Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- παράφρονος,
- επίθ., Διήγ. Αλ. Σεμίρ. M 96.
Από το επίθ. παράφρων.
Τρελός, παράφρονας (εδώ από έρωτα): εκείνην δε (ενν. την Σεμίραμη) ουδεποσώς εμπορεί κανείς να την νικήσει,| να ανατρανίσει, να ιδεί και να την εσυντύχει,| το να την ιδεί γίνεται παράφρονος, τρελός και δαιμονιάρης Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Σ 120.παρεκβάλλω,- Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 793, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. M 783, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Σ 795.
[Το μτγν. παρεκβάλλω. Πβ. παρεγβάλλω και παρεβγάλλω σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).]
1) Παρασύρω, παραπλανώ: πώς σε παρεξέβαλεν η χατζιροφαγούσα| και αρνήθης και την πίστιν σου και όλην σου την Συρίαν; Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 269. 2) Σταχυολογώ και συμπιλώ: αναγινώσκοντες αεί λόγου παιδείας χάριν,| παρεξεβάλομεν αυτήν διήγησιν του Αχιλλέως| και μετεβάλομεν αυτήν εις σαφεστέραν ρήσιν Αχιλλ. (Smith) N 1907. 3) Κατευοδώνω: πώς τον παρεξέβαλα και μετά πόσων δώρων,| πολλά είναι πολαφήγητα και ουκ ημπορώ του λέγειν Λίβ. N 1842. 4) Παραγκωνίζω, απομακρύνω: εις ό έχει προάστειον, μακρότερον των άλλων,| προς ολιγούτσικον καιρόν εκεί τον αποστέλλει,| μηχανικώς και τούτο γαρ να μως τον παρεκβάλλει Προδρ. (Eideneier) IV 536.παρέρχομαι,- Διγ. (Trapp) Gr. 3370, Διγ. Z 3106, 4230, Λίβ. P 530, Λίβ. Sc. 3003, Λίβ. Esc. 591, Αχιλλ. L 1234, Αχιλλ. (Smith) N 1663, 1742, 1915, Φαλιέρ., Ιστ.2 318, Δούκ. 14913, Σφρ., Χρον. (Maisano) 9225, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 109r, 301v, Προσκυν. Ιβ. 845 1227, Αλφ. (Μπουμπ.) I 82, Παλαμήδ., Βοηβ. 628, Διγ. Άνδρ. 32915, 40322, 40614, Ψευδο-Σφρ. 15818, Κρασοπ. (Eideneier) S 33, 166, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. M 862, Χριστ. διδασκ. 46, κ.α.
[Το αρχ. παρέρχομαι. Η λ. και σήμ.]
Α´ (Αμτβ.) 1) α) Περιέρχομαι, περιοδεύω: παρερχόμενος γαρ ήλθε (ενν. ο Όμηρος)| και παρά την Αρκαδίαν Ερμον. Α 114· β) πηγαίνω, κατευθύνομαι: Πόλ. Τρωάδ. 676· γ) διέρχομαι: ‘Εθνος δ’ επ’ έθνος έτερον ου συγκαταπατήσει| ει μη κατ’ εμπορίαν τε και χρήσιν αναγκαίαν,| και ταύτα μέχρι είκοσιν ανδρών παρερχομένων Βίος Αλ. 3962. 2) Φθίνω, χάνομαι, εξαφανίζομαι: Διγ. Z 4085, Γλυκά, Στ. 355, Σπαν. P 74, Αχιλλ. (Smith) N 1922· φρ. παρέρχεται ο νους μου = (α) βλ. νους Φρ. 56· (β) χάνω το μυαλό μου, τα λογικά μου: η μέλισσα μ’ εδάγκωσεν, όμως ακροτρευλίζω| και κοντυλούν οι πόδες μου και ο νους μου επαρήλθεν Κρασοπ. (Eideneier) I 183· πώς ουκ έχασεν λογισμόν και να παρέλθ’ ο νους του| εις τα κακά τά έπαθε, τας συμφοράς τάς είδεν; Βυζ. Ιλιάδ. 432· γ) (προκ. για ασθένεια) περνώ, γιατρεύομαι: Ορνεοσ. αγρ. 5281· δ) πεθαίνω: Του Μαχουμέτ ουν παρελθόντος και Παγιαζήτ του μεσάζοντος και μεταπεσόντα τα πράγματα εν τῳ προρρηθέντι Μουσταφά Δούκ. 2311· ε) ξεπέφτω, φτωχαίνω: ορδινιάζω ... να δοθούν υπέρπυρα δεκαέξι ελεημοσύνην ... εις οκτώ σπίτια πτωχών καλών ανθρώπων οπού επαράρθασιν Διαθ. Ακοτ. 146· να έναι κρατημένος ο Ιωάννης να δίδει κάθα χρόνον οδιά την ψυχήν μου υπέρπυρα δώδεκα εις έξι οσπίτια καλών ανθρώπων οπού επαράρθαν Διαθ. Ακοτ. 147· στ) (από ηθική άποψη) παρακμάζω: αυτοί οι άνθρωποι θε να παράρθουσιν, και θέλουσιν έχειν πολλήν απανθρωπίαν και ακαταστασίαν περισσήν Πηγά, Χρυσοπ. 133 (25)· ζ) παρασύρομαι: Οπὄναι βίγλα δεν μπορεί γυναίκα να παράρθει| με μετροσύνη να φυλά, άδικα να μη χάθη Δεφ., Λόγ. 707· κάμνει χρεία να προσέχουνται, μήπως και καμίαν φοράν παράρθουσι και σφάλλουσιν από τες νομοθεσίες και ορθινίες του ενού μας διδασκάλου Χριστού Χριστ. διδασκ. 139. 3) Σταματώ: ανάπτουν και κανδήλια είκοσι καθημέραν,| ουδέποτε παρέρχονται ούτε και μίαν ώραν Προσκυν. Ιβ. 535 696. 4) α) (Προκ. για χρον. διάστημα) περνώ: Δούκ. 27511, Sprachlehre 162, Λίβ. P 1132· β) (προκ. για χρον. στιγμή ή ευκαιρία) έχω έρθει, έχω φτάσει: τώρα καιρός παρήλθεν Λίβ. (Lamb.) N 487. Β́ (Μτβ.) 1) α) Περνώ από δίπλα: ολίγον δε μου παρελθών (ενν. ο Ιωαννάκης) πέπτωκεν εκ του ίππου| και εις πέτραν ακούμπησεν εχόμενος του πόνου Διγ. (Trapp) Gr. 2586· β) διέρχομαι: Παρήλθεν (ενν. ο Καλλίμαχος) τόπους ικανούς αναζητών την κόρην Καλλίμ. 1473· Παρήλθον (ενν. τα παιδιά του βασιλιά) τόπους ικανούς, πολλούς και δυσβατώδεις Καλλίμ. 76. 2) Περνώ ένα χρονικό διάστημα: Ούτως μετά γλυκύτητος παρήλθεν (ενν. η δέσποινα) την ημέραν,| και πάλιν εφθασεν η νυξ, ήλθεν ερώτων χάρις Καλλίμ. 1932· Φέρε τον νουν σου από του νυν πώς ήσουν εις τον κόσμον,| πώς επαρήλθες τον καιρόν και τι ήσαν τά εθάρρεις Αλφ. 19103. 3) Παραβαίνω (πβ. και όρος ο 3β): Διγ. (Trapp) Gr. 1451.πατρομητρικός,- επίθ.
[Από το α’ συνθ. πατρο‑ και το επίθ. μητρικός. Πληθ. ουδ. πατρουμητρικά τα σήμ. ιδιωμ. (Ζαφειρίου, Ιδίωμ. Σάμ. 556). Η λ. στο Κουμαν., Συναγ. ν. λέξ.]
Που προέρχεται από τον πατέρα και τη μητέρα: Στο ριζικόν δε μη θαρρείς και χάσεις την ζωήν σου| και χάσεις το κεφάλιν σου το πατρομητρικόν σου Διήγ. Αλ. Σεμίρ. M 278.περιμαζώνω,- Διγ. A 1580, 3295, Χρον. Μορ. P 1058, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 17, Αργυρ., Βάρν. K 289, Ιμπ. (Legr.) 362, Κορων., Μπούας 10, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 144v, Βυζ. Ιλιάδ. 1165, Αχέλ. 1587, Πηγά, Χρυσοπ. 127 (3), 303 (1), 310 (3), Προσκυν. Ιβ. 535 7, Προσκυν. Ιβ. 845 5, 216, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 123, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. M 348, Ιστ. Βλαχ. 961, Εγκ. αγ. Δημ. 108107· περμαζώνω, Χούμνου, Κοσμογ. 641, 992, 1097, 1969, 2571, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 458, Ιμπ. (Legr.) 358, Κατζ. Έ 505, Πιστ. βοσκ. III 3, 174, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1266, 2347, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 30, 444, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2393, 50518· πρεμαζώνω, Πανώρ. Πρόλ. 2, Έ 404 κριτ. υπ., Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3121, 384, 9926, 10123‑4, 15018‑9, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1042, 1464, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14711.
Από την πρόθ. περί και το μαζώνω. Οι τ. με αποβολή του ‑ι‑ (βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 257, Κριαρ., ΕΕΒΣ 10, 1933, 90). Ο τ. περμαζώνω στον Κατσαΐτ., Ιφ. Πρόλ. 106, Έ 593 και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ.). Ο τ. πρεμαζώνω στον Κατσαΐτ., Ιφ. Επίλ. 2 και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Κονδυλάκης, Κρ. Λεξιλ., Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., στη λ.). Τ. πρεμαζώννομαι σε κυπρ. χφ του 19. αι. (Παπαδ. Θ., Κυπρ. Σπ. 34, 1970, 106). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., λ. περιμαζεύω).
I. Ενεργ. 1) α) Συγκεντρώνω: επεριμάζωξεν όλα του τα φουσσάτα Ιστ. Βλαχ. 133· επεριμάζωξεν απ’ όλην την αρμάδα| σκύφους και βάρκες, κόπανα και πάσα τους φρεγάδα Αχέλ. 1654· όλα τα σεβάσματα τα ειδωλικά εχαλούσαν, και όλον το ασημοχρύσαφον και τα χρήματα οπού ήταν εις αυτά επρεμάζωνεν ο βασιλεύς και εφαμπρικάριζεν εκκλησίες Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 13712· (σε προσωποπ. προκ. για το θάνατο): να ιδώ ..., Χάρο, ... (παραλ. 2 στ.) ... αυτούς τούς παίρνεις εκ την γην και ρίκτεις και σκοτώνεις,| τους βασιλείς και άρχοντες πώς τους περιμαζώνεις.| Εις είντα τόπον καταντούν, ’ς ποιαν φυλακήν τους βάνεις Πικατ. 123· (μεταφ.): περμάζωξε τις πονηριές κι όλη τη φρόνεψή σου,| για να μπορώ να βοηθηθώ τώρα με τη βουλή σου Κατζ. Ά 113· περμάζωξε όλη την αντρειά, βάλε τη δύναμή σου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1775· β) περισυλλέγω: ήτον τα κορμία τους νεκρά και γυμνωμένα (παραλ. 1 στ.)· ο δε Σερμπάνος ...| εις έναν τόπον όρισε και περιμάζωξέν τους Ιστ. Βλαχ. 316· γ) (προκ. για καρπούς) μαζεύω, σοδιάζω: Στάρια πολλά περμάζωξεν (ενν. ο Ιωσήφ), αλώνευτα ορδινιάζει,| και μαγατζάδες έκτισε, σ’ αυτούνους τα σοδιάζει Χούμνου, Κοσμογ. 1777· δ) συγκεντρώνω και τοποθετώ μαζί· μετατοπίζω: ποιοι επερμαζώξα τα βουνιά κι εμεσοξετελειώσα| τον πύργο εκείνο τση Βαβέλ ...; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 52· ε) αποταμιεύω, αποθησαυρίζω: Φτωχοί, ...| τά περμαζώνετε σκορπού, τά κτίζετε χαλούσι.| ... τα πλούτη σας σα σκόνη| σκορπούσινε και χάνουνται Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 132· (μεταφ.): πλέα παρά χρυσάφι και πέτρες ατίμητες επρεμάζωνεν εις του λόγου του τον πλούτον της ελεημοσύνης Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 13815‑6. 2) (Προκ. για πλήθος) συναθροίζω· συγκαλώ· προσκαλώ: περμαζώνει (ενν. ο Μωυσής) τον λαόν και όλοι απ’ αυτούνο (ενν. το νερόν) πίνου Χούμνου, Κοσμογ. 2753· πρεμαζώνοντάς τους (ενν. ο Ιωάσαφ) όλους τως φανερώνει την βουλήν του Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 14734· να περμαζώξει (ενν. ο πατέρας της Μαργαρώνας) τους πεζούς και τους καβαλαραίους,| είτις νικήσει στ’ άρματα ...| ... Μαργαρώνας| άνδρα να τονε δώσουσιν Ιμπ. (Legr.) 885. 3) Αιχμαλωτίζω: τα φουσσάτα εμπήκασι, τη χώρα ενικήσα,| τσι Οβραίους εσκοτώσασι ...| Επρεμαζώξα ζωντανούς ’νενήντα εφτά χιλιάδες Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4664. 4) α) Συνενώνω κ. διαλυμένο ή διασκορπισμένο: θέλει του είσται αδύνατον (ενν. του Θεού) πάλιν από την διάλυσιν των στοιχείων, εις τα οποία διαλύονται και άνθρωποι και ζώα, να περιμαζώξει την φύσιν πασαενός και να αναστήσει πασαένας το σώμα του να το σμίξει με την ψυχήν ...; Πηγά, Χρυσοπ. 148 (63)· β) (προκ. για ύφασμα ξηλωμένο) ενώνω, συνδέω ράβοντας τα ξηλωμένα κομμάτια: οκάποιας γειτόνισσας ρούχον να παρελύθη,| και παρευθύς να με έκραξεν: «μαστόρην και τεχνίτην,| να, κέντησε το ρούχον μου και περιμάζωσέ το» Προδρ. (Eideneier) III 164 χφ P κριτ. υπ. 5) Παρέχω προστασία και φροντίδα, περιθάλπω: να θρέψεις τον πεινασμένον, ... να περιμαζώξεις τον ξένον Πηγά, Χρυσοπ. 145 (54)· Μη μας αφήσεις (ενν. συ, μήτηρ) το λοιπό, μη μας απαντονάρεις·| πρεμάζωξε τα τέκνα σου, τά πολεμά ο πνιγάρης Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 5269. 6) Προσελκύω κάπ. ερωτικά, κάνω κάπ. να με ερωτευτεί: να περμαζώξω την ξαθή| σ’ εμέναν τον πολυπαθή,| οπού ’παθα πολλά γι’ αυτή Αγν., Ποιήμ. Ά 17. II. Μέσ. 1) α) Συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι: Εκεί (ενν. εις την Ανάπολην) επεριμαζώχθησαν του κόσμου οι ανδρειωμένοι Ιμπ. 337· Τυχαίνει να πρεμαζωκτού δικοί και φίλοι ομάδι,| ν’ αποδεκτού τον Ισαάκ, πὄρχεται απού τον Άδη Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 1099· έφθασαν στην Μισσίνα,| οπού περιμαζώνετον ... στόλος| κι εις ορδινίαν έμπαινεν εις πάσα χρείαν όλος Αχέλ. 593· β) (μεταφ.) συγκεντρώνω το νου μου, συνέρχομαι: ο Αλέξανδρος απιλογήθηκεν, εσκοτίσθην ο νους του,| πάλιν περιμαζώνεται, συλλογίζεται ατός του,| την Σεμίραμην απιλογήθηκεν Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Σ 372· φρ. ο νους μου περμαζώνεται = λογικεύομαι: να διώξεις έτοιο λογισμό ...| κι ο νους σου να περμαζωχτεί, νά ’ρθουν τα λογικά σου; Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1180. 2) Συγκαλούμαι, συνέρχομαι: ας κάμομεν ένα μεγάλον μάζωμα, να πρεμαζωχθούν συναμάδι οι εδικοί μας φιλόσοφοι και οι χριστιανοί, να διαλεχθούσιν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 9916. 3) Επανέρχομαι, επιστρέφω: έπαυσαν οι πόλεμοι ... (παραλ. 2 στ.)· επεριμαζωχθήκασιν οι άνθρωποι του τόπου| καθένας εις το σπίτι του Ιστ. Βλαχ. 103· τους καλογέρους τους εξόρισε (ενν. ο Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος) όλους ... Και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο Λέων ... Και μετ’ αυτόν ... ο υιός του ο Κωνσταντίνος ... με την μάννα του την Ειρήνην ... και αυτείνοι ... ήσαν ευσεβείς ... και επεριμαζώχθησαν οι καλόγεροι εις τα μοναστήρια τους Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 316v. 4) Εγκαθίσταμαι σε τόπο: να στραφώ σ’ αυτήν την γην, οπού μου θέλει δείξει (ενν. ο Θεός) (παραλ. 1 στ.). Σ’ αυτούνην να περμαζωκτώ, σ’ αυτήν να καταντήσω Χούμνου, Κοσμογ. 627. 5) α) Συγκεντρώνομαι κάπου για να προστατευτώ: αν ιδείς τον λύκον να έρχεται, εσύ να σφυρίξεις, να συσμικτούσιν τα πρόβατα, να περιμαζωκτούσιν στην μάνδραν, να μην αρπάζει ο λύκος κανένα Πηγά, Χρυσοπ. 216 (16)· β) προστατεύομαι· περισώζομαι: εις τούτο το ξύλον ήτονε να βαλθεί να αποθάνει εις τον σταυρόν ο Υιός του Θεού. Και ο Δαβίδ ειστούτο ήτον πολλά χαιράμενος, ... διατί είχε ελπίδα να περιμαζωχθεί (ενν. το ξύλον) και να φυλαχθεί Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 196r.πλήθιος,- επίθ., Χρον. Μορ. P 5594, Διήγ. Αλ. V 56, Συναξ. γυν. 644, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 85v, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1024, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. M 17, Ιστ. Βλαχ. 1460, Σουμμ., Ρεμπελ. 158, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 92· πλήσιος, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1634, Αγν., Ποιήμ. Β́ 20, Ιμπ. (Legr.) 343, Δεφ., Λόγ. 317, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 44, Γ́ 2, Δ́ 172, Πιστ. βοσκ. I 1, 320, III 3, 131, Βοσκοπ.2 133, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [772], Β́ [478], Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 76, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1359, 3049, Τζάνε, Φιλον. 58727, Προσοψάς, Δράμα γενν. Τυφλού 87, 140, Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 268, 404, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 496, κ.α.· πλησίος, Αχέλ. 2015, Σουμμ., Ρεμπελ. 157· πλήσος, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 15, 786, 5261, Βεντράμ., Φιλ. 99, Δεφ., Σωσ. 50, Αχέλ. 569, Πανώρ. Πρόλ. 25, Ά 7, Β́ 108, Γ́ 497, Δ́ 103, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 30, Πρόλ. 29, Β́ 136, Γ́ 264, Έ 30, Φαλλίδ. (Παναγ.) 106, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 2259, 2317, Στάθ. (Martini) Ά 60, Γ́ 17, Ροδολ. (Αποσκ.) Αφ. 17, Ά 146, Γ́ 382, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 139, Ά 312, Δ́ 10, Έ 126, Ιντ. β́ 172, Λεηλ. Παροικ. 330, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1612, 30724, 36913, κ.π.α.
Από το ουσ. πλήθος και την κατάλ. ‑ιος (βλ. ΛΚΝ, στη λ.· για διαφορ. ετυμ. βλ. Γεωργακ., BZ 38, 1938, 99-100, 103, Χατζιδ., Αθ. 29, 1917, 215 και Ανδρ., Λεξ., στη λ.). Ο τ. πλήσιος πιθ. με επίδρ. του επιθ. πλούσιος (βλ. Γεωργακ., BZ 38, 103· για διαφορ. προέλ. βλ. Ανδρ., Λεξ., λ. πλήσιος)· απ. στο Du Cange, στη λ., στον Κατσαΐτ., Ιφ. Αφ. 48, Πρόλ. 66 και σήμ. ιδιωμ. (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., στη λ.). Ο τ. πλήσος στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Πασπ., Γλωσσ., λ. πλείσα, Πασπ., Γλωσσ., λ. πλείσα). Η λ. στο Du Cange, στον Κατσαΐτ., Κλ. Β́ 695, Γ́ 44 και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.) και λογοτ. (ΛΚΝ).
1) α) (Προκ. για ποσότητα, αριθμό) πάρα πολύς, άφθονος, αναρίθμητος: εάν το φλέγμα έναι πλήθιον εις κανέναν άνθρωπον, ... κράζεται φλεγματώδης Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 19r· δουκάτα ’χω αμέτρητα, φουσσάτα έχω πλήθια Αλεξ.2 693· Φαγιά ’χανε (ενν. οι σολντάτοι) πλησιότατα οπού επερισσεύγα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4423· Εκεί καλά μαλώνασι, μα οι Τούρκοι ήτον πλήσοι,| κι όλοι οι χριστιανοί κι αν ήρθασι, δε θέλα τσι γυρίσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20217· β) πολύ μεγάλος: θόρυβος πλήσος γίνετον και ταραχή μεγάλη Αχέλ. 392· με μιαν ασχόλαστον σπουδήν, με πλήσιαν προθυμίαν,| έμαθε την ιταλικήν γλώσσαν με ευκολίαν Λίμπον. 145· εβάλθηκα το πέλαγος το πλήσο| μ’ έτσι μικρό κι ανήμπορο καράβι ν’ αρμενίσω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 57. 2) Περισσότερος, μεγαλύτερος: Μη στοχαστείς τα μερτικά να είνιαι όλα ίσα,| αμέ όποιος λείπεται αρετή δώσ’ του την μοίρα πλήσα Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 278. 3) (Προκ. για πρόσωπο) εξαιρετικός, σπουδαίος: Ήτον (ενν. η Παρθένος Μαρία) στη νήστεια πρόθυμη, στο παρακάλιο πλήσα,| κι εις την ελεημοσύνη τση, στην εσπλαχνιά, περίσσα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4336.πορτάριος- ο, Ιστ. πολιτ. 7713‑14· πορτάρης, Λίβ. P 2708, Λίβ. Esc. 242, Διήγ. Αλ. V 76, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 96, 107, Διήγ. Αλ. G 27729, Χρον. Μορ. H 8308, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 3513, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 9128, 1214, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 862, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ 34v, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 203, Χριστ. διδασκ. 129, Προσκυν. α′ 11220· ονομ. πληθ., πορταραίοι, Διήγ. Αλ. V 77, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 28514, Διήγ. Αλ. G 27810· πορτάροι, Τάξ. Πόρτ. 16· πορταροί, Ιστ. Βλαχ. 749, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 123, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 70, 154, 158, 212, 606· αιτ. πληθ. πορταραίους, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 1124· πορταρίους, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 152· πορτάρους, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Εξήγ. Θ· πορταρούς, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 122, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 153, 155, μετά στ. 188, 605· γεν. πληθ. πορταρών, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S μετά στ. 159.
Από το λατ. portarius. O τ. πορτάρης τον 7. αι. (αιτ. πορτάριν, LBG, λ. πορτάρης), σε κείμ. του 12. (γεν. Πορτάρη Caracausi, λ. Πορτάρης) και 14. αι. (Darrouzès, Textes byzantins ΧΙΙI 28, 34, 61), στο Meursius, λ. πορτάριος, και σήμ. εκκλ. (Κριαρ., Λεξ.)· πολλ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 562, λ. πορτάρις, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Παπαδ. Α., Λεξ., κ.α.). Η αιτ. πληθ. πορτάρους σε ποντ. δημ. άσμα (Παπαδ. Α., Λεξ.)· πβ. και αιτ. πληθ. πορτιάρους σε δημ. άσμα (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, λ. πορτιάρος). Ο πληθ. πορταραίοι, για το σχηματ. του οποίου πβ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 20-21, σε κείμ. του 18. αι. (Τραπεζούντιος, Νομοκ. 425, 529, 468), όπου και ονομ. πληθ. πορτάροι (αυτ. 450). Λ. πορτάρος (<βεν. portaro) ως επών. (Βαγιακ., Βίος επων. 143). Η λ. τον 5.-6. αι. (TLG· βλ. και Lampe, Lex.) και στο Meursius.
1) α) Αξιωματούχος της βασιλικής αυλής, συν. ευνούχος, υπεύθυνος για τη φρούρηση της πύλης του παλατιού και επιφορτισμένος με το καθήκον της αναγγελίας και παρουσίασης επισκεπτών (Πλακογιαννάκης, Τίτλ. αξιώμ. 71-2· πβ. και οστιάριος): έσωσεν ο Αλέξανδρος Σεμίραμης την πόρταν. Τους πορταρούς εχαιρέτησεν μετά τιμής μεγάλης Διήγ. Αλ. Σεμίρ. M 122· ο βασιλεύς απεκρίθηκεν, τους πορταρίους λέγει (παραλ. 1 στ.) «Ακούσατε, οι άρχοντες, βασίλισσας μεγάλης,| και πανένδοξοι θυρωροί της νέας Αφροδίτης ...» (παραλ. 23 στ.) Οι θυρωροί ως είδασιν την λύπην Αλεξάνδρου| επήγαν ...| και επροσκύνησαν αυτήν την κόρην οι ευνούχοι Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 152· Και ο πορτάρης τού είπεν (ενν. του Βαρλαάμ) «Δεν είναι δυνατόν να σεβεί αυτού τινάς άνθρωπος χωρίς το θέλημα του αυθεντός μου βασιλέως Αβενήρ …» Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 9130· β) μέλος μονάδας φρουρών της σουλτανικής αυλής (πβ. και καπιτζής): καπιτζήδες, ήγουν πορτάροι της αυθεντικής πόρτας Τάξ. Πόρτ. 16· πέμψας (ενν. ο σουλτάν Μουράτης) νεωστί τον μέγαν πορτάριον αυτού έπνιξε τον Καντακουζηνόν Ιστ. πολιτ. 7713-14. 2) (Εκκλ.) α) διακόνημα που περιελάμβανε την επίβλεψη της πύλης μοναστηριού, τον έλεγχο εισόδου και εξόδου μοναχών, καθώς και την αναγγελία επισκεπτών στον ηγουμένο της μονής, θυρωρός μονής, πυλεωνάριος (Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Ά 365, ΒΒΠ Ϛ́ 77, 93): αι πύλαι| αι σιδηραί ... του μοναστηρίου| αίτινες ασφαλίζονται υπό του πορταρίου Παϊσ., Ιστ. Σινά 1256· Ερχόμενος γουν γύρωθεν εμβλέπεις μίαν πόρτα·| της μάνδρας αύτη πέφυκε· τον δε πορτάρη ρώτα Παϊσ., Ιστ. Σινά 350· τα κελλία των δύο πορταρίων Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 161· β) υπεύθυνος για θέματα τάξης, ασφάλειας και εισόδου σε ναό (Πλακογιαννάκης, Τίτλ. αξιώμ. 72)· (εδώ προκ. για φύλακα του Αγίου Τάφου): Έρχεται λοιπόν ο πορτάρης του Αγίου Τάφου και σβένει όλα τα κανδήλια ... Έπειτα κλείει την πόρτα του κουβουκλίου και απέρχεται Προσκυν. Μπεν. 54 15513· Το λοιπόν το Μεγάλο Σάββατο το μεσημέριον έρχεται ο Τούρκος ο πορτάρης και σβένει όλα τα κανδήλια του Αγίου Τάφου Προσκυν. Κουτλ. 390 12814. 3) (Γενικ.) α) φρουρός πύλης (κάστρου): και τον πορτάρη πιάσετε και ρίψετέ τον έξω,| και τα κλειδία επάρετε και κλείσετε την πόρταν Χρον. Μορ. P 8308· πορτάρην εις την πόρταν του (ενν. του κάστρου του δράκοντος) κανείς ουδέν εθέκεν Καλλίμ. 1149· ηύρε τον πορτάρην εις την θύραν του κάστρου Διήγ. Αλ. E (Lolos) 28311· (εδώ προκ. για τη φύλαξη των πυλών του Κάτω Κόσμου): ομπρός την πόρταν ήτονε, εις το μπασεβγασίδι,| όφης ...| κι ωσάν πορτάρης έβλεπε πόρτες κι αυλές ομάδι,| μήπως και λάθει τον τινάς κι έβγει έξω από τον Άδη Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 84· β) φύλακας οικίας (Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 280-81), περιβολιού, μάντρας· επιστάτης: Ωσάν ένας άνθρωπος οπού ξενιτεύεται αφήνοντας το σπίτι του ... και τον πορτάρην του παραγγέλνει να αγρυπνά Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ιγ́ 34· Περί το πώς εκάλεσεν ο Ξάνθος φιλοσόφους και ρήτορας και έβαλεν τον Αίσωπον πορτάρην ... να σταθεί έσωθεν της πόρτας και να μηδέν αφήσει τινάν μηδέ να ανοίξει αλλονού τινός μόνον φιλοσόφου Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 7827· εκείνος οπού δεν εμπαίνει από την πόρταν εις την αυλήν των προβάτων ... είναι κλέπτης και ληστής ... εκείνος οπού εμπαίνει από την πόρταν, εκείνος είναι βοσκός των προβάτων. Ετούτον ο πορτάρης τον ανοίγει Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ί 3· (εδώ σκωπτ.): ο αλέκτορας ανέβη εις δένδρον και ο σκύλος εστάθη εις την ρίζαν του δέντρου ... μια αλουπού ... έτρεξεν εκεί ... ο αλέκτρορας της λέγει «Αν θέλεις να κατεβώ, εξύπνησε τον πορτάρη όστις είναι εις την ρίζαν του δέντρου» Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 32.σαμουνδάνι(ον)- το, Προσκυν. Μπεν. 54 15537, 38, Προσκυν. α′ 11314· σαμουντάνι(ο)(ν).
Από το τουρκ. şamdan (Redhouse). Ο τ. στο Du Cange, App. (λ. σαμουντάνιον), σε έγγρ. του 14.-15. (LBG, λ. σαμουντάνιν) και 19. αι. (Αλιπράντης, Λεξ. Πάρου, λ. σαμουντάνι) και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., λ. σαμ(ου)ντάνι) καθώς και στο ΑΛΝΕ (σαμουντάνι). Τ. σαμτάνι (Κώδ. Σισανίου (Πανταζόπ.) 3077-78) σε έγγρ. του 17. και σαμπτάνι (Apostolopoulos, Ελλην. 27, 1974, 113) σε έγγρ. του 18. αι. T. σαμαντάνι (Πανταζ., Κεφαλ.-θιακ.), σαμdά#19’ (Ζαφειρίου, Ιδίωμ. Σάμ.) και #03αμντάνι (Κωστ., Λεξ. τσακων.) σήμ. ιδιωμ. Τ. σαντάνι στο Βλαστού, Συνών.2 (λ. καντηλέρι). Λ. #03αμουντά σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).
α) Κηροπήγιο: το κλινάρι έστρωσαν και στέκετον, σαν πρέπει| με τα χρυσά και αργυρά ήτον αεί στρωμένον,| τα σαμουντάνια ήφθησαν τριγύρου του κλινάριν Διήγ. Αλ. Σεμίρ. M 1277· β) (προκ. για πολυέλαιο) υποδοχή κεριού: σεβαίνεις εις το καθολικόν ... Και άνωθεν ... κρέμεται ένας χορός στρογγυλός μπρούτζινος και έχει οκτώ βαστάγια ... Και έχει το γύροθεν τάσια, ήγουν σαμουντάνια, ξδ́ και σταυρούς ί και κανδήλια ή Προσκυν. Κουτλ. 390 12934.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ., Διήγ. Αλ. Σεμίρ. M 96.