Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.) (Κακ.-Πάνου)

  • σφίγγω,
    Σταφ., Ιατροσ. 16456, 459, Ασσίζ. 41412, Ιερακοσ. 48814, Αχιλλ. L 1267, Φαλιέρ., Ιστ.2 689, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 11, Μαχ. 40215, Λίβ. Va 3766, Διαθ. Πασχαλίγ. 79, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 109v, Σοφιαν., Παιδαγ. 107, Αχέλ. 1137, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.) (Κακ.-Πάνου) 123, Μορεζ., Κλίνη φ. 91r, 159v,  242r, Χρησμ. (Brokkaar) 151, Προσκυν. Ολυμπ. 177 9029, Κυπρ. ερωτ. 1568, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) B́ 419, Έ́ 534, μετά στ. 640, Πιστ. βοσκ. I 3, 42, II 5, 303, 7, 68, Κανον. διατ. A 2073, Διγ. Άνδρ. 34422, 36929, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1900, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 189, 212, 213, Ροδολ. (Αποσκ.) Á́ 451, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́ 540, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 130, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 269, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ιβ́ 50, κ.π.α.· μτχ. παρκ. σφιμένος, Πιστ. βοσκ. V 6, 202, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 100, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Γ́ 549, 1351, κ.α.
    Το αρχ. σφίγγω. Η μτχ. σφιμένος, με αποβολή του ‑γ‑ (Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 8), σε έγγρ. του 16. αι. (Φάναρης, Κατάστιχο 1 11027, 11328) και σήμ. ιδιωμ. (Χατζιδ., ό.π.). Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Πιέζω ισχυρά από όλες τις πλευρές, περισφίγγω: η καρδία μου έτρεμε κι εκλονάτον,| μήπως … η κακογρά λάχει και με γνωρίσει| και πιάσει μ’ από τον λαιμόν και σφίξει και με πνίξει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 274· κλειδώνει το (ενν. το θηλυκό αρκούδι) εις τας χείρας (ενν. ο Διγενής)| κι έσφιξεν τους βραχίονας του και ευθύς απέπνιξέν το Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 770· (προκ. για βασανισμό· βλ. ά. σφίξιμον σημασ. 1): Και πολλούς οπού δεν ηθέλησαν να πιστεύσουν έσφιξέ τους και εμαρτύρησέ τους (ενν. ο Κλαύδιος) Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 334r· (μεταφ.): ζώνη με τον διαδέτην| να σ’ εζωνόμην πάντοτε, να μ’ έσφιγγες, κυρά μου Ερωτοπ. 340· σφίγγει με (ενν. το γατάνι σου) έως την ψυχήν και εχάσα τον τον νου μου Λίβ. Va 3766· τώρα που σφίγγουσιν εμέ τα γηρατειά … (παραλ. 1 στ.) μου φαίνεται πως είν’ πρεπό και δίκιο να γυρέψω| κιανέναν άξο βασιλιό, γοργό να την παντρέψω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 537· την δόλια την καρδιά μου| τη σφίγγει (ενν. ο Σύλβιος με τη χέρα), και μου τυραννά μέσα τα σωθικά μου Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 404· β) (εδώ) πληγώνω: Όταν πρησθεί αλόγου ποδάριν … οπού το σφίξει το πέταλον Ιατροσ. κώδ. χλδ́. 2) α) Κρατώ, πιάνω σφιχτά: Δε βλέπεις πως εσφάγηκε κι ακόμη το μαχαίρι| τ’ άπονο σφίγγει η χέρα τση προς τση καρδιάς τα μέρη; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 534· Ομπρός στο στήθος σφίγγουσι τα δυνατά κοντάρια,| πατούν τσι σκάλες δυνατά τα ’μορφα παλληκάρια Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2287· όντεν εβγάλαν τα σπαθιά (ενν. Άριστος και Ρωτόκριτος), στη χέρα όντε τα ’σφίξα,| τά ’ξάζου, τά μπορούσινε και τά κατέχου εδείξα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1683· (προκ. για αποχαιρετισμό με αντικ. τη λ. χέρα): ήβιαζέ τους ο καιρός κι εσίμωσεν η μέρα| και γείς τ’ αλλού τως σπλαχνικά εσφίξασι τη χέρα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1566· (προκ. για αγκαλιά): άπλωσε, πιάσε, σφίξε με, σκύψε, περίλαβέ με,| σκύψε και καταφίλησε τα μάτια μου, αυθέντη Αχιλλ. L 1267· Σφίγγει (ενν. η βασίλισσα), περιλαμπάνει τον, γλυκιά τον κατεφίλει (ενν. τον Μωσήν)| στα μάγουλα, στο κούτελον, στο στόμαν κι εις τα χείλη Χούμνου, Κοσμογ. 2065· β) κλείνω ερμητικά· (εδώ με αντικ. τη λ. οδόντας ως έκφραση θυμού· πβ. Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Β́149): Πολλάκις με επαρόργισεν ο λογισμός να εγέρθω,| να εμβώ εις την μέσην …, να δώσω και να επάρω| και να τσακώσω πίνακαν κανένα εις τας χείρας| και πιάσω και συντρίψω τον, και σφίξω τους οδόντας| και σύντσεφλον τσακίσω τον Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 196· γ) δένω σφιχτά (προκ. να μη λυθεί κ.): χείρας και πόδας σφίγγουσιν δεσμοίς απαραλύτοις Φλώρ. 456· στολίσετε τη σήμερον κι εμέ την κεφαλή μου| και τα μαλλιά μου ως νικητού σφίξετε στην κορφή μου Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́ 540· Όμως ου καταδέχομαι να λάβω το φλουρίν σου·|στρέψε το στο σακούλιν σου και σφίξε το λουρίν σου Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 748· δύο γίγγλας σφίγξον αυτόν (ενν. τον μαύρον) και δύο εμπροσθελίνας Διγ. Ζ 1765· τες ίγγλες των αλόγων των πάντες καλά εσφίξαν Κορων., Μπούας 63. 3) Συνδέω, ενώνω· (προκ. για μέρη του λόγου): Σύνδεσμος έναι μέρος του λόγου άκλιτον όπου δένει και σφίγγει τα άλλα μέρη του λόγου Σοφιαν., Γραμμ. 83· (μεταφ.): ο έρωτας γή το ριζικό σας,| ο τόπος κι ο καιρός μαζί που έσφιξε και τσι δυο σας Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 364· Γιατί, μελλάμενο άσπλαχνο, έτσι μας ξεχωρίζεις,| ανέν κι ο πόθος σφίγγει μας πολλά …; Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Γ́ 548. 4) α) Συγκρατώ, περιορίζω: ωσάν εκείνοι όπου είναι δεμένοι πολύν καιρόν και αν λυθούσι ύστερον, … ουδέν δύνανται να προβατούσι, … τον όμοιον τρόπον όσοι σφίξουσι και κρατήσουσι τον λόγον πολύν καιρόν Σοφιαν., Παιδαγ. 107· Σφίγγε την όρεξή σου Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 130· β) αναγκάζω κάπ. να κάνει κ.: σκλάβους Σαρακηνούς βαπτισμένους οπού ήσαν εις την Λευκωσίαν, έσφιξέν τους (ενν. ο σιρ Τουμάς) να μεν πάσιν με τους Σαρακηνούς Μαχ. 65614· και του κυρού μου να το πω σε παντρειά α με σφίξει| πως μ’ άλλον άντρα δε μπορεί, δε μοιάζει να με σμίξει,| γιατί ήταξα του Ρώκριτου σύντροφο να τον κάμω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1133· (μεταφ.): Κύριε Ιησού Χριστέ, … άφες, συγχώρησον τας αμαρτίας, τας ανομίας, τα πλημμελήματα τα … γενόμενα παρά του δούλου σου και είτι ως άνθρωπος … ή ήρπαξεν ή έκλεψεν ή υπό ασπλαχνίας και σκνιπείας σφιγγόμενος τους πτωχούς ουκ ελέησεν Κανον. διατ. Α 2073· Μα τ’ άλλο χριος περιτοπλιό με σφίγγει της φιλιάς σου| να θέλω να παρηγορώ, ποθώντα την υγειά σου Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 11. 5) (Μεταφ.) πιέζω, φέρνω κάπ. σε δυσχερή θέση: Θωρώντα ο πάπας πως τον έσφιγγεν ο ρήγας της Φραγκίας και είχεν και δίκαιον, εμήνυσεν του ρηγός της Κύπρου να πάγει σωματικώς ν’ απολογηθεί Μαχ. 11235· η χρεία τση την έσφιγγε (ενν. την κερά Μηλιά) και οι πόνοι τση οι μεγάλοι Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 202· (προκ. για μάχη): ανάμεσόν τως τον μπασιάν τόσον πολλά εσφίξαν (ενν. το φουσσάτον του Μιχάλη)| που τ’ άλογον γρεμίστηκεν, στην λάσπην τον ερίξαν Παλαμήδ. Βοηβ. 297· Αλλ’ ο Σερμπάνος έσωσε και ετριγύρισέν τον (ενν. τον Σέκελ Μωυσή),| τον έσφιξεν πρωτύτερα και στενοχώρησέν τον Ιστ. Βλαχ. 170. 6) (Μεταφ., προκ. για πόλεμο) εντείνω, δυναμώνω: μπομπάρδες να εβγάλουσι, τον πόλεμον να σφίξουν Αχέλ. 273· (αμτβ.): έσφιξεν ο πόλεμος Μαχ. 13233. 7) Πίνω, ρουφώ (για τη σημασ. βλ. και Δημητράκ., στη λ. σημασ. 18.): επήρε το κρασί και έσφιξέ το Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 1768. Β´ Αμτβ. 1) Σκληραίνω: Να πλυθεί η γυνή να σφίξει ωσάν κορασίδα. Λαβών ροιάν όξινην τσάκισον αυτήν όλην καλώς και βράσον μετ’ οίνου παλαιού και ας πλυθεί η γυνή εις το κλειτόριον αυτής και σφίγγει τοσούτον ώσπερ λίθος Σταφ., Ιατροσ. 16456, 459· Όσον περίτου βρέχει εις τον άμμον, περίτου σφίγγει Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 105. 2) Σπεύδω, τρέχω (βλ. και Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ́ 314, λ. σφίgω σημασ. 2, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., στη λ. σημασ. 2): ήλθεν ο δουκόπουλος εις την χώραν τως, ο οποίος έσφιξεν το γληγορύτερον και ήλθεν οδιά να ιδεί τα παιδιά του Μορεζ., Κλίνη φ. 242r. 3) (Σε προσωποπ.) δυναμώνω, εντείνομαι: Πόνε μου, λίγη ανάπαψη δάνεισε τση καρδιάς μου, (παραλ. 1 στ.) κι εις το ύστερο όσο δύνεσαι σφίξε και τέλειωσέ μου| με τη ζωή τόσο κακό που η τύχη μου άξωσέ μου Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 497. 4) α) Συρρικνώνομαι: εισέρχεται (ενν. ο όφις) εις τον φωλεόν αυτού και νηστεύει ημέρας μ́ και σφίγγει το σώμα τῃ εγκρατείᾳ. … και τότε ζητεί ραγάδας πέτρας ή τόπον αφικτόν και συντριβόμενος αποδερματώνεται (έκδ. αποδερμαίνεται· διορθώσ.) και ανανεούται Φυσιολ. (Zur.) XIX 1b3· β) (προκ. για τους μυς του σώματος) αποκτώ συνοχή, σφριγηλότητα· (εδώ) «ζωντανεύω»: βλέπει (ενν. ο Παρθένιος) τον νεκρόν και αρχίζει και εσάλευγε και σφίγγουσιν αι σάρκες του Μορεζ., Κλίνη φ. 91r. 5) (Προκ. για πληγή, τραύμα) επουλώνομαι: Παρευθύς του έπεσεν όλη η λέπρα και τα σαπήματα εσφίξασι και επόμεινεν η σάρκα του καθαρότατη Μορεζ., Κλίνη φ. 80r. 6) (Μεταφ.) συγκρατώ, περιορίζω: Ετούτα που θαρρείς πως τα ’χεις και κρατείς τα,| είναι μακρά από λόγου σου· και σφίγγε πούρι κράτει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1393. IΙ. Μέσ. 1) α) Κρατιέμαι σφιχτά: Σφίγγουνται κι αγκαλιάζουνται, με τη ζερβή παλεύγου,| με τη δεξά βαρίσκουσι, τόπο ακριβό γυρεύγου| εις το λαιμό, στο πρόσωπο, στο στήθος, στο στομάχι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1843· β) αγκαλιάζομαι: εσφίκτημαν ομάδια Φαλιέρ., Ιστ.2 449α κριτ. υπ.· Και πάλαι μετά σφίγγονταν, ο είς φιλεί τον άλλον| στο στόμα και το κλαύσιμον πάλαι μετά αρχίσαν Θησ. Γ́ [815]. 2) α) Μαζεύομαι, διπλώνομαι: εσφίχθην εκ του πόνου (ενν. το άλογον) Διγ. Z 3393· όταν θέλει βουληθεί (ενν. ο βασιλίσκος) άνθρωπον να σκοτώσει| ή λέονταν ή δράκονταν, καθώς και η ασπίδα| περιμαδεύει, σφίγγεται, στρουφνίζει την ουράν του Φυσιολ. (Legr.) 164· β) πιέζομαι, συσπώ τους μυς του σώματος για να αποβάλω κ.: και ανεβαίνω εις το βουνίν, τάχα να θέλω κλάψει, (παραλ 1 στ.) και δάκρυα ουδέν έχω και σφίγγομαι ολίγο,| και την ουράν μου κατουρώ, τα ομμάτιά μου βρέχω Συναξ. γαδ. (Moennig) 203· πάραυτα οπού εκείνα (ενν. τα αγριογούρουνα) εδέχθηκαν τα μοσχοκάρυδα εις την κοιλίαν τους, τα έπιασε μια αναστάτωσις εις τα άντερα, οπού … εσφίχθηκαν να ξεράσουν εκείνα, αμή ακόμη το είτι είχανε εις την κοιλίαν τους Μπερτολδίνος 114. 3) Ορθώνομαι, μαζεύω τις δυνάμεις μου: Σφίγγουνται κι αποφτιάνουνται (ενν. ο Χαρίδημος και ο Δρακόμαχος) κι αντιπατούν τσι σκάλες,| μουλώνου τα κοντάρια τως Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1899. 4) (Μεταφ.)   α1) πιέζομαι, βρίσκομαι σε δυσχερή θέση: Θωρώντα οι λας του Κουρίκου ότι καθημερινόν οι Τούρκοι εκατασφίγγαν τους και εφεύγαν απού τόπον εις τόπον …, οι χριστιανοί, άλλοι ήρταν εις την Κύπρον, άλλοι εμείναν εις το καστέλλιν και άλλοι έξω στο νησσίν και εσφίγγουνταν, και εκρατούσαν το διά την αγάπην του Χριστού Μαχ. 9822· Οι Τούρκοι τότ’ εσφίγγονταν κι εβλέπονταν, γιατ’ ήσαν| ζημιωμένοι πάντοτε κι είχαν μεγάλην λύσσαν (παραλ. 1 στ.), γιατ’ οι Μαλταίοι σ’ορδινιάν ήσαν να τους παιδεύγουν Αχέλ. 1564· α2) στενοχωριέμαι, θλίβομαι, δυσφορώ: Και τότες| μ’ άφτειν μια πεθυμιά ναν τ’ ακλουθήσω (ενν. τον Μυρτήνο)| και ναν του ’μολογήσω τον καημό μου (παραλ. 2 στ.) κι είντ’ άλλο πλια; Οκ το πόνο τόσα πλήσια| σφίγγομαι, απ’ αν εμπόρουν| κλιτότατα τον είχα προσκυνήσει Πιστ. βοσκ. I 3, 42· β) (μτβ.) δυσκολεύομαι, καταβάλλω προσπάθεια να κάνω κ.: Το Διάβαν είναι στενόν … και πολλά εσφίκτησα να διαβούν οι Γενουβήσοι και δεν ημπορήσαν και λαβωμένοι και αντροπιασμένοι εστράφησαν εις την κατούναν Μαχ. 45015· γ) (μτβ.) αναγκάζομαι να κάνω κ.: να βάλομεν τους καβαλλάρηδες εις τας φυλακάς απάνω εις το καστέλλιν, να σφικτού να δώσουν και να πλερώσουν τό επρουμουτιάσαν Μαχ. 40215. 5) (Προκ. για σύννεφα) πυκνώνω: Σαν αγριεμένα νέφαλα που σμίξου και σφιχτούσι| και ’στράψουσι και τη βροντή πλια δυνατά κτυπούσι … Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1903. 6) α) Πήζω, στερεοποιούμαι· παγώνω: Σύνηθες ην τῳ ποταμῴ τῃ του χειμώνος ώρᾳ| πετρώδη τούτον γίνεσθαι και σφίγγεσθαι τῳ κρύει Βίος Αλ. (Aerts) 3382· β) (μεταφ.) γίνομαι δυνατός, στερεώνομαι: Οι δυσκολιές εκόπησαν και ο φόβος απορρίκτη| και η αγάπη ημέρωσεν κι εδείκτηκεν κι εσφίκτη Φαλιέρ., Ιστ.2 746. Φρ. 1) Σφίγγω τα δόντια = κλείνω το στόμα μου, δε μιλώ, «το βουλώνω»: Ειδέ και θέλεις να είσαι εδώ, να τρώγεις το ψωμίν μας,| σφίξον καλά τα δόντια σου και κράτει την φωνήν σου| και κάμμυσε τα ομμάτια σου και μη πολυπραγμόνει Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 481. 2) Σφίγγω τα έντερα/την κοιλίαν = προκαλώ δυσκοιλιότητα: λέγουσι ότι να απόθανε από φαρμάκι και οι γιατροί του εδώσανε πότιο διά να τονε σύρει αποκάτω, αμή το πότιο έσφιξε τα έντερά του και απόθανε Χρον. σουλτ. 12120· Όταν τα φάγεις πρωτύτερα από τα άλλα φαγία (ενν. τα κυδώνια), σφίγγουσι την κοιλίαν, ειδέ και φάγεις τα ύστερα, την κινούσι Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 215. 3) Σφίγγω τα μερία (μου) = ανασυγκροτώ τις δυνάμεις μου για να αντιμετωπίσω μια δύσκολη κατάσταση: Και να ένι τις καν δόκιμος, να έχει ψυχήν θρασείαν| και θήσει τα του κλάηματος και αποδειλιάσει πλήρης,| και σφίξει τα μερία του και την καρδιάν πονέσει,| και αποκοτήσει ως άγουρος …| και σείσει το κοντάριν του και ειπεί το αλί σ’ αλί σε Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 488. 4) Σφίγγω τες πλάτες, βλ. ά. πλάτη 1γ φρ. 3. 5) Σφίγγω το χέρι = τσιγκουνεύομαι· αρνούμαι την παροχή βοήθειας: μη σφίγξεις το χέρι σου από τον αδερφό σου τον πένητο Πεντ. Δευτ. XV 7. Η μτχ. παρκ. σφιμένος ως επίθ. = 1) (Προκ. για φιλί) απανωτός, συνεχόμενος: τες δροσιές και τα φιλιά ...| ... τα ’διδε ο Υμέναιος, θεός του γάμου,| πλια νόστιμα, γλυκιά και πλια σφιμένα Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́ 1565. 2) (Μεταφ.) στέρεος, δυνατός: μα αληθινή και στέρεα έτσι σφικτά σμιμένη| στέκει η φιλιά κι η πίστη μας, που πλιάτερα σφιμένη| δεν είναι μπορεζάμενο γάμος ποτέ να φτάνει| κόμπον αδυνατότερο στη μέση μας να κάνει Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 100.
       
  • τάβλα
    η, Παράφρ. Μανασσ. (Tieche) 344, Ασσίζ. 14321, Βέλθ. 1295, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 14100, Φλώρ. 1294, Σαχλ. N 156, Σαχλ. B́ (Wagn.) PM 589, Σαχλ., Αφήγ. 793, Απολλών. (Κεχ.) 177, Καναν. (Cuomo) 279, Τζαμπλάκ. (Λαμπ.) 81, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 186, Μαχ. 835, 3124, 5, Θησ. ΙΒ́ [716], Χούμνου, Κοσμογ. 1885, Βουστρ. (Κεχ.) 1062, Έγγρ. 15.-17. αι. 173 δις, Διήγ. Αλ. V 34, Αλεξ.2 1145, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2891, Υγρομαντ. φ. 165r 9, 11, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 129, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 412, Διήγ. Αλ. G 27632, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2834, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 16718, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 2824, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 261v, Δεφ., Λόγ. 314, Τριβ., Ρε 206, Hist. imp. (Iadevaia) I 690, IIc 999, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.) (Κακ.-Πάνου) 124, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 11815, Κυπρ. χφ. 163, Κανον. διατ. Α 384, Φαλλίδ. (Παναγ.) 246, Βίος Δημ. Μοσχ. 493, Τσιρίγ., Επιστ. 1683, 24, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 99, 239, Ιερόθ. Αββ. 338, Διαθ. 17. αι. 5179, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 704, Φορτουν. (Vinc.) É́ 392, Ιντ. ά́ 2, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 35, Λεηλ. Παροικ. 546, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 21112, 50224, Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13539, κ.π.α.· τάβιλα, Διαθ. 17. αι. 636.
    Το μτγν. ουσ. τάβλα. Η λ. και σήμ.
    1) Τραπέζι: Αφήνω τση άνωθε κερα Ζαμπέτας ένα φτερό, έναν πάπλωμα, ... προσκεφαλάδα, στρίποδα και τάβλες Διαθ. 17. αι. 1051· και να ’ναι εδικόν του (ενν. το σπίτι) με το κάδρο το μεγάλο ... και το φανάρι το χρυσό ... και την τάβλα τη μεγάλη την καρένια Διαθ. 17. αι. 577· φρ. παίζω τάβλες ομάδιν = παίζω επιτραπέζια τυχερά παιγνίδια συγχρόνως και σε άλλα τραπέζια (για τη σημασ. βλ. και Μαυρομάτης-Παναγιωτάκης [Σαχλ. σ. 213, λ. ομάδι(ν)]): κυλεί τα ζάρι’ ο ζαριστής και τάβλες παίζει ομάδιν,| ετότες γίνεται πτωχός, τέλεια ρημάδιν Σαχλ. Ά́ (Wagn.) PM 170. 2) α) (Ειδικ.) τραπέζι φαγητού: κι απού εις την τάβλα αγοραστά δε βάνου (ενν. οι φτωχοί) φαητά τως| μα με χορτάρια πράσινα, που βρίσκου εις το κηπούλι| ... χορταίνου μόνον ούλοι Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 44· Πάρει σας θέλομε κι εσάς, μα η τάβλα δε σας παίρνει Φορτουν. (Vinc.) É́ 401· Η δε γη είχεν φυτρωμένα αγριοσέλινα, και δια την ευμορφίαν της πρασινάδας ουδέν εθήκαν τάβλας, ... αμή επάνω εις τα βότανα εθήκαν το ψωμί Hist. imp. (Iadevaia) I 2126· φρ. (1) θέτω τάβλα = βάζω τραπέζι: Ταύτα και άλλα εσύντυχεν (ενν. ο Βέλθανδρος) εκείνον τον ευνούχον·| εδάκρυσαν αμφότεροι, έπειτα θέσαν τάβλα,| εγεύθησαν, εγέρθησαν, εμπήκαν εις καράβιν Βέλθ. 1295· (2) καθίζω εις την τάβλαν = κάθομαι για φαγητό: Το άριστον εγένετο, καθίζουν εις την τάβλαν Φλώρ. 1291· (3) σηκώνω την τάβλαν = μαζεύω τα σκεύη του φαγητού μετά το γεύμα, καθαρίζω το τραπέζι: και ωσάν απόφαγαν καλά, σηκώνουν και την τάβλα,| σοφάν εστρώσαν ύστερον μετά χρυσών στρωμάτων Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Β 1238· β) (συνεκδ.) επίσημο τραπέζι, γεύμα, δείπνο: ο μισσέρ Αντίνιος τα Νεγρού είχεν ορίσειν καπόσους Γενουβίσους και αρματώθησαν ’πιδεξία αππέσσω κρυφά, οι ποίγοι ήσαν από κείνους απού ’κάτσαν εις την τάβλαν ... Κι άνταν εσηκώθησαν από τες τάβλες, ο ρήγας επήγε ν’ αλλάξει τα φορήματά του εις τα σπίτια του σιρ Τεμένζ Πετρέ Μαχ. 31211, 12· πάντα οι εκατό των Μακεδόνων ήσαν κοντά του και όλοι το γιόμα και τον δείπνον ευρίσκοντάν του εις την τάβλα του και μετ’ αύτους ομίλιεν Διήγ. Αλ. V 60· Μιαν ώρα απάνω στου Δουκός την τάβλα εκαθομέστα,| μ’ αυτό και μ’ άλλους άρχοντες σε αθιβολή ερχομέστα Στάθ. (Martini) Γ́ 11· (εδώ) εορταστικό τραπέζι γάμου: ο μέγας βασιλεύς εις την χαράν ετούτην| εκάλεσε στην τάβλαν του, στον γάμον του παιδίου του,| όλον το πλήθος των πουλίων, μικρά τε και μεγάλα Πουλολ. (Τσαβαρή)2 AZ 69· έκφρ. τα ψυχίδια της τάβλας = τα υπολείμματα του φαγητού, τα ψίχουλα: Μήνα μπορείς απού τα ψυχίδια της τάβλας σου να προσδεκτείς τους μπαρούνηδες του βασιλέως; Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 582. 3) α) Σανίδα αρκετού πάχους, μαδέρι, καδρόνι: Να δεις ξεχωριστά τσι μαγατσάδες,| πὄχουν οι προεστοί πραγματευτάδες,| γεμάτους τσι καφέδες και λινάρια,| τυριά και ... λάδια και σιτάρια,| σίδερα και σχοινιά, τάβλες και τράβες Λεηλ. Παροικ. 145· Εκεί τριγύρου ... τάβλες πλατειές καρφώνου,| σ’ όλες τες τάβλες με σουβλιά, και μες στη γη τες χώνου,| μέσα στης Βάγιας το φορτί οι Τούρκοι σαν εμπούνε,| κι απάνω σαν πατήσουσιν, όλοι να καρφωθούνε Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2765, 6· εσείς, μαστόροι μου ακριβοί, στους λάκκους κατεβείτε,| και τάβλες και πολλά βουτσά βάλετε, σκεπαστείτε Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16511· (προκ. για γέφυρα): αι λουμπάρδες, οπού έσυρναν απάνω εις αυτό (ενν. το γεφύρι) τους εμπόδιζαν, διότι τας έσυρναν αργά αργά, διά να μη ξεφύγουσιν οι τροχοί απάνω εις τες ταύλες να πέσουσιν εις το ποτάμι Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 423· (προκ. για δάπεδο): ακομή εις τον πάτον έχει τάβλες ογδοήντα πέντε και πόρτες δύο Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 8415· (εδώ από διάφ. είδη ξύλου): Δέσποτά μου, έγραφά σου να μου πάρεις πενήντα τάβλες ντελαριζέινες Τσιρίγ., Επιστ. 16914· Γράφουν ... πράματα οπού αφήνου ... βόδια δύο, ... ακόμη σκάφη μία και πίνακας ένας, ... τάβλες κυπαρισσένες στ́, κρασοπίθαρα ... δύο Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 397· (σε μεταφ., προκ. για σανίδες κρεβατιού): Ω θαυμαστή και αγία κλίνη ... Αντίς τέσσερα ποδάρια απού την κρατούσι έχει τους τέσσαρις Ευαγγελιστάς ... αντίς άλλες τάβλες έχει τους άλλους Αποστόλους Μορεζ., Κλίνη φ. 10v· β) ξυλεία: επροέγραψα της πανιερότη σου ... αν έναι να μας εβγάλεις ένα μαντάτο να πορούμε να βγάζομε αποπά σίντερο και τάβλες Μανολ., Επιστ. 17325. 4) Πλάκα: έφερε δε και κίονας και τάβλας εκ μαρμάρων ... εξ ων έκτισεν  ... κιόσκιον θαυμαστόν Έκθ. χρον. 672· (για γραφή, με κέρινη επικάλυψη): ουδέν πρέπει να έχει διαφοράν εις το αυτόν εάν η διαθήκη ένι γεγραμμένη ού εις μέμβρινον χαρτίν, ... ού εις πινακίδιν, ού εις τάβλαν κερένη, μόνον να φαίνουνται τα γράμματα να τα διαβάζουν Ασσίζ. 3952. 5) Επίπεδη τετραγωνισμένη επιφάνεια· α) (προκ. για χωράφι): Χωράφιον λεγόμενον τάβλα. Πλάτος οργιάς ί́, μήκος οργιάς κ́́́́́ Metrol.2 6015· β) (ως τοπων.): Το σημάδιν του Βερουτίου· έχει β́ βουνία υψηλά τετράγωνα και λέγουν τα Τάβλες του Βερουτίου· η Τάβλα της τρεμουντάνας έναι υψηλότερη Πορτολ. Α 1596, 7. — Βλ. και ταβλίον.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης