άμετρην αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη| γροικά η καρδιά μου μέσα τση Φορτουν. Έ́ 146· Έρωτα, μ’ όσα βάσανα με κάνεις ν’ αγροικήσω Ερωφ. Γ́ 63· οκ την μεγάλην λύπησην σήμερον που γροικούσι Ευγέν. 973· ε) αισθάνομαι (με πρόταση): Βοηθάτε μου και δεν μπορώ· γροικώ κι εβγαίνει η ψη μου Θυσ.2 193· το νου τζ’ εγροίκα σαν πουλί να φύγει να πετάξει Ερωτόκρ. Έ́ 982· στ) υπομένω (κάτι): Γείς πόνος μ’ έσφαξε δριμύς, μα ’δα με σφάζει κι άλλος (παραλ. 1 στ.). Τον ένα δεν εδύνουμου, τσι δυο πώς ν’ αγροικήσω; Θυσ.2 115. 2) Διαισθάνομαι, προαισθάνομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): Τη γλώσσα σου γροικώ ξερή, θαμπό τ’ ανάβλεμμά σου Θυσ.2 107· Ώφου! και πώς το λόγιαζα κι ο νους μου πώς το γροίκα| η άργητα κι ο πόλεμος πως θα μου φέρει προίκα Τζάνε, Κρ. πόλ. 55313· Ω! πώς το γροίκα η καρδιά κι έτρεμεν το κορμί μου,| πώς θε να λάβγεις θάνατον ετότες, Κατερή μου Τζάνε, Κρ. πόλ. 51223. IΙΙ. 1) α) Ακούω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3α): να μη θωρούν τα μάτια μου να μη γροικούν τ’ αφτιά μου Θυσ.2 178· και όσο ν’ αγροικήσουν το τρουμπέτιν, να ευρεθούν αρματωμένοι Μαχ. 36410· Πράμα καινούργιο σου γροικώ που άλλη φορά ποτέ σου| δε μου το ξεφανέρωσες Φορτουν. Β΄ 211· το μέσο: Κτύπους, λουμπάρδες στο Λίδο έξαφνα και γροικούνται Τζάνε, Κρ. πόλ. 38021· β) κάνω κάποιον να ακούσει (κάτι): μάζωξε εμέν τον λαό και να τους αγροικήσω τα λόγια μου Πεντ. Δευτ. IV 10· γ) ακούω με προσοχή (κάτι): Και κάθε πωρνόν επήγαινεν εις την Αγίαν Σοφίαν και εγροίκαν λειτουργίαν Βουστρ. 433· θέλετε γνωρίσει| σε τούτη μας τη κωμωδιά, οπού για ν’ αγροικήσει| καθένας από λόγου σας είστε εδεπά ερθωμένοι Φορτουν. Πρόλ. 132· δ) σε προστ.· πρόσεξε: Γροίκα, αφέντη βασιλεύ,| το λιθάρι τό φουμίζουν,| έχει σκώληκαν απέσω Πτωχολ. P 180· Σύρε, μα γροίκα, φίλε μου, πρι το χρυσάφι δούσι κάμε ν’ ανατριχιάσουνε όλοι να σε γροικούσι Ζήν. Γ́́ 231· ε) ακούω με καλή διάθεση: Και όποιος στα λόγια τους γροικά, τα λόγια τους πιστεύει,| εις το τσικάλι άνεμον εύκαιρα μαγερεύει Δεφ., Λόγ. 577· Αφέντη, μηδέν γροικάς εκείνου όπου σου λαλεί διά το δικόν του διάφορος, παρά γροίκα εκείνου όπου σου λαλεί διά ούλους το διάφορος Μαχ. 20810· στ) εισακούω: Μωραίνει, λέσι, ο Θεός λαόν που θ’ απολέσει| και παρακάλια δεν γροικά και προσευχές αν λέσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 15724· Άξιε θεέ, άλλοι το πρέπον δεν είναι ν’ αγροικούσι| ποτέ τα παρακάλια σου, μα να παρακαλούσι| πρέπει όλοι εσέναν Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́́ 57· ζ) υπακούω (πβ. ΙΛ στη λ. 4): Και αν δεν θελήσετε ν’ αγροικήσετε της βουλής μας, ακριβά θέλετε τα ξαναγοράσειν Μαχ. 47416· Κι ο γενεράλες είπε ντω λίγον να σταματήσουν| και τύχαινε την ορδινιά τ’ αφέντη ν’ αγροικήσουν.| Μα εκείνοι δεν εκούσανε, μ’ εθέλησαν να βγούσιν Τζάνε, Κρ. πόλ. 5204. 2) Δίνω τη δυνατότητα σε κάποιον να ακουστεί: και αν ένι ο απεβγαλμένος να αγκαλέσει εις αγκάλεμαν τον αυθέντην του ή την κυράν του, ή τα παιδιά τους, ή αυλή ουδέν πρέπει να του γροικήσει Ασσίζ. 333· Τοιαύτα πράγματα ένι απέ τα ποία οι άνθρωποι ουδέν πρέπουν να αγκαλέσουν εις την αυλήν και αν το ποίσουν, ουδέν εντέχεται ν’ αγροικηθούν Ασσίζ. 3523· και εκείνοι ορίσαν τον Περότ να τον απολογιάσουν, αμμέ δεν εμπόρησε ν’ αγροικηθεί Μαχ. 60211. 3) α) Ακούω, πληροφορούμαι: Ακριβέ φίλε, είμεσθεν πεθυμημένοι ν’ αγροικήσομεν περί της υγείας σου, παρακαλούμεν σε να μας το ποίσεις φανερόν με την γραφήν σου Μαχ. 28633· Και ο κούντης της Σαβογίας, όπου ’τον δηγημένος να έλθει διά τους Σαρακηνούς, γροικώντα την αγάπην επήγεν εις την Ρωμανίαν Μαχ. 16224· και θάνατο κριμένο τού ’δωκε τόσ’ απού ποτέ σ’ άνθρωπο πλιο κιανένα| να δόθηκε χειρότερος δεν έχω γροικημένα Ερωφ. Έ́ 52· Τούτοι που ’πεψαν προξενειές οι βασιλιοί για σένα,| πως είναι δίχως αρετές τους έχεις γροικημένα; Ερωφ. Δ́́ 320· Χίλιους μεγάλους βασιλιούς …| τον περαζόμενον καιρό έχομε γροικημένους,| κι είδασι και τ’ αμμάτια μας περίσσιους ν’ αποθαίνου Ερωφ. Ά́ 524· κι όπου γροικάται ο μπασιάς να παν να τονε φτάξουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 33524· β) το παθητ. = ακούομαι, γίνομαι γνωστός: Το τέλος τ’ έχει να γενεί μ’ έτοιο βαρύ κανόνα,| οπού δεν εγροικήθηκεν εις όλον τον αιώνα Θυσ.2 640· θέλω να γράψω ν’ αγροικάται:| ο πόθος, ποθητέ, μπορεί καμπόσα,| αμμ’ όχι γιον μιαν άγγρη μηδέ τόσα Κυπρ. ερωτ. 676· θέλει γροικάται στ’ ουρανού τα ύψη τ’ όνομά σου Πανώρ. Γ́́ 621. γ) αναγνωρίζομαι, γίνομαι παραδεκτός: το αδερφομοίρι να είναι και να γροικάται τση λεγάμενης κερα-Ελένας Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5347.άθλιος,- επίθ., Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1245, Πουλολ. (Krawcz.) 384, 646 (βλ. και Πολ. Λ., Ελλην. 19, 1966, 177), Απολλών. (Janssen) 32, 354, Απαρν. (Πολ. Λ.) 18, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 14421, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 204, 269, Θρ. Θεοτ. (Μανούσ.) 47, Ιστ. Βατοπ. (Βαλ.) 39, Αχέλ. (Pern.) 1195, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 191, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 46, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 59· πληθ. αθλοί, Θησ. Δ΄ [156].
Το αρχ. επίθ. άθλιος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Κακός, ελεεινός, απαίσιος (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): Έδε ανομία και αμαρτία, οπού έποικεν ο άθλιος,| να πνίξει τον αφέντην του, την αφεντίαν να επάρει Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1245.αισθητός,- επίθ., Διγ. (Καλ.) A 108, Λίβ. (Μαυρ.) P 495, 1064, Λίβ. (Lamb.) N 632, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 486, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31427, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 58, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11419· αιστητός, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2510, 4009, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1352, 1441, Τριβ., Ρε (Irmsch.) 62 (έκδ. αισθητή· Κριαρ., Byz., 28, 1958, 78, διόρθ.: αιστητή), Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 146r.
Το αρχ. επίθ. αισθητός.
1) α) Αληθινός, πραγματικός: και έβλεπες ήλιον αισθητόν, ουκ ήτον συντυχία Λίβ. N 632· β) που έχει πραγματική υπόσταση, ζωντανός: κι εκείνα τα μηχανικά και αναίσθητα πουλία| εσυνερίζοντο λοιπόν τα αισθητά και ζώντα Διγ. A 108· ολημερίς να κάθεται να την περιλαμπώνει| και ωσάν να ήτον αισθητή, να την καταδαγκώνει Τριβ., Ρε 62. Πβ. αισθητικός 2. 2) Συγκεκριμένος, γήινος: Κίτιν, πιόν, κοίτην δώσε μου, την κοίτην να κοιτάσω| ωσάν εσέν, παράδεισε των αιστητών των πλάσων Κυπρ. ερωτ. 1352· Ο άγγελος ο αιστητός οπού ’βλεπεν την ζων μου| μ’ αφήκεν τέλεια μοναχόν κι έχασα την οδόν μου Κυπρ. ερωτ. 1441. 3) Ευαίσθητος: Και αν είναι ότι είσαι αιστητή, ναμε ψυχοπονέσεις Λίβ. Esc. 4009. Πβ. αισθητικός 1. 4) Σημαντικός, όχι ευκαταφρόνητος: κι αφάνισον τον Αμαλίκ, τον πονηρόν εχθρόν σου,| τον αισθητόν αντίπαλον κατάβαλον εν τάχει Διακρούσ. 11419. Έκφρ.: φως αισθητόν = όραση: Εκεί ευρίσκουν τον τυφλόν, εις της Χρυσιάς την πόρταν (παραλ. 2 στ.), διαβάζει χρόνους ικανούς, βοών, αναστενάζων: «Πού μοι το φως το αισθητόν η δόξα μοι και κλέος;» Γεωργηλ., Βελ. 486.αιφνίδια,- επίρρ., Hist. imp. (Mor.) 100, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 2619, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 238, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 32, 147, Χίκα, Μονωδ. (Μανούσ.) 3425, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 41214, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1496, Γ΄ 557, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ΄ 423, 500, 1216· αφνίδια, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4712, 4759, 4813, 5364, 7042, 9102, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 4712, 4759, 9019, Φλώρ. (Κριαρ.) 1632, Θησ. (Foll.) I 1044, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 9634, 13122, Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 98, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ΄ 1037, Ε΄ 165, 268, Θυσ. (Μέγ.)2 1069, Ευγέν. (Vitti) 1456, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 472, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ 12, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 60, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 267, 503, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ 340, Δ΄ 423, 611· ’φνίδια, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 256.
Από το επίθ. αιφνίδιος. Ο τ. αφνίδια και σήμ. (ΙΛ).
Ξαφνικά, απροσδόκητα: Και μίαν ημέραν, αφνίδια, ευρέθη αποθαμένος, χωρίς αστένειαν ή πόνον ή στενοχωρίαν Χρον. σουλτ. 13122· Εκείνο οπού γύρευγα και ουδ’ ηύρισκα ποτέ μου,| αιφνίδια κι ανεπόλπιστα σήμερον ήλαχέ μου Ερωτόκρ. Α΄ 1496. —Συνών.: αιφνιδώς, ακαρτέρετα. — Πβ. και αιφνηδόν, αιφνίδιον, αιφνιδιού.ακαταστασία- η, Φυσιολ. (Zur.) XLV 215, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) Βαρβ. 10, Θρ. πατρ. (Krumb.) O 14, M 14, Δούκ. (Grecu) 42727, Μάρκ., Βουλκ. (Λάμπρ.) 3421, Έκθ. χρον. (Lambr.) 6215, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 3328, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 7214-15, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 437, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1334, 2200, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 55, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3339 (έκδ.: ταις καταστασίαις· Ξανθ., BZ 18, 1909, 596, διόρθ. τσ’ ακαταστασίες).
Το μτγν. ουσ. ακαταστασία. Η λ. και σήμ. ως λόγ. και σε ιδιώμ. με κάπως διαφορετικούς τ. (ΙΛ).
α) Ανώμαλη κατάσταση, ταραχή, έλλειψη τάξης (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. Ι, και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): ότι εγένετο η ηγεμονία εν ακαταστασίᾳ και ουκ έστι γνήσιος αυθέντης, αλλά γέγονε πολυαρχία και σύγχυσις Έκθ. χρον. 6215· σκανδάλων πολλών και ακαταστασιών γενομένων εν Περσίᾳ Ιστ. πολιτ. 7214-15· τους ενίκησε ο Τούρκος από την ακαταστασίαν και φθόνον οπού είχανε οι χριστιανοί Χρον. σουλτ. 3328· στην εκκλησίαν σύγχυσες και ακαταστασίες.| Οι ιερείς δεν ξεύρουσι τα βρέφη να βαπτίσουν Ιστ. Βλαχ. 2200· β) ανακολουθία, αστάθεια στο χαρακτήρα (Η σημασ. ήδη μτγν., Sophocl. στη λ. 2): ει και τελούντες ήσαν, αλλά την ακαταστασίαν αυτού γινώσκοντες ετρόμαξαν Δούκ. 42727.ακμήν,- επίρρ., Σπαν. (Μαυρ.) P 437, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 67, Διγ. (Mavr.) Gr. VI 133, VIII 190, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2018, Βέλθ. (Κριαρ.) 1238, Βίος Αλ. (Reichm.) 1103, 1705, 2323, 3546, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 310, 472, 513, 535, 598, 878, 888, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 241, 250, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1645, Δούκ. (Grecu) 14510, 28732, Ζήν. (Σάθ.) Α΄ 19 (διόρθ. Κριαρ., B-NJ 12, 1936, 57, από: ακόμη)· ακμή, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 16, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 596· ακομήν, Φλώρ. (Κριαρ.) 1664· ακομή, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 178, Ασσίζ. (Σάθ.) 3016, 8525, 955, 11022, 1319, 1632, 5251, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 611, 796, 1028, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1028, Πτωχολ. (Ζώρ.) N 686, Φλώρ. (Κριαρ.) 1285, Λίβ. (Lamb.) Sc. 462, 2634, 3197, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3801 (έκδ. ακόμη· διόρθ. Πολ. Λ., Ελλην. 13, 1954, 421)· Λίβ. (Wagn.) N 3779, Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 617, Μαχ. (Dawk.) 3210, 35, 3813, 425, 4623, 4824, 521, 15, 5433, 606, 27816, 31837, 32826, 33432, 55021, 6025, 60831, Αχέλ. (Pern.) 203, 1228, 2280, 2429, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 8222, 1756, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 440, Γ΄ 270, Δ΄ 505, Ε΄ 366, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 168, III 5, 63, IV 5, 260· Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Χορ. [δ΄ 25], Ζήν. (Σάθ.) Γ΄ 327· ακόμη, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 65, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 67 (χφ Η) (κριτ. υπ.), Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 34537, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2629, 8669, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 184, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 256, 597, 605, 625, 628, 914, 920, Απολλών. (Janssen) 457, Λίβ. (Wagn.) N 480, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3801 (βλ. ακομή), Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 367, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 150, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 77, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 402, Πεντ. (Hess.) Γέν. IV 25, VII 4, VIII 12, 21, 22, IX 11, 15, XLVI 29, Λευιτ. XXV 51, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 222, Πανώρ. (Κριαρ.) Α΄ 251, 438, Β΄ 51, 248, Γ΄ 274, 278, 335, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 558, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 457, Δ΄ 45, Ροδολ. (Μανούσ.) Ε΄ 278, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 58, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 178, ρξθ΄, Λίμπον. (Legr.) 234, 298, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 286, Ζήν. (Σάθ.) Γ΄ 246 (βλ. και ακμήν), Ε΄ 315, Θυσ. (Μέγ.)2 303· ’κόμη, Πουλολ. (Krawcz.) 649 (έκδ. κόμη· βλ. και Πολ. Λ., Ελλην. 19, 1966, 178), Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1047, 1438· ακόμα, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 145, 474, Ζήν. (Σάθ.) Ε΄ 299· ακομά, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 3, 158 (χφ ακόμα· όχι πιθ. διόρθ. Κριαρ., B-NJ 19, 1966, 281, σε ακομή).
Το αρχ. επίρρ. ακμήν (αιτ. του ουσ. ακμή). Η λ. ήδη στον Ξενοφ., Ανάβ. IV 3, 26 (βλ. και Κοραή, Λεξιλ. σημ., λ. ακόμη). Για τη χρήση της αιτιατ. του ουσ. ακμή βλ. Ανδρ., Σημασ. εξ. 67. Για το ο του τ. ακομή, καθώς και τον αναβιβ. του τόνου του τ. ακόμη, βλ. ΙΛ λ. ακόμη. Το α του τ. ακομά πιθανότερο αναλογικά προς πολλά επιρρ. σε α και όχι δωρικό (Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 55). Οι τ. ακόμη και ακόμα και σήμ. ως κοιν. και σε ιδιώμ., καθώς και οι τ. ακμήν και ακομή σε ιδιώμ. (ΙΛ λ. ακόμη). Για την προέλευση του τ. ακόμα βλ. και Joseph Brian, More on ακόμα (Die Sprache 26, τεύχ. 1, 1980, 58). Τ. αγμήν στο Ρωμανό (βλ. Μανδηλαρά, Αθ. 62, 1958, 336). Ο τ. ’κόμα στο Τραγ. Σούσ. (Δουλγ., Κρ. Χρ. 9, 1955, 369) και σήμ. σε ιδιώμ. (ΙΛ λ. ακόμη). Για τη νεωτερική εμφάνιση της λ. και το σχηματισμό των τ. της βλ. περαιτέρω ΙΛ λ. ακόμη (ετυμ.).
1) (Χωρίς άρνηση) εξακολουθητικά, ακόμη (Η σημασ. ήδη στον Ξενοφ., Ανάβ. IV 3, 26· πβ. και ήλθον ακμήν γ’ επ’ αυτήν Ευριπ., Φοίν. 1081, και σήμ. ΙΛ στη λ. ακόμη 1): Οράς εκείνους, βασιλεύ, τους περιφλέκτους οίκους| ακμήν τους επιστάζοντας εξ ουρανού την μήνιν; Βίος Αλ. 2323· να ρίψω| την άγκουραν στην θάλασσαν, πριν να συντρίψω| την πικραμμένην βάρκαμ μου, που ’κόμη ολπίζει Κυπρ. ερωτ. 1438· εφοβήθην μήπως και καταστήσει καμίαν παραβουλίαν, ότι ακόμη εφοβάτον Μαχ. 6025· Έχουν τους πόνους μου ακόμη και αντίς μου αναστενάζουν Λίβ. Sc. 2634· πολλά ήσαν αλαζονικοί, ακόμη το κρατούσαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 796. 2) (Με και ή χωρίς και) επιπροσθέτως, επίσης (Η σημασ. ήδη στις αρχές 5. αι., Λαυσιακή ιστορία Παλλαδίου Ελενουπόλεως, ΝΕ 13, 1916, 137, και σήμ., ΙΛ στη λ. ακόμη 3): και αν την ολοσκοτώσει| μπορεί ακόμη τη ζήση| να την ξαναχαρίσει Πιστ. βοσκ. Ι 1, 168· Πέρσαι γε και Σαρακενοί, ακμή και άλλα γένη Διήγ. Βελ. 596· ακμήν και το δερμάτι μου έχουν το οι σουλτάνοι Διήγ. παιδ. 878· ακομή τον ιούλην μήναν αξνζ΄ Χριστού όρισεν ο ρε Ούγκες και εφουρκίσαν ρ΄ ανθρώπους εις την Αμόχουστον, εις την Κερυνίαν, εις την Πάφον Μαχ. 606· ακόμη ενθυμίζω σε και έχεις τα στον νουν σου Απολλών. 461· ωσάν φύσει φιλόπατρις δεν ήλλαξε την γνώμη| και με τους ίδιους άρχοντες εγύρισεν ακόμη| εις την Κων/πολιν εμπρός εις τον ευχούχον Λίμπον. 298· και απάντεξεν ακόμη εφτά μέρες Πεντ. Γέν. VIII 12· καθώς το γράφεται ακόμη ο Δούκας της Βενετίας Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1028. Πβ. αλλά 2. 3) (Χωρίς άρνηση) μόλις, προ ολίγου καιρού: Λέγει του: «Ναι, ακομή προχθές εξενοδόχησά τους» Φλώρ. 1285· της ηγεμονίας αυτού έτι μη παγιωθείσης, αλλ’ ακμήν εις σύστασιν προχωρησάσης Δούκ. 28732. 4) α) (Με συγκριτικά επίθ. ή επιρρ.) επιτατικό (Η χρήση ήδη στον 8. αι: ακμήν βαρύτερον, ΝΕ 12, 1915, 371 και σήμ., ΙΛ στη λ. ακόμη 3): ότι ακόμην ωραιότερο ουκ είδα γεννημένον Φλώρ. 1664· αν θέλει να κρατεί μάχην με τους Ρωμαίους,| ακόμη και χειρότερα θέλει απορήσει ο τόπος Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8669· β) (Με το και και με άλλα μέρη του λόγου, εκτός από συγκριτικά επίθ. ή επιρρ.) επιτατικό: και μάλιστα (Η σημασ. ήδη μτγν.· πβ. ο δε Ιησούς είπεν: ακμήν και υμείς ασύνετοι έστε; Ματθ. 15, 16): Ακομή και η βασίλισσα επήγεν μοναχή της εις τον καθέναν και επαρακάλεν το να τελειωθεί Μαχ. 32826· και να στραφούν τα βιβλία και γραφές της λόντζας, τά αρπάξαν ακόμη και από τα σεντούκια τους πραματευτάδες Μαχ. 31837. 5) (Με άρνηση) ακόμα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. ακόμη 2): Ο νους σου την αγάπην μας ακόμα να την μάθει; Φαλιέρ., Ιστ. V 474· τα γράμματα του τόμου ακομή δεν εστέγνωσαν Ιστ. πατρ. 1756· εάν ετελείωσεν εκείνην την δουλείαν ... και ουδέν επλερώθην ακομή και χρεωστεί του τα, εντέχεται να τον πλερώσει Ασσίζ. 8525· Μα τον Αρέτα ακομή δεν είδα να ’ρτει κάτω Στάθ. Α΄ 325.ακούω,- Σπαν. (Hanna) B 114, Προδρ. (Hess.-Pern.) IV 104, Ασσίζ. (Σάθ.) 12430, 16412, 2835, 38714, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 558, Διγ. (Mavr.) Gr. VI 496, Διγ. (Hess.) Esc. 517, 1325, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 3102, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 335, 1379, 3176, 3539, 8464, Πτωχολ. (Ζώρ.) N 550, Διήγ. Βελ. (Cant.) 459, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 159, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2014, Λίβ. (Wagn.) N 275, Χρησμ. (Trapp) I334, Μαχ. (Dawk.) 18226, 24412, 44630, 32, 5222, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 9032, Θησ. (Foll.) I 5, 137, Θησ. (Βεν.) Υπόθ. Β́́ [13], Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 17, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 164, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 350, Έκθ. χρον. (Lambr.) 2414, 281, 531, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 30, 81, 123, 143, 148, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙ 7, ΧΧΙΙΙ 6, XLVII 23, Έξ. ΙΙΙ 7, VII 22, XV 26, XXII 22, XXIII 22, Δευτ. ΙΙ 25, ΧΧΧΙΙΙ 7, Βίος γέρ. (Schick) V 770, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1314, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 1236, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 9716, 11315, 18813, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 5, 219, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1847, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 890, Δ΄ 1875, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 40, 72, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ε΄ 191, Φορτουν. (Ξανθ.) Β΄ 32, Πρόλ. άγν. κωμ. (Morgan) 35, Ζήν. (Σάθ.) Ε΄ 86, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 19814, 2439, 26315, 29310, 3002, 4421, 51311, 5205· ακούγω, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) γ23, Συναξ. γυν. (Krumb.) 883, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 477, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) AN 297, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 36, Πεντ. (Hess.) Λευιτ. XXIV 14, Δευτ. Ι 16, ΙV 12, 28, XIII 375, ΧVIII 14, 15, Αχέλ. (Pern.) 1190, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ΄ 687, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 8, 110, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2203, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ 19, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 59, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 204, Διγ. (Lambr.) O 418· ακώ, Ασσίζ. (Σάθ.) 2506, 28129, 2849, 35010, Διγ. (Hess.) Esc. 536, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8911, Θησ. (Βεν.) ΙΑ΄ [122]· ηκούγω, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 33v, 43v, 131r, 163v· ’κούω, Ασσίζ. (Σάθ.) 44219, Διγ. (Καλ.) Esc. 74, Διήγ. Βελ. (Cant.) 357, Θησ. (Βεν.) Έ́ [802], Ζ́́ [1402], Ριμ. Βελ. (Wagn.) 127, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 75, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ΄ 31, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 313, 1285, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ́ 213, Διγ. (Lambr.) O 113, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 47624· μτχ. παρκ. ακουσμένος, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 668, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ́ 220, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) Προς Αναγν. 28, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 10, 239, 600, 1364, Σταυριν. (Legr.) 22, 205, 344, 862, 1107, 1126, 1201, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1270, 1285, Διγ. (Lambr.) O 145, 1588, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11314, 11713, 11817.
Το αρχ. ακούω. Η λ. και σήμ. κοινή και με διάφορους τ. σε ιδιώμ. (ΙΛ). Για τον τ. ’κούω βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 213· για τον τ. ακώ, καθώς και τη μτχ. ακόντα, βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 215.
I. Ενεργ. 1) Ακούω, όπως κοιν. και σήμ. (Η σημασ. αρχ., L‑S): ως να ακούσουν το άκουσμά σου και να τρομάξουν και να φουβεθούν Πεντ. Δευτ. ΙΙ 25. Πβ. αγροικώ ΙΙΙ 1α. 2) α) Ακούω προσεκτικά, εξετάζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4α): καν συντυχαίνει (ενν. ο καίσαρ) πρόσεχε κι άκουε να μανθάνεις Σπαν. B 114· β) παρέχω ακρόαση (σε κάποιον): μετά ταύτα η αυλή ένι κρατημένη να ακούσει το δίκαιον των δύο μερίων Ασσίζ. 16412· Περί του ... αβαμπαρλιέρη πότε χρη έσται ακροούμενος εις την αυλήν και πότε να μηδέν του ακούσουν Ασσίζ. 2835. Συνών. ακροώμαι. 3) Παρακολουθώ (προκ. για εκκλησιαστική ακολουθία ή τμήμα της): και ούτε ώρες, ούτε εσπερινόν, ούτε όρθρον αυτός ποτέ δεν άκουε Ιστ. πατρ. 11315· και σ’ εκκλησίαν δεν πάμεν| βαγγέλιο ν’ ακούσομεν και αντίδωρον να φάμεν Αλφ. 1516. Πβ. αγροικώ ΙΙΙ 1γ. 4) (Ενεργ. και μέσ.) ονομάζομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4α): κυρά, κυρά μαγκίπισσα, το πώς ακούεις ουκ οίδα Προδρ. IV 104· ο πρώτος άκο Κομνηνός κι ο δεύτερος ο Δούκας κι ο τρίτος άκο Άγγελος, ούτως τον ονομάζαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3539· και ζην ουκέτι βούλομαι ει άτολμος ακούσω Διγ. Gr. VI 496· Εμμανουήλ ο γράψας ην, ακμή και ο ποιήσας·| Γεωργηλάς ακούεται, Λιμενίτης τ’ επίκλην Γεωργηλ., Θαν. 17. Φρ. ακούει το όνομά μου = ονομάζομαι: Και ο μεν νόμιμος ήκουε το όνομά του Νικηφόρος Πρόλ. άγν. κωμ. 35· Πώς ακούει τ’ όνομά σου; Χρησμ. Ι334. 5) Αντιλαμβάνομαι (Η σημασ. ήδη μτγν., ΠΔ [Tisch.] Γέν. ΧΙ 7): ως να μην ακούσουν ανήρ γλώσσα του σύντροφού του Πεντ. Γέν. ΧΙ 7· Μα εγώ, ως ακούγω, ευρέθηκα περίσσα κομπωμένη Ροδολ. Δ΄ 19. Πβ. αγροικώ Ι 1β2. 6) Υπακούω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4β): οργίσθη ο μπασίας ... ως ουκ ήκουσαν τον λόγον αυτού Έκθ. χρον. 281· Και επαράδωκέν της τ’ ανοικτάρια και δεν άκουσε να πάρει Μαχ. 44632· Με τέτοιον τρόπον ίδιον| και φυσικά αγάπα, α θα μ’ ακούσεις Πιστ. βοσκ. Ι 5, 219. Πβ. αγροικώ ΙΙΙ 1ζ. 7) α) Εισακούω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4γ): άκουσε, Κύριε, εις τη φωνή του Ιούδα και προς τον λαόν του να τον φέρεις τα χέρια του Πεντ. Δευτ. ΧΧΧΙΙΙ 7· πώς να ακούσει ο Θεός τώρα την προσευχή μου Αιτωλ., Μύθ. 1314· ότι ο Θεός μετά χαράς ακούγει οπού τον κράζουν Φαλιέρ., Ρίμ. AN 297. Πβ. αγροικώ ΙΙΙ 1Ϛ. Φρ. ακουσμόν ακούω = εισακούω ή υπακούω (Πβ. Ανδρ., Αθ. 47, 1937, 191): αν κακουχισμό να κακουχήσεις αυτόν, ότι κραυγαμό να κραυάξει προς εμέν, ακουσμό να ακούσω την κραυγή του Πεντ. Έξ. ΧΧΙΙ 22· ότι αν ακουσμό να ακούσεις εις την φωνή του και να κάμεις το όλο ός να συντύχω Πεντ. Έξ. ΧΧΙΙΙ 22· αν ακουσμό να ακούσεις εις την φωνήν του Κυρίου του Θεού σου ... και να φυλάξεις όλους τους τύπους του Πεντ. Έξ. XV 26· β) δέχομαι να ..., συγκατατίθεμαι να ...: θωρώντα ότι αργούσαν και δεν ακούαν να μισεύσουν ώσπου να πάρουν αμάχιν Μαχ. 5222. 8) Αισθάνομαι με αισθητήριο του σώματός μου· (εδώ) της όσφρησης· οσφραίνομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2αβ. Πβ. Ανδρ., Σημασ. εξ. 25) Η σημασ. ήδη στον Άρατο (E. Maass) στίχ. 241 και 336· πβ. E. Maass, Commentariorum in Aratum reliquiae, σ. 38126, 38213, 40824 και 4092 (Πληροφορία δεσπ. H. Werner): Και όσοι διαβούν και βλέπουν τα την μυρωδιάν ακούσι Ερωτοπ. 159. Φρ. ακούω βαρέως = δυσανασχετώ ακούοντας (κάτι) (Πβ. όμως τα σημερ. βαριά ακούω, ΙΛ στη λ. βαρεά 6β, βαριακούω): Ακούσας δε ταύτα ουκ απεδέχθη την αίτησιν αυτών, αλλά βαρέως ήκουσεν Έκθ. χρον. 531. II. Παθητ. α) Γίνομαι γνωστός, διαφημίζομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 5α): κι εις Δύσην κι εις Ανατολήν θε ν’ ακουστεί η χαρά μου Τζάνε, Κρ. πόλ. 3002· ίν’ ακουστεί η φήμη μας τώρα στον κόσμον όλον Ριμ. Βελ. 164· Κι η φρόνεσίς μου σας νικά κι ακούστηκ’ η ανδρειά μου Τζάνε, Κρ. πόλ. 19814· β) (απρόσ.) γίνεται γνωστό (Η σημασ. ήδη στο Δαμασκηνό, Sophocl.): ηκούσθη ως οι Αμαρδάριοι έκλεψαν τα άσπρα εκ της αλυκής Έκθ. χρον. 2414. Πβ. αγροικώ ΙΙΙ 3β. Η μτχ. ακουσμένος (ως επίθ.) = φημισμένος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 5α): Στην Βενετιά την έγραψα, την ακουσμένη χώρα Διακρούσ. 11817· χίλιους και πεντακόσιους στρατιώτες ακουσμένους Παλαμήδ., Βοηβ. 600. —Συνών.: ακουστός, ξακουσμένος, ξακουστός. Το β΄ πρόσ. της προστ. άκου και άκο ως επιφ.: με τον αφέντην Αθηνών μισίρ Γιλιάμον άκο| ντε λα Ρότζε το επίκλην του, ούτως τον ονομάζαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3176· και είπεν ο Ιωσέφ προς τον λαό· ιδού αγόρασα εσάς σήμερα και την ηγή σας του Φαρό· άκου εσάς σπόρο και να σπείρετε την ηγή Πεντ. Γέν. XLVII 23. — Πβ. και ακροάζομαι, ακρουμάζομαι, ακρουμαίνω, ακρώννομαι, αφουκράζομαι, αφτιάζω.ακρωτήρι(ν)- το, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2842, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 84, 248, Ζ 204, Πουλολ. (Krawcz.) 76, 193, Απολλών. (Janssen) 492, 711, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1092, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 65, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 57, 59, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 541· ’κρωτήρι(ν), Πουλολ. (Ζώρ.) Z 288, Πουλολ. (Krawcz.) 90· ακριωτήρι, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3005.
Το αρχ. ουσ. ακρωτήριον. Έχει και υποκορ. ακρωτηράκιν, Πορτολ. B (Del.) 2915. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Απαντά και επίρρ. κατακρώτησα στον Πορτολ. A 186, 11, κλπ. (όπου όμως εσφαλμ. εκδίδεται κατ’ ακρώτηρα· βλ. Τσοπ., Ελλην. 13, 1954, 187).
Γλώσσα γης που εισδύει στη θάλασσα (Η λ. και ως τοπων., Σπυριδ., ΕΕΒΣ 23, 1953, 172): Ευρίσκονται αμφότερα τα κάστρη| εις ακρωτήριν του γιαλού και έχουσιν λιμιώνα Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2842· Εκεί ηύρε σπήλαιον φοβερόν εις ακριωτήρι απάνω Χρον. Μορ. P 3005· όπου καθίσεις, άτυχε, εις άμμον ή ακρωτήρι,| σηκώνεις το κεφάλι σου και πάλιν κρους το κάτω Πουλολ. Z 204.αλάργα,- επίρρ., Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 55, 56δις, 57, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 474· αλάργο, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 1137, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 754· αλάργου, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 159, Διήγ. εκρ. Θήρ. (Λάμπρ.) 1099, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 214, Διγ. (Lambr.) O 2787.
Από το ιταλ. alla larga. Ο τ. αλάργο από το ιταλ. al largo. Η λ. και Ζωγγρ. (Μενάρδ.) 251 στον τ. αλάρκα, καθώς και σήμ. (ΙΛ, λ. αλλάργα). Ο τ. αλάργο και στον Πορτολ. A (Del.) 510, 12, 3317. Ο τ. αλάργου (που απαντά και αυτός στον Πορτολ. A 344) αναλογ. προς τα επάνου, κάτου (Λορεντζ., Αθ. 16, 1904, 195 και 205).
Μακριά (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλλάργα 1): και χίλιοι χρόν’ ανέ διαβού, μ’ άλλο δεν κάμω γάμο·| κι ας είν’ κι αλάργ’ από δεπά κι ας είναι κι εις τα ξένα Ερωτόκρ. Γ΄ 1137· έριξε δύο αστροπελέκια και το ένα έφθασε εις μίαν πέτραν αλάργα από ημάς ως εμισό μίλι Διήγ. πανωφ. 56· μετά δε ταύτα εβγήκε μία φλέβα μέσα εις το πέλαγος αλάργου από το νησί έως δέκα μίλια Διήγ. εκρ. Θήρ. 1099. —Συνών.: μακρέα.αλαργάρω,- Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 11617, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 802· ’λαργάρω, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 58, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 805.
Από το ιταλ. allargare (βλ. Triand., Lehnw. 2 = Τριαντ., Άπ. Α΄327). Η λ. και στα Κρ. συμβόλ. (Ξανθ.), Γλωσσ. 315, τον Πορτολ. A (Del.) 4815 (στο ίδιο κείμενο Α 41, 5011, 661 και αλαργαρίζω) και σήμ. (ΙΛ, λ. αλλαργάρω). Ο τ. ’λαργάρω και σήμ. (ΙΛ, λ. αλλαργάρω).
1) Απομακρύνομαι, φεύγω μακριά (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλλαργάρω): είδενε τα κάτεργα των Βενετσάνω, οπού αλαργάρανε από τις Κεχρές του Εξαμιλίου Χρον. σουλτ. 11617· και έτσι ελαργάρησαν από το κακόν Διήγ. πανωφ. 58. 2) (Μτβ.) απομακρύνω· (προκ. για εχθρό) αποκρούω (Πβ. ΙΛ, λ. αλαργάρω, μτβ.): ερίχνασι απάνω εις τους Τούρκους κοντάρια ... και αλαργάρανε τους εχθρούς Χρον. σουλτ. 9010. — Πβ. και αλαργώ.αλαφρός,- επίθ., Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1056, Μαχ. (Dawk.) 33230, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 9224, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 380, Πιστ. βοσκ. (Joann.) II 8, 14, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 794, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 826, 1288, Δ΄ 678, 683, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ΄ [473]· ’λαφρός, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6972, Gesprächb. (Vasm.) 761635, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [323], Ζ΄ [933], Θησ. (Schmitt) 337 VII 12· ελαφρός, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3607, 3704, 6260, 6973, 7003, 9055, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) Α΄ 2317, Θησ. (Βεν.) Ή́ [582], Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 911, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 60· αλαφρύς, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 374.
Το αρχ. επίθ. ελαφρός. Για το σχηματισμό των τ. βλ. ΙΛ, λ. αλαφρός.
1) Που δεν έχει σημαντικό βάρος· α) (εδώ) άυλος (Η σημασ. αρχ.· πβ. L‑S, λ. ελαφρός ΙΙΙ 3): Τα σώματα των αγίων αναστήσονται άφθαρτα, φωτεινά, ελαφρά Ιστ. πατρ. 911· β) (προκ. για όπλο) που κρατιέται χωρίς μεγάλη προσπάθεια: όποιος λατζόνι ορέγεται ’λαφρό ας το βασταίνει Θησ. 337 VII 12. 2) (Προκ. για πολεμιστές, στρατεύματα ή το ιππικό) ευκίνητος (Η σημασ. αρχ., L‑S II): δοξιώτες εις τα άλογα πολλά ελαφροί της μάχης Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3607· και να έχουν άλογα ελαφρά να διώξουν και να φύγουν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6973· τα αλλάγια τα ελαφρά μας Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7003· τα άρματα ’πού πάνω τους, τα σίδερα ερίχνα| διά να είναι ελαφροί Παλαμήδ., Βοηβ. 794. 3) Επιπόλαιος (Η σημασ. ήδη στον Πολύβιο, L‑S στη λ. ΙΙΙ· βλ. και Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ Β΄, 1955-6, 234. Βλ. και Lampe, Lex., λ. ελαφρός 2 και Ευστ., Ιλ., Stallb., 108432): Ω πόσον αλαφρή ’ναι.| Ω πόσον λίγον έχεις| τον ομυαλόν Πιστ. βοσκ. ΙΙ 8, 14· Θυμάσαι το, πόσες φορές σου τα ’πα στην αρχή σου| κι εσένα αλλότες τούτα δα, γιατί πολλά ’λαφρή ’σου Κατζ. Β΄ 380· πβ. αλαφραίνω Β 4β. 4) (Προκ. για σωματικό πόνο ή ψυχικό πάθος) όχι επαχθής, όχι σοβαρός, όχι κουραστικός, ασήμαντος, ανεκτός, υποφερτός: μ’ εκείνον (= βλέποντάς σε) το κακόν μου| ξορίζω ’πού ξαυτόν μου| κι έν αλαφρόν το πάθος μου, κυρά μου Κυπρ. ερωτ. 9224· ο πόνος ο βαρύτερος τον αλαφρό σκολάζει Ερωτόκρ. Γ΄ 1288· Και δείχνουν αλαφρό πολλά κι εύκολο κάθε κόπο Ερωτόκρ. Δ΄ 683· Και τ’ αλαφρά βαρύνασι, στραβά ’ναι τα ’σαν ίσα Ερωτόκρ. Δ΄ 678· σε λογισμό καλύτερο και πλια ’λαφρύ μ’ εφέρα Ερωτόκρ. Α΄ 374· πβ. αλάφρωση και αλαφραίνω Α 1β. 5) α) Ανεκτός, εύκολος: Αλλά διά το ελαφρότερον εμέν όπου το γράφω,| κι εσέν όπου το ακφράζεσαι κι όπου το αναγινώσκεις Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6260· β) όχι πιεστικός, όχι απαιτητικός: Εμένα ουν φαίνεταί μου ότι όσον είναι πλείονες και ελαφρότεροι οπού μέλλουν να αρκεσθούν με ολίγον ο καθείς, είναι δε άλλως χρήσιμοι, τόσον θέλει είσθαι κάλλιον Βησσ., Επιστ. 2317· 6) (Προκ. για βλέμμα) απαλός, καλοπροαίρετος: Το βλέμμα μου ’λαφρότερον θέλ’ είσταιν προς εκείνον,| όταν τον θέλω βλέπει γαρ να φύγει ’κ το θεάτρο Θησ. Ζ΄ [933]. Ιδιάζουσα χρήση: διαβαίνω εις το ελαφρόν = απαλλάσσομαι από ευθύνη: να δώσουσιν τους Γενουβίσους τους φονιάδες τους Βενετίκους και είτι πράμαν τους επήραν και από τες εκατόν χιλιάδες τα δουκάτα εμπόρου να διαβούν εις το αλαφρόν ότι το πράγμα εγίνετον αθελώς Μαχ. 33230. Πβ. αλαφρά β. Ο πληθ. του ουδ.: τα αλαφρά = οι ελαφρά οπλισμένοι: διακόσιους γαρ εδιόρθωσεν όπου ήσαν τ’ αλαφρά τους Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1056· πβ. αλαφραίνω Β 3. Το ουδ. του ενικού = σε μικρό βαθμό: εξανάρχισεν η φλέγα και εσήκωσε ολίγον και ελαφρό Διήγ. πανωφ. 60.αλέθω,- Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 261, III 106, Φυσιολ. (Legr.) 158, Μαχ. (Dawk.) 2161, 52231, Πεντ. (Hess.) Έξ. ΧΧΧΙΙ 20, Δευτ. ΙΧ 21, Εκατόλ. (Hess.-Pern.) M 72, Μηλ., Οδοιπ. (Παπαγ. Σπ.) 640, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 59τρις, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3617.
Το αρχ. αλήθω. Η λ. και στο Ονειροκρ. του Αχμέτ (Sophocl.). Το ε από τον αόρ. ήλεσα του αρχ. αλέω, που χρησιμοποιήθηκε και ως αόρ. του αλήθω (Χατζιδ., Αθ. 43, 1931, 201). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Αλέθω (όπως και σήμ.): εκεί έναι μύλος κάτωθι της γέφυρας και αλέθει με την θάλασσα Μηλ., Οδοιπ. 640· το σιτάριν, τό είχεν το κάστρον, άλεσέν το και έδωκέν το τους μαγκίπους Μαχ. 52231· Τα στάρια εις τα μαγατζιά έβαλαν εν τῳ άμα| κι αλέθαν κι εζυμώνασι και παξιμάδια ’κάμα Τζάνε, Κρ. πόλ. 3617. 2) Κόβω σε πολύ μικρά κομμάτια, κατακερματίζω: και επήρεν το μοσκάρι ος έκαμαν και έκαψεν εις την ιστιά και άλεσεν ως ότι φτενό Πεντ. Έξ. ΧΧΧΙΙ 20. 3) (Μεταφ.) τρώγω με βουλιμία, ροκανίζω: και πλύσιμον ου δέχεται καν όλως το πινάκιν,| και άφες τρώγειν τα πολλά, ν’ αλέθεις πασπαλάτα Προδρ. ΙΙΙ 106.αλλήλως,- επίρρ., Βέλθ. (Κριαρ.) 868, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 197, 770, 815, 928, 933, 1182, 1521, 3183, 3797, 3842, 3990, 4278, 6031, 6295, 6898, 7252, 8286, 8516, 8906, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 197, 3990, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 99, Φλώρ. (Κριαρ.) 269, 778, 779, 1679, Απολλών. (Wagn.) 99, Λίβ. (Lamb.) Esc. 364, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 410, 442, 1051, 1265, 1329, 1566, 1637, 1841, 1846, 1859, 1921, 2049, 2102, 2616, 2623, 2625, 2758, Γ΄ 21, 35, 75, 271, 422, 623, Αχιλλ. (Hess.) N 570, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1984, 2135, Χρησμ. (Λάμπρ.) 105, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 349, Θησ. (Foll.) I 5, 123, Ch. pop. (Pern.) 678, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) I 35, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 350, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 785, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 223, 463, Πικατ. (Κριαρ.) 143, 147, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 476, Μυστ. παθ. (Parlang.-Μανούσ.) 12230, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 59, Αχέλ. (Pern.) 520, 531, 880, 1527, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 108, Αιτωλ., Μύθ. (Legr.) 108, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ΄ 106, Δ΄ 424, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 26, Γ΄ 88, 104, Ερωφ. (Ξανθ.) Γ΄ 200, 413, Ε΄ 198, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 2232, Γ΄ 26, 641, Δ΄ 1417, Ε΄ 654, 1370, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β΄ 89, Γ΄ 12, 60, 61, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. δ΄ 89, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 41712, 5022· αλλήλω, Στάθ. (Σάθ.) Β΄ 124· αλλήλους, Διγ. (Καλ.) A 994, Αχιλλ. (Hess.) N 116, 569, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 229, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 61· αλλήλων, Ερμον. (Legr.) E 445, Gesprächb. (Vasm.) 817.
Από την αντων. αλλήλων. Η λ. πιθ. και στην Άννα Κομνηνή (ΙΕ΄ 11, 9) (Χαριτων., Πραγμ. Ακ. Αθ. 15, 1951, 37) και σήμ. (ΙΛ). Ο Καψ. (ΛΑ 3, 1943, 126 σημ. 5) νομίζει ότι στο αλλήλως (γράφει: αλλήλος) έχομε φωνητική εξέλιξη του οι της δοτ. αλλήλοις σε ü ‑ ο. Πβ. και τ. αλλήλα σε βυζ. παστικό τραγούδι (Κουκ., ΒΒΠ Δ΄ 132). Ο τ. αλλήλους και σήμ. σε ιδιώμ. (ΙΛ). Ο τ. αλλήλων οφείλεται σε εσφαλμ. σύνταξη. Ο τ. αλλήλω δεν αποτελεί ουσιαστικά ξεχωριστό τ., αφού η αποβολή του τελικού ‑ς οφείλεται σε λόγους ανομοιωτικούς εξαιτίας των συμφραζομένων. Βλ. και αλλήλων. Απαντά και σύνθ. διαλλήλως (σε αρχαϊστ. κείμενο) (Χαριτων., Πραγμ. Ακ. Αθ. 15, 1951, 37).
α) Αμοιβαία, με τρόπο που να υπάρχει θετική ή αρνητική σχέση του ενός προσώπου με το άλλο ή τα άλλα, με τρόπο που να δημιουργείται ανταλλαγή αισθημάτων, υποχρεώσεων, κλπ. από πρόσωπο σε πρόσωπο: ηδέως κατεφίλησαν, χωρίζονται αλλήλως Βέλθ. 868· διατί επεθυμούσαν πολλά του να ενωθούν αλλήλως Χρον. Μορ. (Καλ.) H 770· γλυκοφιλούν ενήδονα, αλλήλως ασχολούνται Φλώρ. 1679· αλλήλως να φιλήσομε πριν ν’ αποχωριστούμεν Ριμ. Βελ. 350· και αλλήλως τους εμάχονταν τις την τιμήν να πάρει Αχέλ. 1527· αγαπητοί, μονοιάσετε και αλλήλως φιλευθείτε Αχέλ. 531· αλλήλως εις το πρόσωπον δέρνοντας τσουγκρανίζαν Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 108· Εμείς είμαστ’ οχ την Αξά και Τούρκοι μας επιάσα| κι αλλήλως τως σαν κάνουσι, όλους μας εμοιράσα Κατζ. Δ΄ 424· μηδέ τα ψάρια στο γιαλό να στέκου δε μπορούσι| παρά κι εκείν’ αλλήλως τως αγάπην αγροικούσι Πανώρ. Γ΄ 104· πάσα καιρό αλλήλως τως σ’ άμετρη αγάπην ήσα Πανώρ. Πρόλ. 26· τα ζα, απού δε νογούσι,| ως γεννηθούν, αλλήλως τως γυρεύγου να σμιχτούσι Πανώρ. Γ΄ 88· και θυμωμένοι αλλήλως τως ζιμιό το μοιραστήκα Ερωφ. Ε΄ 198· και σαν ανέμοι αλλήλως τως μάχουνται πάντ’ αντάμι Ερωφ. Γ΄ 200· ποιος είμαι να γνωρίσετε κι αλλήλως να το πείτε Ερωτόκρ. Ε΄ 1370· αλλήλω μας κι εμείς αθιβολή μιλούμε Στάθ. Β΄ 124· β) μόνοι τους: κι αλλήλως γαρ χειροτονούν τον Πατριάρχην που έχουν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 815· γ) όλοι μαζί (είτε πρόκειται για δύο ή περισσότερους): ευθέως του επροσηκώθησαν κι εκάθισαν αλλήλως Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8906· ως αδελφοί να ζήσομεν αλλήλως Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8516· Αλλήλως να σκιρτήσουσιν ερωτοενηδόνως Φλώρ. 779· έθηκαν τα κοντάρια τους αλλήλους εις την ρένταν (έκδ. ρέσταν· διορθώσ.) Αργυρ., Βάρν. K 229· Αλλήλως μέσα εμπαίνουσιν, κάμνουν την κατοικιάν τους Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) Ι 35· και παίζοντες εις ευθυμιάν αλλήλως εγελούμαν Πένθ. θαν. N 476· κι έπεψε και το δούλο του καπόνους ν’ αγοράσει,| να κάτσουσιν αλλήλως τως ομάδι να τσι φάσι Κατζ. Γ΄ 106· να ξεφαντώνου αλλήλως τους και ύστερα να πλύνου| τα πρόσωπά τους Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 89· εχάσαμεν αλήλως μας τέσσερα δαχτυλίδια Ερωτόκρ. Ε΄ 654· κι αυτείν’ οι τρεις αν πεθυμού και θε να το νικήσου,| αλλήλως τως ας τρέξουσι να το ξεκαθαρίσου Ερωτόκρ. Β΄ 2232. — Πβ. και συναλλήλως.άλλος,- αντων., Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 191, 225, 275, 284, Προδρ. (Hess.-Pern.) Ι 19, III 37, 84α (χφ C) (κριτ. υπ.), 115, 205, 216a (χφ g) (κριτ. υπ.), 216q (χφ g) (κριτ. υπ.), 404d (χφ g) (κριτ. υπ.), 404i (χφ g) (κριτ. υπ.), 404j (χφ g) (κριτ. υπ.), 404k (χφφ gV) (κριτ. υπ.), 412h (χφ g) (κριτ. υπ.), IV 32, 52, 107α (χφ g) (κριτ. υπ.), 108, Καλλίμ. (Κριαρ.) 150, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 559, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 599, Διγ. (Καλ.) Esc. 349, Επιθαλ. Ανδρ. Β' (Strzyg.) 551, Βέλθ. (Κριαρ.) 279, 402, 458, 485, 575, 580, 588, 593, 595, 598, 625, 626, 641, 676, 679, 805, 822, 827, 912, 1102, 1206, 1261, Ερμον. (Legr.) Υ 104, Λίβ. (Lamb.) Sc. 379, 2171, 2545, Λίβ. (Lamb.) Esc. 13, 1088, 4179, Αχιλλ. (Haag) L 1046, Αχιλλ. (Hess.) L 1026, Αχιλλ. (Hess.) N 1618, 1636, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1957, Μαχ. (Dawk.) 32233, Δούκ. (Grecu) 637, 10513, 3036, Ch. pop. (Pern.) 34, Αρμούρ. (Κυριακ.) 1, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VII 78, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) γ 54, Βουστρ. (Σάθ.) 500, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 28, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 1481, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 479, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 113, 135, 136, 141, 148, 171, 172, 177, 182, 195, 196, 267, 340, 342, 365, 387, 408, 476, Συναξ. γυν. (Krumb.) 965, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 40, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) A 654, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 644, Αχέλ. (Pern.) 1350, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 12814, Άρχ. Μεγ. (Μπουμπ.) P 41, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 71, 118, 305, Γ΄ 110, 363, Δ΄ 84, 141, Ε΄ 261, 446, 493, Πανώρ. (Κριαρ.) Ε΄ 198, Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. γ΄ 49, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 2, 319, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 2210, Θυσ. (Μέγ.)2 354, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 23, 96, Στάθ. (Μανούσ.) Γ΄ 345, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 58, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [357], Λίμπον. (Legr.) Αφ. 31, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ΄ 51.
Η αρχ. αντων. άλλος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Για τους τ. της λ. σε ορισμένες πτώσεις βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 155-6 και Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ., Γλωσσ. σ. 486.
1) Κάποιος άλλος (Η σημασ. ήδη αρχ., L‑S στη λ. ΙΙ 1): ’φόντας τρως και ξεφαντώνεις δίδε και αλλονού πτωχού Άρχ. Μεγ. P 41· Σπαθί αλλονού τον άτυχο τούτον ας θανατώσει Ερωφ. Ιντ. γ΄ 49· κι εφάνιστή ντου κι η Αρετή αλλού γυναίκα γίνη Ερωτόκρ. Β΄ 2210· πώς να γροικήσω αλλού φωνή κι όχι την εδική σου; Θυσ.2 354. Εκφρ. (1) ο ένας και ο άλλος = και οι δύο: Το ’να και τ’ άλλο το ’καμα για να σε δοκιμάσω Κατζ. Ε΄ 493· (2) άλλοι ..., άλλοι = μερικοί ..., μερικοί ...: Άλλες με το διαβαστικόν, άλλες με ολίγον βρώμα Απόκοπ. 195· (3) ένα ... τ’ άλλο ... = ο ένας λόγος ... ο άλλος λόγος ... (πβ. ΙΛ στη λ. 1ε): Ένα για να μην δώσω αιτιά ... (παραλ. 1 στ.), τ’ άλλο γιατί ... Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [357]. 2) Κάποιος δεύτερος, τρίτος, κλπ., που είναι όμοιος με τον προηγούμενο ή τους προηγούμενους (Η χρήση αρχ., L‑S στη λ. ΙΙ 7· ως προς τη βυζ. χρήση πβ.: και ην το σπήλαιον εκείνο κεκοσμημένον ως άλλος ναός άγιος σε κείμενο της πρωτοβυζ. εποχής, Tabachovitz, Museum Helveticum 3, 1946, 161-2, όπου όμως ο Tabachovitz εσφαλμ. βλέπει πλεονασμό του άλλος· πβ. πάντως και τη βυζ. επίσης χρήση: έστι γαρ τι χρήμα οίον ουκ άλλο Ευστ., Opusc. 3552· βλ. και Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄, 6, 1955-6, 234): επειδή φίλος ο καλός είναι άλλος σαν εμένα, ως λέγουσι Λίμπον. Αφ. 31· να οικοδομήσει ναόν να μην έγινεν άλλος δεύτερος απ’ αυτόν εις τον κόσμον από Αδάμ έως την σήμερον Διήγ. Αγ. Σοφ. 1481· κι είχε και τον Μερκούριον, τον άλλον Αχιλλέα Κορων., Μπούας 40. Εκφρ. (1) η άλλη μου (ενν. χέρα) = το άλλο χέρι μου: και η άλλη του εβάσταζε χαρτίν μετά γραμμάτων Λίβ. Esc. 1088· (2) άλλος τόσος (= που έχει το ίδιο μέγεθος, την ίδια σημασία): την θλίψιν μου άλλην τόσην Λίβ. Sc. 2171· (3) άλλο(ν) τόσο(ν), επίρρ. (= σε διπλάσιο βαθμό): ... γιατί άλλον τόσο τη χαρά διπλώνει η συντροφιά σου Στάθ. Γ΄ 96. 3) Πρόσθετος, συμπληρωματικός: και πάλιν εξαφείτε τον άλλας και τρεις ημέρας Προδρ. ΙΙΙ 412h (χφ g) (κριτ. υπ.)· Ίσταντο τρεις και τέσσαρες και πάλιν άλλες πέντε Βέλθ. 598· Αλλά εδιέβην κι έμαθε νέον και άλλον πράμα Αχέλ. 1350· Και θέλω άλλο να σε ειπώ πάλιν διά τον δούκα Χρον. Τόκκων 1957. Έκφρ. άλλη(ν) μία(ν) (ενν. φοράν): Για τούτο εξανατρέξα και ρωτήξα| στ’ Απόλλω άλλη μια φορά το τι να κάμου Πιστ. βοσκ. Ι 2, 319· και του ποταμού το ρείθρον| άλλην μίαν τον σκελίζει Ερμον. Υ 104. 4) Υπόλοιπος, εκείνος που απομένει (Η χρήση και αρχ., L‑S στη λ. ΙΙ 6, αλλά και νεοελλ., βλ. ΙΛ στη λ. 3β): Και πρήσκεται η κοιλία μου, τα δ’ άλλα μη τα λέγω Προδρ. III 216· και τ’ άλλον τότε του λαού ουκ είδαμεν τι εγένη,| αμ’ εχωρίσαμεν εμείς και αυτοί από μας ως ξένοι Απόκοπ. 365· τ’ άλλα, σαν έμπω σπίτι τους, όλα τους τα τελειώνω Κατζ. Ε΄ 446· κι έρχοντ’ οι δέκα: οι δύο από μπρος κι οι γιἄλλοι δυο από πίσω Στάθ. Γ΄ 23. 5) Διαφορετικός: αρπάζω το ’κ το χέριν της και άλλην οδόν επήρα Προδρ. IV 107α (χφ g) (κριτ. υπ.)· άλλην διέβην ρύμην Προδρ. IV 108· Σήμερον άλλος ουρανός, σήμερον άλλη ημέρα Αρμούρ. 1· Κι εγώ ο κακορίζικος πὀλόγιαζ’ άλλο πράμα Κατζ. Ε΄ 261· να ’τρωγα και να χόρταινα, γιατί, μα την αλήθεια,| γεμίσει ήθελα την κοιλιά άλλο παρά ροβίθια Κατζ. Γ΄ 110· και την αρχήν επιάσαμεν και τον σκοπόν εκείνον,| οπού είχεν στράτας εκατόν εις άλλην και άλλην χώραν Λίβ. Esc. 4179· άλλας και άλλας Λίβ. Sc. 3014. Εκφρ. (1) ο άλλος κόσμος (= ο Άδης· βλ. και ΙΛ στη λ. 1 Φρ.): στον άλλον κόσμον κρίνουνται Σκλέντζα, Ποιήμ. γ 54· (2) την άλλην (ενν. οδόν = πορεία, κατεύθυνση, μέθοδο): Ο βασιλεύς ουν, ιδών ότι εις τέλος προχωρούσι τα του τυράννου βουλεύματα, την άλλην ετράπετο Δούκ. 3036· Τότε ο Καντακουζηνός, ορών ότι ... ουκ ην το παράπαν χειρώσασθαι, την άλλην έφερε και δη διά πολεμικών και διά των εντός ευρισκομένων οικείων αυτῴ είσεισιν εν τῃ πόλει Δούκ. 637· (3) δεν [εδώ: ρήμα] άλλο παρά να ... = μόνο [εδώ: ρήμα] για να ...: πιστεύγω, δεν ήρτεν άλλο παρά να σε φουρκίσει Βουστρ. 500· (4) άλλα των αλλώνε = ασυναρτησίες: Και έλεγε άλλα των αλλώνε, ό,τι έφτανε Χρον. σουλτ. 12814· (5) άλλος εξ άλλου = (α) πολύ διαφορετικός από τον εαυτό του, έξαλλος (πβ. Caratz., Aevum 25, 1951, 110-1· για τη χρήση πβ. Ατταλ. 2673· βλ. και Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄, 6, 1955/6, 234): άλλος εξ άλλου γίνομαι και τήκομαι τας φρένας Προδρ. ΙΙΙ 37· (β) που έχει πάθει σύγχυση, σαστισμένος (πβ. Caratz., Aevum 25, 1951, 110-1 ): άλλος εξ άλλου γέγονεν ουκ έχων ό,τι δράσαι Διγ. Gr. IV 599· (γ) «τρελλός» από χαρά (πβ. Caratz., Aevum 25, 1951, 110-1· πβ. Κεκ., Στρατ. (Wass.-Jern.) 5620: άλλον αντ’ άλλου εποίησεν): και πας όστις ετύγχανεν εις την χαράν εκείνην άλλος εξ άλλου γέγονεν από της θυμηδίας Διγ. Gr. IV 837· (δ) (προκ. για πόλη) που παρουσιάζεται σε «άλλη», δηλ. σε διαφορετική κατάσταση, που είναι ανάστατος: καθώς έφημεν, περικυκλώσαντες την άπασαν άλλην εξ άλλης πριν ακουσθήναι καταλαμβάνοντες Δούκ. 10513· (6) αλλής (ή άλλης) λο(γ)ής = με διαφορετικό τρόπο: τα δόντια των ανδρών αλλής λογής πληγώνει Φαλιέρ., Ιστ. A 654· και πάσα άλλης λογής ζώον Διήγ. πανωφ. 58. 6) Ιδιότυπος, ασυνήθιστος, παράξενος, εξαιρετικός (Η χρήση και αρχ., L‑S στη λ. ΙΙΙ 1· για τη χρήση στο Βυζάντιο πβ.: εποίησε δε (Ιουστινιανός) και σκεύη ολόχρυσα των δώδεκα εορτών άλλα και άλλα Πάτρια Κων/π. (Preger) 1, 99, 8· βλ. και Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄, 6, 1955-6, 234· για τη νεοελλ. χρήση βλ. ΙΛ στη λ. 2β): Η Γιακουμίνα απέσωσε με το ξανθόν τριχάριν,| του Γκουλτζουνή του μεθυστή οπού ’χει άλλην χάρην Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 479· λιβάδιν άλλης χάριτος, παράξενον οκάτι Καλλίμ. 150· τούτα κι άλλα πολλά ’λεγα, μα ’δά τα μεταγνώθω,| γιατ’ άλλην εις τα σωθικά φωτιά και λάβρα γνώθω Πανώρ. Ε΄ 198. 7) Προηγούμενος (Η χρήση και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): φοβούμαι στην κεράτσα μου μη θα με καταβάλει| κι αξιώσει μου τα βάσανα τσ’ άλλης ημέρας πάλι Κατζ. Δ΄ 84. Εκφρ. (1) προ της άλλης = πριν από λίγες μέρες (πβ. το νεοελλ. τις προάλλες, ΙΛ στη λ. 4): δώσ’ με και το άλλο το χαρτί, τό εύρες προ της άλλης Λίβ. Sc. 379 (… άλλον το χαρτίν ... τό ηύρες Λίβ. Esc. 1496)· (2) την άλλη(ν) (ενν. ημέρα) = πριν από λίγες ημέρες: μια κοπελιά μας έφερε την άλλη ο μετοχάρης Κατζ. Α΄ 71· Τ’ Αρμένη επαραγροίκησα την άλλη από σένα| πώς να τη δώσει ελόγιαζε Κατζ. Α΄ 363. 8) Επόμενος (Η χρήση και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): ημέρα επαρέδραμεν, την άλλην έφθασά τον Λίβ. Esc. 13· Το να κινήσεις μετ’ εμάς τούτην την άλλην νύκταν Λίβ. Sc. 2545. Έκφρ. την άλλη(ν) (ενν. ημέρα) = την επόμενη μέρα (Η χρήση και παλαιότ.: και σήμερον και αύριον και εις την άλλην και επί τοις εφεξής Ευστ., Opusc. 10738· πβ. Κουκ., Ευστ. Γραμμ. 71· βλ. και ΙΛ στη λ. 3): τα δε μετά την σήμερον και τα μετά την άλλην Επιθαλ. Ανδρ. Β′ 551· ρεμέδιο ’ς τούτη τη δουλειά θέλομε βρει την άλλη Κατζ. Α΄ 118· Ήλθε δε άλλην πτωχός και λαβών αυτόν ο γέρων απήλθεν Νικήτα, Βίος Φιλαρ. 13511. Το ουδ. ως ουσ. = το αιδοίο (Για τη σημασ. βλ. Κεχαγιόγλου [Πτωχολ. σ. 443]): Γύρισον τα νώτια μέρη,| γύρισόν μοι και το άλλον Πτωχολ. α 557. Το ουδ. ως επίρρ. = 1) Ακόμη, επιπροσθέτως (Πβ. άλλο άπαξ = άλλη μια φορά, Διδασκαλία Ιακώβου νεοβαπτίστου, Glotta 5, 1914, 287. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): Και διαβαίνοντα άλλ’ ολίγες ημέρες εποίκεν άλλον διαλαλημόν Μαχ. 32233· να με δέρνει με το ξύλον| και άλλον πάντα με την γλώσσαν Συναξ. γυν. 965· Σ’ εμένα αν ήτο μπορετό, σήμερο δίχως άλλο (= χωρίς να χρειάζεται να προστεθεί κάτι, ασφαλώς, αναμφισβήτητα)| στο στρώμα με την κόρη σου ήθελα να σε βάλω Κατζ. Α΄ 305. Πβ. ακμήν 2. 2) Του λοιπού, πια (βλ. και ΙΛ στη λ. 1γ): όσα και αν το ποτίζουν άλλο ποτέ ου βλαστήσει Γλυκά, Στ. Β΄ 225· άλλο, αυθέντη, ου βλέπεις με, ο θάνατος με δράσσει Αχιλλ. N 1618· Άλλον (έκδ. αλλούν· διόρθ. Κριαρ., Αθ. 50, 1940, 179) τα χείλη μου ου κινούν προς σένα να συντύχουν Αχιλλ. N 1636· εκείνος, ως με φαίνεται, άλλο ουκ εσηκώθη Αχιλλ. L 1046· Είπον σοι: μάθε, κύρη μου, άλλον ου ψηλαφώμεν Βέλθ. 1261.αλωνάδα- η, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 55, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 305.
Από το ουσ. άλωνα αναλογ. με άλλα ουσ. σε ‑άδα.
Πιθ. ο νεφελώδης κύκλος γύρω από το φεγγάρι (Πβ. ΙΛ, λ. άλωνα 3 και αλώνι 1θ): Έτσι λοιπόν επήγαμεν εις την μεράν εκείνην και είδαμεν και ήτον έτσι η αλήθεια και εφαίνουνταν μίαν αλωνάδα και ήσπριζεν ωσάν χιόνι οπού επαραξενίστημεν Διήγ. πανωφ. 55.αμαρτία- η, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 14404, Ασσίζ. (Σάθ.) 336, 465, 9828, 41418, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 1849, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 151, 156, 1257, 1853, 2109, 2738, 3780, 3977, 4165, 4173, 5532, 5534, 5571, 5750, 7203, 7213, 7233, 7632, 7656, 8580, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5414, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 257, Απολλών. (Wagn.) 504, Απολλών. (Janssen) 499, Χρον. Τόκκων (Schirò) 3452, Μαχ. (Dawk.) 9810, 25212, 46420, 22, 23, Δούκ. (Grecu) 5318, 18733, Θησ. (Schmitt) 343 ΙΙ 19a, Γεωργηλ., Θαν. (Legr.) 30, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 49, Έκθ. χρον. (Lambr.) 94, 1325, 445, Συναξ. γυν. (Krumb.) 23, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 70, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 124, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 676, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 1306, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 68, 14113, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 437, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 8024, 13223, Μ. Χρονογρ. (Τωμ.) 3416, 357, 14, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 559, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 422, 635, 1711, 2086, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 37326, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) ΙΙ 74, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 55, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 139 ιθ΄, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4796, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11526 κ.π.α.· αμαρτιά, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 663, 735, Θησ. (Foll.) Ι 30, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 122, 1220, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 204 (έκδ. Wagn. αρτιές· Wagn. προτ. αμαρτιές), Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 340, 856, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 401, Πένθ. θαν. (Knös) S 332, 425, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 221, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 51, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 262, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 257, 723, Πεντ. (Hess.) Έξ. XXII 8, Λευιτ. IV 3, V 6, 7,VII 1, 2, 5, XIX 21, Αρ. VI 12, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ε΄ 263, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ΄ [518], κ.π.α.
Το αρχ. ουσ. αμαρτία. Η λ., καθώς και ο τ. αμαρτιά, και σήμ. (ΙΛ). Απαντά και επίθ. αμαρτώδης (ΝΕ 5, 1908, 277 σημ. 4).
1) α) Παράβαση του θείου νόμου, των εντολών της θρησκείας (Πβ. L‑S στη λ. 2· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): οι αμαρτίες του λαού άναψαν τον θυμόν του Θεού Μ. Χρονογρ. 357· Χαριτωμένη, ... μεσίτευγε τον Κύριον μη ιδεί τες αμαρτίες μας Σκλέντζα, Ποιήμ.1220· Τούτα ούλα επήραν τα διά τας αμαρτίας μας οι Τούρκοι Μαχ. 9810· Εδώ ’ναι η μετάνοια τες αμαρτιές να λύσουν| και να ’βρουσιν συγχώρησιν αν μόνον το θελήσουν Πένθ. θαν. N 401· δόξες να έχει ο Θεός οπὄκαμε το θάμα| κι εβγήκα από την αμαρτιά οπού ’θελα να ποίσω Κατζ. Ε΄ 263. Πβ. αμαρτεμός, αμάρτημα 1· β) (σε περιληπτική χρήση) αμαρτήματα: δεν ακαρτερούσανε βοήθειαν ... από κανέναν τόπον, μόνε από τον Θεό. Αμή η αμαρτία του λαού δεν άφηνε Χρον. σουλτ. 8024· γ) η ευθύνη για το αμάρτημα, το κρίμα: ο Θεός να ποίσει κρίσην και η αμαρτία είναι απάνω σας και απάνω των παιδίων σας Μαχ. 25212· η αμαρτί’ αυτή ας είναι στην ψυχήν σας Παλαμήδ., Βοηβ. 559· αφότου ευρίσκετον στην φυλακήν δι’ εμέναν (παραλ. 1 στ.), πάλε η αμαρτία, το μέμψιμον έρχετον εις εμέναν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7656· δ) προπατορικό αμάρτημα (Η σημασ. ήδη μτγν., Lampe, Lex. στη λ. ΙΙ Β1β): σ’ εβάπτισε, σ’ εξέπλυνεν από την αμαρτίαν,| υιόν φωτός σε έκαμεν Ιστ. Βλαχ. 1711. 2) (Μετωνυμικά) εξιλασμός, εξιλαστήριο θύμα (πβ. κριάρι αμαρτιάς Πεντ. Λευιτ. XIX 21 = «κριόν πλημμελείας» ΠΔ [Tisch.] Λευιτ. XIX 21, της αμαρτιάς Πεντ. Λευιτ.VII 1 = «του κριού του περί της πλημμελείας» ΠΔ [Tisch.] Λευιτ. VI 31, την αμαρτιά Πεντ. Λευιτ. VII 2 = «τον κριόν της πλημμελείας» ΠΔ [Tisch.] Λευιτ. VI 32, καθώς και αμαρτιά Πεντ. Λευιτ. V 6, 7, για αμαρτιά Πεντ. Αρ. VI 12· πβ. και Bauer, Wört. στη λ. 4): Εις τόπο ος να σφάξουν το ολοκαύτωμα να σφάξουν την αμαρτιά και το αίμα του να ραντίσει ιπί το θεσιαστήρι τριγύρου Πεντ. Λευιτ. VII 2· να φέρει πρόβατο νιον του χρόνου του για αμαρτιά Πεντ. Αρ. VI 12. 3) α) Αθέμιτη συμπεριφορά (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 2): αφόν μας ήφερε η αμαρτία εδώ εις τους εχτρούς μας,| εξεύρετε ότι μακρέα απέχομεν του Μορέως Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3977· β) αδικία: Ομοίως οι δύο κακόγεροι που εκρίναν την Σωσάνναν| και το δικόν τους πταίσιμον απάνω της τό βάναν.| Και είπεν ο Θεός: «Τόση αμαρτιά να γίνει μην αφήσω» Φαλιέρ., Λόγ. 221· Έναν κεφάλαιο εγράψασιν στο προβελέντζι εκείνο,| εν ῳ ήτον τρόπος αμαρτίας και άδικον μεγάλον Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8580· γ) κακή σύμπτωση, κακοτυχία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): τι είναι η αμαρτία που γένεται εις εμένα| να μη πιαστεί εκ τους άρχοντες, απέ τους κεφαλάδες| ένας ή δύο να αλλαχτεί αφέντης ο αδελφός μου; Χρον. Μορ. P 5414· ως ήλθε από αμαρτίας κι ουκ είχεν κληρονόμον (παραλ. 3 στ.), τον τόπον του εμερίσασιν κι εποίκαν δύο μερίδια Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7233· Έτυχεν της αμαρτίας και ηυρέθην εις την Άρταν| και ένι ο τόπος βαρικός και στυπτικό το κάστρο Χρον. Τόκκων 3452. 4) Παρανομία, αδίκημα: αν γένηται ότι κανείς άνθρωπος πιαστεί εις καμμίαν άσχημην αμαρτία, καθάπερ εν μοιχείᾳ Ασσίζ. 41418· ιπί παν υπόθεση αμαρτιάς, ιπί βόδι, ιπί γαδούρι, ιπί πρόβατο, ... ιπί παν χάσιμο ος να πει ότι αυτό ’ναι ετούτο ως τους κριτάδες να έρτει υπόθεση των δυών τους Πεντ. Έξ. XXII 8· διά τα πράγματα τα ριζικάρικα ουδέν ένι τίποτες κρατημένος εις την αυτήν αμαρτίαν εάν ου μη γίνεται φανερή Ασσίζ. 465. Πβ. αμάρτημα 3. 5) α) Σαρκικό αμάρτημα (Για τη σημασ. στον Αριστοτέλη, Πολιτικά βλ. Glotta 19, 1931, 219· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Θέλομε πει πως σ’ εύραμε και ας είσαι συ αιτία| με ξένον άνθρωπον ’δεπά κι εκάμνες αμαρτία Δεφ., Σωσ. 124· Τες έσυρναν δεμένες από του φόρου και έκαμναν με ταύτες στανικώς την αμαρτίαν Μ. Χρονογρ. 3416· τ’ ανδρός της κάμνει κέρατα μεγάλα σαν λαμπάδα.| Με κείνον τον Νεκταναβόν που ’τονε οκ την ’Γυπτίαν,| μ’ αυτείνον καταπιάστηκε, κάμνει την αμαρτίαν Δεφ., Λόγ. 676· β) ερωτική επιθυμία: Εις τας δέκα (ενν. του μηνός) παύει (ενν. η φλεβοτομία) την αμαρτίαν Σταφ., Ιατροσ. 14404· γ) ερωτικές σχέσεις: Απ’ όντες ήμουν κοπελιά οκτώ χρονών ή δέκα| την αμαρτιάν ηγάπησα, τους καύχους επεθύμουν Σαχλ., Αφήγ. 856. 6) Μειονέκτημα, ψεγάδι: Ριφίος ο εμορφότατος χωρίς καμιά ’μαρτία Θησ. (Schmitt) 343 ΙΙ 19α. Έκφρ. από αμαρτίας του τόπου = (πιθ.) από άσχημες συνθήκες του τόπου: Ενταύτα εσυνέβηκεν από αμαρτίας του τόπου (παραλ. 1 στ.), ο αφέντης της Καρύταινας, ο εξάκουστος εκείνος| έπεσε εις ζάλην φοβερήν, σ’ αστένειον βαρυτάτην Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7213.αμαρτωλός,- επίθ. και ουσ., Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 526, Ασσίζ. (Σάθ.) 1818, 16214, 19, 1637, 9, 26523, 4141, 6, 26, 29, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 111, 7953, Ch. pop. (Pern.) 388, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1202, 225, 624, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 739, 742, 746, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 392, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 246β 14, 15, φ. 335α 7, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 169τρις, 185, 192, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 36328, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 57δις, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 213, 216, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11812, Ρίμ. θαν. (Κακ.) γ 2, 35, 64, 68, 80, 112, 124· συγκρ. αμαρτωλότερος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 364r.
Το αρχ. επίθ. αμαρτωλός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Αυτός που παραβαίνει τον ηθικό νόμο, τις θείες εντολές, που διαπράττει αμάρτημα (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. ΙΙ· Lampe, Lex. και Bauer, Wört. στη λ. 2· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1): ου θέλει (ενν. ο Κύριος) τον αμαρτωλόν θανάτῳ συσχεθήναι| προς την αυτού μετάνοιαν και την αποστροφήν του Γλυκά, Στ. 526· όταν έλθει εις μετάνοιαν ένας άνθρωπος αμαρτωλός, ... κράτησον παρά σοι αυτόν με λόγους διδαχής Βακτ. αρχιερ. 216· β) ένοχος (ως παραβάτης των ανθρώπινων νόμων): παντού υστερού η δικαιοσύνη οπού είναι γλυκυτάτη και ελεημονοτάτη τους αμαρτωλούς και πταίστας βλέποντας τον καιρόν τον πολύν οπού έκαμαν με τοσαύτην παίδευσιν και τιμωρίαν Σουμμ., Ρεμπελ. 192· γ) κοινός άνθρωπος (σε αντίθεση προς το Θεό): Ουκ ήτον άξιος, ουδέ εύπρεπον υπήρχε| εκεί όπου εστέψαν τον Χριστόν με ακάνθινον το στέμμα| να στέψουσιν αμαρτωλόν άνθρωπον με χρυσίον Χρον. Μορ. (Καλ.) H 111. 2) Ανάξιος, ταπεινός, ασήμαντος (Για τη σημασ. πβ. Διαθ. Νίκων. (Λάμπρ.) 227): Εγώ, δέσποτα βασιλεύς, είμαι από τώρα δούλος σου και, αν αγαπάς να ιδείς εμένα τον αμαρτωλόν άνδρα, έπαρε ανθρώπους και κοπίασον εις τον Ευφράτην Διγ. Άνδρ. 36328. Ενίοτε το θηλ.: πόρνη, κοινή, ανήθικη γυναίκα (Η σημασ. ήδη μτγν.· πβ. ΚΔ, Λουκ. 7, 37 και Migne, PG 61, 747· βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Β2 123 κε.· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, στη λ. Β1): Περί της αμαρτωλής γυναικός και απ’ εκείνον τό της δίδουσιν Ασσίζ. 1818· Ομοίως αν είχεν εις την συντροφιάν του την αμαρτωλήν πολλάς φοράς Ασσίζ. 1637· και εις ετούτη την αμαρτωλή ευρήκανε πάτημα διά να σκεπάσουν την απρεπείαν τους Σουμμ., Ρεμπελ. 169.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- το, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 59, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 804.