Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 14 εγγραφές  [0-14]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Διήγ. αναιρεθ.

  • αμανιτάρι(ν)
    το, Προδρ. (Hess.-Pern.) II G 39, III 151, Ορνεοσ. αγρ. (Hercher) 5373· μανιτάρι, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) 160, υϞη΄· μανιτάριν, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 9616· μανιτάριον, Διήγ. αναιρεθ. 8462·
    Υποκορ. του ουσ. αμανίτης. Πβ. Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Α΄ 187. Ο τ. μανιτάρι απ. στο Du Cange και ο τ. μανιτάριον σε κείμ. του 16. αι. (Act. Xér. σ. 243) και στο Du Cange Appendix. Η λ. και στο Du Cange, λ. αμανιτάριον, και σήμ. (Δημητράκ., λ. μανιτάρι).
    Το φυτό μανιτάρι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. μανιτάρι): έχουσα στάχος, σύσγουδα, καρυόφυλλα, τριψίδια,| αμανιτάρια, όξος τε και μέλιν εκ το ακάπνιν Προδρ. ΙΙΙ 151· εάν φαρμακωθεί άνθρωπος από μανιτάρι Ιατροσ. κώδ. 160, υϞη΄. — Πβ. και αμανίτης.
       
  • ασπάζομαι,
    Μακρεμβ., Υσμ. 2288, Ελλην. νόμ. 56822, Ερμον. Υ 359, Ω 212, Χρον. Μορ. H 296, 6898, Χρον. Μορ. P 296, Διήγ. Βελ. 292, Λέοντ., Αίν. II 5, Διήγ. αναιρεθ. 77 (μτχ. ασπάσαντες), Σφρ., Χρον. μ. 8024, 1386, Μάρκ., Βουλκ. 3399, Έκθ. χρον. 28, Θρ. Θεοτ. 91, Ιστ. πολιτ. 106, 3117, Παϊσ., Ιστ. Σινά 503, 865 (μτχ. ασπάζοντες), 1573, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 414, 437, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 5422· παρατ. εσπάζομουν, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 414· αόρ. εσπάσθηκα, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 437.
    Το αρχ. ασπάζομαι. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Για τις μτχ. ασπάζοντες, ασπάσαντες πβ. το μτγν. ασπάζω (Preisigke-Kiessling, λ. ασπάζομαι).
    1) α) Φιλώ (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. 2 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Έθος γαρ ην τοις Λατίνοις ασπάζεσθαι το υπομάνικον της δεξιάς του επισκόπου Έκθ. χρον. 28· γλυκέα τον εχαιρέτησεν, ασπάστησαν αλλήλως Χρον. Μορ. H 6898· βλ. και γλυκασπάζομαι· β) (προκ. για εικόνα) φιλώ, προσκυνώ (Βλ. Lampe, Lex. στη λ. 3e): Πιστεύω τας εικονικάς ανατυπώσεις ου λατρευτικώς, αλλά σχετικώς ασπάζεσθαι την εκκλησίαν του Θεού και τιμάν Σφρ., Χρον. μ. 1386. 2) Προσκυνώ, πηγαίνω ως προσκυνητής: ίνα σεπτώς ασπάσηται τους σεβασμίους τόπους Παϊσ., Ιστ. Σινά 503. 3) Αποδέχομαι, παραδέχομαι, ενστερνίζομαι κ. (Βλ. Lampe, Lex. στη λ. 2b): προσκυνούμεν αυτό και ασπαζόμεθα την παραγγελίαν ταύτην και ενστερνιζόμεθα τα άγια δόγματα Μάρκ., Βουλκ. 3399· ημείς οι εκ πρώτης αφετηρίας τον ερημικόν και μονήρη ασπασάμενοι βίον Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 5422. Βλ. και αναγνωρίζω 2, αναφέρω Α2, ανομολογώ, αποδέχομαι , απομένω 11δ, θεληματεύω, κοντσεδέρω, στέργω, συβάζω.
       
  • βέλτιος,
    επίθ., Έκθ. χρον. 6310, Διήγ. αναιρεθ. 8468 (βελτιωτέραν), 8469 (βελτιώτερα).
    Από το αρχ. παραθετ. επίθ. βελτίων.
    Καλύτερος, ανώτερος: του δε Ζωγράφου μονή υπό των Βουλγάρων αρχόντων ανοικοδομήθη εις μείζονα βελτιωτέραν Διήγ. αναιρεθ. 8468· Η δε του Πρωτάτου λαύρα και πέριξ άπαντα υπό του κράλη της Σερβίας εδομήθησαν εις κρείττονα και βελτιώτερα μεγέθους Διήγ. αναιρεθ. 8469.
       
  • Βούλγαρος
    ο, Μανασσ., Χρον. 3962, 4610, 5202, 5955, 6004, Ερμον. Γ 238, Χρον. Μορ. H 1215, Χρον. Μορ. P 3708, Πουλολ. 503, Θρ. αλ. 10, Μαχ. 43013, 52413, Δούκ. 3377, Διήγ. αναιρεθ. 821, Παλαμήδ., Βοηβ. 663, Σταυριν. 464, Ιστ. Βλαχ. 863, 1032· Βόλγαρος, Byz. Kleinchron. A΄ 4813· Βούργαρος, Χρον. Μορ. P 1215, Μαχ. 3589, 40818, 43013, 44010, 45011, 45215, 45416, 54626, κ.α.· Βούρκαρος, Μαχ. 45223.
    Για τη λ. και την προέλ. βλ. Mor., Byzantinot. B΄ 100. Ο τ. Βούργαρος και σήμ. Ο τ. Βούρκαρος και σήμ. στην Κύπρο (ΙΛ, λ. Βούργαρος). Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. Βούργαρος).
    Το εθνικό Βούλγαρος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. Βούργαρος 1): δεν εσυμφώνησαν οι Σέρβοι και Βούλγαροι Ιστ. Βλαχ. 863.
       
  • ελεγμός
    ο, Διήγ. αναιρεθ. 8316, Ψευδο-Σφρ. 47433.
    Το μτγν. ουσ. ελεγμός.
    Έλεγχος· κατηγορία (Η σημασ. μτγν., L‑S): ούτοι μη ενεγκόντες τον ελεγμόν, συνάξαντες φρύγανα … κατέκαυσαν τον πύργον Διήγ. αναιρεθ. 8329· ουκ έχων εν τῳ στόματι αυτού ελεγμούς Ψευδο-Σφρ. 40430.
       
  • ενώ,
    Ιερακοσ. 48910, Ορνεοσ. 58425, Ακ. Σπαν. (Eideneier) D 1708, Rechenb. (Vog.) 610, Ιστ. πατρ. 1603.
    Το αρχ. ενόω (L‑S, λ. ενόω).
    Α´ Ενεργ. 1) Αναμειγνύω, ανακατεύω (Η σημασ. μτγν., L‑S, λ. ενόω. Πβ. τη σημερ. σημασ., Δημητράκ. στη λ. 1): λαβών τέφραν … ένωσον αυτήν ελαίῳ Ιερακοσ. 4858. 2) Προσθέτω: Έτι ένωσον τα ι΄ L" εξάγια μετά των Ϛ" η" εξαγίων, γίνονται ι Ϛ΄L" η" Rechenb. (Vog.) 29. Β´ Μέσ. 1) Συναντώμαι: ως ενώθη μετ’ αυτού του πασιά ηρμήνευσεν αυτού ότι … Ιστ. πατρ. 1603· ηνώθησαν ομού οι τέτταροι πατριάρχαι και ελειτούργησαν Ιστ. πατρ. 15517. 2) (Προκ. για στρατεύματα) αυξάνω, «προσκτώμαι» (Η σημασ. σε σχόλ., Δημητράκ. στη λ. 5. Πβ. και τη σημερ. σημασ., Δημητράκ. στη λ. 5): όθεν και ενωθέντες δύναμιν παρά των Ιταλών ῴχοντο προς Κωνσταντινούπολιν Διήγ. αναιρεθ. 825. 3) (Προκ. για ζώα) συνευρίσκομαι, ζευγαρώνω (Βλ. Steph., Θησ., λ. ενόω): Έστιν η τρυγών φίλανδρος τῃ τύχῃ και εάν κυνηγηθῄ το άρρεν, εκτότε ουχ ενούνται μεθ᾽ ετέρων τρυγόνων, αλλά ζητούσα τον σύνευνον λυπουμένη πορεύεται Φυσιολ. (Zur.) XI 2 β2. — Βλ. και ενώνω.
       
  • ιεριχούντιος,
    επίθ.
    Το μτγν. επίθ. ιεριχούντιος (Steph., Θησ. λ. Ιεριχούς).
    Που ανήκει στην Ιεριχώ: πεσόντα τα τείχη της μόνης ως πάλαι τα ιεριχούντια, μόνον έμεινεν είς τοίχος Διήγ. αναιρεθ. 8344.
       
  • κάκωσις ‑ση
    η, Γλυκά, Στ. 88, Γλυκά, Στ. Β΄ 72, Λόγ. παρηγ. L 500, Καλλίμ. 1093, Καλορείτ., Στ. 30, Ασσίζ. 18826, 44014, Βέλθ. 53, Χρον. Μορ. H 5658, Φλώρ. 1206, Λίβ. Sc. 1461, 1740, 2575, Λίβ. Esc. 1466, 1944, 2636, Λίβ. N 1437, 2293, 2331, Θησ. Β΄ [328], Ζ΄ [83], Διήγ. αναιρεθ. 8581, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16393, Ιστ. Βλαχ. 2495 [= Γέν. Ρωμ. 117] κ.π.α.
    Το αρχ. ουσ. κάκωσις. Η λ. και σήμ. ως λόγ.
    1) α) Κακοποίηση, κακομεταχείριση: Τας τηλικαύτας μου πληγάς ας βλέπεις και κακώσεις Καλλίμ. 701· πλείονας τῳ αυτῴ Γερμανῴ αρχιεπισκόπῳ και της εκκλησίας αυτού κακώσεις ενέργησεν Διάτ. Κυπρ. 5035· (μεταφ.): ήλλαξε τας κακώσεις της η τύχη σου απ’ εσένα Λίβ. Sc. 3111· β) κακή πράξη: ποτέ του ουκ ενθυμήθηκεν (ενν. ο Βελισσάριος) διά τον βασιλέα| εις απιστιά και κάκωσιν να βάλει ο λογισμός του Διήγ. Βελ. 338· γ) κακό, βλάβη: δεν τα έθεσες διά κάκωσιν (ενν. τα κοντάρια), ουδέ κακόν, οδι’ αγάπην τα ’θεκες Ερωτοπ. 242· πάντα εις χειρότερον αυξαίν’ η κάκωσή του (ενν. του φαρμακιού) Θησ. Γ΄ [335δ) καταστροφή: εις την κάκωσιν της Συρίας εφέραν τες (ενν. τες κεφαλάδες), εις την Κύπρον Μαχ. 3815· πολλαί μάχαι και πόλεμοι εμφύλιοι ... εγένοντο και κάκωσις και φθορά μεγάλη Ψευδο-Σφρ. 1845. 2) α) Κακοπάθεια, ταλαιπωρία· δυστυχία: όπου δεσμά και κάκωσις και νέφος αθυμίας| εκεί χαρά και άνεσις και θυμηδίας έαρ Γλυκά, Στ. 326· τας πολλάς κακώσεις μου συνεκακοπαθήσετέ τας,| τας συμφοράς μου τας πολλάς συνεπονέσετέ τας Λίβ. Esc. 900· η τύχη μου και πάλιν μετεμάνην| και πάλιν άλλην κάκωσιν θέλει να με κακώσει Καλλίμ. 1801· την κάκωσίν μου ορέγεσαι θέλεις τον πικρασμόν μου| θέλεις και συ την θλίψιν μου να την αυξήνεις πλέον; Λίβ. Sc. 1957· β) τιμωρία: Πάσαν ποινήν και κάκωσιν και μάστιγα νικώσι| οι φύλακες της φυλακής Γλυκά, Στ. 454. 3) α) Κακία, μίσος, έχθρα: επράυναν την κάκωσιν κι εβάλαν τους σ’ αγάπην Χρον. Μορ. P 4191· Έθεκαν τα κοντάρια οι δύο προς την μάχην| και πιλαλούν τα άλογα ...| με δύναμιν και κάκωσιν και μάχην του πολέμου Ιμπ. (Lambr.) 403· β) προσωποποίηση της κακίας: Έναι απεμπρός ο Φθόνος,| έν’ απέ τότε η Κάκωσις, κατόπισθεν ο Ζήλος Λόγ. παρηγ. L 360. 4) Οργή, θυμός: έποικε την καρδία μου να κακωθεί δι’ εσέναν| κάκωσιν τέτοιαν φοβεράν Λίβ. Esc. 1938.
       
  • καταχώνω.
    Το αρχ. καταχώννυμι ‑ύω. Λ. καταχώνομαι στο Somav. Η λ. και σήμ.
    Κατασκεπάζω, παραχώνω, θάβω: ο ναός κατέχωσεν άρδην τους ιερείς της αισχύνης Διήγ. αναιρεθ. 8345. Η μτχ. ως επίθ. = κρυφός: επήγασιν ομάδι (παραλ. 1 στ.) στο σπήλιο απού μιαν άλλην στράτα| καταχωσμένη, σκοτεινή περίσσια Πιστ. βοσκ. IV 3, 222.
       
  • λατινοφρονώ.
    Από το ουσ. Λατίνος και το φρονώ. Η λ. στο Somav. (Βλ. και Κουμαν., Συναγ. ν. λέξ.).
    Ασπάζομαι τις δοξασίες της δυτικής Εκκλησίας: Ολιγωρούσι τα πολλά του μακαριστού Λασκαρέως … και φασίν ως ελατινοφρόνει Θεματογραφία 14. Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. = αυτός που δέχεται τα δόγματα της δυτ. Εκκλησίας: Διήγησις περί των αναιρεθέντων αγίων πατέρων των εν τῳ αγίῳ όρει υπό των λατινοφρονούντων Διήγ. αναιρεθ. 82.
       
  • περιφέρειον
    το, Κώδ. Πάτμου I 4.
    Από το ουσ. περιφέρεια (Georgac., Glotta 31, 1951, 203-204) με αλλαγή γένους. Ο πληθ. στο TLG, σε έγγρ. του 11. (Act. Ivir. II 4721, 31) και του 12. αι. (Act. Saint-Pantél. 719, 21, 51, 55) και στον Κουμαν., Συναγ. (γρ. περιφέρια). Η λ. σε χφ του 13.-14. αι. (Λάμπρ., ΝΕ 8, 1910, 47)· βλ. και LBG (περιφέριον).
    α) Πλαίσιο εικόνας, κορνίζα: Ο δε βασιλεύς ... ποιήσας περιφέρειον κατεκόσμησεν αυτήν (ενν. την εικόνα της Θεοτόκου) χρυσίῳ δοκίμῳ ωραΐσας καλώς Διήγ. αναιρεθ. 8474· (στον πληθ.): ετέρα εικών ο άγιος Δημήτριος μετά περιφερείων και στεφάνου αργυρών και χρυσωμένων Κώδ. Πάτμου I 8· εικών ετέρα σίγνον η αγία Θεοτόκος μετά περιφερείων εχόντων εικονίσματα και στεφάνια βρεφοκρατούσα Κώδ. Πάτμου I 12· β) πλαίσιο αρχιτεκτονικού μέλους: Τον δε άμβωνα και την σολέαν ... εποίησεν (ενν. ο βασιλεύς) ... διά λίθων και κιόνων αργυρενδύτων και στηθαίων αργυρών και βήλων και περιφερείων αργυρών μετά και της σολέας Hagia Sophia α 4671.
       
  • σέβασμα (I)
    το, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1071, 10824, 37, 11522, 12711, 13030, Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 17210, Εγκ. αγ. Δημ. 10650, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 10130, Αγαπ., Καλοκ. 339.
    Το μτγν. ουσ. σέβασμα. Η λ. και σήμ. στην έκφρ. τα σεβάσματά μου.
    1) Αντικείμενο λατρείας, είδωλο: Ετούτα είναι τα σεβάσματά σου, Θευδά, και είσαι αναισθητότερος και εσύ από αυτάνα τα ξόανα Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 12827· και όλα τα σεβάσματα τα ειδωλικά εχαλούσαν (ενν. τα πλήθη του λαού) και όλον το ασημοχρύσαφον  ... επρεμάζωνεν ο βασιλεύς και εφαμπρικάριζεν εκκλησίες Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 13711· διά το να μη στέργει ... ο Μωϋσής τα σεβάσματα και την πολυθεΐαν των Αιγυπτίων, διότι επροσκυνούσαν ζώα άλογα διά Θεούς, διά τούτο εδίδαξε πολύν λαόν να μην πιστεύουσι ... τοιαύτα πράγματα, αλλά ένα και μόνον Θεόν αόρατον, ποιητήν ουρανού και γης Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 39. 2) Θρησκεία, πίστη: Την γαρ θυγατέρα αυτού αρρεβωνίσατο αυτήν κατά την τάξιν του σεβάσματος αυτών Έκθ. χρον. 2120. 3) Σεβασμός: Του δε Βατοπεδίου θεία εικών της Θεοτόκου έτυχε εις την Καλλιούπολιν ... Και λαβόντες οι μοναχοί της μονής μετά πολλού σεβάσματος και χαράς προσκυνήσαντες ... απέθεντο εντός του συνθρόνου του βήματος όπου ην πρότερον Διήγ. αναιρεθ. 8477.
       
  • σύνθρονον
    το, Άλ. Κων/π. (Matzukis) 311, Διήγ. αναιρεθ. 8478, Μαλαξός, Νομοκ. 103 τρις, Χρον. 314, Μ. Χρονογρ. 353, Παϊσ., Ιστ. Σινά 971, 979, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 154, 157 τρις .
    Το ουδ. του επιθ. σύνθρονος ως ουσ. Η λ. τον 5.-6. αι. (ODB, λ. synthronon, TLG) και σήμ. στον τ. σύνθρονο.
    (Εκκλ.) α) ημικυκλική και βαθμιδωτή κατασκευή που βρίσκεται στην κόγχη του Αγίου Βήματος της εκκλησίας, πίσω από την Αγία Τράπεζα, και χρησιμεύει ως κάθισμα του επισκόπου και των ιερέων (για το πράγμα βλ. ODB, ό.π.): το δε πλήθος του λαού συναχθέντες εν τῃ Αγίᾳ Σοφίᾳ κατεβόων του πατριάρχου Αλεξίου πολλά δύσφημα κατ’ αυτού λέγοντες. Ο δε φοβηθείς προσέφυγεν εν τῳ αγίῳ θυσιαστηρίῳ και ανήλθεν εν τῳ συνθρόνῳ Byz. Kleinchron. Ά́ 16612· (συχν. με το επίθ. ιερός): Το δε θαλασσίδιον το υποκάτω της Αγίας Τραπέζης και όλα τα γύροθεν και τα σκαλούμια, όπου ανέβαινε ο Πατριάρχης μετά των ιερέων εις το ιερόν σύνθρονον ... με χρυσάφι και λίθων πολυτελών κατεκόσμησεν (ενν. ο βασιλεύς) Hagia Sophia ψ 61228· (εδώ στον πληθ.): Έκαμε (ενν. ο βασιλεύς) δε και τα σύνθρονα, οπού κάθονται οι αρχιερείς και οι ιερείς εις την λειτουργίαν, ασημένια Hagia Sophia f 5963· β) (ειδικ.) ο επισκοπικός ή πατριαρχικός θρόνος που βρίσκεται μέσα στο Άγιο Βήμα: και πάλαι παρακάτωθεν το σύνθρονον υπάρχει,| ό βασιλεύς ιδρύσατο διά τον ιεράρχη Παϊσ., Ιστ. Σινά 543· όπισθεν της Αγίας Τραπέζης είναι το σύνθρονον του πατριάρχου Προσκυν. ά́ 1143. — Βλ. και σύνθρονος.
       
  • συνοικήτωρ ‑ορας
    ο, Φλώρ. 391, 478, 801, 1205, 1537, Λίβ. Va 2180.
    Το αρχ. ουσ. συνοικήτωρ.
    α) Συγκάτοικος: εξέρχονται οι διαφυγόντες μοναχοί εκ του λόχου και απήλθον έκαστος εις τα ίδια σκηνώματα· και ευρόντες των συνοικητόρων αποκτενόντων και μετά οιμωγής και ολολυγμού βοώντες Διήγ. αναιρεθ. 8451· β) συντοπίτης· (ειδικ.) άρχοντας που ήταν μέλος της αυλικής συντροφιάς και ακολουθίας ηγεμόνα (για τη σημασ. βλ. Μαυρ., Εκλ. Ά́́́ 531): Άρχοντες, τοπαρχεύοντες γης της εμής και χώρας,| οι συγγενείς, οι φίλοι μου, οι συνοικήτορές μου,| οίδατε πάντες ακριβώς τους ιδικούς μου πόνους Λίβ. διασκευή α 2506· Κρυφώς, αγνώστως ας γενεί η πουλησιά της κόρης,| μη λάβομεν κατάκρισιν απέ τους άρχοντές μας| και απέ τους μεγιστάνους μας, τους συνοικήτοράς μας Φλώρ. 917.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης