Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Διήγ. Αλ. Επίμετρο

  • όπισθεν,
    επίρρ., Διγ. Z 2108, Ερμον. X 251, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 35, 46, Βίος Αλ. 1726, Περί ξεν. A 253, Λίβ. (Lamb.) N 712, Αχιλλ. N 1509, Αχιλλ. (Smith) O 272, Ιμπ. 115 κριτ. υπ., 516, Παρασπ., Βάρν. C 250, 305, Διήγ. Αλ. Επίμετρο 784, Έκθ. χρον. 1023, 3514, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 26v, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 408, κ.α.· όπισθε Προσκυν. Ιβ. 845 230350· όπιστεν, Hagia Sophia ξ 56725.
    Το αρχ. επίρρ. όπισθεν. Ο τ. όπισθε αρχ. Ο τ. όπιστεν σε έγγρ. του 13., 16.και 17. αι. (Caracausi, στη λ., Παναγιωτοπούλου, Θησαυρ. 12, 1975, 351, Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 372) και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 703).
    Α´ Επίρρ. 1) α) (Τοπ.) στο πίσω μέρος, πίσω: Διήγ. Βελ. N2 381, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 408· το κτηνόν ένι εδικόν του, εφειδή καβαλλικεύγει έμπροσθεν και εσού όπιστεν Ασσίζ. 7017· Διήγ. Βελ. N2 381· Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 408· β) από πίσω, από το πίσω μέρος: Εκείνος (ενν. ο Αλαμάνος) το εζήτησεν τούτο από τον ρήγαν| διά να τον δώσουν όπισθεν να ιδούσιν αν τον ρίξουν Ιμπ. 357· Ο Δούκας δε με τους πεζούς όπισθεν ηκολούθει Κορων., Μπούας 44· εκφρ. (1) εξ όπισθεν: προσέταξεν ο βασιλεύς προς γέλωτα καθεζόμενον εξ όπισθεν προσκυνείσθαι αυτόν Hagia Sophia φ1 49416‑7· (2) κατ’ όπισθεν: έρχετόν του (ενν. ο στρατός) κατ’ όπισθεν καλά κι αρματωμένος Κορων., Μπούας 105· γ) προς τα πίσω: εγένετο καπνός μέγας και κρότος πολύς, εξ ων δη όντων ασυνήθων των ίππων αυτών των Περσών, έφυγον όπισθε Ιστ. πολιτ. 7319· Εί τιναν εύρω όπισθεν τροπόμενον και φεύγει,| μά την ανδρειά μου την φριχτήν, να τον διχοτομήσω Αχιλλ. (Smith) O 168· Ουκ έστι γαρ ο πόλεμος των όπισθε φευγόντων,| αλλά των έμπροσθεν σφοδρώς πάντοτε διωκόντων Βίος Αλ. 3106· (σε μεταφ.): Στραφήτω η απόφασις όπισθεν να συντύχω,| να ειπώ το δίκιον της ωριάς Φλώρ. 576· δ) (για να δηλωθεί επιστροφή κάπ. στο μέρος απ’ όπου ξεκίνησε): σωθήναι δυνηθώσιν| έκαστος τούτων όπισθεν προς πόλιν την ιδίαν Βίος Αλ. 1726· Και όπισθεν εγύρισεν ο Αχιλλές εις την κόρην Αχιλλ. (Smith) O 678. 2) (Χρον.) πριν, προηγουμένως (συν. σε διήγηση): ως όπισθεν έφημεν Ηπειρ. 2096· ώσπερ εγράψαμεν και όπισθεν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 203v. Β´ (Σε θέση πρόθ. με γεν.) 1) (Τοπ.) πίσω από κάπ. ή κ.: Ασσίζ. 706, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 348· όπιστεν του αγίου τάφου … έναι μικρή εκκλησία Προσκυν. Λαύρ. 874 9519· τρισχίλιους απέστειλε να πάσιν όπιστέν τους Ιμπ. (Lambr.) 488. 2) (Χρον.) ύστερα από κάπ., μετά το θάνατο κάπ.: άλλον τινάν ουκ έχομεν ειμή μόνον εσένα| απαντοχήν εις χώρας μας ν’ αφήσω όπισθέν μου Ιμπ. 138 κριτ. υπ. Γ´ Έναρθρ. 1) (Τοπ.) α) (ως επίθ. ή ως ουσ.) που βρίσκεται πίσω, οπίσθιος: οι Αράπηδες τους εστενοχωρούσαν από το όπισθεν μέρος και αυτός ο Τουμούτμπεης από το έμπροσθεν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 408· αφέντες πάντα έφυγον, μη θεωρούντες τον όπισθεν Έκθ. χρον. 3420· έκφρ. εκ των όπισθεν = από το πίσω μέρος: έδωκαν εκ των όπισθεν και ούτως ενίκησαν Έκθ. χρον. 6315· β) (ως ουσ.) οπισθοχώρηση: ει γαρ και θέλεις το όπισθεν και θέλεις το να φύγεις,| μά την χρυσήν σου κεφαλήν και τολμηρά το λέγω,| ατός μου με τας χείρας μου να σε αποκεφαλίσω Αργυρ., Βάρν. K 308· γ) (ως ουσ.) τα νώτα στη φρ. γυρίζω τα όπισθεν = (α) οπισθοχωρώ, βλ. γυρίζω 6γ· (β) δε δίνω σημασία, αποστρέφομαι· πβ. τη φρ. γυρίζω την πλάτη σε κάπ.: Ο δε λαός αυτίκα| εγύρισεν τα όπισθεν και προς εκείνον είπεν:| «απόστρεφε στον οίκον σου κι εργάζου μοναχός σου·| ουκ έχεις μέρος μεθ’ ημών, ουδέ χρειαζόμεθά σου» Σπαν. (Μαυρ.) P 204. 2) (Χρον.) α) (ως επίθ.) προηγούμενος, περασμένος: εις τους καιρούς τούς όπισθεν εσφάλαμεν πολλάκις Χρον. Τόκκων 2987· β) (ως επίθ. ή ως ουσ.· σε διήγηση) που αναφέρθηκε προηγουμένως: Ξενίζεται ο Ιμπέριος …| διά τα λόγια τα όπισθεν τά είπεν ο πατήρ του Ιμπ. μετά στ. 188 κριτ. υπ.· Ο Κλιτοβός ανερωτά τον Λίβιστρον να μάθει| διά τα όπισθεν τα πρόσωπα τα ερωτικά τα τρία Λίβ. Esc. 836· ήκουσες, φίλε μου, τα ’πισθεν που σου εδιηγήθην; Περί ξεν. V 254.
       
  • πανεύμορφος,
    επίθ., Διγ. Z 253, 860, 1640, 1892, Βέλθ. 388, 457, Ερμον. X 58, Φλώρ. 1423, Λίβ. P 1520, 2644, Λίβ. Sc. 49, Λίβ. (Lamb.) N 218, Λίβ. Esc. 297, 1178, Αχιλλ. N 794, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 85, Κορων., Μπούας 8, Βυζ. Ιλιάδ. 357, Αρσ., Κόπ. διατρ. [653], [1354], Παϊσ., Ιστ. Σινά 813, Διήγ. Αλ. Επίμετροπανέμορφος, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 184, Φλώρ. 1347, Ερωτοπ. 294, Ντελλαπ., [Πάθη Χριστού] 41, Αχιλλ. L 1214, Αχιλλ. N 973, 974, 1597, Αχιλλ. (Smith) O 44, 408, Ιμπ. (Lambr.) 279, Ιμπ. 33, 266 κριτ. υπ., 347, Ch. pop. 142, Ιμπ. (Legr.) 26, 741, Πένθ. θαν.2 66, Τριβ., Ρε 24, Προσκυν. Ιβ. 845 438· υπερθ. πανευμορφότατος.
    Από το α΄ συνθ. παν‑ και το επίθ. εύμορφος. Ο τ. και σήμ. Η λ. στον Τζέτζη (L‑S).
    1) α) Πάρα πολύ ωραίος, πανέμορφος: η κόρη εγεννήθη| πανεύμορφος και ευθαλής, ωραία, χιονάτη Διγ. Z 61· άνδρας πολλά πανεύμορφος, άσπρος, ξανθός την τρίχαν Λίβ. (Lamb.) N 435· σώμα καλόν, ενήδονον, πανεύμορφον, ωραίον Καλλίμ. 584· (σε θέση ουσ.): ομοίαζεν η πανέμορφος ακτίναν του ηλίου Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 184· (ως προσφών. αγαπημένου προσώπου): δρόμον ουδείς, πανεύμορφε, εστίν ο εμποδίζων Διγ. (Trapp) Gr. 1720· (για πράγμα): το πανεύμορφον της κόρης το κουβούκλιν Λίβ. P 1386· ρούχον πανευμορφότατον Λίβ. (Lamb.) N 461· η Θήβα η πανέμορφη Θησ. Γ΄ [362β) (μεταφ.) εξαιρετικά κατάλληλος, ευνοϊκός: Ήλθεν καιρός πανέμορφος να εξέβει το καράβιν Ιμπ. 660· γ) πάρα πολύ ευχάριστος, τερπνότατος: αφήγησιν πανέμορφην, ερωτικήν, μεγάλην Ιμπ. 4. 2) Ικανός, επιδέξιος σε υψηλό βαθμό: μέγας, πολλά πανέμορφος ήτον εις το κοντάριν Ιμπ. 28.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης