Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αβάστακτος,
- επίθ., Καλλίμ. (Κριαρ.) 1874, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 770, Λίβ. (Μαυρ.) P 625, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 4, 71, 651· αβάσταγος, Καλλίμ. (Κριαρ.) 27, Επιθαλ. Ανδρ. Β' (Strzyg.) 555, Λίβ. (Wagn.) N 765, Σαχλ. (Vitti) N 309, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 352, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 512.
Το μτγν. επίθ. αβάστακτος. Ο τ. αβάσταγος στο Βίο Νείλ. νεωτ. (PG 120) 156 B. Για την κατάλ. ‑γος βλ. Κακρ., Αθ. 38, 1926, 194 κε. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αβάσταχτος).
Α´ Κυριολ.: που δεν μπορεί κανείς να τον κρατήσει εξαιτίας του βάρους του, ασήκωτος, πολύ βαρύς (πβ. L‑S. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αβάσταχτος 1): Γομάρια αβάστακτα, φορτώματα μεγάλα Διήγ. παιδ. 770. Β´ Μεταφ.: ανυπόφορος, αφόρητος (πβ. Preisigke-Kiessling και Lampe, Lex. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αβάσταχτος 1β. Βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Ϛ́ 483): Ότι πολλά είναι αβάσταγοι οι απ’ απέσω πόνοι Φαλιέρ., Λόγ. 352.αβγό(ν)- το, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 13376, Ασσίζ. (Σάθ.) 49220, Ορνεοσ. (Hercher) 57930, Πουλολ. (Krawcz.) 160, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) χκ́, Ch. pop. (Pern.) 511, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 133, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 227, 610, 1161, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 214, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 40020, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4186, Διακρούσ. (Ξηρ.) 8824.
Από τη συνεκφορά τα ωά> ταουά> ταουγά> ταβγά‑τ’ αβγό (Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 322, 328-329 και Τριαντ., Ν. Εστ. 33, 1943, 303-305). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Αβγό, όπως και σήμ. (ΙΛ στη λ. 1): όπου είν’ τ’ αβγά της μελενά και τα πουλιά της μαύρα Ch. pop. (Pern.) 511.άβουλλος,- επίθ., Διήγ. παιδ. (Wagn.) 138.
Από το στερ. α‑ και το ουσ. βούλλα (πβ. ΙΛ).
Που δεν έχει βούλωμα, πώμα: αν εύρεις δ’ άβουλλον ρογίν να γέμει το ελάδιν Διήγ. παιδ. (Wagn.) 138.αγάπη- η, Τρωικά (Praecht.) 52910, Μυστ. (Vogt) 59, Σπαν. (Hanna) A 92, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 81, 192, 194, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 75, Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 146, 147, Σπαν. (Hanna) O 71, 104, Σπαν. (Legr.) P 34, 90, 92, 93, 261, 262, 264, Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 19, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 106, 112, Hist. imp. (Mor.) 8, Ασσίζ. (Σάθ.) 2623, 862, 1012, 16222, 2195, 3361, 3515, 41410, 45429, Διγ. (Mavr.) Gr. I 72, II 44, 285, III 255, 319, IV 362, 546, VI 420, Διγ. (Καλ.) A 2312, 3206, 4517, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 242, 689, 720, 721, 1479, 2207, Mevlānā (Burg.-Mantran) 34α, Rebâb-nâmè (Burg.-Mantran) 7, Βέλθ. (Κριαρ.) 345, 884, 887, 895, 905, 1017, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 247, 697, 703, 2619, 2719, 4191, 4339, 4427, 7187, 8671, 8672, 8704, 8744, 8765, 8783, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2619, 3341, 3967, 3994, 4191, 6882, 7178, 8704, 8776, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9420, 9621, Chron. brève (Loen.) 48, 97, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 75, 90, 92, 1013, 1063, Φλώρ. (Κριαρ.) 183, 467, 967, 1016, 1156, 1216, 1446, 1512, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 256, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 284, 307, 310, 313, 506, 516, Απολλών. (Wagn.) 86, 108, 206, 374, Λίβ. (Μαυρ.) P 183, 467, 967, 1016, 1156, 1216, 1446, 1512, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1119, Λίβ. (Lamb.) Sc. 328, 329, 510, 2762, Λίβ. (Wagn.) N 168, 244, 397, 848, 972, Αχιλλ. (Hess.) N 839, 1027, 1069, 1229, 1377, 1413, Φυσιολ. (Legr.) 732, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 374, 375, 850, 851δις, Μαχ. (Dawk.) 10813, 11015, 13434, 35, 1568, 15831, 1666, 18627, 22616, 23013, 25630, 2883, 8, 36831, 42034, 5044, 59424, 64020, 30, 64815, 66220, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1028 C, 1029 A, 1030 C, 1052 A, 1053 B δις, 1057 Α, 1063 Β εξάκις, Ch. pop. (Pern.) 25, 30, 46, 64, 91, 114, 136, 185, 246, 355, Βουστρ. (Σάθ.) 432, 433, Αγν., Ποιήμ. (Ζώρ.) 50, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 472, 4, 9723, 1203, Έκθ. χρον. (Lambr.) 1211, 327, 4223, 4810, 768, 825, 9, Ριμ. Απολλων. (Morgan) 34, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 192, Βίος γέρ. (Schick) V 600, 602, Χρον. (Kirp.) 315, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 16322, Δωρ. Μον. (Buchon) XXVI, XXXIX, XLIII, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 187, 337, Β́́ 168, Γ́́ 41, 165, Δ́́ 357, Έ́ 322, 496, 499, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 26, Ά́ 32, 85, 198, 199, 396, Β́́ 480, 510, Γ́́ 104, 381, 486, 517, Δ́́ 42, 149, 164, 178, 179, 212, 248, 323, 331, 363, 371, Έ́ 35, 98, 169, 182, 347, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́ 223, 316, 328, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 230, Β́́ 101, Γ́́ 43, Δ́́ 61, 108, 386, 391, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 160, 174, 175, 182, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31410, 32016, 32617, 22, 3321, 33324, 27, 28, 29, 33420, 3356, 3526, 3551, 3609, 36310, 36526, 37222, 39530, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1503, 1690, 1970, Β́́ 223, 308, 316, 328, 1682, Έ́ 94, 207, 717, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 136, 289, Γ́́ 186, Ιντ. Β́́ 57, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 180, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 993, Φορτουν. (Ξανθ.) Δ́́ 51, 572, Έ́ 126, Ιντ. Β́́ 104, Ιντ. Γ́́ 45, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 77, Β́́ 343, Δ́́ 334, Έ́ 203, Διγ. (Lambr.) O 9, 56, 275, 299, 304, 446, 493, 1267, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 16317, 20723, 5489, 5514, 56520, 21, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7619, 8620, 11839, 1191, 3 κ.π.α.
Το μτγν. ουσ. αγάπη (Για τη λ. βλ. και Georgac., Glotta 36, 1957, 105-106). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Αγαθά, φιλικά αισθήματα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Μην προτιμάσαι συγγενούς αγάπην παρά φίλου Σπαν. P 90· Είχεν αγάπην στον λαόν και εις τον Θεόν φόβον Διγ. O 9· β) ερωτικό αίσθημα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Γίγνωσκε, Φαιδροκάζα μου, δύο χρόνι’ έχω και πλέον| που έχω αγάπην άπειρον ’ς Βέλθανδρον τον Ρωμαίον Βέλθ. 895· έζων ακαταδούλωτος …, |ερωτοακατάκριτος και παρεκτός αγάπης Λίβ. P 95· γ) πληθ. ερωτικά ενδιαφέροντα: Ετούτος ήπρασσε συχνιά στου ρήγα το παλάτι,| μ’ αγάπες δεν εγύρευγε, ουδέ φιλιές εκράτει Ερωτόκρ. Ά́ 1970· δ) εκδήλωση ερωτικού αισθήματος: Κόρη δε η πανεύγενος, ούτως αυτόν ιδούσα …,| αλλά ταχέως έστειλε προς αυτόν την αγάπην| πολλής χαράς ανάπλεων, ηδονής μεμειγμένην,| το δαχτυλίδιν έδωκε Διγ. Gr. IV 362· ε) πόθος (ερωτικός): θαύμασε και την σμέριναν …| ως αποκάτω εις τον βυθόν διά πόθον ανεβαίνει| και με τον όφιν σμίγεται δι’ ερωτικήν αγάπην Λίβ. N 168· στ) ό,τι αγαπά κανείς (πρόσωπο ή πράγμα) (πβ. ΙΛ στη λ. 3α): Η πόλις, η αγάπη σου, επήραν τήν οι Τούρκοι Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 375· Φεύγε, παιδί (έκδ. π. μου· χωρίς μου Μπουμπ., Κρ. Χρ. 9, 1955, 61) και αγάπη μου, μην πλανεθείς ποτέ σου Ζήν. Δ́́ 334· ότι έφθασεν η αγάπη της …,| ο Φλώριος επέσωσεν Φλώρ. 964· Πόθε μου, αγάπη μου καλή, ψυχή μου …,| επιθυμιά μου, Φλώριε Φλώρ. 1016· ζ) προσωποποίηση του έρωτα: Απ’ αυτήν την υπόληψιν είδα και την Αγάπην,| χαρτίν εις το χέριν να κρατεί Λίβ. Esc. 119. 2) Ομόνοια, συμπόνοια: κανείς να μηδέν σηκώσει ταραχήν κατά τον άλλον …, αμμέ να συνηθίζουν και να κρατούν καλήν αγάπην μέσο τους Ασσίζ. 45429· Επεί αν έχομεν ομού αγάπην, ως αρμόζει,| ο κάθε είς από εμάς να χρήζει δεκαπέντε από όσο έρχονται εδώ του να μας πολεμήσουν Χρον. Μορ. P 3994. 3) Ξεχωριστή αγάπη, εύνοια: και πὄναιν η Αγιά Σοφιά μετά την Οδηγήτριαν| οπού ’χες την αγάπη σου, δούκα μου, της Μπουργιούνιας; Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 374· όπου εύρει Απολλώνιον και ζωντανόν τόν παίρνει,| να ’χει πενήντα χρύσινα κι αγάπην Αντιόχου Απολλών. (Wagn.) 86. 4) Χατίρι: Άγομε πούρι κι έπαρ’ τσι γι’ αγάπη εδική μου Κατζ. Ά́ 337· Γί’ αγάπη σου, πουλί μου| του συμπαθώ Κατζ. Ε΄ 499· Για τούτην ήρθα από μακριά, γι’ αγάπη τζη πολέμου Ερωτόκρ. Έ́ 207. 5) α) Φιλικός τρόπος, προσήνεια: Ερωτά τον τοίνυν πάλιν ο τοπάρχης μετ’ αγάπης| τον σοφώτατον τον γέρον Βίος γέρ. V 600· ο βισκούντης εντέχεται … με αγάπην και καλόν πρόσωπον να ακούσει το έγκλημαν του αγκαλεσίου Ασσίζ. 2623· β) ειρηνικός τρόπος: ζητώντα να του δώσουν την Ατταλείαν με αγάπην, και α δέν ’ναι, θέλει την πάρει με το σπαθίν του Μαχ. 11015. 6) Συμφιλίωση, συνθηκολόγηση, ειρήνη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): ο νέος βασιλεύς κύρης Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος … εγένετο ένωσις και αγάπη μετά του βασιλέως του πάππου αυτού εν τῃ πύλῃ του Αγίου Ρωμανού Chron. brève (Loen.) 48· Τρέβαν εποίησε μετ’ αυτόν, αγάπην διά έναν χρόνον Χρον. Μορ. P 6882· και τες αγάπες και φιλιές να κάμουν εμιλούσαν Διγ. O 304· Κι αν γένει πάλιν εις ημάς αγάπη και ειρήνη Διακρούσ. 8620. 7) Το να αρέσκεται κανείς (να κάνει κάτι), προτίμηση (πβ. αγαπώ 3α): Αγάπην είχεν άπειρον να τρέχει μοναχός του| και μόνος του ανδραγαθείν χωρίς τινός συμμάχου Διγ. A 2312. 8) α) Επιθυμία (πβ. αγαπώ 4): του οποίου ανέβην τού μεγάλη αγάπη να πάγει εις τα Ιεροσόλυμα Μαχ. 6487· πόθον έσχεν αφόρητον και μεγίστη αγάπην| του ιδείν τον νεώτερον Διγ. Τρ. 1479· αγάπη έχω περισσή να πα’ να θανατώσω λιοντάρια Διγ. O 1267· β) όρεξη (για δράση): και τινάς δεν ήτον αράθυμος, αλλά ουδέ τινάς ενύσταξεν να κοιμηθεί, μόνον αγάπη ήλθεν εις αυτούς, η οποία δεν δύνομαι να την διηγηθώ Διγ. Άνδρ. 3356. 9) Χάρη, ευεργεσία (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Ε 1): Ετούτοι πάλε διά να του αντιμέψουν μέρος από τες χάρες και αγάπες οπού ελαβαίνανε Σουμμ., Ρεμπελ. 17419.αγγριομανώ,- Διήγ. παιδ. (Wagn.) 862 (κατά διόρθωση Ξανθ., B-NJ 5, 1926 <1927>, 367).
Από το αγγρίζω και την παραγ. κατάλ. ‑μανώ.
Λυσσομανώ: και είς τον άλλον έλεγεν: «εγώ ’μαι ο καλλίων»·| τα δόντια εφάγγριζαν και αγγριομανούσαν (έκδ. ενεγγριμασούσαν· διόρθ. Ξανθ., B-NJ 5, 1926 <1927>, 367) Διήγ. παιδ. (Wagn.) 862 (κατά διόρθωση Ξανθ., B-NJ 5, 1926 <1927> 367).αγιάζω,- Ασσίζ. (Σάθ.) 15516, 40625, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9419, Καναν. (PG 156) 69A, Θρ. πατρ. (Krumb.) O 26, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 387, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 790, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 552, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 214, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΙΙ 3, Έξ. ΧΙΙΙ 2, ΧΙΧ 10, 14, 22, ΧΧVIII 3, 38, XXIX 4, Λευιτ. VI 20, X 3, XI 44, XVI 19, XX 7, XXI 8, XXII 32, XXV 10, XXVII 16, Αρ. ΙΙΙ 13, VIII 17, XXVII 14, Δευτ. V 12, XV 19, XXII 9, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 33, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 182, 381, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1235, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 394, 395, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2089, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 11412.
Το μτγν. αγιάζω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Α´ Μτβ. 1) α) Καθαγιάζω, ευλογώ (πβ. Bauer, Wört. στη λ. 1 και 2 και ΙΛ στη λ. Α1α): Ηγίασε ταύτην (ενν. την κόρην) η συνουσία του πατριάρχου του συγγενούς του Μωάμεθ Καναν. 69Α· Κι ευλόγησεν ο Θεός την ημέραν την έφτατην και άγιασεν αυτήν Πεντ. Γέν. ΙΙ 3. Ο πατριάρχης σήκωσε χείρα του την αγίαν (παραλ. 1 στ.), αγίασε, συγχώρησε και κατευλόγησέ τους Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 395· β) ραντίζω με αγιασμένο νερό (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ, στη λ. Α1β): και γαρ εις το αγίασμαν τα φραγκοπαπαδούρια| μετά της τρίχας της εμής τους πάντας αγιάζουν Διήγ. παιδ. 387· γ) εξαγνίζω (πβ. Bauer, Wört. στη λ. 2 και 4 και ΙΛ στη λ. Α1γ): και να το καθαρίσει και να το αγιάσει από μαγαρισιές παιδιών του Ισραέλ Πεντ. Λευιτ. XVI 19. 2) Αφιερώνω: εσύντυχεν ο κύριος προς τον Μοσέ …: άγιασε εμέν παν πρωτόκοκο (sic) άνοιγμα παν μήτρας εις τα παιδιά του Ισραέλ εις τον άνθρωπο και εις το χτήνο Πεντ. Έξ. ΧΙΙΙ 2. 3) Τιμώ (ως άγιο) (πβ. Bauer, Wört., στη λ. 3): Φύλαγε την ημέρα του Σαββάθ να το αγιάσεις Πεντ. Δευτ. V 12· εσύντυχεν ο κύριος του ειπεί εις τους σιμούς μου να αγιαστώ και ιπί πρόσωπα ολονού του λαού να τιμηθώ Πεντ. Λευιτ. Χ. 3. Β´ Αμτβ.: γίνομαι άγιος, περνώ στη χορεία των αγίων (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β1): και, αν σκοτώσουν Χριστιανούς, αγιάζουσιν, ως λέγουν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 790. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) Ιερός (πβ. Bauer, Wört. λ. αγιάζω 2 και ΙΛ στη λ. αγιάζω Β Ι 1): ότι κανείς άνθρωπος λαϊκός ουδέν ημπορεί να δώσει πράγμαν αγιασμένον, ουδέ ευσεβόν, τουτέστιν ιερωμένον, ετέρου ανθρώπου λαϊκού, αμμέ εις την αγίαν εκκλησίαν Ασσίζ. 40625· σκοτώνουν τους μες στην εκκλησιάν οπού ’ναι αγιασμένη Θρ. Κύπρ. K 182· 2) Άγιος (πβ. Bauer, Wört. λ. αγιάζω 2 και ΙΛ λ. αγιάζω Β Ι 2): οπού εκατηγόρησεν αδίκως τον ηγιασμένον πατριάρχην Ιστ. πατρ. 1235.αγίασμα(ν)- το, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 9243, 16451, Ιατροσ. (Legr.) 24204, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 386, Μαχ. (Dawk.) 343, 3612, Δούκ. (Grecu) 38727· άγιασμα, Πεντ. (Hess.) Έξ. XXV 8, Λευιτ. XVI 33, XIX 30, XX 3, XXI 23, XXII 16, Αρ. ΙΙΙ 38, Χ 21, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 4, 12, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Έ́ 420· αγιάσμα, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 188.
Το μτγν. ουσ. αγίασμα. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Τόπος προορισμένος για τη λατρεία του Θεού, αγιαστήριο (πβ. Bauer, Wört. και Stryker, Protév. Jacq. 302): Και να κάμουν εμέν άγιασμα και να απλικέψω μεσωθιό τους Πεντ. Έξ. XXV 8 (πβ. άγιον 1α). 2) α) Νερό που βγαίνει από τάφο αγίου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): την λέγουν αγίαν Φωτεινήν και ο τάφος της είναι κάτω της γης … και έχει νερόν αγίασμαν και έχει πολύν βάθος νερόν Μαχ. 343· β) νερό καθαγιασμένο (με θρησκευτική τελετή) (πβ. Lampe, Lex., στη λ. 2). Η σημασ. και σήμ. (ΙΛ στη λ. 2): πότιζε τρεις πρωίας μετά αγιάσματος Σταφ., Ιατροσ. 9243· αποτρομούν και ρίκτουσιν αγιάσμα ωσάν παπάδες Απόκοπ. 188. 3) Η (θρησκευτική) τελετή του καθαγιασμού του νερού: και γαρ εις το αγίασμαν τα φραγκοπαπαδούρια| μετά της τρίχας της εμής τους πάντας αγιάζουν Διήγ. παιδ. 386 (πβ. αγιασμός 2). 4) Άγια λείψανα (πβ. Lampe, Lex. στη λ. 2): και εκτίσαν ναόν και εβάλαν τα αγιάσματα (ά. γρ. : τα άγια λείψανα) και θεραπεύουν πάσαν νόσον Μαχ. 3612. 5) Τα άγια δώρα (που πρόσφεραν οι Ιουδαίοι στο Θεό): και να φορτώσουν αυτουνούς κρίμα αμαρτιάς άντε φαν τα αγιάσματά τους, ότι εγώ ο κύριος ο αγιαστής τους Πεντ. Λευιτ. ΧΧΙΙ 16 (πβ. άγιον 2).αγκώνω,- Προδρ. (Hess.-Pern.) III 192α (χφ g) (κριτ. υπ.), Διήγ. παιδ. (Wagn.) 246, Μαχ. (Dawk.) 22826· γκώνω, Ευγέν. (Vitti) 997.
Από το ογκώ (Ανδρ., Λεξ.) Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Α´ Το παθητ. 1) φουσκώνω, πρήσκομαι (πβ. L‑S λ. ογκώ 2. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2β): να εύρεις πούπετα νερόν και να το αποφρύξεις| και να πρησθείς, να αγκωθείς, να συχνοπυκνοκλάνεις Διήγ. παιδ. 246 (πβ. ογκούμαι 1). 2) Η μτχ. αγκωμένος = θυμωμένος (πβ. ΙΛ στη λ. 4β): Τότες οι άνθρωποι της βάρκας οι Βενετίκοι εδέραν τον Γενουβίσον … Οι Γενουβίσοι ήτον αγκωμένοι, ήλθον εις την λότζαν τους Βενετίκους και ηύραν τα ραβδία … και ετσακίσαν τα απάνω τους μικρά μικρά Μαχ. 22826 (πβ. ογκούμαι 2). Β´ Το ενεργ. ως αμτβ.: αηδιάζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3 β): το μέλι είν’ πολλά γλυκύ, μα είν’ πικρό δαμάκι·| κι όσον το ’χεις στο στόμα σου έχεις και τη γλυκάδα·| κι ωσάν το εβγάλεις, παρευθύς έρχεται η πικράδα| και γκώνει όλον το στόμα σου και χάνεται όλη η γλύκα Ευγέν. 997.αγνά- τα, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 133 (διόρθ. Hess., Byz. 1, 1924, 309 και Ξανθ., B-NJ 5, 1927, 355 από αβγά), Παϊσ., Ιστ. Σινά 1911 (έκδ. λαγών· διορθώσ.).
Από το επίθ. αγανός (Φιλ., Γλωσσογν. Β́́ 29 και 57-58. Βλ. και Ξανθ., B-NJ 5, 1927, 355 και ΙΛ λ. αγνός). Κατά Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 135 από το επίθ. αγνός = μαλακός.
Μαλάκια (βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Έ́ 86. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αγνός 2): μαγαρισμένε πονδικέ, οπού μιαίνεις πάντα (παραλ. 1 στ.), κρέας, οψάριν και τ’ αγνά (έκδ.: αυγά· διόρθ. Hess., Byz. 1, 1924, 309 και Ξανθ., B-NJ 5, 1927, 355) και όσα τα τοιαύτα Διήγ. παιδ. (Wagn.) 133.αγρίμι(ν)- το, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 52, 1045, Gesprächb. (Vasm.) 50938, Θησ. (Βεν.) Β́́ [306], Δ́́ [657], Ζ́́ [586], Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 45, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 144, 208, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 264, Πεντ. (Hess.) Γέν. Ι 24, 25, ΙΙ 19, 20, VII 14, XXXVII 20, 33, Έξ. ΧΧΙΙΙ 11, 29, Λευιτ. XXV 7, XXVI 6, 22, Δευτ. VII 22, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́́ 164, Πιστ. βοσκ. (Joann.) II 3, 62, IV 2, 19, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 645, 700, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 109, Β́́ 453, 670.
Από το ουδ. του μτγν. επιθ. αγριμαίος (Κοραή, Άτ. Β́́ 12 και Χατζιδ., Αθ. 22, 1910, 241-242). Στον Κίνναμ. (Βόνν.) 6022 όνομα αλόγου Αγρίμης. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Άγριο ζώο, θηρίο (πβ. ΙΛ στη λ. 1): και όλο το αγρίμι εις τη λογή της και όλο το χτήνο εις τη λογή της και όλο το σερπετό Πεντ. Γέν. VII 14· και να τον σκοτώσομε … και να πούμε: αγρίμι κακό τον έφαγεν Πεντ. Γέν. XXXVII 20 (πβ. αγριμικόν). 2) Αίγαγρος (βλ. και Ξανθ., Ερωτόκρ., σ. 417-418. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): καθισάντων ουν του βοός άμα με το βουβάλιν (παραλ. 1 στ.), ο φιδορούφος έλαφος ομού συν το αγρίμι Διήγ. παιδ. 52· Αγρίμια, λάφια και λαγούς ήφερνεν εις το σπίτι Ερωτόκρ. Β́́ 645.αγριόφθαλμος,- επίθ., Διήγ. παιδ. (Wagn.) 18, Διήγ. Βελ. (Cant.) 50, Φλώρ. (Κριαρ.) 647, Ιμπ. (Κριαρ.) 165, Ιμπ. (Legr.) 183.
Από το επίθ. άγριος και το αρχ. ουσ. οφθαλμός. Η λ. ήδη στο Βίο Νείλ. νεωτ. (PG 120) 25A.
α) Που έχει άγρια, φοβερά μάτια: εκάθισεν ο βασιλεύς πάντων των τετραπόδων,| λέων ο αγριόφθαλμος και γακλαδοραδάτος Διήγ. παιδ. 18 (πβ. το σημερ. αγριομμάτης, ΙΛ)· β) συνεκδ.: που έχει άγρια, φοβερή όψη· (προκ. για θάλασσα) αγριεμένος, ταραγμένος, τρικυμισμένος: Σαν θάλασσ’ αγριόφθαλμος και δράκος φουσκωμένος| κι ελέφας αφαγόπιος κάθεται (ενν. ο Ιμπέριος) αγριωμένος Ιμπ. (Legr.) 183.άγωμε(ν),- Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 633 (έκδ. άγομαι· Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 555 σημ. 1 διόρθ.: άγωμε), Προδρ. (Hess.-Pern.) III 263 (χφ H) (κριτ. υπ.), Καλλίμ. (Κριαρ.) 1626, Διγ. (Καλ.) Esc. 525, 1352, Ακ. Σπαν. (Legr.) 286, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 101, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3787, 4127, 7700, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1387, 6547, 8209, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 768 (έκδ. άγομαι· Ξανθ., B-NJ 5, 1927, 366-367 διόρθ.: άγωμε), Gesprächb. (Vasm.) 561089, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 304, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1532, Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 618, Αχιλλ. (Hess.) L 783, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1436, Μαχ. (Dawk.) 15834, 50216, Καραβ. (Del.) 49521, Κάτης (Băn.) 49, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 29, Βίος γέρ. (Schick) V 130, 518, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 351, Β́́ 295, Δ́́ 395, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά́ 399, Γ́ 395, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 555, Β́́ 425, Έ́ 378, Πιστ. βοσκ. (Joann.) II 2, 278, III 2, 102, IV 7, 44, Θυσ. (Μέγ.)2 397, 442, 526, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 184, 223, 269, 519, 675, Δ́́ 517, Ε΄ 230, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 27028· αγώμεν, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 115· άμε, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 635, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 123, Διγ. (Καλ.) Esc. 1280, Βέλθ. (Κριαρ.) 1193, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 305, Ερμον. (Legr.) I 105, II 267, Σ 217, Βίος γέρ. (Schick) V 154, 542, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8209, Απολλών. (Wagn.) 145, 697, Λίβ. (Wagn.) N 1378, 2658, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 420, 1080, 1199, 2024, 2454, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 389, Μαχ. (Dawk.) 24227, 26615, 41012, 45613, Ch. pop. (Pern.) 53, Βουστρ. (Σάθ.) 535, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 307, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 8639, 15319, Συναξ. γυν. (Krumb.) 592, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΙ 1, ΧΧVII 9, XXXVII 14, Έξ. ΙΙ 9, ΙΙΙ 16, ΧΙΧ 24, Αρ. Χ 29, ΧΧΙΙΙ 13, Δευτ. Χ 27, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 629· [έκδ. κι άμε· γράφε κάμε βλ. Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 673], Αλφ. (Κακ.) 1087, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά 330, Β́ 227, 288, Γ́ 404, Δ́ 297, Έ 38, 48, Πανώρ. (Κριαρ.) Αφ. 45, Ά́́ 402, Γ́́ 338, 354, Δ́́ 383, Έ́ 176, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 337, Πιστ. βοσκ. (Joann.) IV 8, 173, Φαλλίδ. (Ξανθ.) 56, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 281, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 91, 1274, 1340, Γ́́ 624, 1583, 1638, Δ́́ 437, Έ́ 245, 629, 1133, Θυσ. (Μέγ.)2 104, 398, 399, 495, 532, 975, 1037, 1132, Ευγέν. (Vitti) 1364, Στάθ. (Μανούσ.) Γ́́ 353, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β́́ 109, Δ́́ 49, 137, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 119, 520, Δ́́ 238, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 301, Δ́́ 352, Έ́ 114, Διγ. (Lambr.) O 789, 857, 1636, 2128· άμες, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 49· άμετε, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5310, Αρμούρ. (Κυριακ.) 22, Αλφ. (Κακ.) 1530, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 41, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 342, Πεντ. (Hess.) Γέν. XXIX 7, XLI 55, XLV 17, Έξ. V 4, VIII 21, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ́́ 407, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 189· αγώμετε, Αχιλλ. (Hess.) L 1045, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 293 (διορθώσ. από αγωμέτε)· αμέτε, Ερμον. (Legr.) Ρ 326, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3799, 4245, Φλώρ. (Κριαρ.) 923, Αχιλλ. (Hess.) L 177, 825, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 504, 558, Μαχ. (Dawk.) 2821, 52810, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) II 33, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 570, 645, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 765, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 401, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ́́ 97, 401, 407, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 1, 5, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 554, Θυσ. (Μέγ.)2 549, Ευγέν. (Vitti) 294, 533, 955, 1475, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Ά́ 208, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 143, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 19327 δις, 19626, 22424, 53821, 56117, Διακρούσ. (Ξηρ.) 10411· αμέστε(ν), Διγ. (Lambr.) O 185, 1422.
Ο τ. άγωμε(ν) υποτ. του άγω. Ο τ. αγώμεν από μετρ. αν. Ο τ. άμε από το άγωμε κατά συγκ. (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 111). Ο τ. άμες κατά το δες, πες. Ο τ. άμετε από το άμε κατά το λέγε-λέγετε (Hatzid., BZ 4, 1895, 419). Ο τ. αμέτε από επίδραση προστ. που τονίζονται στην παραλήγουσα και όχι από το αγωμέτε κατά Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 98. Ο τ. αμέστε από το αμέτε κατά το πέστε. Οι τ. άγωμε, έμε, άμετε, αγωμέτε, αμέτε, αμέστεν και σήμ. (ΙΛ λ. άγω).
Α´ Προστ. β΄εν. προσ. 1) μετάφερε (κάτι) (πβ. ΙΛ λ. άγω 1): Πέζευσε σύντομα, γοργόν να επάρεις το δερμάτιν| και τους οδόντας του …| και απέκει άγωμέ τα τον Διγενήν Ακρίτην Διγ. (Hess.) Esc. 525· και συ άμε ’ς τση μαστόρισσας τα ρούχα Φορτουν. Γ́́ 119. 2) α) Πήγαινε (πβ. ΙΛ λ. άγω 2): Άγωμε, ατός σου, φέρε εδώ τη ντάμα Μαργαρίτα (παραλ. 1 στ.). Κι ο λογοθέτης παρευτύς απήλθεν κι έφερέν την Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7700· λέγει μου, αγώμε εις το χωριόν να κάμεις τες δουλειές σου Σαχλ., Αφήγ. 115· Άμε κι εσύ, ψυχούλα μου, όπου ’ν’ του ποθητού σου Βέλθ. 1193· άμε καλώς, η κόρη Απολλών. (Wagn.) 697· Μ’ ἀμες την προξενήτρα μου να βρεις για να γροικήσεις| το πράγμα αν εκατήστεσε Στάθ. Ά́ 49. σε φρ. για να δηλωθεί ευχή, προτροπή ή κατάρα : αγώμετε καλώς Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 293· άμε καλώς Απολλών. (Wagn.) 697, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 1199, Πανώρ. Ά́ 402, Πιστ. βοσκ. IV 8, 173· άγωμε στο καλό Κατζ. Δ́ 395, Πανώρ. Ά́ 399, Φορτουν. Δ́́ 517· άμε στο καλό Κατζ. Δ́́ 297· αμέτε στο καλό Τζάνε, Κρ. πόλ. 19327· άγωμε στη δουλειά σου Κατζ. Β́́ 295· άγωμε στην ευκή μου Θυσ.2 526· αμέτε στην κατάρα μου Πανώρ. Δ́́ 97· άμε στον κακό χρόνο Φορτουν. Δ́́ 238· άμε στ’ ανάθεμα Ch. pop. 53· άγωμε στ’ ανάθεμα Ακ. Σπαν. 286. άγωμε στα κομμάτια Φορτουν. Γ́́ 184· πβ. ύπα καλώς Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 190 κ.α. β) σε δήλωση αποχαιρετισμού (πβ. χαίρε): κι ά στερευτώ τό δείσ σου,| εννοιάζομαι στο σκότος να πεσώσω·| Άμε, ζωή Κυπρ. ερωτ. 8639· γ) έλα: άμε εδά μετ’ εμέν προς τόπον άλλον Πεντ. Αρ. ΧΧΙΙΙ 13. Β´ Προστ. β΄ πληθ. προσ. 1) α) Οδηγήσετε (κάποιον) (πβ. ΙΛ λ. άγω 1): Άρχοντες, άμετέ μας εκείσε| όπου ένι γαρ ο πρίγκιπας Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5310· β) μεταφέρετε (κάτι): Αμέτε τον στο σπήλαιον οπὄναι στο χαράκι| και μέσα αυτόνον θάψετε, τ’ άγιον παλληκαράκι Χούμνου, Π.Δ. ΙΙ 33. 2) Πηγαίνετε (πβ. ΙΛ λ. άγω 2): Αγώμετε, αδέλφια μου, εις τους γονείς σας Αχιλλ. L 1045· Άμετε στο πυρ, κατηραμένοι Αλφ. 1530· Αμέτε εις τον πρίγκιπα κι ειπέτε του … Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3799· Όμως αν θέλετε να πάτε, αμέτε εις το καλόν Μαχ. 52810· αμέστεν εις τα σπίτια σας Διγ. O 1422. Γ´ Παρακελευσματικά: άγωμε, καλέ πατέρα, καλοϊδές τήν την γυναίκα Βίος γέρ. V 518· Άμε να πας Μαχ. 41012· Φορτώσετε τ’ αγγά σας και άμετε, ελάτε εις την ηγή του Κεναάν Πεντ. Γέν. XLV 17· Αμέτε εσείς απού ’χετε σφαλίσει| το φοβερό θεριό …| δώσετε το σημάδι| … του κυνηγιού Πιστ. βοσκ. Ι 1, 1.αδελφοποιτός- ο, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3936, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 369, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 433, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 36, 289, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 14922, 15126, 1595, Συναξ. γυν. (Krumb.) 1201, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1076.
Από το αδελφός και το ποιώ. Ο τ. αδελφοποιητός ήδη στα Πάτρια Κων/π. 791 και Συμ. Μάγιστρ. (Βόνν.) 65612. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αδερφοποιτός).
α) Αυτός που γίνεται αδελφός (βλ. λ. αδελφοποιία): όταν θέλει και βούλεται τού να σε απεργώσει,| τότε σε κάμνει σύντεκνον ή αδελφοποιτόν του·| ή κάμνει σε συμπέθερον διά να σε εξολοθρέψει Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3936 (πβ. αδελφοσύνη 2β)· β) στενός φίλος (πβ. ΙΛ λ. αδερφοποιτός 2α): την όρνιθα, τον πασιγόν έχω αδελφοποιτάδες| και όλα τα επίλοιπα του πλήθους των ορνέων Πουλολ. Z 369.άδηλος,- επίθ., Καλλίμ. (Κριαρ.) 258, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 621, VIII 73, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 985 (βλ. άδολος· διόρθ. Hess., Byz. 1, 1924, 314), Φλώρ. (Κριαρ.) 1089, 1124, 1524, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 92, 225, Σαχλ. (Vitti) N 81, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 587.
Το αρχ. επίθ. άδηλος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Άγνωστος, δυσπερίγραπτος, εξωτικός: Λοιπόν, υιέ μου, εγνώριζε, μάθε ότι επουλήθην| εις ξένους τόπους άδηλους, εις άρχοντας πλουσίους Φλώρ. 1124· Τον κόσμον όλον βούλομαι, θέλω να τον γυρεύσω,| ρηγάδες αμιράδες τε, πάσαν Σαρακηνίαν,| χώρας και τόπους άδηλους νύκτας και τας ημέρας Φλώρ. 1089· β) αβέβαιος, αμφίβολος (πβ. ΙΛ στη λ. 1): Ει δ’ ου τραπείς, ει δ’ ου ’ττηθείς, αλλ’ ίσως και νικήσεις,| άδηλον έχεις το καλόν, αμάρτυρον την τύχην Καλλίμ. 258· Και ας αφήσομε τ’ άδηλα και ας φάμε το γλυκάκι,| εις τον καιρόν οπὄν’ πολύς Φαλιέρ., Ιστ. V 587. 2) Ανυπόστατος, μάταιος (πβ. ΙΛ στη λ. 2): Ο πελελός στα σκοτεινά άδηλα αναθυμάται,| αμέ όποιος είναι φρόνιμος στο στρώμα του κοιμάται Σαχλ. N 81.άδικα,- επίρρ., Ασσίζ. (Σάθ.) 182, 1913, 6819, 1019, 1542, 1758, 18712, 20929, 26219, 35110. Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3861, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 407 (έκδ. άδικα· Πολ. Λ., Πριν Άλ., σ. 176, διόρθ.: αδίκως), Διήγ. Βελ. (Cant.) 544, Λίβ. (Lamb.) Sc. 878, Λίβ. (Wagn.) N 1770, Μαχ. (Dawk.) 2502, 6568, 66629, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XII 50, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 95, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 851, 909, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 9325, 15312, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 2410, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 407, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 381, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 115, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 231, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 496, 708, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 310, 756, 9214, 1356, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 361, Σταυριν. (Legr.) 22, 1094, 1165, 1252, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ́́ 1060, 1140, 1678, Δ́́ 513, 526, 954, Έ́ 352, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ́́ 190, 470, 547, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 156β, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 26717, 4319 (βλ. άδικο(ν)· διόρθ. Ξανθ., BZ 18, 1909, 596), 49620, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11121.
Από το επίθ. άδικος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Παρά το δίκιο, χωρίς δίκιο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Και όσα περισυνάξασιν άδικα, να τα στρέψουν·| πτωχούς, γυμνούς, αδύνατους και ορφανά να θρέψουν Πένθ. θαν. N 407. 2) α) Χωρίς να το αξίζει (κανείς) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α): Πόσα κοράσια άδικα δεν είναι πανδρεμένα,| διατί τα συκοφαντήσασι κι είν’ κατηγορημένα Δεφ., Λόγ. 469 (πβ. άδικος 2)· β) χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ανάξια: κι άμε και μην πρικαίνεσαι· θώριε καλά είντα κάνεις,| μη βάνεις λογισμούς κακούς, κι άδικα ν’ αποθάνεις| και με καιρόν οι δυσκολίες ολπίζω να τελειώσουν Ερωτόκρ. Γ́́ 1678· να πιάσεις να φαρμακευτείς άδικα και χωστά μου Ροδολ. (Μανούσ.) Δ́́ 470· γ) μάταια, του κάκου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2β): Κάποιος ένας άνθρωπος ηγόρασεν αράπη (παραλ. 1 στ.) κι επήγαινέ τον στα λουτρά πάντα και έτριβέ τον (παραλ. 1 στ.). Εκείνος ακ την φύση του ν’ αλλάξει δεν ημπόριε,| μόν’ άδικα αφέντης του εκείνον ετιμώριε Αιτωλ., Μύθ. 756.άδολος,- επίθ., Σπαν. (Μαυρ.) P 438, Διγ. (Καλ.) A 1979, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 985 (έκδ. άδηλος· Hess., Byz. 1 1924, 314, διόρθ.: άδολος), Φλώρ. (Κριαρ.) 1504, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1204, Λίβ. (Μαυρ.) P 2453 (βλ. Lambert, Λίβ., Γλωσσ. λ. άδουλος), Λίβ. (Lamb.) Sc. 2710, Δούκ. (Grecu) 15524, 21520, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 88, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3966, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 428, 436, Δ́́ 1125, Λίμπον. (Legr.) 240.
Το αρχ. επίθ. άδολος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
α) Ειλικρινής, πραγματικός, γνήσιος: ει να θελήσω εγώ ποτέ λυπήσαι την ψυχήν σου (παραλ. 1 στ.) και δεν φυλάξω άδολον την εδικήν σου αγάπην Διγ. A 1979· διατί είχασιν ελπίδα| ότι με πίστιν άδολον σ’ εμένα την πατρίδα (παραλ. 1 στ.) οστρακισμός γενεί ήθελε Λίμπον. 240· β) καθαρός, αγνός (πβ. ΙΛ στη λ. 1): Στ’ άδολα και τα καθαρά φιλιά ν’ ανακατώσεις| άλλα φιλιά της ασχημιάς Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ 428· Και το φαρμάκι εμπόδισα του πόθου να μη σώσει| στην άδολήν μου την καρδιάν και μου τηνε πληγώσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ 436· Επιλογήθης κι είπες του αν καλοεθυμάται| κάποτες μίαν αμαρτωλήν, ανέν και αναστοράται| πόθεν το γράφει το χαρτίν. Τότε επιλογήθη| και ως να ήτον άδολη σε το κατεξηγήθη Σκλέντζα, Ποιήμ. 1204.αθερίνα- η, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 160 (χφφ gSA) (κριτ. υπ.), Ακ. Σπαν. (Legr.) 3065-66, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 250, Πουλολ. (Krawcz.) 344, Οψαρ. (Krumb.) 36120, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 630 (η αιτιατ. πληθ. αθερινάς από μετρ. αν.).
Το αρχ. ουσ. αθερίνη. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Είδος μικρού ψαριού, αθερίνα: Ακ. Σπαν. (Legr.) 3065-66, Πουλολ. (Krawcz.) 344.αιματοπότης- ο, Μανασσ., Αρίστ. (Τσολ.) ΙΙ 322, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 278, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 322, Πουλολ. (Krawcz.) 358, 363, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 24, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31524.
Το αρχ. ουσ. αιματοπώτης, μτγν. αιματοπότης. Η λ. και σήμ. στον Πόντο με τους τύπους αιματοπότης και αιματοπόχτης (ΙΛ λ. αιματοπότης). Το θηλ. αιματοπώτις ήδη μτγν.
Αυτός που πίνει αίμα, αιμοβόρος (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., Βλαστού, Συνών.): λύκος ο νυκτοβαδιστής και ο αιματοπότης Διήγ. παιδ. 24· Ην δ’ άρ’ ουδέν δεινότερον καρδίας μνησικάκου,| ουδέ ψυχής αλάστορος και γνώμης φονευτρίας,| αιματοπότιδος πικράς φόνους ροφάν διψώσης Μανασσ., Αρίστ. ΙΙ 322. — Πβ. αιματοβόρος, αιματοπίνος, αιματοχαρής, αιματόχαρτος, αιμοβόρος β, αιμοπότης, αιμοχαρής.αιμοβόρος,- επίθ., Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 544, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 4043, Ερμον. (Legr.) T 33, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 96, Δούκ. (Grecu) 28713, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11018· αιμόβορος, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 16, 23, 816, 856, Διακρούσ. 11018 (έκδ. αιμοβόρα· διορθώσ. σε αιμόβορα)· ωμόβορος, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 23 (χφ V) (κριτ. υπ.), 816 (χφ V) (κριτ. υπ.) 1033.
Το αρχ. επίθ. αιμοβόρος. Ο αναβιβ. του τόνου στον τ. αιμόβορος αναλογικά προς το αιμόδιψος (Δημητράκ.) και το αιματόδιψος (Βλαστού, Συνών.) (πβ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 91). Μάλλον απίθανη η γνώμη του Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 521, Β́́ 164 και Αθ. 10, 1898, 22) ότι πρόκειται για γλωσσικό βιασμό. Ο τ. ωμόβορος, που απαντά και σήμ. στην Πελοπόννησο (ΙΛ λ. αιμοβόρος), μάλλον κατά παρετυμ. προς το ωμός ή κατά προληπτική αφομοίωση (τ. ομόβορος) παρά διάσωση του μτγν. επιθ. ωμόβορος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
α) Σαρκοβόρος: εγώ (δηλ. ο λύκος) είμαι αιμόβορον, εσθίω γαρ τα ζώα Διήγ. παιδ. 816 (πβ. αιμοφάγος)· β) αιμοχαρής (Η σημασ. ήδη στο Μέγα Κωνσταντίνο, βλ. Lampe, Lex. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): ουδέποτε συνόδευσα φονεύσιν αιμοβόροις Γλυκά, Στ. 544. — Πβ. αιματοβόρος, αιματοπίνος, αιματοπότης, αιματοχαρής, αιματόχαρτος, αιμοπότης, αιμοχαρής.ακάθαρτος,- επίθ., Πουλολ. (Krawcz.) 585, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 971, 974, Φυσιολ. (Legr.) 200, Φυσιολ. (Pitra) 3422, 34410-11, 3642.
Το αρχ. επίθ. ακάθαρτος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Που δεν τρώγεται το κρέας του (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1β· πβ. ΠΔ [Tisch.] Λευιτ. V 2): Ο νυκτοκόραξ γαρ εστίν ακάθαρτον του νόμου Φυσιολ. 200. 2) Αμαρτωλός: πάσα πόρνος ή ακάθαρτος ή πλεονέκτης Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 357v.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ., Καλλίμ. (Κριαρ.) 1874, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 770, Λίβ. (Μαυρ.) P 625, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 4, 71, 651· αβάσταγος, Καλλίμ. (Κριαρ.) 27, Επιθαλ. Ανδρ. Β' (Strzyg.) 555, Λίβ. (Wagn.) N 765, Σαχλ. (Vitti) N 309, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 352, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 512.