Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγαπώ,
- Σπαν. (Hanna) B 343, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 296, 302, Σπαν. (Legr.) P 48, 51, 174, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 24, 33, Προδρ. (Hess.-Pern.) II G 103, III 398, Ασσίζ. (Σάθ.) 2755, 4837, Ιερακοσ. (Hercher) 50212, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 569, Διγ. (Καλ.) Esc. 282, 590, 960, Διγ. (Καλ.) A 255, 1317, 1957, Βέλθ. (Κριαρ.) 918, 958, 969, 971, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 276, 286, 288, 729, 982, 1805, 2511, 2658, 3134, 3306, 7078, 8444, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1349, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9613, Φλώρ. (Κριαρ.) 381, 594, Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 148, Απολλών. (Wagn.) 750, Αχιλλ. (Hess.) N 460, 920, Αχιλλ. (Haag) L 41, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 52, 239, Ιμπ. (Κριαρ.) 19, 316, 290, 360, Φυσιολ. (Zur.) XI 13, L2, Ch. pop. (Pern.) 174, 324, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 67, Ριμ. κόρ. (Pern.) 752 Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 4 (βλ. Papadim., Viz. Vrem. 1, 1894, 652 και Σαχλ., Αφήγ. σ. 213-214), Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 121 (βλ. και Ξανθ., Κρ. Λαός 1, 1909, 8), Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 332 (βλ. και Ξανθ., Παναθήν. 18, 1909, 180), Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1414, 178, 13, 183, 2214, 255, 384, 628,753, 10455, 1133, 9, 1195, 1234, 1567, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 1113, Συναξ. γυν. (Krumb.) 597, 946, 1103, 1104, 1177, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 214, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 39, Πεντ. (Hess.) Γέν. XXIV 67, XXVII 14, Λευιτ. ΧΙΧ 18, 34, Δευτ. VI 5, VII 13, X 12, XXIII 6, XXX 16, 20, XXXIII 3, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 14017, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 309, 3917, 696, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 8115, 12814, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 2610, 3512, 897, 901, 2, 19, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 374, 418, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1495, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 43, 207, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά́ 93, 99, Γ΄ 99, Δ́́ 3, 272, Έ́ 66, 74, 153, Βίος Δημ. Μοσχ. (Knös) 711, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 97, 1316, 1638, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 161, 186, 190, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33027, 3373, 35529, 36328, 36630, 36714, 38912 δίς, 3982, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1588, 1661, 2080, 2146, Β́́ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 461, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 1588, 1661, 2080, 2146, Β́́ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 461, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 48 (βλ. και Μανούσ., Κρ. Χρ. 8, 1954, 294 σημ. 8)· γαπώ, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 608, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 119, Ερωτόκρ. Ά́ 1959, Β́́ 150, Ευγέν. (Vitti) 181· αγαπώ ή γαπώ, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 389, 549, Βουστρ. (Σάθ.) 417, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 23, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 177, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 293, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 14, Έ́ 158· ηγαπώ, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5343, 5670, 6850, 8699· μτχ. ηγαπημένος, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 2072, Σπαν. (Hanna) A 6, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 3, 55, Σπαν. (Hanna) O 63, Διγ. (Καλ.) A 1959, Βέλθ. (Κριαρ.) 29, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3963, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 709, 8935, Διήγ. Βελ. (Cant.) 126, Φλώρ. (Κριαρ.) 381, Gesprächb. (Vasm.) 26379, Αχιλλ. (Hess.) N 1277, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 254, Ιμπ. (Κριαρ.) 39, 205, Μαχ. (Dawk.) 1428, 37017, 50424, 60430, Ch. pop. (Pern.) 306, 311, 355, 441, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 386, Συναξ. γυν. (Krumb.) 429, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 24, 69, 112, 119, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 61 (βλ. και Πολ. Λ., Μετά Άλ. σ. 45), Βεντράμ., Γυν. (Knös) 91, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 40, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 11, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 62, Γ́́ 323, Έ́ 449, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 188, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32219, Θυσ. (Μέγ.)2 329, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ́́ 1, δ́́ 59, 89, Ροδολ. (Μανούσ.) Έ́ 254, Λίμπον. (Legr.) Αφ. 34, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 5267, 5645, 57315· αγαπημένος, Ασσίζ. (Σάθ.) 23316, Μαχ. (Dawk.) 2019, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 537, Πεντ. (Hess.) Δευτ. ΧΧΙ 15, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 10534, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XII 39, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) 517 φ. 336β 18, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 16, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 381, 503, 507, Γ́́ 92, Δ́́ 388 Έ́ 349, Ερωφ. (Ξανθ.) Β́́ 6, Γ́́ 28, 98, 297, Έ́ 287, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 171, 185, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 859, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Δ́́ 19, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 41, χορ. Δ́́ 60, Έ́ 1345, Φορτουν. (Ξανθ.) Έ́ 115, 159, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 24720, 5038, 5305, 54410· γαπημένος, Ιμπ. (Legr.) 232.
Το αρχ. αγαπώ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Αισθάνομαι αγάπη, έχω φιλικά αισθήματα (για κάποιον) (πβ. ΙΛ στη λ. 1): και να αγαπήσεις εις τον σύντοφό σου σαν εσέν Πεντ. Λευιτ. ΧΙΧ 18· Φραστικός τρόπος· «παρακαλώ»: αν έλθει η δείνα πώποτε να κάτσει εις τον πυλώνα| ραβδέας καλάς, αν με αγαπάς, και διώξε τον απέκει Προδρ. ΙΙΙ 398· β) αισθάνομαι συμπαθεια (για κάποιον), δείχνω συμπάθεια (σε κάποιον): και να αγαπάσαι ως συμπαθής και δίκαιος, παιδί μου Σπαν. P 174· από μεγάλους και μικρούς ήτον ηγαπημένος Δεφ., Σωσ. 40· ίνα σοι συνήθης γένειται (ενν. ο ιέραξ) και ευχείρωτος και αγαπηθείς παρ’ αυτού Ιερακοσ. 50212· και αν με δει ότι να μιλήσω| γραίαν γυναίκα να αγαπήσω Συναξ. γυν. 946· γ) συμπονώ: αυτές ένι οι υπόληψες των πρωτινών ανθρώπων …,| οπού ’γαπούσαν τ’ αρφανά και επανδρεύασίν τα Γεωργηλ., Θαν. 608· δ) ευνοώ: Να θυσιάσει στους θεούς διά να τον αγαπούσι,| για να μην του προσοργισθούν, να τον καταποντίσουν Χούμνου, Π.Δ. VIII 67· και να σε αγαπήσει (ενν. ο Θεός) και να σε ευλογήσει και να σε πληθύνει Πεντ. Δευτ. VII 13· ε) είμαι αφοσιωμένος, σέβομαι: Ποίος να θαρρέσει εις αυτούς, όρκον να τους πιστέψει,| αφόν τον Θεόν ου σέβονται, αφέντη ουκ αγαπούσι; Χρον. Μορ. (Καλ.) H 729· και να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου· Πεντ. Δευτ. VI 5· διατί πολλά το χαίρεται όταν τον προσκυνάεις| και τους αγίους αγαπάς Ιστ. Βλαχ. 1638. 2) α) Αισθάνομαι έρωτα (για κάποιον), αγαπώ ερωτικά (κάποιον) (πβ. ΙΛ στη λ. 2): Το ’δεισ σου μπορεί να ποίσει (παραλ. 1 στ.) τον Έρωταν ν’ αποθάνει και τον Χάρον ν’ αγαπήσει Κυπρ. ερωτ. 1234· Πάντα, κυρά μου, εγάπουν σε Ερωτοπ. 549· τυφλά προπάτιε στη φιλιά, τυφλή ’τονε στα πάθη,| τυφλά πασπάτευγε να βρει, τόν αγαπά να μάθει Ερωτόκρ. Ά́ 1588· φρ. αγαπώ αλλού = αισθάνομαι ερωτικό αίσθημα για άλλο πρόσωπο (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α): κατέχω και αγαπάς και αλλού. Και είς οπού διγνωμίζει| πώς ημπορεί τον πόθο ντου καθάρια να κρατίζει; Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 553· β) αισθάνομαι τον ερωτικό πόθο: Η γιὄχεντρα, όνταν αγαπά, ποσώς δε φαρμακεύγει,| μα δω κι εκεί το ταίρι τζη με προθυμιά γυρεύγει Πανώρ. Γ́́ 99· Μα γιάντα λέγω τα θεριά; και τα δεντρά ’γαπούσι·| για κείνο δεν καρπίζουσι, μαζί ά δε φιλιαστούσι Πανώρ. Γ́́ 107. 3) α) Αισθάνομαι κλίση για κάτι, μου αρέσει κάτι, βρίσκω ευχαρίστηση (σε κάτι) (πβ. αγάπη 7 και ΙΛ στη λ. 5γ και ε): ακρίδας ου σιτεύομαι, ουδ’ αγαπώ βοτάνας Προδρ. ΙΙ 6 103· Δεξιώτης ήμουνε καλός κι αγάπου το κυνήγι Πανώρ. Δ́́ 3· Κι αν αγαπάς διά να ακούς πράξεις καλών στρατιώτων Χρον. Μορ. P 1349· Ηγάπα δε περί πολλού τους νέους να τους έχει Ιμπ. 19· β) δέχομαι, επιδοκιμάζω, εκτιμώ (κάτι): πάλιν εζήτησεν ούτος τον ορισμόν μας τον άγιον να υπάγει εις την Αγίαν Ανάστασιν να προσκυνήσει … και ηγαπήσαμεν ει τι εζήτησες και επληρώσαμέν το Ορισμ. Μαμελ. 9613· Ακούσων ταύτα οι άπαντες … | εις σφόδρα το αγαπήσασιν, εστέρξαν κι αφυρώσαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 982· Ο Θεός το κατά δύναμιν θέλει και αγαπά το| και στρέφει τό εισέ καιρόν πάλιν επταπλασίως Κομν., Διδασκ. Δ 302. 4) Επιθυμώ, θέλω (πβ. αγάπη 8α και ΙΛ στη λ. 5α): εις τον Ευφράτην ποταμόν ηγάπησεν να κατοικήσει Διγ. Άνδρ. 3982· και τη Λουγρέτζ’ αγάπησεν δυνάστιο διά να πάρει Βεντράμ., Φιλ. 214· ηγάπησεν κι εθέλησεν και εγίνετον στρατιώτης Αχιλλ. L 41· να της τον δώσω και να ζει ως αγαπά και θέλει. Βέλθ. 971. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) α) Αγαπητός, προσφιλής: Τέκνον μου ποθεινότατον, παιδίν μου ηγαπημένον Σπαν. A 6· κι εσύ παιδάκι μου ακριβό, πολλά μου αγαπημένο Φορτουν. Έ́ 115· β) ιδιαίτερα αγαπητός, ευνοούμενος: Μαρία, μάννα του Θεού …, | με τους αγαπημένους σου ας είν’ κι αυτός ομάδι Π. Ν. Διαθ. 517 φ. 336β 18· γ) που αρέσει σε κάποιον, που προκαλεί ευχαρίστηση: κι εσείς μου μυζηθρόπιτες πολλά μου ηγαπημένες Κατζ. Ά́ 62· το δώρο τάχα δέχεται ωσάν ηγαπημένον Φλώρ. 381. 2) Που φανερώνει έρωτα: Τα μάτια τα περήφανα σ’ εμένα να γυρίσει| κι αν σπλαγχνικά δεν τα βαστά, γλυκιά κι αγαπημένα,| κι αν άσπλαγχνα θέλουν φανεί, σκληρά και θυμωμένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ 41. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = 1) Αυτός που έχει κάνει συνθήκη ειρήνης (πβ. αγάπη 6): Τότε ήρθανε χριστιανοί από τα μέρη της αγίας Μαύρας και από άλλους αγαπημένους Χρον. σουλτ. 10534. 2) Φίλος [Η σημασ. και στο Ον. Δανιήλ. (Drexl) 1]: πως με τσ’ αγαπημένους του επήε στο κυνήγι| και με τσι συνανάθροφους … σμίγει Ερωτόκρ. Ά́ 859 (πβ. αγαπητικός Β 1, αγαπητός ως ουσ.). 3) Σε προσφών. προκ. για το αγαπημένο πρόσωπο: Μα ο Ροδολίνος με γλυκιά κανάκια «μη φοβάσαι»,| τσ’ είπεν, «ηγαπημένη μου, κι ωσάν καλύτερά ’σαι» Ροδολ. (Μανούσ.) Έ́ 254.αγγελομουσουδάτος,- επίθ., Ιμπ. (Κριαρ.) 35· αγγελομισιδάτος, Διήγ. Βελ. (Cant.) 83, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 107.
Από τα ουσ. άγγελος και μουσούδι με προσθήκη της κατάλ. ‑άτος. Ο τ. αγγελομισιδάτος και σήμ. στην Κύπρο (ΙΛ λ. αγγελομοισιδάτος).
Που έχει μορφή αγγέλου, όμορφος (πβ. ΙΛ λ. αγγελομοισιδάτος και αγγελομοίσιδος 1): είχεν γυνή πανέμορφην …| … ασπροφεγγαροπρόσωπην και αγγελομουσουδάτην Ιμπ. 35.αγριόφθαλμος,- επίθ., Διήγ. παιδ. (Wagn.) 18, Διήγ. Βελ. (Cant.) 50, Φλώρ. (Κριαρ.) 647, Ιμπ. (Κριαρ.) 165, Ιμπ. (Legr.) 183.
Από το επίθ. άγριος και το αρχ. ουσ. οφθαλμός. Η λ. ήδη στο Βίο Νείλ. νεωτ. (PG 120) 25A.
α) Που έχει άγρια, φοβερά μάτια: εκάθισεν ο βασιλεύς πάντων των τετραπόδων,| λέων ο αγριόφθαλμος και γακλαδοραδάτος Διήγ. παιδ. 18 (πβ. το σημερ. αγριομμάτης, ΙΛ)· β) συνεκδ.: που έχει άγρια, φοβερή όψη· (προκ. για θάλασσα) αγριεμένος, ταραγμένος, τρικυμισμένος: Σαν θάλασσ’ αγριόφθαλμος και δράκος φουσκωμένος| κι ελέφας αφαγόπιος κάθεται (ενν. ο Ιμπέριος) αγριωμένος Ιμπ. (Legr.) 183.αγροικώ,- Τρωικά (Praecht.) 5334, Ασσίζ. (Σάθ.) 2818, 3523, 9431, 17831, 20913, 2141, 33823, 47222, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 278, Χειλά, Χρον. (Hopf) 356, Μαχ. (Dawk.) 214, 28633, 30234, 36410, 36629, 46628, 33, 47416, 57813, 59617, 60211, 62019, 65410, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 330, 336, Αλφ. (Μπουμπ.) Ι 32, Βουστρ. (Σάθ.) 425, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 418, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 653, 654, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 231, 136, 232, 676, 7520, 7714, 964, 10439, 11644, 1194, 35, 1258, 12624, 14110, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 434, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 422, Πεντ. (Hess.) Αρ. XXVII 20, Δευτ. IV 10, Αχέλ. (Pern.) 78, 1161, 2245, 2464, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 9127, 12526, 12819, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ́́ 77, 367, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́́ 104, Ερωφ. (Ξανθ.) Β́́ 76, Γ́́ 63, Δ́́ 34, 470, Έ́ 490, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 161, 164, 169, 170, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 173, 263, 435, 961, 1509, Β́́ 1943, Γ́́ 32, 1314, Δ́́ 1189, 1984, Έ́ 375, 416, 642, Θυσ. (Μέγ.)2 115, 179, 354, 613, 702, 833, 1116, Ευγέν. (Vitti) Πρόλ. 82, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β́́ 57, Γ́́ 1, 55, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 398, 1026, 1033, Β́́ 17, Γ́́ 1194, Χορ. Γ́́ 88, Έ́ 628, 1009, 1124, 1183, 1416, Φορτουν. (Ξανθ.) Πρόλ. 132, Ά́ 135, Πρόλ. άγν. κωμ. (Morgan) 16, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 189, Γ́́ 231, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 13711 (έκδ. αουρικήσουν) 13929, 18023, 1944, 47014, 51813, 5204, 5402, 56417· εγροικώ, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4120, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) 164 χοζ́́, Διήγ. Βελ. (Cant.) 354, Λίβ. (Wagn.) N 2495, 2533, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 573, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 363, 5, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1058 C, Ch. pop. (Pern.) 490, Θησ. (Foll.) I 99, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 153, Συναξ. γυν. (Krumb.) 182, 785, Ξόμπλιν φ. 124v· γροικώ, Διγ. (Hess.) Esc. 860, Διγ. (Καλ.) A 10, 3856, Ασσίζ. (Σάθ.) 307, 333, 3411, 18, 10322, 1084, 14810, 24223, 2534, 39924, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5350, Πτωχολ. (Schick) P 180, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1830, Αχιλλ. (Haag) L 344, Μαχ. (Dawk.) 88, 5027, 9017, 16224, 20810, 25013, 25830, 26022, 37, 31823, 31, 57833, 5909, 6222, Θησ. (Foll.) I 3, 4, 27δις, 39, 121, Ch. pop. (Pern.) 28, Βουστρ. (Σάθ.) 488, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5626, 5698-9, 71621, Ριμ. κόρ. (Pern.) 649, 763, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 513, 807, 903, 15310, 1554, Πικατ. (Κριαρ.) 346, 489, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 512, 555, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 492, 602, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 180, 209, 210, Μυστ. παθ. (Parlang.-Μανούσ.) 12682, Αχέλ. (Pern.) 1327, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 252, 189, 4120, 734, 8416, 8512, 9132, 9316, 23, 1038, 1173, 11910, 1258, 14029, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 30, 118, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́́ 478, 621, Δ́́ 83, 208, Έ́ 76, 118, 354, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 325, 358, Β́́ 319, Δ́́ 237, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 113, 221, 524, Β́́ 23, Ιντ. Β́́ 40, 133, Δ́́ 53, 255, 320, Έ́ 52, 625, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 349, 414, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 588, 1301, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2059, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 167, 188, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 170, 241, 630, 770, 1166, 1401, 1456, 1516, Β́́ 1987, Γ́́ 30, 32, 413, 1155, Δ́́ 448, 691, Θυσ. (Μέγ.)2 70, 107, 121, 178, 182, 193, 698, 704, 709, 714, Ευγέν. (Vitti) 973, 975, Στάθ. (Σάθ.) Γ́́ 330, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 293, 485, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 138 ρμδ́́, 184 μέ́, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Χορ. Γ́́ 10, Έ́ 466, 1148, 1356, Λίμπον. (Legr.) 173, 278, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 102, 268, 273, Ιντ. Ά́ 45, Β́́ 211, Ιντ. Β́́ 40, Γ΄ 222, Έ́ 119, 146, 242, 258, Διγ. (Lambr.) O 724, 1399, 2437, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15724, 15926, 17111, 22226, 2233, 33524, 3362, 38021, 3897, 39121, 42324, 47421, 51223, 53020, 54213, 55313, Διακρούσ. (Ξηρ.) 738, 8210· aγροικώ ή γροικώ, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 337, Ασσίζ. (Σάθ.) 13913, 39018, Βέλθ. (Κριαρ.) 635, 940, 1077, Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 166, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 986, Λίβ. (Lamb.) Esc. 386, 1670, Αχιλλ. (Hess.) N 1235, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 658, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 943, Μαχ. (Dawk.) 88, 9, 1235, 1620, 5027, 801, 18416, 28028-29, 29410, 31227, 4729, 47836, 6222, 63816, Θησ. (Foll.) I 27, 38, 47, 97, 109, 116, Ch. pop. (Pern.) 596, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) III 31, XI 7, Βουστρ. (Σάθ.) 433, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 406, Πικατ. (Κριαρ.) 242, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 261, 556, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 4017, 587, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 91, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 3416, 14419, Ερωφ. (Ξανθ.) Β́́ 257, 443, Γ́́ 322, Έ́ 207, 325, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 279, 317, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 59, 96, 1782, 1815, Β́́ 895, 1812, Γ́́ 10, 528, Δ́́ 205, 725, 840, 854, 1076, Έ́ 107, 982, 1234, Θυσ. (Μέγ.)2 640, Στάθ. (Σάθ.) Γ́́ 244, 255, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β́́ 46, 117, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 56, 60, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 471, Πρόλ. άγν. κωμ. (Morgan) 57, Ζήν. (Σάθ.) Β́́ 107, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 311, Διγ. (Lambr.) O 2437, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 1626, 41623, 47421, κ.π.α.
Από το επίθ. *αγροικός = νοήμων, που από το άγροικος = ανόητος, όπου το α‑ θεωρήθηκε στερ. (Χατζιδ., ΕΕΠ 9, 1913, 47-51). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
I. 1) α) Καταλαβαίνω, έχω την ικανότητα να κρίνω (πβ. ΙΛ στη λ. 1α): Μα σώνει δα ως εδεπά, κι οπού γροικά ας τελειώνει Βεντράμ., Γυν. 209· κι οπού κατέχει και γροικά, κι εις έτοια πάθ’ ά λάχει,| αντρειεύγει και κερδαίνει τη του ριζικού τη μάχη Ερωτόκρ. Δ́́ 691· Μα είντα μου ξάζει ν’ αγροικώ και τα πρεπά να γνώθω| εδά που σκλάβος βρίσκομαι και δούλος εις τον πόθο; Ερωτόκρ. Ά́ 263. β) (μέσ.): και γιατί άλλον δεν πεικάζω,| κάμνω σ’ όσον αγροικούμαι Κυπρ. ερωτ. 12624 [πβ. Φυλλ. Αλ. (Πάλλης) 136]· β1) κατανοώ, καταλαβαίνω (κάποιον): και του φρονίμου χάρασσε, και κείνος αγροικά σε Γεωργηλ., Θαν. 336· Δάσκαλος: Pulsa illam ianuam το λοιπόν. Γιάκουμος: Δε σου γροικώ, αδερφέ μου Κατζ. Δ́́ 237· β2) κατανοώ, καταλαβαίνω (κάτι): Εκείνους ήθελα τα γράψει, αλλ’ επειδή εκείνοι ως νέοι ακόμη δεν τα αγροικούν καλά, δι’ αυτό γράφω τα την ευγενείαν σου να τους παραινείτε Βησσ., Επιστ. 278· β3) καταλαβαίνω (κάτι από κάποιον): Πως τα τορνέσα θες ομπρός γροικώ σου· πιάσ’ τα κι άμε Κατζ. Ά́ 358· β4) καταλαβαίνω (με πρόταση) (πβ. ΙΛ στη λ. 1α): και έδωκέν τους ν’ αγροικήσουν ότι αρέσαν τους τα λογία Μαχ. 59617· και έδωκεν τους Τρώας ν’ αγροικήσουσι ποταποί είναι οι άρχοντες των Ελλήνων Τρωικά 5334· β5) το μέσο: μπορώ να συνεννοηθώ (με κάποιον) (πβ. Κατάγρ. Χαριτόπ. 150 και ΙΛ στη λ. 1ζ): και ο σουρτάνος εδιάβαζέν τα, ότι πολλοί αμιράδες δεν εγροικούντα μετά του, και εμούλλωνεν Μαχ. 6222· φρ.: γροικώ λογαριασμό = ακούω την υπαγόρευση της λογικής, σκέπτομαι λογικά Ερωτόκρ. Ά́ 1516, Δ́́ 854. 2) α) Αντιλαμβάνομαι, «παίρνω είδηση» (κάποιον, κάτι): Μ’ ας φύγωμεν από ’δεπά, να μη μάσε γροικήσει| τούτη, που μ’ είχε σκλάβο τζη, το φύγι να μποδίσει Ερωφ. Ιντ. Β́ 133· Τη νύχτα ασηκώθηκα δίχως να με γροικήσει| κι ήνοιξα την πορτούλα μας Κατζ. Ά́ 325· επειδή ημπόριε να το κάμει κρυφά, χωρίς να αγροικηθεί Σουμμ., Ρεμπελ. 169· Γείς οχ το σπίτι λογισμός μ’ έκαμε να κινήσω| κι εδώ στη βρύση μ’ ήφερε δίχως να το γροικήσω Πανώρ. Γ́́ 478· και συνηβάζεται κρυφά μ’ έναν καραβοκύρην| να τον επάρει μυστικώς κανείς μην το γροικήσει Ιμπ. (Κριαρ.) 644· β) αντιλαμβάνομαι (με πρόταση): Και σύντομα γροικήσασιν πως εγυμνοί εγυρίζαν Πικατ. 489· το μέσο: Δεν ξεύρεις όντα τρώει τινάς, δεν πρέπει να δηγάται;| εις πάσα λόγον μια γουλιά χάνει και δεν γροικάται Φαλιέρ., Ιστ. V 492. 3) α) Κρίνω, θεωρώ, νομίζω (πβ. ΙΛ στη λ. 1γ): κι εγώ δεν είμαι σα γροικάς, μηδέ σα βάνει ο νους σου Φορτουν. Έ́ 258· Είμαι επίγειος βασιλεύς, τρέμουν όταν με δούσι,| στην οικουμένην όλην δε αφέντην με γροικούσι Διακρούσ. 738· Η μια (ενν πληγή), σαν κλείσει ολότελα, γροικάται γιατρεμένη Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ 1356· Περί φθαρτού και αφθάρτου του παναγίου άρτου και σώματος του Χριστού, πώς γροικάται, φθαρτόν είναι ή άφθαρτον Βακτ. αρχιερ. 184 μέ́· β) υπολογίζω, θεωρώ σημαντικό, εκτιμώ: Μα ’βλεπες τον καλόγερο να ’ναι αναμπουκωμένος| κι ως ένα λιόντα άγριο έδειχνε μανισμένος·| κι ερίχνασί ντου τουφεκιές, μα κείνος δεν τες γροίκα Τζάνε, Κρ. πόλ. 54213· Άντις σ’ εσέν η δόξα πλιότερ’ αγροικάται,| γιατί όσο πλια το νικημένο αξίζει,| τόσον ο νικητής πλέο τιμάται Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. Γ́́ 88· γ) κρίνω (ότι είναι δυνατό), προβλέπω: ουκ έχει φίλον ο πτωχός, διατί δεν έχει πράγμα,| διατί δεν εγροικά κανείς μ́’ αυτούς να διαφορεύσει Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 153· δ) κρίνω σωστό: κι ά λάχει το ενάντιον είντα ’χομεν να δούμεν;| αφανισμόν στα κάτεργα, γιαύτος δεν το γροικούμεν Τζάνε, Κρ. πόλ. 3362· Περί εκείνου οπού δανείζει το εδικόν του ετέρου ανθρώπου, και όταν του τα ζητήσει, λαλεί ότι χρωστεί τούτον περίτου παρά εκείνο οπού τον ζητά, και διά τούτον ουδέν γροικά να τον πλερώσει, αν ου μη το αγρωνίσει η αυλή Ασσίζ. 2534· Δεν γροικώ να σου απολογηθώ ώσπου να μου δείξεις την εξουσίαν τήν έχεις από τον ρήγα Μαχ. 31823· Διά τούτον γροικώ ότι ο αφέντης ο ρήγας να αναπληρώσει και να πλερώσει το δικόν τους Γενουβίσους Μαχ. 31831· ε) προτίθεμαι: Ας είσαι μάρτυρας λοιπόν, ω Άρη … (παραλ. 1 στ.) κι εσύ, κυρά μου δέσποινα … (παραλ. 2 στ.), ορθώσετε το χέρι μου και την φωνήν μ’ ομοίως,| εμένα που γροικώ να πω τα συνεργήματα σας Θησ. Ι 3. 4) α) Ξέρω: να είμεστεν πάντοτ’ έτοιμοι αφήτις δεν γροικούμεν| την ώραν όπου έρχεται ο κλέπτης να μας κλέψει Πένθ. θαν. N 512· ότι είστεν απόξενοι, τον τόπον ου γροικάτε Χρον. Μορ. P 5350· ήτον από την Σερβίαν και ομίλιε σέρβικα, και ρωμαίικα τελείως δεν εγροίκα· μόνον είχε δραγουμάνον, οπού ομίλιε Ιστ. πατρ. 1147· Και φυσικόν του καθενός τό βλέπει ν’ αγαπάει,| μα πρώτα θέλει να αγροικά σε τι πράγμα υπάει Δεφ., Λόγ. 422· β) ξέρω, μπορώ (να κάνω κάτι): σ’ ένα βοσκό άγνωστο σαν εμένα (παραλ. 1 στ.) να θέλου ν’ αποθέσουσι την διαφοράν εκείνη,| που ο μεγαλύτερος θεός δεν το γροικά να κρίνει Φορτουν. Ιντ. Β́́ 40. IΙ. 1) α) Αισθάνομαι: Καθημερνό τηνε ρωτού, είντα ’ν’ κι αδυναμίζει (παραλ. 1 στ.). Κι εκείνη με καλήν καρδιά και γέλιο πιλογάτο,| κι ήλεγε πως δεν είν’ κακά, αμή καλά ’γροικάτο Ερωτόκρ. Γ́ 32· ο κρουσμένος, όταν κοιμάται,| ως το ξύλον δεν γροικάται Συναξ. γυν. 760· β) ξυπνώ (πβ. το σημερ. νιώνω = ξυπνώ Ανδρ., Σημασ. εξ. 50): Κι εγώ νυστάζω και ποθώ καμπόσο ν’ ακουμπήσω·| και αν τύχει να πηγαίνομε, πέτε μου ν’ αγροικήσω Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 434· γ) αντιλαμβάνομαι (κάτι) με τις αισθήσεις, αισθάνομαι (κάτι) (πβ. ΙΛ στη λ. 2α): και εγροικούντα και σεισμοί πότε και πού … και άλλοι τις γροικούσαν και άλλοι δεν τις ενιώθασι Διήγ. πανωφ. 60· Πάμε λοιπόν στα ξώπορτα κι εκεί βρόμον γροικούμεν Διήγ. ωραιότ. 293· να μη γροικήσω το σπαθί να κόψει το λαιμό μου Θυσ.2 877· την κονταρά τα μέλη ντου όλα την εγροικήσα Ερωτόκρ. Β́́ 1812· κι απάνω ’ς τσι λαβωματιές τα πέταλα βουλούσα| και την πληγή ξεσκίζασι και πόνους εγροικούσα Ερωτόκρ. Δ́́ 1076· κι εκ την πολλήν ευλάβειαν ουδέν γροικούσι κόπον Παϊσ., Ιστ. Σινά 118· το μέσο: Μα μέσα <’ς> τσι δυο μήνες εγροικούμου| τη δύναμη δαμάκι του κορμιού μου Βοσκοπ. 317· δ) αισθάνομαι (συναισθηματικά): Άμετρην αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη| γροικά η καρδιά μου μέσα τση Φορτουν. Έ́ 146· Έρωτα, μ’ όσα βάσανα με κάνεις ν’ αγροικήσω Ερωφ. Γ́ 63· οκ την μεγάλην λύπησην σήμερον που γροικούσι Ευγέν. 973· ε) αισθάνομαι (με πρόταση): Βοηθάτε μου και δεν μπορώ· γροικώ κι εβγαίνει η ψη μου Θυσ.2 193· το νου τζ’ εγροίκα σαν πουλί να φύγει να πετάξει Ερωτόκρ. Έ́ 982· στ) υπομένω (κάτι): Γείς πόνος μ’ έσφαξε δριμύς, μα ’δα με σφάζει κι άλλος (παραλ. 1 στ.). Τον ένα δεν εδύνουμου, τσι δυο πώς ν’ αγροικήσω; Θυσ.2 115. 2) Διαισθάνομαι, προαισθάνομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): Τη γλώσσα σου γροικώ ξερή, θαμπό τ’ ανάβλεμμά σου Θυσ.2 107· Ώφου! και πώς το λόγιαζα κι ο νους μου πώς το γροίκα| η άργητα κι ο πόλεμος πως θα μου φέρει προίκα Τζάνε, Κρ. πόλ. 55313· Ω! πώς το γροίκα η καρδιά κι έτρεμεν το κορμί μου,| πώς θε να λάβγεις θάνατον ετότες, Κατερή μου Τζάνε, Κρ. πόλ. 51223. IΙΙ. 1) α) Ακούω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3α): να μη θωρούν τα μάτια μου να μη γροικούν τ’ αφτιά μου Θυσ.2 178· και όσο ν’ αγροικήσουν το τρουμπέτιν, να ευρεθούν αρματωμένοι Μαχ. 36410· Πράμα καινούργιο σου γροικώ που άλλη φορά ποτέ σου| δε μου το ξεφανέρωσες Φορτουν. Β΄ 211· το μέσο: Κτύπους, λουμπάρδες στο Λίδο έξαφνα και γροικούνται Τζάνε, Κρ. πόλ. 38021· β) κάνω κάποιον να ακούσει (κάτι): μάζωξε εμέν τον λαό και να τους αγροικήσω τα λόγια μου Πεντ. Δευτ. IV 10· γ) ακούω με προσοχή (κάτι): Και κάθε πωρνόν επήγαινεν εις την Αγίαν Σοφίαν και εγροίκαν λειτουργίαν Βουστρ. 433· θέλετε γνωρίσει| σε τούτη μας τη κωμωδιά, οπού για ν’ αγροικήσει| καθένας από λόγου σας είστε εδεπά ερθωμένοι Φορτουν. Πρόλ. 132· δ) σε προστ.· πρόσεξε: Γροίκα, αφέντη βασιλεύ,| το λιθάρι τό φουμίζουν,| έχει σκώληκαν απέσω Πτωχολ. P 180· Σύρε, μα γροίκα, φίλε μου, πρι το χρυσάφι δούσι κάμε ν’ ανατριχιάσουνε όλοι να σε γροικούσι Ζήν. Γ́́ 231· ε) ακούω με καλή διάθεση: Και όποιος στα λόγια τους γροικά, τα λόγια τους πιστεύει,| εις το τσικάλι άνεμον εύκαιρα μαγερεύει Δεφ., Λόγ. 577· Αφέντη, μηδέν γροικάς εκείνου όπου σου λαλεί διά το δικόν του διάφορος, παρά γροίκα εκείνου όπου σου λαλεί διά ούλους το διάφορος Μαχ. 20810· στ) εισακούω: Μωραίνει, λέσι, ο Θεός λαόν που θ’ απολέσει| και παρακάλια δεν γροικά και προσευχές αν λέσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 15724· Άξιε θεέ, άλλοι το πρέπον δεν είναι ν’ αγροικούσι| ποτέ τα παρακάλια σου, μα να παρακαλούσι| πρέπει όλοι εσέναν Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́́ 57· ζ) υπακούω (πβ. ΙΛ στη λ. 4): Και αν δεν θελήσετε ν’ αγροικήσετε της βουλής μας, ακριβά θέλετε τα ξαναγοράσειν Μαχ. 47416· Κι ο γενεράλες είπε ντω λίγον να σταματήσουν| και τύχαινε την ορδινιά τ’ αφέντη ν’ αγροικήσουν.| Μα εκείνοι δεν εκούσανε, μ’ εθέλησαν να βγούσιν Τζάνε, Κρ. πόλ. 5204. 2) Δίνω τη δυνατότητα σε κάποιον να ακουστεί: και αν ένι ο απεβγαλμένος να αγκαλέσει εις αγκάλεμαν τον αυθέντην του ή την κυράν του, ή τα παιδιά τους, ή αυλή ουδέν πρέπει να του γροικήσει Ασσίζ. 333· Τοιαύτα πράγματα ένι απέ τα ποία οι άνθρωποι ουδέν πρέπουν να αγκαλέσουν εις την αυλήν και αν το ποίσουν, ουδέν εντέχεται ν’ αγροικηθούν Ασσίζ. 3523· και εκείνοι ορίσαν τον Περότ να τον απολογιάσουν, αμμέ δεν εμπόρησε ν’ αγροικηθεί Μαχ. 60211. 3) α) Ακούω, πληροφορούμαι: Ακριβέ φίλε, είμεσθεν πεθυμημένοι ν’ αγροικήσομεν περί της υγείας σου, παρακαλούμεν σε να μας το ποίσεις φανερόν με την γραφήν σου Μαχ. 28633· Και ο κούντης της Σαβογίας, όπου ’τον δηγημένος να έλθει διά τους Σαρακηνούς, γροικώντα την αγάπην επήγεν εις την Ρωμανίαν Μαχ. 16224· και θάνατο κριμένο τού ’δωκε τόσ’ απού ποτέ σ’ άνθρωπο πλιο κιανένα| να δόθηκε χειρότερος δεν έχω γροικημένα Ερωφ. Έ́ 52· Τούτοι που ’πεψαν προξενειές οι βασιλιοί για σένα,| πως είναι δίχως αρετές τους έχεις γροικημένα; Ερωφ. Δ́́ 320· Χίλιους μεγάλους βασιλιούς …| τον περαζόμενον καιρό έχομε γροικημένους,| κι είδασι και τ’ αμμάτια μας περίσσιους ν’ αποθαίνου Ερωφ. Ά́ 524· κι όπου γροικάται ο μπασιάς να παν να τονε φτάξουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 33524· β) το παθητ. = ακούομαι, γίνομαι γνωστός: Το τέλος τ’ έχει να γενεί μ’ έτοιο βαρύ κανόνα,| οπού δεν εγροικήθηκεν εις όλον τον αιώνα Θυσ.2 640· θέλω να γράψω ν’ αγροικάται:| ο πόθος, ποθητέ, μπορεί καμπόσα,| αμμ’ όχι γιον μιαν άγγρη μηδέ τόσα Κυπρ. ερωτ. 676· θέλει γροικάται στ’ ουρανού τα ύψη τ’ όνομά σου Πανώρ. Γ́́ 621. γ) αναγνωρίζομαι, γίνομαι παραδεκτός: το αδερφομοίρι να είναι και να γροικάται τση λεγάμενης κερα-Ελένας Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5347.άδικα,- επίρρ., Ασσίζ. (Σάθ.) 182, 1913, 6819, 1019, 1542, 1758, 18712, 20929, 26219, 35110. Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3861, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 407 (έκδ. άδικα· Πολ. Λ., Πριν Άλ., σ. 176, διόρθ.: αδίκως), Διήγ. Βελ. (Cant.) 544, Λίβ. (Lamb.) Sc. 878, Λίβ. (Wagn.) N 1770, Μαχ. (Dawk.) 2502, 6568, 66629, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XII 50, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 95, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 851, 909, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 9325, 15312, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 2410, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 407, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 381, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 115, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 231, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 496, 708, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 310, 756, 9214, 1356, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 361, Σταυριν. (Legr.) 22, 1094, 1165, 1252, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ́́ 1060, 1140, 1678, Δ́́ 513, 526, 954, Έ́ 352, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ́́ 190, 470, 547, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 156β, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 26717, 4319 (βλ. άδικο(ν)· διόρθ. Ξανθ., BZ 18, 1909, 596), 49620, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11121.
Από το επίθ. άδικος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Παρά το δίκιο, χωρίς δίκιο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Και όσα περισυνάξασιν άδικα, να τα στρέψουν·| πτωχούς, γυμνούς, αδύνατους και ορφανά να θρέψουν Πένθ. θαν. N 407. 2) α) Χωρίς να το αξίζει (κανείς) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α): Πόσα κοράσια άδικα δεν είναι πανδρεμένα,| διατί τα συκοφαντήσασι κι είν’ κατηγορημένα Δεφ., Λόγ. 469 (πβ. άδικος 2)· β) χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ανάξια: κι άμε και μην πρικαίνεσαι· θώριε καλά είντα κάνεις,| μη βάνεις λογισμούς κακούς, κι άδικα ν’ αποθάνεις| και με καιρόν οι δυσκολίες ολπίζω να τελειώσουν Ερωτόκρ. Γ́́ 1678· να πιάσεις να φαρμακευτείς άδικα και χωστά μου Ροδολ. (Μανούσ.) Δ́́ 470· γ) μάταια, του κάκου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2β): Κάποιος ένας άνθρωπος ηγόρασεν αράπη (παραλ. 1 στ.) κι επήγαινέ τον στα λουτρά πάντα και έτριβέ τον (παραλ. 1 στ.). Εκείνος ακ την φύση του ν’ αλλάξει δεν ημπόριε,| μόν’ άδικα αφέντης του εκείνον ετιμώριε Αιτωλ., Μύθ. 756.αιματώδης,- επίθ., Πωρικ. (Winterwerb) II 55 κριτ. υπ., III 62, Διήγ. Βελ. (Cant.) 211α.
Το αρχ. επίθ. αιματώδης. Η λ. και σήμ. με διάφορους τ. στα ιδιώμ. (ΙΛ).
1) Αιματοβαμμένος, βουτηγμένος στο αίμα (Η σημασ. ήδη στο Χρύσιππ. 4220): και τα σπαθιά δαγκάνουσιν, λούγουνται αιματώδεις,| ανδρών σωμάτων διασκελούν, πηδούσιν εις το κάστρον Διήγ. Βελ. (Cant.) 211α. 2) (Προκ. για φυτό) σαρκώδης: άλλο (ενν. φυτό) έναι πλέον αιματώδες παρά το άλλο, διότι έναι πλέον μέτοχον του αέρος Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 18v. — Πβ. αιματόβαπτος, αιματοφόρος, αιματόφυρτος, αιμόφυρτος.αίσθησις- η, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 495, Καλλίμ. (Κριαρ.) 447, 932, Βέλθ. (Κριαρ.) 362, 1061, Διήγ. Βελ. (Cant.) 245, Φλώρ. (Κριαρ.) 430, 930, Λίβ. (Μαυρ.) P 1295, 1499, Λίβ. (Lamb.) Sc. 169, 892, 920, 984, 2314, 2931, 3155, Λίβ. (Lamb.) N 176, Λίβ. (Wagn.) N 1146, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 520, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ΄ 230, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ΄ 587, Ε΄ 14· αίστησις, Σπαν. (Hanna) V 12, Ερμον. (Legr.) II 317, Λίβ. (Lamb.) Sc. 160, 511, 1614, 1953, 1974, 2059, 2626, 3504, 3841, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C 446 (αιστήσις: παρατονισμός για λόγους μετρικούς), Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 171, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 4, 209, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ΄ 114, Ε΄ 1051, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Χορ. γ΄ 31, Δ΄ 587, Ε΄ 14, Φορτουν. (Ξανθ.) Ε΄ 133.
Το αρχ. ουσ. αίσθησις.
1) α) Συνείδηση, συναίσθηση (Η σημασ. ήδη στο Μέγα Κωνσταντίνο, βλ. Lampe, Lex., και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): άνθρωπος να αισθάνεται και να πονεί τοσούτον| και να μη λέγει τό πονεί, χωρίς αισθήσεως ένι Λόγ. παρηγ. O 495· Τι αυτά δεν έναι πράματα να τα καταφρονούσιν,| μάλιστα πὄχουν αίσθησιν πρέπει να τα θρηνούσιν| βλέποντα τι όσα είναι άξια να κάμνουν αμελούσιν Πένθ. θαν. N 520· β) αντίληψη, νοητική ικανότητα: άρχοντας εδικούς του| εις φρόνεσιν, εις αίσθησιν βάνει στην Εγγλιτέραν,| να προμηθεύηται καλώς την σύστασιν του τόπου Διήγ. Βελ. 245· Της αίστησης του νου, και πάλι| του λογικού της πεθυμιάς και της αγάπης| σκότισις, συγχυσμός έναι και ζάλη Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ΄ [31]· γ) λογικό, νους: θέλω συσφίξει την καρδιά λίγο ν’ αποκοτήσει| την αίσθηση να συσταθεί, τη γλώσσα να μιλήσει Ερωφ. Δ΄ 230. 2) α) Ευαισθησία, αισθαντικότητα: Όμως γλυκιά ’ναι εις τον καθένα πὄχει τα λογικά του| και δεν του λείπουν οι αίσθησες, η πατρική φωλιά του Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [14]· Ουδ’ αίσθησιν ανθρωπινήν δεν ήθελε μετέχει| όποιος σε τέτοιαν συμφοράν λύπην σ’ εσέ δεν έχει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [587]· πέτρας αν είχες αίσθησιν και σιδηράν καρδίαν,| να με εσυνεπάσχισες, αν έμαθες τά πάσχω Λίβ. N 1146· Άλλην δε πάλιν έγραφεν αρχόντισσα γυναίκα,| τήν αίσθησις ανέθρεψεν, επαίδευσεν η χάρις Βέλθ. 362· β) τα αισθήματα (ως σύνολο): εις αισθήσεως άβυσσον εσέβην η ψυχή μου Λίβ. Sc. 984. Φρ.: έρχομαι εις αίσθησιν = αναπολώ: αν γαρ εις αίσθησιν ελθώ και εις νουν αναβιβάσω,| πόσας καλάς μεταβολάς ερωτικοενηδόνους| κατάστρατα εχαιρόμεθα Λίβ. Sc. 3155.αιχμαλωσία- η, Μανασσ., Αρίστ. (Τσολ.) ΙΙ 64, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 354, Hist. imp. (Mor.) 18, Διγ. (Mavr.) Gr. I 197, III 76, Διγ. (Hess.) Esc. 568, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 668, 3076, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 691, 1627, Βίος Αλ. (Reichm.) 4082, Πανάρ. (Λαμψ.) 7222, Καναν. (PG 156) 68A, 73B, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) Πρόλ., Μαχ. (Dawk.) 29235, Δούκ. (Grecu) 9116, 10121, 10720, 33710, 35117, 3774, 3856, 39328, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 5814, 9812, 10413, 13435, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 378, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 6514, Έκθ. χρον. (Lambr.) 512, Ιστ. Ηπείρ. (Cirac Estop.) XXVII2, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 679, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 49 δις, 51, 61, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 12517, Μ. Χρονογρ. (Τωμ.) 3315, Χίκα, Μονωδ. (Μανούσ.) 10, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2547 [ = Γέν. Ρωμ. (Λάμπρ.) 137], Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32028, 33419, 33831, 40514, Διγ. (Lambr.) O 1161, Διακρούσ. (Ξηρ.) 673, 7090, 11014, 11720· αιχμαλωσιά, Διήγ. Βελ. (Cant.) 162, Αχιλλ. (Hess.) N 589, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 410, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 589· αμαλωσιά, Πεντ. (Hess.) Αρ. XXXI 12, Δευτ. ΧΧΙ 10, ΧΧVIII 41, XXXII 42· ηχμαλωσία, Χρον. Τόκκων 3837.
Το μτγν. ουσ. αιχμαλωσία. Για τον τ. αμαλωσιά πβ. το σημερ. τ. αμαλουσία (ΙΛ στη λ. αιχμαλωσία). Ο τ. από επίδραση της αύξησης του αορ. ηχμαλώτισα ή από κώφωση του φθόγγου e κατά τα βόρεια ιδιώμ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Σύλληψη αιχμαλώτων (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. 1): Παρεδόθην η πόλις εις διαγουμάν και αιχμαλωσίαν Καναν. 68Α· Και ήλθεν εις τους τόπους του αφέντη μου και εποίκεν πολλήν αιχμαλωσίαν εις την Αλεξάνδραν και εις άλλους πολλούς τόπους Μαχ. 29235· Διήγησις διά στίχων του δεινού πολέμου …, η οποία περιέχει την σκληρότητα και αιχμαλωσίαν των αθέων Αγαρηνών και πώς εκυρίευσαν όχι μόνον τα Χανιά Διακρούσ. 673 . Πβ. αιχμαλωτισμός. 2) Κατάσταση του αιχμαλώτου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Ουκ εις δουλείαν ουν ημείς ή προς αιχμαλωσίαν υπάρχομεν, αι πρότερον προστεταπεινωμέναι Βίος Αλ. 4082· Αλούς ουν εγώ και πάντα τα δυσχερή και κακά της αιχμαλωσίας υπενεγκών ο άθλιος Σφρ., Χρον. μ. 9812. 3) Σύνολο αιχμαλώτων (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. ΙΙ): Και ωσάν έλαβε τον λαόν της Αιγίνης, ... υπήγε και αιχμαλώτισε και άλλα νησία πολλά του Αρτζιπελάγου. Και εγέμισεν όλην την αρμάδα αιχμαλωσία Κώδ. Χρονογρ. 49· Και έφεραν προς τον Μωσέ και προς τον Ελεάζαρ τον ιεριά και προς τη συναγωγή παιδιά του Ισραέλ την αμαλωσιά και το έπαρμα και το κρούσος Πεντ. Αρ. ΧΧΧΙ 12· να χορτάσω τις σαγίτες μου από αίμα και το σπαθί μου να φάει κρεάς· από αίμα σκοτωμένου και αμαλωσιά από αρχή αποβγάλματα του οχτρού Πεντ. Δευτ. ΧΧΧΙ 42. 4) Λάφυρα: Εισήλθεν εις την Ματζούκαν ο Χατζημίρης, ο υιός του Παϊράμη, μετά φοσάτου πολλού και εκούρσευσεν αιχμαλωσίαν πολλήν Πανάρ. 7222.ακουμπίζω,- Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 116, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 73, 525, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 73, 541, Ασσίζ. (Σάθ.) 11021, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 254, Διγ. (Hess.) Esc. 418, 1508, 1686, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 984, 965, Διήγ. Βελ. (Cant.) 509, Λίβ. (Lamb.) N 509, Ιμπ. (Κριαρ.) 49, 65, 531, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 137, Φυσιολ. (Legr.) 30, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 78, Μαχ. (Dawk.) 4583, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [834], Ζ΄ [914], Ch. pop. (Pern.) 364, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) III 15, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 87, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 31, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 433, Πεντ. (Hess.) Έξ. ΧΧΙΧ 10, Αρ. VIII 10, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 47, Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 143, 211, Πιστ. βοσκ. (Joann.) IV 2, 237· 8, 1, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1375, 2560 [ = Γέν. Ρωμ. (Λάμπρ.) 150], Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 1915, Γ΄ 957, Δ΄ 995, Ε΄ 437, Θυσ. (Μέγ.)2 104, 611, 629, 1115, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 275, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ 459, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Αφ. 29, Α΄ 976, Β΄ 536, 1180, Ε΄ 687, 888, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 37325, 45418, 49418, 49413· ακουμβίζω, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2190, Καναν. (PG 156) 76A· ακομπίζω, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 165· ’κουμβίζω, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1536, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 8422· ’κουμπίζω, Ασσίζ. (Σάθ.) 1768-9, 36030, 36031, Διγ. (Καλ.) Esc. 1197, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 561, Λίβ. (Lamb.) Esc. 622, 2103, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1030, Λίβ. (Lamb.) N 1850, Χρησμ. (Trapp) I 196, Μαχ. (Dawk.) 485, 11631, 45426, 4601, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 38220, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 669, 2011, Δ΄ 731· ’γκουπίζω, Λίβ. (Μαυρ.) P 371.
Από το λατ. accumbo και την κατάλ. ‑ίζω (Κοραή, Άτ. Α΄ 24, Meyer, NS III 9, Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 304 και Triand., Lehnw. 94 = Τριαντ., Άπ. Α΄ 399) ή από το ουσ. ακκούμβα (Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 304), αν όχι από το ακουμβώ-ακουμπώ με επίδρ. του αορ. ‑ησα. Ο τ. ακουμβίζω ήδη στον 8. αι. (Lampe, Lex., λ. ακουμβίζω) και στον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο (Βλ. Trapp, ΕΕΦΣΠΚ 5, 1989, 186). Ο τ. ακομπίζω και στο Νικ. Λουκάνη (βλ. Du Cange, λ. ακουμβίζω [ακουμπίζω]· πβ. και στο σημερ. ιδιωμ. κομπάω (ΙΛ, λ. ακκουμπώ). Για τον τ. ’γκουπίζω βλ. Γεωργακ., B-NJ 14, 1938, 147, και πβ. και το σημερ. ιδιωμ. αγκουμπώ (ΙΛ, λ. ακκουμπώ). Οι τ. ακουμπίζω, ’κουμπίζω και σήμ. ως ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ακκουμπώ).
Α´ Αμτβ. 1) α) Ξαπλώνω (Πβ. Lampe, Lex.· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ακκουμπώ Α2): Εκούμπισ’ ο Χαρίδημος σ’ ένα δεντρό από κάτω,| το χτύπο του κουτσουναριού κοιμώντας εφουκράτο Ερωτόκρ. Β΄ 669· Ο βασιλιός, οπού ’τονε στο στρώμα ’κουμπισμένος, πάραυτας εσηκώθηκε Ερωτόκρ. Δ΄ 995· Τέκνο μου, αν εκουράστηκες, ακούμπισε δαμάκι Θυσ.2 629· ηρέμησες, ηκόμπισες, έπεσες, κατεκλίθης Γλυκά, Στ. 165· και κείται απάνω ο Διγενής πλάγιον ακουμπισμένος Διγ. Esc. 1686. Συνών. εξαπλώνω, πλαγιάζω. Πβ. ανακουμπίζω· β) κοιμούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ακουμπώ Α2β): κι εγώ νυστάζω και ποθώ καμπόσο ν’ ακουμπίσω Φαλιέρ., Ιστ. V 433· Νύκτα ’ν’ ακόμη και μπορεί το τέκνο ν’ ακουμπίσει Θυσ.2 611· και μετά κείνα έπεφτε σ’ εκείνο ν’ ακουμπίσει| και με τον ύπνον που ’κανε, δεν ήθελε ν’ αφήσει| μια ώρα Τζάνε, Κρ. πόλ. 49413· γ) καθίζω για να ανακουφιστώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. ακκουμπώ Α2δ): ολίγον δε μου παρελθών πέπτωκεν εκ του ίππου και εις πέτραν ακούμπισεν εχόμενος του πόνου Διγ. Gr. VI 254. 2) α) Στηρίζομαι (Η σημασ. ήδη στη Σούδα και σήμ., ΙΛ, λ. ακκουμπώ Α1): και έστησεν το κοντάριν του και απάνω του ακουμπίζει Διγ. Esc. 1508· Ο χρόνος, ως τον ήκουσεν, ηκούμπισεν εις δέντρον Λόγ. παρηγ. L 73· εις τον τοίχον εις τον ποίον φαίνεται καλά πού εκούμπιζαν οι καμάρες μου Ασσίζ. 36031· Στο παραθύρι τση φλακής στα σίδερ’ ακουμπίζει Ερωτόκρ. Ε΄ 437· Τόσον τον επανέβηκεν και ασθένειαν μεγάλη,| τήν λέγουσιν «ελεμική» η γλώσσα των Ρωμαίων| και εις αυτό ακούμπισεν ότι να αποθάνει Χρον. Τόκκων 3432 (εσφαλμ. νοεί τη σημασ. του ρ. ο εκδ. Schiro [Χρον. Τόκκων σ. 555])· β) στηρίζω τις ελπίδες μου, βασίζομαι (σε κάποιον) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ακκουμπώ Α4): Πού να εκούμβιζον; εις καλογέρους; Και εισί των τοιούτων απράγμονες Σφρ., Χρον. μ. 8422· ότι σ’ εσέν το γένος μας θαρρεί και ακουμπίζει Ιστ. Βλαχ. 2560· Ω ουρανέ, ω ριζικόν, εις ποίον μπορώ να ’λπίσω| και να πιστέψω η ταπεινή κι εις ποίονε ν’ ακουμπίσω; Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1180]. 3) α) Αφήνομαι, επαφίεμαι: Πάλιν, ω Παλαιολόγε,| εις τα γόνια σου ’κουμπίζει| βασιλεία των Ρωμαίων Χρησμ. Ι 196· β) τοποθετούμαι (κάπου) αναλαμβάνοντας έργο: αυτού όπου ακούμπισες κι ετάχθης να δουλεύεις,| έχε τιμήν και ασχόλησιν και καθαράν αγάπην Κομν., Διδασκ. Δ 116· γ) (προκ. για δικαστική υπόθεση) ανατίθεμαι στη διαιτησία, την κρίση (κάποιου) (πβ. και Καντακ., PG 153, 1012 B): εκείνοι οι δύο εις τους ποίους εκούμπισεν το έγκλημα, αν ουδέν ημπορούν να συμπάψουν, ημπορούν καλά να κράξουν άλλον έναν εις την συντροφίαν τους καλοπίχερον Ασσίζ. 1768-9. Β´Μτβ. 1) Στηρίζω (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ, λ. ακκουμπώ Β1): ου διαφεντεύγουν με ν’ ακουμπίσω τας καμάρας μου εις τον τοίχον Ασσίζ. 11021· και επήραν τες σκάλες και ακουμπίσαν τες εις τους τοίχους Μαχ. 45426· Εκούμπισε την κεφαλή στη χέρα τζ’ η καημένη Ερωτόκρ. Δ΄ 731· που την ολπίδα τζ’ εις εσέ είχεν ακουμπισμένη Ερωτόκρ. Γ΄ 957· Οϊμέ του κακορίζικου του γέρου που σ’ εσένα| τα θάρρη του εκρεμόντασι κι είχε τ’ ακουμπισμένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ 888. 2) Αγγίζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ακκουμπώ Α3): και να ακουμπίσει ο Ααρών και τα παιδιά του τα χέρια τους ιπί το κεφάλι του δαμαλιού Πεντ. Έξ. ΧΧΙΧ 10. 3) α) Τοποθετώ (κάτι κάπου), αποθέτω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ακκουμπώ Β3): Και παν πολεμικόν όργανον έφερον ανά χείρας και ηκούμβισαν εις τα τείχη Καναν. 76Α· Γιατί μια θυμωμένη νεροσυρμή, με δύναμιν οπού ’χε κατεβαίνει,| το ’φερε και τ’ ακούμπισε εις την μερτιάν εκείνην Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ 687· β) (προκ. για μαχαίρι) βάζω, εμπηγνύω (πβ. και Δουλγεράκης [Τραγ. Σούσ. σ. 351 σημ. 23]): και έσυρε το παραμάχαιρον του Αλεξάνδρου και ακούμπισέ το εις την καρδίαν της και εσφάγην Διήγ. Αλ. V 87. 4) (Προκ. για βιβλίο που τυπώνεται) αφιερώνω: Και θέλοντας μ’ επιθυμιάν ετούτον μου τον κόπον| να τονε φέρω ομπροστά στα μάτια των ανθρώπων| διά μέσου του τυπώματος, δεν ηύρα ν’ ακουμπίσω, (παραλ. 1 στ.) παρά στο υποκείμενο τ’ άξιο τσ’ αντίληψής σου| το βγενικόν και γνωστικόν, στην χάριν την δικήν σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Αφ. [29]. 5) (Προκ. για κόρη) αποκαθιστώ, παντρεύω: εις άρχοντας ευγενικούς θέλω σας ακουμπίσει| να σας ποιήσω αρχόντισσας εις τον παρόντα κόσμον Ιμπ. 65. Φρ. (Προκ. για πόλη) ακουμπίζω στα πλευρά (κάποιου) = πολιορκώ: ένα σκυλί Αγαρηνόν, αδιάντροπον κοπέλι (παραλ. 4 στ.) άντικρυ του προσώπου μου κάστρον έκτισε μέγα| κι εις τα πλευρά μ’ ακούμπισε κι εκατεπλήγωνέ με Θρ. Κων/π. B 78. — Βλ. και ακουμπώ.ακούω,- Σπαν. (Hanna) B 114, Προδρ. (Hess.-Pern.) IV 104, Ασσίζ. (Σάθ.) 12430, 16412, 2835, 38714, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 558, Διγ. (Mavr.) Gr. VI 496, Διγ. (Hess.) Esc. 517, 1325, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 3102, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 335, 1379, 3176, 3539, 8464, Πτωχολ. (Ζώρ.) N 550, Διήγ. Βελ. (Cant.) 459, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 159, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2014, Λίβ. (Wagn.) N 275, Χρησμ. (Trapp) I334, Μαχ. (Dawk.) 18226, 24412, 44630, 32, 5222, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 9032, Θησ. (Foll.) I 5, 137, Θησ. (Βεν.) Υπόθ. Β́́ [13], Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 17, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 164, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 350, Έκθ. χρον. (Lambr.) 2414, 281, 531, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 30, 81, 123, 143, 148, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙ 7, ΧΧΙΙΙ 6, XLVII 23, Έξ. ΙΙΙ 7, VII 22, XV 26, XXII 22, XXIII 22, Δευτ. ΙΙ 25, ΧΧΧΙΙΙ 7, Βίος γέρ. (Schick) V 770, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1314, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 1236, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 9716, 11315, 18813, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 5, 219, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1847, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 890, Δ΄ 1875, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 40, 72, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ε΄ 191, Φορτουν. (Ξανθ.) Β΄ 32, Πρόλ. άγν. κωμ. (Morgan) 35, Ζήν. (Σάθ.) Ε΄ 86, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 19814, 2439, 26315, 29310, 3002, 4421, 51311, 5205· ακούγω, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) γ23, Συναξ. γυν. (Krumb.) 883, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 477, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) AN 297, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 36, Πεντ. (Hess.) Λευιτ. XXIV 14, Δευτ. Ι 16, ΙV 12, 28, XIII 375, ΧVIII 14, 15, Αχέλ. (Pern.) 1190, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ΄ 687, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 8, 110, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2203, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ 19, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 59, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 204, Διγ. (Lambr.) O 418· ακώ, Ασσίζ. (Σάθ.) 2506, 28129, 2849, 35010, Διγ. (Hess.) Esc. 536, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8911, Θησ. (Βεν.) ΙΑ΄ [122]· ηκούγω, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 33v, 43v, 131r, 163v· ’κούω, Ασσίζ. (Σάθ.) 44219, Διγ. (Καλ.) Esc. 74, Διήγ. Βελ. (Cant.) 357, Θησ. (Βεν.) Έ́ [802], Ζ́́ [1402], Ριμ. Βελ. (Wagn.) 127, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 75, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ΄ 31, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 313, 1285, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ́ 213, Διγ. (Lambr.) O 113, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 47624· μτχ. παρκ. ακουσμένος, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 668, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ́ 220, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) Προς Αναγν. 28, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 10, 239, 600, 1364, Σταυριν. (Legr.) 22, 205, 344, 862, 1107, 1126, 1201, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1270, 1285, Διγ. (Lambr.) O 145, 1588, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11314, 11713, 11817.
Το αρχ. ακούω. Η λ. και σήμ. κοινή και με διάφορους τ. σε ιδιώμ. (ΙΛ). Για τον τ. ’κούω βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 213· για τον τ. ακώ, καθώς και τη μτχ. ακόντα, βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 215.
I. Ενεργ. 1) Ακούω, όπως κοιν. και σήμ. (Η σημασ. αρχ., L‑S): ως να ακούσουν το άκουσμά σου και να τρομάξουν και να φουβεθούν Πεντ. Δευτ. ΙΙ 25. Πβ. αγροικώ ΙΙΙ 1α. 2) α) Ακούω προσεκτικά, εξετάζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4α): καν συντυχαίνει (ενν. ο καίσαρ) πρόσεχε κι άκουε να μανθάνεις Σπαν. B 114· β) παρέχω ακρόαση (σε κάποιον): μετά ταύτα η αυλή ένι κρατημένη να ακούσει το δίκαιον των δύο μερίων Ασσίζ. 16412· Περί του ... αβαμπαρλιέρη πότε χρη έσται ακροούμενος εις την αυλήν και πότε να μηδέν του ακούσουν Ασσίζ. 2835. Συνών. ακροώμαι. 3) Παρακολουθώ (προκ. για εκκλησιαστική ακολουθία ή τμήμα της): και ούτε ώρες, ούτε εσπερινόν, ούτε όρθρον αυτός ποτέ δεν άκουε Ιστ. πατρ. 11315· και σ’ εκκλησίαν δεν πάμεν| βαγγέλιο ν’ ακούσομεν και αντίδωρον να φάμεν Αλφ. 1516. Πβ. αγροικώ ΙΙΙ 1γ. 4) (Ενεργ. και μέσ.) ονομάζομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4α): κυρά, κυρά μαγκίπισσα, το πώς ακούεις ουκ οίδα Προδρ. IV 104· ο πρώτος άκο Κομνηνός κι ο δεύτερος ο Δούκας κι ο τρίτος άκο Άγγελος, ούτως τον ονομάζαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3539· και ζην ουκέτι βούλομαι ει άτολμος ακούσω Διγ. Gr. VI 496· Εμμανουήλ ο γράψας ην, ακμή και ο ποιήσας·| Γεωργηλάς ακούεται, Λιμενίτης τ’ επίκλην Γεωργηλ., Θαν. 17. Φρ. ακούει το όνομά μου = ονομάζομαι: Και ο μεν νόμιμος ήκουε το όνομά του Νικηφόρος Πρόλ. άγν. κωμ. 35· Πώς ακούει τ’ όνομά σου; Χρησμ. Ι334. 5) Αντιλαμβάνομαι (Η σημασ. ήδη μτγν., ΠΔ [Tisch.] Γέν. ΧΙ 7): ως να μην ακούσουν ανήρ γλώσσα του σύντροφού του Πεντ. Γέν. ΧΙ 7· Μα εγώ, ως ακούγω, ευρέθηκα περίσσα κομπωμένη Ροδολ. Δ΄ 19. Πβ. αγροικώ Ι 1β2. 6) Υπακούω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4β): οργίσθη ο μπασίας ... ως ουκ ήκουσαν τον λόγον αυτού Έκθ. χρον. 281· Και επαράδωκέν της τ’ ανοικτάρια και δεν άκουσε να πάρει Μαχ. 44632· Με τέτοιον τρόπον ίδιον| και φυσικά αγάπα, α θα μ’ ακούσεις Πιστ. βοσκ. Ι 5, 219. Πβ. αγροικώ ΙΙΙ 1ζ. 7) α) Εισακούω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4γ): άκουσε, Κύριε, εις τη φωνή του Ιούδα και προς τον λαόν του να τον φέρεις τα χέρια του Πεντ. Δευτ. ΧΧΧΙΙΙ 7· πώς να ακούσει ο Θεός τώρα την προσευχή μου Αιτωλ., Μύθ. 1314· ότι ο Θεός μετά χαράς ακούγει οπού τον κράζουν Φαλιέρ., Ρίμ. AN 297. Πβ. αγροικώ ΙΙΙ 1Ϛ. Φρ. ακουσμόν ακούω = εισακούω ή υπακούω (Πβ. Ανδρ., Αθ. 47, 1937, 191): αν κακουχισμό να κακουχήσεις αυτόν, ότι κραυγαμό να κραυάξει προς εμέν, ακουσμό να ακούσω την κραυγή του Πεντ. Έξ. ΧΧΙΙ 22· ότι αν ακουσμό να ακούσεις εις την φωνή του και να κάμεις το όλο ός να συντύχω Πεντ. Έξ. ΧΧΙΙΙ 22· αν ακουσμό να ακούσεις εις την φωνήν του Κυρίου του Θεού σου ... και να φυλάξεις όλους τους τύπους του Πεντ. Έξ. XV 26· β) δέχομαι να ..., συγκατατίθεμαι να ...: θωρώντα ότι αργούσαν και δεν ακούαν να μισεύσουν ώσπου να πάρουν αμάχιν Μαχ. 5222. 8) Αισθάνομαι με αισθητήριο του σώματός μου· (εδώ) της όσφρησης· οσφραίνομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2αβ. Πβ. Ανδρ., Σημασ. εξ. 25) Η σημασ. ήδη στον Άρατο (E. Maass) στίχ. 241 και 336· πβ. E. Maass, Commentariorum in Aratum reliquiae, σ. 38126, 38213, 40824 και 4092 (Πληροφορία δεσπ. H. Werner): Και όσοι διαβούν και βλέπουν τα την μυρωδιάν ακούσι Ερωτοπ. 159. Φρ. ακούω βαρέως = δυσανασχετώ ακούοντας (κάτι) (Πβ. όμως τα σημερ. βαριά ακούω, ΙΛ στη λ. βαρεά 6β, βαριακούω): Ακούσας δε ταύτα ουκ απεδέχθη την αίτησιν αυτών, αλλά βαρέως ήκουσεν Έκθ. χρον. 531. II. Παθητ. α) Γίνομαι γνωστός, διαφημίζομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 5α): κι εις Δύσην κι εις Ανατολήν θε ν’ ακουστεί η χαρά μου Τζάνε, Κρ. πόλ. 3002· ίν’ ακουστεί η φήμη μας τώρα στον κόσμον όλον Ριμ. Βελ. 164· Κι η φρόνεσίς μου σας νικά κι ακούστηκ’ η ανδρειά μου Τζάνε, Κρ. πόλ. 19814· β) (απρόσ.) γίνεται γνωστό (Η σημασ. ήδη στο Δαμασκηνό, Sophocl.): ηκούσθη ως οι Αμαρδάριοι έκλεψαν τα άσπρα εκ της αλυκής Έκθ. χρον. 2414. Πβ. αγροικώ ΙΙΙ 3β. Η μτχ. ακουσμένος (ως επίθ.) = φημισμένος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 5α): Στην Βενετιά την έγραψα, την ακουσμένη χώρα Διακρούσ. 11817· χίλιους και πεντακόσιους στρατιώτες ακουσμένους Παλαμήδ., Βοηβ. 600. —Συνών.: ακουστός, ξακουσμένος, ξακουστός. Το β΄ πρόσ. της προστ. άκου και άκο ως επιφ.: με τον αφέντην Αθηνών μισίρ Γιλιάμον άκο| ντε λα Ρότζε το επίκλην του, ούτως τον ονομάζαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3176· και είπεν ο Ιωσέφ προς τον λαό· ιδού αγόρασα εσάς σήμερα και την ηγή σας του Φαρό· άκου εσάς σπόρο και να σπείρετε την ηγή Πεντ. Γέν. XLVII 23. — Πβ. και ακροάζομαι, ακρουμάζομαι, ακρουμαίνω, ακρώννομαι, αφουκράζομαι, αφτιάζω.αλαφρώνω,- Προδρ. (Hess.-Pern.) III 411α (χφφ CSA) (κριτ. υπ.), Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2198, Διήγ. Βελ. (Cant.) 403, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XIII 2, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 150, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 746, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) A 696, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 118, 389, Β΄ 408, Δ΄ 468, Ε΄ 473, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 321, Φαλλίδ. (Ξανθ.) 82, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 105, 114, 855, 883, 1729, Γ΄ 373, 853, 1201, 1672, Δ΄ 673, Ε΄ 599, 687, Θυσ. (Μέγ.)2 590, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Α΄ 109, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [256], Γ΄ [43], Φορτουν. (Ξανθ.) Β΄ 135, Γ΄ 370, Ζήν. (Σάθ.) Β΄ 437, Ε΄ 40, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 69, Διγ. (Lambr.) O 193, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 46216· ’λαφρώνω, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1543, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 880, 1798, Β΄ 620, Γ΄ 12· ελαφρώνω, Ιατροσ. (Legr.) 15411, Φλώρ. (Κριαρ.) 1457, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1548, Διγ. (Lambr.) O 1212.
Από το μτγν. ελαφρώ. Για το α στον τ. αλαφρώνω βλ. Λορεντζ., Αθ. 16, 1904, 215-6. Η λ. και σήμ. κοιν. και στα ιδιώμ. με διάφορους τ. (ΙΛ).
Α´ Μτβ. 1) α) Κάνω κάτι ελαφρό, ανεκτό, υποφερτό (Πβ. ΙΛ στη λ. 1): και απάκουσέ μου για τον Θεόν ν’ αλαφρωθούν τα βάρη Φαλιέρ., Ιστ. A 696· πως ήτονε του παλατιού, του ’λάφρωνε την κρίση Ερωτόκρ. Α΄ 880. Πβ. αλαφραίνω Α1α· β) λιγοστεύω (Πβ. Δημητράκ., λ. ελαφρώνω 2): έναν δηνέριν εύρισκεν ποθέ να του το δώσει,| ουδ’ εκ τινάν να δανειστεί το χρος του ν’ αλαφρώσει Σκλέντζα, Ποιήμ. 150· και δεν αλάφρων’ ο καημός, μαλλιοστάς πλιο πληθαίνει Ερωτόκρ. Α΄ 883· γ) ανακουφίζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): επάσκισ’ όσο μπόρεσε την παίδα ν’ αλαφρώσει| κι αντρειεύγετο κι ελόγιαζε να του βουθήσ’ η γνώση Ερωτόκρ. Α΄ 105· κει που ’θελε να γιατρευτεί, τον πόνο ν’ αλαφρώσει Ερωτόκρ. Γ΄ 373· σαν επεθύμας ο καιρός ήρθε να σ’ αλαφρώσει Ζήν. Ε΄ 40· κι ήρθες να πάρεις μερτικό κι εσύ να μ’ αλαφρώσεις| και μετά μένα θάνατο τόσα πρικύ να γνώσεις Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 109. Πβ. αλαφραίνω Α1β και αλαφρός 5. 2) Αναπαύω, ξεκουράζω: Ω Κάστορε, των στρατηγών αλάφρωσε τα μέλη Ζήν. Β΄ 437. 3) Κάνω κάτι ανεκτότερο, απαλλάσσω από κάτι: Και ωσάν εθέλησεν ο Θεός το γένος να λυτρώσει,| τον Ισραήλ εκ την σκλαβιάν αυτούνους ν’ αλαφρώσει Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) ΧΙΙΙ 2. 4) Απαλλάσσομαι (από κάποιον ή από κάτι), γλυτώνω: και από τ’ αμαρτήματα που ’χαν ελαφρωθήκαν Διγ. O 1212· να πάσινε στου βασιλιού ογιά να του το πούνε| ει πως κι απού τους μπέηδες λίγο ν’ αλαφρωθούνε Τζάνε, Κρ. πόλ. 46216. Β´ Αμτβ. 1) Γίνομαι ελαφρότερος: μην αλαφρώσει ο στόμαχος εκ της πολυφαγίας Προδρ. ΙΙΙ 411α (χφ CSA) (κριτ. υπ.)· πβ. αλαφραίνω Β1. 2) Ανακουφίζομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): και τόσο πλια τα κάλλη τση τον εψυχομαραίνα| π’ ο νους δεν ελαφρώνουντον, μηδ’ οι πληγές εγιαίνα Ερωτόκρ. Α΄ 1798· Δεν ήτον ποιος να του μιλεί και να τονε διατάσσει| να του ’λαφρώσ’ ο λογισμός κι ο πόνος να περάσει Ερωτόκρ. Β΄ 620. Πβ. αλαφραίνω Β2, αλαφρυνίσκω.αλλάσσω,- Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 376, Ερμον. (Legr.) Λ 195, Απολλών. (Janssen) 391, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1712, Ιμπ. (Legr.) 337, Μαχ. (Dawk.) 839, 7839, 25413, 42412, Θησ. (Βεν.) Η΄ [948], Σαχλ. (Vitti) N 264, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 47, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 17, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 116, 274, 494, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 17, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 110, 224, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 58, Αχέλ. (Pern.) 1028, 1276, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 10713, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 183, 339, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 33, Α΄ 437, Β΄ 365, Γ΄ 213, 281, 290, 613, Δ΄ 93, 145, Ερωφ. (Ξανθ.) Πρόλ. Χάρου 19, Α΄ 319, 474, 642, Ιντ. α΄ 91, 146, Γ΄ 212, Δ΄ 285, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 2, 63, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 834, 1196, 1279, 1284, 1333, 1643, Β΄ 87, Γ΄ 361, 1323, 1370, 1675, Δ΄ 21, 403, 545, 841, 894, Ε΄ 225, 284, 722, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 281, Β΄ 40, Ιντ. β΄ 32, Γ΄ 31, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [168], Β΄ [1227], Φορτουν. (Ξανθ.) Πρόλ. 64, Ιντ. α΄ 134, Β΄ 315, 355, 420, Γ΄ 413, Ζήν. (Σάθ.) Β΄ 25, Δ΄ 44, Ε΄ 76, 295, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14417, 21824, 29813, 33724, 3555, 35926, 3633, 3983, 43710, 4474, 45124, 50818, 53223, 53510, 5394, 57226· αλλάττω, Ορνεοσ. αγρ. (Hercher) 55226, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 45· αλλάζω, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 11119, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 210, Μαρκάδ. (Legr.) 21, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7222· αλλάσσω ή αλλάζω, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 468, Προδρ., Σεβ. (Παπαδημ.) 23, Προδρ. (Hess.-Pern.) II GH 55, H 96g, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1335, Ασσίζ. (Σάθ.) 1321, 10613, 26, 17816, 25914, 35627-8, 3574, Ορνεοσ. αγρ. (Hercher) 55416, Κυνοσ. (Hercher) 59719, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 206, Διγ. (Hess.) Esc. 1194, Διγ. (Καλ.) Esc. 1194, 1779, Βέλθ. (Κριαρ.) 155, 1068, 1266, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 169, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2094, 5416, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2094, 5416, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 174, Πουλολ. (Krawcz.) 177, Πτωχολ. (Ζώρ.) N 747, Διήγ. Βελ. (Cant.) 431, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 256, Λίβ. (Μαυρ.) P 1958, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1694, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2850, Λίβ. (Lamb.) N 248, 779, Λίβ. (Wagn.) N 248, 3685, 3693, Αχιλλ. (Hess.) N 1534, Rechenb. 121, 371, Μαχ. (Dawk.) 18210, 25221, 29618, 51032, 64814, Δούκ. (Grecu) 22732, Θησ. (Βεν.) Η΄ [948], Ριμ. κόρ. (Pern.) 591, 667, Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 26, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 86, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 15628, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 878, Συναξ. γυν. (Krumb.) 194, 243, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 36, 38, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 306, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 47, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΧΧΙ 7, XXXV 2, Λευιτ. XXVII 10, Βίος γέρ. (Schick) V 817, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 7012, 752, 8712, 934, 10018, 1079, 10828, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 456, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 588, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 34626, 3472, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 30, 64, 65, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 173 ι΄, 212, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Αφ. [109], Β΄ [1213], Δ΄ [102], Ε΄ [237], Λίμπον. (Legr.) 297, Διγ. (Lambr.) O 605, 1747· ’λλάσσω ή ’λλάζω, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 505, Αχιλλ. (Haag) L 1228, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3569· ελλάσσω, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 5494· αλλάγω, Διγ. (Lambr.) O 1383· μτχ. αλλαγμένος, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 816· αλλαμένος, Ιμπ. (Legr.) 508, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 61157, Πανώρ. (Κριαρ.) Ε΄ 145, Ερωφ. (Ξανθ.) Β΄ 236, 258, Δ΄ 153, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 71, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 163, Θυσ. (Μέγ.)2 565, Στάθ. (Σάθ.) Β΄ 36, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [1039], Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. α΄ 98, Γ΄ 440, Δ΄ 471.
Το αρχ. αλλάσσω. Όλοι οι τ. (εκτός του αλλάττω) απαντούν και σήμ. (ΙΛ, λ. αλλάζω). Για τον τ. αλλάγω βλ. επίσης Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 282 και για την επιθ. μτχ. αλλα(γ)μένος βλ. Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 8. Από το αλλάσσω (στη σημασ. 5α) παράγωγα και σύνθετα: απαλλάσσω (= βγάζω την επίσημη στολή), αλλάξιμον (= το σύνολο των επίσημων ενδυμάτων που φορεί κανείς) και αλλαξιμάριον (= ο τόπος όπου βάζει ο αυτοκράτορας την επίσημη στολή του) στον Πορφυρογ., Έκθ. (Vogt) Α΄ 24.
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Αλλάζω, μεταβάλλω, τροποποιώ (κάτι) (Η σημασ. και αρχ. και σημερ., ΙΛ, λ. αλλάζω Α 1): γιατί ο καιρός τα πράγματα χίλιες φορές αλλάσσει Ερωτόκρ. Δ΄ 545· δεν τους έσμιξε με τους άλλους νόμους, διατί άλλαξε και το περί γάμου κεφάλαιον Βακτ. αρχιερ. 212· Σώπασε το τραγούδι σου και άλλαξε τη φωνή σου Ζήν. Β΄ 25· εχαμήλωσαν την φωνήν και τον σκοπόν αλλάξαν Απόκοπ. 274· τόσον εκοπιάσαν και αλλάξαν το κακόν θέλημαν του πάπα και επροσδέκτην τους Μαχ. 29618· Ναι, μοιρογράφημα κακόν, άλλαξε το κακόν σου (= την κακή σου διάθεση) Καλλίμ. 1335· Βουλή ν’ αλλάξομε μόδος κιανείς δεν έναι Φορτουν. Ιντ. α΄ 134· Οι λύκοι, κι α γεράσουσι, τη γνώμη δεν αλλάσσου Πανώρ. Γ΄ 281· εάν η τύχη πάλιν| αλλάξει το κακόγνωμον, το δείχνει προς εσένα Λίβ. (Wagn.) N 3685· Άλλαξ’ αυτό το λογισμό μηδέν κακαποδώσεις Ερωτόκρ. Α΄ 1643· ο Θεός τους ελυπήθηκε κι άλλαξε την βουλήν του Τζάνε, Κρ. πόλ. 29813· ως ψυχεροί και θαυμαστοί καρδίαν δεν αλλάσσουν Αχέλ. 1028· να κάμει τ’ άσπρο μελανό, την πρόσοψη ν’ αλλάξει Ερωτόκρ. Δ΄ 894· Σε λύκαινα μετά χαράς άλλαξες την μορφή σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [102]· ν’ αλλάξομεν την πίστην μας διά των Φραγκών την πίστην Χρον. Μορ. P 2094· τη στράτα κείνη την καλή βλέπω ήλλαξες την πρώτη Ερωτόκρ. Α΄ 834· φρ. αλλάττω (ή αλλάσσω) (πάλιν) τον λόγον (μου) = (1) μεταθέτω το λόγο μου, αλλάζω κουβέντα: άπαντας ευχαρίστησε κι ευθύς τον λόγο (έκδ. λόγον) αλλάττει Κορων., Μπούας 45· (2) επαναφέρω το λόγο μου (σε κάτι): Έβγηκ’ απού τη συντυχιάν οπού ’χα αρχινισμένην (έκδ. αρχινισμένα· διορθώσ.),| ν’ αλλάξω πάλιν τον λόγον μου στην Κύπρον την καμένην Θρ. Κύπρ. M 456· β) μεταβάλλω στο χειρότερο: μα τάχα αυτός ο φαφλατάς άπρεπα μίλησέ σου| και τόση πίκρα σου ’δωκε και τη θωριά άλλαξέ σου; Στάθ. Β΄ 40. Πβ. άγνωρος 2β, αλλοιώνομαι 2, αλλοτριωμένος, αλλοχροιαίνω, ασχημίζω. 2) Αντικαθιστώ, μεταλλάσσω (κάτι ή κάποιον) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλλάζω Α3): κι ώρες τις βάρδιες έλλασσα (μάλλον περιττή η διόρθωση Ξανθ., B-NJ 2, 1921, 74, ήλλασσα· πβ. Τζάνε, Κρ. πόλ. 5494) Στάθ. Γ΄ 31· ν’ αλλάξεις με τον θάνατον την ζωήν μου| ζημιά μας έναι Κυπρ. ερωτ. 878· την χαλκήν αρματωσίαν| μετά της χρυσής αλλάσσει Ερμον. Λ 195· κι εισέ χαρά την έγνοια μας την περασμένην αλλάσσει Ερωφ. Ιντ. α΄ 146· ν’ αλλάξουσίνε τη χαρά οπού έχουσι σε πίκρα Πανώρ. Δ΄ 145· κύρη, το πηγαδόσχοινον εκόπη και ας το αλλάξουν Προδρ. ΙΙ Η 55· Κύων, ίνα αλλάξῃ την τρίχα Κυνοσ. 59719· απ’ όλα τ’ άστρη του ουρανού το ’ναν που λάμπει εσύ ’σαι,| ποτέ μου δε να σ’ έλλαξα, μα του Χριστού την χάριν Ερωτοπ. 505· και άλλαξεν τον καπετάνον της Αταλείας και έβαλέν τον ... Μαχ. 18210· Φεύγουν τινές, γλυτώνουσι κινδύνους που λαχαίνουν·| ωσάν αλλάζουν τ’ όνομα εύκολα πετυχαίνουν Αιτωλ., Μύθ. 10828· έβαναν κάθε χρόνον τους δύο υπάτους οπού τους άλλαζαν Βακτ. αρχιερ. 210· από τότε έπεψεν δούκαν και κατά καιρόν άλλασσέν τον Μαχ. 839· Όλα της γης αλλάσσουν τα κινούμενα| ανάπαψην και ριζικόν την σήμερον Κυπρ. ερωτ. 9728· 3) (Με αιτ. πράγματος) βγάζω από πάνω μου (κάτι· φορεσιά, εξοπλισμό, κλπ.): της πίκρασής σου τ’ άρματα όλα τα θες αλλάξει Φαλιέρ., Ιστ. V 306· Και άλλαξεν και το καββάδιόν του και έβαλεν άλλον αλαφρόν διά το κατάψυχον Διγ. Άνδρ. 3472. 4) Εγκαταλείπω (κάτι): οι χριστιανοί οι θαυμαστοί ανδρείαν δεν αλλάσσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 26729· και άλλαξον το δύσπιστον και δεύτε ας στραφώμεν Βέλθ. 155. 5) α) (Με αιτ. πράγματος) ντύνομαι (φόρεμα), βάζω (πιο επίσημο ένδυμα) (Η σημασ. ήδη μτγν., Sophocl. στη λ. 2 και Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄, 6, 1955/6, 234· και σημερ., ΙΛ λ. αλλάζω Α 3β): τα ρούχα π’ ο Ρωτόκριτος ήλλασσε πάσα μέρα Ερωτόκρ. Δ΄ 21· και προς το Μέγα Σάββατον ουκ είχες τι ν’ αλλάξεις Πουλολ. 174· β) (χωρίς αντικ.) (Για τη χρήση πβ. αλλάξιμα ου γίνονται, ... αλλάσσει το κουβούκλιον μόνον Πορφυρογ., Έκθ. (Vogt) A΄ 130) ντύνομαι: Είχε λεκάνες έμορφες πορφύρα με μπαλάσι,| με τσάμπρες χρυσοπλούμιστες να μπαίνει εκεί ν’ αλλάσσει Δεφ., Σωσ. 58· να φέρω και ποκάμισον, ωσάν γευτείς, ν’ αλλάξεις Ερωτοπ. 256· επήγαν εις τον ναόν του αγίου Ευνομένος και άλλαξεν παπάς Μαχ. 5141· και ρούχα χρυσοτσάπωτα τον έφεραν ν’ αλλάξει Αχιλλ. N 1534. 6) (Με αιτ. προσ.) ντύνω (κάποιον) (πβ. Sophocl. στη λ. 2): και τους άλλους κυρίους των νηών αλλάξας στολαίς βαρυτίμοις Δούκ. 22733· αλλάσσουν την βασίλισσαν όλα τα νυμφικά της Απολλών. 391· και όταν τον επλύνασι, φόρεμα τον αλλάγουν| χρυσό Διγ. O 1383. 7) α) (Με αιτ. προσ. προκ. για άρρωστο) αλλάζω την πληγή κάποιου (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. αλλάζω 1): είχεν πληγήν εις την κεφαλήν, ... και εκείνος ο ιατρός επολόμαν ... να έλθει να τον αλλάξει Ασσίζ. 17816· άλλαττε δε αυτόν έως τρίτης ημέρας και εσθιέτω κρέατα χοίρεια θερμά Ορνεοσ. αγρ. 55226· β) (χωρίς αντικ.) κάνω αλλαγή κατά τη θεραπεία, κάνω αλλαγή στην πληγή: ομού ταύτα μείξας, έμπλαστρον ποιήσας και εις τον αυτόν τόπον θήσεις και διά πέντε ημερών αλλάξεις Ορνεοσ. αγρ. 55416· 8) (Προκ. για νόμισμα) αλλάζω, ανταλλάσσω (Η σημασ. αρχ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλλάζω Α2): Άνθρωπος τις έδωκεν προς τινά φλουριά β΄ να τον (= του) αλλάξει νομίσματα τρεις γενεάς Rechenb. 121· άνθρωπος τις έδωκεν προς τινά άσπρα ͵γεςβ΄ να τον αλλάξει φλουριά ανά άσπρα εγ΄ γ/η Rechenb. 371. 9) Εναλλάσσομαι (με έναν άλλον) σε κάποια απασχόληση: ο δε άρρεν (ενν. πελαργός) κομίζει βρώσιν και αλλάσσουσιν (αρσενικός και θηλυκός) αλλήλοις και την φωλεάν αυτών ουκ αθετούσιν Φυσιολ. ΙΧ11· και ούτως εσήκωσαν το λείψανόν του με τιμήν μεγάλην οι βασιλείς και οι μεγιστάνοι όλοι αλλάζοντάς τους και ήφεράν το εις την Παλαιστίνην Διήγ. Αλ. V 86. 10) Συμμερίζομαι (αισθήματα με κάποιον): Μοίραν και πόνους σήμερον αλλάσσω μετά σένα·| Πως η αγάπη εσένανε εγίνηκε δική μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [822]. 11) (Με αντικ. λ. που δηλώνει μονάδα χρόνου) περνώ (χρονικό διάστημα): επέρασαν κι εμίσευσαν, υπάγει το φουσσάτον (παραλ. 3 στ.), σαράντα ημέρας ήλλαζαν μετά σπουδής μεγάλης·| εσκότωσαν, επέμειναν όλα τα παλαφρέα Διήγ. Βελ. 431. Β´ Αμτβ. α) (προκ. για πρόσ.) γίνομαι διαφορετικός, αλλάζω ως προς την υπόστασή μου, μεταβάλλομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλλάζω Β1): Μ’ αν εφρονέψασι κι αυτοί, ν’ αλλάξουσι δαμάκι Πανώρ. Α΄ 437· Και α δεν αλλάξει με καλό πως κινδυνεύει πε του Ζήν. Δ΄ 44· Κι εις τούτο στέκεις σταθερός βέβαια και δεν αλλάσσεις; Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1227]· β) (προκ. για πρόσ.) γίνομαι «άλλος», μεταβάλλομαι ως προς την εμφάνιση και την έκφραση, γίνομαι έξαλλος: Εμίλιε με τα κλάηματα, ήλλαξ’, εξαναγίνη Ερωτόκρ. Γ΄ 361· ’Σ τούτα τα λόγια συντηρώ δυο τρεις φορές κι αλλάσσει Ερωφ. Α΄ 319· γ) (προκ. για όψη, εμφάνιση, γνώμη, σκέψη, απόφαση, επιθυμία, συναισθήματα, κλπ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλλάζω Β1): μακραίνου γένεια και μαλλιά, αλλάσσ’ η στόρησή ντου Ερωτόκρ. Δ΄ 841· αλλάσσουν οι κακοί λογισμοί και κακές συνείδησες Μαχ. 25413· Και πώς αλλάσσ’ η φορεσά και πώς αλλάσσ’ η γνώμη Ερωτόκρ. Α΄ 1279· Μηδέ φοβάστε, χριστιανοί, κι αγάπη εγίνη ακόμη·| κι αλλάξανε τ’ Αγαρηνού η κάκητα κι η γνώμη Τζάνε, Κρ. πόλ. 57226· δεν ήλλαξεν ποττέ το θέλημάν του από τες εντολές του Θεού Μαχ. 64814· απόφασες γιαμιά γιαμιά χίλιες στο νου μ’ αλλάσσουν Ερωφ. Γ΄ 212· Θωρώ το σπλάχνος ήλλαξε κι εις όχθρητα γυρίζει Ερωτόκρ. Δ΄ 403· μήπως κι αλλάξουν οι καημοί των Κρητικών κι οι πίκρες Τζάνε, Κρ. πόλ. 4474· δ) (προκ. για τον κόσμο, τη φύση, τον καιρό, την τύχη) αλλάζω, παρουσιάζω, ποικιλία· μεταβάλλομαι: βρύσες να δεις και ποταμούς, χώρες, χωριά και δάση·| να σου φανεί παράξενο ο κόσμος πώς αλλάσσει Ερωτόκρ. Α΄ 1284· αμή θωρώ ότι ελλάξασι τα πράγματα του κόσμου Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 47· τη θάλασσα πολλές βολές άνεμος την ταράσσει| με βρουχισμούς και κύματα (έκδ. και βρουχισμούς με κύματα· διορθώσ.) κι εις ώρα λίγη αλλάσσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 3555· κι ας πορπατεί έτσ’ ο καιρός κι ο κύκλος θέλ’ αλλάξει Ερωτόκρ. Γ΄ 1323· και καταπώς τα πράγματα αλλάσσουν και περνούσι| τα γράμματά μου να ’ρχουνται να σου το ’μολογούσι Ερωτόκρ. Γ΄ 1675. II. Μέσ. α) α1) μεταβάλλομαι: Το μεν σώμα κατηλλάγην,| η δε φύσις ουκ ηλλάγην Πτωχολ. N 747· ο βίος ούτος άστατος· αλλάσσεται καθ’ ώραν Γλυκά, Στ. 376· από την ώραν οπού είδα το πρόσωπόν σου ωσάν φωτία εισέβη εις την ψυχήν μου· ελλάχθη ο λογισμός μου Διγ. Άνδρ. 3569· α2) μεταβάλλομαι, αλλάζω (στο χειρότερο): εκ της κακοπαθείας του ηλλάγην η μορφή του Βέλθ. 1266· φρ. αλλάσσεται η χρόα μου = αλλάζει το χρώμα μου (Η χρήση και σήμ., ΙΛ, λ. αλλάζω Α1): είδεν τον εις την θάλασσαν, η χρόα της αλλάχθη Πόλ. Τρωάδ. 169· β) αλλάζω ως προς τα αισθήματά μου: να μεταπέσει, ν’ αλλαγεί και να σε συμπαθήσει Λίβ. N 248· γ) γίνομαι έξαλλος: άλλος εξ άλλου γέγονας, ηλλάγης, μετεβλήθης Προδρ., Σεβ. 23· δ) αντικαθίσταμαι (πβ. ΙΛ, λ. αλλάζω Β3): να αλλαχτεί με άλλον άνθρωπον, οπού να πολεμήσει εις τον τόπον του Ασσίζ. 10620. Ιδιάζουσα χρήση: αλλάζω (κάτι) (για τον εαυτό μου): και ο βασιλεύς ας αλλαγεί το σχήμα από τότε,| ας γένηται ως πραματευτής Λίβ. P 1958· μην ξεύροντας τι θέλει γένει| αλλάχτησαν (ενν. ο Χάρος και ο Έρωτας) εις αύτου τους όλα τα βέλη Κυπρ. ερωτ. 1564. Η μτχ. αλλα(γ)μένος = α) (συχνά με το ουσ. όψη) διαφορετικός: κι έχει κλιτό το πρόσωπο, την όψη ντ’ αλλαμένη Ερωφ. Β΄ 236· Τόσα πολλά τονε θωρώ στην όψην αλλαμένο Ερωφ. Β΄ 258· πε μου την πρίκα απού κρατεί την όψη σ’ αλλαμένη Ερωφ. Δ΄ 153· Μα, φαίνεταί μου, βλέπω τσι στην όψη αλλαμένες Πανώρ. Ε΄ 135· και με βαρύν ανάβλεμμα και μ’ όψην αλλαμένη Ερωτόκρ. Α΄ 163· βαρά ’σανε τα μάτια ντου κι η όψη ντ’ αλλαγμένη Ερωτόκρ. Γ΄ 816· Το πρόσωπό σου συντηρώ, την όψη σου αλλαμένη Θυσ.2 565· αφήνοντας το θρόνο σου στην πρόσοψη αλλαμένος Φορτουν. Ιντ. α΄ 98· τα δάκρυα στα ματάκια σου, την όψην αλλαμένη Φορτουν. Γ΄ 440· β) αλλαγμένος (στο χειρότερο) (πβ. πώς είσαι τώρ’ από σε τον ίδιο αλλαμένος; Πιστ. βοσκ. Ι 1, 71): σαν αλλαμένη και κλιτή και δαμινή η λαλιά σου Στάθ. Β΄ 36. Πβ. αλλοτριωμένος· γ) (προκ. για ιερέα) ντυμένος με τα άμφιά του (Πβ. τη χρήση του ηλλαγμένος προκ. για το Βυζ. αυτοκράτορα και αξιωματούχους, Πορφυρογ., Έκθ. (Vogt) Α΄ 66, 76, 78, κλπ., καθώς και τη σημερ. χρήση της μτχ., ΙΛ, λ. αλλάζω Α3γ): να λειτουργούν τες εκκλησιές παπάδες αλλαμένοι Θρ. Κύπρ. K 61157· δ) (προκ. για «άρχοντες») καλοντυμένος: να ’δες αρχόντισσες εκεί πώς ήσαν αλλαμένες Ιμπ. 508. — Πβ. και εξαλλάσσω, παραλλάσσω.αλλοιώνομαι,- Διήγ. Βελ. (Cant.) 309, Φλώρ. (Κριαρ.) 75, Αχιλλ. (Hess.) N 1490, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 741, Ιμπ. (Κριαρ.) 103, Δούκ. (Grecu) 38122, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1382, 1595, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3534.
Το αρχ. αλλοιούμαι.
1) Αποκτώ διαφορετική έκφραση, διαφορετική διάθεση (Πβ. και την αρχ. και μτγν. σημασ., L‑S, λ. αλλοιόω ΙΙ: τῃ όψει, και Δημητράκ., λ. αλλοιώ 1 και 2): κι ο βασιλεύς, ως το ’κουσεν, εχάθην, ηλλοιώθην Διήγ. Βελ. 309· και ηλλοιώθη η θέα του από θυμού μεγάλου Αχιλλ. N 1490. Πβ. αμαυρώνω Β. 2) Ασχημίζω (Πβ. και L‑S, λ. αλλοιόω ΙΙ 3): το κάλλος του προσώπου της τελείως ηλλοιώθην Φλώρ. 75. Πβ. άγνωρος 2β, αλλάσσω 1β, αλλοτριωμένος, αλλοχροιαίνω, αμαυρώνω, ασχημίζω, μαυρίζω.αμετρίως,- επίρρ., Διήγ. Βελ. (Cant.) 80, 462, Φλώρ. (Μαυρ.) 1860.
Από το επίθ. άμετρος με επίδρ. του επιρρ. μετρίως. Πβ. το επίρρ. αμετρί στη Σούδα (L‑S Κων/νίδη).
α) Σε μεγάλο πλήθος, σε μεγάλο αριθμό: ο βασιλεύς αρμάτωσεν κάτεργα εβδομήντα, ...| γαλιότες και πλοιάρια, τζιβούδες αμετρίως Διήγ. Βελ. 80· β) πάρα πολύ, υπερβολικά: και ο πατήρ και η μήτηρ του χαίρουνται αμετρίως Φλώρ. (Μαυρ.) 1860. — Πβ. και άμετρα, αμέτρητα.αναβιβάζω,- Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 5, Σπαν. (Μαυρ.) P 224, Κρασοπ. (Λάμπρ.) 86, Ασσίζ. (Σάθ.) 10820, 29422, 35223, 35726, 3593, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 255, Διήγ. Βελ. (Cant.) 456/7, Λίβ. (Lamb.) Sc. 3155, Λίβ. (Lamb.) Esc. 91, Λίβ. (Lamb.) N 110, Λίβ. (Wagn.) N 3737, Δούκ. (Grecu) 1275, Έκθ. χρον. (Lambr.) 2614, 2927, 468, 6918, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 409, 415, 706, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31629.
Το αρχ. αναβιβάζω.
1) α) Εξυψώνω κάποιον (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 2): και ο Θεός ο δίκαιος παιδεύει και αφανίζει| και ατυχίζει άδικους, δικαιούς αναβιβάζει Διήγ. Βελ. 456/7· β) ανεβάζω, προάγω κάποιον σε ένα αξίωμα (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. 7): εκβαλόντες ουν τον κύριον Μάρκον ληστρικώς ανεβίβασαν τον Συμεώνα τον Τραπεζούντιον Ιστ. πολιτ. 409· γ) (μέσ.) ανέρχομαι σε ένα αξίωμα (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. 7): Και ανεβιβάσθη εις τον πατριαρχικόν θρόνον ο κύρι-Διονύσιος ορισμῴ του κρατούντος Έκθ. χρον. 2927. 2) Αυξάνω (το μισθό): Εζήτησαν ... και άλλο του μη καβαλικεύσαι Χριστιανόν και Εβραίον εντός της Πόλεως και ίνα μη έχωσι και εν τοις ιματίοις αυτών τραχηλίας και του αναβιβάσαι τα σιτηρέσια αυτών Έκθ. χρον. 6918. 3) (Μέσ.) Ανέρχομαι, φθάνω έως ένα ποσό χρημάτων: Αμμέ έχει πόλεμον εάν το έγκλημαν αναβιβάζεται έως έναν μάρκον ασήμιν Ασσίζ. 35223· Εάν το ζήτημαν αναβιβάζεται απού ένα μάρκον ασήμι και ανωμέρου Ασσίζ. 35726. 4) (Κατά παράλ. του «εις νουν») Φέρνω στο μυαλό, σκέπτομαι, κρίνω (Πβ. Ψάλτη, Αθ. 29, 1917, ΛΑ 27): αμ’ ως το γνώθεις έσω σου, ως το αναβιβάζεις Σπαν. P 224. — Πβ. αναβάλλω 2· φρ. (1) Αναβιβάζει ο νους μου = φέρνω στο νου, κρίνω: αμή ως το γνώθεις πάντοτε και αναβιβάζει ο νους σου Διδ. Σολ. Ρ 5· αν το αναβιβάζει ο νους σου Διγ. Άνδρ. 31629· (2) αναβιβάζω εις νουν = φέρνω στο νου, αναλογίζομαι, θυμούμαι: Αν γαρ εις αίσθησιν ελθώ και| εις νουν αναβιβάσω Λίβ. Sc. 3155. 5) Επιβιβάζω κάποιον (σε πλοίο) (Πβ. L‑S στη λ. 3): τον βασιλέα δε και πάντας τους άρχοντας αναβιβάσας εν πλοίοις έφερεν εν Κωνσταντινουπόλει Έκθ. χρον. 2614.ανακαράς- ο, Πουλολ. (Krawcz.) 624, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 1043, Διήγ. Βελ. (Cant.) 259, Συναξ. γαδ. (Wagn.) 340, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1543, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 397, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 446, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 52, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 217 κριτ. υπ., 495 κριτ. υπ., Τριβ., Ταγιαπ. (Irmsch.) 16, Αχέλ. (Pern.) 736, 2048, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3628, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2115, 24325, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7523, 9619· νακαράς, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15617, 17617.
Από το αραβικό naqqăra ή το μεσν. λατιν. nacara ή το ιταλ. nàcchera (βλ. Irmscher, Τριβ., Ταγιαπ., Γλωσσ., λ. ανάκαρας και Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ., Γλωσσ., λ. νιάκαρη). Το α του τ. ανακαράς όχι προθετικό, αλλά μάλλον κατά παρετυμ. προς την ανά (Triand., Lehnw. 23, 109 = Τριαντ., Άπ. A΄ 345, 415). Στον Ψευδο-Κωδ., Οφφικ. (Verp.) απαντούν και λ. ανάκαρα 17210 και ανακαρισταί 1729, 19716. Η λ. και με τους δύο τ. και σήμ. στα ιδιώμ. (ΙΛ).
Είδος τυμπάνου (Κουκ., ΒΒΠ É́ 241·βλ. και Πάπ.-Λαρ., Γεν. Εγκυκλοπ., λ. ανάκαρα τα) ή πνευστού οργάνου (Πβ. τον παρέμβλητο στ. συρλάδες και τα μπίφαρα, ανακαράν τον λέγουν Συναξ. γαδ. (Wagn.) 341) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): η κάμηλος δε να βαστά ζυγήν ανακαράδες (κατά χφ V· έκδ. λέγω [τας] ανακαράδας· βλ. Ξανθ., B-NJ 5, 1927, 369) και να τους παίζει ο πονδικός Διήγ. παιδ. (Wagn.) 1043· όργανα του πολέμου,| τρουμπέτες, βιόλες, μπίφαρα, τύμπαν’, ανακαράδες Διήγ. Βελ. 259· τρομπούτες να χαλούσι,| ανακαράδες, βούκινα, σουρλάδες, καρλαμούζες Χρον. Τόκκων 1543. — Πβ. νάκαρο, νιάκαρη.ανακάτωμα(ν)- το, Διήγ. Βελ. (Cant.) 358, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 595, Έκθ. χρον. (Lambr.) 1714, Πεντ. (Hess.) Έξ. VIII 17, 18, 20, 25, 27, XII 38, XXX 35, Αχέλ. (Pern.) 389, 734, 1446, 1586, 2163, Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. α΄ 33, Δ΄ 9, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 170, 172, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 611, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 157, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 51, Φορτουν. (Ξανθ.) Ε΄ 380, Ζήν. (Σάθ.) Β΄ 108, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 25722· ανεκάτωμα, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 913, 936, Γ΄ 1615, Ε΄ 25.
Από το ανακατώνω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Αναταραχή, σύγχυση, φασαρία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B2): ’Σ τούτα τ’ ανεκατώματα γλακούν οι αντρειωμένοι| να δουν είντα ’χου διαφορές ετούτ’ οι μαλωμένοι Ερωτόκρ. Β́ 913· Μεγάλ’ ανακατώματα και ταραχή περίσσα| μου ’πασι πως στου βασιλιού το σπίτιν εγροικήσα Ερωφ. Δ΄ 9· τον πόλεμον επιάσαν| με τόσον ανακάτωμα και δύναμιν μεγάλη Αχέλ. 734· αγάπα περίσσια να βλέπει ανακατώματα, σύγχυσες και συμφορές εις την χώρα Σουμμ., Ρεμπελ. 170· πβ. αναβουβάριασμα, ανάβρασις, ανακάτωσις 2. 2) Ραδιουργία, σκάνδαλο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B5): ποτέ δεν εσύντρεχε εις καλό, μόνον πάντα του σκάνδαλα και ανακατώματα έκαμε Σουμμ., Ρεμπελ. 172. 3) Σύγχυση (ψυχική) (Πβ. ΙΛ στη λ. B1): ανάψυξιν και ανάπαυσιν ολίγην διά να ’χει| ’κ το τόσον ανακάτωμα που πήρεν εις την μάχη Αχέλ. 2163· Φίλε, την πίκρα ξόρισε, τα ανακατώματά σου,| τά στείλασι οι ορανοί για νά ’βγου εισέ χαρά σου Στάθ. Γ΄ 157. 4) Διένεξη, σύγκρουση: Εφήκασι τσ’ αθιβολιές, στ’ άρματα βάνου χέρα (παραλ. 1 στ.)· ’ς τούτα τα ανακατώματα δυο πέσα κι αποθάνα Ερωτόκρ. Á́ 611· Τότες απού (έκδ. οπού· διορθώσ.) τα κάτεργα σολδάδοι έξω εβγήκαν| και μέσα στ’ ανακάτωμα καμπόσοι εκοπήκαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 25722. Και πλήσια ανακατώματα και ταραχή μεγάλη| για τσ’ ομορφιές τση τσι πολλές μέσα τως είχε βάλει (ενν. μια κορασίδα) Ερωφ. Ιντ. α΄ 33. Πβ. ανακατωμός 2, ανακάτωσις 3. 5) Σμήνος από μύγες δηλητηριώδεις (Πβ. κυνόμυια ΠΔ, Tisch., Έξ. VIII 21): εγώ απεστείλνω εις εσέν και εις τους σκλάβους σου και εις τα σπίτια σου το ανακάτωμα Πεντ. Έξ. VIII 17. — Πβ. σύγχυση.ανάκλησις- η, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 285, Διήγ. Βελ. (Cant.) 556, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 861, Χειλά, Χρον. (Hopf) 347, 348, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 996, Εις Θεοτ. 102, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 24126, 43711.
Το αρχ. ουσ. ανάκλησις. Η λ. και σήμ. ως λόγ. (Δημητράκ.).
1) Επάνοδος, ξαναγύρισμα (των καλών), ευτυχία: ποτέ ομόνοιαν οι Ρωμαιοί, ποτέ μοναυθεντίαν,| ποτέ καλών ανάκλησιν δεν ημπορούν να δούσιν Διήγ. Βελ. 556. 2) Βοήθεια: έτερα κάστρα εποίησασιν ... λαβόντες την ανάκλησιν της εκλαμπροτάτης ημών αυθεντίας Χειλά, Χρον. 347. 3) Διάδοση (γεγονότος), διαλαλημός: να γενεί ανάκλησις τοις Χριστιανοίς της Δύσης Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 861.αναμέσον,- επίρρ., Βέλθ. (Κριαρ.) 1065, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 259, 273, Μαχ. (Dawk.) 6602, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 14716, Αχέλ. (Pern.) 522, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 13916, 15318, 17620, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 859, 1667, Δωρ. Μον. (Buchon) ΧΧΧΙ, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 35719, 39816, Σάθ., ΜΒ Ϛ΄ σ. 35· ανάμεσο(ν), Ασσίζ. (Σάθ.) 28113, 3794, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8777, Λίβ. (Μαυρ.) P 1294, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 5322, 13512, Δωρ. Μον. (Buchon) XVIII, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) Εισαγ. 29· 124, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 164, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 39010, Ευγέν. (Vitti) 558, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 134, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [898], Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 5233· αναμεσό(ν), Μαχ. (Dawk.) 51628, 57633, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 37133, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 332· αναμέσα, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) Α΄ 529· ανάμεσα, Διγ. (Καλ.) Esc. 1057, 1089, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2583, Διήγ. Βελ. (Cant.) 454, Φλώρ. (Κριαρ.) 1674, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1388, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 237, Μαχ. (Dawk.) 52828 62631, Ch. pop. (Pern.) 506, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 11831, Πικατ. (Κριαρ.) 202, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 145, Πεντ. (Hess.) Έξ. ΧΙΙΙ 9, 16 ΧΧΙΧ 39, Λευιτ. ΧΧΙΙΙ 5, XXVII 33, Αρ. ΙΧ 3, Δευτ. ΧΙ 18, XXVIII 57, Αχέλ. (Pern.) 1820, Αιτωλ., Μύθ. (Legr.) 5616, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 643, Μηλ., Οδοιπ. (Παπαγ. Σπ.) 637, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ιντ. γ΄ 9, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 27, A΄ 90, Γ΄ 114, 408, Ερωφ. (Ξανθ.) B΄ 516, Δ΄ 113, 122, E΄ 605, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 1, 361· IV 3, 14· 6, 21, Σταυριν. (Legr.) 380, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 627, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 162, 193, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3905, Στάθ. (Σάθ.) B΄ 130, Γ΄ 174, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [41], Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 156, 181, 182, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [1232], Γ΄ [423, 524, 1135], Χορ. δ΄ [58], Ε΄ [1336], Λίμπον. (Legr.) Επίλ. 72, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. α΄ 72, Ζήν. (Σάθ.) Ε΄ 331, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15913, 38315, 4862· ανάμεσας, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙΙ 5, 93· ΙΙΙ 6, 62· αναμεσά, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [283], Γ΄ [1168]· αναμεσάς, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙΙ 5, 93· αναμεσώς, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 14418, 20, 21913‑14.
Από τη μτγν. έκφρ. ανά μέσον (βλ. Raderm., Neutest. Gramm. 138 και Tabachovitz, Eranos 31, 1934, 113· παλαιές μνείες του αναμέσον βλ. Lampe, Lex.· πβ. και Mitsakis, Glotta 43, 1965, 180). Ο τ. ανάμεσα και στον Ψελλό (βλ. Μανδηλαρά, Αθ. 62, 1959, 346). Για το σχηματ. του τ. ανάμεσα βλ. Παπαδ. Α., Αθ. 29, 1917, ΛΑ 137 και ΛΔ 2, 1940, 68. Οι τ. ανάμεσο, αναμεσόν, ανάμεσα και αναμεσά και σήμ. (ΙΛ, λ. ανάμεσα, αναμεσόν).
1) Τοπ. α) μεταξύ (διαφόρων τόπων, οικοδομημάτων, αντικειμένων, κλπ. Η χρήση και σήμ., ΙΛ, λ. ανάμεσα 1α και ανάμεσον 1α): ανάμεσα στον Βούργον κι εις την χώρα Αχέλ. 1820· ανάμεσα δύο σπιτίων Βακτ. αρχιερ. 181· ανάμεσα στα ξόβεργα τέτοιον τον λόγον λέγει Ch. pop. 506· Κι από τα τουρκοκάτεργα ανάμεσα περάσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 15913· αυτείνος έχει την καρδιά τη δόλια μου καημένη| κι ανάμεσα στα χείλη μου στέκεται κι αναμένει| πότες να δει ... Πανώρ. Γ΄ 410· —Συνών.: αναμεταξύ 1α· β) στο μέσο (ενός τόπου πραγματικού ή εικονικού): ανάμεσα του ποταμού ήτανε μία καμάρα Πικατ. 202· ήταν αναμέσο ’νού πεδίου και όρισεν τον λαόν το απεζικόν να πιάσουν τ’ άρματά τους Μαχ. 6602· Εσένα εθάψα ζωντανό ανάμεσα στο χώμα Ζήν. E΄ 331· πιέτω δις εις το φαγίν αυτού οίνον αναμέσον ύδατος θερμόν Σάθ., ΜΒ Ϛ΄ σ. 35· ανάμεσα στον θάνατον στέκεται η ζωή μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1135]· Εις την περικεφαλαίαν| έμπηξε το μακρόν δόρυ (ενν. ο Αίας)| αναμέσον του μετώπου Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ΄ [20]. 2) Χρον. α) μέσα σε χρονικό διάστημα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ανάμεσα 2β): Περί κριτού ότι ανάμεσα είκοσι ημέρας θέλει να ιδεί την κρίσιν Βακτ. αρχιερ. 156· γενόμενον χρονών κε΄ και ανάμεσον εις χρόνον ένα ανατρέπει τα κακώς πουλήσας και αγοράσας Βακτ. αρχιερ. 134· ανάμεσα τα| ισπερινά Πεντ. Έξ. XXIX 39· β) κατά τη διάρκεια (γεγονότος): ανάμεσα της ταραχής τούτης απέθανεν και η κόρη Μαχ. 52828· 3) α) Μεταξύ (προσώπων) ή μέσα (σε ομάδα προσώπων): μηδέν γένει ορμασία ανάμεσον χριστιανού και Σαρακηνού Ασσίζ. 3794· Δύο αδέλφια ανάμεσόν τωνε ποτέ να παντρευτούσι Στάθ. Γ΄ 174· ο παμπόνηρος διάβολος επήρεν μίσος αναμεσόν της νύμφης και της πεθθεράς Μαχ. 57633· και τούτη η μέρα ας είναι πάντοτε ανάμεσά μας τιμημένη Πιστ. βοσκ. IV 6, 21· τιμή ας του κάμομε όλοι ανάμεσά μας Πιστ. βοσκ. IV 3, 14· επήγασι στην πόλη| με μία γνώμη και βουλή ανάμεσά τους όλοι Λίμπον., Επίλ. 72· εμαλώνασι ανάμεσόν τους ένας τον άλλον Χρον. σουλτ. 13512· εμουρμουριζότουνα ανάμεσα τον λαόν Σουμμ., Ρεμπελ. 162· απολούνε ανάμεσα εις το λαό τουφέκια Τζάνε, Κρ. πόλ. 4862. Πβ. αναμεταξύ 1β· β) (προκ. για συμμετοχή, συνεργασία) αναμεταξύ: η σπέζα ... να είναι αναμεσώς τως Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 2637· ινστρουμέντο καμωμένο αναμεσώς τως Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 2956. Ιδιάζ. χρ.: α) αναμέσον ... και αναμέσον ... = μεταξύ ... και ... (Πβ. ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους ΠΔ, Tisch., Γέν. Ι 4): Και είδεν ο Θεός το φως ότι καλό· κι εχώρισεν ο Θεός ανάμεσα το φως και ανάμεσα το σκότο Πεντ. Γέν. Ι 4· από ανάμεσα + αιτ. = από (κάτι): από ανάμεσα τα ποδάρια του Πεντ. Γέν. XLIX 10 (πβ. εκ των μηρών αυτού ΠΔ, Tisch., Γέν. XLIX 10)· β) στο μέσο (προσώπων ομάδας), μπροστά (σε πρόσ. ομ.): με σπάθην κοπτερήν ανάμεσά τους βγαίνουν (οι χριστιανοί) Αχέλ. 522· γ) (προκ. για ανταλλαγή): να μη ψηλαφήσει ανάμεσα καλό εις κακό Πεντ. Λευιτ. XXVII 33· δ) (με αιτ. αντικ.) μπροστά: ανάμεσα τα μάτια σου Πεντ. Έξ. XIII 9. — Πβ. μέσον.αναπαύω,- Σπαν. (Hanna) A 421, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 249, Παράφρ. Μανασσ. (Praecht.) Β 285, Ιατροσ. (Legr.) 22130, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1409, 1749, 4112, 5544, 5590, 6072, 6140, Βίος Αλ. (Reichm.) 1273, 4234, 4661, 5937, Πτωχολ. (Schick) P 72, Πτωχολ. (Ζώρ.) N 76, Φλώρ. (Κριαρ.) 187, 337, 864, 1690, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 12, Λίβ. (Μαυρ.) P 1758, Λίβ. (Lamb.) Sc. 234, 1059 (κριτ. υπ.), Λίβ. (Lamb.) Esc. 4054, Λίβ. (Wagn.) N 1207, 1415, 3056, Αχιλλ. (Haag) L 420, Αχιλλ. (Hess.) N 1548, Ιμπ. (Κριαρ.) 435, 506, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 467, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 3515, Χειλά, Χρον. (Hopf) 353, Μαχ. (Dawk.) 2229, 17220, 20820, 48422, Θησ. (Foll.) Ι 16, 20, 81, Θησ. (Βεν.) Ε΄ [98], Η΄ [776], Ch. pop. (Pern.) 612, 920, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) ΙΙΙ 11, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 6919, 13313, Συναξ. γυν. (Krumb.) 11, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 26, 33, 65, 86, 133, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 91, 732, Πεντ. (Hess.) Έξ. XX 11, Δευτ. III 20, XII 10, XXV 19, XXVIII 65, Αχέλ. (Pern.) 766, 1088, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1103, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 155, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 6420, 1048, Μ. Χρονογρ. (Τωμ.) 3515, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 335α 15, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ε΄ 98, Πανώρ. (Κριαρ.) Αφ. 55, Πρόλ. 61, Β΄ 42, Γ΄ 493, Ερωφ. (Ξανθ.) Β΄ 225, Γ΄ 390, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 3, 119· ΙΙ 2, 198· 5, 52· ΙΙΙ 3, 40· 3, 93· IV 3, 66· V 1, 110, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 370, 1163, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 36815, 36981, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 858, Δ΄ 122, Ε΄ 293, Θυσ. (Μέγ.)2 486, Ευγέν. (Vitti) 119, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 29, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 57, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Πρόλ. [46], Χορ. α΄ [49], Δ΄ [759], Ε΄ [89], Φορτουν. (Ξανθ.) Γ΄ 629, 651, Διγ. (Lambr.) O 1699, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 18919, 2195, 2615, 27627, 3593, 4375, 5633, 56512, 5738· αναπαύγω, Μαχ. (Dawk.) 19416, 43832, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 11013· ’ναπαύω, Θησ. (Foll.) Ι 139, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 205, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 19, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 274, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 5739· ανεπαύω, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1478· ’νεπαύω, Πτωχολ. (Schick) P 279, Διήγ. Βελ. (Cant.) 266, 438, Φλώρ. (Κριαρ.) 1300, Λίβ. (Μαυρ.) P 1205, Λίβ. (Lamb.) Sc. 69, Αχιλλ. (Haag) L 1018, 1291, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VII 69, Θυσ. (Μέγ.)2 860. Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 57, 60· αναπεύω, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2634, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 6140, Θησ. (Foll.) Ι 1, Θησ. (Βεν.) Ι΄ [104], Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 95, Αχέλ. (Pern.) 1525, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 574, Αιτωλ., Μύθ. (Legr.) 812, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 13923· αναπεύγω, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1358, Αιτωλ., Μύθ. (Legr.) 812, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 260β 18, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 389, 1053, 1619, Β́ 82, Γ́ 990, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́ 245· εναπαύομαι, Θησ. (Foll.) Ι 82· μτχ. αναπαυμένος, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 118, 124, Δωρ. Μον. (Buchon) XXVI, Θυσ. (Μέγ.)2 109· αναπαμένος, Ασσίζ. (Σάθ.) 12431, Μαχ. (Dawk.) 2227. 7010, 53434, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 9912, 11914, Φαλιέρ., Ρίμ. AN 235, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 316, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 24. Γ΄ 464, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [821]· αναπαημένος, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ΄ 16, Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. α΄ 74, Β΄ 306, Γ΄ 280, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙΙΙ 2, 214· V 5, 170 (έκδ. αναπαγμένος· διορθώσ.), Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 899, Ε΄ 1159, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ε΄ [1, 697], Φορτουν. (Ξανθ.) Ε΄ 324, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2973, 38917, 56621.
Το αρχ. αναπαύω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Ο τ. αναπεύω κατά τα ρ. σε ‑εύω (Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 271 και Αθ. 24, 1912, 12).
Α´ Ενεργ. μτβ. 1) α) Ξεκουράζω (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. A3· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A1α): όντεν η νύχτα η δροσερή κάθ’ άνθρωπ’ αναπεύγει| και κάθε ζο να κοιμηθεί τόπο να βρει γυρεύγει Ερωτόκρ. Α΄ 389· ανάπαψεν τα άλογα, ομοίως και τον λαόν του Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1749· να αναπάψει τα φουσσάτα του από τον κόπο του πολέμου Χρον. σουλτ. 6420· έδωκέν τους έναν όμορφον απλίκιν και εμπήκαν ν’ αναπαυτούσιν Μαχ.17220· και αναπαύτην εις την ημέρα την έφτατη Πεντ. Έξ. ΧΧ 11· Οι μεν ελέγαν να απελθούν στο σπίτι του ο καθένας| να αναπαούσιν καν ποσώς, διατί ήσαν κοπιασμένοι Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5590· μέρα δεν αναπεύγομαι και νύκτα δεν κοιμούμαι Π. Ν. Διαθ. φ. 260β 18. Πβ. ανάπαυσις 1α· ανασαίνω Α1. —Συνών.: αλαφρώνω Α2, ξεκουράζω. Η μτχ. αναπαμένος (ως επίθ.) = ξεκούραστος: ο Αχιλλεύς τους έλεγεν: Έξω μερεάν σταθείτε| διά να έλθουσιν άλλοι από τους αναπαμένους Αχιλλ. L 400· β) ανακουφίζω (Η σημασ. και σε έγγρ. του 1572· Σάθα, Τουρκοκρατ. Ελλάς 171): ελάφρυνε και ανάπαυσε το βάρος μας ολίγον Σπαν. V 249· Πολλά γαρ μας εβάρυνεν ο μέγας ο πατήρ σου·| ανάπαυσόν μας ολιγόν (έκδ. ολίγον· διορθώσ.) και να μας έχεις πάντα·| δούλοι σου πάντες να είμεθεν Σπαν. (Hanna) A 421· ... δεν θε να την αφήσει| πολύ καιρόν στα βάσανα,| μα θαν την αναπάψει Ευγέν. 119· Μου φαίνεται να σε τα ειπώ, ν’ αναπαγεί καρδιά μου Φαλιέρ., Ιστ. V 91· πίε εξ αυτού και πλύνε και τα μόρια σου και θέλεις αναπαυτήν Ιατροσ. 22130· πβ. ανασαίνω 2, ανάπαυσις 1β· —Συνών.: αλαφραίνω 1β, αλαφρώνω 1γ, ανακουφίζω, δροσίζω· γ) απαλλάσσω (από φροντίδες): κόρη, τον νουν σου ησύχασε κι ανάπαψ’ την ψυχήν σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [759]· Τότε να κεφαλαιώσετε, αυθέντες να γενείτε·| ν’ αναπαυθείτε όλοι σας, τινά να μη φοβάστε Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 467· δ) εξασφαλίζω: εγώ να σου δώσω άλλους τόπους να σε αναπάψω· να περάσεις την ζωήν σου ωσάν σου πρέπει Χρον. σουλτ. 1048· ως ότι να αναπάψει (πβ. έως αν καταπαύσει ΠΔ,Tisch., Δευτ. ΙΙΙ 20) ο Κύριος τους αδελφούς σας σαν εσάς Πεντ. Δευτ. III 20 (Πβ. τη μτχ. αναπαμένος ως επίθ. = ασφαλής: αν θέλεις να στέκεις αναπαμένος, άμε μέσα εις τον λιμιώναν Πορτολ. Α, Del., 405): από μαλιές και σύγχυσες περίσσια αναπαημένοι Ερωφ. Ιντ. α΄ 74· με δίχως έγνοια η βασιλειά, περίσσια αναπαημένη Ερωφ. Γ΄ 280. Η μτχ. αναπαμένος (ως επίθ.) = αμέριμνος: Τούτη την ώρα κάθε είς γλυκότατα κοιμάται| κι αναπαμένος μηδεμιά δουλειά του σκιάς θυμάται Κατζ. Α΄ 24· ε) φροντίζω, περιποιούμαι: θαρρούν εις εμένα να τους διορθώσω και να τους αναπαύσω καλά Βησσ., Επιστ. 3515· βλέπει το αφέντης του, έμορφα τ’ αναπεύει Αιτωλ., Μύθ. 574· ς) ικανοποιώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A2): Ενέπαυσέ με η συμβουλή και ο λόγος ήρεσέ με Λίβ. Sc. 69· ει τι χρεία τους έκαμνε καλά τους αναπεύουν Θησ. Ι΄ [104]· ν’ αναπάψει την πείνα την πολλή ντου Πιστ. βοσκ. III 3, 93· επήρεν πρώτα την Αδάν και την Σελάν του φέρνουν.| Μ’ αυτούνες ανεπαύετον, είχεν τες διά δικές του Χούμνου, Π.Δ. III 11· η πεθυμιά αναπεύγεται, πράμ’ άλλο μπλιο δε θέλει Ερωτόκρ. Β΄ 82· εσείς που μ’ εμισούσατε τώρα αναπαυτείτε Κυπρ. ερωτ. 13313. Η μτχ. παρκ. (ως επίθ.) = ικανοποιημένος: Να τους δώσεις μούλκια να είναι πολλά αναπαυμένοι Δωρ. Μον. XXVI· ποίσε τους κληρονομίες όπου να είναι αναπαμένοι Μαχ. 2227· πόσα χαιράμενος πολλά κι αναπαημένος μένω Φορτουν. Ε΄ 324· Και Σπιναλόγγα, σε χαρά στέκε κι αναπαημένη Τζάνε, Κρ. πόλ. 56621· εις όλα κοντεντάρεται κι αναπαμένος μένει Κατζ. Δ΄ 16· πβ. ανάπαυσις 1δ· (προκ. για πράγματα) ικανοποιητικός, άνετος: Παντόθεν είναι η κατοικιά καλή κι αναπαημένη·| όθεν αρέσει καθενός κι αναπαημένος μένει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1]. Πβ. ανάπαυσις 1γ. 2) Σταματώ (κάτι) (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. B1· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A1β): φιλεί τα, συργουλίζει τα, το κλάημα να αναπάψει Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 335α 15. Πβ. ανάπαυσις 4. 3) (Προκ. για το Θεό) παρέχω μεταθανάτια μακαριότητα (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β3 και ΙΛ στη λ. A1, φρ.): Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχήν σου μετά των αγίων αυτού Μ. Χρονογρ. 3515. Πβ. ανάπαυσις 10β. B’ Μέσ. 1) α) Μένω ήσυχος, αδρανής, αδρανώ (Πβ. ΙΛ στη λ. B5): ήλθες εδώ εις τον Μορέαν ποτέ ου και αναπαύτης.| Ευθέως φουσσάτα εσώρεψες κι ατός σου αρματώθης Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5544. Η μτχ. αναπαμένος (ως επίθ.) = αδρανής: και νικημένος| (ενν. συ ο νους) δε στέκεσαι ποτέ σου αναπαημένος Πιστ. βοσκ. V 5, 170· Η Βενετιά να το ’ξευρεν δεν ήτο (έκδ. ήτον· διορθώσ.) αναπαμένη Θρ. Κύπρ. K 316· β) χαίρομαι την ησυχία, μένω ήσυχος (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β5· η σημασ. και σήμ.): κάθονται κι αναπεύονται, τίποτε ου ψηφούσιν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2634· Μπασάς δεν αναπαύετον, αλλ’ είχεν στο κεφάλιν| από την πρίκαν κι εντροπήν πολλά μεγάλην ζάλην Αχέλ. 766· Εσυβάστηκε του ρήγα η θυγατέρα| ο γάμος να ξετελειωθεί ετούτην την ημέρα·| τα δύσκολα και τα βαρά, εδά ’ν’ αναπαημένα Ερωτόκρ. Έ́ 1159. Η μτχ. παρκ. (ως επίθ.) = ήρεμος, ατάραχος, ειρηνικός: αναπαημένη βρίσκουμουν και παρηγορημένη Ερωτόκρ. A΄ 899· Μα θέλουσίνε σύβασες, για να ’ναι αναπαημένοι Τζάνε, Κρ. πόλ. 38917· Είναι γυμνή, μα με καρδιάν στέκετ’ αναπαμένην Σουμμ., Παστ. φίδ. B΄ [821]· με τη φτωχειά περνά ζωή καλή κι αναπαημένη Ερωφ. B΄ 306· Δεν έχει ο κόσμος πούπετες αναπαμένη στάση Φαλιέρ., Ρίμ. AN 235. Πβ. ανάπαυσις 2α· γ) (προκ. για τη θάλασσα) είμαι γαληνιαίος: εις τόσ’ ότι (έκδ. τόσον ’τι· διορθώσ.) εξημέρωσεν κι η θάλασσα αναπάγη Θησ. I 20. Πβ. ανάπαυσις 2β. 2) Είμαι εγκαταστημένος, έχω την έδρα μου: εκείνος ν’ αναπαύεται εις το σκαμνί της Ρώμης Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6140. 3) Επαναπαύομαι (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. B2): έτσι σ’ εμέν τον ταπεινόν ν’ αναπαυτείς δαμάκι Ch. pop. 820· εις τα έθνη εκείνα να μην αναπαυτείς Πεντ. Δευτ. XXVIII 65. 4) (Με αιτ. αντικ.) απαλλάσσομαι (από κάτι): να αναπαυθώ <’χ> (προσθήκη δική μας) τα δύσκολα τά πάσχω καθ’ εκάστην Λίβ. N 1415. —Συνών.: αλαφρώνω Α4, ανασαίνω Α3. Η μτχ. αναπαμένος (ως επίθ.) (προκ. για πράγμα) = ανενόχλητος: Την πόρτ’ αυτείνη άφησ’ τη να στέκει αναπαμένη Κατζ. Γ΄ 464. 5) Σταματώ (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. B1): δεν είν’ καιρός ακόμη| ν’ αναπαγεί ο θυμός κι η μάνητά σας; Πιστ. βοσκ. IV 3, 66: ν’ αναπαγούσινε κι εμέ οι έγνοιες μου οι περίσσες Φορτουν. Γ΄ 651· ποτέ δεν αναπεύετον αλτελαρία κείνη Αχέλ. 1525. Πβ. ανάπαυσις 4. —Συνών.: ανασαίνω Α5. 6) Διαμένω, παραμένω: σύρε εις την Ανδριανούπολη και αναπεύου εκεί Χρον. σουλτ. 13923. Πβ. ανάπαυσις 9β. 7) Ξαπλώνω (για να ξεκουραστώ) (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β5· η σημασ. και σήμ.): η Σάρρα με τον Αβραάμ επήγεν κι ενεπάγη Χούμνου, Π.Δ. VII 69· Και αφότου αποδειπνήσασιν, υπάν να αναπαυθούσιν Ιμπ. 506· Χωρίς δε βίγλα στέκασιν, άφοβ’, αναπαυμένοι Κορων., Μπούας 124· Μέσα ’τονε πολλότατοι κι ήτονε αναπαημένοι Τζάνε, Κρ. πόλ. 2973. Πβ. ανάπαυσις 9α. —Συνών.: ακουμπίζω Α1α, εξαπλώνω, θέτω, πλαγιάζω. 8) Κοιμούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B1): νύκτα ’ν’ πολλή κι ας θέσομε, καλέ, ν’ αναπαγούμε Θυσ.2 486· υπάγουν εις την κλίνην τους να αναπαυθούν οι δύο Αχιλλ. N 1548. Πβ. ανάπαυσις 9α. —Συνών.: ακουμπίζω Α1β. 9) Πεθαίνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B2): αναπαύθην εν Κυρίῳ κι επήγε η ψυχή του μετά των μαρτύρων Συναδ., Χρον. 29· Μακάρι ο Θιός να το ’θελε να ’μουν αποθαμένος| κι αυτό χαρά μου ήτονε να ’μουν αναπαμένος Θησ. Γ΄ [248]. Πβ. ανάπαυσις 10α. —Συνών.: αποθαίνω. — Πβ. παρακοιμούμαι.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Σπαν. (Hanna) B 343, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 296, 302, Σπαν. (Legr.) P 48, 51, 174, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 24, 33, Προδρ. (Hess.-Pern.) II G 103, III 398, Ασσίζ. (Σάθ.) 2755, 4837, Ιερακοσ. (Hercher) 50212, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 569, Διγ. (Καλ.) Esc. 282, 590, 960, Διγ. (Καλ.) A 255, 1317, 1957, Βέλθ. (Κριαρ.) 918, 958, 969, 971, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 276, 286, 288, 729, 982, 1805, 2511, 2658, 3134, 3306, 7078, 8444, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1349, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9613, Φλώρ. (Κριαρ.) 381, 594, Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 148, Απολλών. (Wagn.) 750, Αχιλλ. (Hess.) N 460, 920, Αχιλλ. (Haag) L 41, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 52, 239, Ιμπ. (Κριαρ.) 19, 316, 290, 360, Φυσιολ. (Zur.) XI 13, L2, Ch. pop. (Pern.) 174, 324, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 67, Ριμ. κόρ. (Pern.) 752 Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 4 (βλ. Papadim., Viz. Vrem. 1, 1894, 652 και Σαχλ., Αφήγ. σ. 213-214), Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 121 (βλ. και Ξανθ., Κρ. Λαός 1, 1909, 8), Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 332 (βλ. και Ξανθ., Παναθήν. 18, 1909, 180), Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1414, 178, 13, 183, 2214, 255, 384, 628,753, 10455, 1133, 9, 1195, 1234, 1567, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 1113, Συναξ. γυν. (Krumb.) 597, 946, 1103, 1104, 1177, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 214, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 39, Πεντ. (Hess.) Γέν. XXIV 67, XXVII 14, Λευιτ. ΧΙΧ 18, 34, Δευτ. VI 5, VII 13, X 12, XXIII 6, XXX 16, 20, XXXIII 3, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 14017, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 309, 3917, 696, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 8115, 12814, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 2610, 3512, 897, 901, 2, 19, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 374, 418, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1495, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 43, 207, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά́ 93, 99, Γ΄ 99, Δ́́ 3, 272, Έ́ 66, 74, 153, Βίος Δημ. Μοσχ. (Knös) 711, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 97, 1316, 1638, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 161, 186, 190, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33027, 3373, 35529, 36328, 36630, 36714, 38912 δίς, 3982, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1588, 1661, 2080, 2146, Β́́ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 461, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 1588, 1661, 2080, 2146, Β́́ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 461, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 48 (βλ. και Μανούσ., Κρ. Χρ. 8, 1954, 294 σημ. 8)· γαπώ, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 608, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 119, Ερωτόκρ. Ά́ 1959, Β́́ 150, Ευγέν. (Vitti) 181· αγαπώ ή γαπώ, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 389, 549, Βουστρ. (Σάθ.) 417, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 23, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 177, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 293, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 14, Έ́ 158· ηγαπώ, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5343, 5670, 6850, 8699· μτχ. ηγαπημένος, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 2072, Σπαν. (Hanna) A 6, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 3, 55, Σπαν. (Hanna) O 63, Διγ. (Καλ.) A 1959, Βέλθ. (Κριαρ.) 29, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3963, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 709, 8935, Διήγ. Βελ. (Cant.) 126, Φλώρ. (Κριαρ.) 381, Gesprächb. (Vasm.) 26379, Αχιλλ. (Hess.) N 1277, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 254, Ιμπ. (Κριαρ.) 39, 205, Μαχ. (Dawk.) 1428, 37017, 50424, 60430, Ch. pop. (Pern.) 306, 311, 355, 441, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 386, Συναξ. γυν. (Krumb.) 429, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 24, 69, 112, 119, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 61 (βλ. και Πολ. Λ., Μετά Άλ. σ. 45), Βεντράμ., Γυν. (Knös) 91, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 40, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 11, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 62, Γ́́ 323, Έ́ 449, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 188, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32219, Θυσ. (Μέγ.)2 329, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ́́ 1, δ́́ 59, 89, Ροδολ. (Μανούσ.) Έ́ 254, Λίμπον. (Legr.) Αφ. 34, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 5267, 5645, 57315· αγαπημένος, Ασσίζ. (Σάθ.) 23316, Μαχ. (Dawk.) 2019, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 537, Πεντ. (Hess.) Δευτ. ΧΧΙ 15, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 10534, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XII 39, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) 517 φ. 336β 18, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 16, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 381, 503, 507, Γ́́ 92, Δ́́ 388 Έ́ 349, Ερωφ. (Ξανθ.) Β́́ 6, Γ́́ 28, 98, 297, Έ́ 287, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 171, 185, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 859, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Δ́́ 19, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 41, χορ. Δ́́ 60, Έ́ 1345, Φορτουν. (Ξανθ.) Έ́ 115, 159, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 24720, 5038, 5305, 54410· γαπημένος, Ιμπ. (Legr.) 232.