Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2

  • περισσεύω,
    Σπαν. B 36, Διγ. Z 4068, Σπανός (Eideneier) A 503, 176, D 963, Φλώρ. 925, Σαχλ., Αφήγ. 120, Ιμπ. (Legr.) 94, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 584, Χρον. σουλτ. 8234, 12832, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Β́ 5412, Μαργουν., Βίοι2 273, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 410, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16377, 166204, Αγαπ., Εκλόγ. 336, Εγκ. αγ. Δημ. 106 31, 52, 62, 108111, 111237, Αγαπ., Βίος Ιωάσ. = Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 22836, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιγ́ 12, Παυλ. Φιλ. δ́ 12, 17, Ιστ. Βλαχ. 1460, 2010, 2621, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 722, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1330 οά 2, Λίμπον. 154, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ., 214, 327, 358, 430, Ροδινός (Βαλ.) 93, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 638, 10112, 10213, κ.α.· περισσεύγω, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 151, Πεντ. Γέν. XLIX 4, Πεντ. Λευϊτ. II 3, III 3, Πεντ. Δευτ. XXVIII 55, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 2035, Γ́ 374, Ροδολ. (Αποσκ.) Πρόλ. 37, Β́ 44, 139, 141, 509, Γ́ 41, 426, 559, Έ 104, Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 27, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 32915, 4423· περιττεύω, Rechenb. (Vog.) 204· περσεύγω, Πεντ. Έξ. XII 10, XVI 18, 19, 20, XXII 30, XXVI 12, XXIX 34, XXXVI 7, Λευϊτ. II 10, VI 9, X 12, XIX 6, XXII 30, Αρ. III 46, IX 12, XXXIII 55, Δευτ. XXVIII 54, XXX 9· περσεύω, Χρον. Μορ. H 411, 434, Χρον. Μορ. P 434.
    Το αρχ. περισσεύω. Ο τ. περισσεύγω στο Βλάχ. (περισεύγω) και σήμ. στο τσακων. ιδίωμα (Κωστ., Λεξ. τσακων.). Ο τ. περιττεύω ήδη αρχ. και σήμ. Ο τ. περσεύγω και σήμ. στην Άνδρο (Βογιατζ., Γλώσσα Άνδρ. Γ́ 11, λ. περίσσος). Ο τ. περσεύω σε ελληνοεβραϊκά άσμ. των Ιωαννίνων (Schwartz-Athanassakis, MGSY 3, 1972, 216, 202) και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.). Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) Ξεπερνώ κάπ. /κ. (σε κ.), είμαι ανώτερος από κάπ. /κ. (σε κ.): Ω Αβραάμ, τη μάχαιρα γιάγειρε στο φηκάρι·| τσ’ αγγέλους επερίσσεψεν η εδική σου χάρη Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 942· ο μέγας Δημήτριος ... νεός εις την ηλικίαν, μα εις την φρόνησην και σοφίαν επερίσσευε τους γέροντας Εγκ. αγ. Δημ. 10772· να κοπιά, με τσ’ αρετής τσι στράτες, να γυρεύγει| πασακιανείς στό δύνεται τσ’ άλλους να περισσεύγει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 282· (προκ. για ύψος): μια πιθαμή επερίσσευγε (ενν. ο αφέντης της Σκλαβουνιάς) τον πλια μακρύ αντρειωμένο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β 268· (προκ. για ηλικία): Ευρίσκετον ο Μωυσής στους χρόνους ογδοντάρι| ο Ααρών επέρσευεν αυτόν ένα πεντάρι Χούμνου, Κοσμογ. 2254. 2) α) Παρέχω, χορηγώ σε κάπ. πλεόνασμα, αφθονία (αγαθών): και να σε περσέψει ο Κύριος εις καλό εις καρπό της κοιλιάς σου και εις καρπό του χτήνου σου και εις καρπό της ηγής σου Πεντ. Δευτ. XXVIII 11· β) διαθέτω κ. σε αφθονία, έχω πλεόνασμα από κ.: Πόσοι στιχητοί του πατρός μου περισσεύσουσι ψωμί και εγώ χάνομαι από την πείνα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ιέ 17. 3) Αυξάνω, μεγαλώνω κ.: έδωσε (ενν. ο Μπαγιαζίτης) των γιανιτσάρων πολλά χαρίσματα και επερίσσεψε τον λοφά τους Χρον. σουλτ. 12514. 4) α) Αφήνω (σε κάπ.) υπόλειμμα/ υπόλοιπο (από κ.): να ανέβει (ενν. η ακρίδα) ιπί την ηγή την Αίγυφτο και να φάει όλο το χορτάρι της ηγής, το όλο ος επέρσεψε το χαλάζι Πεντ. Έξ. X 12· να φάει (ενν. έθνο αδιάντροπο) τον καρπό του χτήνου σου και τον καρπό της ηγής σου ως να ’ξαλειφτείς· ος να μη περσέψει εσέν σιτάρι, μούστο και λάδι Πεντ. Δευτ. XXVIII 51· β) (μεταφ., με είδος σύστ. αντικ.): αφανιάσαμε το παν κάστρο αθρώπων και τις γεναίκες και το νήπιο, δεν επερσέψαμε απομονάδι Πεντ. Δευτ. II 34. B́́ Αμτβ. 1) Πλεονάζω, είμαι περισσότερος απ’ ό,τι χρειάζεται: Αρσ., Κόπ. διατρ. [695], Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) 5413. 2) Αυξάνομαι, μεγαλώνω, γίνομαι περισσότερος, εντείνομαι: έβλεπεν και τον αμιράν η κόρη πως επερίσσευεν η λύπη του και εκινδύνευε να τρελαθεί από τα πολλά δάκρυα, διότι η πολλή η θλίψις εβγάνει πολλάκις τον άνθρωπον απ’ τον νουν του Διγ. Άνδρ. 3321011· Και έπαιρνεν (ενν. η Μαξιμώ) τα χέρια μου και εγλυκοφίλει τα. Αμή εμένα ολοένα ο θυμός επερίσσευέ με και η φλόγα της καρδιάς μου περισσότερον εξήπτεν και πάντοτε εσπούδαζα να αποφύγω την αμαρτίαν Διγ. Άνδρ. 3969. 3) α) Απομένω (ως υπόλειμμα/ υπόλοιπο): και τό περισσεύγει εις το κρέας και εις το ψωμί εις την ιστιά να κάψετε Πεντ. Λευϊτ. VIII 32· Από τες τέχνες τες πολλές που ξεύρει το κορμί μου| ποτέ δεν περισσεύγουσιν δυο άσπρα στο πουγγί μου Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 1470· (μαθημ.): Κράτει αριθμόν οίον βούλει και ύφελε εξ αυτού το γ́ και δ́ του τοιούτου αριθμού και ας περιττεύσει γ́ και δ́ ακεραίου ενός Rechenb. (Vog.) 332· β) (προκ. για πρόσωπο) (απο)μένω (ζωντανός), επιζώ: ότι είπεν ο Κύριος αυτωνών· απεθαμό να απεθάνουν εις την έρημο, και δεν επέρσεψεν από εκείνους ανήρ, ότι μόνο ο Καλεβ υιός του Ιεφουννε και ο Ιοσουα υιός του Νουν Πεντ. Αρ. XXVI 65. 4) Υπερέχω, υπερτερώ, υπερισχύω: Τούτος (ενν. ο Αμύντας) μιαν κόρ’ ηγάπησε ...| π’ απ’ όλες επερίσσευγε κι έλαμπε η ομορφιά της Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [472]. Φρ. αρκώ/ κάνω/ σώνω (και) περισσεύω = φτάνω και περισσεύω, είμαι υπεραρκετός: Αρκούν σε νυν τά έπαθες και περισσεύσουσίν σε,| πως πάσχεις ως παντόρφανος κι αποξενιτεμένος Σπαν. A 34· δι’ εκείνην ζω και πορπατώ, άλλην χαράν ου θέλω,| κανεί με, περισσεύει με ο πόθος της ωραίας,| ο πόθος της ερωτικής κόρης της Πλάτζια-Φλώρας Φλώρ. 786· ήσωσε κι επερίσσεψε το πράμαν οπού εγίνη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1200. II. Μέσ. Ά (Μτβ.) διαθέτω κ. σε αφθονία, έχω πλεόνασμα από κ.· (εδώ προκ. για βάσανα, ταλαιπωρίες): εκράτουν τούτην την ζωήν πολλούς καιρούς και χρόνους,| και περισσεύθηκα πολλούς παραδραμούς και πόνους Σαχλ., Αφήγ. 160. Β́ (Αμτβ.) διαθέτω περίσσευμα: Διατί κάθε ένας οπού έχει θέλει του δοθεί και θέλει περισσευθεί· αμή απ’ εκείνον οπού δεν έχει, και εκείνο οπού έχει θέλει παρθεί απ’ αυτόν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κέ 29. Η μτχ. παρκ. περισσευγάμενος ως επίθ. = α) υπερβολικός, υπέρμετρος: ως γιον το κρασίν μεθυά τα κορμιά, ίτσου πολομά το περισσευγάμενον θέλημα της συντυχιάς Ξόμπλιν 130r· ένι (ενν. η νυκτιρίδα) … το περίτου λουξουριούζικον κτηνόν ... και για το περισσευγάμενον θέλημαν τό έχει ... δεν κρατεί κανέναν όρδινον φυσικόν εις το μείσμαν, ... αμμέ το αρσενικόν με το αρσενικόν και το θηλυκόν με το θηλυκόν ίτσου ως γιον να βρεθούσιν σμίγουνται αντάμα Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 148· β) περιττός: Αθ θέλεις να αγαπήσεις την τεμπεράντσαν, έβγαλε ούλα τα πράματα τα περισσευγάμενα απού πάνου σου Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 135. Το ουδ. της μτχ. παρκ. (περισσευγάμενον) ως ουσ.= 1) Το περίσσευμα: Τά απού κανισκεύγει απού τα περισσευγάμενά του, απρόσδεκτον και ατζέτιαστον είναι το κανίσκιν του Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 583. 2) Η υπερβολή· (εδώ. προκ. για τη φλυαρία): το περισσευγάμενον της γλώσσας Ξόμπλιν 131v.
       
  • πληροφορώ,
    Σπαν. A 217, Διγ. Z 1209, 1377, 1592, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1793, Χρον. Μορ. H 189, 194, 387, 748, 1592, 1634, 5636, 8939 κ.α., Χρον. Μορ. P 1581, 3953, 4479, Ορισμ. Μαμελ. 9711, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 367, Ερωτοπ. 479, 550, 653, Λίβ. P 269, Λίβ. Esc. 1287, Αχιλλ. L 863, Αχιλλ. (Smith) N 14, 1742, Ιμπ. 617, Αλφ. (Μπουμπ.) I 19, Διήγ. Βελ. χ 488, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι IX 112, Ch. pop. 501, Έκθ. χρον. 804, Βυζ. Ιλιάδ. 303, Πτωχολ. α 546, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 489, Zygomalas, Synopsis 162 Γ 51, Διγ. Άνδρ. 3408, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 127, Χριστ. διδασκ. 427, κ.π.α.· πλεροφορώ, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 701, 4195, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΈ [262], Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 181· προστ. αορ. πληροφορέθησε, Λίβ. Esc. 213, 992, 3008, 4031, Λίβ. (Lamb.) N 258, 852, Αχιλλ. (Smith) N 53· πληροφορήθησε, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 497, Λόγ. παρηγ. L 164, Λίβ. P 703, 2681, Λίβ. Sc. 2842, Λίβ. N 2690, Αχιλλ. (Smith) N 216, 1254, 1267, Αλφ. (Μπουμπ.) I 36, Λίβ. (Αγαπητός) 51.
    Το αρχ. πληροφορέω. Μτχ. πληροφορεμένος σε επιστ. του 16. αι. (Γιαννόπουλου, Θησαυρ. 11, 1974, 133). Ο τ. πλεροφορώ και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) α) Διαβεβαιώνω κάπ. για κ.: Σφρ., Χρον. (Maisano) 7415, 7619· β) (επι)βεβαιώνω κ.: Χρον. Μορ. H 897, Αχιλλ. L 874· να εξέβω εις αναγύρευσιν ωραίας της Μαργαρώνας,| να μάθω ζει, απέθανεν, να το πληροφορέσω Ιμπ. 811. 2) Εκπληρώνω κ.: να μεν πληροφορήσομεν το θέλημαν του ρηγός Μαχ. 2589. 3) Πείθω κάπ.: Ταύτα μου φαίνεται, ω Ζηλωτά, πως να αρμόζουν να τους ειπείς διά την ώραν· όμως εσύ θέλεις τα ευτρεπίσει καλλιότερα, και θέλεις εβγάλει και θέλεις προσθέσει, ..., τα χρησιμότερα και αναγκαιότερα οπού να πληροφορήσουν με περισσοτέραν ενέργειαν εκείνους οπού θέλουν σε ακούσει Λούκαρ., Διάλογ. 2309. 4) Ενημερώνω κάπ., γνωστοποιώ κ. σε κάπ.: Έκραξεν γαρ (ενν. ο μισσίρ Ντζεφρές) τους άρχοντας, τους πρώτους του Μορέως,| κι ερώτησέ τους ακριβώς να τον πληροφορέσουν| το τι κάστρη ενεμένουσιν όπου ουκ επροσκυνήσαν Χρον. Μορ. H 2081· Ω θαυμαστέ, πανθαύμαστε, αυθέντη των αυθέντων,| ουκ ήλεγά σου προ καιρού κι επληροφόρενά σε,| όταν υπάμεν ’ς πόλεμον κι εις μάχην να σταθούμεν,| οι Τούρκοι δυο μεριές κρατούν να διώξουν και να φύγουν Παρασπ., Βάρν. C 282. 5) Μαθαίνω κ., λαμβάνω γνώση για κ.: Πάλι τ’ αγάλματα λαλούν, πάλι τ’ άστρη φωνάζουν,| και τα γλυπτά στριγγίζουσιν διά του Πριάμου βρέφος·| άπασα Τροία αφανισθεί και τελουθανατούται (παραλ. 2 στ.). Eμάθαν το οι άρχοντες, πληροφορούν το πάντες| άπας λαός εξεύρει το, έσωθεν της Τρωάδος Βυζ. Ιλιάδ. 334. ΙI. (Μέσ.) ενημερώνω κάπ. για κ.: Εξέβη ο φιλόσοφος, στους βασιλείς υπάγει,| λέγει, πληροφοράται τους διά τον Αχιλλέα Βυζ. Ιλιάδ. 865. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = πεπεισμένος, βέβαιος: Διατί πιστεύω ήγουν, είμαι πληροφορημένος, ότι ουδέ θάνατος, ουδέ ζωή, ουδέ άγγελοι ... ουδέ καμία άλλη κτίσις θέλει δυνηθεί να μας χωρίσει από την αγάπην του Θεού Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2, Παύλ. Ρωμ. ή 38 σημ.
       
  • ποδότας
    ο, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 144, 146, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 8, 68, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 261 δις, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 131.
    Από το ουσ. ποδότης (Du Cange, <πους-πόδι), πιθ. με επίδρ. του ιταλ. pedot(t)a (για την ετυμ. βλ. Κριαρ., Κρ. Χρ. 12, 1958 Ά, 111-12, Τριαντ., Άπ. 1, 338, 413, Kahane, DOP 142, Pern., Ét. linguist. 509)· πβ. λ. ποδότης και σήμ. (Κριαρ., Λεξ. (λαϊκ.), Ανδρ., Λεξ., ΑΛΝΕ) και ιδιωμ. (Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., Kahane, B-NJ 15, 1939, 107). Τ. πουδότας στη Σάμο (Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., Ζαφειρίου, Ιδίωμ. Σάμ.). Η λ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.) και πολλ. ιδιωμ. (Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ. (λ. ποδότης), Kahane, B-NJ 15, 1939, 107).
    1) (Ναυτ.· για τη σημασ. βλ. Κουκ., ΒΒΠ Έ 367) α) πηδαλιούχος, λοστρόμος: και ναύκληρον ουκ είχαμεν να κυβερνά το πλοίον,| ουδέ πενέζην να θωρεί απέσω εις το βελόνιν,| ουδέ και ο ποδότας μας μαγνήτην να βαστάζει Πουλολ. (Τσαβαρή)2 542· εις το καράβι ανέβηκε (ενν. ο Ροδολίνος) κι όρισε τσι ποδότες| μαύρ’ άρμενα να βάλουσι, τιμόνι να μην πιάσου Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 552· β) πλοηγός, κυβερνήτης: από την δύσιν διάβησαν (ενν. τα κάτεργα), στο Γότσο μέρα μπήκαν,| και ο ποδότας έλεγεν ψόματα κι είδε να ’σαν| εις το Μιλιάρον έσωθεν φούστες που το φυλάσσαν.| Ούτως του ατυχότατου ποδότα η δειλία| έκαμεν κι αμποδίστηκεν Μάλτας η βοηθεία Αχέλ. 561, 563· Όντεν αστράφτει και βροντά κι ανεμικές φυσούσι, (παραλ. 3 στ.) τότες γνωρίζεται ο καλός ναύκλερος, μόνο τότες| τιμούνται οι κατεχάμενοι κι αδυνατοί ποδότες,| γιατί με τέχνη κι ο γιαλός πολλές φορές νικάται,| κι εκείνος απού κυβερνά ψηλώνει και τιμάται Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 52· (εδώ σε παρομοίωση): Η καλοπιχεροσύνη ένι ως γιον τον ποδόταν του αυτού καραβιού, οι ποιοι παίρνουσιν ούλα τα καράβια εις καλήν και ίχιαν στράταν Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 151. 2) Οδηγός, καθοδηγητής: ΤΙΤΛ.: Πώς εσυββουλεύθησαν με τον Μίχνα Βοϊβόνδα να πιάσουν τον Μιχάλη.| Τότες ο Μεχεμέτμπεγης λέγει του Μίχνα βόδα·| «εσέν αποφασίσαμε να στείλομε ποδότα».| Και αυτός είπε· «πιάνω τον εγώ με την βουλή μου,| ότ’ οι άρχοντες οπού ’ν’ σ’ αυτόν είν’ όλοι εδικοί μου» Σταυριν. 278· (μεταφ.): η ανωτάτη αρετή της αγάπης, η ποία ένι ρίζα, θεμελιός, ποδότας … όλων των αρετών Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 74· Συνακόλουθος τούτου (ενν. του Γρηγορίου) πάλιν ο χρυσόλαλος και χρυσοπαρανόμιαστος Ιωάννης, ο ποδότας και διδάσκαλος της φιλοπτωχίας και της μετανοίας Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 131· χαίρε συ (ενν. νύμφη άνανδρε) απού εγέννησες ποδότα εις ημάς τους πλανεμένους Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13819.
       
  • προσθέτω,
    Rechenb. 372, 3, Ροδινός (Βαλ.) 103, Hagia Sophia ω 5322 κριτ. υπ.· προσθέττω· αόρ. επροσέθεκα, Gesprächb. 588.
    Από το προστίθημι αναλογ. με το θέτω <τίθημι. Ο τ. προσθέττω σε έγγρ. του 14. αι. (Caracausi). Τ. προσθήττω τον 11. αι. (LBG). Αόρ. επρόσθησα σε έγγρ. του 11. και 14. αι. και επρόσθεσα σε έγγρ. του 12. αι. (Caracausi, λ. προστίθημι). Η λ. σε έγγρ. του 12. (Act. Lavr. I 576, 7) και 14. αι. (Caracausi), στο Meursius (προσθέττειν) και σήμ.
    1) Προσθέτω: Συ δ’ όταν τίποτε καλόν κατόρθωμα ποιήσεις,| μη επαίρου, μη κενοδοξείς, μηδέ καυχάσαι τούτο,| αλλ’ υποκλίνου, μάλιστα και ταπεινώνου πλείον (παραλ. 1 στ.).  Εις ένα γαρ προτέρημα προσθέτεις άλλο ένα,| εις την ανδρείαν ταπείνωσιν, και πού καλλίον εις κόσμον; Σπαν. (Λάμπρ.) Va 514. 2) (Εδώ) προσφέρω, παραθέτω: τα διλικάτα και τίμια φαγιά, οπού προσθέττουνται εις τας τραπέζας των αρχόντων, πολλές φορές σύρνουσιν εις όρεξιν φαγιού όχι μόνον τους πεινασμένους, αλλά και καμιάν φοράν και τους τελείως χορτασμένους προσερεθίζωσιν Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 1‑2. — Βλ. και προσθένω, προστίθημι.
       
  • πρωτινός,
    επίθ., Λίβ. διασκευή α 1484, 1690, Λίβ. Esc. 417, 1393, 1591, 2966, Ιμπ. 321, Διήγ. Βελ. χ 407, Λίβ. Va 1252, 1449, Ξόμπλιν φ. 124v, Βυζ. Ιλιάδ. 877, Πανώρ.2 Γ́ 306, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 24, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 1110, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 589, Διήγ. ωραιότ. 17, 782, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1201], Διγ. O 310, Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 946, 1002· θηλ. πρωτινέ, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 17.
    Από το αριθμητ. επίθ. πρώτος και την κατάλ. –ινός. Για τον τ. του θηλ. σε –έ πβ. Αποσκίτη [Ροδολ. σ. 32] και Κοντοσόπ., Διάλ. και ιδιώμ. 37. Η λ. στο Meursius, σε έγγρ. του 12., 13. (LBG) και 18. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 1, 1948, 117), στον Κατσαΐτ. (Ιφ. Δ́ 397, 436, Θυ. Γ́ 285, Κλ. Γ́ 255, 400) και σήμ.
    Προηγούμενος, παλαιός, αλλοτινός: Και τώρα ο ίδιος βασιλεύς εγύρισεν κι εχάθη| η πρωτινή μου η χαρά εμεταβάλθ’ εις πάθη Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 971· Εις τους καιρούς τους πρωτινούς, ωσάν θωρώ γραμμένα,| ο φίλος διά τον φίλον του θάνατον δεν εψήφαν| και ν’ αποθάνει ορέγετον διά την τιμήν του φίλου Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 18· Και πάλι ας αρξώμεθα στον πρωτινό μας λόγον,| ωσάν επήραν οι Έλληνες την δυστυχήν την Τρώαν Βυζ. Ιλιάδ. 1105· (προκ. για το δράκοντα/διάβολο) αρχέγονος: ετύφλωσεν αυτούς η έπαρσις του σκότους| την διάνοιαν και την καρδίαν, τα νοερά τους μάτια,| ο δράκοντας ο πρωτινός, του ποιου δούλοι γενήκαν Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 312. Εκφρ. 1) Πρωτινός αδελφός = μεγαλύτερος σε ηλικία αδελφός: Λόγοι και πάλιν συμβουλής του τρίτου προς τους άλλους,| τους πρωτινούς τους αδελφούς αυτού του Καλλιμάχου Καλλίμ. 159. 2) Πρωτινός άνδρας = ο αρχικός, ο προηγούμενος σύζυγος: είπαν με ότι έναι δυνατόν ότι να την επάρει| εκείνος γουν ο Λίβιστρος, ο πρωτινός της άνδρας Λίβ. διασκευή α 3094. 3) (Στον πληθ.· και ως ουσ.) πρωτινοί (άνθρωποι) = οι παλαιοί άνθρωποι, οι αρχαίοι: Αυτές ένι οι υπόληψες των πρωτινών ανθρώπων,| οπού εκτίσαν εκκλησιές μετά μεγάλων κόπων Γεωργηλ., Θαν. 606· να θυμηθώ αυτωνών διαθήκη των πρωτινών ος έβγαλα αυτουνούς από την ηγή την Αίγυφτο εις τα μάτια των εθνών για να είμαι αυτωνών για Θεός· εγώ ο Κύριος Πεντ. Λευιτ. XXVI 45. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = τα περασμένα: ’λαφρά-’λαφρά, με τον καιρόν πάλιν στα πρωτινά σου| θε ν’ έρτεις, μην πικραίνεσαι κι εγώ ’μαι η χαρά σου Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 1014· θυμάσαι, ηξεύρεις, λυγερή, τα πρωτινά εκείνα,| ότι πολλοί εβουλεύθησαν του να με θανατώσουν Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1787.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης