Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- περικρατώ,
- Ασσίζ. 40413, Gesprächb. 774, Χρησμ. (Λάμπρ.) 123· αόρ. επεριεκράτησα.
Η λ. στον Ιπποκράτη, στο Βλάχ. και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Andr., Lex., Παπαδ. Α., Λεξ.).
Ά Μτβ. 1) Κυβερνώ, εξουσιάζω: πέντε βασιλείς απόγονοι της Άγαρ, (παραλ. 1 στ.) την Πόλιν βασιλεύσωσιν, φημί, του Κωνσταντίνου,| μετά πολλής δυνάμεως ταύτην περικρατήσουν Χρησμ. (Βέης) 3410· (μεταφ.): Και ποίον δένδρον θαυμαστόν δώδεκα κλώνους έχει,| πάσα κλωνάριν στέκεται, εξήντα φύλλα έχει·| τα ήμισα έναι μαύρα και τα μισά ολάσπρα,| η σκιά τον κόσμον περικρατεί και εις όλα τα κάστρη; Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 368· 2) α) Διαφυλάσσω, τηρώ: οι άγιοι απόστολοι επεριεκράτησαν την αυτού εντολήν (ενν. του Χριστού) ως καλοί μαθηταί και πιστοί Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 365r· έβαλαν και οι θείοι πατέρες την υποινήν ενός εκάστου αμαρτήματος και εγράψαν το εις τον νόμον όνπερ έχει και περικρατεί η αγία του Θεού Εκκλησία Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 378v· β) διατηρώ στη ζωή, συντηρώ: εις όλα τα πράγματα άπερ έκαμεν ο Θεός τα οποία έχουν τέσσαρα στοιχεία, ώσπερ έναι κρυότης, ξέρη, ζέστη και υγρότης, και τούτα τα πράγματα ... περικρατούν τον κόσμον και υπ’ αυτών συνίσταται ο κόσμος Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 37r· Και έτσι φυσικά κάνει (ενν. η θροφή) εις πάσα ένα ζώον και περικρατεί το και χαλά το Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 41r. 3) (Νομ.) α) Κρατώ με τη βία, φυλακίζω κάπ.: αν εγίνετον ότι ο χρεωφελέτης να ήτον ξενικός ..., ο δανειστής ημπορεί καλά να τον κωλύσει ... ή να περικρατήσει το κορμίν του χρεoφελέτη, έως οπού να το ποίσει νώσιν της αυλής Ασσίζ. 671· Ιδιώτης εις φυλακήν δικήν του να μην περικρατήσει τινά, διότι όστις το κάμει, όσας ημέρας εκράτησε βίᾳ εκείνον άλλας τόσας κλείεται ούτος εν φυλακῄ Zygomalas, Synopsis 301 Φ 22· β) κρατώ στην κατοχή μου παράνομα κ. που δεν μου ανήκει, κατακρατώ: εάν γίνεται ότι είς γραμματικός ... κλέπτει το δίκαιον του αφέντη, ού συμπαύει να κλέψουν, ού περικρατεί απ’ εκείνον τό θέλουν να πλερώσουν εις τον φούντικα ... το δίκαιο κρίνει και κελεύει ... να τον πιντελλιάσου και να τον γεβεντίσου εις την χώραν Ασσίζ. 47820· γ) κατάσχω: εάν γίνεται ... ότι τίποτες βίος κλαπεί, κἀκείνος ο βίος εδόθην εις πούλησιν ενού πουλητιό της χώρας και τον βίον επερικράτησάν τον διά κλεψιμίον, ο βισκούντης ... ερωτά τον πουλητιόν, πόθεν έλαβεν τούτον τον βίον Ασσίζ. 4489. 4) Παίρνω, κρατώ: ο αυθέντης ένι κρατημένος να του ποιήσει (ενν. του ανθρώπου) την ζημίαν τήν του εποίησεν εκείνος Σαρακηνός (ενν. κλέπτης) ... εις ετεσαύτα εις όσα χρήζουν τα πράγματα τά επερικράτησαν απέ τον κλέπτην Ασσίζ. 44325· (μεταφ.): ει τις θέλει άλλου να ποίσει κρίσιν εντέχεται τον φόβον του Θεού ... έχει μεθ’ εαυτού πάντοτε ... ότι μεγάλην υπόθεσιν παίρνει επάνω του και περικρατεί, οπού την υπόθεσιν και αιτίαν του καθενού ανθρώπου και της καθεμίας γυναικός παίρνει επάνω του να δικαιώσει Ασσίζ. 2520· εντέχεται να ένι καλά διδασκαλεμένος εκείνος οπού ετέρου κατάπτωμαν θελήσει να κρίνει, ότι ... μέγαν βάρος παίρνει απάνω του να περικρατήσει όπου την ητίαν και την υπόθεσιν του καθενού ανθρώπου ... παίρνει απάνω του να ποίσει δίκαιον Ασσίζ. 27327-2741. 5) Περιβάλλω, αγκαλιάζω: Είδεν ο τόσος πληθυσμός της κόρης τον ευνούχον,| έδραμον όλοι προς εμέν να με περικρατήσουν Λίβ. N 2061· Το χέριν απού σ’ έγραψεν πολύν καιρόν να ζήσει| και με τα χρόνια τα πολλά να καλοθανατίσει (παραλ. 2 στ.). Άγγελοι την ψυχούλαν του να την περικρατούσιν Ξόμπλιν φ. 139v. 6) Περιλαμβάνω, περιέχω: Το παρόν ευαγγέλιον ... διηγάται την κατά σάρκα γέννησιν του Σωτήρος ... Και περικρατεί και το βάπτισμα του Ιωάννου, και τους πειρασμούς τους γενομένους υπό του Διαβόλου εις το όρος Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2, Υπόθεσις κατά Ματθ.· (μεταφ.): τούτες αι τέσσαρες χάριτες (ενν. η ορεχτική, η αποδεκτική, η χωνευτική και η διωχτική) ... δίδουν την θροφήν, η οποία περικρατεί την χάριν οπού κάνει και γεννάται ένα και άλλο, ως καθώς είναι η φύσις αυτών Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 41r. Β́ (Αμτβ., προκ. για συνήθεια) είμαι περισσότερο διαδεδομένος, επικρατώ: και τούτος γουν ο Κάιν ο φθονερός ... έκαμε και την αρσενοκοιτίαν με έναν του υιόν ... και επεριεκράτησεν αυτείνη η αμαρτία έως εις τον καιρόν του Νώε Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 371v.περιχάρεια ‑εία- η, Σπαν. A 179, Σπαν. B 177, Σπαν. P 112, Σπαν. (Μαυρ.) P 218, Διγ. (Trapp) Gr. 174, 281, 628, Διγ. Z 366, 502, 514, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 11756, Χρον. Μορ. H 1501, 2264, Χρον. Μορ. P 1501, 2264, Φλώρ. 754, 1325, Χρονογρ. (Λαμψ.) 253, Απολλών. (Κεχ.) 53, 372, Αχιλλ. (Smith) N 959, 1039, Δούκ. 22727, 2593, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. III 24, Παράφρ. Χων. (v. Dieten) I 13, 131, Πτωχολ. (Κεχ.) P 269, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 378, Ιστ. Βλαχ. 34.
Το αρχ. ουσ. περιχάρεια. Η λ. περιχαρεία (με καταβιβ. τόνου) μτγν. (L‑S, λ. περιχάρεια, όπου δηλώνεται ως εσφαλμ. γρ. ‑ία). Η λ. περιχαρεία στο Du Cange (γρ. ‑ία, στη λ. περιχάρια).
1) Μεγάλη χαρά, ευφροσύνη: Και ως καθώς ήσαν αρχής όλοι εις περιχαρείαν,| τότε οι πάντες ήτανε εις σε πονοθλιψίαν Θησ. ΙΆ [85]· Η μήτηρ δε ως έμαθεν την έλευσιν εκείνου, (παραλ. 1 στ.) ουκ έστιν, όστις εξειπῄ, ής χαρμονής επλήσθη·| μικρού γαρ και ωρχήσατο από περιχαρείας Διγ. Z 968· απόσωσεν στο σπίτιν της, εποίκεν ωραίον δείπνον,| δειπνούσιν με τον άνδραν της μετά περιχαρείας Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2048· εβγήκασιν οι άρχοντες και ο μητροπολίτης,| με όλους του τους ιερείς ...·| εχάρηκαν, ευθύμησαν μετά περιχαρείας,| έδωσαν δόξαν τῳ Θεῴ και της Υπεραγίας Ιστ. Βλαχ. 229· (σε προσωποπ.): όλο μ’ αγαθοσύνη| η Αφροδίτη γαρ υπά, στο ύψος ανεβαίνει.| Ο ουρανός όλος γελά, όλος περιχαρεία Θησ. Γ́ [57]. 2) Ανακούφιση· φρ. (1) δίδω περιχαρεία στους πόνους κάπ. = ανακουφίζω κάπ.: στους πόνους μου μπορείς καλά περιχαρεία να δώσεις (ενν. συ, η θεά),| αν ποίσεις ει τι πεθυμώ, και θέλω απ’ εσένα Θησ. Ź [515]· (2) λαμβάνω περιχαρεία = ανακουφίζομαι: Αμή εγώ ... έτσι ολίγο λίγο,| χωνεύει θέλ’ ως το κερί, που καίγεται εκ την πύρα·| Καλά κι αν τύχει και ποτέ περιχαρεία να λάβω,| όταν εβλέπω τ’ όμορφον πρόσωπον της Εμήλιας Θησ. Γ́ [793]. 3) α) Εγκαρδιότητα: Λοιπόν επεί απέρχεσαι, εις το Μοντόρι υπάγεις,| χαιρετισμούς προς Φλώριον ειπέ περιχαρείας Φλώρ. 754· τους πάντας τίμα προς χαράν και όλοι να σε τιμούσιν,| τους πάντας προχαιρέτιζε μετά περιχαρείας Φλώρ. 1183· καβαλικεύουν οι άρχοντες, υπάγουν στο παλάτιν| και ο βασιλεύς εδέχθην τους μετά περιχαρείας Φλώρ. 952· β) μειλιχιότητα: ο ρήγας ταύτην κατιδών σφοδρώς αδημονούσαν,| ελάλησε και είπεν της μετά περιχαρείας·| «Μη έπαθες τι, Χρυσάντζα μου; τι σοι δεινόν συνέβη;» Βέλθ. 933· γ) εύνοια· φρ. δείχνω περιχαρεία σε κάπ. = (προκ. για την τύχη) δείχνω εύνοια σε κάπ. (πβ. σήμ. φρ. χαμογελά η τύχη σε κάπ.): Η τύχη μας μας έσυρε εδώ ...| δείχνοντάς μας περιχαρεία με τα συδέματά της.| Αγάπη δεν το θέλησε, με τα δικά μας χέρια| ατοί μας να ποθάνουμε, οι δύο με τα μαχαίρια Θησ. Έ [556]. ΄Εκφρ. μετά περιχαρείας = (α) μετά χαράς, ευχαρίστως: Αυθέντρια Σεμίραμις, η πρώτη της Συρίας,| να σε ειπώ το ερώτημα μετά περιχαρείας Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 351· (β) με προθυμία: μετά πολλής περιχαρείας δέδωκεν (ενν. ο πατρίκιος) αυτά (ενν. τα οικήματα) τῳ βασιλεί Hagia Sophia α 4424· εκ τον σουλτάνον έλαβα μετά περιχαρείας| ό,τι και αν τον εζήτησα Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1270· (γ) με καρτερικότητα: ας φέρουν εις εθύμησιν ...| εκείνους οπού εβάσταξαν τες συμφορές γενναίως, πώς εβαστάξαν τα δεινά μετά περιχαρείας Ντελλαπ., Ερωτήμ. 674.πολεμώ ‑άω,- Σπαν. A 159, Γλυκά, Στ. 188, Λόγ. παρηγ. L 395, Προδρ. (Eideneier) IV 537, Καλλίμ. 2187, Ασσίζ. 311, Διγ. Z 327, Χρον. Μορ. H 284, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 451, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 912, Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 144, Φλώρ. 593, Gesprächb. 1716, 17, Λίβ. Esc. 2813, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 421, Αχιλλ. (Smith) N 218, Ιμπ. 156, Φαλιέρ., Ιστ.2 185, Θρ. πατρ. 15, Μαχ. 34232, Θησ. Πρόλ. [97], Δ́ [608], Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 282, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 496, Συναξ. γυν. 325, Απόκοπ.2 464, Άνθ. χαρ. 2976 δις, Έκθ. χρον. 725, Κορων., Μπούας 14, Διήγ. Αλ. G 26825‑26, Πεντ., Δευτ. I 30, Πτωχολ. α 643, Αχέλ. 2074, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 256, Χρον. σουλτ. 3216, Κυπρ. ερωτ. 612, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 109, Διγ. Άνδρ. 3959, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1359, Στάθ. (Martini) Β́ 206, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 235, Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. ά [64], Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 564, Ροδινός (Βαλ.) 76, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 348, Διγ. O 300, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15024, κ.π.α.· απολεμώ, Διακρούσ. 792· πολεμάγω, Αλεξ.2 2336, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 216r· πολεμνώ, Ασσίζ. 23011· πολομώ ‑άω, Ασσίζ. 1111, 176, 2715 κ.α., Ερωτοπ. 691, Μαχ. 1024, 3432, 3812, 623, 6622, 827, 9023, 15418, 1621, 18235 κ.α., Βουστρ. (Κεχ.) 222, 409, 427, 5610, 1449, M 18118‑19, 2162, 2177, 2227‑8, 2445, 2923δις, 2981, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 73, 75 δις, 84, 85, 118, 119, Ξόμπλιν φ. 122v, 124v, 131r, 132r, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 59, 504, Θρ. Κύπρ. M 17, 380, Ανων., Ιστ. σημ. ρμ́ δις, Κανον. διατ. Α 1076, 1327, Β 497, 684, Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 531.
Το αρχ. πολεμέω. Ο τ. απολεμώ και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.). Ο τ. πολεμάγω με ανάπτυξη ευφωνικού γ (βλ. Καραντζόλα [Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. σ. 516]). Ο τ. πολομώ (‑άω) στο Meursius (λ. πολομάν) και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., λ. πολομώ). Η λ. πολεμάω τον 9. αι. (TLG), στο Somav. (λ. πολεμώ) και σήμ.· βλ. και LBG. Η λ. πολεμώ και σήμ.
I. Ενεργ. Ά Αμτβ. 1) α) Διεξάγω πόλεμο, μάχομαι: Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 12, Πανάρ. 7925, Λίβ. Esc. 2815, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 4· (με τις προθ. με, μετά, εις, απάνου) πολεμώ εναντίον κάπ.: οι εχθροί οπού έρχονται δεν πολεμούν με χήρες Σπαν. (Ζώρ.) V 557· να πολεμήσω μετ’ αυτόν εις κάμπον με φουσσάτα Χρον. Μορ. P 6084· Αλλ’ ο σινιόρ Μερκούριος πριν νά μπουσι στην χώραν,| με τα γουργά του τ’ άλογα τους έφθασε στην ώραν,| και μετ’ αυτών πολέμησε Κορων., Μπούας 27· Εγώ να πολεμήσω με τον Αλέξανδρον Διήγ. Αλ. G 28642· να μπορέσω να πολεμήσω εις αυτόν και να τον διώξω Πεντ. Αρ. XXII 11· ότι να σιμώσεις προς κάστρο να πολεμήσεις απάνου της και να κράξεις προς αυτήν εις ειρήνη Πεντ. Δευτ. XX 10· β) διεξάγω πόλεμο για να υπερασπιστώ κάπ.: μη τους φουβεθείτε, ότι ο Κύριος ο Θεός σας αυτός οπού πολεμάει γιατ’ εσάς Πεντ. Δευτ. III 22. 2) Φιλονικώ, τσακώνομαι: Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 14214, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.). 3) Συμπεριφέρομαι άσχημα ή εχθρικά: Διατί εις την τάβλαν του αφεντός μας ούτως πολεμάς; Διήγ. Αλ. G 27632. 4) Προσπαθώ, αγωνίζομαι, μοχθώ για κ.: Και, ως πολεμούσι τα παιδία των ευγενών ανθρώπων| και κατ’ ολίγον - ολιγόν προσήφερέ με η τύχη,| φροντίδα μου εσυνέβηκεν να ιδώ, κερά, τα ξένα Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1211· και πότε κλαίγω και γελώ, μανίζω και ’ρηνεύω| και μ’ ό,τι τρόπον πολεμών πάσχω να τα γιατρεύω Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 162 κριτ. υπ. 5) Ζω με κάπ. ή με κ.: ει τινος παιδίν γεννηθεί και ένι αρσενικόν, τρεις χρόνους πολεμεί με την μητέραν του, και απέκει τον επαίρνει ο πατήρ του και ένι μετ’ αυτόν· ει δε ένι το παιδίν θηλυκόν, στέκεται με την μητέραν του Διήγ. Αλ. E (Konst.) 4517· Πληγές θανάτου, βάσανα, πάθη, κριτήρια δος μου,| μα γάμο δε μπορείς ποτέ να κάμεις στανικώς μου.| Εγώ δε θέλω πει το ναι, α ζήσω χίλιους χρόνους,| να παντρευτώ στην ξενιτιά, κι ας πολεμώ στους πόνους Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 424. Β́ Μτβ. 1) α) Πολεμώ εναντίον κάπ.: Εβρ. ελεγ. 168, Χρον. Μορ. H 1045, Αχιλλ. (Smith) N 700, Ιστ. πατρ. 979· (με σύστ. αντικ.): Μαχ. 41617, Σφρ., Χρον. (Maisano) 227, Παλαμήδ., Βοηβ. Εισαγ. 40· β1) επιτίθεμαι εναντίον κάπ., απειλώ κάπ.: Μη μας αφήσεις (ενν. Δέσποινα) το λοιπό, μη μας αμπαντονάρεις,| πρεμάζωξε τα τέκνα σου τά πολεμά ο πνιγάρης Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 5269· ο διάβολος με αυτές (ενν. τις γυναίκες) πάντα μας πολεμούσιν Συναξ. γυν. 45· β2) (προκ. για κάστρο ή πόλη) επιτίθεμαι, πολιορκώ: Διήγ. Αλ. G 26713‑14, Θρ. Κύπρ. M 204· γ) (μεταφ., προκ. για σκέψεις, συναισθήματα, την τύχη, κ.ά.) αντιμάχομαι, ταλανίζω, ταλαιπωρώ: πάλιν λογισμοί, βλέπω το, πολεμούν μοι Καλλίμ. 2187· σώφρονα νουν κατέχων τις, ο πόθος πολεμεί τον| και διά τούτο ο ποθών ευταξίαν ουκ έχει Διγ. (Trapp) Gr. 1478· η τύχη μου η καμμένη,| ως ήτον να με πολεμά πάντοτε μαθημένη,| λέγει μου Σαχλ., Αφήγ. 114· Θωρώ το πως σε πολεμού δυο σου οχουθροί μεγάλοι:| η αγάπη με την πεθυμιά Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 355· Μα κείνον απού μου κρατεί το νου τον πρικαμένο| μέσα στον Άδη ζωντανό, στον κόσμο αποθαμένο,| πάντα μέ θέλει πολεμά, δίχως ποτέ να δώσει| τέλος γή αλάφρωση κιαμιά στην κρίση μου την τόση Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 109· Εδά σε βασανίζουσι τη νύκτα τα όνειρά σου| και την ημέρα πολεμού φόβοι άλλοι την καρδιά σου Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 586· δ) διεξάγω πόλεμο για να υπερασπιστώ κάπ. (εδώ προκ. για την Κρήτη): Μηδέν καυχάστε, Κρητικοί, πως είστε αγαπημένοι,| μα τι καλό εδείξετε σ’ εμέ την πρικαμένη;| Τόσους καιρούς μ’ εβλέπετε, για μένα επολεμάτε| τους Τούρκους, αμ’ εφύγετε και πλιό δε μ’ αγαπάτε Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 56123·. 2) Αντιδρώ σε κ., αντιστέκομαι, καταπολεμώ: Σπαν. A 272, Λίβ. Esc. 2207, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 272, Δ́ 1996. 3) Φιλονικώ με κάπ., τσακώνομαι: Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 4210. 4) Καταβάλλω έντονη προσπάθεια για να πετύχω κ., προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω το σκοπό μου, πασχίζω, επιζητώ: τους πελεγρίνους τους πτωχούς εκείνους μακαρίζω| και πολεμώ μιμήσασθαι τούτων ελευθερίαν Προδρ. (Eideneier) IV 153· όλοι να πολεμούμε| εδώ στην κοσμικήν ζωήν για ν’ αναβαστακτούμε Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 97· γροικώντας πως βυθίζεται (ενν. το κάτεργον), και πασαείς ατός του,| δίχως να κράξει σύντροφον, πολεμεί να γλυτώσει Θησ. (Foll.) Ι 68· επολέμα γλήγορα χάμου ναν τον εβάλει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1888 κριτ. υπ.· έκφρ. πολομώ κατά ζήτησιν = ζητώ, επιδιώκω, απαιτώ: μία χήρα ζητά μετά ονόματος, ού πολομά κατά ζήτησιν δύο κριτάδες της αυλής εις την βουλήν τους Ασσίζ. 2928· φρ. πολομώ τις όρεξες = προσπαθώ να πραγματοποιήσω τις επιδιώξεις/τις επιθυμίες μου: οι πραματευτάδες μας να πολομούν τες όρεξές τους Μαχ. 3523. 5) α1) Κάνω κ., πράττω, εκτελώ: ο κάτις δίδει του γραφιά, και γράφει, ή πολεμά έναν άνομον προβελίζιον Ασσίζ. 2281· Και πάλιν Βελισάριος εκίνησε τον γύρον,| τριγύρωθε τους άρχοντας αιτών ελεημοσύνην·| δύο και τρεις το έποικεν κατενώπιον πάντων,| και τούτο επολέμαν το εις ύβριν βασιλέως Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 704· Και βλέπε πάντοτε την συνείδησίν σου. Και, ειτι σοι λέγει, πολέμα το, ότι η συνείδησις έναι το φως της ψυχής Ιακ., Παραιν. 841· (εδώ προκ. για τις επιταγές του Θεού) εφαρμόζω, συμμορφώνομαι: εκείνοι όπου πολομούν τας εντολάς του Θεού και παγαίνουν εις την εκκλησίαν είναι ευλογημένοι Κανον. διατ. Β 521· φρ. πολεμώ (μεγάλας) ανδραγαθίας = (προκ. για πολεμικά κατορθώματα) επιδεικνύω γενναιότητα και ηρωισμό, ανδραγαθώ: Αφόν ηρξάμην πολεμείν ανδραγαθίας μεγάλας,| ουδέν ηυρέθηκεν κανείς, ίνα με καταφθάσει| και πολεμήσει, νεότερε, και επάρει μου το κούρσος Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 154· α2) ασχολούμαι με κ., φροντίζω για κ.: Οπὄχει χρήματα πολλά και φρόνεσιν ουκ έχει| κι ου δύναται να πολεμεί πράγματα της τιμής του,| ομοιάζει γαρ αστράτευτον άνδρα ηχρειωμένον Σπαν. B 216· Μην πολεμείς τα εδάρτινα, μη βιάσου στα αιώνια·| μη θεμελιώνεις εις νερά, μη κτίζεις εις τα χιόνια,| και έλθει δριμύτητα νερού και πέσουν τα θεμέλια Δευτ. Παρουσ. 379· φρ. πολομώ τη δουλειά μου = φροντίζω για τη δουλειά μου, κοιτάζω τη δουλειά μου: Λοιπόν τους λόγους άφηνε τους περισσούς, υιέ μου,| αργά και μετά προσοχής πολέμα τες δουλειές σου| και έργον με την γνώσιν σου συντόμως επιχείρει Κομν., Διδασκ. Δ 329· Πάσα άνθρωπος να κάθεται εις το σπίτιν του και να πολομούν τες δουλείες τους Βουστρ. (Κεχ.) 18615· α3) καθιστώ κάπ. συγγενή: Περί εκείνου οπού πολομά κληρονόμον τον σκλάβον του Ασσίζ. 1721· μόνος την εξουσίαν μου μοιράζω μετά σέναν| και σε γαβρός μου , Κλιτοβών, μάθε το, πολεμώ σε Λίβ. Esc. 4250· α4) μεταβάλλω, μεταμορφώνω κάπ. ή κ.: η λύσσα της φιλαργυρίας πολομά τους ανθρώπους δαιμόνους Μαχ. 5249· εκεί (ενν. στην εκκλησίαν) θωρείς τους λαϊκούς και πίνουν και μεθυούσιν (παραλ. 1 στ.) γυναίκες, άνδρες, όλοι των, γελούν και χαχαρίζουν, (παραλ. 1 στ.)| μία της άλλης ομιλεί, ποία κάλλια έναι νιμμένη,| κι αν την στέκει ο σουλουμάς ...,| και πολεμούν την εκκλησιάν πορνείον, οι αθλίες Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 235· β) προκαλώ κ., προξενώ: Απόφευγε όσον δύνασαι χείλη των συκοφάντων·| πολλάκις γαρ συκοφαντιά εις ιδικούς εμβαίνει,| μάχας και έχθρας πολεμά μέσον γονείς και τέκνων Σπαν. (Μαυρ.) P 56· εκ τον φθόνον τον πολύν, την ’περιψίαν την τόσην| την βασιλείαν εχάσασιν και την τιμήν την τόσην (παραλ. 2 στ.) Βλέπεις, υιέ, τι πολεμεί ο φθόνος εις τον κόσμον; Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 977· γ) αναγκάζω κάπ. να κάνει κ.: κύρην και υιόν να πολεμείς να σπαθοκαταλυούνται,| τα αίματα να τρέχουσιν, τα ομμάτια τους να εβγαίνουν Πουλολ. (Τσαβαρή)2 224· δ) κατασκευάζω κ., φτιάχνω κ.: Απέ το άχερον τουτέστιν την αποκαλάμην τήν φέρνου να πολομούν τα κοφίνια κελεύει το δίκαιον να δώσει δικαίωμαν το τέταρτο Ασσίζ. 4977· τα πτερά μου πολεμούν πάλιν χρυσά ριπίδια Πουλολ. (Τσαβαρή)2 162· (προκ. για είδη διατροφής) ετοιμάζω, παρασκευάζω: αποθετόν με πολεμούν και τρώγουν με, όταν θέλουν Πουλολ. (Τσαβαρή)2 515· (προκ. για κτίριο): χτίζω: αρχίσασιν να πολεμούν κάστρη και δυναμάρια| ο καθεείς στον τόπον του να κάμνει το εδικόν του Χρον. Μορ. P 3146. 6) Συμπεριφέρομαι άσχημα ή και εχθρικά: Πούθεν να δει να λυπηθεί, να κλαύσει η καρδιά του,| ας πάγει να περιδιαβεί στου Τούρκου το φουσσάτον, (παραλ. 1 στ.) να δεις τους χριστιανούλλικους είντα τους πολεμούσιν·| δεν τους διδούν ψουμίν να φαν ούτε νερόν να πιούσιν Θρ. Κύπρ. M 461. 7) Λέγω (για τη σημασ. βλ. Κακουλίδη-Πάνου [Ξόμπλιν σ. 291]): Πάντα εκείνος απού φοβερίζει άλλον πολομά να τον κρατήσουσιν περίτου πελλόν παρά που ένι Ξόμπλιν φ. 134r. ΙI. (Μέσ. αμτβ.) διεξάγω πόλεμο: κάμνει σας χρεία με τ’ άρματα του να πολεμηθείτε| με τρόπον που σας θέλω πει Θησ. Έ [972]· Κι οι Τούρκοι να κοιτάζουνε πώς θα πολεμηθούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 38715. Φρ. 1) Πολεμώ/πολομώ άδικον = διαπράττω αδικία, αδικώ: εάν τύχει (ενν. ο ρήγας) εις καμμίαν αφορμήν, ότι μετά ταύτα πάγει κατά πρόσωπα τους όρκους του, πολομά άδικον απαρχής, έπειτα αρνάται τον θεόν και ποντίζει, τουτέστιν φασιάζει εις τό ώμοσεν Ασσίζ. 374· πολεμά άδικον του ρηγός και παίρνει του την οδόν του Ασσίζ. 45418. 2) Πολεμώ τας αιματοχυσίας = σκοτώνω (πλήθος ανθρώπων), πβ. Επιτομή, κάνω αίματα, κάμνω Φρ. 3: εκίνησεν (ενν. ο Φουκάς) να πολεμά τας αιματοχυσίας| και άλλα δεινά και λυπηρά αυτός προς τους πολίτες Ντελλαπ., Ερωτήμ. 960. 3) Πολεμώ αμαρτίας ή πταίσματα = αμαρτάνω: τα πταίσματα, τά πολεμούν οι ανθρώποι, να μη βλέπει Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2205· να προσέχει, να θωρεί τα πάθη τα εδικά του,| τας αμαρτίας τάς πολεμά αυτός ημέρα νύκτα Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2208. 4) Πολεμώ ανταμοιβή = αποζημιώνω: Τους βασιλείς βασιλικάς ανταμοιβάς πολέμα,| τους άρχοντας ως άρχοντας, πλούσιους ως έν’ το πρέπον Φλώρ. 1133. 5) Πολεμώ άργηταν = καθυστερώ, αργοπορώ, πβ. και Επιτομή, ποιώ άργητα, άργητα 1 φρ.: Λαβών ο Βελισάριος τοιαύτην εξουσίαν,| άργηταν ου μεν ουν αυτός να πολεμά καμίαν Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 232. 6) Πολεμώ άρμενα = αποπλέω, «κάνω πανιά», πβ. και Επιτομή, κάνω άρμενα, κάμνω Φρ. 10 ή άρμενο(ν) 1 φρ.: το καράβι πολεμεί άρμενα και παγαίνει Ιμπ. 662· έφτασεν ο χειμώνας και τα ξύλα απέ την σκλεριάν δεν επολομούσαν άρμενα Μαχ. 1109. 7) Πολεμώ γαρνιζούν = υπηρετώ στη φρουρά (ενός κάστρου): ουδέν ζητώ, ουδέ με δίκαιον πρέπει| να πολεμείτε γαρνιζούν ωσάν οι προνοιατόροι Χρον. Μορ. H 2700. 8) Πολεμώ τας γέννας = γεννώ: ποντίκιν κακορίζικον, από την κακοτύχην,| και να ορίσει να γενείς άρατον εκ τον κόσμον| ετούτον τον γλυκύτατον, να πας εις άλλον βράχος,| να πολεμείς τας γέννας σου δυσκόλως και βαρέως Πουλολ. (Τσαβαρή)2 216. 9) Πολεμώ εμφόβησιν = προκαλώ το φόβο: η δε στίλβα γουν των όπλων| εξ ηλίου αυγαζούση| καινοτέραν γουν την θέαν| και εμφόβησιν μεγάλην| επολέμει τοις ορώσι Ερμον. Λ 90. 10) Πολεμώ/πολομώ ζημίαν, βλ. Επιτομή, ζημία 1γ φρ. 11) Πολεμώ (πολλήν/μεγάλην) θνήσιν = προκαλώ (πολλούς) θανάτους/φόνους, πβ. και Επιτομή, κάνω θνήσιν (μεγάλην), κάμνω Φρ. 38: μεγάλην θνήσιν πολεμεί εις άπαντα τα ζώα Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 40· θνήσιν πολλήν τους πολεμούν, τινάς ουδέν γλιτώνει,| μόνον οπὂχει δύναμιν να διώχνει, να σκοτώνει Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 821. 12) Πολεμώ θρήνο = θρηνώ, πβ. και Επιτομή, κάνω θρήνο, κάμνω Φρ. 39: όλον το πλήθος του λαού μελάνας εφορέσαν,| εκ βάθους θρήνους πολεμούν από καρδιάς δακρύουν Βυζ. Ιλιάδ. 1100. 13) Πολεμώ/πολομώ κακόν = κάνω κακό, αδικώ: την αλουπού την μακροουραδάτην,| την πνίγουσαν τας όρνιθας και τα μικρά πουλία (παραλ. 2 στ.) και πολεμεί μέγαν κακόν και πλείον τε ζημίαν| και αδικίαν άπειρον εις τους πτωχούς ανθρώπους Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 192· ο ρε Τζακ επολόμαν πολλά κακά και περισσές αντροπές τους Κυπριώτες, και ήσαν πολλά παραπονημένοι Βουστρ. (Κεχ.) 14017. 14) Πολεμώ κραυγήν = θρηνώ (εδώ με κραυγές): την κεφαλήν εστήσασιν απάνου εις το κοντάριν,| κραυγήν μεγάλην πολεμούν οι Τούρκοι και φωνάζουν Παρασπ., Βάρν. C 420· πάλιν θρηνούν οι Έλληνες, υπάν εις το κιβούριν,| κραυγήν μεγάλην πολεμούν στον μέγαν Αχιλλέα,| όλον το πλήθος του λαού μελάνας εφορέσαν Βυζ. Ιλιάδ. 1098. 15) Πολεμώ/πολομώ κρίσιν, βλ. Επιτομή, κρίσις ‑ση Φρ. 6. 16) Πολεμά μεταγνωμός = μετανιώνω, πβ. και Επιτομή, μεταγνωμό παίρνω, μεταγνωμός φρ.: μηδέ το λογισμό μου| μεταγνωμός δεν πολεμά Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 105. 17) Πολεμώ/πολομώ όρκον, βλ. ά. όρκος (I) Φρ 1α. 18) Πολεμώ κάπ. κ. πικρόν = κάνω κάπ. να υποφέρει (με τα λόγια μου), πικραίνω κάπ., παιδεύω, βασανίζω, πβ. και Επιτομή, κάμνω κάπ. πικρίαν, πικρία 2α: Ανάτασσε, τυράννα με, πίκραινε, φλόγιζέ με,| ωσάν δυνάστης άνθρωπος πικρόν πολέμει με το Λίβ. Esc. 3429. 19) Πολεμώ (την) προσευχήν (μου) = προσεύχομαι: Συνήθι έχουσιν, αυθέντη μου, οι Εβραίοι| να πολεμούσιν προσευχήν ώρα του μεσανύκτου Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1822· την προσευχήν μου πολεμώ, ως έχω το συνήθι Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1869. 20) Πολεμώ εις τα ρούχα μου απάνω = μάχομαι για την περιουσία μου, υπερασπίζομαι ό,τι μου ανήκει: εκείνοι, οπού εξέβησαν εις του γιαλού την πόρταν,| ουδέν εβλέπουσιν κανείν προς αύτους να εξέβει| εις όχλησιν, εις πόλεμον, ως έναι συνηθεία,| ο καθεείς να πολεμά εις τα ρούχα του απάνω·| αμή αυτοί εκρύφθησαν απέσω εις την χώραν Χρον. Τόκκων 604. 21) Πολεμώ (μεγάλην) στενοχωρίαν = φέρνω κάπ. σε δύσκολη θέση, πιέζω: και εκωλύθη ο Αχιλλεύς από τον πόλεμον και επήρε το φουσσάτον της Τροίας θάρρος και εξέβαινε και επολέμαν μεγάλην στενοχωρίαν τους Έλληνας Τρωικά 52623. 22) Πολεμώ/πολομώ στοίχημα = (α) κλείνω συμφωνία, πβ. και Επιτομή, κορδιάζω στοίχημα, ακορδιάζω Β́ 2 φρ.: όλα τα στοιχήματα τά πολεμούν οι άνθρωποι μεσόν τους εντέχεται να ένι αξιαζόμενα Ασσίζ. 786· έρχομαι εις κανέναν ιατρόν και πολομώ του στοίχημαν ότι να τον (ενν. τον σκλάβον) γιάνει εις τα ήμισα οπού να πουληθεί να ένι εδικά του, και τα άλλα του αυθέντη του οπού τον αγόρασεν Ασσίζ. 1851· (β) στοιχηματίζω, πβ. και Επιτομή, κάνω στοίχημα, κάμνω Φρ. 104: Ήκουσα την βασίλισσαν, πολεμεί στοίχημα με τους νέους·| ήλθα κι εγώ να μάθω το τι είναι Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 156. 23) Πολεμώ/πολομώ στραβά ή πολομώ ζαβά = αδικώ κάπ.: το δίκαιον κρίνει ότι πολεμά (ή πολομά) (έκδ. πομά· διορθώσ.) στραβά του αυθέντη να πάρει την οδόν Ασσίζ. 45412 · το δίκαιον ορίζει ότι πολομά ζαβά προς τον αυθέντην να πάρει την οδόν του Ασσίζ. 20316. 24) Πολεμώ ταξίδια = ταξιδεύω: η θάλασσα έπαυσεν το χειμάζει,| και την λογήν της ήλλαξεν, ως διάργυρος ομοιάζει.| Και ψάρια ουκ είναι πλεό, καράβια ου ταξιδεύουν,| ουδέ ταξίδια πολεμούν, αλλ’ ουδέ κινδυνεύουν Δευτ. Παρουσ. 42. 25) Πολεμώ την τιμήν = τιμώ, πβ. και Επιτομή, κάνω τιμή, κάμνω Φρ. 116: ανάφερνέ τον (ενν. τον αυθέντη σου) ταπεινά και αληθινά με δέος,| και από όσον ημπορείς, υιέ, πολέμα την τιμήν του Σπαν. (Ζώρ.) V 69· Αφέντη, ... είμεστεν κρατούμενοι να σου πολομούμεν πάσα τιμήν Βουστρ. (Κεχ.) 29019. 26) Πολεμώ φωταγωγίας και λαμπάς = φωτίζω με πολλά φώτα, φωταγωγώ: «Χριστός ανέστη εκ νεκρών» εν εαυτοίς βοώντες,| φωταγωγίας και λαμπάς ηδέως πολεμώντες.| Και κράζων ότι σήμερον εφύγομεν Αιγύπτου Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1204. 27) Πολεμώ χαραγείο = ασκώ το δικαίωμα του χαράγματος των νομισμάτων (προκ. για αποτύπωση παράστασης πάνω σε νόμισμα): να πολεμεί στον τόπον, όπου εκράτει,| το χαραγείο των τορνεσίων, ομοίως των δηνερίων Χρον. Μορ. H 2607. 28) Πολομώ αγανάκτησιν/αγανάχτησιν = (α) προκαλώ κακό, ζημιά σε κάπ.: και αν εκείνος ο Σαρακηνός αν ευρεθεί πλείον πολομώντα αγανάχτησιν χριστιανού, ού χριστιανής, πρέπει να τον πάρουν και να τον κρεμάσουν Ασσίζ. 48713‑14· (β) πιέζω κάπ., κάνω κάπ. να αγανακτήσει: να μεν τους πολομούν αγανάκτησιν· διά τούτον επέψαν μαντατοφόρους να συνπάψουν την αγάπην Μαχ. 1363. 29) Πολομώ αγάπην = συμφιλιώνομαι, πβ. και Επιτομή, κάνω αγάπη, κάμνω Φρ. 1: οι αφέντες οι καθολικοί να προυμουτιάζουν να πολομούν αγάπην Μαχ. 18216‑17· 30) Πολομώ αντροπήν = (α) ντροπιάζω, πρσβάλλω την τιμή, πβ. και Επιτομή, κάνω σε κάπ. ντροπή, κάμνω Φρ. 78: ήτον πολλά θυμωμένοι ... απέ τα άπρεπα λογία ... και αντροπήν οπού τους επολόμαν έμπροσθεν τους παρκάτω ανθρώπους Μαχ. 2524· Τείντα σου φαίνεται απανώ εις τες αντροπές απού μας πολομά ο ρήγας και καθημερινόν αντροπιάζει μας; Βουστρ. (Κεχ.) 1442· (β) αποκαθιστώ την τιμή, «ξεπλένω» τη ντροπή: εκείνος επολόμαν του αντροπήν εις την γυναίκαν του, και διά τούτον την εσκότωσεν Ασσίζ. 2276‑7. 31) Πολομώ αποκοπήν = προκαθορίζω αμοιβή για συγκεκριμένη εργασία: εάν είς μου σκλάβος ένι αστενής ... και είς γιατρός ... λέγει να τον γιάνει πολλά καλά και συμπαύγει και πολομά αποκοπήν Ασσίζ. 43614. 32) Πολομώ αργά = αργώ στην εκτέλεση έργου/δραστηριότητας, καθυστερώ: δεν θέλω να έχετε ζημίαν ... διά τούτον πολομώ αργά την αρμάδαν Μαχ. 15822. 33) Πολομώ αρχήν = αρχίζω, πβ. και Επιτομή, βάνω, δίδω, κάμνω, πιάνω αρχή(ν), βάνω εις αρχήν, ποιώ την αρχήν, αρχή 1α φρ.: Αρχεύει και πολομά αρχήν| μερικών κρισιμάτων· αλατίνικον Ασσίζ. 1410·. 34) Πολομώ βίγλα ή (καλές/πολλές) βίγλες, βλ. Επιτομή, βίγλα 3 Φρ. α. 35) Πολομώ βλέπησιν = επιτηρώ, φρουρώ, φυλάω, πβ. και Επιτομή, βλέπηση κρατώ, βλέπησις‑ση 2γ φρ.: να ορίσεις τους λας να πολομούν καλήν βλέπησιν μέραν και νύκταν ... μηδέν εύρει (ενν. ο λύκος) τους λας κοιμισμένους και δράξει το αρνίον Μαχ. 50816. 36) Πολομώ διαθήκην = συντάσσω διαθήκη: είς άνθρωπος ... έρχεται εις τον θάνατον και πολομά διαθήκην Ασσίζ. 1377. 37) Πολομώ διαλαλημόν = διαλαλώ, πβ. και Επιτομή, βάνω διαλαλημόν, βάνω 30 Φρ. γ: πολομά έναν διαλαλημόν Μαχ. 27231. 38) Πολομώ δόσιν = δωρίζω, προσφέρω κ. ως δώρο, χαρίζω: Εάν γένηται ότι ο κάτις άνθρωπος ... πολομά δόσιν ενού ανθρώπου ή ετέρου, καλά αξιάζει εκείνον το δόμαν Ασσίζ. 15510. 39) Πολομώ δυναστείο = ασκώ έντονη πίεση χρησιμοποιώντας βία, βιαιοπραγώ: καθώς θέλει να δώσει εκείνος οπού πολομά δυναστείο εις άλλου χώραν Ασσίζ. 34714. 40) α) Πολομώ τους εξόδους/οξόδους = αναλαμβάνω τα έξοδα: εστάθην κουντέντος απού τους εξόδους απού πολομούσασιν Μαχ. 63830· επρουμουτίασεν ο ρε Φαράντος ... να πολομά του τους οξόδους Βουστρ. (Κεχ.) 2005· β) πολομώ έξοδον = ξοδεύω: ο κύρης του εφίτου πολομά μέσα εις το καιρόν οπού ενομεύτη καμμία έξοδον περί της ποίας δεν ημπορεί να βαστάζει Ασσίζ. 32824. 41) Πολομώ θαύμα = κάνω θαύμα, θαυματουργώ: ο άγιος Ορέστης και ο άγιος Δημητριανός ... πολομούν άπειρα θαύματα Μαχ. 3026· πολομά άξια θαύματα εις τους αστενείς Μαχ. 3213· Άρχισαν τότες τα τουρκιά τες εκκληχιές χαλούσιν,| όλα τα εικονίσματα ’πό πάνω τα κρεμνούσιν (παραλ. 2 στ.) Τόσες εικόνες φοβερές θαύμα δεν πολομούσιν Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 423. 42) Πολομώ ίασες = γιατρεύω, θεραπεύω: πολομά (ενν. το αγίασμα) μεγάλες ίασες εις γαρισούραν και εις τας πύρεξες Μαχ. 3818. 43) Πολομώ λιτήν, βλ. Επιτομή, λιτή 2 φρ. 44) Πολομώ την μαντατοφορίαν = μεταβιβάζω ή ανακοινώνω μήνυμα, πβ. και ποιώ (την) μαντατοφορίαν, Επιτομή, μαντατοφορία 1α φρ.: πολομώντα την μαντατοφορίαν, επήγεν εκεί όπου ήτον απλικεμένος Βουστρ. (Κεχ.) 743. 45) Πολομώ κάπ. μούττες, βλ. Επιτομή, μύτη Φρ. 3. 46) Πολομώ νώσιν, βλ. Επιτομή, γνώσις‑ση 6 Φρ. α. 47) Πολομώ παραβουλίες = μηχανορραφώ, δολοπλοκώ: εις το κρυφόν επολόμαν μεγάλες παραβουλίες Βουστρ. (Κεχ.) 6613. 48) Πολομώ σάλβο κουντούτον = επιτρέπω την αναχώρηση, πβ. και Επιτομή, δίδω σάλβο κουντούτον, δίδω IΆ 11δ φρ. (1): πολομούν σου σάλβο κουντούτον Μαχ. 50221. 49) Πολομώ σκάνταλα = προκαλώ αναταραχή: εσείς είστε απού πολομάτε τα σκάνταλα εις την Χώραν Βουστρ. (Κεχ.) 27610. 50) Πολομώ συντροφίαν = συντροφεύω, πβ. και Επιτομή, κάνω συντροφία, κάμνω Φρ. 110: μεις πολομούμεν σου συντροφίαν ως εκεί όπου μέλλει να πεζεύσεις και τότε πάμεν την δουλειάν μας Μαχ. 52615. 51) Πολομώ χάριταν = απονέμω χάρη, χαρίζω την ποινή: πολομούμεν κινούργιαν χάριταν όλους τους πταισμένους, κακοποιούς ... όλοι να είναι συμπαθημένοι Μαχ. 50637. Η μτχ. ως επίθ. = που δέχεται επιθέσεις/απειλείται, βασανισμένος: δηγούμαι βάσανα, πρίκες και μοιρολόγια| ογιά τη χώρα τη φτωχή και την πολεμημένη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 53115. Ο πληθ. αρσ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ. = οι εχθροί: Κι εις τούτο έβγαλε φωνή προς του Πατρός δοσμένη| ζητώντα οι πολεμώντες τον να ’ναι συμπαθημένοι Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 126.πορτάριος- ο, Ιστ. πολιτ. 7713‑14· πορτάρης, Λίβ. P 2708, Λίβ. Esc. 242, Διήγ. Αλ. V 76, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 96, 107, Διήγ. Αλ. G 27729, Χρον. Μορ. H 8308, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 3513, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 9128, 1214, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 862, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ 34v, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 203, Χριστ. διδασκ. 129, Προσκυν. α′ 11220· ονομ. πληθ., πορταραίοι, Διήγ. Αλ. V 77, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 28514, Διήγ. Αλ. G 27810· πορτάροι, Τάξ. Πόρτ. 16· πορταροί, Ιστ. Βλαχ. 749, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 123, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 70, 154, 158, 212, 606· αιτ. πληθ. πορταραίους, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 1124· πορταρίους, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 152· πορτάρους, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Εξήγ. Θ· πορταρούς, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 122, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 153, 155, μετά στ. 188, 605· γεν. πληθ. πορταρών, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S μετά στ. 159.
Από το λατ. portarius. O τ. πορτάρης τον 7. αι. (αιτ. πορτάριν, LBG, λ. πορτάρης), σε κείμ. του 12. (γεν. Πορτάρη Caracausi, λ. Πορτάρης) και 14. αι. (Darrouzès, Textes byzantins ΧΙΙI 28, 34, 61), στο Meursius, λ. πορτάριος, και σήμ. εκκλ. (Κριαρ., Λεξ.)· πολλ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 562, λ. πορτάρις, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Παπαδ. Α., Λεξ., κ.α.). Η αιτ. πληθ. πορτάρους σε ποντ. δημ. άσμα (Παπαδ. Α., Λεξ.)· πβ. και αιτ. πληθ. πορτιάρους σε δημ. άσμα (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, λ. πορτιάρος). Ο πληθ. πορταραίοι, για το σχηματ. του οποίου πβ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 20-21, σε κείμ. του 18. αι. (Τραπεζούντιος, Νομοκ. 425, 529, 468), όπου και ονομ. πληθ. πορτάροι (αυτ. 450). Λ. πορτάρος (<βεν. portaro) ως επών. (Βαγιακ., Βίος επων. 143). Η λ. τον 5.-6. αι. (TLG· βλ. και Lampe, Lex.) και στο Meursius.
1) α) Αξιωματούχος της βασιλικής αυλής, συν. ευνούχος, υπεύθυνος για τη φρούρηση της πύλης του παλατιού και επιφορτισμένος με το καθήκον της αναγγελίας και παρουσίασης επισκεπτών (Πλακογιαννάκης, Τίτλ. αξιώμ. 71-2· πβ. και οστιάριος): έσωσεν ο Αλέξανδρος Σεμίραμης την πόρταν. Τους πορταρούς εχαιρέτησεν μετά τιμής μεγάλης Διήγ. Αλ. Σεμίρ. M 122· ο βασιλεύς απεκρίθηκεν, τους πορταρίους λέγει (παραλ. 1 στ.) «Ακούσατε, οι άρχοντες, βασίλισσας μεγάλης,| και πανένδοξοι θυρωροί της νέας Αφροδίτης ...» (παραλ. 23 στ.) Οι θυρωροί ως είδασιν την λύπην Αλεξάνδρου| επήγαν ...| και επροσκύνησαν αυτήν την κόρην οι ευνούχοι Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 152· Και ο πορτάρης τού είπεν (ενν. του Βαρλαάμ) «Δεν είναι δυνατόν να σεβεί αυτού τινάς άνθρωπος χωρίς το θέλημα του αυθεντός μου βασιλέως Αβενήρ …» Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 9130· β) μέλος μονάδας φρουρών της σουλτανικής αυλής (πβ. και καπιτζής): καπιτζήδες, ήγουν πορτάροι της αυθεντικής πόρτας Τάξ. Πόρτ. 16· πέμψας (ενν. ο σουλτάν Μουράτης) νεωστί τον μέγαν πορτάριον αυτού έπνιξε τον Καντακουζηνόν Ιστ. πολιτ. 7713-14. 2) (Εκκλ.) α) διακόνημα που περιελάμβανε την επίβλεψη της πύλης μοναστηριού, τον έλεγχο εισόδου και εξόδου μοναχών, καθώς και την αναγγελία επισκεπτών στον ηγουμένο της μονής, θυρωρός μονής, πυλεωνάριος (Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Ά 365, ΒΒΠ Ϛ́ 77, 93): αι πύλαι| αι σιδηραί ... του μοναστηρίου| αίτινες ασφαλίζονται υπό του πορταρίου Παϊσ., Ιστ. Σινά 1256· Ερχόμενος γουν γύρωθεν εμβλέπεις μίαν πόρτα·| της μάνδρας αύτη πέφυκε· τον δε πορτάρη ρώτα Παϊσ., Ιστ. Σινά 350· τα κελλία των δύο πορταρίων Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 161· β) υπεύθυνος για θέματα τάξης, ασφάλειας και εισόδου σε ναό (Πλακογιαννάκης, Τίτλ. αξιώμ. 72)· (εδώ προκ. για φύλακα του Αγίου Τάφου): Έρχεται λοιπόν ο πορτάρης του Αγίου Τάφου και σβένει όλα τα κανδήλια ... Έπειτα κλείει την πόρτα του κουβουκλίου και απέρχεται Προσκυν. Μπεν. 54 15513· Το λοιπόν το Μεγάλο Σάββατο το μεσημέριον έρχεται ο Τούρκος ο πορτάρης και σβένει όλα τα κανδήλια του Αγίου Τάφου Προσκυν. Κουτλ. 390 12814. 3) (Γενικ.) α) φρουρός πύλης (κάστρου): και τον πορτάρη πιάσετε και ρίψετέ τον έξω,| και τα κλειδία επάρετε και κλείσετε την πόρταν Χρον. Μορ. P 8308· πορτάρην εις την πόρταν του (ενν. του κάστρου του δράκοντος) κανείς ουδέν εθέκεν Καλλίμ. 1149· ηύρε τον πορτάρην εις την θύραν του κάστρου Διήγ. Αλ. E (Lolos) 28311· (εδώ προκ. για τη φύλαξη των πυλών του Κάτω Κόσμου): ομπρός την πόρταν ήτονε, εις το μπασεβγασίδι,| όφης ...| κι ωσάν πορτάρης έβλεπε πόρτες κι αυλές ομάδι,| μήπως και λάθει τον τινάς κι έβγει έξω από τον Άδη Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 84· β) φύλακας οικίας (Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 280-81), περιβολιού, μάντρας· επιστάτης: Ωσάν ένας άνθρωπος οπού ξενιτεύεται αφήνοντας το σπίτι του ... και τον πορτάρην του παραγγέλνει να αγρυπνά Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ιγ́ 34· Περί το πώς εκάλεσεν ο Ξάνθος φιλοσόφους και ρήτορας και έβαλεν τον Αίσωπον πορτάρην ... να σταθεί έσωθεν της πόρτας και να μηδέν αφήσει τινάν μηδέ να ανοίξει αλλονού τινός μόνον φιλοσόφου Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 7827· εκείνος οπού δεν εμπαίνει από την πόρταν εις την αυλήν των προβάτων ... είναι κλέπτης και ληστής ... εκείνος οπού εμπαίνει από την πόρταν, εκείνος είναι βοσκός των προβάτων. Ετούτον ο πορτάρης τον ανοίγει Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ί 3· (εδώ σκωπτ.): ο αλέκτορας ανέβη εις δένδρον και ο σκύλος εστάθη εις την ρίζαν του δέντρου ... μια αλουπού ... έτρεξεν εκεί ... ο αλέκτρορας της λέγει «Αν θέλεις να κατεβώ, εξύπνησε τον πορτάρη όστις είναι εις την ρίζαν του δέντρου» Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 32.πούγουνας- ο.
Από το ουσ. πουγούνι και την κατάλ. ‑ας· βλ. όμως για διαφορ. προέλ. Georgac., Glotta 31, 1951, 209.
α) Γένι (σκωπτ.): στον πούγουνά σου θέσομεν καμπόσον βρόμαν και κόπριον και άι αλίμονον, παραμύσερε Σπανός (Eideneier) A 84· β) πιγούνι: ο πούγουνάς της τορνευτός, τα δόντια μαργαριτάριν Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 8.προτέριμος,- επίθ.
Από το προτερώ και την κατάλ. ‑ιμος.
(Προκ. για πρόσωπο) που έρχεται πρώτος (σε σύγκριση με άλλους), που υπερέχει: ‘Ακουσα εγώ την αυθεντία σου νύκταν και την ημέραν,| το πως είσαι εύμορφος και φρόνιμος, προτέριμος εις πάντας Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 892 (πβ. και Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 873).πτωχολόγιν- το.
Από το επίθ./ουσ. πτωχός και το -λόγιν. T. φτωχολόιν σε δημ. κυπρ. τραγ. (Κυπρ. άσμ. 25) και φτωχολόι σήμ. κοιν. λαϊκ.
(Περιληπτ.) οι φτωχοί άνθρωποι, ο λαός: πάλιν ήλθαν οι άρχοντες κι όλον τ’ αρχοντολόγιν,| μικροί, μεγάλοι, γέροντες, όλον το πτωχολόγιν Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 1245.ριζικόν- το, Σπαν. A 577, Σπαν. (Ζώρ.) V 344, 348, Διδ. Σολ. Ρ 52, Ασσίζ. 501, 14610, κ.α., Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 597, Χρον. Μορ. H 6648, Χρον. Μορ. P 4904, 5098, 6648, Φλώρ. 217, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1217, Αχιλλ. L 8, Ιμπ. 63, 366, 769 κριτ. υπ., Χρον. Τόκκων 437, 519, 600, κ.α., Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 23 κριτ. υπ., Lettres 1453 15, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 46, 84, 87, Μαχ. 2626, 62232, Θησ. Γ́ [682], Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 483, Βουστρ. (Κεχ.) 11415, 30010, Διήγ. Αλ. V 27, 42, 84, Κακοπ. 71, Βυζ. Ιλιάδ. 531, 632, Μαλαξός, Νομοκ. 417, 447, Αχέλ. 861, 1831, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 618, 3111, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2818-9, Πηγά, Χρυσοπ. 318 (2) (τετράκις), Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 8336, Κυπρ. ερωτ. 91, 7818, 9729, κ.α., Πιστ. βοσκ. IV 4, 57, IV 5, 96, Ιστ. Βλαχ. 1226, Διγ. Άνδρ. 32322, 36624, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 715, 1538, Β́ 2091, 2243, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 859, Νομοκ. 38624, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [394], [427], [892], κ.α., Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 134, Μπερτόλδος 54, 62 δις, Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 20915, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2973, 8107· εριζικό, Χρον. Μορ. P 2482· εριζικό(ν), Χρον. Μορ. P 5627· εριζικόν, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 4899, 11181, 11605, Χρον. Μορ. H 1373, 1601, 2482, 5098, 7946, Χρον. Μορ. P 167, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 309, 697, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 10514, 1075, 1257, 28716‑17· ριζικό, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 2740, Χρον. Μορ. P 280, 1373, Φαλιέρ., Ιστ.2 137, 152, 299, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 224, Θησ. Γ́ [636], Έ [111], Ί [803], Ch. pop. 557, Κάτης (Τικτοπούλου) 106, Αλεξ.2 269, 2356, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 650, 1301, Βεντράμ., Φιλ. 17, 278, Διήγ. Αλ. G 28530, 34, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 190v, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 523, 809, 1929, Πανώρ.2 Ά 27, 190, 269, Β́ 63, 244, Γ́ 118, κ.α., Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 48, 105, 447, 565, κ.α., Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 91, Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 86, 105, Δ́ 53, 156, Πιστ. βοσκ. I 2, 72, Ι 2, 371, Ι 4, 15, Βοσκοπ.2 270, 308, 456, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 211, 592, 1320, 1877, κ.α., Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 97, Στάθ. (Martini) Ά 236, Β́ 280, κ.α., Ροδολ. (Αποσκ.) Στ. Φιορέντζα Ά 4, Ά 108, 363, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 31, Ά 154, 258, κ.α., Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 99, 173, 208, κ.α., Λεηλ. Παροικ. 5, 601, Διγ. O 1624, 2242, 2872, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22226, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1794· ριζικό(ν), Χρον. Μορ. P 5525, Φαλιέρ., Ιστ.2 245, Θησ. Θ́ [745], Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3532, 4121, Πηγά, Χρυσοπ. 318 (2) δις, (4), Πανώρ.2 Έ 122, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 115, Πιστ. βοσκ. IV 5, 93, Κανον. διατ. Α 227, 1085, Β 505-6, 739, Παλαμήδ., Βοηβ. 627, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1829. ρίζικον·
Το ουδ. του μτγν. επιθ. ριζικός ως ουσ. (Ανδρ., Λεξ., Κουκ., ΒΒΠ Ε’ Παράρτ. 44-45, Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 176, Χατζιδ., ΛΑ 6, 1923, 486-87)· κατά Κοραή, Άτ. 2, 138, Meyer, NS 4, 76-77, Τριαντ., Άπ. 1, 397-8, 439 από ιταλ. risico (<υστλατ. risicum <ουδ. του μτγν. επιθ. ριζικός)· για διαφορ. ετυμ. από το αραβ. rizq βλ. Kahane, Sprache 378, 452-453, Kahane, Ill. Class. St. 3, 1978, 216, 218, 6, 1981, 399· συνοπτική έκθεση των διαφορ. ετυμολ. βλ. Kahane, Graeca et Romanica I 483-491. Για το προθετ. ε στους τ. εριζικό, εριζικόν βλ. Τριαντ., Άπ. 1, 344 και Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 684-685]. Ο τ. ριζικό στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ρίζικον (<ιταλ. risico, Kahane, Graeca et Romanica I 489) στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS 4, 76)· πβ. τ. ρίζικο (Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Α΄ 359 σημ. 11, Meyer, NS 76) και επίθ. ρίζικος (Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ.) σήμ. ιδιωμ.· τ. ρίζιγο (<ιταλ. risico, Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 176, Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 685] ή <βενετ. risego, Kahane, Graeca et Romanica I 281) σε έγγρ. του 17. αι. (Κουρσάρ. 811), του 18. αι. (Σφυρόερας, ΕΕΚυκλ.Μ 5, 1966, 643, 645, Γκίνης, ΕΕΒΣ 39/40, 1972/73, 230, Κολιός, Θησαυρ. 18, 1981, 330) και σήμ. ιδιωμ. Τ. ρέζεγο στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS 76-77), όπως και τ. ρέζιγο και ρίζεγο (<βενετ. risego, Kahane, Graeca et Romanica I 489· πβ. και γενουατ. rezego, Meyer, NS 77). Τ. ριτσικόν σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS 76). Η λ. στον Ευστάθιο, στο Βλάχ., σε κείμ. του 18. αι. (Φυλλ. Αλ. 88, 89, 136) και σήμ. ιδιωμ. (Λουκά, Γλωσσάρ., Παπαδ. Α., Λεξ., λ. ριζικός, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. ριζικό(ν)).
1) α) Μοίρα, τύχη, πεπρωμένο: εκάλεσεν ο βασιλεύς όλους τους μάγους, αστρονόμους και αστρολόγους και φιλοσόφους ... και ... λέγει τους: ... θέλω να στέκεστεν εδώ έως να γεννηθεί το παιδίον, να μου ειπείτε το ριζικόν του Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 7523· Τον άνθρωπον λέγεις, πως δεν έχει αυτεξούσιον; Ασεβίζεις! Οι ασεβείς λέγουσιν πως είναι ... το ριζικόν, την μοίραν, οπού μου εκάμασι θεάν Πηγά, Χρυσοπ. 318 (2)· εκείνοι οπού ... τύχην, τουτέστιν ριζικόν, λέγουν ότι έχει ο άνθρωπος, ... να κανονίζονται χρόνους πέντε Μαλαξός, Νομοκ. 418· (συχν. με τα επίθ. καλό, πικρό, κακό, άτυχο, άπονο κλπ.): θωρούμεν ότι ριζικόν καλόν και τύχην έχεις Συναξ. γαδ. (Moennig) 69· Ο Τάρειος πολλά αρίθμητα φουσσάτα ήφερεν απάνω μας· αμή το φουσσάτον το πολύν ουδέν νικάει, αμή το καλόν εριζικόν νικάει Διήγ. Αλ. E (Lolos) 24925· Δεν έχω παραπόνεσην απού σέναν| αμμέ ’πού το πικρόν το ριζικόν μου Κυπρ. ερωτ. 212· τούτον τον πόνον μ’ έδωκεν … το ριζικόν μου το κακό Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 380· τ’ άτυχό μας ριζικό Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ´ 290· τ’ άπονον ριζικό μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [339]· (σε αναδίπλωση με τη λ. μοίρα, τύχη κλπ.· βλ. όμως και A. F. van Gemert [Mαρίνος Φαλιέρος, Iστορία και Όνειρο, σ. 24-25]): Ως δε είναι τα εριζικά κι η τύχη των ανθρώπων,| άλλα σκοπούσιν να γενούν και άλλα τους ευρίσκουν Χρον. Μορ. P 5627· κι αγανακτά την μοίραν του, και κλαι το ριζικόν του Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 182· εβάραινε στο ριζικό και στην πρικιά της μοίρα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ´ 734· τούτον τον πόνον μού ’φερεν η τύχη μου η καμμένη,| το ριζικόν μου το κακόν ετούτο μου προξένει Σαχλ., Αφήγ. 605· Λοιπόν την τύχην μέφου αυτήν, ψέγε το ριζικόν σου Ντελλαπ., Ερωτήμ. 81· Το ριζικό κι η μοίρα σας πάντα ας παιδογγονούσι Στάθ. (Martini) Γ́ 521· προκ. για τον τροχό της τύχης (για μεταβολή, αλλαγή μιας κατάστασης, βλ. και έκφρ. 4): Λίγος καιρός απέρασε, άρχισε να γυρίζει| ξανέστροφα το ριζικόν κι η τύχη ν’ αφανίζει Βεντράμ., Φιλ. 254· εγύρισεν το ριζικό κι η τύχης με τα πάθη Βεντράμ., Φιλ. 314· Εγύρισεν το ριζικόν του αφεντός του δούκα| να ανέβη εις το πλεότερον, την αφεντίαν να επάρει Χρον. Τόκκων 2017· σε μεταφ.: φυσούσι και τα ριζικά σαν κάνου κι οι γιανέμοι Στάθ. (Martini) Ά 64· με εγέλασεν το εριζικόν μου και εφάνη μου ώσπερ της όχεντρας το φαρμάκιν! Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2599· μεστό το ’πωρικό του ριζικού σου Πιστ. βοσκ. I 2, 132· σε προσωποπ.: Το ριζικό ’μαι, ως βλέπετε Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β´ 25· Τα ονόματά μου είνιαι πολλά: Τύχη πολλοί με κράζου| κι άλλοι πάλι Ριζικό και Μοίρα μ’ ονομάζου Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 18· εφάνη μου στον ύπνο μου κι ήλθε το Ριζικό μου Φαλιέρ., Ιστ.2 9· Με τι ρούχα περβατεί ενδυμένον τούτο το καλόν ριζικόν, διά να ημπορέσω εγώ να το γνωρίσω ...; Μπερτολδίνος 101· σε αποστροφή: Ω μαυρισμένο ριζικό, ω τύχη θαμπωμένη Λίμπον. 405· Ωφού, πρικύ μου ριζικό κι αντίδική μου μοίρα,| πόσα γοργό μ’ εκάμετε νύφη γιαμιά και χήρα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 485· Ω ουρανέ, ω ριζικόν, εις ποίον μπορώ να ’λπίσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1179]· Καταραμένο ριζικό! Στάθ. (Martini) Ά 83· σε (γαμήλιες) ευχές: ας είναι καλοπόδαρο πολλά το ριζικό σας Φορτουν. (Vinc.) E´ 351· Το ριζικό κι η μοίρα σας στη δόξα να ριζώνου,| βλαστούς να ρίκτου της τιμής, στον κόσμο να ξαπλώνου (παραλ. 2 στ.) Το ριζικό κι η μοίρα σας να αθιού μαργαριτάρια (παραλ. 11 στ.). Το ριζικό κι η μοίρα σας να τρέχουσι μοσκάτα,| και πάντα νά ’ναι τα βουτσά, να πίνομε, γεμάτα Στάθ. (Martini) Γ́ 509, 513, 525· σε παροιμ. φρ. (βλ. και Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. Παροιμ. σ. 774-782]): όποιος σε φτωχότητα αναθραφεί, ... (παραλ. 1 στ.) ... κι αν τρώγει κι αν κοιμάται,| του ριζικού την όργητα ποτέ δεν τη φοβάται Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 620· οι φρόνιμοι πολλές φορές τα δύσκολα νικούσι·| κι οπού κατέχει και γροικά, εις έτοια πάθη α λάχει,| αντριεύγει και κερδαίνει τη του ριζικού τη μάχη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 692· Ω ριζικό ακατάστατο, αναπαημό δεν έχεις,| μα επά κι εκεί σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις.| Όντε στα ύψη μας πετάς, τα χαμηλά γυρεύγεις,| κι όντε μας δείχνεις το γλυκύ, τότε μας φαρμακεύγεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 717· δεν είν’ στον Άδη ριζικά, δεν είν’ στον άδη μοίρες,| δεν είν’ στον Άδη κέρδητα, και σώνει σ’ ό,τι πήρες Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 1033· β) καλή, ευνοϊκή τύχη: Ο Φλώριος είχεν ριζικόν και ήτον επιδέξιος Φλώρ. 668· ουδέν έχουν ριζικόν να έχουν καλόν αφέντη Χρον. Μορ. P 7946· ει μεν τους έλθει το ριζικόν τον πόλεμον κερδίσουν,| ελπίζουν να ενεμείνουσιν της Ρωμανίας αφέντες Χρον. Μορ. H 3692· τον Θεόν πρέπει να ευχαριστάς ομοίως και το ριζικόν σου Χρον. Μορ. H 280· (εδώ σε αναδίπλωση): Εβασίλευσεν αυτός εις ευτυχίαν και ριζικόν των Ρωμαίων Hist. imp. 1· γ) κακή, δυσμενής τύχη, ατυχία: ως είδεν (ενν. ο μισίρ Ντζεφρές) γαρ το εριζικόν, τον θάνατον του κόντου,|ανέλαβεν την υπόθεσιν το του πασσάτζου εκείνου Χρον. Μορ. H 167. 2) (Προκ. για ανύπαντρη κοπέλα) γάμος, τυχερό: την ομορφιά της καταλεί και φθείρετ’ η καημένη (ενν. η κοπελιά)·| κι εις τέτοιον τρόπον το λοιπόν χάνοντας τον καιρόν της,| ομάδι με την νιότη της χάνει το ριζικόν της Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1080]· ΣΤΑΘΗΣ: Θα ξετελειώσω την παντρειά τση Φέντρας μου, να ζήσω,| ΑΛΕΞΑΝΤΡΑ: (παραλ. 2 στ.) Σήμερο εθώρουν απατά, να ζήσω, τ’ όνειρό ντης,| μόνο γιατ’ είναι ογλήγορα, θαρρώ, το ριζικό ντης Στάθ. (Martini) Ά 236. 3) Ρίσκο, κίνδυνος: της μάχης τα εριζικά κοινά είναι εις τους πάντας Χρον. Μορ. H 5525· ου ξεύρεις εις εριζικόν κοίτεται η στρατεία;| κι όποιος εξεύρει μηχανίαν και πράττει με πονηρίαν| τους αντρειωμένους καταλυεί κι επαίρνει την αντρείαν τους Χρον. Μορ. H 4904· και όταν ήλθε ο Δαβίδ ομπρός εις τον Σαούλ και ηβλέπει τον έτσι νέον έμορφον, ... τον εψυχοπονέθη και δεν ηθέλησε να τον βάλει εις το ριζικόν, να μην τον σκοτώσει ο Γολιάθ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 190r· Και τότες λέγει ο Ιούλιος: Αδελφοί και φίλοι, ει τις θέλει να πάγει, ας υπάγει εις καλήν ώραν, και είτις θέλει να μείνει, ας μείνει ... Και πολλοί απ’ αυτούς εμίσεψαν, αμή οι περισσότεροι έμειναν μετ’ αυτόν εις το ριζικόν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 222v. 4) Μερίδιο, μερτικό: χρυσάφιον … και σπίτια θαυμαστά … έλαχαν εις το ριζικόν της πολυαγαπημένης μου θυγατρός, και τα άλλα πάλιν κρύβω τα διά τα άλλα μου παιδία Διγ. Άνδρ. 36018· να υπάμεν την νύκτα να τον πλακώσομεν εύκολα και εξαφνικά. ... Και η κόρη εκείνη η ωραία να είναι εις το ριζικόν σου, σένα, Ιωαννίκιε, να την έχεις διά το γήρας σου Διγ. Άνδρ. 38429. Η γεν. του ριζικού ως επίρρ. (τροπ.) = στην τύχη (για τη σημασ. βλ. Αλεξίου [Ερωτόκρ. σ. 431], Ξανθουδίδης, [Ερωτόκρ. σ. 683], Kahane, Ill. Class. St. 3, 1978, 216-17): Παν τα μαντάτα εδώ κι εκεί, παντόθες το μαθαίνου,| πολλοί κινούν του ριζικού κι εις τα φουσσάτα πηαίνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 872. Εκφρ. 1) (Συν. με προηγ. αν γένηται/γίνεται/λάχει) από/απού (αφορμάς του) (ε)ριζικού, από/απού κανέναν ριζικόν, διά κανενός ριζικού, εις/με κανέναν ριζικόν = (αν) κατά τύχη (συμβεί) (βλ. και από I 17 φρ.): Εάν γίνεται από ριζικού ότι έναν μου αμάλωτον ένι αστενής απού κοιλιακόν ... Ασσίζ. 43412· Εάν γένηται απού ριζικού ότι είς κλέπτης εμπαίνει εις κανέναν σπίτι ... Ασσίζ. 1905· ... ειδέ απού αφορμάς του ριζικού, ουδέν ένι εκείνος κρατούμενος ... Ασσίζ. 2948‑9· αν λάχει από του εριζικού τον πρίγκιπα να πιάσεις,| κι αφόν τον πιάνεις, έχε τον, κερδαίνεις και τον τόπον Χρον. Μορ. H 4969· Εάν γένηται από κανέναν ριζικόν ότι ... Ασσίζ. 1824· Εάν γένηται από κανέναν κακόν ριζικόν ... Ασσίζ. 16218· αν γίνεται απού κανένα κακόν ριζικόν, ότι ο υιός ού η κόρη βάλλει χείραν επί τον πατέρα του ... Ασσίζ. 43812· Εάν γένηται ότι απού κανέναν ριζικόν ... Ασσίζ. 10721· Εάν γίνεται διά κανενός ριζικού ότι οκάτινες άνθρωποι, ού οκάτινες γυναίκες, παίρνει ού κλέπτει τας όρνιθάς μου ... Ασσίζ. 45023· Εάν γένηται εις κανέναν ριζικόν ότι ... Ασσίζ. 1775· Εάν γένηται με κανέναν ριζικόν ... Ασσίζ. 14031. 2) Διά του ριζικού μου, του κλπ., διά/με το ριζικόν/ρίζικόν μου, του κλπ. = για/κατά καλή/κακή μου, του κλπ. τύχη (βλ. και σημασ. 1β, 1γ): εάν εκείνος ο βαπτισμένος, ή βαπτισμένη είχαν κάμειν αφού ελευθερώθησαν, χωρίς πράγμα του κυρίου τους, αμμέ παρά του νου τους, και διά του ριζικού της ... ορίζει το δίκαιον ότι όλον να ένι των τέκνων του εκείνον το είχεν, με δίκαιον Ασσίζ. 14511· διά τα γραψίματα, απού έπεψα, ετραβενίασεν το σκάνταλον, διά το ρίζικόν μου. Έχετε ολλίγην απομονήν! Βουστρ. (Κεχ.) Β 3019‑10· ο είς έχει πλείον παρά τον άλλον απέ τό έκαμεν, ... ή εδόθην του, ή εύρεν τα με το ριζικόν του Ασσίζ. 1694. 3) Εις εριζικόν = στην τύχη: Μετά μεγάλης των χολής, μετά πολλής πικρίας| υπάγουσι εις εριζικόν όπου και ως τους ρίψει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 13056. 4) Κύκλος του ριζικού, βλ. κύκλος 5 έκφρ. Φρ. Σύρε εις το (ε)ριζικό(ν) (το δικό) μου/πάγω στο ριζικό σου (προκ. για εκτέλεση διαταγής, βούλησης ανωτέρου): σύρε, όπου εύρεις τον υιόν του Φιλίππου τον Αλέξανδρον, και να μου τον φέρετε εις την βασιλείαν μου ... Και σύρε εις το ριζικό το δικό μου και ο Θεός της Περσίας μετά σου Διήγ. Αλ. G 2698‑9· σύρε εις το εριζικόν μου και ο θεός της Περσίας να ένι βοηθός σου Διήγ. Αλ. E (Lolos) 24320· Με δύναμιν του Ιησού Χριστού πάγω στο ριζικό σου,| αυθέντα μου εκλαμπρότατε, ο δούλος ο δικός σoυ Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2115.ροδόσταγμα- το, Μυστ. 53, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 567, Δεφ., Σωσ. 278, Διγ. Άνδρ. 37521, 37821, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 6, 37, 38· ροδόσταγμα(ν), Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 567· ροδόσταμα, Καλλίμ. 325, Ιατροσ. 2192, 93, Διγ. (Trapp) Gr. 1832, 2376, 2494, Διγ. Z 2809, 2938, Σαχλ., Αφήγ. 763, Πένθ. θαν.2 73, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 124, Ψευδο-Σφρ. 29222, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 237, 268 (δις), Διγ. O 1193· ροδόσταμα(ν), Ιατροσ. 24185, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 402, Ερωτοπ. 349, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.), 316 κριτ. υπ., 579 κριτ. υπ., Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 874· ροδόσταμαν, Καλλίμ. 329, Διγ. Z 1204, Αχιλλ. L 524, 526, 689, Αχιλλ. (Smith) N 842, 1059, 1854, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 7318, 791, Διγ. Άνδρ. 33932, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 856· ροδόσταμμα.
Το μτγν. ουσ. ροδόσταγμα (TLG). Τ. ροδόσταγμαν πιθ. τον 4.-6. αι. (TLG, πβ. και LBG λ. ροδόσταγμα) και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.). Ο τ. ροδόσταμα (με προληπτική αφομ. του ‑γ‑ και απλοποίηση των όμοιων συμφώνων, πβ. Apostolopoulos, Καλλίμ. 22-3) στο Du Cange (και App.) και σήμ. Ο τ. ροδόσταμαν και σήμ. στο ιδίωμα του Πόντου (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. ροδόσταγμαν). Πληθ. ροδοστάματα στο Meursius. Τ. ροδόστεμμαν σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Χατζ., Λεξ.). Η λ. και σήμ.
1) Aρωματικό απόσταγμα από ροδοπέταλα, το ροδόνερο (για το πράγμα βλ. Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Β́ 55, Γεωργιάδης, Λαογρ. 15, 1953, 122-4)· χρησιμοποιείται: α) ως άρωμα, μύρο: αλείφομεν τας αγίας εικόνας και με ροδοστάματα ώσπερ ήφεραν εκείναι (ενν. αι Μυροφόραι) τα αρώματα εις τον Χριστόν να τον αλείψουν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 392v· μέχρι των εις τον ναόν του αγίου Νικολάου οσπιτίων απήλθομεν, της μεν οδού πάσης κατεστρωμένης πάντων ανθέων και ευκοσμίας και από τα εκ δεξιών και αριστερών οσπίτια πάντων ραινομένων διά ροδοσταμάτων και ρόδων Σφρ., Χρον. (Maisano) 6217· (εδώ σε ιδιάζ. χρ.): Τον πεπονόσπορον πάλιν βάνε εισέ ζάχαρην και ροδόσταμα να μοσκεύουσι να γένουν πεπόνια γλυκύτατα και ευωδέστατα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 210· β) για φαρμακευτική χρ.: Περί αρρώστων πόνον. Πράσου χυλόν με το ροδόσταμαν άλειφε Ιατροσόφ. (Oikonomu) 9012· Οπόταν είναι ο πόνος των ματίων από θέρμην ... να πάρεις αυγόν και ροδόσταγμα να τα ταράξεις, να γένει ωσάν αφρός, να βάλεις εις τα μάτια μέσα και έξω Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 5· Περί εξοχάδων ... Στούπισον φύλλα κισσού τρυφερά και τειάφιν και τρώγε τα νηστικός με ροδόσταμα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 234· (εδώ σε αποτροπαϊκή χρ.): εις παιδίν μικρόν οπού κάθεται και κλαίει και από του φόβου του τρέμει, γράψον και κρέμα τον (ενν. τον ψαλμόν) ώσπερ φυλακτόν μετά ζαφαράδος και μόσχου και ροδοστάματος Ιατροσ. 24181· (ως αντίδοτο κατά της λιποθυμίας): και τάχα ολιγοθύμησεν, έπεσεν προς την κλίνην,| ροδόσταμαν τον έβρεξαν και ευθύς ανασηκώθη Ημερολ. 128· Τότε πάλιν τον Φίλαρμον, τον κάλλιστον των νέων,| ροδόσταγμα τον βρέχουσι διά να συμφέρει ο νους του Βέλθ. 84· Σαν είδασιν αι σκλάβες των τες δύο αυτού σουλτάνες| εκεί κάτω στο έδαφος εσκούζασιν ...| Έλεγαν ... ροδόσταμμα να φέρουν,| ως να τες περιχύσοσιν στο πρόσωπον, συμφέρουν Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 835. 2) (Συνεκδ.) απόσταγμα με παρόμοιες χρήσεις και από άλλα άνθη, το ανθόνερο (η σημασ. και σήμ. στην Κύπρο, Σακ., Κυπρ. Β́ 771, καθώς και σε κυπρ. δημ. τραγ., Λουκά, Γλωσσάρ., λ. ροδόστεμμαν): Το δε ροδόσταμα οπού γίνεται με το άνθος του κίτρου, είναι χρήσιμον φάρμακον κατά του λοιμού, ήγουν όταν είναι θανατικόν να το αλείφεσαι εις το πρόσωπον να πίνεις και ολίγον η πανούκλα δεν σου εγγίζει Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 213· Και η κόρη με τον άγουρον μόνοι των στο κουβούκλιν| φιλούν και οι βάγιες ραίνουν τους μετά ροδοσταμάτων Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 584. — Βλ. και ροδόσταμον.ρουθούνι- το, Πεντ. Γέν. II 7, III 19, VII 22, XXIV 47, Έξ. XV 8, Δευτ. XXXIII 10· αρθούνι, Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 273-29 χφ P κριτ. υπ., Χούμνου, Κοσμογ. 1372, Κατζ. Γ́ 70, Δ́ 22, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1657, 1934, Στάθ. (Martini) Ά́ 118, Διήγ. ωραιότ. 803, 913, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 475, Τζάνε, Κατάν. 39· ξαρθούνι, Πηγά, Χρυσοπ. 223 (40)· ορθούνι, Επιστ. Barozzi 361, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 263· ρουθούνι(ν), Σπανός (Eideneier) D 1786, 1792, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 566, Φυσιολ. (Legr.) 16, Θησ. Ή́ [98], Ί́ [416], Ιατροσόφ. (Oikonomu) 8120, Ζήνου, Βατραχ. 377, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 773, Διήγ. πανωφ. 58, 60· ρουθούνιν, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 132· ρουθούνιον, Φυσιολ. (Legr.) 81· ρωθούνι, Ιων. II 6· ρωθώνιον, Ορνεοσ. 57821, 58127, 5822, 6.
Από το ουσ. ρωθούνι (<ρωθώνιον με αφομ. ‑ω‑ σε ‑ου‑, βλ. Μωυσιάδης, Ετυμ. 101· βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 307). Ο τ. αρθούνι στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Β́ 258, Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ., κ.α.). Για τον τ. ξαρθούνι πβ. σημερ. ιδιωμ. λ. ξαρθουνέα (Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.). Ο τ. ορθούνι και σήμ. ιδιωμ. (Κονδυλάκης, Κρ. Λεξιλ.)· βλ. και LBG. Ο τ. ρουθούνιν και σήμ. ιδιωμ. (Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Ο πληθ. ρωθούνια στο Meursius. Τ. ουρθούνι στο Somav. (λ. ρουθούνι), και ουρθού#19 σήμ. ιδιωμ. (Δουγά-Παπαδ.-Τζιτζιλής, Γλωσσ. ιδίωμ. ορ. Πιερίας).T. ρωθώνιν το 13. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.). Ο τ. ρωθώνιον (υποκορ. του ουσ. ρώθων, που απ. στον Ιπποκράτη, TLG) τον 7. αι. (LBG) και στο L‑S Κων/νίδη· ο πληθ. ρωθώνια στο Du Cange. Η λ. και σήμ.
Ρουθούνι, καθένα από τα ανοίγματα της μύτης απ’ όπου εισέρχεται ο αέρας: Και έσωσέν τον η οσμή εις τα ρουθούνια Σπανός (Eideneier) Α 272· Το βλέμμα αυτού (ενν. του Βαϊμούντου) ακαταδεξοσύνην σημαίνον, η μύτη αυτού και τα ρουθούνια ανοικτά. Συνήργει γαρ η φύσις διά την πλατύτητα του στήθους ίνα ώσιν ανοικτά διά το ίνα εξέρχηται ο από της καρδίας κινούμενος άνεμος Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 412· Απού τ’ αρθούνια εκίνησε και τ’ άγιον του το στόμα (ενν. του Ιησού)| κι εγέμισε η μούρη του και το κορμίν του το αίμα.| Τα χέρια του πιστάγκωνα έχου σφικτά δεμένα,| στον άγιον του το σφέντυλα είχα διπλή καδένα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3114· Καύσε αβγόφυλλα, βάλε τα εισέ ολίγον ξίδι δριμύ να κάμουν έως να ξηρανθεί το ξίδι και τότε τα τρίψε να γένουν σκόνην και από ταύτην φύσα με μασούρι εις το αρθούνι οπού τρέχει το αίμα, και στένεται Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 241· αναφυσά (ενν. ο ιέραξ) και εκβάλλει από των ρωθωνίων αυτού υγρά Ορνεοσ. 58128-29. Φρ. 1) Η ψυχή μου ήλθεν εις τα ορθούνια μου = κόντεψα να πεθάνω: τρεις ημέρες εγύρευα νερόν και δεν ηύρα,| η ψυχή μου εις τα ορθούνιά μου ήλθεν διά να έβγει,| και γαρ άδικος θάνατος μετά μένα παλεύει Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 991. 2) α) Ρουθούνι δεν απόμεινεν = δεν έμεινε κανένας ζωντανός (πβ. νεοελλ. φρ. δεν έμεινε ρουθούνι): Ρουθούνι δεν απόμεινεν, όλους τους είχε πάρει| εκ του Πασά το κάτεργον δεν έμεινε ποδάρι Άλ. Κύπρ. 2474· β) ρωθούνι μη γλυτώσει! = (προκ. για εντολή εξάλειψης κάπ. ομάδας ανθρώπων) να μη μείνει κανένας ζωντανός: Και διά τούτο έκαυσα τα ξύλα και τα πλοία| διά αύτες τες δύο αφορμές …| ή να κερδίσομεν ημείς, να πάρομεν τον τόπον,| ή να χαθούμε παντελώς, ρωθούνι μη γλυτώσει Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 289.σαλιβάρι- το, Θησ. Έ́ [793], ΣΤ́ [173], Ή [597], Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 118r, Λεξ. Μακεδ. 109, Χρον. σουλτ. 402, Βίος Δημ. Μοσχ. 353, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1810 κριτ. υπ., 1916 κριτ. υπ., Καλόανδρ. (Δανέζης) 55 (32v), Ροδινός (Βαλ.) 72· σαλιβάρι(ν), Δαμασκ. Στουδ., Θησαυρ. 194, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 1129, Ιστ. Βλαχ. 1673, Hagia Sophia ω 5145, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 386· σαλιβάριον, Μπερτολδίνος 107 δις· σιλιβάρι, Διγ. O 215, 2779.
Από το ουσ. σαλιβάριον (<υστλατ. salivar/salivarium (Blaise, Lex. Lat. Med.) - salivaris (Du Cange, Lat.)). Πβ. λ. σαλίβι σήμ. ιδιωμ. (Τάκη, Αγραφ.). Ο τ. σαλιβάριν σε έγγρ. του 13. αι. (Act. Xér. 9Α21, 9Β30). Ο τ. σαλιβάριον τον 5. αι. (Lampe, Lex.· πβ. όμως LBG, στη λ.) και στο Meursius. Ο τ. σιλιβάρι στο Du Cange (γρ. σηλιβάρι, λ. σαλιβάρι) και σήμ. ιδιωμ. (Άμ., Χιακ. Χρον. 6, 1925, 60). Τ. σαλ́βάρ (Κοντονάτσιου, Διάλεκτ. Λήμν. 383) και #13α#17βάρ’ σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Ά́ 336). Η λ. στο Meursius (γρ. σαλυβάρι), σε κείμ. του 18. αι. (Μουσουλμ. χφ. σ. 133) και σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, Πανταζ., Κεφαλ.-θιακ., Λάζαρης, Λευκαδ., σαλ(ι)βάρι)· βλ. και ΑΛΝΕ.
α) Χαλινάρι: Και ο Μουράτης, οπού εστεκέτονε εις το πλάγι του βουνού, …, ως είδε πως ετσακίσανε το φουσσάτο του και είδε τους χριστιανούς οπού ερχόντησάνε απάνω του, … εβουλήθη να φύγει. Και ένας από τους ανθρώπους οπού είχε κοντά του τον έπιασε από το σαλιβάρι του αλόγου του και του είπε: «Στάσου, ότι τώρα σε σκοτώνω», λέγοντάς του: «Και πού αφήνεις το φουσσάτο σου και θες να φύγεις; Αμή κάμε καρδία και σταμάτησε». Τότε εστάθη και στανίο του Χρον. σουλτ. 7237· Κι ο γενεράλες ήτονε απάνω στο μουλάρι,| στο ’να του χέρι το σπαθί, στ’ άλλο το σαλιβάρι| εκράτιε, κι όλο χούγιαζε κι έτρεχεν άνω κάτω| μονάχα να μηδέ χαθεί το χστιανικό φουσσάτο Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20516· (σε παρομοίωση): Ο Πλάτωνας έλεγεν, πως η ψυχή του ανθρώπου είναι ωσάν ένα αμάξι με τέσσερις τροχούς. Και το σέρνουν δύο άλογα ... και πρέπει ο αμαξάρης να κρατεί εις το ένα του χέρι το σαλιβάρι, διά να κοντοστατεί εκείνο οπού παρατρέχει, εις το άλλο του χέρι την βέργαν, διά να αναγκάζει το οκνιάρικον να περπατεί Ροδινός (Βαλ.) 72· β) (ειδικ.) το εξάρτημα του χαλιναριού που τοποθετείται στο στόμα του υποζυγίου: Όταν γουν έμελλον να τους φέρουν (ενν. τους νέους) εις τον τόπον της καταδίκης, επρόσταξε (ενν. ο Καμβύσης) να εβγάλουν πάλιν τους πατέρας τους έξω, να τους βλέπουν. Και δη τους επέρασαν όλους απεμπροσθάς τους, δεμένους τον τράχηλον με σχοινίον, και εις το στόμα έχοντες σαλιβάρια, ως άλογα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 250.σγουρός,- επίθ., Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 2091, Ερμον. Δ 199, Χρον. Μορ. H 1468, 1488, Θησ. Ϛ́ [305], Πηγά, Χρυσοπ. 335 (7), Πιστ. βοσκ. I 5, 23, 78, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 133, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 163, S 177, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5304, 11, 6355, 6439, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 907, Στάθ. (Martini) Πρόλ. 28· σγούρος, Διγ. (Trapp) Gr. 4, Ερμον. Δ 190, Χρον. Μορ. H 1528, Χρον. Μορ. P 1488, 1528, Ιστ. Ηπείρ. XL7, XLI2, 4, Χρον. Τόκκων 54, 919, 1055, 1072, 1113, κ.π.α., Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2930.
Αβέβ. ετυμ. Κατά Γεωργακ., Αθ. 47, 1937, 37-52 από το επίθ. *σβουρός <σβουρόμαλλος. Ο τ. το 12. αι. (LBG· ως επών. ήδη σε έγγρ. του 11. (Caracausi, λ. Σγουρός, Act. Lavr. I 371) και 14. αι. (Act. Lavr. II 109485, Act. Ivir. III 74200, IV 87Α113, Β124)), σε σχόλ. (TLG) και ως ουσ. σήμ. ιδιωμ. (Τσιτσέλη, Κεφαλλ. Σύμμ. 433). Τοπων. Σγούρου, τα, σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Η λ. ως επών. σε έγγρ. του 11. (Βραν. Ε., Βυζ. έγγρ. Πάτμου Α′ 48Β225), 12. (Caracausi, Act. Lavr. I 67102, 107, 115, 6811, Νυσταζ.-Πελεκ., Βυζ. έγγρ. Πάτμου Β′ 5622, 5714, 5925), 13. (Νυσταζ.-Πελεκ., Βυζ. έγγρ. Πάτμου Β′ 6027), 16. (Κρ. συμβόλ. 25), 17. αι. (Κρ. συμβόλ. 79) και σήμ. (Τριαντ., Οικογ. ονόμ. 54). Η λ. τον 8.-9. αι. (TLG), στο Meursius και σήμ.
1) (Προκ. για μαλλιά) κατσαρός, βοστρυχωτός: Ην γαρ η κόρη αληθώς ώσπερ ιστορισμένη·| όμμα γοργόν ενήδονον, κόμην ξανθήν και σγούρον Διγ. (Trapp) Gr. 1304· Αρκίτας ήτονε ψηλός, λιγνός εις το κορμί του (παραλ. 2 στ.) μαλλία του ολόξανθα, σγουρά ’λυσοπλεμένα Θησ. Γ́ [504]· (εδώ προκ. για γούνα με σγουρή τρίχα): εις την τέντα μου ελθών εξέβαλον τα όπλα,| ενεδυσάμην παντελώς, πτενότατον μαχλάμι,| και η χλαμύς εφαίνετο βασιλική πορφύρα·| έβαλον σγούρον κόκκινον, εύμορφον καμηλαύχιν Διγ. A 3717. 2) (Συνεκδ. προκ. για πρόσωπο) σγουρομάλλης: επρόβαλεν από μακρά είς νιος καμαρωμένος·| σγουρός, ξαθός, πολλά όμορφος, που ίσα του δεν εγίνη| άλλος κιανείς και να βαστά την ομορφιάν εκείνη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 285· (σε προσφών.· εδώ ως ουσ.): Στρατιώτη, το γατάνι μου, το τριχογάτανό μου| σύρριζον το ενέσπασαν οι χείρες μου απ’ εμένα| και προς εσέν το απέστειλα να έναι ενθύμησίς σου| και δήσε το εις το τράχηλο, σγούρε, τον εδικό σου Λίβ. Va 3754. 3) (Προκ. για φυτό) φουντωτός, πυκνόφυλλος, με μικρά πυκνά φύλλα: Έχομε (ενν. ’ς τση Κόλασης τα μέρη) βρόμους μυρωδιά, σα να ’τανε σταθώρι,| έχομε βούρκα και πηλά το βρόμο γεμισμένα,| αντίς σγουρούς βασιλικούς σκουλήκια φυτεμένα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 601· (εδώ μεταφ.): Μα αληθινά θαμάζομαι πώς δεν πονεί η ψυχή σου| με τέτοιο γέρον άνθρωπο να σμίξεις το παιδί σου,| και ένα σγουρό βασιλικό ομορφοκαμωμένο| εις ένα κακοτσίκαλο θα βάλεις σαπημένο Φορτουν. (Vinc.) Β́ 493. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = τα (κατσαρά) μαλλιά: Ώρες στα φρούδια χώνομαι (ενν. εγώ, ο Έρωτας) μιας κορασίδας κι ώρες| τσ’ αλλής εις τα ματόκλαδα γή μέση ’ς τσι δυο κόρες| των ομματιώ γή στα γλυκιά χείλη τα κοραλλένια| γή στα σγουρά τση κεφαλής τα παραχρουσωμένα Πανώρ.2 Έ 52. Η γεν. ως τοπων.: Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5684. Η λ. και ο τ. ως επών.: Χρον. Μορ. H 1468, P 1468. Ο τ. ως κύρ. όν.: Χρον. Τόκκων 54.σελοχαλινώνω,- Hist. imp. 79, Διγ. Z 1150, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 576, Διήγ. Αλ. V 56, Απόκοπ.2 6, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1205, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 1128, Σταυριν. 525, Διγ. Άνδρ. 33834, Διγ. O 881.
Από τα σελώνω και χαλινώνω. Τ. σελλοχαλινώννω σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́́ 779). Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ.), καθώς και στο ΑΛΝΕ.
(Προκ. για άλογο) βάζω σέλα και χαλινάρι: Ο Αλέξανδρος μία γουν των ημερών … επήρε σέλα και εσελοχαλίνωσεν το άλογον … και εκαβαλίκευσεν και εκίνησεν Διήγ. Αλ. F (Lolos) 31. H μτχ. παρκ. ως επίθ. = (για άλογο) που έχει σέλα και χαλινάρι· με πλήρη ιπποσκευή: Άκουσον τι τον έστειλεν τον βασιλέα η κόρη: άλογα έστειλεν εκατόν σελοχαλινωμένα,| τα χαλινάρια μάλαγμα και οι σέλες με τ’ ασήμι Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 1144· Και εδώρισέν του φαρίν άσπρον αράπικον σελοχαλινωμένον όλον χρυσομάργαρον και πολυτίμητα λιθαρόπουλα Διήγ. Αλ. F (Konst.) 14822‑3· (εδώ προκ. για μουλάρι): Ο δε του Ακρίτη πενθερός … (παραλ. 2 στ.) χαρίσματα οικονόμησεν ότι να του αποστείλει:| Δώδεκα πάρδους διαλεκτούς από Συρίαν απέσω,| μουλάρια δώδεκα βλαττίν σελοχαλινωμένα, … Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1074· (εδώ σε σχ. αδύνατο): σελοχαλινωμένο βουβάλι με τα ποδόλουρα Σπανός (Eideneier) Β 114. (συνεκδ. προκ. για έφιππο): ετοιμοπόλεμος: Γλήγορα πέμψ’ ανθρώπους σου όλους αρματωμένους,| να ’χουσι σπαθοδόξαρα, σελοχαλινωμένους,| να δυνηθούν να στρέψουσιν οπίσω στο σκαμνί σου,| λέγω την θυγατέρα σου, και να ’χεις την τιμή σου Αιτωλ., Βοηβ. 107.σινί(ον)- το, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 1115.
Αντιδ. από το τουρκ. sini <σινίον (απ. τον 4. αι. (TLG) καθώς και στον Ησύχ.· βλ. και Καραποτόσογλου, Ετυμ. κυπρ. 426-7, ΛΚΝ). Η λ. στον τ. σινί στο Somav., σε έγγρ. του 17. (Κώδ. Σισανίου (Πανταζόπ.) 2335, 4442), 18. (Κώδ. Σισανίου (Πανταζόπ.) 7231, 887, 9516, Σκουβαρά, Ολυμπιώτ. 435, Κυριακ., Μακεδ. 2, 1941, 680, 681), 19. αι. (Σιγάλας, Μακεδ. 1, 1940, 306, 307, Κυριακ., Μακεδ. 2, 1941, 684, Τσάρας, Μακεδ. 7, 1967, 249) και σήμ.· βλ. και LBG (λ. σινίον).
Μεγάλο, στρογγυλό χάλκινο ταψί: δέκα άλογα τον (ενν. Αλέξανδρον) έστειλαν (ενν. οι άρχοντες) και δέκα καμουχάδες, (παραλ. 1 στ.) δέκα μέτρα καλόν κρασί και πρόβατα δεκάρι,| δέκα ογδία ζάχαριν και δέκα σινία μέλι Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 797.σιχασμός- ο, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 718.
Από το ουσ. σικχασμός (απ. στον Ευστάθιο και σε Γλωσσ.).
Σίχαμα (βλ. ά.): εσύ ’σαι καλοκαιρινόν πανένδοξον παγώνι,| κι εγώ είμαι ο σιχασμός και μύσασμα του κόσμου Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 706.σκαμνίον- το, Αρσ., Κόπ. διατρ. [459], [461], [502]· σκαμνί, Χρον. Μορ. Η 490, 623, 788, Χρον. Μορ. Ρ 1906, Χρον. Τόκκων 1524, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2892, Αλεξ.2 2833, Θησ. Ζ́ [1364], Διήγ. Αλ. G 27520, Χρον. σουλτ., 346, 4323, Στ. Βοεβ. 34, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 259, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 4865, 62620, Σταυριν. 135, 415, 487, 725, Ιστ. Βλαχ. 83, 374, 656, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 326, Μαρκάδ. 230, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κά́ 12, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2566, 3972, κ.α.· σκαμνίν, Καλλίμ. 517, 519, 528, Χρον. Μορ. Ρ 6187, Θρ. πατρ. Ο 5, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ.Κων/π. 238, 485, Ουζούχασαν 24 δις, Byz. Kleinchron. Á́ 25777, 47830, Απόκοπ.2 301, Διήγ. Aλ. Ε (Konst.) 8713, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 8614, Διήγ. Αλ. Ε (Lolos) 2732, Άσμα Μάλτ. 1, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 3, Καβαλίστας 69, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Β 60, 262, 628, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 9, 80, 291, 639, Παλαμήδ., Βοηβ. 331, 618, κ.α.
Από το μτγν. ουσ. σκάμνον (L‑S Suppl., <λατ. scamnum) και την υποκορ. κατάλ. ‑ίον (βλ. και Kahane, Sprache 519). Ο τ. σκαμνί στο Βλάχ. (γρ. σκαμνή) και σήμ. Ο τ. σκαμνίν τον 7. αι. (TLG) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Η λ. τον 4. αι. (TLG) και στο Du Cange (λ. σκάμνον).
1) α) Χαμηλό ξύλινο κάθισμα χωρίς ράχη, σκαμνί: Είδα κι εφέρασι σκαμνιά, να κάτσουν οι νοδάροι· |κοντύλι εκράτειν ο καθείς, χαρτίν και καλαμάρι Απόκοπ.2 473· ήδωκα (ενν. του υιού μου του Μάρκο): ... πιθάρια, σκαμνιά ... κρασολάγηνα, σκουτέλια, πάσα μασσαρία σπιτιού, υπέρπυρα ή́ Ολόκαλος 17341· σκαμνί διά να κάθεται Σπανός (Eideneier) D 1699· β) υποπόδιο· (εδώ μεταφ.): κάθου εκ δεξιών μου, έως οπού να βάλω τους εχθρούς σου σκαμνί εις τα ποδάρια σου Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. β́ 35· γ) (ειδικ.) κάθισμα στο οποίο κάθεται η επίτοκος για να γεννήσει (για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 22 σημ. 4): Η τίκτοντα υπεστείρωσε κι εκ τα σκαμνιά εσηκώθη,| και όπου έσπειρεν, εθέρισεν, επλήρωσεν, τό ’πόθει Δευτ. Παρουσ. 347· και είπεν ο βασιλεάς της Αίγυφτος τις μάμμηδες τις Οβραιές …: όνταν μαμμεύγετε τις Οβραιές και να ιδείτε ιπί τα σκαμνιά, αν υιός αυτός και να θανατώνετε αυτόν και αν θεγατέρα αυτή και να ζήσει Πεντ. Έξ. I 16· δ) πεζούλι, χτιστό κάθισμα: Εάν γένηται ... ότι κανείς μπουργέζης ή καμμία μπουργέζαινα βάλλει κανέναν πράγμαν έξω τους τοίχους του εσπιτιού του, ή επάνω σκαμνίου ..., και γίνεται ότι είς άνθρωπος φορτωμένος ξύλα … ή μία καμήλα, ή έναν γονικόν, ή έτερον κτήνος φορτωμένον διαβαίνοντα απαυτού και χαλά εκείνον τόν εκείνος ο μπουργέζης ή η μπουργέζαινα εβάναν έξω του εσπιτιού τους, το δίκαιον και το κείμενον ορίζει ... Ασσίζ. 11119. 2) α) Θρόνος: ο πατριάρχης έκατσεν εκεί εις έν σκαμνίον,| ομοίως και ο βασιλεύς εις έτερον σκαμνίον Αρσ. Κόπ. διατρ. [460]· ανέβη εις το βασίλειον (ενν. η Σεμίραμις) έκατσεν εις το σκαμνίν της.| Άκουσε πώς εσύντυχεν τους άρχοντας εκείνους: ... Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 285· (ως προσφών. της Παναγίας): χαίρε Συ, διότι είσαι του βασιλέως Χριστού η καθέδρα και το σκαμνί Μετάφρ. Ακάθ. Ύμν. 13422· β) (συνεκδ.) β1) εξουσία (βασιλική, ιερατική κλπ): Και πάλιν απεκατέστη εις το σκαμνίν ο Καλοϊωάννης ο Κομνηνός Πανάρ. 633· Το λοιπόν, εις το σκαμνί σου άφησε έναν άρχοντα| να ορίζει την Συρίαν, και παράγγειλε αυτόν| να κυριεύει καλά τον τόπον,| και κάμνε, η αυθεντία σου, ογλήγορα να έλθεις,| να σε ιδούν τα μάτια μου και να διάβει η λύπη Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 1277· Αφότου είδε ο πρίγκιπας του πάπα την συμπάθειον,| χαράς μεγάλας έποικεν και τον Θεόν δοξάζει.| Απαύτου γαρ εμήνυσε να έλθει ο μητροπολίτης,| εκείνος όπου λέγουσι ο της Παλαίας Πάτρας,| ωσαύτως και οι επίσκοποι όπου είναι του σκαμνίου του, ο κομεντούρης του Τεμπλίου, αυτός του Οσπιταλίου Χρον. Μορ. Η 2685· έκφρ. το σκαμνί(ν) της Ρώμης = η Αγία Έδρα: της οικουμένης οι αρχιερείς, Φράγκοι τε και Ρωμαίοι,| οι πατριάρχαι κι οι αρχιερείς, οι πρώτοι της οικουμένης,| επαίρναν την χειροτονίαν έκαστος από εκείνον,| όπου ήτον πάπας κι αρχιερεύς εις το σκαμνί της Ρώμης Χρον. Μορ. Η 793· να λείψουσιν τα σκάνταλα, οι τυραννίες που κάμνει,| κι εκείνος ν’ αναπεύεται εις το σκαμνίν της Ρώμης Χρον. Μορ. Ρ 6140· φρ. (1) αφήνω το σκαμνί = παραιτούμαι από την εξουσία: ο πατριάρχης οπού ήτον, θεληματικώς ζώντος του άφηκε το σκαμνί του, και από τότε άλλον δεν εκάμαμε Ιστ. πατρ. 7915· (1) κάθομαι ή στέκομαι εις το σκαμνίν = ανέρχομαι στην εξουσία, ασκώ εξουσία (βασιλική, ιερατική κλπ): και ήλθεν ο Αλέξανδρος εκ την μεγάλην χώρα,| με δόξαν και ευπρέπειαν, και με την παρρησίαν| εις το σκαμνίν εκάθισεν αφέντης στην Βλαχίαν Ιστ. Βλαχ. 836· απέθανεν ο Σελήμης και εστάθην ο υιός αυτού ο Σουλεϊμάνης εις το σκαμνίν Byz. Kleinchron. Á́ 48241· ο πάπας αγιότατος Γρηγόρης Μπανκομπάννιος,| που κάθεται εις το σκαμνίν, της Ρώμας καπετάνιος,| της Ρώμας και της Βενετιάς, της Φράντσας και της Σπάνιας … Καβαλίστας 14· (3) πιάνω το σκαμνί, βλ. ά. πιάνω φρ. 46)· β2) έδρα της εξουσίας, πρωτεύουσα: εις τα Ιωάννινα δεσπότες αφεντεύαν| και το σκαμνί των δεσποτών στα Γιάννινα ήτον πάντα,| ότι έχει κάμπους έμορφους, αέρα ευλογημένον,| νερά εκ τα καλύτερα όλου του δεσποτάτου Χρον. Τόκκων 2112· Του πρίγκιπα ήτον το σκαμνί η χώρα η Γλαρέντζα,| και ως ήτον βαρικός και στυπτικός ο τόπος,| το καλοκαίρι εδιάβαζεν εκ τα άλλα του τα κάστρη| και εις την χώραν άφηκεν εκ τους εξωχωρίτες·| και ήστεκαν εφύλαγαν όλον το καλοκαίρι Χρον. Τόκκων 540· Είτις βούλεται ίνα πάγει εις του Ουζούχασαν τον τόπον, μάλλον δε εις το σκαμνίν του, όθεν εστίν ο θρόνος της βασιλείας αυτού, ήγουν εις το Ταβρίς, διά να ηξεύρει εις πόσας ημέρας ημπορεί να υπάγει τινάς πεζός και καβαλάρης, γράφω σου ακριβέστατα ούτως Ουζούχασαν 29· β3) επικράτεια δικαιοδοσίας μιας αρχής· βασίλειο, κράτος: Εάν μου πέσει κίνδυνος και αποθάνω εκεί, όλα τα βασίλεια του κόσμου να τα ημοιράσετε τους εμαυτούς σας και το σκαμνί της Μακεδονίας να το φυλάξετε καλά Διήγ. Αλ. V 72· Γλήγορα πέμψ’ ανθρώπους σου όλους αρματωμένους| να ’χουσι σπαθοδόξαρα, σελοχαλινωμένους,| να δυνηθούν να στρέψουσιν οπίσω στο σκαμνί σου,| λέγω την θυγατέρα σου, και να ’χεις την τιμή σου Αιτωλ., Βοηβ. 108. — Βλ. και σκάνιο.σκέπασμα- το, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4351, Διήγ. Αλ. G 28820, Διήγ. Αλ. Ε (Lolos) 2052, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 2042, Πεντ. Έξ. XXII 26, Λευιτ. XVI 2, 14, Αρ. IV 12, 25, Δευτ. ΧΧΙΙ 12, κ.α., Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Β 668, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 683, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 11219-20, Χριστ. διδασκ. 9, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. β́ 4, Παύλ. Κορ. Ά́ ια΄ 15, Β́ γ́ 13, Πέτρ. Καθ. Επ. Ά́ β́ 16· σκέπασμαν, Σαχλ. Β́ (Wagn.) PM 237, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 4010.
Το αρχ. ουσ. σκέπασμα. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. σκέπασμα(ν)). Η λ. και σήμ.
1) (Γενικ.) αντικείμενο που σκεπάζει, καλύπτει κάπ. ή κ. (συν. για προστασία) α) (προκ. για κάλυψη, επίστρωση επιφάνειας): τα άλλα (ενν. οσπίτια) ήσαν χωρίς κεραμίδια, μόνον με πλάκες πλακωμένα και με άλλα σκεπάσματα Ιστ. πατρ. 13715· (μεταφ.): ετότες εβγήκεν απού την καρδίαν μου το σκέπασμα της αμαρτίας και η παχύτητα του σκότους οπού ετύφλωνε την ψυχήν μου εζυγώχθηκεν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3510· στέκεται (ενν. η κλεψιά) χωσμένη| με της τιμής το σκέπασμα Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [731]· β1) (προκ. για ένδυμα): Θωρεί (ενν. η Δέσποινα) το Γιάννη εγδυμνό, τη σάρκαν του δαρμένη (παραλ. 1 στ.). Δίδει του η Μάρθα σκέπασμα, τη σάρκαν του σκεπάζει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3058· β2) (προκ. για κάλυμμα κεφαλής): το σκέπασμά του εξήβαλεν και φρόνιμα απεκρίθη Χρον. Μορ. P 3437· β3) (προκ. για κάλυμμα προσώπου· εδώ μεταφ.): και της Σάρρα είπεν: «ιδού, έδωσα χίλια άσπρα του αδερφού σου· ιδού, αυτός εσέν σκέπασμα ματιών εις όλο ος μετ’ εσέν και με όλους, και να ξελέγχεσαι» Πεντ. Γέν. XX 16· β4) (προκ. για κλινοσκέπασμα): Το στρώμαν του και το σκέπασμά του ήτον από φύλλα Διήγ. Αλ. E (Konst.) 419· γ1) καπάκι (για κάλυψη ανοίγματος): πώμα δε το σκέπασμα Λεξ. ΙΙ 226· έβγαλεν ο Νοαχ το σκέπασμα του κιβωτού και είδεν και ιδού, εστέγνωσαν τα πρόσωπα της ηγής Πεντ. Γέν. VIII 13· γ2) (ειδικ.) το χρυσό κάλυμμα της Κιβωτού της Διαθήκης: να δώσεις προς το σεντούκι την μαρτυριά ος να δώσω προς εσέν. Και να κάμεις σκέπασμα μάλαμα καθάριο, δυο πήχες και μισή το μάκρος του και πήχη και μισή το φάρδος του Πεντ. Έξ. XXV 17· δ) στέγη, σκεπή: αν ήθελα να πω της φυλακής τον πόνον,| με δίκαιον έπρεπε να πω την πόρταν της φαρμάκιν,| να ειπώ τους τοίχους της σπαθί, τον πάτον της μαχαίρι,| το σκέπασμά της θάνατον και εκείνη όλην τάφον Σαχλ., Αφήγ. 454· ’κκλησίαν εύμορφην χρυσήν ζωγραφισμένη,| απάνω δε το σκέπασμα μολυβδοεφτειασμένη Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 350· (μεταφ.): ο ουρανός, το σκέπασμα του κόσμου Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 713· (μεταφ. προκ. για την Παναγία): χαίρε συ οπού είσαι το σκέπασμα του όλου κόσμου και πλατύτερη από κάθε νέφαλον Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13736· ε) προστατευτικό ή διακοσμητικό κάλυμμα: γέφυρες, σκάλες είχασιν (ενν. οι Τούρκοι) έσωθε να περνούσιν,| εργαλεί’ άλλα περισσά, τα τείχη να χαλούσιν,| σκεπάσματ’ αποπάνωθεν, διά να μην τους βλάπτου| οι λίθοι και άλλα τίποτε οπού ’ρχουντάνε κάτου Αχέλ. 866· έκαμεν σκέπασμα εις τη τέντα τομάρια κραριών κατακόκκινα και σκέπασμα τομάρια ρησικά αποπάνου Πεντ. Έξ. XXXVI 19 δις· ιπί το θεσιαστήρι το μαλαματένιο να απλώσουν ρούχο γεράνιο και να σκεπάσουν αυτό με σκέπασμα τομάρι ρήσικο Πεντ. Αρ. IV 11· στ) εξώφυλλο βιβλίου: παίρνοντας το σκέπασμα από άλλον παλαιόν βιβλίον το έδεσε (ενν. το βιβλίον) και το εστάχωσε και έτσι το έρριψεν εις την μεγάλην βιβλιοθήκην του παλατίου Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 12323-4. 2) (Μεταφ.) δικαιολογία· πρόφαση: αν είχα εξεύρειν τι προ του εξελθείν με από το οσπίτιόν μου και ελθείν ενταύθα, επεί ορισμῴ του μεγάλου αυθέντου ουδέν εποίησα τούτο. Και ευρισκομένου μου εις το οσπίτιόν μου, είχον πολλά σκεπάσματα, νυν δε πλέον σκέπασμά τι ουκ έχω Σφρ., Χρον. (Maisano) 7420 δις. 3) Η ενέργεια του σκεπάζω, κάλυψη (εδώ μέρους του σώματος): το κάθα Σεραφείμ είχεν πτερούγιας έξι· με τας δύο εσκέπαζεν τους πόδας και τας δύο το πρόσωπον … Και μεν το σκέπασμα των ποδών (ενν. φανερώνει) την ευλάβειαν αυτών προς τον Θεόν … Το δε σκέπασμα των οφθαλμών το ατελές των αγγέλων και την δόξαν του Θεού· δεν δύνονται να ιδούν το φως εκείνο το απρόσιτον και να ερευνήσουν τα μεγαλεία του Θεού Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 113.σκιά- η, Γλυκά, Στ. 199, Λόγ. παρηγ. L 222, 363, Διγ. (Trapp) Gr. 1443, 3108, Διγ. Z 1904, 3688, Ερμον. Ψ 89, Διήγ. πόλ. Θεοδ. 145, Αχιλλ. L 1289, Αχιλλ. (Smith) N 1031, 1663, 1742, 1919, Φυσιολ. 34415, Θησ. ΙΒ́ [361], Απόκοπ.2 74, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 341, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 368, Διγ. Άνδρ. 37433, 39532, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 171, Έ́ 275, 358· ασκιά, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 111, 131, Πιστ. βοσκ. III 6, 269, IV 2, 72, Βοσκοπ.2 71, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1266, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 517, 531· ησκιά, Ερωτοπ. 271· οσκιά, Κυπρ. ερωτ. 10133, 11110, 12939.
Το αρχ. ουσ. σκιά. Ο τ. ασκιά (με προθετ. α‑, βλ. Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 512]) και σήμ. ιδιωμ. (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., λ. ασκιά (ΙΙ), Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ.). Ο τ. ησκιά πιθ. από συνεκφ. με το άρθρο (<η σκιά, πβ. Μπαμπιν., Λεξ., λ. ήσκιος).Ο τ. οσκιά (με προθετ. ο‑, βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 232, Παντ., Φωνητ. Κύπρ. 21,) και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 705). Τ. ι#03κ#12ά σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. #03κ#12ά). Βλ. και τ. ασ#18#14ά (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.), οσ#18#14ά (Παπαχριστ., ό.π.) και οσκ#12ά (Μάνεσης et al., ΛΔ 11, 1966/67, 81) σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.
1) α) Σκοτεινή ζώνη που οφείλεται στην παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος στην πορεία φωτεινών ακτίνων· ήσκιος: τον πόλεμον εσκόλασαν τότε, όταν στη μέση| δεν ήθελεν ο ήλιος πολλήν σκιαν να στέσει,| και η πυρά σου φαίνετον ήθελε να ξανάλθει,| που τον Φαέθοντά ’καμεν κι εις το μνημείον βάλθη Αχέλ. 1787· β) μέρος σκιερό, προφυλαγμένο από την ακτινοβολία του ήλιου: Και τότες λέγω στην ησκιά και στη δροσιά ’ποκάτω (παραλ. 2 στ.) σα ’μπιστεμένο αντρόγενο θέλετε ξεφαντώνει Πανώρ.2 Γ́ 227 κριτ. υπ. 2) Σκοτεινό είδωλο σώματος που σχηματίζεται σε μια επιφάνεια, όταν πίσω του βρίσκεται μια πηγή φωτός: Τιμή ακλουθά πάσ’ αγαθής πράξης εις πάσα τόπο,| ’σάν ακλουθούσιν οι ασκιές παντόθες των ανθρώπω Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 466· Ο βασιλεύς … εύρεν μίαν γυναίκα η οποία αληθινά ήτονε ομορφότατη εις την όψιν, μα εις την όρεξιν ήτονε πολλά κακή, μάλιστα και τόσον ζηλιαρά, απού και της ιδίας της σκιάς εζήλευγεν Μορεζ., Κλίνη φ. 234r. 3) Yπερφυσικό πλάσμα χωρίς υλική υπόσταση, φάντασμα, αερικό και κυρίως η μετά θάνατο σκιώδης επιβίωση του ανθρώπου· η ψυχή του (για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Α2 250): Στον Άδη στεφανώνομαι, μάρτυρας να ’ναι ο Χάρος,| σκουλήκια να ’ναι τα προυκιά κι ο τάφος μου νοδάρος·| οι αράχνες τα στολίδια μου κι η μαύρη γης παλάτι| κι οι βρομεσμένοι κορνιαχτοί το νυφικό κρεβάτι.| Σαν κύρης και σα μάννα μου ’ς τόπο σκοτεινιασμένο| θέλου μου δώσει την ευχήν ασκιές αποθαμένω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ́ 860· Ασκιά του αδερφού του βασιλέα, κι εβγαίνει απού τον Άδη με αστραπές, βροντές και ταραχή δαιμόνω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ μετά στ. 242· Εκόντεψεν η ζωή μου με το θάρρος| στο μίσεμάσ σου το γλυκύν, κυρά μου,| γι’ αυτόν σπουδάζω να με πάρει ο χάρος·| γιατί αν εβγεί ’χ το γδύμαν η οσκιά μου| μιτά της εμπορώ να σ’ ακλουθήσω Κυπρ. ερωτ. 1014. 4) Μεταφ. α) ως σύμβολο της μηδαμινής υπόστασης του ανθρώπου και της ματαιότητας των ανθρώπινων· συχν. σε παροιμ. εκφρ. και φρ.: Επειδή πάντα τα τερπνά του πλάνου κόσμου τούτου| Άδης μαραίνει και δεινός παραλαμβάνει Χάρων| και ως όναρ παρέρχεται και σκιά παρατρέχει,| καπνός ώσπερ λυόμενος πας πλούτος τούδε βίου,| κατέλαβε και θάνατος του θαυμαστού Ακρίτου Διγ. (Trapp) Gr. 3370· Ζωή μου, οϊμέ, όχι πλιο ζωή, μ’ ασκιά, καπνός και σκόνη,| του Χάρο εικόνα αληθινή που τσι ζωές τελειώνει … Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 563· όλες οι καλομοιριές του κόσμου και τα πλούτη| μια μόνο ασκιά ’ναι στη ζωή την πρικαμένη τούτη,| μια φουσκαλίδα του νερού, μια λάβρα που τελειώνει| τόσα γοργό όσο πλια ψηλά τσι λόχες τση σηκώνει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 672· ελάτε και θαυμάσετε τούτον τον πλάνον κόσμον·| ώσπερ σκιά παρέρχεται η δόξα των ανθρώπων Αχιλλ. L 1234· β) με υποτιμ. σημασ., προκ. για ασήμαντα πρόσωπα και πράγματα: κλαύσατε την Επτάλοφον εξ όλης της καρδίας·| κλαύσατε και θρηνήσατε Σοφίαν την αγίαν,| οπού ο κόσμος σαν αυτήν άλλην δεν είχε μίαν.| Ναόν τον σολομώντειον τις να εγκωμιάσει;| Αυτή εις την ευπρέπειαν τον είχεν απεράσει·| εκείνος ήτονε σκια και αύτη είναι χάρις Ιστ. Βλαχ. 2471 [= Γέν. Ρωμ. 93]· πρώτον μεν γαρ το νομικόν (ενν. Πάσχα) εκείνο το σκιώδες,| δεύτερον ό παρέδωκε τοις μαθηταίς ο Λόγος,| όπερ εστίν αλήθεια προς την σκιαν του νόμου Γλυκά, Στ. Β́ 144· (σε παρομοίωση): Και τούτο βλέπω φανερά σήμερον εις εσένα,| τα τιμημένα δεν ψηφάς, μα θες τα ντροπιασμένα.| Πράμαν οπού ’ναι ωσάν ασκιά κι ωσάν ανθός διαβαίνει| κι ωσάν τον άνεμο σκορπά κι ωσάν τα νέφη πηαίνει,| ερέχτηκες κι εδιάλεξες· προσωρινά ξετρέχεις| κι εις τα παντοτινά θωρώ και λίγην έγνοιαν έχεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1191. 5) Μεταφ. α) (άυλη) εικόνα: (1) προκ. για βασιλικό έμβλημα (βλ. και και Dawkins [Μαχ. ΙΙ σ. 130]): Και κείνου (ενν. του ρηγός) η καρδιά του δεν επίστευσεν, διότι η οσκιά του ήτον ένας λιόντας, και όμορφον κορμίν και … και γνωστικός και σοφός και χαριτωμένος απού τον Θεόν και φανταστικός Μαχ. 228 σημ. 3 χφ Ο (βλ. Dawkins [Μαχ. II σ. 259])· (2) στοιχειό, πνεύμα· (κατ’ επέκταση) δύναμη που επηρεάζει την τύχη ενός ανθρώπου, μοίρα (βλ. και Dawk., BN-J 3, 1922, 147-8): ο ρήγας επήρεν τον αρχιεπίσκοπον ονόματι Παλουνγκέρ να ευλογήσει τον θεμέλιον (ενν. του κάστρου), και τότε εθεμελιώσαν. Το ποίον πολλοί επεθάναν ... και τινάς δεν ηξεύρει πώς … καν τε εις το κάτσιμον της πρώτης πέτρας, καν εις την οσκιάν του ανθρώπου, καν εις την συντυχίαν· ότι αν το ξεύραν οι τεχνίτες, εθέλαν στοιχειώννειν τους εχθρούς τους Μαχ. 59213· β) προμήνυμα, προάγγελος (για τη σημασ. βλ. Bauer, Wört., στη λ., σημασ. 2): Επίλοιπον έναι να φυλάσσομεν τα παιδία από την αισχρολογίαν και τα άπρεπα και αναίσχυντα λόγια, και ωσάν λέγει ο Δημόκριτος· «ο λόγος έναι σκιά και σημείωμα του έργου» Σοφιαν., Παιδαγ. 114· έκφρ. τύπος και σκιά (για τη σημασ. βλ. Lampe, Lex., στη λ., σημασ. 3 και Kaplanis [Ιωακ. Κυπρ., Πάλη σ. 784, λ. τύπος]) = αποτύπωμα, παράσταση (του πραγματικού): ο παλαιός τε Ισραήλ, το γένος των Εβραίων,| οπού ’τον τύπος και σκιά χριστιανών των νέων,| ημών οπού πιστεύσαμεν Χριστόν εσταυρωμένον,| οπού ελπίζομεν ευρείν πόλιν των σωζομένων Ιωακ. Κυπρ., Πάλη (Kaplanis) 3792· Και με τοιούτον τρόπον εις τον αυτόν τόπον και εις το αυτό όρος (ενν. το Σινά), όπου εφάνησαν το πρώτον αι σκιαί και οι τύποι, εις τον αυτόν εκείνον τόπον και εις αυτό το ίδιον όρος να λάμψουσι πληρέστερον και καθαρότερον αι αλήθειαι των πραγμάτων και τα εκτυπώματα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 177. Φρ. 1) Βρίσκομαι εις την οσκιάν κάπ. = συνδέομαι με κάπ., ανήκω στο περιβάλλον κάπ.: Λοιπόν το γράμμα πέμπω το, σημάδι της πολλής μου| ευλάβειας και ταπείνωσης κι όρεξης της καλής μου,| οπού ’χω κι είχα εξαρχής εις την ευγένειάν σου| και πάντοτε να βρίσκομαι θέλω εις την οσκιάν σου Προσοψάς, Δράμα γενν. τυφλού Αφ. 16. 2) Χάνομαι σαν την ασκιά = φεύγω, εξαφανίζομαι γρήγορα και χωρίς να γίνω αντιληπτός: όντες θωρεί (ενν. η Αρετούσα) πως ήλαψε στου ποταμού την πλάτη| μια λαμπυρότατη φωτιά κι άθρωπος την εκράτει·| φωνιάζει της «μη φοβηθείς»| κι εσίμωσε κοντά της| κι από τη χέρα πιάνει τη, σύρνει τη και βουηθά της.| Πάει τη σ’ ανάβαθα νερά κι απόκει την αφήνει| κι εχάθηκε σαν την ασκιά, δεν είδε είντα να ’γίνη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 70.σκιρτώ,- Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 646 χφφ PK κριτ. υπ., Φλώρ. 314, 774, 779, 826, 970,1096, Απολλών. (Κεχ.) 850, Λίβ. διασκευή α 217 κριτ. υπ., 2486, Λίβ. Esc. 1043, 1851, 2328, Αχιλλ. (Smith) N 750, 1294, Ιμπ. 50, Λίβ. Va 2158, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 368, 407, Διήγ. Βελ. N2 297, Ιμπ. (Legr.) 1037, Κορων., Μπούας 112, Αξαγ., Κάρολ. Έ 1138, 1210, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 1298, Διακρούσ. (Κακλ.) 723, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 398, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6475, 7229.
Το αρχ. σκιρτάω. Η λ. και σήμ.
1) α) Τινάζομαι από τη θέση μου, αναπηδώ, χοροπηδώ (από έκπληξη ή χαρά): νέα Βαβυλών, χόρευε, σκίρτα μέγα Λέοντ., Αιν. II 9· Εξέστηκεν ο άνθρωπος να δει εκατό δουκάτα·| εσκίρτησεν, εβόησεν: «ιδού καλά μαντάτα!» Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 166· Εύρεν η κόρη την γραφήν, εύρεν το δακτυλίδιν,| στέκει, εξεθαυμάζει το, κρατεί, φορεί, θωρεί το,| ποθοαναγνώθει το χαρτίν, σκιρτά εις τα γράμματά του Λίβ. διασκευή α 1978· (μεταφ. προκ. για βουνά· πβ. ΠΔ (Rahlfs) Ψαλμ. 113, 4, 6): τα όρη δε εσκίρτησαν, αι πέτραι αηδονούσαν,| οι ποταμοί ανεχαίτιζον υπό χαράς εκείνης Διγ. Z 2202· β) (προκ. για την καρδιά του ανθρώπου) χτυπώ ακανόνιστα, πεταρίζω: Λαμβάνει σε κατάνυξις ευθύς και θυμηδία| και εξ αγαλλιάσεως σκιρτά σου η καρδία Παϊσ., Ιστ. Σινά 398. 2) α) Χαίρομαι: Ο βασιλεύς Ροδόφιλος εσκίρτησεν, ηυφράνθη,| παιχνίδια είχε περισσά μουσικά και ωραία Βέλθ. 1328· Και γαρ ταύτα των πολυάθλων Ρωμαίων λεγόντων έχαιρον άμα και σκιρτώντες ευθύμουν, τας παλάμας εκρότουν και τρανώς τον Θεόν ευχαρίστουν Καναν. (Pinto) 518· β) διασκεδάζω: Εκάτσασιν, εχάρηκαν, επίασαν μεγάλα,| εχόρεψαν, εσκίρτησαν, εσήκωσαν γεμάτα,| επαίζασιν τα όργανα, λαβούτα και τυμπάνους·| ημέρας δέκα έπαιξαν κι εσχόλασαν τους γάμους Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 1247. 3) (Μτβ.) ευχαριστιέμαι, απολαμβάνω κ. (για τη μτβ. χρ. βλ. και Ανδρ., Προσφ. Κυριακ. 54): Ζήσε του χρόνου το καλόν, πας άνθρωπος ευγνώμων,|μη παραδράμεις τα καλά, χάρησε, σκίρτησέ τα Λίβ. διασκευή α 1123· και ελησμονούν τους πόνους των| τούς επασχίσαν οι δύο| και σκιρτούν την ένωσίν τους (ενν. στρατιώτης και φουδούλα)| εις το εύμνοστον λιβάδιν Λίβ. διασκευή α 4223.σκοτίζω,- Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 232 χφ K κριτ. υπ., 235, Σαχλ. N 103, Σαχλ., Αφήγ. 309, Σαχλ. Α΄ (Wagn.) PM 113, Παρασπ., Βάρν. C 453, Αργυρ., Βάρν. K 448, Μαχ. 25020, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι III 25, XI 67, Αλεξ.2 872, Κορων., Μπούας 150, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ε 391, Αχέλ. 2321, Μ. Χρονογρ. 341, Δαρκές, Προσκυν. 237, Μορεζ., Κλίνη φ. 259v, Λαυρ., Οπτασία Σ 114, Γιατροσ. Ιβ. 100, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 14737, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 373, Βίος Δημ. Μοσχ. 652, Παλαμήδ., Βοηβ. 504, Ιστ. Βλαχ. 503, 2846, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2206, Ψευδο-Σφρ. 4826, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Εισαγ. 15, Λουκ. κγ́ 45, Ροδινός (Βαλ.) 229, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 396, Διγ. Ο 416, Διακρούσ., Πένθος 70, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 55126, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 161, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 538, κ.α.
Το μτγν. σκοτίζω. Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. 1) Κάνω κ. σκοτεινό, σκοτεινιάζω κ., συσκοτίζω· κρύβω, καλύπτω (εδώ τον ήλιο): όλοι έριχναν απέσω εις το κάστρον και οι σαγίτες εσέβαιναν ως τα σύγνεφα, ώστε τον ήλιον εσκότισαν Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2373· (μεταφ.): την ψυχήν μου εσκότισας, ημαύρωσας το φως μου Διγ. A 4260. 2) (Μεταφ.) α) κάνω κάπ. να χάσει την πνευματική του διαύγεια: Ποια λησμονιά σ’ επλάκωσε, ποια μάγια σ’ εσκοτίσα,| ποιοι φόβοι τόση δύναμη σε τρόμον εγυρίσα;| Γείρου, και τα φουσσάτα μας να ’ρθεις σε προσκαλούσι Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 113· β) (συχν. με αντικ. τα ουσ. νους, γνώσις, λογισμός κλπ.) συσκοτίζω τη διάνοια, θολώνω τη σκέψη: Τα γερατειά ελωλάνασι, θαρρώ, μα την αλήθεια,| το σύμβουλο και κάθεται και λέγει παραμύθια,| λογιάζοντας πως μετ’ αυτά το νου μου να σκοτίσω,| τέτοιο μεγάλο φταίσιμον αγδίκιωτο ν’ αφήσω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 613· να σκοπήσουν (ενν. οι κριτάδες) αν και την γνώσιν του (ενν. του προσώπου που ελάλησε κατά του βασιλέως, ή που εμελέτησε να κάμει κακόν) ή από μέθην ή άλλο πάθος την εσκότισε τίποτε και ήτον έξω φρενών Zygomalas, Synopsis 143 B 15· και τι να λέγω ουκ ημπορώ, και τι να γράφω ουκ οίδα,| σκοτίζει μου τον λογισμόν ο χαλασμός της Πόλης Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 278. 3) Θολώνω κ., καθιστώ ασαφές κ.: η διόλου μνήμη της φυγής, ην εν τῃ ψυχῄ αυτού είχε (ενν. ο Αλέξιος), και το του στρατού περίφοβον και το μηδέν αυτῴ υπέρ των Ρωμαίων κινδυνεύσαι προαιρούμενον το τι πρέπον ην ποιήσαι αυτόν εσκότιζε Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 158. 4) Θαμπώνω την όραση, τα μάτια κάπ.: Οι καπνοί οπού αναβαίνουν εις το κεφάλι και σκοτίζουν τα μάτια και δίδουν πολλήν βλάβην Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 5· (μεταφ.): εσκοτίσθηκα από την πολλήν λάμψιν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 231v· Η πλάτσα της (ενν. της Βενετίας) μ’ εσκότισεν αρχήν όταν την είδα.| Πολλά ’τον μέγας και ψηλός και ’πεικασμένος άρχος| οπού ’δωσεν και την βουλήν κι εκτίστη ο Άγιος Μάρκος Βεν. 14· Αύθις τε τήρησον ευθύς τα κάτω εκ της μέσης| κεκολλημένα μάρμαρα και τας τούτων συνθέσεις,| το κάλλος της στιλβώσεως, την χάριν οπού έχουν· (παραλ. 1 στ.) Λευκά ευμήκιστα εισί και γέμουσι κυμάτια| λεπτοπυκνά και καθενός σκοτίζουσι τα μάτια Παϊσ., Ιστ. Σινά 538. 5) Ζαλίζω: Ο Νώες, σαν καλός γεωργός, εφύτευσεν αμπέλιν| και σύντομα έκαμε κρασίν και μοιάζει σαν το μέλι.| Και παραπίνει περισσόν, διατί του νοστιμήθη,| κι εισμιόν αυτόν εσκότισεν κι ύπνον εποκοιμήθη Χούμνου, Κοσμογ. 540· (μεταφ.): πάντοτε τον εσκότιζε του χρυσαφιού η ζάλη Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 586· οι μέριμνες του πόθου μου τόσα που μ’ εσκοτίσαν,| για να ’ν’ πολλές και δυνατές, εισμιόν μ’ αποκοιμίσαν Φαλιέρ., Ιστ.2 7. 6) Πλανώ κάπ.: Ελπίζομεν εις τους χρησμούς, στες ψευδοπροφητείες,| και τον καιρόν μας χάνομεν στες ματαιολογίες,| εις τον Βορράν, στον άνεμον έχομεν την ελπίδα| να πάρουν αποπάνω μας του Τούρκου την παγίδα· (παραλ. 2 στ.) Αυτό το θάρρος είν’ τρελόν, τίποτες δεν αξίζει, όποιος το συλλογισθεί του λόγου του σκοτίζει Ιστ. Βλαχ. 2342· 7) Νεκρώνω· (σε μεταφ.): Έδε δημίου πικρότερον ετούτον το πιττάκιν, (παραλ. 1 στ.) έδε γραφή οπού εβάσταζεν σπαθίν ακονισμένον,| οργής μαχαίριν δίστομον τό εχάλκευσεν ο πόθος| να κατακόπτει σώματα και να σκοτίζει αιστήσεις·| εμέναν δε εθανάτωσεν τελείως η γραφή σου Λίβ. Va 1808. II. Μέσ. 1) α) Γίνομαι σκοτεινός (μεταφ.): εάν αφ’ ημών των ιερέων ακαρτερείτε να λάβετε φως, οπού είστεν σκότος, και ημείς εσκοτίσθημεν, πόθεν να το λάβετε; Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 343r· β) σκοτεινιάζω, βυθίζομαι στο σκοτάδι: η σελήνη και οι αστέρες μη όντος ηλίου φαίνουσιν,| όντος δε αυτού σκοτίζεται και αφανίζεται το εκείνων φως και η θεωρία Ψευδο-Σφρ. 4826· Εκεί προς το μεσάνυκτον η ξαστεριά εσκοτίσθην,| οι άνεμοι εταράχθησαν κι η θάλασσα εβρουχίσθην Απόκοπ.2 345· Και τότε να ιδείς πόλεμον καλών παλληκαρίων (παραλ. 1 στ.) και από τον κτύπον τον πολύν και από το δος και λάβε,| οι κάμποι φόβον είχασιν και τα βουνιά αηδονούσαν,| τα δένδρη εξεριζώνοντα και ο ήλιος εσκοτίσθη Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 39· Βλέπω το πλήθος του λαού που ήρχετο με βία (παραλ. 5 στ.) Αέρας εσκοτίστηκεν, η θάλασσα ’μουγκάτο| κι η γης εσυχνοτρόμαζεν εκ τα θεμέλια κάτω,| εκ τας βροντάς και αστραπάς και χαλασμούς της χώρας,| που έκαμναν εδώ κι εκεί τότε κατά της ώρας Διακρούσ. (Κακλ.) 487· (σε μεταφ.): φεύγετε, παραπτώματα, αποσκορακιστείτε, (παραλ. 1 στ.) να λάμψει πρώτον ήλιος, είτα και το φεγγάριν| και άστρα τα μικρούτσικα να σκοτισθούν παντάπαν.| Εγώ γαρ είμαι ήλιος, το φέγγος, η βουβάλα,| εσείς δε κακορίζικα ως νύκτα και ως άστρα,| κακότυχα, μικρούτσικα και καταφρονεμένα Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 574. 2) Θολώνω, χάνω τη λάμψη μου: να καπνίσομε τον λίθο,| να ψοφήσει το σκουλήκι| που του δίδει τόσην λάμψη. (παραλ. 3 στ.) και εκάπνισε τον λίθον,| κι εν τῳ άμα εσκοτίσθη Πτωχολ. B 230. 3) α) Ζαλίζομαι (σχετικά βλ. Nicholas-Baloglou, Quadr. 353-354 σχόλ. 788): Όταν γηράσεις και εσύ (ενν. αλογάκιν), βάνουν σε εις τον μύλον,| τυφλώνουν σε, κακότυχον, δέρνουν σε με την βίτσαν,| γυρίζεις και σκοτίζεσαι ημέραν τε και νύκταν, (παραλ. 1 στ.) και από τον κόπον τον πολύν και από την σκοτίαν| ούτε να φάγεις ημπορείς ούτε νερόν να πίνεις Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 786· β) μου έρχεται σκοτοδίνη: άρπαξε (ενν. ο Δαβίδ) την σφενδόνα του από τον τσέπην του και μίαν πέτραν και ... την ρίχνει και κτυπάγει τον Γολιάθ εις την κεφαλήν ομπρός εις το μέτωπον, και παρευθύς εσκοτίσθη και έπεσεν εις την γην Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 191r· λιποθυμείς, σκοτίζεσαι, κοντοανασαίνεις, πίπτεις Γλυκά, Στ. 157· Τῃ χθες ουκ εζυμώσαμεν· άλευρον γαρ ουκ ήτον.| Υπέρπυρόν μοι, πίστευσον, ουκ είχα ν’ αγοράσω,| και ηρξάμην ολιγοθυμείν, και ως αν εσκοτιζόμην Προδρ., Ανέκδ. ποιημ. 3323· γ) βρίσκομαι σε σύγχυση, «τα χάνω»: Ο δε βασιλεύς εσκοτίσθη και αλησμόνησε να τον ερωτήσει (ενν. τον λαμπροφόρον), πώς λέγουν το όνομά του και πόθεν είναι Hagia Sophia ω 5226. 4) Ανησυχώ για κάπ. (με την πρόθ. εις): Καλή μου και πανθαύμαστη, το άνθος των Ερώτων,| καν όσοι με αποπέφτουσι, βλέπε να μη φωνιάξεις| και ακούσω την φωνίτσα σου και σκοτιστώ εις εσέναν| και λάθη με και δώσουν με σπαθέαν ή ραβδέαν| και πάρει τους η όρεξη και έλθουν προς εσέναν Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1479. Φρ. 1) Σκοτίζεται ο νους (μου)/ο σκοπός μου = (α) αναστατώνομαι, ταράζομαι (βλ. και ά. νους Φρ. 63): αιχμαλωτίσθη| η αδελφή μας και γι’ αυτό ο νους μας εσκοτίσθη Διγ. O 342· Τόσο κακό που έγινε στα δόλια τα Χανία| δεν έχω στόμα να το ειπώ, γλώσσα ουδ’ ομιλία· (παραλ. 6 στ.) Και, εις κοντολογιά να ειπείς, ο νους και εσκοτίστη,| ο κόσμος τους εφάνηκε πως εκαταποντίσθη Διακρούσ. (Κακλ.) 537· Όνταν την ευγενειάσ σου να βιγλίσω,| χάννεται ο λογισμός μου| σκοτίζεται ο σκοπός μου| και δεν ηξεύρω πόθεν ν’ αρχινίσω Κυπρ. ερωτ. 9117· (β) χάνω την πνευματική μου διαύγεια, θολώνει η σκέψη μου: Λοιπόν πλέον ου δύναμαι τώρα διά να γράψω,| εκ τα φαρμάκια τα πολλά, ο νους μου εσκοτίσθην Περί ξεν. (Μαυρομ.) 536. 2) α) Σκοτίζονται οι οφθαλμοί μου/τα μάτια μου = χάνω την πνευματική μου διαύγεια, δε σκέφτομαι καθαρά (βλ. και οφθαλμός Φρ. 4): σκοτίζει μου τους οφθαλμούς της εντροπής το νέφος Προδρ., Δεητ. 75· β) σκοτίζεται το φως μου = θολώνει η σκέψη μου, δε σκέφτομαι καθαρά: Πολλά, την είπον, πείνα μου, δίφθογγον να σε γράφω.| Μόνον με έασον μικρόν μη σκοτισθεί το φως μου Προδρ., Ανέκδ. ποιημ. 3325· Ιδού ρομφαία και σφαγή, υιέ μου και Θεέ μου,| ο θάνατός σου γέγονεν εις την εμήν καρδίαν·| τα σπλάχνα μου εράγισαν, το φως μου εσκοτίσθη| και την καρδίαν μου δεινή επέρασεν ρομφαία Θρ. Θεοτ. (Bakk.) 73· Όσοι αναγινώσκετε και όσοι διηγάσθε,| εάν ευρείτε και σφαλτόν, να μη με βλασφημάτε,| ότι εγώ ως αμαθής είπα να γράψω ρίμα,| το φως μου εσκοτίσθηκεν εκ των δακρυών το χύμα,| θυμώντας τα καμώματα τ’ αφέντη του Μιχάλη Σταυριν. 1294. Η μτχ. παρκ. (ε)σκοτισμένος ως επίθ. = 1) Που βρίσκεται στο σκοτάδι: Δέσποτα Θεέ, Πάτερ Παντοκράτωρ, ο φωτίσας τα πριν εσκοτισμένα και εκ του μη όντος εις το είναι ποιήσας την ορατήν ταύτην κτίσιν και την αόρατον ..., εσένα επικαλούμαι και δέομαι Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 15410· (μεταφ., προκ. για πνευματικό και ηθικό σκότος): ... η οποία χώρα (ενν. των Ινδών) παλαιόθεν ήτον εσκοτισμένη από τον ζόφον της ειδωλολατρείας και ετρέφονταν με πράξες και με καμώματα παράνομα και άπρεπα Ιστ. Βαρλαάμ 61· εβαπτίσθησαν ... και ανεδείχθησαν υιοί φωτός οι πριν εσκοτισμένοι Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 20825. 2) (Μεταφ.) στενοχωρημένος: Να ηξεύρεις, αφότις εχωρίστηκα εις την Μακεδονίαν την βασιλείαν σου, σπλάχνος μου, παμφίλτατε υιέ μου, η καρδίτσα μου ουδέν εχάρην, αμή έναι σκοτισμένη και πικραμένη ολουνούς τους χρόνους Διήγ. Αλ. F (Konst.) 16813. 3) Ζαλισμένος: Καλά κι αν ήτονε περσά ακόμη σκοτισμένος (ενν. ο Αρκίτας),| εκ του φαρίου το σύμπεσμα, το δολερόν εκείνο·| ουκ ήτον τόσ’ αδύνατος ακόμη εκ το κορμί του,| όπου να μην εκάθετον έμορφα εις τ’ αμάξι Θησ. Θ́ [321]· (σε παρομοίωση): Ωσάν αυτός οπού ξυπνά εξαίφνης εκ τον ύπνον| και παρευθύς σηκώνεται, σαν να ’τον σκοτισμένος| εδώ και κει το πρόσωπον γυρίζει και εβλέπει·| το τι έκτυπος ’γίνετον, θέλει να τον γροικήσει,| έτσι καθείς απ’ αυτουνούς ... Θησ. Ź́ [1352]. 4) Λιπόθυμος, αναίσθητος: Της Τάρσιας εμίλησε, κι εδιάβηκεν ομπρός του·| το δειν την ο Στραγγιλιός, εχάθη ο λογισμός του,| και απόμεινεν ολόσβηστος, τυφλός και σκοτισμένος,| ασάλευτος αμίλητος, σα να ’τον μαργωμένος,| γιατί το θάρρος του ’τονε πως έναι αποθαμένη| και ο δούλος του ο πιστικός την έχει σκοτωμένη Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1707. 5) (Μεταφ.) πλανεμένος: Αλλά μη μου πηδήσει πάλιν άλλος αντίθεος και αιρετικός, να δώσει πάλιν άλλην τόσην δύναμιν του αυτεξουσίου, όσην του έδιδεν ο σκοτισμένος Πελάγιος, και να λέγει, πως ο άνθρωπος ατός του δύναται να πράξει την σωτηρίαν του, και την απώλειάν του ατός του την ενεργά, χωρίς να τον βοηθά ο Θεός Πηγά, Χρυσοπ. 319 (6)· όστις εκείνος αγαπά τον κόσμον, αδελφοί μου,| τον πρόσκαιρον και τον φθαρτόν και τον εσκοτισμένον,| οπού επλάνησεν πολλούς και κατεγκρέμισέν τους Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 94. 6) Θαμπωμένος· (μεταφ.): σ’ αυτήν (ενν. την Σωσάννα) οι δυο κακόγεροι ήταν αχορτασμένοι,| ’κ την εμορφιά της την πολλήν ήσανε σκοτισμένοι Δεφ., Σωσ. 204. 7) Τυφλός, τυφλωμένος: Μίαν ημέρα το λοιπόν, σαν ήλθεν αφ’ τον γύρο,| στέλλει και κράζει για φαγί τον πρώτο των μαγείρω.| Ήλθεν ο μάγειρας ομπρός και ήτον μεθυσμένος·| ραπίζει τον ο Διγενής κι ευρέθη σκοτισμένος,| γιατί καθώς του έδωσεν το ράπισμα τυφλώθη Διγ. O 2144· (μεταφ., προκ. για πνευματική τύφλωση): Φωτίσαντες (ενν. οι μαθηταί του Κυρίου) γουν όλα τα έθνη οπού ήσανε σκοτισμένα από την τυφλάγραν της ειδωλολατρείας … Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5221· Δεν οίδαν οι ταλαίπωροι (ενν. οι Τούρκοι) τι λέσιν οι προφήται, (παραλ. 11 στ.). Αυτά δεν βλέπουν οι τυφλοί, αυτείνοι οι σκοτισμένοι,| αλλά εις τον διάβολον είναι παραδομένοι Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6645.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Ασσίζ. 40413, Gesprächb. 774, Χρησμ. (Λάμπρ.) 123· αόρ. επεριεκράτησα.