Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αληθινεύω,
- Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 23, 24, 25, Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 2778.
Από το επίθ. αληθινός. Η λ. και σήμ. στη Μακεδονία (= λέω την αλήθεια) (ΙΛ).
Αποδεικνύομαι αληθινός, πραγματικός, επαληθεύομαι: Ο Νεκτέναβος εις τους Φιλίππους έκαμεν λεκανομαντείες μεγάλες και όλα (έκδ. όλον) αληθίνευαν εις την τέχνη του Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 24· έναι ένας άνθρωπος μάντης και ιατρός και αστρονόμος και είτι άρα λέγει αληθινεύουν Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 25. — Πβ. και αληθεύω 2, αληθινός 2.αντίκρυ,- επίρρ., Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 64, Λίβ. (Lamb.) Sc. 34, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 45, 75, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ε΄ [477]· αντικρύ, Ιερακοσ. (Hercher) 34226, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 274, Λίβ. (Μαυρ.) P 503, Δωρ. Μον. (Buchon) ΧΙΧ· άντικρυ, Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 24, Θρ. Κων/π. (Παπαδ.-Κερ.) H 268107, Δούκ. (Grecu) 23919, Έκθ. χρον. (Lambr.) 95, 5020, 5114, 6612, 7114, 7220, 7324, 7410, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 635. αντίκρυς, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 51410, Διγ. (Mavr.) Gr. VIII 66 (έκδ. άντικρυς· διορθώσ.), Φλώρ. (Κριαρ.) 815, Απολλών. (Janssen) 175, Λίβ. (Lamb.) N 640, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 87 (έκδ. άντικρυς· διορθώσ.), Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 1591, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 35716, 37534· αντικρύς, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 3986· άντικρυς, Σπαν. (Lundström) U 84, Προδρ. (Hess.-Pern.) IV 237, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 1160, 3445, 4553, 5032, 5262, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 51415, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 3164, Διγ. (Καλ.) A 1998, 2898, Βίος Αλ. (Reichm.) 929, Απολλών. (Wagn.) 175, Αχιλλ. (Hess.) N 30, 707, Θησ. (Schmitt) 338 VII 108, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 84, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 50819, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1992, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 38928, 40710, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 319· άντικρυν, Έκθ. χρον. (Lambr.) 729· αντίκρυτα, Ασσίζ. (Σάθ.) 21427, Λίβ. (Lamb.) Esc. 759, 3068, Βεν. (Λάμπρ.) 79, Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 254, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 3, 63, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 956, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 178δις, 179, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 1271, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14927, 15126, 4955, 5123.
Τα αρχ. επίρρ. αντικρύ και άντικρυς. Η λ. και οι τ. της, εκτός των τ. άντικρυς και άντικρυν, και σήμ. (ΙΛ). Για τον τ. αντίκρυτα βλ. Χατζιδ., ΕΕΠ 7, 1910 /11, 83. Ο τ. αντικρύς στο Δοκειαν. (Hopf) 253.
1) Απέναντι (Πβ. L‑S, λ. αντικρύ ΙΙ 1· η σημασ. και σήμ., ΙΛ): εβγαίνω από την τέντα μου, θεωρώ αντικρύ το κάστρο Λίβ. P 503· ο Τούρκος καστελώνεται, τριντζέρες είχε κτίσει| εις τα Χανιά αντίκρυτα Τζάνε, Κρ. πόλ. 15126· από την χώρ’ αντίκρυτα είχανε εξαμώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 14927· τεντώσαντες απ’ αλλήλων άντικρυ, απέχοντες ως στάδια πέντε Δούκ. 23919· Βλέπεις ... εκείνον το αναλίβαδον, τό είναι αντίκρυτά μας Λίβ. Esc. 3068· το κάτεργο έστεκε αντίκρυτα του μοναστηρίου διά ναν τα περιλάβει Σουμμ., Ρεμπελ. 179. 2) Εναντίον (Η σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S, λ. άντικρυς ΙΙ): ου βλέπει (ενν. ο κριτής) πρόσωπον πτωχού εις κρίσιν την δικαίαν,| αλλ’ ούτε εις άρχοντα ορά αντίκρυς του δικαίου Ελλην. νόμ. 51410· Τρεις είν’ που θε να πολεμού και δέκα αντίκρυτά ντως| να δείξουσι την τέχνη ντως και την παλληκαριά ντως Ερωτόκρ. Β΄ 1271· Ήτον αντίκρυς μου ο λαός στην χώραν οργισμένος Χούμνου, Π.Δ. VIII 87. 3) (Αντί επιθ.) αντικρινός: τα άντικρυ βουνά τα αντιπέραν Διήγ. πόλ. Θεοδ. 24. 4) (Αντί επιθ.) απολύτως όμοιος (Πβ. L‑S, λ. άντικρυς ΙΙ· πβ. το σημερ. αντίκρυ χαραυγή, ΙΛ στη λ. Φρ.): δος με ολίγον έντερον ... λαπάραν τραγανόδεχτον, την άντικρυς νευρώδη Προδρ. IV 237· Η κόρη δε ην εξαίρετος ... της Αφροδίτης άντικρυς και Ελένης Μενελάου Αχιλλ. N 707· σύζυγον ... ερωτικήν, εξαίρετον, άντικρυς Αφροδίτην Αχιλλ. N 30.αντιλογούμαι,- Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 26333.
Το αρχ. αντιλογούμαι. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αντιλογώ).
Δίνω απάντηση (σε συζήτηση) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αντιλογώ Β1): Και αυτοί τον αντιλογήθηκαν του Αλεξάνδρου Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 26333. — Πβ. και αντιλογία 2.αντιπέραν,- επίρρ., Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 24, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 12820, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 1714· αντίπερα(ν), Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2410, Διγ. (Καλ.) A 3577, 3876, Βέλθ. (Κριαρ.) 315, Λίβ. (Μαυρ.) P 2097, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1879, (Sc. και N 2713 αντίπερον· διορθώσ.· πβ. P 2097 αντίπερα·) Αρμούρ. (Κυριακ.) 31, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM (έκδ. αντιπαραμεριάν· διόρθ. Ξανθ., Βυζαντίς 1, 1909, 358: αντίπερα μεριάν), Πικατ. (Κριαρ.) 36, Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 27742, 27816, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 12626, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 268, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 39031, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 260, Λίμπον. (Legr.) 70, Διγ. (Lambr.) O 1587, 1602, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 19221, 32522, 33322, 3831, 48910, 50617.
Το αρχ. επίρρ. αντιπέραν (βλ. L‑S στη λ. Ι). Ο τ. αντίπερα(ν), με αναβιβ. του τόνου, ήδη στον Ησύχ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αντίπερα).
(Συνήθως με εμπρόθ. προσδιορ. ή με γεν.· η χρ. με γεν. μτγν., L‑S στη λ. Ι) στο απέναντι μέρος, στην απέναντι πλευρά ή όχθη, αντίκρυ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αντίπερα): προς βοήθειαν δραμών, εις την αντίπερα πόλιν του αμιρά Βοστίτσαν περάσας Σφρ., Χρον. μ. 12820· αντίπερα του ποταμού ήτον ολίγον ύδωρ Διγ. A 3577· Καράβια κάτεργα για μια εφύγασιν με βίαν| κι επήγαν κι εσταλάρανε αντίπερα στη Ντίαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 33322. — Βλ. και αγνάντια, ανάγναντα.αντιστέκω,- Ερμον. (Legr.) T 265, Θησ. (Foll.) I 52, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 61, Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 2634, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 3228, 6033, 646, 7535, 7919, 8113, 1006, 11917, 12936, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [1065], Διακρούσ. (Ξηρ.) 10715, 28· αντιστέκομαι, Διγ. (Mavr.) Gr. Ι 297, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 340, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3354, 8428, Λίβ. (Μαυρ.) P 1317, Λίβ. (Lamb.) Sc. 209, Λίβ. (Lamb.) Esc. 556, 1611, Λίβ. (Wagn.) N 1182, Αχιλλ. (Haag) L 173, Αχιλλ. (Hess.) L 153, Μαχ. (Dawk.) 1226, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 42, 44, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 58, 71, 130, Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 27910, Πεντ. (Hess.) Έξ. ΧΧΧΙΙ 25, Δευτ. ΧΙ 6, Αχέλ. (Pern.) 903, 1759, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1189, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 522, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 12521, Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. δ΄ 92, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 2, 187, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 510, 733, 913, 1030, 1038, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 629, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3731, 37728, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 971, 1085, Γ΄ 251, 1369, Θυσ. (Μέγ.)2 142, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [484], Β΄ [760, 1068], Γ΄ [477], Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. β΄ 119, Ζήν. (Σάθ.) Δ΄ 394, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2055, 23820, 27420, 27925, 2984, 52813, 57525, 57822, 5858, Διακρούσ. (Ξηρ.) 8317, 8415, 8519, 862, 4· ’ντιστέκομαι, Γύπ. (Κριαρ.) Πρόλ. Β΄ 15· αντιστέκουμαι, Πεντ. (Hess.) Έξ. XV 7, Δευτ. ΧΧΧΙΙΙ 11.
Από την πρόθ. αντί και το στέκω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) (Ενεργ. και μέσ.) (προκ. για διαμάχη) προβάλλω αντίσταση, αποκρούω (κάτι), εναντιώνομαι: ήτονε μέσα ο μπεγλέρμπεης με την φαμελία του της Ανατολής και αντίστεκε του Τέκλε του Κουζιλμπάση Χρον. σουλτ. 12936· έκοψε εκεινούς οπού αντιστέκανε εις τον πόλεμο Χρον. σουλτ. 6033· οι Τούρκοι σίμωσαν μέσα διά να μπούσι·| εκείνοι πάλι ήθελαν να τους αντισταθούσι Διακρούσ. 8317· Κι ωσάν εμένα βασιλιός καυχούμαι δεν εφάνη (παραλ. 1 στ.) ν’ αντισταθεί στου λόγου μου, γιατί όλα τα κτισμένα| κάστρη τα δυνατότειχα εγώ ’χω κερδεμένα Τζάνε, Κρ. πόλ. 57525· Να τους ιδώ αν δύνονται τώρα οι Μαλτεζάνοι| ν’ αντισταθούν στην δόξαν μου Διακρούσ. 862· μόνον να τους μηνύσομε για να παραδοθούνε,| να παύσ’ ο φόνος ο πολύς, να μην αντισταθούνε Διακρούσ. 8519· Και οι Χριστιανοί αντιστέκανε ανδρειωμένα Χρον. σουλτ. 11917· β) (μέσ.) προβάλλω αντίσταση (Πβ. ΙΛ στη λ. 2): η κόρη δεν ήθελεν, αμή αντιστέκετον πολλά και όρκιζέ με εις τον Θεόν και εις τας ευχάς των γονέων Διγ. Άνδρ. 3731· ν’ αντισταθεί του έρωτος και να μηδέν ξεπέσει; Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [760]· ουδένα| γίνεται δίχως μου ποτέ, μηδ’ έναι καμωμένα,| μηδέ μπορά ’ντιστέκεται στη χάρη τη δική μου Γύπ., Πρόλ. Β΄ 15. 2) (Μέσ.) εναντιώνομαι, προβάλλω αντιρρήσεις (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 2): κι ουδέ μπορείς ν’ αντισταθείς στά θέλαν οι γονείς σου Ερωτόκρ. Γ΄ 1369· ν’ αφουκραστώ μ’ απομονή κι εις ό,τι μου μιλήσεις| ποτέ να μην αντισταθώ, μα να γενεί τό ορίσεις Θυσ.2 142· Ως τώρ’ από το Ρέθυμνος είχες κι έχεις βοήθεια| και ουδένας μη αντισταθεί το πως δεν είν’ αλήθεια Τζάνε, Κρ. πόλ. 5858. 3) (Μέσ.) (προκ. για πόνο) αντιστέκομαι· υπομένω: κάθισε, ανιστόρησε πόνους τούς αντιστάθην| πόσας πικρίας υπέμεινα και ανάγκας υπεστάθην Λίβ. Esc. 1611. Η μτχ. αντιστεκόμενος (‑κούμενος) ως ουσ. = εχθρός, αντίπαλος: σύντριψε τ’ απάκια των αντιστεκουμένων του και των μισητάδων του Πεντ. Δευτ. ΧΧΧΙΙΙ 11. Το ουδ. της μτχ. ως ουσ. = ό,τι υφίσταται γύρω σε κάποιον (Πβ. υπόστασις ΠΔ, Tisch., Δευτ. ΧΙ 6): εκατάπιε τους και τις φαμέλιες τους και τις τέντες τους και όλο το αντιστεκόμενο ος εις τα ποδαρικά τους Πεντ. Λευιτ. ΧΙ 6.αντίτοπα,- επίρρ., Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 28015-6, 28127.
Από την πρόθ. αντί και το ουσ. τόπος.
Στη θέση κάποιου προσώπου ή πράγματος, αντί: επροσκύνησαν του Φιλόνη αντίτοπα του Αλεξάνδρου Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 18015-6· Αμή αντίτοπα τον γάμον τον εδικό σου εχύθηκαν αίματα πολλά Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 28127. — Πβ. και αντιτόπιος, αντίτυπος.αξιάζω,- Ασσίζ. (Σάθ.) 319, 523, 1219, 138, 10, 29, 1512, 2015, 271, 3717, 5131, 521, 5414, 582, 6213, 15, 787, 8223, 28, 836, 8430, 8724, 904, 946, 9531, 986, 10218, 29, 10318, 10418, 26, 10731, 1123, 15, 1219, 12231, 1234, 14, 12612, 13314, 1366, 13925, 14030, 1416, 14228, 1439, 1448, 14817, 28, 1508, 15423, 15511, 24, 15711, 1608, 16121, 28, 29, 1623, 17022, 25, 17117, 1748, 17930, 1807, 18118, 19122, 23, 25, 19426, 19822, 2275, 2591, 8, 30331, 22, 31715, 33219, 24, 33428, 34530, 3485, 35222, 36226, 27, 36323, 3678, 37431, 39211, 39520, 4076, 42211, 45810, 12, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 5228, 52721, Διγ. (Hess.) Esc. 611, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1638, 3995, 4944, 6372, 6377, Πτωχολ. (Schick) P 10, Πτωχολ. (Ζώρ.) N 224, 308, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1356, Rechenb. 14, 18, Θησ. (Foll.) Ι 73, Θησ. (Βεν.) Ι΄ [132], Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 661 κριτ. υπ. Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 501, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 95, Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 28721, Βίος γέρ. (Schick) V 314, Ερωφ. (Ξανθ.) Γ΄ 274· ’ξιάζω, Πτωχολ. (Ζώρ.) N 319, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 8622, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 255, 736, 825, 2886, κ.α., Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [795]· αξάζω, Ασσίζ. (Σάθ.) 918, 2585, 30, 30028, 3065, 3079, 3227-8, 3442, 38812, 45321, 49129, Rechenb. 12, 3 Μαχ. (Dawk.) 15228, 31032, 33, 3245, 50414, 55020, 56415, 6124, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 152, Αχέλ. (Pern.) 213, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 78, 1397, Β΄ 146, Θυσ. (Μέγ.)2 687, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 22, Γ΄ 32, 63, Ιντ. γ΄ 137· ’ξάζω, Ασσίζ. (Σάθ.) 617, 1814, 2907, 32118, 4351, Μαχ. (Dawk.) 833, 2414, 24, 7616, 32628, 43620, 67827, Βουστρ. (Σάθ.) 450, 457, 469, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 270, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 361, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1417, 7916, 869, 1359, 14420, 1627‑8 κ.α. Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙΙ 2, 147, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 263, 265· εξιάζω, Ασσίζ. (Σάθ.) 1814, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 52415, 5285, 53515, 54121, 58420· εξάζω, Μαχ. (Dawk.) 51629, Κανον. διατ. Α 1031, Β 450.
Από το αξίζω και την κατάλ. ‑ιάζω. Πβ. πάντως το μέλλ. αξιάσει σε επιγρ., L‑S Κων/νίδη, και L‑S, λ. αξιάω (βλ. και Hatzid., Einleit. 391). Κατά Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) σ. 628, λ. ξάζω και Καλιτσ., BZ 44, 1951, 310 απευθείας από το ουσ. αξία. Ο τ. αξάζω κατά το (ι)σιάζω> σάζω (Dölger, BZ 33, 1933, 107). Το ε των τ. εξιάζω και εξάζω από τον αόρ. Για τη μτχ. αξιαζόμενος βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 13. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Έχω αξία, αξίζω (Βλ. L‑S, λ. αξιάω. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Αξιάζει Φράγκος εις φαρί διά είκοσι Ρωμαίους Χρον. Μορ. H 4944· τι τόπος ένι ο Μορέας και τι ημπορεί να αξιάζει; Χρον. Μορ. H 6372· β) έχω ισχύ, φέρνω αξιόλογο αποτέλεσμα: και προς τες κοπανές αυτών (δηλ. των Ελλήνων) τίποτε ουδέν αξιάζει| των γυναικών αντιστασιά Θησ. Ι 73· Η μτχ. αξιαζόμενος = άξιος, ικανός, ισχυρός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ ση λ. 1): τ’ αξαζόμενο, τ’ όμορφο παλληκάρι Ερωτόκρ. Α΄ 1397· τ’ αξαζόμενο κορμί, τ’ αντρειωμένο Φορτουν. Γ΄ 32· την αξιαζόμενη και μπορεμένη χώρα Ερωφ. Γ΄ 274· γ) (προκ. για λόγους, γνώμη) Έχω αξία, έχω απήχηση, εισακούομαι: επερπάτησεν ...| άρχοντες οπού ήξευρεν ο λόγος του να αξιάζει Χρον. Τόκκων 1356. 2) Ταιριάζω, αρμόζω (και απροσώπως = πρέπει· πβ. ΙΛ, λ. αξίζω 3): να ’ξευρα πόσον η σκλεριά σε ’ξιάζει Κυπρ. ερωτ. 8622· αναθρέφετον ως πρέπει και ως αξιάζει Διγ. Esc. 611. 3) Κοστίζω (Πβ. ΙΛ, λ. αξίζω 1): ένι κρατούμενος να τον πλερώσει με δίκαιον όσα ο σκλάβος ού η σκλάβα εξάζαν Ασσίζ. 4351· έξαζεν διακόσιες χιλιάδες ονομίσματα Μαχ. 67827. Η μτχ. αξαζόμενος = που έχει υλική αξία, πολύτιμος: ηύραν έναν πύργον γεμάτον αξαζόμενα πράγματα Μαχ. 15228. Το ουδ. της μτχ. αξιαζόμενον = τιμή, ισότιμο: ουδέν ημπορεί να του στρέψει το αξιαζόμενον των αμαχίων του Ασσίζ. 6215. 4) Αποφέρω χρηματικό όφελος: έδωκέν του την αρχιεπισκοπήν, η ποία ’ξάζει πάσα χρόνον ιβ́ χιλιάδες δουκάτα Βουστρ. 450. 5) Χρησιμεύω, ωφελώ: αν γένηται ότι ο άνδρας έσφαξεν την γυναίκαν του, ... ουδέν τον αξιάζει τίποτες αν πει ότι η γυναίκα του ήτον κούρβα Ασσίζ. 2275· Είντα μου ’ξάζει να γροικώ, τι με ’φελά να ξεύρω Ερωτόκρ. Α΄ 265· επήρεν τον και εγιάτρευσέν τον ούτως κακά με τα εμπλάστριά του, ότι τίποτες ουδέν τον (έκδ. την· διορθώσ.) αξίαζεν Ασσίζ. 17930. 6) α) Έχω νομική ισχύ, ισχύω, είμαι έγκυρος (Βλ. και Σακ., Κυπρ. Β΄ 458): ουδέ οι μάρτυρίες τους να ’ξάζουν Μαχ. 2414· επεί υπεξουσία ευρίσκεται η κόρη ει τι εποίησεν ουδέν εξιάζει Ελλην. νόμ. 52415· αν αξιάζει με δίκαιον (ενν. η δόσις) ( εσφαλμ. ο Δένδιας, Αθ. 36, 1924, 151, ερμηνεύει) Ασσίζ. 12314. Η μτχ. αξιαζόμενος, αξαζόμενος, εξαζόμενος (α) = έγκυρος: ει τι ποίσει να είναι αξαζόμενον Μαχ. 50414· την αγάπην και τους ορισμούς όπου εγίνουνταν ανάμεσόν σας κρατεί τα η αφεντιά σου εξαζόμενα; Μαχ. 51629· ποία πούληση πρέπει να αξιάζει και ποία ουδέν ένι αξιαζόμενη Ασσίζ. 3717· (β) = αξιόπιστος (δικαστικώς): Εάν γίνεται ότι ... ο αγκαλών ουκ έχει Ακουβίτας μάρτυρας ουδέν ένι αξαζόμενοι του Νεστουρίου Ασσίζ. 3079· β) έχω νομικό δικαίωμα: αι δε γυναίκες ουδέν αξιάζουν να ποιήσουν τίποτε άνευ κουρατόρου Ασσίζ. 52721. 7) Έχω την αξίωση, απαιτώ: ουδέν πρέπει να αξιάζει έτερον ανάστελμαν Ασσίζ. 904· πρέπει να αξιάζουν με τοιούτον ότι εκείνος ο άνθρωπος να εμπεί εις την φυλακήν του επισκόπου της χώρας Ασσίζ. 988.απελατίκι(ν)- το, Βέλθ. (Κριαρ.) 207, 231, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1156, 5062, Συναξ. γαδ. (Wagn.) 325, Αχιλλ. (Haag) L 408, 453, 467, 902, 1019, 1219, 1222, Αχιλλ. (Hess.) N 553, 1195, 1395, 1522, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 693, Θησ. (Βεν.) Η΄ [332] Θησ. (Schmitt) 337 VII 12, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 469, 478, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 81, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 10, 62, Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 28737. ’πελατίκι(ν), Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5062, Θησ. (Βεν.) Ϛ΄ [275, 334], Ζ΄ [123], Η΄ [153]. Θ΄ [357], Βουστρ. (Σάθ.) 429, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 238, Σταυριν. (Legr.) 385, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [251].
Από το ουσ. απελάτης (Βλ. Χατζιδ., Βυζαντίς 2, 1911 /12, 517). Απίθανη η ετυμ. του Δραγ., Αθ. 24, 1912, 365, από το ουσ. πέλτης ή πέλτον. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Βλ. και Du Cange, λ. πελατίκη, καθώς και Κοραή, Άτ. Β΄ 54.
1) Ρόπαλο (Για τη λ. και το πράγμα βλ. Καλονάρο, Διγ. A σ. 92 σημ. στ. 1635 και σ. 173 σημ. στ. 3101 και Πάπ.-Λαρ., Γεν. Εγκυκλοπ., λ. απελατίκιν· η σημασ. και σήμ. ΙΛ): τ’ απελατίκιν έσυρρεν το έμορφον εκείνο| κι ετίναξεν το χέριν του κι εκτύπησεν το κάστρο Αχιλλ. L 902· κρατεί σκουτάριν στρογγυλόν, βαρύν απελατίκιν Αχιλλ. L 467. 2) Αξίωμα (?) (βλ. Κονομή, Κρ. Χρ. 7, 1953, 153): Και ο μισέρ Έκτορ ήτον εις το σπίτιν του και επέψαν και εφέραν τον και εδώκαν του το ’πελατίκιν Βουστρ. 429. Βλ. και αξιότητα 3.απέραστος,- επίθ., Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 28527, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 6, 391.
Το μτγν. επίθ. απέραστος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
α) (Μεταφ.) ανυπέρβλητος, άφθαστος (Η σημασ. μτγν., L‑S): τσ’ απέραστες εκείνες τις ψυχές σας Πιστ. βοσκ. V 6, 391· β) που δεν μπορεί κανείς να τον περάσει, αδιάβατος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): και το ποτάμι απέραστον είναι ποδοβολής Διήγ. Αλ. G 28527. Βλ. και απέρατος.απέσω,- επίρρ., Τρωικά (Praecht.) 5323, 5354, Σπαν. (Hanna) O 233, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 517, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 58, Προδρ. (Hess.-Pern.) Ι 239, ΙΙΙ 52, 152, 198, 404α, (χφ g) (κριτ. υπ.), Καλλίμ. (Κριαρ.) 913, Ασσίζ. (Σάθ.) 1785, 19814, Διγ. (Mavr.) Gr. VIII 51, Διγ. (Hess.) Esc. 436, 756, 1123, 1724, Διγ. (Καλ.) Esc. 544, Βέλθ. (Κριαρ.) 323, Ακ. Σπαν. (Legr.) 505, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 553, Ερμον. (Legr.) P 258, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1709, 1710, 3463, 5843, 6503, 7164, 7440, 7593, 8797 8891, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 544, Πουλολ. (Krawcz.) 159, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 348, Πτωχολ. (Schick) P 182, Διήγ. Βελ. (Cant.) 66, Φλώρ. (Κριαρ.) 1616, Σπαν. (Ζώρ.) V 502, Περί ξεν. (Wagn.) V 259, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 203, 578, Απολλών. (Wagn.) 219, 614, Λίβ. (Μαυρ.) P 1265, 2528, 2578, Λίβ. (Wagn.) N 2177, Αχιλλ. (Haag) L 944, Αχιλλ. (Hess.) L 271, 379, Ν 127, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 293, Ιμπ. (Κριαρ.) 251, 695, Λέοντ., Αίν. (Legr.) ΙΙ 31, Χρησμ. (Trapp) VI 6, VII 8, Φυσιολ. (Legr.) 450, 845, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 64, 895, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C. 341, 385, Θησ. (Foll.) Ι 4, 79, Θησ. (Βεν.) Πρόλ. [31, 158], Β΄ [354], Ch. pop. (Pern.) 42, Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 6, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 634, Αγν., Ποιήμ. (Ζώρ.) Β΄ 2, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 421, 663, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 333, Φαλιέρ., Ενύπν. (Ζώρ.) 50, Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 27532, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 493 κ.π.α.· απέσσω, Μαχ. (Dawk.) 11017, 4585, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 9519, 10831· αππέσσω, Μαχ. (Dawk.) 2188, 4589, 10, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 635, 719, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 679, 846· απέσου, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙΙ 52 (χφ g) (κριτ. υπ.), 152 (χφ Η) (κριτ. υπ.)· αμπέσσω, Μαχ. (Dawk.) 11028· απόσω, Διγ. (Hess.) Esc. 544, 756· επέσω, Τρωικά (Praecht.) 5335.
Από την πρόθ. από και το επίρρ. έσω. Για τον τ. απέσου πβ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 209. Η λ. και οι τ. της και σήμ. (ΙΛ). Βλ. και Mihevc., Živa antica 15, 1966, 356.
Α´ Τοπ. 1) (Προκ. για κίνηση) α) απομέσα (προς τα έξω) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1α): να βγάλετε τους ασεβείς απέσω από την Πόλην Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 895· δύο αρκούδια επήδησαν απέσω από το δάσος Διγ. Esc. 756· Η ρήγαινα όρισεν ... και εστρέψαν της ό,τι της επήραν αππέσσω της Μαχ. 2188· β) (από έξω) προς τα μέσα, μέσα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2α): έπεψεν δύναμην αμπέσσω ο καπετάνιος Μαχ. 11028· ηύρεν τα κάτεργα έτοιμα, εσέβηκεν απέσω Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6503· οι Φράγκοι απέσω εσέβησαν, το κάστρο επαραλάβαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1709· Η Μαργαρώνα τα έβαλεν απέσω εις το κελίν της Ιμπ. 695· βλ. και απέσωθεν α· γ) στα ενδότερα (Πβ. ΙΛ στη λ. Α2β): εγώ εγύρισα Συρίαν και Ρωμανίαν απέσω εκατέβηκα Διγ. Esc. 544. 2) (Προκ. για στάση) μέσα, απομέσα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α3): Το κάστρον ήτον δυνατόν και καλά αφυρωμένο| από πάσαν του μεριάν, απέσα και απέξω Θησ. Ι 79· Κι ο ρήγας ...| όρισεν κι εθρόνιασάν τον εις το παλάτι απέσω Χρον. Μορ. H 3463· Μόνον τούτο απέμεινεν απέσω στην καρδιά μου Θησ. Πρόλ. [31]· γλήγορα εγνωρίσαν το απέσω εκ το καστέλλιν Αχιλλ. L 379· εφορούσαν απέσω εις τα ρούχα τους άρματα Τρωικά 5323· ώρας χαρά γαρ δύναται να διώξει χρόνου λύπην,| αν έναι εγκάρδιος η χαρά και απέ ψυχήν απέσω Λίβ. N 2177. Βλ. και απέσωθεν β. 3) (Με το επίρρ. εντός για να δηλωθεί κάποια επίταση) μέσα: κότον γαρ εν τῃ ψυχῄ σου| είσβαλες εντός απέσω Ερμον. P 258. 4) Ανάμεσα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α4): εμέν μόνον αφήσετε απέσω εις τα θηρία Διγ. Esc. 1724. 5) (Ιατρ.) εσωτερικά, στον (ανθρώπινο) οργανισμό: εκείνος ο ιατρός έβανέν τον πράγματα θερμά και ξηρά απέ τα ποία εκείνον το κακόν έβλαψέν τον απέσω και απέθανεν Ασσίζ. 1785. 6) Επάνω?: ουχ έφα (ένν. το ποντίκιν) μόνον την πίτταν,| αλλά και χωροπατεί απέσω Χρησμ. VII 8. Β´ (Χρον.) σε διάστημα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β1): Κι εις την Κλαρέντσαν έσωσεν απέσω εις τρεις ημέρας Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5843· να ζητήσει δίκαιον στο ιγονικόν εκείνον| απέσω εις τα τέρμενα όπου έχουν τα συνήθια Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7593. Γ´ (Τροπ.) (πιθ.) σύμφωνα (με κάτι): ουδ’ ετραγούδα τεχνικά απέσω εις την τέχνην Απολλών. 219. Με το άρθρο: 1) Το απέσω = το εσωτερικό: Επεί δε το Ερωτόκαστρον απέξω ήτον κτισμένον| εκ σαρδωνύχου λαξευτού, απείκασε το απέσω Βέλθ. 323· 2) οι απέσω = αυτοί που βρίσκονται μέσα: Γροικώντα οι απέσσω Μαχ. 4585. — Βλ. και αναμέσον.άπιστος,- επίθ., Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 319, Ασσίζ. (Σάθ.) 3626, 534, 605, 8425, 10111, 12, 10517, 1933, 21913, 22915, 2335, 2687, 27021, 3025, 3513, 11, 35529, 44428, 47731, 4786, 48120, Διγ. (Mavr.) Gr. ΙΙΙ 270, IV 19, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 707, 788, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 551, 666, 750, 818, 833, 3206, 4899, 4986, 5813, 8171, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5279, 5813, Βίος Αλ. (Reichm.) 2618, Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 9, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 479, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1448, Φυσιολ. (Pitra) 33918, Μαχ. (Dawk.) 1746, 26623, 47834, 64222, Θησ. (Βεν.) Β΄ [301], Κορων., Μπούας (Σάθ.) 13, 50, Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 27832, Αχέλ. (Pern.) 521, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 914, Ερωφ. (Ξανθ.) Ε΄ 85, 604, Πιστ. βοσκ. (Joann.) IV 3, 195· V 2, 245, Σταυριν. (Legr.) 578, 1214, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 256, 1420, 1499, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Α΄ 53, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 186, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 37025, 47616, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11226· άπεστος, Ασσίζ. (Σάθ.) 33423.
Το αρχ. επίθ. άπιστος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Α´ 1) α) Που δεν μπορεί κανείς να τον εμπιστευτεί, αναξιόπιστος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι 1, και σημερ., ΙΛ στη λ. 1α): Το δίκαιον ορίζει εκείνος οπού έφερεν τους μάρτυρες άπιστους κατά πρόσωπα του άλλου, εντέχεται να χάσει εκείνον το έγκλημαν Ασσίζ. 35111· ωσάν εκείνον τον άπιστον Ιούδαν τον Σκαριώτην Χρον. Μορ. H 666· β) που παραβαίνει τον όρκο του, επίορκος: καθάπερ εντέχεται να δώσει άνθρωπος άπεστος οπού εψεύσθην τον όρκον του Ασσίζ. 33423· γ) που δεν είναι νομοταγής, απειθάρχητος: Να μη μας κράζει ο βασιλέας απίστους δημεγέρτες Χρον. Μορ. H 4986· βλ. και απαίδευτος 2· δ) που προδίδει τη συζυγική ή την ερωτική πίστη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): Και αν δεν πιστεύεις, άπιστε, και α δεν πληροφοράσαι,| έπαρ’ τον πόθον απ’ εμέ και δος τον όπου θέλεις Ερωτοπ. 479. 2) α) (Προκ. για έγγραφο) άκυρο: απού χαρτίν άπιστον ουδέν πρέπει κανείς να ποίσει ζήτησην Ασσίζ. 35529· β) πλαστός, παραχαραγμένος: περί των χρυσοχών οπού χαράσσουν άδικας βούλλας και άπιστας χαραγάς Ασσίζ. 22915· γ) (προκ. για μετρικές μονάδες) ανακριβής, λειψός: Περί εκείνου ού περί εκείνης, τον πιάνουν εις άπιστον μέτρον ού παρκάτω ζύγιν Ασσίζ. 48120· δ) (προκ. για καταγγελία) ψεύτικος (Πβ. και Ασσίζ. 48228): τα εθέσπισαν να παίρνουν (δηλ. η αυλή) απού άλλατα άπιστα αγκαλέματα Ασσίζ. 2335. Β´ α) (Προκ. για τους μη χριστιανούς) αλλόθρησκος (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. ΙΙ β· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. 3): Και εμήνυσεν εις όλον το νησίν της Κύπρου οπού έχει Σαρακηνούς άπιστους Μαχ. 1746· Και παρ’ απίστων των Τουρκών αδίκως διωχθέντες Κορων., Μπούας 13. Βλ. και αβάπτιστος 1β, αγριόπιστος· β) (προκ. για χριστιανούς που δεν ανήκουν στο ίδιο δόγμα) ετερόδοξος, αιρετικός: Αφότου οι άπιστοι Ρωμαίοι, εκείνοι οι δημηγέρτες Χρον. Μορ. H 833.αποδέρ(ν)ω (II),- Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 400, Προδρ. (Hess.-Pern.) 1163, Ασσίζ. (Σάθ.) 4872, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4088, 4777, 4839, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 4024, Λίβ. (Wagn.) N 2883, Αχιλλ. (Hess.) N 1308, Θησ. (Βεν.) Β΄ [554], Ε΄ [732], Η΄ [272,4], Θ΄ [361], Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 115, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 77, 82, Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 27937, 2883, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 22529· ’ποδέρνω, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 405.
Από την πρόθ. από και το δέρνω. Για την από ως α΄ συνθ. βλ. αποβάφω (ετυμολ.). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Δέρνω πολύ (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ στη λ. 1): αν εις Σαρακηνός αποδέρει ένα Χριστιανόν... και εβγαίνει αίμαν Ασσίζ. 4872· ίσως ν’ απλώσει επάνω σου και να σε σύρει εμπρός της· και αν τύχη και αποδείρει σε, να σε εξεσφοντυλίσει Προδρ. Ι 163· β) βασανίζω, τιμωρώ (βλ. Κριαρ., SBN 9, 1957, 243): Καθ ώραν τσιγαρίζομαι· βλέπε απεδώ απεδάρθην,| εκ το βασμίδιν το ήστεκα της Ευτυχοτυχίας| εγράφην είς το πρόγραφον της Δυστυχοτυχίας Λόγ. παρηγ. L 400 (βλ. και ανατάζω 2α,β, αντιμετρώ γ). 2) Τελειώνω το δαρμό (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): και μ’ ένα ξύλο άπονα περίσσια τσί ραβδίζει| και τότε, σα τζ’ απόδειρε, γυρίζει και κοιτάζει Τζάνε, Κρ. πόλ. 22529· 3) α) (Προκ. για συμπλοκή, μάχη κλπ.) χτυπώ, καταβάλλω: του να καβαλικεύσωσι, να δώσουν κονταρέας| και οίος νικήσει εις τ’ άρματα να τον επάρω εκείνον (παραλ. 2 στ.)· ενίκησε (ενν. ο Λίβιστρος) νίκην φοβέραν ... (παραλ. 13 στ.) αφότου τον απόδειρε και εντράπη και ενικήθη Λίβ. N 2883· τριακοσίους απέδειρε άχρις αν εδιέβην| και πάλιν εις το γύρισμα άλλους περισσοτέρους|· ως χόρτον γαρ τους έκοπτεν και εκατεφόνευέν τους Αχιλλ. N 1308· Λαβώνοντα, σκοτώνοντα τους άθλιους Θηβαίους| απόδερνε κι αφάνιζε Θησ. Β΄ [554]· β) χτυπώ και ρίχνω κάτω: έσφαξάν τον και απόδειράν τον από το φαρίν του Διήγ. Αλ. V 77· επίασεν το άλογον του Πώρου εις το αντικέφαλον και έριξέν το κάτου εις την γην και αποδάρθη ο Πώρος από το άλογόν του Διήγ. Αλ. V 82· Διήγ. Αλ. V 27937, 2883.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 23, 24, 25, Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 2778.