Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 10 εγγραφές  [0-10]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Δεφ., Σωσ. (1569)

  • μετάγνωσις
    η· μετάγνωση· μετάνωσις, Δεφ., Σωσ. (1569) [84].
    Το αρχ. ουσ. μετάγνωσις.
    Μετάνοια, μεταμέλεια: Η πρώτη γνώση το λοιπόν έναι οπού ορίζει,| η ξυστερνή μετάγνωση τίποτες δεν αξίζει Αλεξ. 1888.
       
  • μπόλια
    η, Διαθ. 17. αι. 1082, Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 34, Τζάνε, Κρ. πόλ. 30924· εμπόλια· πόλια, Διαθ. 17. αι. 133.
    Από το βενετ. imbolia (Βλ. Kahane, Sprache 569· για διαφορετικές ετυμ. βλ. Τριαντ., Άπ. Α΄ 356, Ανδρ., Λεξ., Nourney, Lat. Ital. 120 και Spadaro, Sic. Gymn. 21, 1968, 271). Ο τ. εμπόλια στο Βλάχ. και σε έγγρ. του 16. αι. (Βαγιακ., ΕΜΑ 3, 1950, 153 και Bakk.-v. Gem., Κρητολ. 6, 1978, 41). Ο τ. πόλια σε έγγρ. του 1613 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 111). Η λ. στο Meursius, σε έγγρ. του 16. (Σάθ., ΜΒ Ϛ΄ 68817, Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 4, 1951, 4, 14, 23, κ.α. και ό.π. 97,107, Μέρτζιος, Κρ. Χρ. 15-16Β, 1961/2, 273, Κατσουρ., ΕΜΑ 5, 1955, 81) και του 17. αι. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 437, Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968, 264, 273, κ.α.) και σήμ.
    α) Γυναικείο κάλυμμα του κεφαλιού, μαντήλα: καλύπτραν, την εμπόλιαν, το σκέπασμα της κεφαλής Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Εξήγ. ορίζουν και σκεπάζουσι τα εύμορφά της κάλλη| με μπόλια χρυσοκέντητη· στην ζώσην της την βάλλει Δεφ., Σωσ. (1569) [202]· β) (προκ. για ποδιά, πιθ. από παρανόηση του συγγραφέα): παίρνει (ενν. ο Ιησούς) λέντιον, ήγουν μίαν εμπόλια και ζώνεταί την Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 264r.
       
  • μύλος
    ο, Προδρ. II Η 26b, III 108 χφ g κριτ. υπ., Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 784, Σαχλ. N 238, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 253, Σαχλ., Αφήγ. 155, Χρον. Τόκκων 555, Σφρ., Χρον. μ. 13221-2, Πεντ. Έξ. XI 5, Πορτολ. A 1512, 20818, 33631, Ιστ. πατρ. 1808, Μηλ., Οδοιπ. 640, Διήγ. πανωφ. 55, Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 310, Δ΄ 351, Τζάνε, Κρ. πόλ. 25511, κ.α.
    Η λ. στον Ιπποκράτη και σήμ.      
    1) α) Μηχανή που αλέθει κόκκους, κυρ. σιτάρι, και αποτελείται από δύο λίθινους κυλίνδρους, μύλος: ο πεινασμένος ... την πίταν ενθυμάται,| ο μυλωνάς τον μύλον του, ο γεωργός τ’ αλώνι Κρασοπ. (Eideneier) ΑΟ 9· ολοστρόγγυλος (ενν. ο βασιλίσκος) σαν μύλος που αλέθει Φυσιολ. (Legr.) 158· ύδωρ δε καταβαίνει,| όθεν και μύλοι ήλεθον κι εις τούτους αναβαίνει Προσκυν. Ιβ. 845 2471011· η τύχη ... (παραλ. 1 στ.) γυρίζει τόσα τον τροχόν σαν μύλον| και ρίχνει εις δυστυχιάν πάσα φιλιάν της Κυπρ. ερωτ. 1543· β) (ειδικ.) η κάτω μυλόπετρα: να μη σημαδέψει μύλον και απανωμύλη, ότι ψυχή αυτός σημαδεύγει Πεντ. Δευτ. XXIV 6. 2) Το κτήριο όπου στεγάζεται και λειτουργεί ο μύλος· μύλος: Κάτωθεν δε της εκκλησιάς μύλος ήταν βαλμένος,| εις τόπον τε ευρύχωρον εκεί ’τον εκτισμένος Προσκυν. Ιβ. 535 210857· περί τους μύλους αυτής σκηνώσαντες εκείσε Σφρ., Χρον. μ. 2432. 3) (Συνεκδ.) πιθ. μηχάνημα άντλησης και μεταφοράς νερού (Η χρ. και σήμ.): Στη μέσην του περιβολιού είχε νερά με μύλο,| απάνου ήτον το λουτρόν κτισμένο με τον θόλον Δεφ., Σωσ. (1569) [53]. — Η λ. και ως τοπων. (στον εν. και πληθ.): Σπανός (Eideneier) Α 465, Μαχ. 10434, 1145, 13217, Πορτολ. A 20026, κ.α.
       
  • ξεσκεπάζω,
    Τριβ., Ρε 118, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1297], Τζάνε, Κατάν. 165, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. ί́ 26· ξησκεπάζω, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 98r δις.
    Από το στερ. ξε‑ και το σκεπάζω. Ο τ. και σήμ. στην Κύπρο (Λουκά, Γλωσσάρ. 341). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) α) Βγάζω, αφαιρώ το κάλυμμα από κ., ξεσκεπάζω: Σίμωσε τώρα το λοιπό, ξεσκέπασε (ενν. το βατσέλι) και δε τα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 377· β) (εδώ για στέγη) αφαιρώ, ξηλώνω: δεν ημπορώντας να τον σιμώσουσιν (ενν. τον Ιησού) από τον όχλον, εξεσκέπασαν την στέγην εκεί όπου ευρισκέτονε και τρνπούσι και κρεμνούσι το κραβάτι εις το οποίον εκείτετονε ο παράλυτος Πηγά, Χρυσοπ. 49 (2). 2) α) Βγάζω τα ρούχα κάπ., ξεγυμνώνω: έλαμπε τ’ όμορφο κορμί (ενν. της Σωαάννας) και στέκουν και θαυμάζουν,| τον βίον του έδινε ο άντρας της να μην την ξεσκεπάσουν Δεφ., Σωσ. (1569) 198· Ορίζουν, ξεσκεπάζουν την, τα κάλλη της θωρούσι Δεφ., Σωσ. (1569) 189· β) γυμνώνω μέρος του σώματος: ένα σημάδι είχε απάνου στις πλάτες του και ... το ξησκέπαζα και το φίλουνα Εβρ. ελεγ. 174· γ) (προκ. για το κεφάλι μαζί με το πρόσωπο) αποκαλύπτω· (εδώ βγάζοντας την περικεφαλαία): όρισε κι ο βασιλιάς …| … στέφανο να του βάλω.| Την κεφαλή δεν ήθελε ποσώς να ξεσκεπάσει,| μ’ απάνω εις το κασσίδι του ζητά να του το πάσι Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 509· δ) φρ. ξεσκεπάζω τα μάτια μου = (μεταφ.) συνέρχομαι, «βλέπω» καθαρά, απροκατάληπτα, κατανοώ: τση φιλιάς το χρέος μου συντυχαίνει:|| «Ξεσκέπασε τ’ αμμάτια σου να βλέπεις ως τυχαίνει ...» Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 268. 3) α) (Μεταφ.) αποκαλύπτω, φανερώνω: ’Σ τούτην λοιπόν εξεσκέπασα τον πόθον της καρδιάς σου| και μυστικά εφανέρωσα τό θέλ’ η πεθυμιά σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [31]· θεός δεν δύνεται τον δόλον να βαστάζει,| μόνον ξεφανερώνει τον και τονε ξεσκεπάζει Ιστ. Βλαχ. 1070· (εδώ για πρόσ.) ξεμπροστιάζω:  ... στην ʼπιβουλήν σου την κλεψιάν, αν σ’ είχα ξεσκεπάσει| στες τιμημένες κορασιές, κρίνω να μην εκάμαν| ποτέ οι γυναίκες οι Θρακιές τόσον σκληρόν του πράγμα ... Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [442] β) ερμηνεύω, αναλύω: Δεν έχω καιρόν να ξεσκεπάζω τόσον δόλιον λόγον και πλάνην και βλάβην Πηγά, Χρυσοπ. 179 (21). 4) Παύω να καλύπτω· (εδώ για τα νερά της θάλασσας κατά το φαινόμενο της άμπωτης): εβγήκεν έξω η θάλασσα και έπνιξε τους φεύγοντας ... και αφού πάλιν η θάλασσα εσύρθη μέσα εις τον τόπον της, εξεσκέπασε τα νεκρά σώματα και εφάνησαν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 40. 5) (Για τάφρο) σκάβω, ανοίγω: τους τάφρους εξεσκέπαζε και τα μπαστόνια ʼφτειάνε| και για την μάχην βοηθούς τέχνες πολλές επιάνε Αχέλ. 169. IΙ. Μέσ. 1) Παύω να καλύπτομαι από κ.·  φαίνομαι: ο Θεός εσταμάτησε τον κατακλυσμόν και ... εξησκεπάσθη η γης και ... ο Νώε εβγήκε από την άρκλαν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 98r έστειλεν την περιστεράν να του ειπεί αν εξησκεπάσθη η γης Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 98r. 2) Ξεγυμνώνομαι: από τόσην μέθην οπού είχεν ... εξησκεπάσθηκε και εφαίνετον η αισχύνη του Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 101v. 3) (Μεταφ.) αποκαλύπτομαι, γίνομαι γνωστός: διά να ξεσκεπαστούσι διαλογισμοί πολλών καρδιών Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. β́ 35. Η μτχ. παθητ. παρκ. ως επίθ. = 1) Που έχει άνοιγμα (στη μέση): Έστι δε μεγαλότατη τούρλα ξεσκεπασμένη, κάτωθεν γίνεται πλατιά, άνωθεν μαζωμένη Προσκυν. Ιβ. 535 121. 2) Που (άθελά του) έχει αποκαλύψει κάπ. μυστικό του: ΕΡΩΠΡΟΙΚΟΥΣΑ: Έμεινα η κακορίζικη, θωρώ, ξεσκεπασμένη. ΚΟΡΙΣΚΗ: Ό,τι κι αν είπες εδεπά τ’ αφτιά μου όλα τ’ ακούσαν Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [590).
       
  • ξεσχίζω,
    Ερωφ. Ιντ. Β́ μετά στ. 120, Τζάνε, Κρ. πόλ. 36224· ξερκίζω, Διγ. O 169· ξεσχίζω, Ερωτοπ. 524, Χούμνου, Κοσμογ. 494, Αλεξ. 2668, Πικατ. 89, Πεντ. Γέν. XXXVII 34, Έξ. XXVIII 32, Λευιτ. XXI 10, Αχέλ. 2165, 2202, Αιτωλ., Μύθ. 10820, Χρον. σουλτ. 823, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́154, Δ́ 87, Έ́ 185, Πιστ. βοσκ. III 3, 330, Διγ. Άνδρ. 3451, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 445, Ευγέν. 1131, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [86, 167], Ροδινός (Βαλ.) 218, Τζάνε, Κρ. πόλ. 20715, 2207, 50 215 Μπερτόλδος 84· μτχ. παθητ. παρκ. εξεσχισμένος, Προδρ. IV 85, Hist. imp. II 34, Κορων., Μπούας 145, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 872· ξεκισμένος, Πεντ. Λευιτ. XIII 45.
    Από το επιτ. ξε‑ και το σχίζω. Πβ. όμως και λ. εκσχίζω στον Αριστοτέλη (L-S). Ο τ. ξερκίζω (Πβ. Διγ. O 1340 καταξερκά και 1878 καταξερχίζει), για τον οποίο βλ. Pern., Ét. linguist. I 473, II 404 και Du Cange (λ. ξερκείν), και σήμ. στη Χίο (Pern., Ét. linguist. I, 430, Άμ., Χιακ. Χρον. 6, 1925, λ. ξερκώ). Ο τ. ξεσκίζω στο Βλάχ. και σήμ. Για τη μτχ. ξεκισμένος βλ. Hesseling [Πεντ. σ. XLI] και πβ. τους σημερ. ιδιωμ. τ. ξεκώ, ʼξίκισε κλπ. (Pern., Ét. linguist. I 430, 473). Η λ. στο Du Cange και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) α) Σχίζω, κάνω κομμάτια: τα φλάμπουρα ξεσκίσασι, τους Τούρκους επαιδεύαν,| τους πρώτους και δυναμερούς διαλέγοντα φονεύαν Αχέλ. 1074· ξεσκίζει το χαρτί Ζήν. Ά́ μετά στ. 138· Τραγόπουλον εσφάξασι, το αίμαν περεχύσαν| στου Ιωσήφ ʼποκάμισον και τότε το ξεσκίσαν Χούμνου, Κοσμογ. 1590· φρ. ξεσκίζω τα ρούχα μου (για εκδήλωση μεγάλης λύπης ή οργής· βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Έ́ παράρτ. 22): Τα δάκρυα δεν έχουν σταλαγμόν οκ τ’ ανδρός της τ’ αμμάτια,| τα ρούχα του εξέσκιζε και τα ʼκαμνε κομμάτια Δεφ., Σωσ. (1569) 210· τα γένια τ’ ούλ’ ανέσπασε (ενν. ο Ιακώβ) και μοιρολόγι αρχίζει. Τα ρούχα του εξέσκισε και τα μαλλιά του βγάνει Χούμνου, Κοσμογ. 1595· αγοΐζει και απού την κακοσύνη τση τα ρούχα τση ξεσκίζει Φορτουν. (Vinc.) Β́ 374· (εδώ για δαιμονισμένο): εκατακυριεύθη και αυθεντεύθη από τον δαίμονα ώστε οπού εξέσχιζεν τα ρούχα, του Διαθ. Νίκωνος 258· β) (μεταφ. για την καρδιά): τα κλειδιά κρατεί του λογισμού μου και την καρδιά μου εξέσκισε κι επήρε μου το νου μου Πανώρ. Ά́ 164· γ) (σε μεταφ.) αποκηρύσσω, απαρνούμαι: το χάρισμα ετούτον απαρνήθης,| τη ʼστόρηση της ανθρωπιά; εξέσκισες κι εγδύθης| και προπατείς ωσάν το ζο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Á́ 1182- δ) (για πληγή) ανοίγω περισσότερο, επιδεινώνω: απάνω ’ς τσι λαβωματιές τα πέταλα εβουλούσα και την πληγή εξεσκίζασι και πόνους εγροικούσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1076. 2) Σχίζω στα δυο: Όρισε, σύραν τις κορφές των δύο δένδρων κι εγγίσαν,| τα πόδια του έδεσεν σ’ αυτά, εισμιό τον εξεσκίσαν Βεντράμ., Φιλ. 208· αντιθυμών’ ο Διγενής, χύνεται και αρπά την (ενν. την αρκούδα)| σαν ανδρειωμένος που ʼτονε εις δυο καταξερκά την.| Ωσάν λοιπόν εξέσχισεν, αρχίζει την οδόν του Διγ. O 1341. 3) α) (Για άγριο θηρίο ή αρπακτικό πτηνό) καταξεσχίζω, κατασπαράζω: χίλια πρόβατα λοιπόν ο λύκος να ξαφνίσει| δύνεται με τα δόντια του, όλα να τα ξεσκίσει Αλεξ. 32· Η αρκούδα εγριώθηκεν, σκληρά πολλά θυμώνει (παραλ. 2 στ.). Να τον ξεσχίσει ήθελεν και να τον καταφάγει (ενν. το Διγενή) Διγ. O 1335· είχαμεν και άλλον αδελφόν, θεριά τον εξεσκίσα Χούμνου, Κοσμογ. 802· Ένα γεράκι … πεινασμένον| απάνω του εχούνιξεν ...| Επίασέ το (ενν. το αηδόνι) με θυμόν διά να το ξεσχίσει Αιτωλ., Μύθ. 35 β) (για σκύλο): έχει σκύλους δυνατούς ...,| σκύλους χοντρούς, λαγωνικά από την Λομπαρδίαν (παραλ. 1 στ.), λιοντάρια, λύκους και θεριά, όσά βρουν τα ξεσκίζουν Γαδ. διήγ. 88· τα σκυλιά τους τον ... εξέσκισαν, αυθέντης τους οπού ’τον Θησ. Έ́ [576Αρκούδια να τους πνίγουσι, σκυλιά να τους ξεσκίζουν, το αίμα τους να πίνουσι και να τωνε γαβγίζουν Τζάνε, Κατάν. 335· γ) (για πολεμικούς ελέφαντες): οι δε ελέφαντες, μεθυσμένοι όντες, έδραμον ως λυσσασμένοι προς τους στρατιώτας του Πτολεμαίου και τους εξίσκισαν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 252. 4) α) Γδέρνω, προκαλώ αμυχές: ακλούθησ’ εκεινής, απού με δίχως| τα πόδια σου στο δάσο να ξεσκίζεις| στα χέρια τα γλυκιά και τ’ άπονά σου| τηνε κρατείς πιασμένη Πιστ. βοσκ. II 2, 100· β) (με αντικ. τα ουσ. μάγουλα, στήθη σε εκδήλωση πένθους): Με άμετρον λύπην κι ο αδελφός τον κλαίει, τον θρηνάται| ξεσχίζει και τα μάγουλα και τον μοιρολογάται Λίμπον. 414· ήβρε γυναίκα στην οδόν, που ʼμενε χωρίς γένναν| κι έκλαιε και οδύρετον ...| κι εξέσχιζε τα στήθη της Κορων., Μπούας 42· όταν τους συνέβη κανένα φυσικόν ακολούθημα, … δέρνουσι του λόγου τους αλύπητα, μαδούσι τα μαλλιά της κεφαλής τους, ξεσκίζουσι τα μάγουλά τους Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 7715 (Ελλην. 8, 1935, 284). 5) α) Εξοντώνω, αφανίζω, θανατώνω: Πέταξε και ξολόθρεψε φουσσάτο τ’ Ουτομάνο| κι όλους γιαμιά τους ξέσκισε Τζάνε, Κρ. πόλ. 49810· Το σίδερο οκ τους οχθρούς καθημερνό ξεσκίζει Ζήν. Δ́ 121· ενίκα δυνατούς κι εξέσχιζε λεοντάρια| και άρκτους εδιέφθειρε Διγ. A 4401· β) (εδώ με ταυτόχρονο κομμάτιασμα της σάρκας): ως αρκόν φτάνοντα κανονία| στρατιώτες τρεις εξέσκισεν μετά μεγάλην βία. Αχέλ. 1065· αυτόν (ενν. το χωριάτη) εσύρναν τον να τον λιθοβολήσουν| και ωσάν ληστάδες στέκουσι πότε να τον ξεσκίσουν Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1736]· γ) διαμελίζω (νεκρό σώμα): Τελειώνει (ενν. ο θάνατος) ... ’νους κορμιού τα πάθη, μα οπού ζούσι| θλίβουνται και πρικαίνουνται την ώρα που θωρούσι| το πως ξέσκιζαν τα κορμιά πάλι τα νεκρωμένα χέρια άπονα τω ζωντανώ Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 185· τον Μουσικόν Ορφεύ όλες τους (ενν. οι Θρακιές) εξεσχίσαν| και τα κομμένα μέλη του σ’ άγρια θηριά εσκορπίσαν Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [445]. 6) Συντρίβω, κομματιάζω: ουδέ ψυχάρι ουδέ κερί ουδέ φωτιά ουδέ γράμμα| του επόμεινε στην κεφαλή, κι ή το μεγάλο πράμα| να τα ξεσκίσει η κονταρά κι όλα να σκορπιστούσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 2393. 7) α) (Μεταφ.) διασχίζω, διαπερνώ: εφάνη κι ήτονε βροντή, οπού απ’ τα ύψη αρχίζει| και κάνει ταραχή πολλή, τα νέφαλα ξεσκίζει| και με πολύ συχαλασμό στα βάθη κατεβαίνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1124· β) (προκ. για τη γη) αυλακώνω· οργώνω: πεθυμιά μού ’φερ’ ο λογισμός μου| άλλη παρά τα πρόβατα να βόσκω ή να τραβίζω| τ’ αλέτρι και καθημερνώς την γην να την ξεσκίζω Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [10]· ξεσκίζω| την γην με το ζευγάρι Πιστ. βοσκ. V 1, 12. 8) Παραβιάζω τα σύνορα (χώρας, πόλης), εισβάλλω: Αλίμονον στην χώραν μας, αφής την εξεσχίσαν| οι Τούρκοι και εσέβησαν μέσα κι εκατοικήσαν Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 457. 9) Καταστρέφω οικονομικά, «γδέρνω»: Μ’ άλλος θαρρείς και παίρνει τη (ενν. την Πανώρια) παρά να με ξεσκίσει,| να πάρει το κουράδι μου, το σπίτι μου να γδύσει; Πανώρ. Έ́ 237. 10) Αδικώ κατάφωρα (Πβ. και né lasciare stracciar i poveri litiganti, Gilio Cesare Croce, Le sottilissime astuzie di Bertoldo, σ. 84 και Nuovo Zingarelli, λ. stracciare 3): Να ξοφλήσει (ενν. ο βασιλέας) τες κρίσεις και φιλονικίες και να μην αφήνει να ξεσκίζονται οι πτωχοί οπού κρένονται Μπερτόλδος 84. ΙΙ. Μέσ. 1) α) Σχίζομαι, κόβομαι: έκαμεν το τερλίκι του απανωφοριού κάμωμα αλυφαντή όλο γεράνιο. Και το στόμα του τερλικιού μεσοθιό του σαν στόμα λωρικιού, χείλος εις το στόμα του τριγύρο να μη ξεσκιστεί Πεντ. Έξ. XXXIX 23· (σε σχ. υπαλλαγής): να με πέμπουσι να παίρνω και τα φρύγανα να φέρνω,| να ξεσκίζομαι στο ράσο και να καίγομαι στο δάσο Φαλλίδ. 120· β) (μεταφ. σε ιδιάζ. χρ.): εβάλθη (ενν. η βασίλισσα) να γελάσει τοιουτοτρόπως οπού έκανε χρεία να ξεσκισθεί και από τα δύο μέρη Μπερτολδίνος 134. 2) (Προκ. για τους μυϊκούς σπασμούς και τις αστατικές κρίσεις «δαιμονισμένου», επιληπτικού): όπου τον φθάσει (ενν. το πνεύμα) τον κάμει και ξεσχίζεται και αφρίζει ... και ξηραίνεται Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. θ́ 18. 3) (Με αρνητ. σημασ.) τριγυρνώ, τραβολογιέμαι: μόνο που την αρματωσά στον κόκκαλό σου βάνεις| κι εδώ κι εκεί ξεσκίζεσαι με τις συντρόφισσές σου| και σκιάς λαγό δεν ήφερες στο σπίτι μας ποτέ σου Πανώρ. Β́ 111. Η μτχ. παθητ. παρκ. ως επίθ. = 1) Σχισμένος, κουρελιασμένος: τον εκάθισαν απάνω εις ένα μικρόν και πενιχρόν καμήλι με ένα παλαιόν και ξεσκισμένον φόρεμα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 425· ποια ʼναι τούτα που θωρώ χάμαι τα ξεσκισμένα ρούχα; Ερωφ. Ιντ. Β́ 143· (εδώ ως ουσ.): Επεριπάτει με παλαιά και ξεσχισμένα ζητών ελεημοσύνην Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 296. 2) α) (Σε σχ. υπαλλαγής) που φορά σχισμένα ρούχα, κουρελής: Πάσα όντας είναι αρχιμενιά τέσσερις λίτρες παίρνεις (παραλ. 1 στ.) ... και μπορείς με τα μισά ... να ντύνεσαι καλότατα, ... μα πάντα κακορίζικος είσαι και ξεσκισμένος Στάθ. (Martini) Ά́ 183· μου ʼπαντήξασι δυο φράροι ξεσκισμένοι Φορτουν. (Vinc.) Β́ 13· β) ρακένδυτος· φτωχός: όντεν επέρνα, στρέφεται και βλέπει ξεσκισμένους| ανθρώπους ανεγνώριστους Τζάνε, Κρ. πόλ. 46221· Μπλιο ζαμπέτια δε μυρίζω, μα βρομώ όλος και σκανίζω,| εγδυμνός και ξεσκισμένος κι εις τα ράσα τυλιμένος Φαλλίδ. 48. 3) Που τον έχουν κατασπαράξει άγρια ζώα, κατασπαραγμένος: μα την πρικ’ απ’ έλαβες, σαν είδες ξεσκισμένο| στα δάση τον Αντόνε σου τον πολυαγαπημένο,| παρακαλώ σε, δώσ’ τωνε βοήθεια Πανώρ. Δ́ 315.
       
  • οπισθάγκωνα,
    επίρρ., Κώδ. Χρονογρ. 532· ’πισθάγκωνα, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 375· ’πιστάγκωνα, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 626, Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 120, 121, Βεντράμ., Φιλ. 54, 70, Δεφ., Σωσ. (1569) 254.
    Από το επίρρ. όπισθεν και το ουσ. αγκώνας. Ο τ. ’πιστάγκωνα στο Somav., στον Κατσαΐτ., Θυ. Δ΄ 101 και σήμ. Τ. ’πστάγκουνα σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Α΄ 306, Ανδρ., ΕΕΦΣΠΘ 12, 1973, 516, στη λ.). Η λ. τον 5. αι. (Sophocl.), σε παπύρ. (L‑S) και σήμ.
    Με τα χέρια δεμένα πίσω: ηύρεν ανθρώπους δεμένους οπισθάγκωνα Βίος Αλ.2 120· όσοι αδικήσαν τα ’ρφανά ακόμη και χηράδες (παραλ. 1 στ.) κι έμειναν ασυγχώρετοι …| ’πιστάγκωνα στην άβυσσον θα στέκουσι δεμένοι Τζάνε, Κατάν. 392· άρχοντας ογδοήκοντα έπιασαν κι έδεσάν τους| και μέσα εις την Πάδουβαν ’πιστάγκωνα ’φεράν τους Κορων., Μπούας 116. — Βλ. και εξάγκωνα.
       
  • παρουσία
    η, Θησ. Πρόλ. [276], Βεντράμ., Γυν. 204, Παϊσ., Ιστ. Σινά 923, 1637, Σεβήρ., Διαθ. 18916, Διγ. O 2039· παρουσιά, Δεφ., Σωσ. (1569) [339], Πεντ. Δευτ. XXXIII 26, 29· παρουχιά, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 98· πληθ. παρουσές, Θρ. πατρ. M 80.
    [Το αρχ. ουσ. παρουσία. Η λ. και σήμ.]
    1) Παρουσία: Μεταξά, Επιστ. 2152. 2) Άφιξη, ερχομός, εμφάνιση: Διγ. O 1009, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [72]. 3) α) Μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα: Εκεί δε οι ορθόδοξοι Ρωμαίοι λειτουργούσιν| με παρουσίαν θαυμαστήν, να είδες τι ποιούσιν Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 282· Ζει το λοιπόν και χαίρεται και λάμπει η ομορφιά της,| κι εγίνη νύμφη ξαφνικά, με πλήσια παρουσιά της Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1427]· β) μεγαλείο, δόξα: Και πώς, Κωνσταντινούπολις, πάντα να μην θρηνούμεν,| που χάσαμεν τες παρουσές και πάντα τες θυμούμαι;| Από καρδίας κλαίομεν, σαν βλέπομεν άλλες χώρες,| που στέκουν εις τες τάξες τους σαν στολισμένες κόρες| και παρουσίες έχουσιν, χαίρονται, καμαρώνουν Θρ. πατρ. M 80, 83· χάθηκεν η παρουσιά, η δόξα η μεγάλη,| οπού ’ρχονταν οι άρχοντες μετά τιμής μεγάλης| όλοι στον τάφον του Χριστού Θρ. πατρ. M 30· και εσύ την παρουσίαν σου μόνος σου κέρδισέ την,| μόνος σου ζήσε, σκίρτιζε, μόνος αγαλλιάζου Ιμπ. 457· (προκ. για το Θεό): με τη πληθότητα της παρουσιάς σου χαλνάς τους αντιστεκουμένους σου· απέστειλες την οργή σου να τους φάει σαν άχερο Πεντ. Έξ. XV 7. 4) α) Θαρραλέα έκφραση γνώμης, παρρησία: Ακούοντα τούτον (ενν. τον κουρτσάρην) ο ρήγας ο Αλέξανδρος και τούτος πως είχεν τόσην ψυχήν και τόσην παρουχιάν, εμπήκεν εις ελεημοσύνην Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 98· β) θάρρος, γενναιότητα: έκανον πέντε έξι γύρους κτυπώντας ο καθένας τους περισσιές αρκουμποσίες και έδειχνε ο καθένας την παρουσίαν και την ανδρείαν του Σουμμ., Ρεμπελ. 160· γ) αλαζονεία, έπαρση: να τσακίσω την παρουσιά της δύναμής σας, και να δώσω τους ουρανούς σαν το σίδερο και την ηγή σας σαν το χάρκωμα Πεντ. Λευιτ. XXVI 19. 5) (Θεολ.) έκφρ. Δευτέρα Παρουσία = η δεύτερη αναμενόμενη έλευση του Χριστού στον κόσμο για να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς: Χαίρε, ότι ο σος υιός εις ουρανούς ανέβην·| εις την Δευτέραν Παρουσιάν ούτος θέλει κατέβειν Σκλέντζα, Ποιήμ. 412· Σήμερον φαίνεται εις εμάς Δευτέρα Παρουσία,| που θε να κάνει ο Κύριος την δικαιοκρισίαν Διήγ. ωραιότ. 523· εσκοτεινιάσεν ο ουρανός κι εμαύρισεν η μέρα,| και όλος ο κόσμος έλεγεν: «Η Παρουσία Δευτέρα» Σκλάβ. 122· εις αυτόν τον τόπον όρισεν ο οικτίρμων Θεός να ευρίσκονται ετούτες οι ψυχές έως να θελήσει να κάμει την κρίσιν και την ανταπόδοσιν, ήγουν να γένει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού Λαυρ., Οπτασία Σ. 110. — Πβ. και παρρησία.
       
  • πασαείς,
    αντων., Φαλιέρ., Ιστ.2 437, 675, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 65, 126, 330, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 493, Μαχ. 43, 1223, 17623, 33615, 51437, Χούμνου, Κοσμογ. 1868, Γεωργηλ., Θαν. 240, Βουστρ. (Κεχ.) 385, 887, Αλεξ. 840, 1727, Συναξ. γυν. 1124, 1163, Βεντράμ., Φιλ. 388, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 61, 156, 345, 631, Πηγά, Χρυσοπ. 69 (7), 196 (17), 288 (32), 323 (4), Παϊσ., Ιστ. Σινά 407, 409, Πανώρ. Γ́ 11, Δ́ 290, Έ́ 226, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 497, Κατζ. Ά́ 231, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 2453, 14, Βοσκοπ.2 93, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1023, 2356, Στάθ. (Martini) Ά́ 234, Γ́ 551, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 258, Δ́ 224, Έ́ 9, Διήγ. ωραιότ. 948, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 270, Λεηλ. Παροικ. 43, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3894, κ.π.α.· πασαγείς, Μαχ. 2861, 41634, Πανώρ. Γ́ 443, Διαθ. 17. αι. 5113· πασαένας, Rechenb. 96, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 312, Αλεξ. 1938, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 204, 207, 760, Θρ. Κύπρ. M 355, 716, Πηγά, Χρυσοπ. 65 (29), 104 (40), 108 (51), 132 (20), (21), 134 (27), 142 (47), 143 (49), 148 (63), 178 (16), Ιστ. Βλαχ. 1201, Στάθ. (Martini) Γ́ 464, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 254· πασάνας, Χούμνου, Κοσμογ. 558, 559, Αλεξ. 1789, 2057, 2108, 2338, 2674, 2728, 2800, 2826, 2874, Διήγ. Αλ. G 28936, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 138, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 348, 618, 906, Θρ. Κύπρ. M 306, 574, Κυπρ. ερωτ. 9436, 9739, Ιστ. Βλαχ. 1613, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 894· πασανείς, Βουστρ. (Κεχ.) 388, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 29015‑16, Κυπρ. ερωτ. 192, 15416, Πανώρ. Γ́ 152, Βοσκοπ.2 279, Ιστ. μακαρ. Μαρκ.πασένας, Πένθ. θαν.2 563, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 167235, Πανώρ. Πρόλ. 4, Παλαμήδ., Βοηβ. 186, 258, Ροδολ. (Αποσκ.) Αφ. 16, Δ́ 155, Έ́ 281, 366, Διήγ. ωραιότ. 144, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 190· γεν. εν. πασαενού, Rechenb. 83, Διήγ. Αλ. G 28825, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 694· πασάνα, Γεωργηλ., Θαν. 314· πασανός, Φαλιέρ., Ιστ.2 674, Θησ. ΙΒ́ [343], Σκλέντζα, Ποιήμ. 166, Γεωργηλ., Θαν. 354, Ριμ. Απολλων. (Βεν.) 1659, Πανώρ. Ά́ 288, Β́ 309, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 2459, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 148, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 54620· πασανού, Μαχ. 830, 1424, 15418, 25219, 47625, 50422, 55426, 59831, 6128· πασενός, Παλαμήδ., Βοηβ. Εισαγ. 7· αιτιατ. εν. πασαέν, Δεφ., Σωσ. (1569) 13· πασαέναν, Μαχ. 10229, Πηγά, Χρυσοπ. 125 (54)· πασάνα, Χούμνου, Κοσμογ. 1866, Γεωργηλ., Θαν. 185, 473, 477· πάσαναν, Κυπρ. ερωτ. 9818· πασάναν, Μαχ. 22010, 43613‑14, Γεωργηλ., Θαν. 595· πασανένα, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 227· πασανέναν, Μαχ. 5018‑19· πασένα, Πανώρ. Ά́ 344, Δ́ 420, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 80, Β́ 118, Δ́ 105· πασέναν, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 59· θηλ. πασαμιά, Πανώρ. Γ́ 148, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 580, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 139· γεν. εν. πασαμίας, Μαχ. 547, 22433· ουδ. πασαένα, Γεωργηλ., Θαν. 138, Πηγά, Χρυσοπ. 56 (13), 98 (19), 130 (16), 141 (45), 255 (11), Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 31124, Λεηλ. Παροικ. 35, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4438· πασαέναν, Μαχ. 22621, Αχέλ. 1777· πασένα, Πανώρ. Ά́ 160, Γ́ 120, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 52410.

    I. (Ως ουσ.) 1) α) Ο καθένας, κάθε πρόσωπο (χωριστά)· (έναρθρ.): θέλει ανταποδώσει ο Θεός του πασανού κατά τα έργα του Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 64· Καλά κι εις μάχην δεν θεν να κοπιάζω| αμμέ γιατί δεν θέλει να σιγήσω| μάχομαι και τον πάσαναν πειράζω Κυπρ. ερωτ. 9818· (χωρίς άρθρο): Μεσίτρια γένου το λοιπόν, κερά, διά πασαένα| και παρακάλει τον Χριστόν διά όλους και δι’ εμένα Σκλέντζα, Ποιήμ. 1215· Σήμερο θέλω πασαείς να δει τη μπόρεσή μου,| για να φοβάται, ώστε να ζει, περίσσα την οργή μου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 625· (σε σχ. κατά το νοούμενο): πασαείς ας βλέπετε, κανείς μηδέν πιστέψει| ποτέ του την πολιτικήν κι εισμιάν χειροτερέψει Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 412· β) ο καθένας, η καθεμιά, το καθένα από ένα σύνολο (συν. ύστερα από λ. που δηλώνουν σύνολο ανθρώπων ή πραγμάτων, πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Ά́ 110, α)· (έναρθρ.): ο βασιλεύς θωρώντα την στενήν ζωήν τους αρχιερείς της Κύπρου ... έδωκέ τους χωριά και άλλα εισοδέματα του πασανού κατά του εφάνην Μαχ. 2634· (χωρίς άρθρο): εφάνησα σε γούργουθα βαθύτατον ελίγοι| ναύτες, πασένας πάσκοντας το θάνατο να φύγει Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 272· (σε σχ. κατά το νοούμενο): έδωσε θέλημα του φουσσάτου και εδιάβη πασαείς εις τον τόπον του χαρούμενοι Χρον. σουλτ. 943· (με επόμ. εμπρόθ. προσδ. ή τους εγκλιτικούς τ. της προσωπ. αντων. ως γεν. διαιρετική, βλ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Ά́ 67, 4β): έξω ’κ την χώραν ήβγηκεν μ’ όλην του την στρατεία| με άνδρες πολλά θαυμαστούς όσους έκαμνεν χρεία,| ήτον χιλιάδες έως επτά πεζοί και καβαλάροι| και πασένας απ’ εκεινούς ήτ’ άξιον παλληκάρι Παλαμήδ., Βοηβ. 586· Στρατιώτες ξακουστοί, κι εσείς, απόκοτοι και νιοι άξοι,| ό,τι μπορεί πασένας σας ογιά τιμή του ας πράξει Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 56· (με προηγ. το επίθ. όλοι): εμόσαν όλοι πασαείς, ότι να κρατούν το αυτόν κάστρον διά τον αφέντην τον ρε Πιέρ Μαχ. 10017· έκφρ. εις όλους (...) κι/ ακόμη εις πασαένα = (για έμφαση) σε όλους και στον καθένα ξεχωριστά: Πολλά θαυμάσματά ’καμα στου Ισραήλ την γέννα,| πολλήν θαράπαψη έδωκα σ’ όλους κι εις πασαένα Χούμνου, Κοσμογ. 2648· στέλνω το διάθεμα σ’ εμένα κι εις εσένα| σ’ όλους από το γένος σου, ακόμη εις πασαένα Χούμνου, Κοσμογ. 526· έκφρ. πασαένας και πολλοί μαζί = (για έμφαση) ο καθένας ξεχωριστά (από σύνολο) και όλοι μαζί: η κακία έχει τα της κακίας πνεύματα, οπού πασαένα και πολλά μαζί περιτρέχουσι τον άνθρωπον Πηγά, Χρυσοπ. 306 (4). 2) (Με επόμ. την άκλ. αντων. οπού, βλ. όπου IΒ́) ο καθένας (που), όποιος· (έναρθρ.): ο πασαείς οπού παραδέρνει διά την σωτηρίαν του πλησίου του πρώτα ωφελεί τον εμαυτόν του και τάπισα τον πλησίον του Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 395· (χωρίς άρθρο): πασαείς οπ’ αγαπά να γιάνει την ζωήν του| ας διώχνει τά πικραίνεται από την θύμησίν του Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 163. 3) Οποιοσδήποτε, ο τυχών· (έναρθρ.): να έχουν (ενν. οι Τεμπλιώτες) απομονήν ό,τι τους πει ο πασαείς Μαχ. 1234· (χωρίς άρθρο): μην πιστεύεις έτσι εύκολα πασαενός Πηγά, Χρυσοπ. 181 (27). 4) Κάποιος, ένας: Είτι εκράτει πασαείς, πάλι ας το μετέχει (παραλ. 1 στ.). Είτις επήρε άρματα, ...,| πάλι ας τα στρέψει όπισθεν Αλεξ. 1425. 5) (Σε αρνητ. πρόταση) κανένας: πασαένας εξ αυτόν (ενν. από τον θάνατον) δεν ημπορεί να γλύσει Αλεξ. 2822. II. (Ως επίθ.) κάθε: αντιβολώ, παρακαλώ εις πάσαναν αυθέντην,| Σπανιόλους, Προβεντζιάλους τε με των Μπουρτογαλέων· μόνον να ομονοιάσουσιν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 436· αμελούμεν τούτα, τα έργα τα εύχολα, τα δυνατά πασαενός ανθρώπου κατά την δύναμίν του και κατά την τάξιν του Πηγά, Χρυσοπ. 145 (56)· Τούτ’ είναι γνώσις πασανός αξίου στρατιώτη| όταν θωρεί απάνω του καιρού εναντιότη Παλαμήδ., Βοηβ. 1073· (προκ. για καθένα από δύο άτομα): Τα ... δουκάτα ... θέλω να μοιράσουν τα ήμισυ πασαενός μου παιδίου (ενν. του Ανδρέα και της Ελένης) οι ειρημένοι κουμεσάριοι Διαθ. Ντεφαΐτζ. 77.
       
  • πέμπω,
    Καλλίμ. 1683, Διγ. (Trapp) Gr. 682, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 94, Φλώρ. 398, Απολλών. 340, Λίβ. P 441, 1237, Λίβ. Sc. 105, 320, Λίβ. Esc. 1440, Λίβ. N 1083, Μαχ. 8024, 50223, 25, 52016, 6449, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 613, 614, Ιστ. πολιτ. 6016, Κυπρ. ερωτ. 1413, Κατζ. Γ́ 417, Σουμμ., Ρεμπελ. 174, 175, 177, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1288, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [271], Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 159, Ιντ. δ́ 192, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 10, Λεηλ. Παροικ. 169, Διγ. O 40, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2862, 5148, κ.π.α.· επέβω, Μανολ., Επιστ. 173, Σταυριν. 562· πέβγω, Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 240, Δεφ., Σωσ. (1569) 320· πέβω, Σπαν. O 16, Θρ. Κων/π. (Mich.) 38, Αλεξ. 426, 690, 717, 814, 1004, 2182, 2183, 2543, 2687, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 21r, 32v, 214r, 298v, Δεφ., Σωσ. (1569) 310, 332, Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 171, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [254], [429], κ.α.· ?πέπω, Αχιλλ. (Smith) O 382· αόρ. έ/ήπεψα, Καλλίμ. 2375, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1415, Μαχ. 3807, 64227, Αλεξ. 50, 913, 1032, 1040, 2179, 2396, Απόκοπ.2 138, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 22v, Δεφ., Σωσ. (1569) 334, Κυπρ. ερωτ. 2417, Κατζ. Δ́ 431, Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 171, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1042, 1233, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 165, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2307, 41727· γ́ πληθ. παθητ. αορ. επεμφήκασιν, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3316· μτχ. ενεστ. πεμπάμενος, Μαχ. 65015, Δαρκές, Προσκυν. 57, Αλφ. 104, Πανώρ. Αφ. 31, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 542, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ πριν στ. 1, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 3834, Αποκ. Θεοτ. II 67, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 359, Ροδινός (Βαλ.) 176, 203, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5112· μτχ. παρκ. πεμμένος, Λίβ. P 1686.
    [Το αρχ. πέμπω. Ο τ. πέβγω (<πέβω με ανάπτυξη του ‑γ‑, βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 49-50, 185) στον Κατσαΐτ., Ιφ. Αφ. 56 και στο Στεφανόπ., Βιβλ. Στεφανοπ. 36, 37, 78, 84. Ο τ. πέβω (αναλογ. με τα αρχ. και μτγν. ρ. σε ‑βω, βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 284) στον Κατσαΐτ., Ιφ. Αφ. 128, Γ́ 389, 390, Θυ. Αφ. 20, 59, Κλ. Ά́ 715 και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., Ζώη, Λεξ. Ζακ., κ.α.). Για τον τ. πέπω που απ. σε κυπρ. έγγρ. του 17. αι. βλ. Μηνάς, Πρακτ. Β′ Κυπρ. Σ 3, 255 σημ. 11. Ο αόρ. έπεψα και σήμ. ιδιωμ. (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 161, κ.α.). Η μτχ. πεμπάμενος στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Σακ., Κυπρ. Β́ 725). Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ).]
    1) α) Στέλνω κάπ. (κάπου ή σε κάπ): Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 123, Σφρ., Χρον. (Maisano) 15018, Βίος Αλ. 2644· Ο μέγας μάστρος αρμάτωσεν δ́ κάτεργα και έπεψεν ρ́́ φρέρηδες Μαχ. 14834· τω Χανιών οι άρχοντες ήθελαν να γυρέψου| κανένα μαθηματικόν έξω να τονε πέψου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15728· αρμάτωσεν ο κουβερνούρης μίαν σατίαν και έβαλεν απάνω τους σιρ Χαρρήν τε Ζιπλέτ και έπεψέν τον εις τον ρήγα, λαλώντα του πώς το στόλος είναι δηγημένον Μαχ. 14430· ο Ηρώδης έκραξεν τους Μάγους κρυφά διά να μάθει ... Και τότες τους πέβει εις την Βηθλεέμ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 239v· β) προκ. για αγγελιοφόρο: Λίβ. N 1083· ο κοντοσταύλης έπεψεν μαντατοφόρον τον Μουντολίφ τε Βερνή Μαχ. 51613· γ) προκ. για στρατό, στόλο: ο αφέντης της Ατάλειας ... έπεψεν μαντατοφόρους ... να μην πέψει (ενν. ο ρήγας) την αρμάδα απάνω του Μαχ. 1062. 2) α) Στέλνω κ. σε κάπ.: Βίος Αλ. 4110· παρακαλώ τη πανιερότη σου να μου πέψεις έξι εφτά πράτσα σέτα τη μαύρη και ένα σκιάδι Μανολ., Επιστ. 173· (σε προσωποπ.): εις τ’ αρμαριού την άνοιξη τη δεύτερην ευρίσκει| πράμ’ ακριβό που τση ’πεψεν ο Έρωτας κανίσκι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1490· β) σε μεταφ.: Να ’πιχαρείς, ω λυγερή, πέψε με ολίγον πόθον,| ότι λιγώνομαι, κυρά, διά την πολλήν σου αγάπην·| εσύ κρατείς τους έρωτες και δος εμέν τον πόθον Ερωτοπ. 87· Χείλη γλυκιά και ονόστιμα ...| ... ας μου ’τονε ... δοσμένο| τόση δροσά φιλώντας σας να πέψω στην καρδιά μου,| να πάψουσι οι πόνοι μου κι όλα τα βάσανά μου Πανώρ. Β́ 197· γ) στέλνω γράμμα, μηνώ, ειδοποιώ γ1) (με αντικ. τις λ. μαντάτο, μήνυμα, πιττάκιν, χαρτί, κ.τ.ό.): Ω Κύριε παντοδύναμε, ...| δόξα στην ευσπλαχνία σου με το γλυκύ μαντάτο| που ’πεψες ανιπόλπιστα κι αφνίδια εις τη Σάρρα Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 1069· Ο βασιλεύς ο Φίλιππος μηνύματα σας πέμπει·| πωλεί σας μίαν εξαίρετον, ωραιωμένην κόρην Φλώρ. 937· και το πιττάκιν έπεψεν (ενν. η κόρη) εις τον Αχιλλέαν Αχιλλ. L 621· Χαρτί σε πέμπω, λυγερή, αφέντρ’, ανάγνωσέ το Ch. pop.γ2) (με ειδική πρόταση): Ο δε βασιλεύς έπεμψε προς τον Αίσωπoν ότι ελυπήθη πολλά Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) 4513· δ) (με αντικ. το ουσ. σημάδι(ν)) στέλνω κ. ως ένδειξη ερωτικής ανταπόκρισης: γράφω σε, δεσποτείαν μου, μυριοπαρακαλώ σε,| πέψε σημάδιν εις εμέν να το έχω αντί εσένα Λίβ. Sc. 736· αν δε πάλιν ου πέμψεις με σημάδιν ιδικόν σου,| δίδεις με πάλιν αναμονήν, ελπίζω το του χρόνου Λίβ. Sc. 740. 3) α) Στέλνω κάπ. να κάνει κ.· (με τελική πρόταση): ο αμιράς ...| ... δύο εκ των αγούρων του έπεμψεν εις το κάστρον,| όπως είπωσι τῃ μητρί την επάνοδον τούτου Διγ. Z 962· ο πατήρ μου ο βασιλεύς την βασιλείαν έχει,| και εμέναν έπεψε να πολεμώ μετά σας Αχιλλ. L 149· (με το σύνδ. κι αντί τελικού συνδ., βλ. και 9): ο Αλέξανδρος ... ανθρώπους τότε πέβει,| κι ήφεραν τον Βουκέφαλον Αλεξ. 1209· (με επόμ. εμπρόθ. προσδ. του σκοπού): Ο βασιλεύς γροικώντα την παρακάλεσίν τους, έπεψεν πολλύν λαόν των αρμάτων εις βλέπησιν του αυτού τόπου Μαχ. 826· β) στέλνω μήνυμα/διαταγή να πραγματοποιηθεί κ.: ωσάν απέρασαν κάμποσες ημέρες και δεν ήλθεν, έπεμψεν ο Ξάνθος προς αυτήν (ενν. την κυράν του), διά να την φέρουν οι γονείς της εις το σπίτιόν της Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) 10430· είπεν του (ενν. του ρηγός) ο αμιράλλης: «Πέψε να έλθει η μητέρα σου και οι καβαλλάρηδές σου ...» Μαχ. 49031· γ) στέλνω και καλώ: αυτή διά καύχον πέμπει Συναξ. γυν. 808. 4) α) α1) Στέλνω κάπ. ξένο πίσω (στην πατρίδα του, στο σπίτι του): Δούκ. 28116· ανέν και τούτο κάμετε, ευθύς να σας πιστέψω,| και πάλιν με θροφίματα στο σπίτι σας να πέψω Χούμνου, Κοσμογ. 1816· α2) στέλνω κάπ. εκτός συνόρων, μακριά: Τούτου (ενν. του Αλεξάνδρου) δ’ η πόλις μάλιστα πάσας τας μυριάδας| των στρατοπέδων θρέψειε καὐτών των πολεμίων,| ανυστερήτους πέμπουσα πάντας μη μόνον τούτους| τους κατοικούντας εν αυτῄ, αλλά και πάντα κόσμον Βίος Αλ. 2780· β) διώχνω, απομακρύνω: αλλ’ ο θεός δεν ήθελε πάλιν να αφεντέψει (ενν. ο Σερμπάνος),| μα εις την Αλαμάνιαν μακρά να τον επέψει,| να ενθυμάται την Βλαχιάν, να καίεται η καρδιά του Ιστ. Βλαχ. 358· (μεταφ. προκ. για ψυχικό πόνο): να ελθεί μετά σεν, ξένε μου, να τον ιδώ,| και να πέψω τους πόνους τούς έχει η ψυχή μου Λίβ. Esc. 3709. 5) (Προκ. για το Θεό) α) χορηγώ, παρέχω: ο Θεός έναι εκείνος οπού σας πέβει τον πλούτον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 380r· αναληφθείς γαρ έπεμψεν (ενν. ο Χριστός) εις εκείνων (ενν. των μαθητών) παρηγορίαν, φωτισμόν και δύναμιν Lucar, Sermons 147· φρ. να πέψει η χάρη του (σε ευχή) = είθε να συγκατατεθεί, είθε να δώσει ο Θεός: Πούρι να πέψει η χάρη του, σαν πάει στο πρόσωπό του| τούτη η θυσία που μελετώ να πάψει το θυμό του Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 371· β) (προκ. για φυσική καταστροφή) προξενώ, προκαλώ: Πέμπει (ενν. ο Θεός) σεισμόν με την βοή, ο κόσμος σκοτεινιάζει,| και από τον φόβον ο λαός το «Κύριε ελέησον» κράζει Σκλάβ. 19. 6) (Σε προσωποπ. με υποκείμ. λ. όπως πόθος, ουρανός, νόμος, κλπ.) α) στέλνω, δίνω: πέμπει μου (ενν. ο Πόθος) την οργήν του| και κάμνει με διπλά ν’ αναστενάζω Κυπρ. ερωτ. 9362· (με παράλ. του αντικ.): Ίσως να θέλει ο ουρανός καμιά βολά να πέψει,| τ’ αποθαμένου τον χαημόν να μου τον αντιμέψει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [955]· β) προκαλώ, προξενώ κ.: Και συ, πολλά σκληρότατε νόμε, γιατί να πέβεις| στην φύσιν τόσον βλάψιμον και να τηνε παιδεύεις; Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [561]. 7) Ρίχνω, εκτοξεύω, πετώ κ. εναντίον κάπ.: Ιερακοσ. 50326, Ερμον. Η 193, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 28515· (σε προσωποπ.): ευστόχως πέμπει (ενν. ο Έρωτας) τας βολάς και τοξεύει καρδίας Διγ. (Trapp) Gr. 612· φρ. να πέψει ο Θεός φωτία να με καύσει (ως όρκος, προς επίρρωση της αλήθειας των λεγομένων κάπ.): Δεν είναι έτσι, ωσάν ορίζεις, αυθέντα μου, ότι να φανερώσω την βουλήν σου. Και εάν εγώ έκαμα τέτοιον πράγμα να πέψει ο Θεός φωτία να με καύσει Διγ. Άνδρ. 3327. 8) α) Λέω, εκστομίζω: Γλυκά, Στ. 506· εγώ εμαχόμην κατά νουν, πώς να την χαιρετήσω,| και ποίαν αρχήν ερωτικήν να πέμπω συντυχίαν Λίβ. Esc. 2191· β) (προκ. για δοξολογία, προσευχή) αναπέμπω: δοξολογίαν πέμψας Θεῴ απετμήθη την κεφαλήν Δούκ. 38330· Να πέψει (ενν. η ψυχή) εκ βάθους καρδίας την προσευχήν της Ροδινός (Βαλ.) 70. 9) α) (Προκ. για ακτινοβολία, φως, λάμψη κ.τ.ό.) εκπέμπω: Φέγγος, ... πέψε εις αυτούς ακτίνα σου Λίβ. N 3502· ο ήλιος ... ούτε ... πέβει προς ημάς πλέον ενέργειαν παρά οπού έχει Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 48r· όντα το λαμπιρόν του φως ο ήλιος θέλει πέψει Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. γ́ 168· μάλλον δε όταν ο ήλιος έλαμπε τας ακτίνας,| πυρωδεστάτην την αυγήν έπεμπε το χρυσίον Διγ. Z 3835· (σε μεταφ., με παράλ. του αντικ.): Ίδετε και το άπειρον κάλλος της φαινομένης| τηλαυγέστερον πέμπον τε ηλιακών ακτίνων Διγ. (Trapp) Gr. 2662 κριτ. υπ.· β) (προκ. για ήχο) παράγω: κιθάραι ήχον έπεμπον και παν μουσικόν είδος Διγ. (Trapp) Gr. 1781· γ) (προκ. για οσμή) αναδίδω: εισήλθεν, ω του θαύματος, και το μονοκυθρίτσιν,| υπερατμίζον ολιγόν και πέμπον ευωδίαν Προδρ. (Eideneier) IV 203· δ) (προκ. για σκόνη) σηκώνω: οι κλάδοι ... συρόμενοι προς γην, και πάσαν κόνιν| μέχρις Ολύμπου πέμποντες, εφόβουν πάντας Πέρσας Βίος Αλ. 3338· ε) (προκ. για σωματικές εκκρίσεις) αποβάλλω: ίδοις γαρ αν ιλυώδη φλέγματα ... πέμποντα τον ιέρακα Ιερακοσ. 42020· στ) (προκ. για νερό που χύνεται στη θάλασσα) εκβάλλω: η ... θάλασσα ... ποτέ τση δεν περηφανεί στο βάθος τση να βάλει| εκείνο το λιγούτσικο νερό απού τα ορυακάκια| πέμπουσιν εις του λόγου τση Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 62. 10) (Νομ.) ζητώ αναβολή στην εκδίκαση υπόθεσης: αμέ καλά να ηγνωρίζεις ότι αν ουκ είχε να πέψει την ημέραν του πριν μίαν ημέραν έμπροστεν εις την αυλήν, ουδέν πρέπει να αξιάζει έτερον ανάστελμαν Ασσίζ. 903. Φρ. 1) Πέμπω κάπ. εις (τον ) Άδη(ν)/στον Άδη(ν) = (α) σκοτώνω κάπ.: Διγ. Z 4273, Παλαμήδ., Βοηβ. 608· κι ως έμπουσι στου βασιλιά μέσα, και το σημάδι| τως κάμω, πέψετέ τονε ογλήγορα στον Άδη Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 442· (μεταφ., προκ. για τον έρωτα): Ει δε και τύχει τινάς και αποφύγει, τον φθάνει (ενν. ο Έρωτας) με τα πτερά οπού έχει και βάλλει φωτία και κεραυνόν εις την καρδίαν τούτου. Κατά καρδίας δοξεύει τον και εις Άδην τον πέμπει. Διγ. Άνδρ. 3163· (β) χάνω κάπ. λόγω θανάτου: Αλί ... οπού στον Άδην έπεψαν ... τούς είχασιν παρηγοριάν, δυο υιούς και θυγατέραν! Απόκοπ.2 405. 2) Πέμπω εις τον άνεμο, βλ. άνεμος Φρ. (δ). 3) Πέμπω δαγκωματιά = δαγκώνω (παιγνιωδώς): Στα χείλη, οπού μου εσφάξασι λίγ’ έλειψε να πέμψω| μίαν δυνατή δαγκωματιά, και να τα σημαδέψω Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [271]. 4) Πέμπω θάνατον = θανατώνω, αφαιρώ τη ζωή κάπ.: (εδώ σε υπερβολή): τα ρούχα του ανδρός τα δίδει (ενν. η πονηρή γυναίκα) ωσάν εβραίικα.| Και αν τη συντύχει άνδρας της να της τ’ αναγυρέψει,| την ώρα αυτή μανιώνεται θάνατον να του πέψει Βεντράμ., Γυν. 68. 5) Πέμπω όνομα, βλ. όνομα Φρ. 9. 6) Πέμπω κάπ. στην οργή, βλ. οργή Φρ. 12. 7) Πέμπω προξενιές = διαπραγματεύομαι συνοικέσιο: παίρνοντας τον Πανάρετο, κι όχι απ’ αυτούς κιανένα| απού σου πέψα προξενιές Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 474. 8) Πέμπω κάπ. εις το σουλάτσο = καταστρέφω, συντρίβω (πβ. και Croce 79-80, Battaglia, λ. spasso σημασ. 7): Γνωρίζοντας ... ότι όλοι εμείς θνητοί είμεστεν, ίδιον είναι σαν τόσες πρησμένες ουρήθρες, πως κάθε μικρή στιγμάτισις μας πέμπει εις το σουλάτσο Μπερτόλδος 81. 9) Πέμπω κάπ. σε στράτα = καθοδηγώ, δείχνω σε κάπ. τι να κάνει: Για ταύτο σε εκράτησα επά, να μ’ ορμηνέψεις,| … σε στράτα να με πέψεις Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 316· Σώπασε, κυρα-Ρήγισσα, κι εγώ να σ’ ορμηνέψω,| α θέλεις να με κουρμαστείς, σε στράτα να σε πέψω Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 320. 10) Πέμπω κάπ. εις τάφον = στέλνω στον τάφο, σκοτώνω: ο μόρος| έπεμπεν αυτούς εις τάφον Ερμον. Μ 112. 11) Πέβω φιλιά = φιλώ: αρχίνησε κι αυτή το στόμα να σαλεύει,| ν’ ανοιγοκλεί τα ρόδα του, γλυκιά φιλιά να πέβει Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [254]. 12) Πέμπω κάπ. στην φούρκα = καταδικάζω κάπ. σε θάνατο δι’ απαγχονισμού: Πολλοί από βιαν του παιγνιδιού επήγασιν κι εκλέψαν,| κι ευρήκασιν και πιάσαν τους, στην φούρκαν τους επέψαν Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 167. 13) Πέμπω/πέβω χαιρετισμόν/χαιρετισμούς/χαιρετίσματα (με γεν. ή αιτιατ. ή εμπρόθ. προσδιορ.) = στέλνω χαιρετίσματα σε κάπ., χαιρετώ κάπ.: ο δουξ του τόπου| ... επιθυμά, υιέ καλέ, να ιδεί την ηλικιάν σου (παραλ. 1 στ.), δι’ αυτό σε πέμπει πάντοτε κείνος χαιρετισμούς του Φλώρ. 233· Χαιρετισμόν από ψυχής πέμπω σου, καλή κόρη Ερωτοπ. 133· Βασιλεύς μέγας Δάρειος, γράφω τον ορισμόν μου,| πέβω και χαιρετίσματα εις όλον τον λαόν μου Αλεξ. 772. 14) Πέμπω κάπ. στα χέρια κάπ. = παραδίδω κάπ.: την Έλενα στα χέρια μας να πέψεις Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́ 28.
       
  • σερπεντίνα (I)
    η, Δεφ., Σωσ. 50· σερπετίνα.
    Από το ιταλ. serpentina. Η λ. και σήμ. γεωλ.
    Οφίτης λίθος, σερπεντίνης, είδος πετρώματος: Ήτον εις το παλάτι του ζωγραφιστοί και θόλοι (παραλ. 1 στ.) Μπαίναν και βγαίναν τα νερά το γύρο σαν χαντάκια (παραλ. 3 στ.) Ομπρός ήσαν οι μυρωδιές και απόκει ’σαν οι βρύσες| με μάρμαρα και πόρφυρα και σερπετίνες πλούσιες Δεφ., Σωσ. (1569) 50. — Πβ. και οφίτης.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης