Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 105 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Διήγ. Αλ. E (Konst.)

  • μπαρμπούτα
    η, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 14824, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1464, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 14921, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1475· μπαρπούτα, Θησ. Θ΄ [365], ΙΑ΄ [563].
    Το ιταλ. barbuta. Για το σχηματ. του τ., που απ. στο Meursius και στο Du Cange (λ. μπαρβούτα), βλ. Τριαντ., Άπ. Α΄ 381. Πβ. και τη χρ. της λ. με διαφορετική σημασ. στη Χιμάρα (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Β' 89). Η λ. και σήμ. στη Λακωνία προκ. για κάλυμμα κεφαλής μελισσοκόμου.
    Είδος κλειστής περικεφαλαίας (Για τη σημασ. βλ. Καλονάρος [Διγ. A σ. 193]): Έβαλε την μπαρμπούταν του και πιλαλεί τον ίππον Διγ. Z 3383.
       
  • οπισωκάπουλα,
    επίρρ., Διήγ. Αλ. E (Konst.) 856, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 847, Διγ. Άνδρ. 35714‑15· οπισθοκάπουλα· πισωκάπουλα.
    Από το επίρρ. οπίσω και το ουσ. κάπουλα. Ο τ. οπισθοκάπουλα με επίδρ. του επιρρ. όπισθεν. Ο τ. πισωκάπουλα και σήμ. στο κυπριακό ιδίωμ. (Λουκά, Γλωσσάρ. 377, λ. πισωκάπουλλα).
    Πίσω (από άλλον αναβάτη) στα καπούλια του αλόγου: έρκετον ο σιρ Πολ Τζάππους καβαλλάρης και πισωκάπουλά του ο σιρ Πιέρο Γούρρης Βουστρ. 489· έδωκεν Αλέξανδρος του Φιλόνη χίλιες χιλιάδες ανθρώπους. Είχεν και ο Φιλόνης χίλιες χιλιάδες. Και όρισεν ο Φιλόνης και ηπήρεν πάσα καβαλάρην οπισθοκάπουλα αρματωμένους Διήγ. Αλ. G 28538.
       
  • όπωρο(ν)
    το, Πωρικ. (Winterwerb) 147 τίτλος κριτ. υπ., 151 τίτλος, 156 τίτλος, Sprachlehre 183· ούπουρο(ν), Διήγ. Αλ. E (Konst.) 1715, 274, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2713· ύπωρο(ν), Διήγ. Αλ. F (Konst.) 1620, Διήγ. Αλ. G 2672, 2757· ύπωρον, Διήγ. Αλ. V 40, 67, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 18v, 53r.
    Από το ουσ. οπώρα με αλλαγή γένους. Ο τ. ύπωρο(ν) και σήμ. ιδιωμ. στον πληθ. (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Α΄ 409, λ. ύπουρα τα). Ο τ. ύπωρον στο Du Cange. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. οπώρα τα, Θαβώρ., Δωδώνη 9, 1980, 14, Αντιχάρ. Ανδρ. 241, Καψ., ΕΕΦΣΠΘ 7, 1957, 329, 332).
    α) Καρπός· οπωρικό, φρούτο: η γης ήτον τόσο γεμάτη από τόσα ύπωρα έμνοστα, απίδια, μήλα, κάστανα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 98v· έκαμέ μας (ενν. ο θεός) ορισμόν ότι να φάγομεν από όλα τα ύπωρα του Παραδείσου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 91v· β) (ειδικ. εδώ) σταφύλι (Πβ. και Κουγ., Ελλην. 11, 1939, 344, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., λ. πωρικό): Πώς έχει ο αμπελών σου; Ο αμπελών μου οικούμενον εστίν πολύ οπώρων Sprachlehre 184. — Πβ. και οπώρα.
       
  • ουδετιποτένιος,
    επίθ., Πηγά, Χρυσοπ. 325 (9), Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 61v, Χριστ. διδασκ. 87, 454, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μαρκ. Θ΄ 12, Μπερτολδίνος 99· δετιποτένιος, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 92, 122· ουδετιποτέινος, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 7219, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 7317, 18· ουδετιπότενιος(?) Μπερτολδίνος 108· ουδετιποτένος, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 120.
    Από το σύνδ. ουδέ και το επίθ. τιποτένιος.
    1) α) Ασήμαντος, μηδαμινός: «Ακούεις, λέων βασιλεύ, …,| τα ζώα τα μικρούτσικα, τα ουδετιποτένια,| πώς επολυλογήσασιν, …» Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 551· έδειξε μάταια και ουδετιποτένια τα πράγματα του κόσμου τούτου, δίδοντάς μας (ενν. ο Χριστός) να γνωρίσομεν ότι όλα είναι ψέματα, καπνός και σκόνη Ροδινός (Βαλ.) 66· (σε παροιμ. φρ.): Όποιος ανακατώνεται με οθδετιποτένια το μαγείρευμα καπνίζει Μπερτόλδος 36· β) που είναι χωρίς αξία, ευτελής, φτηνός: Όποιος ευρίσκεται εις την χάριν του Θεού πρέπει πάντα να φοβάται …, ωσάμπως φοβάται εκείνος, οπού κρατεί εις το χέριν του ένα μεγάλον θησαυρόν μέσα εις ένα αχαμνόν και ουδετιποτένιον αγγείον Ροδινός (Βαλ.) 122· γ) αξιοκατάκριτος, ελεεινός: Τούτο το ουδετιποτένιον Συνοδικόν έγινεν εις την Αίγυπτον επί έτους ζξε΄ Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 216· αμή ουδέ εις ουδετιποτένιες άλλες ορκωμοσίες και αφορκίες Χριστ. διδασκ. 298· δ) άξεστος, χονδροειδής· αναξιοπρεπής, εξευτελιστικός: εκείνος ποτέ να μηδέν λάβει τίποτες από εκείνον τό έβαλεν απάνω της (ενν. της αμαρτωλής), άνευ μιας ουδετιποτένης δικαιοσύνης και ασχημοσύνης Ασσίζ. 4151. 2) (Προκ. για πρόσωπο) α) που δεν έχει ηθική αξία, αχρείος: «Φαίνεται καλά πως είσαι ένας ουδετιποτένος και αν δεν ήτον ότι είσαι ομπρός του ρηγός, εκόβγαν την κεφαλήν σου!» Μαχ. 48012· Δεν σε καταπείθει ο ηγαπημένος Ιωάννης ο Θεολόγος, … λέγοντας, ότι αν ειπείς πως αγαπάς τον Θεόν και απέκει μισάς τον αδελφόν σου ψεματείς, ωσάν ουδετιποτένιος άνθρωπος; Ροδινός (Βαλ.) 137· (υβριστ. σε προσφών.): «Χοιρίδιν ’δετιποτένον, κομπώνεις τον αφέντην μου τον σουλτάνον! …» Μαχ. 20633· β) ανάξιος λόγου· ανεπαρκής, ανίκανος: πώς … την σήμερον ημέραν εσκιαστήκετε από τους σκιαχταραίους τους άνδρες, τους ουδετιποτέινους ενδειότες; Διήγ. Αλ. G 28327· είμασθεν άθλιοι και ταλαίπωροι … ανεπιτήδειοι και ουδετιποτένιοι εις κάθε καλόν Χριστ. διδασκ. 444· γ) ασήμαντος, ταπεινός: ωσάν κατορθώσομεν όχι ένα ή δύο κατορθώματα, αλλά και πάντα ομού, τότε να λέγομεν πως είμεσθα δούλοι, όχι υιοί, ουδετιποτένιοι Πηγά, Χρυσοπ. 282 (16)· δ) πρόστυχος, χυδαίος: Ω τον Πώρον τον ουδετιποτένιον, τον γάδαρον! Διήγ. Αλ. V 80. Το ουδ. ως ουσ. = έλλειψη ηθικής αξίας, απαξία, ευτέλεια: Το ουδετιποτένιον … της δειλίας Χριστ. διδασκ. 107. — Βλ. και ά. τιποτένιος.
       
  • οφίδιον (I)
    το, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 1914, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 98, 100, 119, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 61 δις, 256, Μπερτόλδος 55· αφίδι, Gesprächb. 5022· οφίδι, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 1915, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 100, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 130, 153, 195, 260· οφίδιν, Περί ξεν. A 259, Λίβ. P 151, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1915, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 1158, Πορτολ. A 193, 706· οφίδι(ο)ν, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 10560 (Δωδώνη 15, 1986, 137), Πουλολ. (Τσαβαρή)2 382, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 347, 439, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 332, Αλεξ. 2038, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2318, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 3713, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 2308· Διήγ. Αλ. F (Konst.) 3615, 1148, 19025· φίδι, Θησ. Γ΄ [331], Ζ΄ [1267], Θ΄ [52], Αλεξ. 2658, 2677, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 55r, φ. 157r, φ. 164r, Πεντ. Γέν. III 1, 2, 4, 14, XLIX 17, Έξ. IV 3, VII 12, Αρ. XXI 6, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 69 τίτλ. 691, 3, 992, 116 τίτλ., κ.α.· φίδι (ν), Εβρ. ελεγ. 166, Θρ. Κων/π. H 103, Θρ. Κων/π. διάλ. 108· φίδιν, Λίβ. N 386, Φυσιολ. 274, Δαρκές, Προσκυν. 98· φίδι(ο)ν, Ιατροσ. κώδ. φη΄, χλ΄, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 25614.
    Το αρχ. ουσ. οφίδιον. Ο τ. οφίδι και σήμ. στην Κρήτη (Πλατάκης, Κρητολ. 10-11, 1980, 92). Οι τ. οφίδιν και φίδιν και σήμ. στον Πόντο (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. οφίδιν). Ο τ. φίδι στο Meursius (λ. φίδη. φίδιον) και σήμ. Ο τ. φίδι(ν) και σήμ. στη Ρόδο (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Ο τ. φίδιον στο Meursius (λ. φίδη. φίδιον). Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β΄ 842, λ. ’φίιν, Παπαδ. Α., Λεξ., λ. οφίδιν και Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.).
    1) Φίδι: Έτσι ωσάν εστέκουντον οχία, φίδ’ ευρέθη·| στα χόρτα εκοιμούντονε και παρευθύς εγέρθη| και δάγκωσε τον κυνηγόν Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 315· ευθύς κρυφά οπίσω εγύρισαν (ενν. οι βάρβαροι) συρόμενοι εις την γην ωσάν τα φίδια Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 130· (συνεκδ. το ένα αντί για τα πολλά): απέστειλεν ο Κύριος εις τον λαό τα φίδια τις σπίθες και εδάγκασαν το λαό …· ψάλλε προς τον Κύριο και να βγάλει αποπάνου μας το φίδι Πεντ. Αρ. XXI 7· (σε μεταφ.): η μήτηρ σαν μ’ εβάσταξεν απέσω στην κοιλιάν της| φίδιν να ήθελα γενεί, τα σπλάχνα της να φάγω Περί ξεν. V 260· στα στήθη μου να πέσουν (ενν. τα δάκρυα),| φίδια μαύρα να γενούν, να φάσιν την καρδιά μου Περί ξεν. A 277. 2) Τερατώδες ερπετό: έναν οφίδιν φοβερόν, οπού ποτέ ου κοιμάται,| πάντα αγρυπνά, πάντα έξυπνα στήκει, διαφυλάττει (ενν. την τρίχαν την χρυσήν του κρίου) Πόλ. Τρωάδ. 42· εκείνος ο παράνομος ως δράκος εμορφώθη (παραλ. 1 στ.), έδειξεν πέντε κεφαλές ως των φιδιών το γένος Θρ. Κων/π. διάλ. 86. 3) Το φίδι του παραδείσου ως όργανο του διαβόλου: είπεν ο Κύριος ο Θεός της γεναίκας: «Τι ετούτο έκαμες;» Και είπεν η γεναίκα: «Το φίδι εξεπάτησέ με και έφαγα» Πεντ. Γέν. III 13· Στην μέσην έχουν (ενν. ο Αδάμ και η Εύα) το δενδρόν, το φίδι έναι ζωσμένον Βεν. 63. 4) Ο διάβολος: Κάποιος άνθρωπος … με φθόνον του νοητού οφιδίου, ήγουν διαβόλου, εδέχθησαν … εις τα άντερά του μέσα οφίδιον αισθητόν, το οποίον εκατάτρωγε … τα σωθικά του Διαθ. Νίκωνος 259. 5) (Μεταφ. προκ. για άνθρωπο κακό, μοχθηρό): κανείς εράθυμος του φιδίου υπερβαίνει,| μόνον της άνομης γυνής, οπού τον υπερβαίνει Συναξ. γυν. 253. ΄Εκφρ. Του οφιδίου τα (ομ)μάτια = (πιθ.) ημιπολύτιμος λίθος: Εξέβαλάν του (ενν. του Αλεξάνδρου) το απανωφόριν του Ξέρξη, του βασιλέως της Περσίας, οπού το είχε εγκοσμημένον με του οφιδίου τα ομμάτια, με πολύτιμα λιθάρια θαυμαστά Διήγ. Αλ. E (Lolos) 25713· Εξέβγαλάν του το απανωφόρι του Έρξου, του βασιλέως της Περσίας, οπού ήτον εκοσμημένο όλο με του οφιδίου τα μάτια Διήγ. Αλ. G 27220.
       
  • πάγγλυκος,
    επίθ., Πόλ. Τρωάδ. 819, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 669· συγκριτ. παγγλυκύτερος, Ερμον. Ξ 202· υπερθ. παγγλυκότατος, Λίβ. Esc. 2386· παγγλυκύτατος, Λίβ. Sc. 2847, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 678.
    Από το α΄ συνθ. παν‑ και το επίθ. γλυκός.
    1) (Προκ. για πόσιμο νερό) που πίνεται με μεγάλη ευχαρίστηση, πολύ εύγευστο: ύδατα παγγλυκύτατα Διήγ. πόλ. Θεοδ. 44· έτρεχεν ύδωρ πάγγλυκον εκ του δενδρού την ρίζαν Αχιλλ. O 417. 2) (Μεταφ.) πάρα πολύ γλυκός, ευχάριστος α) (προκ. για λόγια): η Μαξιμώ τον έρωτα εξήπτεν έτι μάλλον| τοξεύουσα τας ακοάς λόγοις παγγλυκυτάτοις Διγ. Z 3711· β) (προκ. για αγαπημένο πρόσωπο): να την θωρώ εχαιρόμην| την κόρην μου την πάγγλυκον, την κόρην την Ροδάμνην Λίβ. Esc. 2387· (εδώ σε προσωποπ.): μοιρολογώ το πάγγλυκόν μου ταίριν Πουλολ. (Τσαβαρή)2 463· (σε προσφων.): Υιέ μου παγγλυκύτατε Φλώρ. 1166· Παιδίν μου παγγλυκύτατον Σπαν. (Ζώρ.) V 656.
       
  • πάλιν,
    επίρρ., Προδρ. (Eideneier) I 9, 141, 204, III 233, IV 171, 516, Καλλίμ. 2109, 2113, Διγ. Z 1099, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 605, 1322, 1735, Χρον. Μορ. P 421, 3256, 4116, Λίβ. P 601, 1086, Λίβ. Sc. 495, 1184, Λίβ. Esc. 754, 892, Λίβ. N 3048, Αχιλλ. (Smith) O 164, 240, 333, Απόκοπ.2 80, 131, 224, 398, Κυπρ. ερωτ. 9440, 9442, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 19819, κ.π.α.· επάλι, Διήγ. ωραιότ. 602· πάλε, Προδρ. (Eideneier) IV 248-14 χφ Ρ κριτ. υπ., Χρον. Μορ. H 868, 5900, 6482, 6621, 7097, 7561, Φλώρ. 1370, Λίβ. P 1002, Λίβ. Sc. 477, Λίβ. Esc. 888, 2053, Λίβ. (Lamb.) N 628, 882, Λίβ. N 1709, 2259, Αχιλλ. (Smith) O 333, 410, Χρον. Τόκκων 507, 616, 759, 1931, 2752, 3176, Μαχ. 21016, 25219, 3122, 51425, 58822, Βουστρ. 525, 543, Κυπρ. ερωτ. 118, 334, 484, 668, 10612, Πανώρ. Α΄ 276 κριτ. υπ., Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 130, Δ΄ 328, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 49510, 51626, 52121, κ.α.· πάλεν, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 808 κριτ. υπ.· πάλες, Βουστρ. 516· πάλι, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 369, Χρον. Μορ. P 3772, Φλώρ. 99, Λίβ. Esc. 876, Μαχ. 2643, Πανώρ. Α΄ 290, 330, Β΄ 245, 256, Γ΄ 585, Δ΄ 19, 54, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Α΄ 202, 257, Β΄ 173, Γ΄ 59, 122, Δ΄ 90, Ε΄ 313, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 235, 827, 1039, 1292, Β΄ 185, 254, 311, Γ΄ 185, κ.π.α.
    Το αρχ. επίρρ. πάλιν. Ο τ. πάλε, για τον οποίο βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 343, στο Somav. (λ. πάλαι), σε έγγρ. του 17. αι. (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 9, 1971, 164), στον Κατσαΐτ., Θυ. Α΄ 55, Δ΄ 236 κ.α., και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β΄ 710, Λουκά, Γλωσσάρ., και Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Ο τ. πάλι ήδη μτγν. (L‑S, λ. πάλι) και σήμ. Διάφ. τ. της λ. σημ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.).
    1) (Τοπ., συνηθέστ. με ρ. κίνησης) πίσω, προς τα πίσω α) Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 310· Ετότες από το φορτί έξω λαός εβγαίνει| εισέ βοήθεια τω Ρωμιώ, κι ήτονε μπορεμένοι,| κι εδώκασιν απάνω τους, πάλι να τους γυρίσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 45613· το λοιπόν αυθέντης του τοπού στέλλει τους άρχοντάς του,| να τον παρακαλέσουν να εβγεί …| να φαν αντάμα οι δύο αφέντες και πάλι ας μισέψει Απολλών. 634· β) (πλεοναστικά, με ρ. που ήδη περικλείουν την έννοια «πίσω»· πβ. Bauer, Wört., στη λ. 1α): Προδρ. (Eideneier) I 232, Σφρ., Χρον. (Maisano) 2017. 2) (Χρον.) ξανά, πάλι, εκ νέου, ακόμη μία φορά α) (για να δηλωθεί επανάληψη μιας πράξης ή επιστροφή σε προηγούμενη κατάσταση): Διγ. Z 3144, Λόγ. παρηγ. L 301, 302· τώρα δείχνουνται εδώ των γυναικών οι φύσεις,| οπού τον Θεόν παρακαλώ όλας να τας ποντίσει| και εις του διαβόλου τον δεσμόν καμία να μη τον γλύσει·| και των ανθρώπων την φυλήν πάλε να την συστήσει Συναξ. γυν. 44· α δε σου φτιάσει την πληγήν αυτείνο το βοτάνι,| ομπρός οπίσω φίλησε και πάλι θέλεις γιάνει Φαλιέρ., Ιστ.2 656· Ανέναι και τη θάλασσα βλέπομε τη μεγάλη| πως, α φουσκώσει μια βολά, καλοσυνεύγει πάλι Πανώρ. Β΄ 258· Αλλά περάσοντας μίαν ώραν εχάθην η μυρωδιά, και ήρθεν πάλε βρόμος ωσάν πρώτα Διήγ. πανωφ. 57· β) (πλεοναστικά, με ρ. που ήδη περικλείουν την έννοια «ξανά»): μ’ αναστεναμούς πολλούς να ξαναλέγεις πάλι Πανώρ. Γ΄ 175· ’ς τούτη τη μάχη σήμερο πα ξαναμπούμε πάλι Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ΄ 76· γ) (στην αρχή αφήγησης για να εισαγάγει τη συνέχεια ενός κεφαλαίου, η εξιστόρηση του οποίου είχε διακοπεί· βλ. Dawkins [Μαχ. Β΄ σ. 260]): Πάλε να έλθομεν εις τό ετραβενίασεν διά το πταίσμαν της ρήγαινας Μαχ. 21825· Πάλε ας έρτομεν εις τον ρήγα Μαχ. 23014· Ενταύτα παύομαι απ’ εδώ να γράφω και να λέγω| περί του Αλαμάνου εκεινού … (παραλ. 2 στ.) και θέλω πάλε να στραφώ και να σας αφηγήσω| την πράξιν όπου έποικεν ο μέγας ρόι Κάρλος Χρον. Μορ. H 6817· φρ. αλλάζω πάλιν τον λόγον σε κ., βλ. αλλάσσω Α΄ 1α· δ) (σε ιδιάζ. χρ., για να δώσει έμφαση): Πείνα μου, πάλιν πείνα μου, και δεύτερον σε γράφω Προδρ. (Eideneier) III 273-7 χφ Ρ κριτ. υπ.· Κάπα μου, πάλιν κάπα μου, παλαιοχαρβαλωμένη Προδρ. (Eideneier) III 273-64 χφφ ΡΚ κριτ. υπ.· Τσαφαροσκέλη πελαργέ, καμηλοπερπατάρη,| γριζόχροε, γριζόφορε, πάλιν δρεπανομύτα Πουλολ. (Τσαβαρή)2 24· Παώνιν τσεπροπόδαρον, Φράγκε με το καπούτσιν| και πάλιν χήρα θλιβερή μετά μοιρολογίων| εγείρου, φύγε Πουλολ. (Τσαβαρή)2 134· (εδώ στο τέλος μιας μεγάλης αφήγησης): Μανόλης Σκλάβος με σπουδή …,| τούτα τα δίστιχα έβγαλα …| Ως εδεπά τελειώνουνται…| τα βέρσα τούτα πο ’καμα …| Τέλος της Κρήτης ο χαλασμός και πάλι τέλος Σκλάβ. 284· πατρί και υιῴ και πνεύματι δόξα και πάλιν δόξα Προδρ. (Eideneier) IV 665-6 χφ Ρ κριτ. υπ. 3) (Με αντιθετική σημασ.) α) (μόνο του ή έπειτα από ονόματα προσώπων και προσωπικές αντων.· βλ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 226-7) εξάλλου, από το άλλο μέρος, όμως: Αππέξω ορδινιάζασιν τούρκοι μεν συγχυσμένοι,| αππέσω πάλιν το λοιπόν πάσχουν οι ανδρειωμένοι Θρ. Κύπρ. M 686· τα κεφάλια έκοψαν (ενν. οι άρχοντες του Σπάτα ) εκείνων των πιασμένων,| εις τον δούκαν τα απέστειλαν εις την Κεφαλλονίαν.| Πολλά των ευκαρίστησεν ο δούκας ο αυθέντης (παραλ. 1 στ.). Ο Σπάτας πάλε εθλίβηκεν πολλά και ελυπάτον Χρον. Τόκκων 111· Έλα εσύ εκ την μίαν μερέαν κι εγώ πάλε απ’ την άλλην Χρον. Μορ. H 7001· εκείνοι τα λαβράκια και τους τρανούς κεφάλους (παραλ. 2 στ.), ημείς δε πάλιν τρώγομεν αυτό το πώς το λέγουν Προδρ. (Eideneier) IV 412· β) (συνοδευόμενο από τους συνδ. και ή μα σε υποθ. πρόταση που αποτελεί αντίθεση προς μια προηγ. υποθ. πρόταση· βλ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 226-7) αν όμως: ανίσως και η αυτή Ντιάνα,η θυγατέρα μου και λεγαταριά μου, ήθελεν αφήσει παιδί γή παιδιά στο θάνατόν τση … να μπορούσιν οι άνωθεν τόποι και χωριά απού τση αφήνω να ’πομένουσι στα παιδιά τση … Πάλι και ήθελε αποθάνει διχώς κληρονομιά να μπορεί ο άρχος τση, αν ήθελε ζει, να ουζουφρουτουάρει τσι αυτούς τόπους Διαθ. 17. αι. 3101· αν ήθελεν ευρεθεί τινάς … αφορμή να μισέψει ο λεγόμενος καλόγερος, να μπορεί να πλερώνεται ό,τι αγομέντα θέλει έχει καμωμένα στο άνωθεν μοναστήρι· πάλι και ήθελεν μισέψει δίχως αφορμή, να χάνει ό,τι κόπους και αγομέντα έκαμεν στο λεγόμενον μοναστήριν Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 15513· γ) (μόνο του ή συνηθέστερα με το και ή το μα σε πρόταση, το περιεχόμενο της οποίας εκφράζει ισχυρή αντίθεση προς μια κατάσταση ή όρους που εκφράζει μια άλλη προηγ. πρόταση· πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 226-7) μολαταύτα, εντούτοις, παρ’ όλ’ αυτά: αρνούμαι την αγάπη μου να δείξω τση κεράς μου| και πάλι δε μπορώ να πω «πάψε» τση πεθυμιάς μου,| μα συχναλλάσσω λογισμό Πανώρ. Α΄ 212· Εκείνος τότε είπε την: «Γιατί με ονειδίζεις;| Εγώ ’μαι που σε έκρυψα και πάλ’ εμένα βρίζεις;» Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 12624· βιβλίον τού εταίριαζεν μεγάλον να του ποίσω,| μα πάλε παρατρέχω τα, γιατί θεν ν’ αρχινίσω Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 374· Μ’ ανίσως κι έμπει κάτεχε ο πόθος στην καρδιάν σου,| τώρα που νιος ευρίσκεσαι και μες στην ευμορφιάν σου,| και πόνους κι αναστεναγμούς σε κάμει να γνωρίσεις,| πάλε με χίλιες γαλιφιές, κάνει να ξαναζήσεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [136]· ελόγιασα να σκοτωθώ, ήρθε μου να γλακήσω (παραλ. 1 στ.). Μα πάλι δεν ηθέλησα να χάσω τη ζωή μου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ΄ 217. 4) (Για να δηλωθεί αμοιβαιότητα, διαδοχή, χρονική ακολουθία) με τη σειρά, στη συνέχεια, έπειτα: Βλέπεις τον Κροίσον τον λαμπρόν και μέγαν βασιλέαν| το πώς εκατεδούλωσεν τον Σόλωνα τον μέγαν| και ο Κύρος πάλε ο βασιλεύς υπόταξεν τον Κροίσον; Ντελλαπ., Ερωτήμ. 609· ο Πώρος τον απεκρίθη και είπε πάλε του Φιλόνη Διήγ. Αλ. E (Konst.) 9314· Μη την κατ’ όψιν κρίνατε κρίσιν, αλλά δικαίαν·| εν ῳ γαρ κρίμα κρίνατε εσείς πάλε κριθείτε| κι εν ῳ μέτρῳ μετρείτε εσείς πάλε να μετρηθείτε Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1121. 5) (Με προσθετική σημασ.) ακόμη, επίσης, επιπλέον α) … εθλίβη το μεγάλως (ενν. ο πρίγκηπας)·| το πρώτον διά την ακοήν όπου είχεν εις τον κόσμον,| ότι ήτον καλλιότερος εις όλους τους στρατιώτες (παραλ. 1 στ.) και πάλε, διατό εμέτεχεν και ήτον ανεψίος του| κι απίστησεν τον αφέντη του κι εδιάβη στον εχτρόν του Χρον. Μορ. H 3256· διατό είμεθεν και γείτονες κι αρμόζει να βοηθούμεν| ο είς τον άλλον γείτονα ό,τι του κάμνει χρεία·| και πάλε διά το σύνηθες όπου έχουσιν οι Φράγκοι| και τρέχουν πάντα εις τα άρματα Χρον. Μορ. H 8952· (εδώ σε προεξαγγελτική παράθεση): πάλε άλλο χειρότερον, χείρον των χειροτέρων,| με τριακόσιους εκέρδισε χιλιάδες δεκαπέντε Χρον. Μορ. H 5010· β) (για να εισαγάγει νέο κεφάλαιο στην αφήγηση): Πάλιν πώς εσκοτώθηκεν ο Κύρος άκουσέ το Ντελλαπ., Ερωτήμ. 611· Άλλος πάλιν παμφρόνιμος ήκουσε από κάπου (παραλ. 1 στ.) πως ζει ο κόραξ περισσούς χρόνους διακοσίους Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. δ΄ 1.
       
  • παντρεύω,
    Χρον. Μορ. P 8459, Συναξ. γυν. 268, 490, 493, 662, 683, 1032· πανδρεύω, Ιμπ. 284, Διαθ. Ακοτ. 146, Χειλά, Χρον. 348 (έκδ. επάνθρευεν· διορθώσ.), Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 41, Θησ. Γ΄ [308], [722], Δ΄ [87], Χούμνου, Κοσμογ. 1977, Άνθ. χαρ. 30113, 15, κ.α., Βεντράμ., Γυν. 260, 270, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 1743, Χρον. σουλτ. 4327‑8, Κατά ζουράρη 22, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 12138, Λεηλ. Παροικ. 526· παντρεύγω, Απόκοπ.2 305, Πανώρ. Β΄ 331, 335, 511, Γ΄ 73, 259, 380, 528, Δ΄ 56, 83, 88, Ανέκδ. ιντ. κρητ. θεάτρ. Α΄ 144, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Α΄ 533, Β΄ 302, Γ΄ 97, Δ΄ 40, κ.π.α., Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 33, Β΄ 445, 601, Δ΄ 333, Στάθ. (Martini) Β΄ 258, Γ΄ 368, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [780], Ε΄ [1214], [1263], Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 284, Β΄ 258, Γ΄ 41, 102, Ε΄ 185, κ.π.α., Διακρούσ. 7070, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 36920, 44222· υπανδρεύω, Σπαν. (Ζώρ.) V 469, Απολλών. 39, Σφρ., Χρον. (Maisano) 11416, Πτωχολ. α 516, Μαλαξός, Νομοκ. 336, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 1753, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 7227, 1224, Βακτ. αρχιερ. (Γκίνης) 291· υπαντρεύω, Χρον. Μορ. H 8583, Ρ 5939, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 115r, 189v, 221r, κ.α.· β΄ πληθ. πρόσ. υποτ. μέσ. αορ. παντρευτήκετε, Πανώρ. Δ΄ 89.
    Από το υπανδρεύω (<μτγν. επίθ. ύπανδρος) που απ. σε έγγρ. του 16. αι. (Σάθ., ΜΒ S΄ 6872) και στο Du Cange (λ. ύπανδρος). Ο τ. πανδρεύω σε έγγρ. του 15. αι. (Τσοπ., Δωδεκαν. Αρχ. 5, 1970, 56) και στο Du Cange (λ. ύπανδρος)· (πβ. μτχ. πανδρεμένος στο Meursius). Ο τ. παντρεύγω στο Βλάχ. και μέσ. σήμ. στην Κρήτη (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Δ΄ 484, λ. παdρεύγομαι) και στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 713, λ. παντρεύγομαι). Ο τ. υπαντρεύω σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.). Η λ. στο Du Cange (λ. ύπανδρος), και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) α) Ενώνω με γάμο, παντρεύω κάπ.: εδέχθη αυτόν ο βασιλεύς μετά πάσης τιμής και τον υπάνδρευσε με του Καντακουζηνού την θυγατέρα Ιστορ. δεσποτών Ηπείρ. 213· ήθελεν ποιήσει ψυχικόν και έπαινόν του μέγαν,| να υπάντρεψε την ντάμα Ζαμπέα με έναν καβαλάρην Χρον. Μορ. H 8532· (εδώ ειρων.): Αύριον την Πόλιν επαίρνομεν … και τας καλογραίας σας με τους Τουρκοκαλογέρους να παντρέψομεν Καναν. 72 Β· β) αποκαθιστώ, νοικοκυρεύω κάπ.: Αυτές ένι οι υπόληψες των πρωτινών ανθρώπων (παραλ. 1 στ.), οπού ’γαπούσαν τ’ αρφανά και επανδρεύασίν τα Γεωργηλ., Θαν. 608. 2) (Προκ. για γονείς) παντρολογώ, βρίσκω τον κατάλληλο (ή την κατάλληλη) σύζυγο για το παιδί μου: άφσ’ τον καιρό να πορπατεί …| και του κυρού σου η μάνητα έχει να σιγανέψει| και μ’ όποιο θες κι ορέγεσαι εκεί να σε παντρέψει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 1628· ο κύρης μου όντε βουληθεί και θε να με παντρέψει| και δω πως γάμο ’κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει … Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 1443· μου φαίνεται πως είν’ πρεπό και δίκιο να γυρέψω| κιανέναν άξο βασιλιό, γοργό να την παντρέψω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Α΄ 540. IΙ. Μέσ. (μτβ. και αμτβ.) παντρεύομαι κάπ., συνάπτω γάμο (με κάπ.): Περί εκείνου οπού παντρεύγεται γεναίκαν οπού του συγγενιάζει Ασσίζ. 26014· Εις την Ζάκυνθο επαντρεύθη και επήρε μία χήρα διά γυναίκα του Σουμμ., Ρεμπελ. 172· έστειλα τον Πανάρετο να πα να τση μιλήσει,| να συβαστεί να παντρευτεί Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ΄ 184· (με εμπρόθ. προσδιορισμό): όσο μπορέσεις γύρεψε να τηνε συργουλίσεις| να συβαστεί να παντρευτεί μ’ όποιο απ’ αυτούς θελήσει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β΄ 427· ο λογισμός οπού ’βαλες μπορεί να σου περάσει,| να παντρευτείς με βασιλιό και ρήγα ωσά σου πρέπει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 473· (ως αλληλοπαθές): Τέτοιας λογής παράνομο ποιος ημπορεί ν’ ακούσει,| δυο αδέρφια ανάμεσά τωνε ποτέ να παντρευτούσι; Στάθ. (Martini) Γ΄ 298· Έλα να παντρευτούμενε κι εμείς τα δυο τα ξένα Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 594. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = έγγαμος: οι παντρεμένοι καλά στέκεται να μην υπάν αλλού εις άλλην γυναίκα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 380r· Παιδιά και νέοι και γέροντες, κορίτσια, πανδρεμένες,| δεν είναι αυτές οι κεφαλές που βλέπομεν γλυμμένες; Πένθ. θαν.2 95· γυναίκα σαν νερό εγλήγορα συμπέφτει,| θες παντρεμένη και ανύπαντρη, όπου την ρίξεις, πέφτει Τριβ., Ρε 356.
       
  • παραθρασεία
    η· παραφαρσεία, Διήγ. Αλ. G 27624· παραφρασεία, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 2681, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 1286‑7, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2691 (έκδ. παραφθαρσείαν· διορθώσ.), Διήγ. Αλ. E (Konst.) 1296 (έκδ. παραφθαρσίαν· διορθώσ.).
    Από το παραθρασεύομαι. Οι τ. με τροπή του θ σε φ. Για την ετυμ. βλ. Μητσάκης [Διήγ. Αλ. G σ. 253] (= Εμψυχούν ύδωρ, 1983 321).
    Αλαζονεία: Ο Σόσοχος ο μέγας βασιλέας του κόσμου δεν ήτον βασιλεύς και ήθελεν να υπηγαίνει εις τον παράδεισον από την παραφαρσείαν (έκδ. ‑ίαν) του; Εσκοτώθην ατός του από τους άγριους ανθρώπους Διήγ. Αλ. G 27426· γύρισε το κεφάλιν σου και την παραφαρσείαν (έκδ. ‑ίαν) σου και πέσε προσκύνησέ με Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2777.
       
  • παραθρασεύομαι·
    παραφαρσεύομαι, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 8918, 19.
    Από την πρόθ. παρά και το θρασεύομαι (7. αι., TLG)· πβ. και μτγν. παραθρασύνω (TLG). Ο τ. από το *παραθαρσεύομαι (πβ. τ. θαρσύς του θρασύς) με τροπή του θ σε φ· για την ετυμ. βλ. Μητσάκης [Διήγ. Αλ. G σ. 253] (= Εμψυχούν ύδωρ, 1983 321). Για τον τ. πβ. λ. φαρσεύομαι στο ιδίωμα της Κύμης (Αλεξανδρής, ΑΕΜ 5, 1958, 172).
    Περηφανεύομαι: μη πολλά υψώνεσαι και παραφαρσεύεσαι, ότι οπού πολλά υψώνεται εγλήγορα πέφτει κάτω Διήγ. Αλ. G 28629.
       
  • παρακάλεσις ‑ση
    η, Τρωικά 5298, Ελλην. νόμ. 5219, Χρον. Μορ. H 143, 486, 5987, 6197, 6858, Χρον. Μορ. P 2891, Μαχ. 826, 15621, 15817, 17224, 2941, 47215, 59624, Θησ. Γ́ [831], Ζ́ [766], Θησ. (Foll.) I 59, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 101, Διήγ. Αλ. G 27916, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 81v, 398r, Ξόμπλιν φ. 138r, Μαλαξός, Νομοκ. 80, Θρ. Κύπρ. M 97, Χρον. σουλτ. 7120, 8536, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 1671, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 943, 16427, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5317, 9511, 11320, Διαθ. Νίκωνος 255, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [289], [1193], Έ́ [156], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 186, 360, Χριστ. διδασκ. Προοίμ. [δ́], Ροδινός (Βαλ.) 83, Hagia Sophia ω 51227, Μπερτόλδος 14, Μπερτολδίνος 137· παρακάλησις, Ασσίζ. 11319, 47027, Μαχ. 62412, Ξόμπλιν φ. 138r, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 139, Καβαλίστας 53, 57· παρεκάλεσις, Θησ. Πρόλ. [187]· πληθ. παρακαλέσες, Βουστρ. (Κεχ.) 9614.
    Από το παρακαλώ και την κατάλ. ‑σις. Η λ. στο Βλάχ., στον Κατσαΐτ., Ιφ. Δ́ 324, σε έγγρ. του 18. αι. (Τουρτόγλου, ΕΚΕΙΕΔ 22, 1977, 9) και σήμ. στο κύπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 716).
    α) Παράκληση: να πέσεις εις τα πόδια τους με μεγάλες παρακαλέσες, να σ’ ελεημονηθούν Βουστρ. (Κεχ.) 9614· ελεημόνησε την παρακάλεσίν μου ... και ελευθέρωσέ με από τους ... Μακεδόνας Διήγ. Αλ. E (Lolos) 28920· Αδώρημα φαίνεται εκείνον οπού αγοράζεται με παρακάλησες Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 101· β) ικεσία, δέηση: ο Θεός έστειλεν δώδεκα αγγέλους διά την παρακάλεσιν του Αδάμ, να βοηθήσουν της Εύας εις τη γέννησίν της Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 5r· με παντοτινήν παρακάλεσιν να ζητούμεν από τον Θεόν την χάριν του Αγίου Πνεύματος Χριστ. διδασκ. 325. Φρ. κάμνω/ποιώ παρακάλεσιν = παρακαλώ, ικετεύω: να κάμνει παρακάλεσες εις όλες τες γυναίκες,| να θυμηθούν τό έταξαν, στερκτές να είναι εις αύτο Θησ. (Foll.) Ι 40· Να κάμω παρακάλεσιν με την ταπεινοσύνην,| γι’ αυτό το πράγμα στους θεούς, να κάμουν ελεημοσύνην Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [527]· όρισεν (ενν. ο ληγάτος) και εποίκαν παρακάλεσες εις τον Θεόν Μαχ. 15216‑7.
       
  • παραμάχαιρον
    το, Τρωικά 5327, Διήγ. Αλ. V 878, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 13715, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 2078, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 20612.
    Από την πρόθ. παρά και το ουσ. μαχαίριον αναλογ. με ουδ. σε ‑ον. Η λ. το 12. αι. (L‑S).
    Μικρό μαχαίρι (Για τη σημασ. βλ. και Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Ά́ 123, 353, καθώς και Μπαμπιν., Υποκορ. 75): έσυρε το παραμάχαιρον και έσφαξέ τον Διήγ. Αλ. V 35.
       
  • παραμερίζω,
    Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 92, Αλεξ. 268, 2816, Πένθ. θαν.2 264, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 27726, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 16710, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 1669‑10, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 191r, Πεντ. Έξ. XXXII 8, Βυζ. Ιλιάδ. 845, 904, Παλαμήδ., Βοηβ. 976, 1061, 1065, 1075, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 131v, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [500], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 404, Διγ. O 1666.
    Από το επίρρ. παράμερα και την κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.
    Α´ Μτβ. 1) α) Τοποθετώ κ. παράμερα, σε απόσταση από μένα: Τον σκύλον του μου φαίνεται να τον παραμερίσω| και να τον κρύψω σαν μπορώ οχ τα κλαδιά οπίσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [431]· β) (μεταφ.) απομακρύνω κ.: την γνώμην που βαστάς να την παραμερίσεις Πένθ. θαν.2 216· Σατανική βουλή έναι αυτή και παραμέρισέ την,| από το νου σου ρίξε την, έβγαλε, ’ξόρισέ την Πένθ. θαν.2 325. 2) Αποφεύγω κ. ή κάπ.: επαραμέρισε τον κίνδυνον του θανάτου Σουμμ., Ρεμπελ. 178· Εμίσα και κατέχα τες, έψεγε και έφευγέ τες (ενν. τις γυναίκες),| ωσάν από τον διάβολον επαραμέριζέ τες Τριβ., Ρε 36. 3) Περιφρονώ, δεν υπολογίζω κάπ.: αποφεύγουν από σε και σε παραμερίζουν,| κι ημέρα-νύκτα πάντοτε λυπούνται και σε βρίζουν Πένθ. θαν.2 221. Β́ Αμτβ. 1) Τραβιέμαι στην άκρη για να δημιουργήσω ελεύθερο χώρο: ο άγιος Λαυρέντιος επαραμέρισεν δίνοντας το δεξιόν μέρος του αγίου Στεφάνου Ροδινός (Βαλ.) 183· Ορίζει ο ρήγας ο φρικτός εις όλον το φουσσάτον| ίνα παραμερίσουσιν και άδειαν να ποιήσουν,| να ποίσουν τον Ιμπέριον άδειαν να πολεμήσει,| να παίξουσι τες κονταριές μετά του Αλαμάννου Ιμπ. 409· Έρχεται καταπάνω σου (ενν. το λιοντάρι) και βάστα το κοντάρι,| μήπως και θανατώσει σε, ότ’ είναι θυμωμένο·| ολίγον παραμέρισε, ότ’ είναι λυσσιασμένο Διγ. O 1364. 2) α) Απομακρύνομαι, φεύγω από ένα μέρος: Την δε μητέρα του ετίμησεν ως έπρεπεν και δεν την άφησεν να παραμερίσει από το σπίτιον Διγ. Άνδρ. 40137· εσυμβουλεύθη να παραμερίσει από την πόλιν. Διό επήρεν όλην του την φαμελίαν ... και εβγήκεν από την Κωνσταντινούπολιν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 352· την άφηκαν και επαραμέρισαν και εγλύτωσεν η γυναίκα Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 92v· β) αποσύρομαι (σε κάποιον τόπο): αυτός επαραμέριζεν εις τες ερημίες και επροσεύχουντον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. έ 16. 3) (Μεταφ.) α) υποχωρώ, αποσύρομαι από μια δραστηριότητα: ήταν (ενν. ο Σερεμέτης και ο Θεόδωρος) συντρόφοι του Λάζου και αυτός ο άθλιος εφοβήθην και επαραμέρισεν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 42v· β) δε συμμετέχω, δεν παίρνω μέρος σε κ.: Έκοψεν άρχοντες πολλούς, όσους οπού βρεθήκαν,| οπού ’ταν εις την συμβουλή και εις την μέσ’ εβγήκαν·| όσοι δε παραμέρισαν τότες διά την ώραν| εγλύτωσαν τον θάνατον και την κακήν την ώραν Βίος Δημ. Μοσχ. 373.
       
  • παραπαίρνω,
    Αργυρ., Βάρν. K 262, Χούμνου, Κοσμογ. 2262, 2357, 2828, Διήγ. Αλ. V 8115, Διήγ. Αλ. G 287, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 9117, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 9020, 19014‑15, Βίος Δημ. Μοσχ. 357, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 89v, 100r, Διήγ. ωραιότ. 902.
    Από την πρόθ. παρά και το παίρνω. Η λ. στο Somav. (παραπέρνω) και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) Μαλώνω, αποπαίρνω: να μην αποκρούς και παραπάρεις κανέναν ή βρίσεις ή δείρεις, διότι πολλά σε βαραίνεται ο Θεός εις τούτο Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 192v. 2) Αναστατώνω: κι απήτις εσιμώσαμεν, άνθρωποι κατεβαίνου,| για να μας συνεπάρουσι, μ’ αυτοί μας παραπαίρνου.| Λέσι μας: «να κατέχετε, τα γρόσα εμαυρίσαν ...» Διήγ. ωραιότ. 676. 3) Ξεγελώ, δημιουργώ ψευδαισθήσεις: υιέ μου, ηλικία σου μηδέν σε παραπαίρνει·| το νέον σου το έμορφο μηδέν το καμαρώνεις·| τον θάνατον μνημόνευε, εις γην θέλεις υπάγει Σπαν. O 31. 4) Υπερεκτιμώ: πίστευε πλέον εις σαυτόν, όταν σε επαινέσουν.| Τον εαυτόν σου γνώριζε, μηδέν τον παραπαίρνεις Σπαν. O 140. II. Μέσ. 1) α) Ταράζομαι, αναστατώνομαι: τότες ο μπεγλέρμπεης, της Δύσης ο αυθέντης,| εξέστην εκ του λογισμού, ο νους του επαραπάρθην Παρασπ., Βάρν. C 263· και τα λοιπά καστέλλια και αυτά εφοβηθήκαν,| για το σημάδι που είδασι όλα παραπαρθήκαν Διήγ. ωραιότ. 340· β) συγκινούμαι: Ο ρήγας όντεν άκουσε τόσα βαρά τα πάθη,| ως φρόνιμος επόνεσε και όλος επαραπάρθη Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [454]. 2) Συμπεριφέρομαι αλαζονικά: μην παραπαίρνεσαι, μηδέ να υψώνεις τον εαυτόν σου πολλά, διότις ο Θεός ταπεινοί τους υπερηφάνους, τους δε ταπεινούς ανυψοί Διγ. Άνδρ. 39317. 3) Παρασύρομαι, ενδίδω: Ωσάν σε λέγω, φρόνιμα αγαπά ο Πενθέος,| ουδέ επαραπαίρνετον ποσώς στην όρεξήν του Θησ. Δ́ [612]. 4) Εξαφανίζομαι: Ωσάν κερίν εφάνηκεν (ενν. ο ελεεινός άνθρωπος) και ως χόρτος εμαράνθη| και ωσάν από το πρόσωπον της γης επαραπάρθη Πικατ. 227. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = αλλοπαρμένος, αλλόφρων: οι Αλαμάννοι ευρίσκονται σήμερον εις τον κόσμον| ένας λαός ακέφαλος, όλοι θεληματάροι·| κι όταν ελθούν εις πόλεμον ...,| καμίαν ορμήν ουκ έχουσι, τάξιν καλών στρατιώτων·| ούτως έρχονται εις πόλεμον ωσάν παραπαρμένοι Χρον. Μορ. P 6938.
       
  • παραπέσω,
    επίρρ.
    Από την πρόθ. παρά και το επίρρ. απέσω. Τ. παραπέσσήμ. στο τσακων. ιδίωμα (Κωστ., Λεξ. τσακων.)
    Πιο μέσα: Σύρε παραπέσω και αυτού θέλεις ιδεί ... τον βασιλέα Διήγ. Αλ. E (Konst.) 1332· αφού απεδά μετασταθείς και πάγεις παραπέσω,| μέλλει να έμπεις εις του Έρωτος τα βέλη να ομόσεις Λίβ. Esc. 489. — Πβ. και παρέσω.
       
  • παρέμπροσθεν,
    επίρρ., Διγ. A 3868, Λίβ. Esc. 3002, Λίβ. N 2684, Σφρ., Χρον. (Maisano) 18821, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 4514, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 4414.
    [Από την πρόθ. παρά και το επίρρ. έμπροσθεν. Η λ. στο Κουμαν., Συναγ.]
    1) (Τοπ.) πιο μπροστά, πιο πέρα, παρακάτω: Έτι δε και παρέμπροσθεν απελθόντος αυτού, απήρε και την Κερασούντα και την Τραπεζούντα και άπασαν την περίχωρον αυτών δη των βασιλειών Τραπεζούντος Σφρ., Χρον. (Maisano) 1721. 2) (Χρον.) α) πριν, προηγουμένως, στο παρελθόν: επαρακάλεσέ μας (ενν. η ηγουμένη Μακαρία) να κάμομεν την παρούσαν αυτής διαθήκην ..., με την οποίαν κόφτει και αφανίζει κάθε άλλην και άλλες που έχει παρέμπροσθεν ταύτης γινομένες Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 164· επεί ο ειρηκώς ουκ εγνώσθη, ελογισάμεθα ψεύδος είναι, και διελθόντες παρέμπροσθεν μονάς πέντε ουδέν περί τούτου ηκούσαμεν Ψευδο-Σφρ. 30212· β) στο μέλλον, στο εξής: εάν ζούμεν και παρέμπροσθεν, θέλω τον γράψειν και συγγενή εις την πομπήν εκείνων, οπού να το κακίσουν Σφρ., Χρον. (Maisano) 1303. 3) (Ποσ.) περαιτέρω, περισσότερο: τίνος γλώσσα δυνηθεί παρέμπροσθεν λαλήσαι Καλλίμ. 2428. Με άρθρο ως ουσ. = τα μελλοντικά: αν γαρ ουκ ήσαν αληθή τά εύρες παροπίσω,| άφες και τα παρέμπροσθεν, πράγμαν μηδέν πιστεύσεις Λίβ. Sc. 1842.
       
  • παροργίζω,
    Σπαν. B 501, Κομν., Διδασκ. Δ 317, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 554, Γλυκά, Στ. Β́́ 69, Απολλών. 649, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 531, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 187v, 363r, Κανον. διατ. Α 418, Ιστ. Βλαχ. 2598, Διγ. Άνδρ. 4022, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 12615‑6, Zygomalas, Synopsis 294 Y 9.
    [Η λ. στον Αριστοτέλη. Το μέσ. παροργίζομαι στον Κατσαΐτ., Κλ. Β́ 763. Η λ. σε έγγρ. του 12. αι. (Μηνάς, Γλωσσάρ. Ιτ. 320) και σήμ. ιδιωμ. στη Χίο (Andr., Lex.).]
    1) α) Προκαλώ το θυμό κάπ., εξοργίζω κάπ. (συν. το Θεό): πάντως γαρ δίκαιον εστί γονείς μη παροργίζειν Διγ. (Trapp) Gr. 626· Αλέξανδρε βασιλέα, διατί τον Θεόν παροργίζεις; Διήγ. Αλ. E (Konst.) 7118· ζημίαν του κάμνει και κακόν οπού θεούς παροργίζει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 2398· β) ερεθίζω, προκαλώ: Πολλάκις με επαρόργισεν ο λογισμός να εγέρθω,| να εμβώ εις την μέσην ως θρασύς, να δώσω και να επάρω Προδρ. (Eideneier) IV 193. 2) Εκδηλώνω την οργή μου εναντίον κάπ., τιμωρώ κάπ. (πβ. οργίζω Ι2): μας επαρόργισεν ο Θεός του ουρανού και της γης και έβαλέν μας εις τα χέρια του Ναβουχόδωρ ... και ήμασθον εις πολλούς χρόνους αιχμάλωτοι Διήγ. Αλ. G 2658.
       
  • πειράζω,
    Καλλίμ. 716, Διγ. (Trapp) Gr. 12, 272, Διγ. Z 4028, Σαχλ., Αφήγ. 313, Φυσιολ. (Legr.) 917, Φαλιέρ., Ιστ.2 591, 633, Χούμνου, Κοσμογ. 1184, 2236, Αλεξ. 742, Συναξ. γυν. 28, 1107, Βεντράμ., Γυν. 52, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 456, Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [310], Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 25r, 305r, Ιστ. πατρ. 943, Κυπρ. ερωτ. 383, 9038, 13319, Πανώρ. Β́ 253, Γ́ 460, Πιστ. βοσκ. I 1, 380, Σταυριν. 516, Ιστ. Βλαχ. 2641, Διγ. Άνδρ. 3249, 33219, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 631, 752, 1693, Β́ 859, Δ́ 114, 145, Έ́ 339, 734, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 320, Διαθ. Νίκωνος 25116, Στάθ. (Martini) Γ́ 126, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 61v, 29r, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 711, Β́ 158, Νομοκριτ. 74, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [566], Γ́ [111], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 172, 401, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 80, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 108, Β́ 200, Δ́ 179, Έ́ 362, Διγ. O 1804, Διακρούσ. 9215, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 34214, 56626, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιδ́ 24, Μάρκ. έ 35, Μπερτόλδος 63, Επιστ. κλήρου Καλλιπ. 15441, κ.π.α.· πειράζουμαι, Αλφ. 1091, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. έ́ 16· παθητ. αόρ. επειράστηκα, Ερωτοπ. 301· (ε)πειράστην, Κυπρ. ερωτ. 1913, 9318, 32· γ́ πληθ. παθητ. αορ. ’πειράκτησαν, Χούμνου, Κοσμογ. 2319· υποτ. παθητ. αορ. (να) πειρακτώ, Αχέλ. 1419, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 8435‑36· πειραστώ, Ξόμπλιν φ. 123r, Πτωχολ. α 127· πειραχθώ, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 266r· Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 243· πειραχτώ, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 339· γ́ πληθ. υποτ. παθητ. αορ. (να) πειρακτήκασιν, Μυστ. παθ. 33· μτχ. ενεργ. ενεστ. πειράζουντας, Ιστ. Βλαχ. 1802· μτχ. παρκ. πειραγμένος· πειρασμένος, Πηγά, Χρυσοπ. 81 (29), Κυπρ. ερωτ. 253· απαρέμφ. παθητ. αορ. πειρακτεί, Μυστ. παθ. 27, Αχέλ. 287· πειρασθήν, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 3616.
    [Το αρχ. πειράζω. Η λ. και σήμ.]
    I. Ενεργ. (Μτβ.) 1) υποβάλλω, θέτω σε δοκιμασία κάπ. (η σημασ. ήδη μτγν.): Εγίνετον ο Ισαάκ στους χρόνους δεκοκτάρι (παραλ. 1 στ.).| Με δοκιμήν ο Κύριος τον Αβραάμ πειράζει,| «Αβραάμ, Αβραάμ», του σύντυχε, σύντομα τονε κράζει,| «θέλω αυτόν τον Ισαάκ θυσίαν να τον κάμεις, ...» Χούμνου, Κοσμογ. 1239· Πόσα ’δεν ο Ρωτόκριτος, και πάλι δε χορταίνει,| εις τη φτωχή την Αρετή πως ήτο μπιστεμένη,| και πάλι θε να καλοδεί και θε να την πειράξει| αν είναι κι αγαπά τονε γή λογισμό αν αλλάξει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 721. 2) Βάζω σε πειρασμό κάπ. (η σημασ. ήδη μτγν.): επειδή ... ο Χριστός υπόμεινεν πολλούς και μεγάλους πειρασμούς, ου μόνον παρά ανθρώπων αλλά και υπό του διαβόλου, ... και ημείς οφείλομεν πειραχθήναι και υπομένειν τα πάντα γενναίως Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 344v· τους επτωχούς τους μοναχούς για δε τους αγαπάτε,| διότι ο διάβολος κάμνει και τους μισάτε·| ότι εκείνος τους μισεί και πάντα τους πειράζει Ιστ. Βλαχ. 1801. 3) α) Βάζω σε ερωτικό πειρασμό, προσπαθώ να προκαλέσω ερωτικά κάπ.: Πολλά τον εδικίμασε (ενν. η γυναίκα του Πεντεφρή τον Ιωσήφ), πειράζει, ανακατώνει,| και αυτός με αγανάκτησιν ’κ τα χέρια της γλυτώνει Χούμνου, Κοσμογ. 1669· η γυναίκα του (ενν. του Ουρίου) η Βηρσαβεέ τον επείραζεν διά να κάμει μετ’ αυτήν, και αυτός δεν ηθέλησεν, διότι είχανε συνήθειαν είτις θέλει να υπάγει εις τον πόλεμον να μηδέν σμιχτεί την γυναίκα του Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 379r· β) «παρενοχλώ» σεξουαλικά: εγώ είμαι εκείνος απού έσφαξα το παιδίν σου, οδιά να σε κάμω να θανατώσεις εκείνη την αγίαν γυναίκα, την οποίαν επείραξα εγώ πολλά οδιά να έλθει εις το θέλημά μου, και επειδή δεν ήθελεν ... επήγα κι έσφαξα το παιδίον ..., οδιά να θαρρέψεις πως αυτήνη το εθανάτωσε και να τηνε αποκτείνεις Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 424. 4) α) Ταλαιπωρώ, βασανίζω κάπ.: Σαν τη γυναίκαν αρπετό στον κόσμο δεν εφάνη| ... αγριότερο ...| Μήδ’ άλλον εις το φυσικό λογιάζω να τση μοιάζει,| γιατί με δίχως διάκριση τον άνθρωπο πειράζει (παραλ. 4 στ.). Ποτέ δεν κοντεντάρουνται (ενν. οι γυναίκες), μα πάντα μουρμουρίζου,| μαλώνουσι, φωνιάζουσι, γρινιάζου και μανίζου Πανώρ. Β́ 4· δε θέλω πλιο να στέκω να πειράζω| μια πρικαμένη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 525· (προκ. για αρρώστια): αρρωστιά εσυνέβη| της κόρης και αναπαύεται αδύνατη στην κλίνην·| και τέτοια ανάγκη δυνατή πειράζει το κοράσιον,| ότι ουκ αναπαύεται νύκταν ουδέ ημέραν Φλώρ. 1689· β) στενοχωρώ: Κι αν είν’ και με τα λόγια μου σήμερο επείραξά σε, (ενν. κύρη μου)| λησμόνησε το σφάλμα μου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 833· γ) (προκ. για αμαρτία) βαραίνω: Μεγάλο πράγμα ο κακός καιρός να μην σκολάζει·| μα την αλήθεια, τίβοτας κρίμα μασε πειράζει| κι είναι μας χρεία να πάγομε θυσία χωρίς άλλο| προς το θεό της θάλασσας Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 14· δ) κουράζω: Στράταν ποτέ περιπατών κάποιος στρατοκόπος,| η στράτα τον επείραξε και ο πολύς ο κόπος Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 462· (σε προσωποπ.): Κοντύλι, φίλε μου ακριβέ, καιρός έν’ να σε πιάσω| μα σου μηδέν το βαρεθείς αν είν’ και σε πειράσω·| διατί πάντα τα πάθη μου μ’ εσέν αποδιαβάζω Κυπρ. ερωτ. 1322· 5) α) Βλάπτω, κάνω κακό σε κάπ.: Ο σουλτάνος ... δεν είχε τροφές ... και έβαλε διαλαλημό εισέ όλα τα χωρία, ότι να φέρουνε ψωμία, ... κριάτα, να πουλήσει όσα θέλει κaθένας και τινάς να μην τους πειράξει. Τότε ... εδράμανε πολλοί χριστιανοί και επιστέψανε ... και ηφέρανε φαγητά Χρον. σουλτ. 1071· τότε και από τη Μύκονο παγαίνει (ενν. ο πασάς).| Δίδουν του το κανίσκι και μισσεύει| και αυτούς να τσι πειράξει δε γυρεύει Λεηλ. Παροικ. 672· Αγαπάτε τους εχθρούς σας· ... και παρακαλείτε διά εκείνους οπού σας πειράζουν και σας κατατρέχουν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. έ 44·   β1) επιτίθεμαι, κάνω πολεμική επιδρομή: Ο βασιλιάς είναι νεκρός; Ω ...| (παραλ. 1 στ.) Αίγυπτος, κακό τό ’παθες και τις να σε φυλάξει,| γή ποιος από τσι βασιλιούς δε θέλει σε πειράξει; Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 294· ο σουλτάν Μεεμέτης,| τον Μιχαήλ παρακαλεί να μη γενεί προπέτης,| να μη πειράξει πλεότερον τα κάστρη, την Τουρκίαν Σταυριν. 535· β2) λεηλατώ: Οι Ούγγροι άρχιζαν να εβγαίνουσι να πειράζουσι τα σύνορα της Βουλγαρίας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 372· έκτισεν ένα μεγάλον χάνι ... έξω από την χώραν της Δαμασκού, ... και εκεί μέσα έβαλε τους γιανιτσάρους να τρέφονται ... με βασιλικά τροφήματα, διά να μην έχωσιν αφορμήν να πειράζουσιν εκείνην την πλουσιοτάτην χώραν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 391. 6) α) Ενοχλώ: λέγει εκείνος ο άδικος κριτής ...: ας κάμω εκείνο οπού μου γυρεύει (ενν. η χήρα γυναίκα) διά να μην έρχεται πάντοτε έως τέλος να με πειράζει Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 364v· μα οι συντροφιές για λόγου του (ενν. του Ρώκριτου) έτοιο καιρό δεν ήσα·| γιατί η φιλοξεφάντωση, πολλά τονε πειράζει| και δεν μπορεί, σαν ήθελε, τον πόθο να λογιάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 825· Μη με ξυπνάς, να με χαρείς, να ζήσεις αφεντάκη,| μη με πειράζεις, άφησ’ με να κοιμηθώ δαμάκι Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 488· β) κοροϊδεύω: Σαλιάρη μ’ ονομάζεις;| Πώς ηύρες με του μόδου σου και θε να με πειράζεις! Κατζ. Δ́ 311· γ) (προκ. για άλογο) σπιρουνίζω: Τούτα ’πεν (ενν. η Μαξιμίλλα) και το άλογο κρούει με πτερνιστήρι (παραλ. 3 στ.). Ο Διγενής στοχάζεται αυτήν και της φωνάζει| το άλογο ’πού κάθεται πολλά μην το πειράζει Διγ. O 2810. 7) (Προκ. για έντονο συναίσθημα που εμποδίζει κάπ. να κρίνει σωστά) παραπλανώ, «τυφλώνω»: Έτοιας λογής η πεθυμιά και ο πόθος τους πειράζει,| που τ’ άσπρο μαύρο λέσινε, το δροσερό πως βράζει·| δε γνώθουσι τη διαφοράν, οπού ’ναι πλια παρ’ άλλη,| από ένα δουλευτή μικρό σε μια κερά μεγάλη,| μα λογαριάζουν προξενιά του αφέντη να μηνύσου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 701· (σε προσωποπ.): μια κάποια λίγη πεθυμιά εσήκωσε το νου μου| και δυο φτερούγες ήκαμε μέσα του λογισμού μου:| τούτες την πεθυμιά πετού,| ... (παραλ. 9 στ.). Και τούτη η πεθυμιά η λωλή πετώντας με πειράζει| και πάγει τσι φτερούγες μου εις τη φωτιά, όντε βράζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 343· Με πόσες στράτες μας γελά (ενν. ο Έρωτας), με πόσες μας πειράζει,| πώς μασε δείχνει δροσερόν εκείνον οπού βράζει! Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1041. 8) (Νομ.) α) καταγγέλλω, μηνύω κάπ.: Αν εύρει (ενν. ο δανειστής) άλλα είδητα του αποθαμένου ή του ζωντανού, επαίρνει· ειδέ ουδέν εύρει τίποτες, δεν πειράζει τον προλαβόντα Νομοκριτ. 97· β) καταδικάζω, τιμωρώ: Δούλος τινός έκαμε παζάρι προς άλλον και εγέλασέν τον ... Ελευθερώθη ο δούλος. Κρίνεται τούτος που εζημιώθη με τον αυθέντην που είχε τον δούλον. Ο νόμος ορίζει να μην πειραχθεί τίποτε Zygomalas, Synopsis 170 Δ 42. 9) (Με βουλητική πρόταση) επιχειρώ, προσπαθώ να ...: δε μπορώ να κοιμηθώ,| κερά μου όντα σε θυμηθώ.| Το λοιπόν μηδέ πειράζεις| το κορμί μου να κολάζεις·| μετά μένα αγαπήσου,| για να μ’ έχεις δουλευτή σου Αγν., Ποιήμ. Β́ 61. II. Μέσ. Α´ Αμτβ. 1) Υφίσταμαι πειρασμό, δοκιμασία: Ο δε λογικός και φοβούμενος τον Θεόν σχολάζει αδιαλείπτως τῳ Θεῴ υποφέρων τους πειρασμούς τους επερχομένους αυτῴ. Πολλοί γαρ πειραζόμενοι κι υποφέροντες πλείονα μισθόν λήψονται, ως ο μακάριος Ιώβ Φυσιολ. (Zur.) XLIII 318. 2) Υποβάλλομαι σε δοκιμασία· κινδυνεύω: ο Θεός ...| ... μας εβοήθησεν, και ουδέν εποίησέν μας (ενν. ο δράκος).| Και είδετε, παλληκάρια μου, μόνος πώς επειράσθην| και εσείς αλλού ηυρίσκεσθε και μετ’ εμέν ουκ ήσθε Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1748. 3) α) Βασανίζομαι, υποφέρω: έπαθες, επειράστηκες, είδες ανάγκες τόσες,| και τόσα ουκ εσπαράχθηκες από λιγοθυμίας,| και τώρα τι λιγοθυμείς ...; Λίβ. N 3180· (προκ. για ερωτικό συναίσθημα): θρηνών και κλαίων (ενν. ο Φλώριος) έλεγεν: «Καρδιά μου πονεμένη,| (παραλ. 7 στ.) δι’ εσέν, καρδιά, πειράζεται (ενν. η κόρη Πλάτζια-Φλώρα) και δι’ εσέν παθάνει Φλώρ. 512· Γύπαρη, ογιά ν’ αναπαγείς ...| (παραλ. 1 στ.) κι ογιά να μην πειράζεσαι κι εμέ να βασανίζεις,| σου λέγω αγάπην από με ποτέ σου μην ορπίζεις Πανώρ. Β́ 369· β) (προκ. για τη μεταθανάτια ζωή) βασανίζομαι· τιμωρούμαι: οι θεοί των Ελλήνων ... εις τον Τάρταρον πειράζουνται με τον διάβολον από ορισμόν του Θεού Διήγ. Αλ. F (Konst.) 4612· Ως πότε να πειράζονται οι αμαρτωλοί στον Άδην| και τα πουλιά στην έρημον και ’γώ, κυρά, για σένα; Ch. pop. 388· γ) περνώ μια δοκιμασία, «παθαίνω»: ο μύθος λέγ’: οι φρόνιμοι πρώτον σαν πειραχθούσι,| οι λόγοι και τα ψέματα πλέον δεν τους γελούσι Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 2719. 4) Βλάπτομαι: στην χώραν να εμπούσιν (ενν. οι χριστιανοί),| χωρίς να τους εγνώσουσιν (ενν. οι Τούρκοι), όχι να πειρακτούσιν Αχέλ. 1419· (προκ. για ασθένεια): ηρώτησε (ενν. ο ασθενής  τον ιατρόν)· λέγει ’τι παροξύνθη| και τόσον επειράχθηκεν σαν να ’τον εις τα βύθη Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 428. 5) Κουράζομαι, μπαίνω σε κόπο: αφέντη, τά μιλείς, πάψε ...| γιατί εύκαιρα κουράζεσαι, μόνο τον κόπο χάνεις. Πήγαινε, μην πειράζεσαι, και πε το του κυρού μου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 491· Κάμνουσι και με άρμην μόνον τα άσπρα λάχανα, ... αμή είναι ... άνοστα, διά τούτο δεν κάθομαι και πειράζομαι ερμηνεύων άχρηστα πράγματα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 253· (με δευτερεύουσα πρόταση): Η Πολυξένη, η έμνοστη, τις να την καταλέξει;| Εύκαιρα να πειράζεται διά να την ερμηνεύσει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 2249. 6) (Με την πρόθ. με και αιτιατ.) έρχομαι σε πολεμική σύγκρουση με κάπ.: Πασάδες ... (παραλ. 5 στ.) συμβούλιον εκράξασιν κι εκάμαν να σταθούσι,| γαλιόταν οπού στείλασιν διά να καρτερούσι| και ώστε νά ’ρθει ορδινιά εκ τ’ αφεντός τα χείλη| μετ’ αύτους να πειράζουνταιν τ’ Αγιού Γιαννιού οι φίλοι Αχέλ. 1989. 7) (Νομ.) καταδικάζομαι: Περί γυναικός συκοφάντρας. Η γυνή, όταν κατηγορεί τιναν, είτε παρατηθεί την κατηγορίαν είτε νικηθεί και ουκ αποδείξει, δεν πειράζεται ως συκοφάντης, αμμή οι άνδρες καταδικάζονται Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 623 ξή́ 3· Ειδέ συνεφώνησαν χρήματα, να μηδέν πουλεί το σημάδι, εάν το πουλήσει χωρίς το θέλημα του χρεωφειλέτου, ως κλέπτης πειράζεται Νομοκριτ. 96. Β́ Μτβ. 1) Βασανίζομαι, υποφέρω· (εδώ με σύστ. αντικ.): Τις είπει τας κακώσεις μου, τα πάθη μου συγγράψει,| τις ... τας εμάς αφηγηθεί πικρίας;| Και είτις θελήσει λεπτομερώς να γράψει τά επειράστην,| ας ψηλαφήσει, ας τα ιδεί, και ας τα καταλέξει Λίβ. N 3837. 2) Τιμωρούμαι· (εδώ με σύστ. αντικ.): από το κρούσμα εγροίκησεν (ενν. ο Λάμεχ) κι εσκότωσεν τον Κάι, (παραλ. 2 στ.) κι ύστερα στες γυναίκες του το κρίμα αναθιβάνει:| «Άνδρα στανιόν μου εσκότωσα· ...| ο κύρης ήτον, ξεύρετε, αυτούνος των γονιών μου. (παραλ. 2 στ.) και θέλω πειραχθήν πολλά εις τον Θεόν σωτήρα ...» Χούμνου, Κοσμογ. 277. Η μτχ. παρκ. πειραγμένος ως ουσ. = ανόητος, παλαβός ή «πειραγμένος» στο μυαλό(;): στέλνει (ενν. ο νοικοκύρης) τον δούλον να καλέσει ... από ... τες πλατείες ... της πόλεως, τους πτωχούς ... και αναπήρους, ήγουν τους πειραγμένους, τους ζουρλούς ... Πηγά, Χρυσοπ. 225 (48). Η μτχ. παθητ. ενεστ. ως επίθ. = που υποφέρει, βασανισμένος: Αρχόμεθα διήγησιν τινός πειραζομένου,| καρδιακού και πρακτικού και πολυαγαπημένου Καλλίμ. 2. Η μτχ. παθητ. παρκ. πειρασμένος ως επίθ. = α) βασανισμένος, ταλαιπωρημένος, τυραννισμένος: Αλίμονον εις τον πτωχόν λαόν και τον ξενιτεμένον,| τον πειρασμένον περισσά και τον μαρτυρημένον Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 514· Ποιος ένι γιον εμένα πικραμμένος| και ποιος ως γιον εμένα μαρτυρίζει, (παραλ. 1 στ.) και τις έν’ γιον εμένα πειρασμένος; Κυπρ. ερωτ. 204· β) που υφίσταται κακό, αδικημένος: Βλέπεις, άνθρωπε, οπόταν είσαι αδικημένος, συκοφαντούμενος, πειρασμένος και εσύ ησυχάζεις και σιωπάς, πως ο Θεός απάνωθεν απολογάται και υπερμάχεται διά σένα Πηγά, Χρυσοπ. 162 (38)· γ) (σε παρομοίωση) ερεθισμένος, εξαγριωμένος: τους οφθαλμούς του ηγρίωσεν (ενν. ο νεότερος) ως λέων πειρασμένος Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 419.
       
  • πεισματάρης,
    επίθ., Διήγ. Αλ. V 86, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 20510, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 20413, Χρον. σουλτ. 4125, Πιστ. βοσκ. Ι 3, 46, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 220, Χριστ. διδασκ. 66· γεν. πληθ. πεισματάρω· αιτιατ. πληθ. πεισματάρους· θηλ. πεισματάρισσα, Ροδινός (Βαλ.) 152.
    Από το ουσ. πείσμα (‑ατος) και την κατάλ. ‑άρης. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    α) Πείσμων, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος: Βοηθάτε με, θεοί μου,| με τέτοιον πεισματάρην Πιστ. βοσκ. V 5, 109· άνθρωπος τεμερούτης, πεισματάρης και γλωσσάς Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 90r· (εδώ σε σχ. υπαλλαγής): ω πεισματάρη νου συ (έκδ. πεισματάρικε νους· διόρθ. Kriar., B-NJ 19, 1966, 279) των ανθρώπω| οπού και νικημένος| δε στέκεσαι ποτέ αναπαγμένος Πιστ. βοσκ. V 5, 168· β) επίμονος, ανυποχώρητος: ήτονε (ενν. ο σουλτάν Μεχεμέτης) ανδρείος και πεισματάρης εις τους πολέμους Χρον. σουλτ. 12122· γ) (προκ. για εχθρό) που δεν παραδίδεται: να την πάρομεν (ενν. την χώραν) και να φονεύσομεν τούτους τους πεισματάρους εχθρούς, οι οποίοι καθ’ εκάστην ημέραν ολιγοστεύουσι φονευόμενοι και ποσώς να παραδοθούσι δεν θέλουσι Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 413· δ) που κρατά περήφανη, αλαζονική στάση στον έρωτα: Εις ποίον θαρρείς; Πού θες να πας Κορίσκη πικραμένη;| Εις έναν υπερήφανον; Εις έναν πεισματάρη,| που το κρατεί τόσον πολλά και έχει τόσο καμάρι; Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [723]· Έρωτα, πρέπει να σε λε τω σκληροκάρδω χάρο,| των κορασίδω διαταό, ραβδί των πεισματάρω Πανώρ. Έ́ 190.
       
  • πελεκώ,
    Λόγ. παρηγ. L 168, 211, 376, Ορνεοσ. 58215‑16, Σαχλ. N 383, Μαχ. 6630, 45411, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. IV 1175, Χούμνου, Κοσμογ. 1480, 2611, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 10626, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 196r, 200r (δις), Πεντ. Έξ. XXXIV 1, Δευτ. X 1, 3, Προσκυν. Κουτλ. 390 13216, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ιέ 46, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 10733, 1277, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 147, Βακτ. αρχιερ. 24383, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 428, Χριστ. διδασκ. 78, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20011, Hagia Sophia ω 51110, v 54323, 54911, 54912, f 5844· γ́ πληθ. παρατ. επελεκάσαν, Hagia Sophia ω 5184 κριτ. υπ.
    [Το αρχ. πελεκάω. Η λ. και σήμ.]
    1) α) Επεξεργάζομαι κάπ. υλικό, συν. πέτρα, μάρμαρο ή ξύλο αφαιρώντας του κομμάτια συν. με κάποιο αιχμηρό εργαλείο, πελεκώ: να πέψουσι ’πού τα νησιά να φέρουσι κτιστάδες,| κλαδιά και ξύλα να ’ρχουνται, πέτρες να πελεκούσι,| τσι λάκκους ν’ αναχύνουσι κι οι πέτρες να φανούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 30210· υπήγαινε (ενν. ο βασιλεύς) κάθε ώραν και έβλεπεν τους τεχνίτας και εκεινούς, οπού επελεκούσαν τα λιθάρια και τα μάρμαρα και τα ξύλα και όλους τους κτιστάδες Hagia Sophia ω 5184· το ξύλον το λασπωμένον και άπαστρον οπού θέλουν οι τεχνίται να φτιάσουν, να γένει καλόν εις την τέχνην τους, πρώτον το πελεκούν και το ασπρίζουν με το σίδηρον της τέχνης των Βακτ. αρχιερ. 24387· β) κατασκευάζω κ. με την επεξεργασία κάπ. υλικού, κατά την οποία αφαιρώ, κόβω κομμάτια για να του δώσω ένα συγκεκριμένο σχήμα: γέφυρες, σκάλες άρχισαν ευθύς να πελεκούσιν Αχέλ. 790· επελέκησε ιβ́ λεοντάρια και λαγούς και μόσχους Hagia Sophia f 59825· ο ξένος με τας χείρας του καλάμιν αποκόπτει| και έκατσεν και επελέκησεν ποιμενικόν καλάμιν Λόγ. παρηγ. O 212· γ) (προκ. για μετάλλευμα) εξορύσσω: ηγής ος οι πέτρες της σίδερο και από τα όρη της να πελεκήσεις χάρκωμα  Πεντ. Δευτ. VIII 9· δ) (εδώ προκ. για μέταλλο) κόβω σε κομμάτια· καταστρέφω: και ο ασύκινθος τέτοιος ένι, ιστία ουδέν ημπορεί να τον κάψει, ουδέ σίδηρον να τον πελεκήσει Διήγ. Αλ. E (Konst.) 10724· ε) μεταφ. ε1) (με έμψυχο αντικ.) «χτυπώ» για να διορθώσω κάπ.: και αν τας εκράτει ο χαλκέας και αν τας επελέκα,| στομώνει τας με το σφυρίν και να έλεγεν: «Γυναίκα,| μη ομοιάσεις εις την επιβουλή εκείνην την Ρεβέκκαν ...» Συναξ. γυν. 187· ε2) καταπολεμώ, αντιμετωπίζω, προσπαθώ να διορθώσω: πελέκα και σύ και κείνη (ενν. η συμβία σου) με το σκεπάρνι της υπομονής την στραβομάδα της μητρός σου Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 20029. 2) (Με έμψυχο αντικ.) κακολογώ: όλοι ξέρουν τες πομπές των (παραλ. 4 στ.) και άλλοι τας κατηγορούσι| και χοντρά τας πελεκούσι·| έδε κείνες τας πουτάνες ... Συναξ. γυν. 659. 3) Έρχομαι σε σεξουαλική επαφή με κάπ.: άτυχος ουδέ γροικά τη (ενν. την γυνήν),| ότι μαγεύει τον με κάτι| και αποπίσω άλλος πελεκά τη Συναξ. γυν. 755. 4) Μάχομαι, πολεμώ· (εδώ σε μεταφ.): όχι ουρανός γαληνωμένος,| αμή στρατός δεινός περίσσια| που πελεκά και βλάπτει θυμωμένος Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ́ 63.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης