Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 14 εγγραφές  [0-14]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Γράμμα κρ. διαλ.

  • βγάνω,
    Ασσίζ. 274, 18114, 18221, 1843, Διγ. (Trapp) Esc. 1732, Πόλ. Τρωάδ. 3, 59, Ερμον. Φ 336, Χρον. Μορ. H 7905, Μαχ. 66, Χούμνου, Π.Δ. XIII 18, 40, Γαδ. διήγ. 411, 461, Ιμπ. (Legr.) 52, Σκλάβ. 190, 280, Κορων., Μπούας 8, 122, 151, Φαλιέρ., Ιστ. V 445, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 270, Δεφ., Σωσ. 19, Δεφ., Λόγ. 99, 444, Πεντ. Γέν. I 12, 24, Έξ. VIII 4, XIV 25, Λευιτ. IV 21, Δευτ. VII 15, VIII 15, XXVIII 38, Βίος γέρ. V 413, Αχέλ. 629, 1449, 2016, Αιτωλ., Μύθ. 169, Ιστ. πατρ. 17012, Ύμν. Παναγ. 20, Δωρ. Μον. XXIV, Πανώρ. Α΄ 420, Ερωφ. Α΄ 277, 306, Ιντ. α΄ 159, γ΄ 53, Ε΄ 148, 151, Παλαμήδ., Βοηβ. 471, 1253, Σταυριν. 1162, Διγ. Άνδρ. 36819, Ερωτόκρ. Α΄ 1289, Β΄ 108, 995, 1098, 1857, 1862, 2140, Γ΄ 586, 1198, 1318, 1390, Δ΄ 749, 924, 1544, 1904, Στάθ. Α΄ 110, Γ΄ 347, Στάθ. (Θέατρο) Β΄ 56, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 191, Β΄ 55, Δ΄ 28, δ΄ 57, Αποκ. Θεοτ. II 91, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [153, 174, 1593, 1661], Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. α΄ 165, Β΄ 29, Γ΄ 183, 537, Δ΄ 538, Ζήν. Πρόλ. 52, 90, Διγ. O 2063, Διακρούσ. 10921, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1368, 16721, 18128, 1937, 1977, 2099, 2186, 27026, 3697, 38726, 42024, 45725, 46214, 4644, 46923, 5283, 55312, 5868, 58814, κ.π.α.· αβγάνω, Σεβήρ., Διαθ. 191· εβγάνω, Σταφ., Ιατροσ. 15422, Κομν., Διδασκ. Δ 347, Λόγ. παρηγ. L 560, Ασσίζ. 746, 12529, 1783, 20218, 24029, 2413, 27214, 45827, Ιατροσ. 2189, Διγ. A 988, Πόλ. Τρωάδ. 516, Χρον. Μορ. H 6101, 8629, Ιατροσ. κώδ. υξη΄, υοζ΄, Απολλών. 126, Λίβ. Sc. 11, Λίβ. (Lamb.) N 130, Λίβ. N 1930, Ιμπ. 518, 533, Γράμμα κρ. διαλ. 39, Rechenb. 43, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 458, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 679, Σαχλ., Αφήγ. 226, Πένθ. θαν.2 326, 466, Δεφ., Λόγ. 137, Τριβ., Ρε 107, Πεντ. Έξ. III 5, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 397, Μανολ., Επιστ. 173, Σταυριν. 951, Ιστ. Βλαχ. 2547 [= Γέν. Ρωμ. 137], Διγ. Άνδρ. 3257, 33212, Θυσ.2 814, Ευγέν. 996, Εγκ. αγ. Δημ. 110183, 185, Αγαπητ., Εις αγ. Δέκα 281, Διάταξη του 1649 (Τουρτόγλου, Φον. και αποζημ. 79), Διήγ. πανωφ. 60, Βακτ. αρχιερ. 169, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [375], Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 378, Γ΄ 202, Μαρκάδ. 344, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2532, 34719, 53022, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3416, κ.π.α.· μτχ. παρκ. βγαλμένος, Χούμνου, Π.Δ. XIII 19 (έκδ. βαλμένος· Πολ. Λ., Μετά Άλ. σελ. 63 εβγαλμένος· διορθώσ.)· εβγαλιμένος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 217v· εβγαλμένος, Θησ. Β΄ [338], Δεφ., Λόγ. 424, Ερωτόκρ. Δ΄ 1221· εβγαμένος, Σαχλ. N 23, Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 207· εβγαρμένος, Θρ. Κύπρ. M 515, Διήγ. πανωφ. 59.
    Από το αρχ. εκβιβάζω. Για το σχηματ. βλ. και ΙΛ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Βγάζω έξω, εξάγω κάπ. ή κ. (από κάπου) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2α): μετά βίας ετράβησεν έξω να τονε βγάλει Πόλ. Τρωάδ. 593· και γλήγορ’ οχ τη φυλακή χτάσσεται να σε βγάλει Ερωτόκρ. Δ΄ 1544· λέγει ευθύς διαγοργόν: «Εβγάλετε (τον) σίτον» και δίδει τον καθέκαστον όσον του χορτασθήναι Απολλών. 126· πολλά ωφελούσι την ψυχήν η ελεημοσύνη και βγάνουσι την ψυχήν απού την κόλασιν Αποκ. Θεοτ. II 91· εβγάνει το κεφάλιν της και τέτοια τον ελάλει Λόγ. παρηγ. L 560· (προκ. για αποξένωση από περιουσία): ήλεγες να εβγάλεις την νύφην σου από τα σπίτια της Γράμμα κρ. διαλ. 39· φρ. (1) βγάνω τον πόδα μου (από κάπου) = φεύγω (Πβ. ΙΛ, λ. βγάζω Αφ 2α ρ.): Του βασιλιά του Πρίαμου σήμερον ν’ αποθάνει| η θυγατέρα ’ς τούτο μου το μνήμα γή δε βγάνει| κανείς τον πόδα του αποδώ Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 28· βλ. και αποκλείνω β, αποξεβαίνω α, αποχωρίζω (II), μισσεύω· (2) βγάνω την ψυχήν κάπ. (από το κορμί) = κάνω κάπ. να πεθάνει (Πβ. τη σημερ. μεταφ. χρ. της φρ., ΙΛ, λ. βγάζω Α2αΦρ): ψυχές να βγάνει από κορμιά, αίμα πολύ να χύνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 16721· ως λιόντες όρμησαν να βγάλλουν την ψυχήν του Κορων., Μπούας 122· β) βγάζω έξω, εξάγω (ενίοτε από το στόμα): Κι όσον το ’χεις στο στόμα σου (ενν. το μέλι) έχεις και την γλυκάδα| κι ωσάν το εβγάλεις, παρευθύς έρχεται η πικράδα Ευγέν. 996· φλόγαν ήβγαλεν από του στόματός του| κι άγρια μου ελάλησεν Διγ. (Trapp) Esc. 1732· γ) (προκ. για πέτρα ή για άγιο που βγάζει μύρο) αναβρύζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω Α2η): οπού βγάνει εσέν νερό από την πέτρα τη δυνατή Πεντ. Δευτ. VIII 15· ωσάν άλλους αγίους, οι οποίοι δεν εβγάνουν μύρον Εγκ. αγ. Δημ. 110183· βλ. και αναβράζομαι· φρ. (1) βγάνω δάκρυα, κλάματα = χύνω δάκρυα, κλαίω: άσκημα δάκρυα βγάνουσι, γιατί δεν το βαστούσι Στάθ. Α΄ 110· εβγάνασι καθάρια| δάκρυα πικρά και θλιβερά δείχνοντας ’τι επονούσαν Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [174]· εβγάνουν κλάηματα πολλά, βρυχούνται από καρδίας Ιμπ. 518· καθεείς ας βγάλει| δάκρυα σε τόσον άνθρωπον που ’κοφτεν το δρεπάνι Τζάνε, Κρ. πόλ. 1937· βλ. και βρυχώμαι(2) βγάνω αίμα = χύνω αίμα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω Α2): ήτον ετούτ’ (δηλ. η λαβωματιά) ακρόκαλη κι αίμα πολύ του βγάνει Ερωτόκρ. Β΄ 1089· βλ. και βάνω (I) A 64 φρ.· (3) βγάνω τις όρεξές μου = ικανοποιώ τις επιθυμίες μου (Πβ. το σημερ. βγάζω το άχτι μου, ΙΛ, λ. βγάζω Α2 Φρ.): Για να μπορώ ερωτεύοντας να βγάνω τσ’ όρεξές μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1593]· βλ. και αποκαθιστώ Α4γ· δ) αποβάλλω περιττώματα: επήεν η κοιλία του ετοσαύτα εις το αγγείον, ότι πριν ξημερώσει έβγαλε πάντα όσα είχεν απέσω και το συκώτιν του και απέθανεν Ασσίζ. 1843· βλ. και βάλλω 1γ· ε) (προκ. για αέρια των εντέρων) αφήνω: καθίζω απάνω τση άκακα και κείνη αρχινίζει| η φούσκα απάνω ό,τι ήκατσα να παραξανεμίζει·| κι ήμοιαζε το ξανέμισμα ανθρώπου όπου σου φάνει| την ώρα εκείνη αληθινά πως η Φλουρού τσι βγάνει| και μέσα όπου αποσφίγγουμου κάποιες εβγαίνα πάλι Στάθ. (Θέατρο) Β΄ 56. Βλ. και απολύω, αχαμνώ 2, εξαφήνω, χάνω. 2) α) (Προκ. για ποταμό ή θάλασσα) βγάζω έξω στην ακτή ή στην όχθη: και ρίχνει το (ενν. το κιβουράκι) στον ποταμό κι ο ποταμός το βγάνει| στα δάση τούτα Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. α΄ 165· πάσαν την νύκταν στον γιαλόν τα κάτεργά του βγάνει Αχέλ. 2016. Απήραν την τα κύματα, στον Λύκον την εβγάλαν Γαδ. διήγ. 461· β) αποβιβάζω (επιβάτες ή πλήρωμα πλοίου) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A1): Λαό από τα κάτεργα έβγανε κι αποθαίνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 5283· Μέσα τσι βάρκες ήτονε κι άρχισαν να μισεύγουν (παραλ. 3 στ.)· στην στράταν αρρωστούσανε κι έλεγαν να τσι βγάνουν| στην γην και στην ακρογιαλιά κι έπειτ’ ας αποθάνουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 1977. 3) α) Φανερώνω, δείχνω, αποκαλύπτω: άσπρη να βγάλου στα Χανιά, να δείξουνε μπαντέρα Τζάνε, Κρ. πόλ. 42024· να βγάλει το δαμάλι προς αποόξω το φουσάτο και να κάψει αυτό Πεντ. Λευιτ. IV 21· και αυτές οι πόρτες βγάνουσι του ύπνου τα όνειρά του Στάθ. Γ΄ 347· βλ. και αποσκεπάζω 1β, αρμηνεύω 5α· β) φρ. βγάνω μάρτυρα = παρουσιάζω, επικαλούμαι κάπ. ως μάρτυρα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B3): εις τούτο εβγάνω μάρτυρα τον Κύριον της δόξης,| το πώς είχα την όρεξην Χρον. Μορ. H 6101· Περί μαρτύρων, οπού εβγάνει τινάς να μαρτυρήσουν διά άλλον Βακτ. αρχιερ. 169. Βλ. και βάνω (I) A20· 4) (Προκ. για ρούχα, οπλισμό, κ.λ.π.) αποβάλλω, βγάζω από πάνω μου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A2ια): βγάνουν όλα τ’ άρματα και μόνο το σκουτάρι| και το σπαθίν απόμεινε στο κάθε παλληκάρι Ερωτόκρ. Β΄ 995· εβγάνει το καπάσι του από την κεφαλήν του Σταυριν. 951· τη βασιλική στολή τότες εβγάλασί μου Ιντ. κρ. θεάτρ. δ΄ 57· Τ’ άρματα αυτάνα, αφέντη μου, μπορείς να βγάλεις τώρα Ερωφ. Ιντ. α΄ 159· έβγαλε τα παπούτσια σου αποπάνου τα ποδάρια σου Πεντ. Έξ. III 5. Βλ. και βγάλλω 3. 5) α) Αφαιρώ, εξορύσσω: αρπούσι| τη γλώσσα ντου και βγάνουν τη και χάμαι την πατούσι Ερωφ. Ε΄ 148· τότες και τ’ αμμάτια του τους όρισε κι εβγάλα Ερωφ. Ε΄ 151· ωσάν καρφί που με καρφί άλλ’ οχ την τρύπα βγάνεις Ερωτόκρ. Α΄ 1289· πέτρες να βγάλεις (ενν. από τον τοίχο) για να μπει (ενν. ο Ερωτόκριτος) Ερωτόκρ. Γ΄ 1318· και τους πόδας του τους όνυχας εβγάλετε Διγ. A 988· βλ. και βγάζωβ) αποσπώ κ. από κάπου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω A2δ): και έβγαλεν τον τροχό των καρρουχών του και όδεψέν το με βαροσύνη Πεντ. Έξ. XIV 25· Την ίδιαν νύκτα βγάλασι τση χώρας τες καμπάνες Τζάνε, Κρ. πόλ. 2099. Βλ. και ανασπώ ΙA2α. 6) Ξεριζώνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω A2ε): εξεριζώσασι δεντρά κι εβγάλασι αμπέλια Τζάνε, Κρ. πόλ. 38726· τάσσω σου το κεφάλι ντου να κόψω και να βγάλω| την άπονή ντου την καρδιά Ερωφ. Ιντ. γ΄ 53. 7) (Με αντικ. μαλλιά, γένια, κ.λ.π.) ξεριζώνω, μαδώ (Η σημασ. τον 9. αι., Κουκ., ΒΒΠ Ε΄ Παράρτ. σ. 50 και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω A2ε): το στήθος τως να δέρνουσι και τα μαλλιά να βγάνουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 55312· το παιδάκιν ήπλωσεν τα γένια του να βγάλει Χούμνου, Π.Δ. XIII 40. Βλ. και αναμαλλιαρίζω, αποσπώ IA1, βγάζω 6. 8) (Προκ. για μαχαίρι, σπαθί, δοξάρι, κλπ.) ανασύρω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A2β): χίλιες φορές εβάλθηκα να βγάλω το σπαθί μου Ερωφ. Α΄ 277· και δένω το γεράκιν μου και εβγάνω το δοξάριν Λίβ. (Lamb.) N 130· σύρνουν ματσούκες και ραβδιά και εβγάνουν τα μαχαίρια Σαχλ., Αφήγ. 226. Βλ. και βγάζω 3, βγάλλω 4. 9) (Προκ. για λιτανεία ή παρουσίαση εικόνας) παρουσιάζω και περιφέρω σε λιτανεία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω A9): Και την Μεσυπαντήτισσαν όλοι παρακαλούσαν| την Τρίτην που την βγάνασι μ’ ευλάβειαν ’κλουθούσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 27026· ουδέ τας ημέρας των μεγάλων λιτανειών, ουδέ τας ημέρας της Παρακλήσεως, τουτέστιν όντα εβγάλουν τον Δράκον Ασσίζ. 12529. Βλ. και βγάλλω 5. 10) Εκτοξεύω, τινάζω, εκπέμπω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω A11β): ήβγαλε σπίθες εκατό το σιδερό κασίδι Ερωτόκρ. Β΄ 2140· έπαυσαν και οι σεισμοί ... και ελέγαμε πως να εσκόλασε η φλέγα και δεν θέλει εβγάλει Διήγ. πανωφ. 60· Σαν ένα ξύλ’ απόξερο που στη φωτιά σιμώσει,| πιάσει φωτιά κι άψει ζιμιό η βράση σαν του δώσει| και βγάλει την αναλαμπή με δίχως να καπνίσει ... Ερωτόκρ. Β΄ 1857. Βλ. και βγάζω 4. 11)   α1) (Ενίοτε με το επίρρ. έξω) κάνω κάπ. να βγει έξω: έφθασαν οι Έλληνες, εβγάνουν τον εκείθεν Πόλ. Τρωάδ. 516· τους βγάνουν απ’ τα σπίτια τους κι εκείνοι κατοικούσιν Διακρούσ. 10921· τσι φόσσες να πηδούσινε και έξω να τους εβγάνουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 53022· α2) φρ. βγάνω κάπ. από το νου του = κάνω κάπ. να χάσει τα λογικά του, τρελαίνω κάπ.: η θλίψις εβγάνει πολλάκις τον άνθρωπον από τον νουν Διγ. Άνδρ. 33212· Κρήτης, η Ρόδο εθλίβηκε, της Χιος εκακοφάνη| τ’ ανόλπιστόν σου το κακόν και από τον νουν τις βγάνει Σκλάβ. 190· βλ. και αποκεφαλίζω 1β· β) (μεταφ.) απομακρύνω κάπ. από κ. (Πβ. τη σημερ. μεταφ. χρ. της φρ. του βγάζω την πίστη, ΙΛ, λ. βγάζω A2α): η αγάπη ... εβγάνει ανθρώπους από την πίστην τους Διγ. Άνδρ. 3257· να τους εβγάλασιν εκ τα συνήθια που έχουν Χρον. Μορ. H 7905· γ) κάνω έξωση: το δίκαιον ορίζει, εφειδή ο νοικοκύρης το (ενν. το σπίτιν του) ενοικίασεν έως ά τέρμενον, ουδέν ημπορεί να τον (ενν. τον ενοικιαστή) εβγάλει κανείς Ασσίζ. 746. Βλ. και απολογιάζω (I) 6. 12) (Προκ. για μυρωδιά) αναδίδω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B10): του γέρο η αγκαλιά χνότο και βρόμο εβγάνει Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 378. Βλ. και βγιάζω 8. 13) (Προκ. για μελλοντική σπορά) μεταφέρω (στο χωράφι): σπόρο πολύ να βγάλεις εις το χωράφι και ολίγο να μαζώξεις Πεντ. Δευτ. XXVIII 38. Βλ. και άγωμε(ν) A1, B1β, αναβαστώ A, αναφέρω A4. 14) α) (Προκ. για ήχο, αναστεναγμό, κ.λ.π.) βγάζω: άκουες κτύπους, βροντισμούς που βγάναν οι λουμπάρδες Τζάνε, Κρ. πόλ. 2186· ήβγαλεν αναστεναγμό όσο κι αν εδυνάστη (έκδ. ό,τι τον εδυνάστη· διόρθ. Αλεξ. Στ., Κρ. Χρ. 23, 1971, 205 κατά το χφ) Ερωτόκρ. 1904· βλ. και βαριαναστενάζω, βαριαναστένω· β) φρ. βγάνω φωνήφωνές) = φωνάζω (Πβ. ΙΛ, λ. βγάζω A2α Φρ.): παρά τα πλήθη των Τουρκών με τες φωνές που κάναν| και απού την τόσην ταραχήν άνω στα ύψη βγάναν Αχέλ. 629· τες φωνές εβγάνει Μαρκάδ. 344· βλ. και βάλλω 14· γ) φρ. βγάνω λόγους, βγάνω (ε)μιλιά ή λαλιά = μιλώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάλλω A1α. Πβ. και τη σημερ. φρ. βγάζω λόγο, ΙΛ, λ. βγάζω A2α Φρ.): με τέχνη βγάνου τη μιλιά, με τέχνη απιλογούνται Πανώρ. Α΄ 420· και τη λαλιά οχ το στόμα ντου πολλά γλυκειά τη βγάνει Ερωτόκρ. Β΄ 1862· εγώ εμαχόμην τον σκοπόν πώς να την χαιρετήσω,| τι λόγους χαιρετίσματος να εβγάλω συντυχίας Λίβ. N 1930· ο γείς τον άλλ’ ανίμενε την εμιλιά να βγάλει Ερωτόκρ. Γ΄ 586. Βλ. και ανοίγω A1α φρ., βάνω (I), A13β φρ., συντυχαίνω. 15) α) Δημιουργώ, σχηματίζω (από κ. άλλο): εποίκεν δ́ σανιδία, απού τα ποία έβγαλεν ις́ γωνίες Μαχ. 66· β) (με υποκ. τη λ. γη) κάνω να γεννηθεί ή να φυτρώσει κ. (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω A10): Και είπεν ο Θεός: ας βγάλει η γης ψυχή ζωντανή εις τη λογή της, χτήνο και σερπετό και αγρίμι Πεντ. Γέν. I 24· έβγαλεν η γης χλόη Πεντ. Γέν. I 12· γ) (με υποκ. όν. πόλης) φέρνω στη ζωή, αναδεικνύω σημαντικά πρόσωπα (Πβ. ΙΛ, λ. βγάζω B5): και πατριάρχους έβγαλα και άξιους αρχιεράρχους (ενν. εγώ το Ρέθυμνο) Τζάνε, Κρ. πόλ. 5868. 16) α) (Με αντικ. τη λ. μαλλιά, δόντια) αποκτώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω A10): Εις τας κη΄ εβγάνει μαλλία Σταφ., Ιατροσ. 15422· τα παιδίαν όνταν δοντιάζουν και κλαίουν να εβγάλ(ου)ν δόντι γοργά ... Ιατροσ. κώδ. υοζ΄· β) (προκ. για ορισμένη εκδήλωση αρρώστιας, π.χ. κότσια, κ.λ.π.) παρουσιάζω (σύμπτωμα αρρώστιας) (Πβ. ΙΛ, λ. βγάζω A10 και Ανδρ., Αθ. 47, 1937, 197): Τσίτους και λάρια αγιάτρευτα να βγάλεις εις τα μάτια Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 183· Εις το να εβγάλει εις το χέριν κότσ(ι)α Ιατροσ. κώδ. υξη΄· Είχε σημάδι τίβετας; ΛΟΥΡ.: Είχε προς τη μασκάλη| ένα από πόνεμα κακό, οπού μικρό είχε βγάλει| κι επιάσα κι ήσκισά του το Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 538. 17) α) Κάνω να βγει (προκ. για νερό) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω A2β): αν πας στην πέτρα την ξερήν, χρεία ’ναι νερόν να βγάλεις Κορων., Μπούας 151· β) κάνω να χυθεί κ., κάνω αφαίμαξη (προκ. για πύο, αίμα) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω A2β): Είντα να κάμει ο γιατρός; ΜΠΕΡΝ.: Άκου! Αίμα να μου βγάλει Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 29· εκείνος ο ιατρός ... οπού έπρεπε να φλογοτομήσει και έβγαλέν του πολύν αίμαν Ασσίζ. 18221· αν αυτός μου ο σκλάβος είχεν απόσταμαν εις κανέναν τόπον οπού είχεν κίνδυνον και εχρήζετον έτερα πράγματα μαλαχά οπού να το εμαλακτιάναν και να το εψήσαν και να εβγάλουν εκείνον το κακόν έξω Ασσίζ. 1783· γ) (μεταφ.) αντλώντας από κάπου αποκτώ: Μα καθώς της βρύσης το νερόν δεν το γροικάς, α δεν το πιάσεις να το πίεις, έτσι και την χάριν και την δύναμιν της παρθένου Μαρίας δεν ημπορούμε να την έχομεν παρά να της σιμώσομεν εβγάνοντας την χάριν την κοινήν απού ήδωκεν εις όλους Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 397. 18)   α1) Απομακρύνω, διώχνω κ. ή κάπ. από κάπου (Για τη σημασ. βλ. Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄ 6, 1955/56, 245): τσ’ οχθρούς, παιδιά μου, ας βγάλομε Ζήν. Πρόλ. 52· τον Τούρκον τον παράνομον εβγάλετε ’κ την Δύσην Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 458· Βγάνοντας τώρα μοναχά τούτο τ’ αμπόδισμά σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1661]· και τα κανόνια σύρανε κι αποδεκεί τα βγάνουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 45725· μόνον αυτόν να βγάλετε να μη είναι στην μέση Παλαμήδ., Βοηβ. 471· βλ. και απομακρίζω 1α, βγάζωα2) φρ. βγάνω από τη μέση = εκτοπίζω, εξαφανίζω, εξοντώνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω A2α): Εβγάλετε από την μέσην τους μωρούς και αθλίους χριστιανούς Αγαπητ., Εις αγ. Δέκα 281·βλ. και βάλλω 19·   β1) (προκ. για συναίσθημα, για σκέψη) αποβάλλω, απομακρύνω, διώχνω: όχι τον πόθο από με, βγάνοντας από κείνη| την όργητα Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 55· έβγαλα τον φόβον από την καρδίαν μου Διγ. Άνδρ. 36819· Σατανική βουλή έναι αυτή και παραμέρισέ την·| από τον νουν σου ρίξε την, έβγαλε, ξόρισέ την Πένθ. θαν.2 326· τον κακόν λογισμόν θέλοντας ο Θεός να εβγάλει εκ τον ασκητήν Εγκ. αγ. Δημ. 110185· β2) φρ. βγάνω από (εκ) το νου μου, από τα λογικά μου, το λογισμό = εγκαταλείπω μια σκέψη, μια ιδέα, λησμονώ, ξεχνώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω A2α Φρ.): απολησμόνα το γοργόν, έβγαλ’ το από τον νουν σου Κομν., Διδασκ. Δ 347· κείνα που την παιδεύγασι αν ήβγαλ’ οχ το νουν τση Ερωτόκρ. Δ΄ 749· ποσώς μη το εβγάλετε από τα λογικά σας Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 679· έβγαλε τέτοιο λογισμό απού την όρεξή σου Θυσ.2 814· βλ. και αστοχώ 7α, ξεχάνω· γ) (με λ. που φανερώνουν συναίσθημα) εκδηλώνω (συναίσθημα): ηύρεν καιρόν το φαρμάκιν να βγάλει,| οπού ’χεν στην καρδιάν του να βλάψει του Μιχάλη Παλαμήδ., Βοηβ. 1253· καλά κι επήρεν ο πασάς ’ς τούτο χολήν μεγάλη,| ουδέν ηθέλησεν ποσώς έξω να τηνε βγάλει Αχέλ. 1449. 19) Μετακινώ κάπ. από κάπου: Έπειτ’ αμάξι φέρασιν ολόχρυσον κι εβγάλαν| την κόρην από τ’ άλογο και μέσα την εβάλαν Διγ. O 2063· Βλ. και αποσαλεύω, σύρνω. 20) Βγάζω, απομακρύνω κάπ. από μία θέση, από ένα αξίωμα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω B1α): Ει τις έχει αρχήν και θέλεις να της την πάρεις, να τον εβγάλεις, λέγε τον ψαλμόν πρωί και εσπέρας τρις Ιατροσ. 2189· εδούλευε ως σταβλάτορας ... (έκδ. σταυλάτορα· διορθώσ. κατά κριτ. υπ.) (παραλ. 1 στ.)· Ο ρήγας τον ηγάπησε και εβγάνει τον εκ το στάβλο| και βάνει τον εις συντροφιά με έναν μισσέρ Παύλο Τριβ., Ρε 107· τους βασιλείς οκ το θρονί βγάνει Ζήν. Πρόλ. 90. 21) α) Εξαφανίζω, εξαλείφω: ψάλλετε προς τον Κύριο και να βγάλει τους βαθρακούς από εμέν και από τον λαό μου Πεντ. Έξ. VIII 4· β) (προκ. για κηλίδες ή ακαθαρσία) εξαλείφω, εξαφανίζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω A6): Όποιες στην τιμή έτοι’ ασκημάδι βάνου| σαπούνια δεν τα πλύνουσι, μηδέ νερά τα βγάνου Ερωτόκρ. Γ΄ 1198· γ) εξαλείφω (εδώ μεταφ. προκ. για αμαρτίες): έπαρε πως ηθέλησεν ο Θιός την συντροφιά σου (παραλ. 2 στ.) κι έφτιασε με τες χάρες του τα τόσα σφάλματά σου·| έτσι και με τα πάθη του έβγαλε τα δικά σου Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 270· δ) (προκ. για πόνο, αρρώστια, κλπ.) εξαλείφω, εξαφανίζω αρρώστια ή σύμτωμα αρρώστιας, θεραπέυω: Χρυσό στεφάνι| τον πόνο απὄχει η κεφαλή ποτέ δεν το εβγάνει,| μηδέ παπούτσιν όμορφο ρεματικό δε γιαίνει Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 202· αν έστειλα έναν εδικόν μου κτήνον εις ένα μαρετσά, ήγουν καλλικάν, διά να του εβγάλει τους σκορδαψιούς απέ τα ματία του και εκείνος έβγαλέν τους ίτσου κακά, ότι έβγαλεν τους οφθαλμούς του Ασσίζ. 18114· να βγάλει ο Κύριος από εσέν παν αρρωστιά Πεντ. Δευτ. VII 15. Βλ. και αποκρούω 1β, αποπέμπω (I)4, βγάζω 13, γιαίνω, γιατρεύω. 22) Εξαφανίζω, ακοτώνω (Πβ. τη σημερ. φρ. βγάζω από τη μέση, ΙΛ, λ. βγάζω A2α Φρ.): Ανάθεμα τον μιαρόν τον Σεκίγη Μιχάλη,| οπού ’τονε η αφορμή τέτοιον άνδρα να βγάλει (παραλ. 2 στ.), πες μου, σαν το εφάγετε άδικα ’κ τον θυμόν σας,| τίναν εζημιώσετε; Σταυριν. 1162· φρ. βγάνω κάπ. από (εκ) τη ζωή = κάνω κάπ. να πεθάνει: τι μέραν νύκτα ο θάνατος με το σπαθί έναι ομπρός μας| να μασε βγάλει οχ την ζωήν και εμείς δεν το γροικούμεν Πένθ. θαν.2 466. Βλ. και βάνω (I) Α41α, 41β. 23) Γλυτώνω (κάπ. από κ.): χαίρε οπού μας έβγαλες εκ των εχθρών τα χέρια Ύμν. Παναγ. 20· να μασε βγάλεις τους πτωχούς εκ την αιχμαλωσίαν Ιστ. Βλαχ. 2547 [= Γέν. Ρωμ. 137]· να βγάλει| την κόρη από τον θάνατον Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 191· βλ. και αποβγάνω 3α, λυτρώνω· φρ. βγάνω από την έννοια = απαλλάσσω από τη φροντίδα: ας έλθει να μας αναπαύσει τον λογισμόν και να μας εβγάλει από την έννοιαν και να μας παρηγορήσει Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3416. 24) (Προκ. για μέλος του σώματος) προβάλλω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω A2θ): η Μαργαρώνα ακούμπησεν στα γόνατα του Ιμπέρη (παραλ. 1 στ.). Εβγάνει το ποδάριν του, προσκεφαλάδιν βάνει Ιμπ. 533. 25) Σηκώνω, παίρνω κ. (ως δικό μου): ημπορεί καλά να εβγάλει πάντα όσα έβαλεν εις την γην μου, εάν θέλει να τα πουλήσει Ασσίζ. 20218. Βλ. και αγκαλίζομαι, αποσπώ IΑ3γ, αρεστιάζω 5, λαβαίνω. 26) Εξαιρώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω B8β): ως βλέπω, δεν τυχαίνει| καμιά γυναίκα το λοιπόν να πούσι τιμημένην,| εβγάνοντας όποιαν ποτέ άνδρας δεν την πειράξει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [375]. Βλ. και βγάλλω 7. 27) Ξεχωρίζω (Πβ. ΙΛ, λ. βγάζω B11): Έβγαλ’ από τα ρούχα σου κατά την μπόρεσή σου| και δώσ’ πτωχών Δεφ., Λόγ. 137· μετά βίας τον εβγάλαν| εκ τε των νεκρών σωρείας Ερμον. Φ 336. 28) Εκλέγω, τοποθετώ (για μια αποστολή, για ένα αξίωμα) (Πβ. ΙΛ, λ. βγάζω B6): τούτους τους δύο στείλανε και τον Κορνάρο βγάνουν| μαρκέζε Βίλα τον καλόν κι εισέ καράβια βάνουν| να πάσινε στη Βενετιά Τζάνε, Κρ. πόλ. 46923· Απήτις βάρη άμετρα εις τα νησά εβάλα,| πρωτόγερους ευρήκανε αποδεκεί κι εβγάλα| και πάσινε στου βασιλιού, ογιά να του το πούνε Τζάνε, Κρ. πόλ. 46214. Βλ. και αναγράφω 3. 29) (Προκ. για πολεμική επιχείρηση) μετακινώ από μία βάση λαό, αρμάδα, κ.λ.π.: βγάνει όξω το λαό και να κρουσεύγει αρχίζει Τζάνε, Κρ. πόλ. 34719· βγάνει| ανθρώπους για τον πόλεμον κι εις τα καράβια βάνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 3697· κράζει τον βιζίρη του και μιαν αρμάδα βγάνει| λέγοντας πάντα πόλεμον στην Μάλτα πως θα δώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 18128· κάτεργα του (δηλ. του βεζίρη) βγάνει| νά ’λθει στην Κρήτην με λαό Τζάνε, Κρ. πόλ. 4644. 30) Εξάγω (εμπόρευμα): Το δικαίωμαν του ψαρίου του αρμυρού, [τό] εβγάνουν έξω της χώρας, το δίκαιον κελεύει ... Ασσίζ. 24029. Το δικαίωμαν των όρνιθων και των υαλίων τά εβγάνουν ορίζει το δίκαιον να λάβουν τέλος σώον Ασσίζ. 2413. Περί των ετέρων πραγμάτων τών εβγάνουν διά την Σαρακηνίαν Ασσίζ. 27214. 31) Δημιουργώ («εκ του μηδενός»): και τις μπορεί να ζήσει| σε τόσα τυραννίσματα, τες αβονιές που κάμνουν| με δίχως να χρεωστούσινε χρέος να των εβγάνουν; Τζάνε, Κρ. πόλ. 2532. 32) (Προκ. για χρέος) εξοφλώ: Ότις κάμει αίμα εβγάνοντας το φονικό να πλερώνει γρόσ(ια) δέκα κατά το αίμα Διάταξη του 1649 (Τουρτόγλου, Φον. και αποζημ. 79). Βλ. και αποβγάνω 4α, αποκαθιστώ Α2, αποφλώ 1. 33) (Προκ. για κείμενο, για ποίημα, τραγούδι) συγγράφω, συνθέτω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω B17α, 18): εγώ τους στίχους έβγανα κι ήθελα τους ποιήσειν Τζάνε, Κρ. πόλ. 1368· τούτα τα δίστιχα έβγαλα διά θρήνον των ανθρώπων Σκλάβ. 280· Ιωάνν’ Ανδρέα Τρώιλον με χάρες θε να πλύνω,| γιατί έβγαλε κι ετύπωσε τον Ρήγα Ροδολίνο Τζάνε, Κρ. πόλ. 58814· και τα τραγούδια που ’βγαλα μες στη φωτιά τα κάψε Ερωτόκρ. Γ΄ 1390. 34) α) (Προκ. για χρήματα) κερδίζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω B9): είπαμέν το και προ τούτου,| ότι διοίκησιν ουκ είχε,| τώρα δ’ εις την πράξιν ταύτην| έβγαλε την διοίκησίν του| ο ξενούτσικος ο γέρων Βίος γέρ. V 413· όταν κερδέσει τίβοτες να σηκωθεί να βγάλει,| πιστεύει να ’ναι φρόνιμος Δεφ., Λόγ. 99· βλ. και βγαίνω 35, βγάλλωβ) κερδίζω ποσό αντίστοιχο με κ. (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω B9 Φρ.): διά πόσες ημέρες θέλει εβγάλει την τιμήν της από τα αβγά οπού γεννά; Rechenb. 43. 35) Ονομάζω, δίνω όνομα σε κάπ. (Για τη σημασ. βλ. Dawk., Byz. 2, 1926, 476. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω B20): Ιμπέριον τον έβγαλαν εις όνομαν εκείνον Ιμπ. (Legr.) 52· Μωσήν να τονε βγάλω.| Τ’ όνομαν ξεδιαλύνεται «εκ τα νερά βγαλμένος»| στην γλώσσαν την αιγυπτιακήν Χούμνου, Π.Δ. XIII 19· φρ. (1) βγάνω όνομα (σε κάπ.) = ονομάζω, δίνω όνομα σε κάπ.: Και έβγαλέ τον όνομα και λέγε τον Μερκούρη Κορων., Μπούας 8· βλ. και βάνω (I) 16α· (2) βγάνω όνομα, φήμη = αποκτώ φήμη (Βλ. και ΙΛ, λ. βγάζω B19 Φρ.): και δοξασμένον όνομα στον κόσμον είχα βγάλει Ερωφ. Α΄ 306· Μέγα κακόν της γυναικός κακό όνομα να βγάλει Δεφ., Λόγ. 444· Οπού ποθεί ευυπόληπτα φήμην πολλήν εβγάνει Λίβ. Sc. 11. Βλ. και βγάζω 1 φρ. δ· (3) βγάνω όνομα κακό (σε κάπ.)· βλ. ά. όνομα Φρ. 7. 36) Θεωρώ, χαρακτηρίζω κάπ. ως ...: αν εις το φόρο γή μωρό γή ανήμπορος προβάλει| κι από κανένα σκοτωθεί, φονιά μην τονε βγάλει Ερωτόκρ. Β΄ 108· Αυτείνο το ανδρόγυνον γι’ άρχοντες τους εβγάναν Δεφ., Σωσ. 19· σα ζωντανέψει το παιδί, οπού νεκρό το βγάνα Ερωτόκρ. Δ΄ 924. Βλ. και ανακηρύττω 3, αφορίζω 4, βάνω (I) A37α. 37) Συμπεραίνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βγάζω B12): Εγώ παιδί δεν έκαμα ποτέ μου στον καιρό μου,| μα συντηρώντας σήμερο τούτο τ’ αναθρεφτό μου| παιδί ... (παραλ. 1 στ.) βγάνω από τούτο και θωρώ καλά και λογαριάζω| και την αγάπη των παιδιώ τω φυσικώ λογιάζω Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 587. Βλ. και αργομεντάρω 2, κονκλουδέρω. 38) Αποδεικνύω: Και ψεματάρη βγάνω τον τάχα πως δεν ηξεύρει Αιτωλ., Μύθ. 162. Βλ. και βεβαιώνω A3β. 39) Φρ. βγάνω φεϊτφάν, μαντάτο, ορισμό, πρόσταγμα = εκδίδω διάταγμα, βγάζω διαταγή (Πβ. ΙΛ, λ. βγάζω B17β): υπήγε και έβγαλε φεϊτφάν Ιστ. πατρ. 17012· να μας εβγάλεις ένα μαντάτο να μπορούμε να βγάζομε αποπά σιτερό και τάβλες Μανολ., Επιστ. 173· ωσάν εμαζώχθησαν όλοι οι προεστοί από πάσαν χώραν, τότε έβγαλαν τον ορισμόν Δωρ. Μον. ΧΧΙV· Απαύτου εβγάνει πρόσταγμα το πώς εμήνα ο ρήγας ... Χρον. Μορ. H 8629. 40) α) Φρ. βγάνω βουλή = βγάζω απόφαση, αποφασίζω: Ευθύς εβγάλαμε βουλή με τη συντέκνισσά μου (παραλ. 1 στ.) τα κρίματα να λύσομεν Γαδ. διήγ. 411· βλ. και αφυρώνω 3α, βιγλίζω 10· β) φρ. βγάνω τη γνώμη (μου) = διατυπώνω, εκφράζω τη γνώμη μου: ανέν κι εσύ την γνώμην της δεν κάμεις να την βγάλει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [153]. 41) Φρ. βγάνω (κάπ.) από το δίκαιον = στερώ κάπ. από το δίκιο του: Εμπαλής ουδέν εντέχεται άνθρωπον τον να μισά να τον εβγάλει απέ το δίκαιόν του διά όσην μισητίαν τον μισά Ασσίζ. 274. Βλ. και και απογυμνώ 2. — Βλ. και βγάλλω, έβγει το, εβγόντα.
       
  • γρήγορα,
    επίρρ., Θρ. Κύπρ. M 232, 712· γλήγορα, Προδρ. III 216cc (χφ g) (κριτ. υπ.), Ασσίζ. 898, Διγ. Z 1391, Διγ. (Trapp) Esc. 24, Πόλ. Τρωάδ. 412, Φλώρ. 882, Αχιλλ. L 68, Γράμμα κρ. διαλ. 67, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 864, Μαχ. 18435, Θησ. Β΄ [632], Ch. pop. 465, Χούμνου, Π.Δ. IX 23, Γαδ. διήγ. 42, Αλεξ. 521, Σαχλ., Αφήγ. 670, Ιμπ. (Legr.) 406, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 653, Δεφ., Λόγ. 197, Αιτωλ., Μύθ. 348, 4210, Αιτωλ., Βοηβ. 106, Θρ. Κύπρ. K 274, Άλ. Κύπρ. 930, Κυπρ. ερωτ. 1071, 5, Πανώρ. Γ΄ 632, Ερωφ. Β΄ 282, Βοσκοπ. 293, Βίος Δημ. Μοσχ. 560, Παλαμήδ., Βοηβ. 1071, Σταυριν. 142, Ιστ. Βλαχ. 774, Διγ. Άνδρ. 31616, Ερωτόκρ. Α΄ 258, Β΄ 1871, Θυσ.2 730, 973, Ευγέν. 758, 848, Στάθ. Γ΄ 369, Ροδολ. (Μανούσ.) Ε΄ [215], Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [20], Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 126, Ζήν. Α΄ 45, Διγ. O 192, 195, Διακρούσ. 921, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1478, κ.π.α.· γλήγορι, Αιτωλ., Μύθ. 594, Αιτωλ., Βοηβ. 313, Χρον. σουλτ. 12421· γλήγορις, Διγ. O 1677, 2128· εγλήγορα, Ασσίζ. 3031, Διγ. (Trapp) Esc. 451, Πόλ. Τρωάδ. 817, Χρον. Μορ. P 4026, Αχιλλ. L 179, Αχιλλ. N 1363, Θησ. Β΄ [85], Αρμούρ. 55, Διήγ. Αλ. V 22, 25, Αλεξ. 798, Σαχλ. N 125, Σαχλ. Α′ (Wagn.) M 339, Σαχλ., Αφήγ. 478, Συναξ. γυν. 258, Τριβ., Ρε 355, Αιτωλ., Βοηβ. 75, Ξόμπλιν φ. 124v, κ.π.α.· εγρήγορα, Πόλ. Τρωάδ. 333, Χρον. Μορ. H 4026, 7007, 7046, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 682, Διήγ. Αλ. V 28, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 261, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 144· ογλήγορα, Ευγέν. Πρόλ. 43, Φλώρ. 1303, Αχιλλ. L 772, Γαδ. διήγ. 77, Αλεξ. 726, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15919, Αιτωλ., Μύθ. 12526, Χρον. σουλτ. 371, Ιστ. πατρ. 1003, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 416, Πανώρ. Α΄ 300, Ερωφ. Ιντ. β΄ 70, Κατζ. Β΄ 20, Παλαμήδ., Βοηβ. 1266, Ιστ. Βλαχ. 490, Σουμμ., Ρεμπελ. 161, Ερωτόκρ. Α΄ 868, 1328, Β΄ 1758, Γ΄ 1552, Δ΄ 130, Ε΄ 1286, Θυσ.2 1037, Βελλερ., Επιστ. 62, Στάθ. Α΄ 236, Β΄ 334, Ιντ. β΄ 38, Εγκ. αγ. Δημ. 111231, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [160], Διήγ. ωραιότ. 377, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1429], Μπερτολδίνος 92, 153, Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 553, Ζήν. Β΄ 284, Διγ. O 1643, Τζάνε, Κρ. πόλ. 18812, Αλφ. (Mor.) IV 12, κ.π.α.· ογρήγορα, Μαρκάδ. 410· συγκρ. γληγορύτερα, Θρ. Κύπρ. K 787, Χρον. σουλτ. 6326, Ερωφ. Γ΄ 338, Χίκα, Μονωδ. 112, Ερωτόκρ. Ε΄ 487, Ροδολ. Β΄ [287]· γληγορύτερο(ν), Θρ. Κύπρ. K 786, Χρον. σουλτ. 4812, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 400, 421, Ερωφ. Α΄ 378, Β΄ 26, Ερωτόκρ. Γ΄ 923, Δ΄ 2, Ε΄ 1209, Βελλερ., Επιστ. 77, Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 306, Γ΄ 752, Τζάνε, Κρ. πόλ. 14725· ογληγορύτερα, Χρον. σουλτ. 832· ογληγορύτερον, Επιστ. Αδελφ. 52.
    Από το επίθ. γρήγορος. Η λ. και ο τ. γλήγορα και σήμ. (Δημητράκ.).
    1) Γρήγορα, βιαστικά, σε λίγο χρόνο (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1, 2): Γλήγορα, σκυλογάδαρε, πιάσε κουπί να λάμνεις Γαδ. διήγ. 159· με νερό τα κάρβουνα γλήγορα να τα σβήσω Ερωτόκρ. Α΄ 258· Δεν το ’λπιζα έτσι ογλήγορα να μου ξαλησμονήσεις! Πανώρ. Α΄ 300. 2) Το συγκρ. με το άρθρο το = όσο γίνεται πιο γρήγορα (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. γρήγορος 2): να ’λθει το γληγορότερον εδώ διά την ώρα Ιστ. Βλαχ. 774.
       
  • δουκάτο(ν)
    το, Act. Xér. 11759, 119114, Πουλολ. Z 239, Πουλολ. Αθ. 148, 283, Πουλολ. 331, Διήγ. Βελ. 516, Gesprächb. 581139, Απολλών. 111, 538, Ιμπ. 243, 639, 697, Γράμμα κρ. διαλ. 7, Χρον. Τόκκων 1588, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 947, Μαχ. 833, 1835, 7614, 1366, 1967, 20825, 32814, 67829, Διαθ. του 1486 (Σάθ., ΜΒ Ϛ́ 65516), Χούμνου, Κοσμογ. 2079, Γεωργηλ., Θαν. 319, Βουστρ. 421, 457, Αλεξ. 693, 760, 1438, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 89, 539 κριτ. υπ., Σαχλ. N 190, Ιμπ. (Legr.) 19, 699, 947, Βεντράμ., Γυν. 64, Δεφ., Λόγ. 462, Τριβ., Ρε 351, Έγγρ. του 16. αι. (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 1516, 1731), Αλφ. 152, Σοφ. πρεσβ. B 395, Βίος αγ. Νικ. 165, Ιστ. Βλαχ. 1109, Διακρούσ. 934, κ.π.α.· δουκάδο, Χρον. σουλτ. 1019, 10, 18, 10724,1143, 10.
    Από το λατ. ducatum (Ανδρ., Λεξ.). Η λ. τον 6. αι. (Sophocl.) και σήμ. (Δημητράκ.).
    1) Χώρα ή περιοχή που εξουσιάζει ο δούκας (Η σημασ. τον 6. αι., Sophocl. Βλ. και Du Cange, λ. δουξ και Meursius): Τα ονόματα των ιβ́ υπογεγραμμένων συμβουλατόρων του δουκάτου Μαχ. 1366· δουκάδο της Αθήνας και της Θήβας Χρον. σουλτ. 10724. 2) Είδος νομίσματος (Βλ. Βαγιακ., ΕΜΑ 3, 1950, 155): Παίρνει δουκάτα αμέτρητα Ιμπ. 243· δύο χιλιάδες δουκάτα χρυσά Μαχ. 67829· έκφρ. δουκάτα κορρέντε = δουκάτα στην τρέχουσα τιμή: Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 71639.
       
  • ενοίκι(ο)ν
    το, Προδρ. I 75, Ασσίζ. 10826·, Αρμεν., Εξάβ. Γ΄ 56, Διαθ. του 16. αι. (Σάθ., ΜΒ Ϛ΄ 67818, 6816ενοίκι(ν), Ασσίζ. 65, 109, 4010,12, 757, 13426, 2516,7, 28910, 32413, 38530· νοίκι(ο)ν, Ασσίζ. 418, 12, 7917, Γράμμα κρ. διαλ. 67, Διαθ. Ακοτ. 14718, Διαθ. του 1494 (Σάθ., ΜΒ Ϛ΄ 66111), Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών τκ΄, Βακτ. αρχιερ. 143, 170 ΡΛΒ΄.
    Το αρχ. ουσ. ενοίκιον (L‑S, λ. ενοίκιος II 1α). Ο τ. νοίκι και σήμ. (Δημητράκ.). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ., λ. ενοίκιος 2).
    Νοίκι (Η σημασ. αρχ., L‑S λ. ενοίκιος II 1α και σήμ., Δημητράκ., λ. ενοίκιος 2): να δώσει ενοίκιν του αυθέντη του σπιτίου Ασσίζ. 67.
       
  • καύκα
    η, Σπαν. (Ζώρ.) V 405, 651, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 475, 685, Συναξ. γυν. 443· καύχα, Σαχλ. N 269, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 524, Σαχλ., Αφήγ. 724, Γράμμα κρ. διαλ. 39, Μαχ. 26435.
    Πιθ. από το ουσ. καύκος (ο) = «κούπα» (Βλ. Χατζή, Αθ. 41, 1929, 257 και Meyer BZ 3, 1894, 163. Βλ. και Κουκ., Λαογρ. 6, 1917, 538-541.). Για τη λ. καύκος (ο) βλ. Chantraine, Dict. étym., λ. καύκος. Η λ. σε Γλωσσάρ. (L-S) και σήμ. σε ιδιώμ. Ο τ. στο κυπριακό ιδίωμ. (Andr., Lex.).
    Ερωμένη (για τη χρήση της λ. βλ. Κουκ., ΒΒΠ Β΄ 207): Όπου επάρει γυναίκα εις το οσπίτιν του ... ας θέσει μαρτυρίαν ... ότι επαίρνει την ως δουλεύτριάν του ..., ότι εάν μιγεί μετ’ αυτής να λογισθεί ως καύκαν του, ειδ’ ου μη γε και λάβει την αμάρτυρον και μιγεί μετ’ αυτής λογίζεται ως γυναίκα του και τα παιδία τά ποιήσει μετ’ αυτής έστιν νόμιμα Ελλην. νόμ. 55526· Ηξεύρετε ότι ο αυτός ρε Πιέρ είχεν άλλη μίαν καύχαν, την τάμε Τζίβαν τε Στααντιλίου, γυναίκα του σιρ Γρινιέρ Λε Πεντίτ Μαχ. 21818.
       
  • νύμφη
    η, Ερμον. Δ 270, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 551, Σφρ., Χρον. μ. 188, 10818, Φαλιέρ., Ιστ.2 459, Δωρ. Μον. XLI, XLII, Διγ. Άνδρ. 36130, Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. α΄ [54], Διγ. O 1475· πληθ. νυμφάδες, Θησ. ΙΑ΄ [71], Διγ. O 1472· νύφη, Σπανός (Eideneier) Α 475, 479, Β 221, D 1727, 1728, Χρον. Μορ. P 6288, Γράμμα κρ. διαλ. 7, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 217v, Πεντ. Γέν. XI 31, Λευιτ. XX 12, Δευτ. XXV 7, 9, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 1068, Δ΄ 455, Ευρετ. Ερωτοκρ. 770508, Ροδολ. (Αποσκ.) Α΄ 600, Γ΄ 48, Ε΄ 164, 338, 339, Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 202, 287, 350· πληθ. νυφάδες, Σπαν. (Ζώρ.) V 587, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 197v, Απόκοπ.2  230, 472, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 83, Ιστ. Βλαχ. 2842.
    Το αρχ. ουσ. νύμφη. Ο τ. στο Meursius και σήμ.
    1) α) Γυναίκα την ημέρα του γάμου της, νύφη: Χίκα, Μονωδ. 28· όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 1374· ουδέ φλακή ουδέ σίδερα ουδ’ εκατό θανάτοι| θέλουσι κάμει να με πας σα νύφη στο παλάτι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ΄ 492· β) γυναίκα που μόλις παντρεύτηκε, νιόπαντρη: Βέλθ. 1040, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 666· πρικύ μου ριζικό κι αντίδική μου μοίρα,| πόσα γοργό μ’ εκάματε νύφη γιαμιά και χήρα! Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ε΄ 486. 2) Γυναίκα, σύζυγος: Τζάνε, Κρ. πόλ. 7218· νύφη καλή, σαν έν’ και αυτός, να δω και να γυρέψω| ... να τον παντρέψω Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 649· ετούτη η κοπελιά για νύφη τού ταιριάζει (ενν. του Φορτουνάτο) Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 431. 3) Μνηστή, μελλόνυμφη: Εσ’ είσαι νύμφη σήμερον και να το πεις ξεφεύγεις; Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [864]· δε σκολάζει η γλώσσα του τα πλουμισμένα κάλλη| τσ’ όμορφης νύφης να επαινά με δόξα τση μεγάλη Ροδολ. (Αποσκ.) Β΄ 152. 4) (Θρησκ.) έκφρ. νύμφη Χριστού = α) (προκ. για την Εκκλησία, για να δηλωθεί η συμβολική της ένωση με το Χριστό· βλ. Lampe, Lex. στη λ. Α): η Εκκλησία, η νύμφη του Χριστού Ροδινός (Βαλ.) 79· β) (προκ. για αγίες της χριστιανικής πίστης, για να δηλωθεί η συμβολική τους ένωση με το Χριστό· βλ. Lampe, Lex. στη λ. C): ωραιοτάτη εικών της πανσόφου και αγίας Αικατερίνης ... όντως νύμφη και αληθής βασίλισσα του νυμφίου και βασιλέως Χριστού Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 158. 5) Σύζυγος ή μνηστή γιου: να γλύσει αυτός (ενν. ο Νώε) και η φαμελία του, ήγουν η γυναίκα του και τα παιδία του και οι νυφάδες του Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 95v· μήτηρ ... έλα ... να ιδείς την καλήν μου, την νύμφην σου Διγ. Άνδρ. 33725· πάλιν τα παιδία σου, εάν τα υπανδρεύσεις,| θέλουν σε υβρίζει άσχημα οι δόλιες σου οι νυφάδες Σπαν. (Ζώρ.) V 470. 6) Σύζυγος αδελφού: έκανεν παιδί με την γυναίκαν αυτήν την νύμφη του, ήγουν την γυναίκα του αδελφού του Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 256r· επαίρνω του αδελφού του γαμβρού μου την γυναίκα, ήγουν την νύμφην του Μαλαξός, Νομοκ. 298. Φρ. 1) Γίνομαι νύμφη με κάπ. = παντρεύομαι κάπ.: Ή πεθαμένη ή ζωντανή νύμφη μ’ εμέ να γένεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [I486]. 2) (Ε)παίρνω (για) νύφην, βλ. ά. επαίρνω 2 ε. 3) Λαμβάνω νύμφην = παντρεύομαι (πβ. και ά. λαμβάνω Φρ. 2γ): Την Αρμονίαν Κάδμος ουν ώδε λαμβάνει νύμφην Βίος Αλ. 2311. 4) Λαμβάνω εις νύμφην, βλ. ά. λαμβάνω Φρ 10· πβ. και ά. γυνή 4 φρ.
       
  • ξενιτεύω,
    Ασσίζ. 11522, Βέλθ. 40, Φλώρ. 1045, 1416, μετά στ. 1523 κριτ. υπ., Περί ξεν. A 123, Περί ξεν. V 123, Ερωτοπ. 490, Λίβ. Esc. 2469, Ιμπ. 9, Γράμμα κρ. διαλ. 7, Αρσ., Κόπ. διατρ. [1519], Χίκα, Μονωδ. 52, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. ιγ́ 34, Λίμπον. 254, Τζάνε, Κρ. πόλ. 19524· ξενιτεύγω, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1745, Γ́ 1362, Δ́ 320, Έ́ 1362· μτχ. παθητ. παρκ. ξενιτεμένος, Αλφ. ξεν. 102, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 614, Ιστ. Βλαχ. 2161, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 84.
    Το αρχ. ξενιτεύω. Ο τ. και η μτχ. στο Βλάχ., ενώ τ. ξενιτεύκω‑ομαι σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 681, Παπαδ. Α., Λεξ. στη λ.). Μέσ. ξενιτεύομαι και ο τ. της μτχ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. α) στέλνω κάπ. σε ξένη χώρα, τον κάνω να ξενιτευθεί: H γλωσσά μου πώς να το πει το ναι, να με παντρέψεις| και να με βγάλεις από ’πά και να με ξενιτέψεις; Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 334· (σε ιδιάζ. χρ.): Ω Αβραάμ, ω Ισαάκ, πού να ʼστε μακρεμένοι;| Εις ποιαν οδόν να πορπατεί το κανακάρικό μου| και τις μου το ξενίτεψε το φως των ομματιώ μου; Θυσ.2 314· α) στέλνω μακριά, απομακρύνω· (μεταφ.) αποξενώνω: πόσους εξενίτευσεν (ενν. ο φθόνος) από τα γονικά των Ντελλαπ., Ερωτήμ. 300. Β´ (Αμτβ.) πηγαίνω στην ξενιτειά· αλλάζω τόπο διαμονής· (εδώ μεταφ. προκ. να δηλωθεί η έννοια του θανάτου): Ψυχή και αν ου αγανάκτησες πολλά εις ξενιτειάν,| πάλι έβγα και ξενίτεψε και φεύγε πίκρα Αλφ. ξεν. 118. IΙ. (Μέσ.) φεύγω από τον τόπο μου, αποδημώ, μεταναστεύω: Μικρός εξενιτεύτηκα απ’ τα δικά μου μέρη| και πορτιατώ στην ξενιτειά χειμώνα καλοκαίρι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 159· Άνθρωπος ξένος απεδώ είμαι κι εξενιτεύθην| να έλθω να δω τον θαυμαστόν τον πύργον τόν προσέχεις Φλώρ. 1416. Η μτχ. παθητ. παρκ. ως επίθ. = α) ξένος, ξενιτεμένος και συνεκδ. ταλαίπωρος, δυστυχής: ενεπαύετον ο γέρων| ο ξενιτευμένος ούτος (παραλ. 2 στ.)· ήτον ούτος ο πτωχός μου| εν λιμώ και δίψῃ, λέγω,| τριάκοντα ποσόν ημέρας| τυραννούμενος ο γέρων Πτωχολ. α 289· (εδώ προκ. για λαό εξόριστο): Ουαί εις τον πτωχόν λαόν και τον ξενιτεμένον,| τον πεινασμένον περισσά και τον μαρτυρημένον (παραλ. 4 στ.)· εχάσαν τα σπιτάκια τους, έγιναν τέλεια ξένοι,| μακρά ’πού την πατρίδαν τους βρίσκονται ’ξορισμένοι Θρ. Κύπρ. M 470· β) ασήμαντος, ταπεινός: τρίτον έφησεν (ενν. ο πατριάρχης) έσχατον επισκόπων| του θρόνου Ελασσόνας ... (παραλ. 1 στ.) Αρσένιον αμαρτωλόν και τον ξενιτευμένον Αρσ., Κόπ. διατρ. [709].
       
  • οσπίτιον
    το, Λίβ. P 2721, Notizb. 15067, Rechenb. 61 Βησσ., Επιστ. 285, Σφρ., Χρον. (Maisano) 3820, Byz. Kleinchron. A΄ 829, 2066, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15416, Ιστ. πατρ. 8212, Δωρ. Μον. (Hopf) 239, Διγ. Άνδρ. 33914, 4028, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 7232, Hagia Sophia ω 51214, 5146, κ.α.· εσπίτιν, Ασσίζ. 1010, 10829, 23329, 2435, Μαχ. 38611, 61014, κ.α.· ισπίτι, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1640, 2280· ισπίτιν, Διάλ. Ευθυμ. 131β400, 401 κριτ. υπ., Λίβ. Esc. 224, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1647, 3135, Απαρν. 14· οσπίτι, Χρον. Μορ. H 1419, 2060, 6039, Χρον. Μορ. P 2922, 5663, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 11913, Ιστ. πατρ. 13713, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 124, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 38v, 82v, κ.α.· οσπίτι(ν), Αχιλλ. N 657, Χρον. Τόκκων 302 (γεν. εν. οσπίτι), μετά στ. 640, 642, 2797, 2801, Επιστ. Μωάμ. 674, Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 177, Δωρ. Μον. XXIX, Βακτ. αρχιερ. 162· οσπίτιν, Σπαν. (Ζώρ.) V 337, 505, Προδρ. (Eideneier) I 28, 75,152, II 42 χφ Η κριτ. υπ., Διάλ. Ευθυμ. 131β400, 401, 404, Ελλην. νόμ. 52914, Ασσίζ. 39416, 47322, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 127, Πτωχολ. α 550, κ.α.· οσπίτι(ο)ν, Σπανός (Eideneier) Α 183, D 1752, Πανάρ. 6924, Χειλά, Χρον. 351, Σφρ., Χρον. (Maisano) 1584, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 339r, Κώδ. Χρονογρ. 617, Χρον. σουλτ. 9224, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5416, Lettres 1453 876, κ.α.· σπίτι, Βησσ., Επιστ. 262, Διγ. Z 3422, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 220, Απαρν. 16, Θησ. Β΄ [875], Χούμνου, Κοσμογ. 608, Αλεξ. 2268, Συναξ. γυν. 632, Κορων., Μπούας 48, Βεντράμ., Γυν. 142, Πεντ. Γέν. VIΙ 1, Έξ. I 21, Αρ. III 24, Δευτ. XIX 1, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 195v, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1049, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 7121, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 55, Μεταξά, Επιστ. 4733, 35, Στάθ. (Martini) Β΄ 97, Ιντ. α΄ 39, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 100, Βακτ. αρχιερ. 140, Λίμπον. 486, Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 382, Διακρούσ. 7812, 11615, Τζάνε, Κρ. πόλ. 16315, 17914, 40822, Hagia Sophia v 54310, f 5858, κ.π.α.· σπίτι (ν), Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2602, Αχιλλ. L 1036, Χρον. Τόκκων 1310, Byz. Kleinchron. A΄ 21017, 5084, Βεντράμ., Φιλ. 341, Δωρ. Μον. (Hopf) 239, Σεβήρ., Διαθ. 192, κ.α.· σπίτιν, Προδρ. (Eideneier) III 273-72 χφφ ΡΚ κριτ. υπ., Ασσίζ. 64, 7320, 23221, 48129 (έκδ. ‑ις), Ιατροσ. 23162, 165, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 601, Σπανός (Eideneier) Α 28, Χρον. Μορ. P 5094, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 215, 217, Σαχλ., Αφήγ. 230, Απολλών. 483, Χρον. Τόκκων 1174, Μαχ. 18411, 36214, Θησ. Ζ΄ [353], Άσμα σεισμ. 24, Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 251, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 348 (πληθ. σπίδια), Πηγά, Χρυσοπ. 233 (6), Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 448, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 14v, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ΄ 563, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 696, κ.π.α.· σπίτι(ο)ν, Σπαν. O 101, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 400, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 945, Εκλογής χειρόγρ. 24710, Αιτωλ., Βοηβ. 122, Ανων., Ιστ. σημ. ρμα΄, Σουμμ., Ρεμπελ. 16923, Βακτ. αρχιερ. 26· σπίτιον, Αρσ., Κόπ. διατρ. [747], Διγ. Άνδρ. 34722, 35716, 36014, Διαθ. Νίκωνος 226, Βακτ. αρχιερ. 159, 167, 170, Μπερτόλδος 8, 15.
    Από το λατ. hospitium. Ο τ. εσπίτιν και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 545 και 794, λ. σπίτιν). Ο τ. ισπίτι σε βυζ. παροιμ. (Πολ. Ν., Επετ. Παρνασσ. 2, 1898, 118) και σε έγγρ. του 16. αι. (Bakk.-v. Gem., Κρητολ. 6, 1973, 35) και ισπίτιν σε έγγρ. του 16. αι. (Bakk.-v. Gem., Κρητολ. 6, 1973, 53, Μανούσ., Μεσ. Ν. Ελλ. Δ΄, 1992, 19). Ο τ. οσπίτι σε έγγρ. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 372) και σε γράμμα (Κυρίλλ., Επιστ. 1413) του 17. αι. Ο τ. οσπίτιν σε παπυρ. του 6.-7. αι. (Kaps., Vorunters. 98 και Ανδρ., ΕΕΒΣ 14, 1938, 533) και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. οσπίτιν). Ο τ. οσπίτι(ο)ν στο Lampe, Lex., λ. οσπίτι(ον), οσπήτιον. Ο πληθ. σπίδια σε κυπρ. ποιήμ. (Παπαδ. Θ., Κυπρ. Σπ. 36, 1972, 10866, 41, 1977, 20553) όπου και άλλοι τ. της λ. Ο τ. σπίτι από τον 5. αι. (Τριαντ., Άπ. 1, 25 σημ. 1), τον 8.-9. αι. (Lampe, Lex., λ. σπίτι) και σήμ. Ο τ. σπίτι(ν) και σήμ. στη Ρόδο (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. σπίτι(ν)). Ο τ. σπίτιν στο Meursius (λ. σπήτιον) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. οσπίτιν, Σακ., Κυπρ. Β΄ 545 και 794, λ. σπίτιν). Ο τ. σπίτιον στο Meursius, λ. σπήτιον. Πληθ. χωσπίτια σε επιστ. του 17. αι. (Μαυροειδής, Δωδώνη 7, 1978, 15079) και σπίθια σε ποιήμ. (Τραγ. Αληδ. 112, 217, 299, 364, 368, Κρ. δημ. τραγ. XVI). Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. οσπίτιν, Ανδρ., Ελλην. 29, 1976, 232). Η λ. σε παπυρ. του 4.-5. αι., σε Σχόλ. και στη Σούδα (L‑S Suppl.)· βλ. και Lampe, Lex., λ. σπίτι και Τριαντ., Άπ. 1, 25 σημ. 1.
    1) α) Σπίτι, κατοικία κάθε είδους: τους βγάνουν απ’ τα σπίτια τους (ενν. οι Τούρκοι τους χριστιανούς) κι εκείνοι κατοικούσιν Διακρούσ. 10921· το τέτοιον και παράξενον του Έρωτος το σπίτιν Λίβ. Esc. 285· Πρεπό ’τονε να στρέψομε σπίτι συντροφιασμένες,| καθώς κι αποδεκεί ’μεστα κι οι δυο μας μισεμένες Πανώρ. Β΄ 423· (στον πληθ. αντί εν.): αν γεννήσει (ενν. η γυναίκα μου) παιδίν αρσενικόν και ζήσει και πανδρευθεί, αφήνω τα οσπίτια μου του υιού μου, εις το οποίον σπίτιν εγώ κατοικώ Διαθ. Ακοτ. 146· Ήξευρε, πατέρα, ότι ήμαθα και ήλεγες να εβγάλεις την νύφην σου από τα σπίτια της, α μου έρθει τίβοτας Γράμμα κρ. διαλ.εκφρ. (1) έξω σπίτια, βλ. έξω 4β· (2) σπίτι ανοιχτό, βλ. ανοιχτός1 εκφρ.· β) (συνεκδ.) πρόχειρο κατάλυμα, (εδώ) στρατιωτικό κατάλυμα: πριν τότε δε αυγερινού ’κ το σπίτι του εξέβη Κορων., Μπούας 60· εγώ ήλθα εις την ντέντα μου, εκείνη (ενν. η Μαξιμώ) δε πάλιν υπήγεν εις το οσπήτιόν της Διγ. Άνδρ. 3948. 2) (Στον εν. και τον πληθ.) παλάτι, αρχοντικό: μετ’ αυτόν επέζεψαν εις του ρηγός το σπίτι Χρον. Μορ. H 6434· τες νύκτες εβλέπαν τες πόρτες του σπιτίου τού κοντοστάβλη Μαχ. 37421· ο ρήγας επήγε ν’ αλλάξει τα φορήματά του εις τα σπίτια του σιρ Τεμένζ Πετρέ, πουρζέζης της Αμοχούστου Μαχ. 31213· έκφρ. οσπίτια της αφεντίας = παλάτι: όρισεν (ενν. ο μισίρ Ντζεφρές, ο μπάιλος του Μορέως) κι αππλικέψαν τον στης αφεντίας τα οσπίτια Χρον. Μορ. H 2317. 3) Κατάλυμα ζώου, φωλιά: εις ένα σπίτιν όμορφον να πα να κοιμηθούμε (ενν. ο λύκος και η αλουπού) Γαδ. διήγ. (Pochert) 15e· στρέφουνται (ενν. πάσα πτηνόν) ποιον στο σπίτιν ποιον στο δάσος Κυπρ. ερωτ. 1065. 4) Τμήμα σπιτιού α) δωμάτιο (Για τη σημασ. βλ. Dawkins [Μαχ. Β΄ σ. 92]): εφέραν μίαν μεγάλην σανία … γεμάτην μαργαριτάριν χοντρόν και πέτρες ατίμητες … και εχένωσεν εις την γωνίαν του σπιτίου Μαχ. 8218· β) υπνοδωμάτιο: το οσπίτιον δε τούτο, όπερ ανεπαύοντο οι βασιλείς, κείται κατά την αριστεράν πλευράν του ναού Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 224· γ) κεντρική αίθουσα θρόνου σε παλάτι: Ο Δάρειος εκάθισεν εις ένα θρονίν υψηλόν … Ήσαν στύλοι εις τες τέσσερεις κόχες του σπιτίου Διήγ. Αλ. G 2762· δ) βασιλικά διαμερίσματα: συνηθείας και τάξεως ούσης εις τα των βασιλέων οσπίτια ότι του πατρός οι κελιώται να χωρώσι και εις τα κελία των υιών αυτού Σφρ., Χρον. (Maisano) 348· ε) πάτωμα σπιτιού: γράψον τούς … ψαλμούς με το αίμαν του μαύρου πετεινού και χώσε το εις το σπίτιν να περιπατούν απάνω Σταφ., Ιατροσ. 23. 5) Οικογένεια, φαμελιά: είναι (ενν. οι πραγματευτάδες) άνθρωποι ξένοι … και τρέφουσι τα σπίτια τους με μόχθους και με κόπους Ιστ. Βλαχ. 2156· ο Ιωάννης να δίδει κάθα χρόνον … υπέρπυρα δώδεκα εις έξι οσπίτια καλών ανθρώπων Διαθ. Ακοτ. 147· Εξ εμού του γράψαντος Αλεξάνδρου του υιού σου,| να σ’ εύρει η γραφή καλά με όλους του σπιτιού σου Αλεξ. 2680· έκφρ. (άνθρωπος) του σπιτιού = αυτός που ανήκει στην υπηρεσία κάπ.: Ακόμη εδώσανε άλλα εκατό ρεάλια ενού ανθρώπου του σπιτιού τού άνωθεν πρεβεδούρου Σουμμ., Ρεμπελ. 16728· Γυναίκα είχε κάποιος κακόγνωμην στους τρόπους,| κι εμίσα του σπιτίου της τους άλλους τους ανθρώπους Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 932· είπεν ο Αβραάμ προς το σκλάβο του, πρωτόγερος του σπιτιού του οπού ’ξουσιάζει εις όλο ος αυτουνού Πεντ. Γέν. XXIV 2· εκφρ. (1) γέννημα του σπιτιού, βλ. γέννημα(ν) 1β· (2) σπίτι γονεού ή γονεών, σπίτι … πατρικόν = η οικογένεια στην οποία γεννιέται κάπ., η πατρική οικογένεια: σηκώσετε το λογαριασμό όλης της συναγωγής παιδιά του Ισραέλ από υιόν είκοσι χρόνος και απάνου εις σπίτι των γονεών τους Πεντ. Αρ. XXVI 2· μεγαλωσιάνος σπίτι γονεού τού Γερσονι Ελιασερ υιός τού Λαέλ Πεντ. Αρ. III 24· βουτάς … και τρώγεις την (ενν. την αθερίνα) ολώμην| ως έμαθες στο σπίτιν σου, πτωχή, εις το πατρικόν σου Πουλολ. (Τσαβαρή)2 349· (3) υιός του σπιτιού = οικογενής, αυτός που γεννήθηκε από γονείς στην υπηρεσία κάπ.: ιδού εμέν δεν έδωσες σπορά, και ιδού ο υιός του σπιτιού μου κλερονομάει εμέν Πεντ. Γέν. XV 3· (4) ψυχές του σπιτιού = υπηρέτες: επήρεν ο Εσαύ τις γεναίκες του και τους υιούς του και τις θεγατέρες του και όλες τις ψυχές του σπιτιού του και το ζωντόβολό του Πεντ. Γέν. XXXVI 6. 6) Το αφεντικό, ο κύριος του σπιτιού: τοιούτον άνθρωπον ακόμη| άλλο οσπίτι μη τον έχει Πτωχολ. α 281· ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Η ομορφιά με σκλάβωσε η τόση της κεράς σου| κι ήθελα να την ήκαμες …| δυο λόγια να μ’ αφουκραστεί, … (παραλ. 13 στ.) ΦΟΛΑΣ: Πού τό ’βρηκες το τόλαρο; ΠΕΤΡΟΥΤΣΟΣ: Λόγο να πω στο σπίτι| μου το ’δωσε ο Δάσκαλος, κι επιάσε με μεσίτη Στάθ. (Martini) Β΄ 193· έκφρ. κυρά του οσπιτίου, βλ. κυρά 6 έκφρ· 7) (Με τα επίθ. καλός, μεγάλος) επιφανής οικογένεια ή καταγωγή: ήτον (ενν. ο σερ Τζονάν Αρόνιος) απού καλόν σπίτιν, Κατελάνος, και ο ρήγας εποίκεν του πολλά καλά Βουστρ. 479· άλλοι είναι από τα Χανιά, από μεγάλο σπίτι·| και αρχόντισσες ευγενικές εις διακονιάν γυρίζουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 2336. 8) α) Βασιλικός «οίκος», δυναστεία: Ο δε μακαρίτης και αυθέντης μου ο βασιλεύς τι ουκ έπραξε κρυφίως και φανερώς προς βοήθειαν του οσπιτίου αυτού και των Χριστιανών ή της ζωής αυτού; Σφρ., Χρον. (Maisano) 14021· β) βασιλική «αυλή»: εν Κερκύρᾳ μετά της βασιλίσσης μείνω, άρχων του οσπιτίου αυτής Ψευδο-Σφρ. 5507· εγώ από τε του ελέους τού … Θεού, από τε της λύπης …, από τε της αταξίας πάντων των του οσπιτίου αυτού ανήκοος εγενόμην Σφρ., Χρον. (Maisano) 16824· γ) βασίλειο: επλήγωσεν ο Κύριος το Φαρώ πληγές μεγάλες και το σπίτι του ιπί αφορμή της Σαραί, γεναίκα του Αβράμ Πεντ. Γέν. XII 17· από της λύπης ήθελεν γενείν και ασθενέστερος και ολιγοχρονιότερος (ενν. ο αμιράς)· και μέσον τούτου ήθελεν αναρρωσθήναι και το οσπίτιον εκείνο Σφρ., Χρον. (Maisano) 1084. 9) α) Έθνος, φυλή: τα πρόβατα τα χαμένα του σπιτίου του Ισραήλ Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. ι΄ 6· ανήρ από το σπίτι του Ισραέλ Πεντ. Λευιτ. XVII 8· (εδώ προκ. για μια από τις 12 φυλές του Ισραήλ): εδιάβην ανήρ από το σπίτι του Λεβί και επήρεν τη θυγατέρα του Λεβί Πεντ. Έξ. II 1· β) (συνεκδ.) ο λαός, οι πολίτες ενός έθνους: έκραξαν το σπίτι του Ισραέλ το όνομά του Μαν Πεντ. Έξ. XVII 31· έκφρ. τα σπίτια τούς λας, βλ. λαός 3γ έκφρ. γ. 10) Πατρίδα: εστράφην εις το σπίτιν του, στων Αθηνών την χώρα Βεντράμ., Φιλ. 26· επίστρεψαν όλοι οι Ιουδαίοι εις τα σπίτια τους εις την Ιερουσαλήμ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 212r. 11) Σπιτικό, νοικοκυριό: Ταύτα δε πάντα (αναφ. σε φαγητά) χρήζουσι κατ’ έτος εις το οσπίτιν| και πλούσιοι και πένητες … Προδρ. (Eideneier) II 73· Εγώ κρατώ το οσπίτιν σου και την υποταγήν σου Προδρ. (Eideneier) I 90. 12) Περιουσία: Ορίζει ο νόμος και η ασσίζα ότι ο αυθέντης ένι κρατημένος να πλερώσει όλα, και ας βλέπεται ο καθές καλά ποταπού ανθρώπου δίδει το εσπίτιν του Ασσίζ. 1601· ας βλέπεται καλά πάσα άνθρωπος ποταπού ανθρώπου παραδίδει την εμπαλίαν του εσπιτιού του Ασσίζ. 41117. 13) Κτήριο, οικοδόμημα, οίκημα: έλεγε (ενν. η γυναίκα που ταυτίζεται με την πατρίδα): «να βουλίζανε κι εις τ’ άκταφα να πάσι| τα σπίτια και το πέλαγος εμένα να σκεπάσει …» Τζάνε, Κρ. πόλ. 17811· την χώραν την αφάνισεν που κάτω που τον πάτο,| τα σπίτια και τα τείχη της έβαλεν άνω κάτω Παλαμήδ., Βοηβ. 198· έβαλε (ενν. ο ρε Λέουν) να πλερώννουν δέκατον το ρέντον τούς καβαλλάρηδες και παροίκους και ελευθέρους, και όλα τα σπίτια της Λευκωσίας, φούρνους, μύλους, λουτρά Μαχ. 60633. 14) α) Μοναστήρι: ημείς, αυθέντα, οι καλόγηροι, oπ’ ευρισκόμεσθεν εις αυτό το μοναστήριον, ήλθομεν να σε προσκυνήσομεν … να γλυτώσεις με την ευσπλαγχνίαν σου τούτο το σπίτι, όπου λέγεται και είναι οίκος Θεού Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 194· πάντες (ενν. οι μοναχοί) εσηκώθησαν, εφύγασιν αυτίκα,| ελπίζοντες ότι χαλά το σπίτιν να τους πνίξει Προδρ. (Eideneier) III 253 χφ Ρ κριτ. υπ.· β) οίκημα στη δικαιοδοσία μοναστηριού: Εάν γένηται ότι είς άνθρωπος κανονισμένος οπού ένι αρχηγός ή οικονόμος ή οριστής και διδοί, ήγουν νοικιάζει σπίτια ή εις έφυτα και έρχεται και αγκαλεί εις την αυλήν Ασσίζ. 9322‑3· ο μέγας μάστορος να ορδινιάσει τοιούτον αδελφόν εμπαλήν επάνω εις τα σπίτια Ασσίζ. 9413· Εάν γίνεται οτι είς άνθρωπος οπού ένι της ευσεβείας, οπού ένι μαΐστορος ού κουμεντούρης ενού εσπιτίου Ασσίζ. 34317· γ) έκφρ. σπίτι ασκητικό = ασκητήριο, σκήτη: Έδωκε και τους κληρικούς κελλία τριγύρου από την εκκλησίαν κατά την τάξιν τους. Έδωκε και τες ψάλτριες σπίτια ασκητικά Hagia Sophia f 59728. 15) α) Λατρευτικός χώρος, οικοδόμημα αφιερωμένο στη λατρεία του Θεού: λεγόντων ημών των χριστιανών προς υμάς: «Πόθεν απέρχεσθε και προσκυνείτε;» Λέγετε δε υμείς ότι «Εις του Θεού το οσπίτι» Διάλ. Ευθυμ. 131α399, 403· (εδώ προκ. για το ναό της Αγ. Σοφίας): να σε δοξάζουν (ενν. Θεέ) ασεβείς στο άγιόν σου σπίτιν,| απέσω στην Αγιάν Σοφιάν, στα άγια των αγίων; Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 154· (εδώ προκ. για το όρος Χωρήβ, στη χερσόνησο του Σινά): Ο δε των πάντων Βασιλεύς Θεός … εδιάλεξε τούτο το αγιότατον όρος· το οποίον έκαμε σπίτι και παλάτιόν του με το να φανεί εις αυτό και να δώσει … τον Νόμον, λέγω, των δέκα εντολών Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 48· β) (προκ. για εβραϊκή συναγωγή): μη φέρεις δώσμα κούρβας και τιμή σκυλιού σπίτι του Κυρίου του Θεού σου εις παν τάγμα Πεντ. Δευτ. XXIII 19· γ) (προκ. για τον τάφο του Μωάμεθ στη Μέκκα): ει μεν επαναπαύεται ο Θεός εν τῳ οσπιτίῳ εκείνῳ και μόνῳ, εξ ανάγκης ην και φοβερόν μυστήριον εν τῳ τόπῳ Διάλ. Ευθυμ. 131407. 16) α) Ξενοδοχείο: FILOCRATE: Πού στέκει ο Δημόφιλος ο μέγας ξενοδόχος; (παραλ. 32 στ.) CALONIDE: (παραλ. 1 στ.) … μ’ ερωτάς διά τον πενθερόν μου.| Ημείς έναι καιρός πολύς όπου κανένα ξένον| εδέχθημαν στο σπίτιν μας Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 50· Έχω και φόβον ου μικρόν να πάγω εις άλλο σπίτιν,| ότι βαστώ πολύτιμα λιθάρια και χρυσάφιν Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 71· β) ξενώνας φιλοξενίας (Για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ 2, 135): ευθύς επρόσταξε (ενν. ο αυθέντης του Μπουκουρέστι) σπίτια να ετοιμάσουν| σ’ αυτά να τους πεζεύσουσι και να τους αναπαύσουν Μαρκάδ. 695· γ) ξενώνας φιλανθρωπικός (Για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ 2, 130 κε.): σπίτιν και απαντοχή να καλυβιστούν, να πέσουν| ξένοι τινές αιχμάλωτοι … Γεωργηλ., Θαν. 610. 17) (Εδώ) η κιβωτός του Νώε (Για τη σημασ. βλ. Τσαβαρή [Πουλολ.2 σ. 405]): Ηξεύρεις, όταν ήμεθεν εις ένα σπίτι οι δύο| έναν αυθέντην είχαμεν (ενν. το Νώε) Πουλολ. (Τσαβαρή)2 535. 18) Αποθήκη: έχεις (ενν. ασβέστην) ένα σπίτιον γεμάτο Διαθ. Νίκων. 22623· έκφρ. του σιταριού το σπίτι = αποθήκη σιταριού: Ήσωσεν ο Ρωτόκριτος στου σιταριού το σπίτι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 573. 19) Μαγαζί, (εδώ) φούρνος, αρτοποιείο: Ως γαρ εδιέβαινα προχθές πλησίον μαγκιπείου,| και βλέπω την μαγκίπισσαν έσωθεν ισταμένην (παραλ. 2 στ.). Εσέβηκα στο σπίτιν της και προσεκύνησά την Προδρ. (Eideneier) III 171 χφ Ρ κριτ. υπ. 20) Κακόφημο σπίτι, πορνείο: έβαλε (ενν. ο Χέοψ) την θυγατέρα του εις ένα σπίτιον, όποιος θέλει να παγαίνει εις ταύτην με μισθόν αισχρού έργου Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 239· εάν θέλει (ενν. κανείς άνθρωπος) να λάβει εκείνο τό έδωκεν της γυναίκας της αμαρτωλής, εντέχεται να ποιήσουν να έλθει είς Σαρακηνός εις ένα σπίτιν να πέσει μετά του με α΄ παλούκιν ξυλένον Ασσίζ. 4154. 21) Τόπος, επικράτεια: εγώ ήρτα εις τα χέρια σας ως γοιον απελπισμένος εις το σπίτιν σας, και εμόσετέ μου να με συντροφιάσετε ως την Βενετίαν εις τον έξοδόν μου Μαχ. 53222· ουδέν ουν εφάνη πρέπον εχθρούς … ημών να τους φήσομεν να επάρωσι τοιούτον κάστρον εις την μέσην του τόπου μας … Και εξετάσαντες το πράγμα εστήσαμεν να μηδέν γένηται και … ήλθομεν εις το οσπίτιον ημών Σφρ., Χρον. (Maisano) 5813. 22) Διοικητική έδρα (Για τη σημασ. βλ. Βρανούσης, ΕΜΑ 12, 1962, 61, 72): ήτον (ενν. ο Σπάτας) αυθέντης μέγας και εξουσιαστής εις το Δέλβινον, Φοινίκι και όλην την Αλβανίαν … υποκείμενος τῳ των Ρωμαίων βασιλεί, και το οσπίτιόν του ήτον εις το Φοινίκι Ιστορ. δεσποτών Ηπείρ. 1728‑29. 23) Πόλη, (εδώ) η Κωνσταντινούπολη: αυτό το σπίτιν το άπειρον, η Κωνσταντίνου πόλις Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 644· τον αγριόπιστον να εβγάλετ’ εκ το σπίτι,| εκ την Κωνσταντινούπολιν, τη νέα Ρώμη λέγω Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 610· Εχάσασιν (ενν. οι Ρωμαίοι) το σπίτιν τους την Πόλιν την αγία Ανακάλ. 3. Εκφρ. 1) Σπίτι σκλαβιών ή σκλάβων = τόπος, γη δουλείας: σε έβγαλεν από την ηγή την Αίγυφτο από σπίτι σκλαβιών Πεντ. Δευτ. XIII 11· είπεν ο Μοσέ προς τον λαό: «Θυμού την ημέρα ετούτη ος εβγήκετε από την Αίγυφτο, από σπίτι σκλάβων …» Πεντ. Έξ. XIII 3. 2) Του Πλούτωνος σπίτια = Άδης: εις σκοτεινά του Πλούτωνος σπίτια ουδέν εσέβη Κορων., Μπούας 62. 3) Σπίτι της φυλακής ή της φύλαξης  = φυλακή: επήρεν ο αφέντης του Ιοσέφ αυτόν και έδωσέ τον προς σπίτι της φυλακής, τόπος ος οι φυλακωμένοι του βασιλεά Πεντ. Γέν. XXXIX 20· αδερφός σας ένας να φυλακωθεί εις σπίτι της φύλαξής σας Πεντ. Γέν. XLII 19. Η λ. και σε τοπων.: Πορτολ. A 2464, 6, 7· έκφρ. σπίτι του Πεόρ = (πιθ.) το βουνό Φογώρ (Για τη σημασ. βλ. ΠΔ, Δευτ. 34, 6): Πεντ. Δευτ. XXXIV 6.
       
  • περίπλεος,
    επίθ. ουδ. περιπλέο· περιπλέον, Θησ. (Foll.) I 128 κριτ. υπ.· πληθ. ουδ. περιπλιά.
    Το επίθ. περίπλεος που απ. στον Αριστοτέλη (L‑S, λ. περίπλεως· βλ. και TLG). Το ουδ. περιπλέο και περιπλέον με επίδρ. του επιπλέον· πβ. και επίρρ. περιπλέον. Πληθ. ουδ. περιπλέα τα ως ουσ. σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Andr., Lex., Παπαδ. Α., Λεξ.).
    Αυτός που περισσεύει, πλεονάζει· (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) περίσσευμα, πλεόνασμα: εδά ηθελήσασιν με τη στράτα τση δικαιοσύνης να τσι γυρέψουν (ενν. τσι ελές) τα δύο του παιδία Μαρία και Αννέζα να τες ξαγοράσουν γή πούρι να τες ξαναστιμάρουν να πάρουν τα περιπλιά Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 2095. Το ουδ. έναρθρ. ως επίρρ.= α) ως επί το πλείστον, κατά το μεγαλύτερο μέρος: με τον Θησέον εις τα φαριά όλοι εκαβαλικέψαν| το περιπλέο εξαρμάτωτοι υπάσιν οι στρατιώτες Θησ. (Foll.) I 128· β) ιδιαίτερα, πάνω απ’ όλα: Όλα μου τα αδέλφια πολλά καταφιλώ. Και το περιπλέον την σπλαχνικήν μου αδελφήν ... πολλά καταφιλώ χέρια και πόδια της Γράμμα κρ. διαλ. 7. — Πβ. και πλέος.
       
  • πίκρα
    η, Λόγ. παρηγ. O 207, Διγ. Z 1826, 4365, Θρ. Κων/π. B 110, 122, Ch. pop. 261, 560, 636, Αχέλ. 566, 1153, 2133, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1358, Θρ. Κύπρ. M 302, Χρον. σουλτ. 4123, 13723, Κυπρ. ερωτ. 13215, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 96, Ιστ. Βλαχ. 940, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 764, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 1353, Διήγ. ωραιότ. 576, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1303], Έ [76], Λίμπον. Αφ. 33, Διγ. O 104, 656, Διακρούσ. 9514, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 23314, 2416, κ. α.· επρίκα, Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 17127· πέρκα, Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 253· πρέκα, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 124, Θρ. Κύπρ. M 704· πρίκα, Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 293, Φαλιέρ., Ενύπν.2 6, Αλεξ.2 330, 2020, Αχέλ. 767, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 344, Πανώρ. Πρόλ. 16, Γ́ 342, Έ 411, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 85, Γ́ 369, Κατζ. Ά 168, Γ́ 24, Βοσκοπ.2 280, 304, 435, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 720, Γ́ 527, Έ 1345, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 161, 529, 1097, Στάθ. (Martini) Ιντ. Ά 12, Β́ 40, Γ́ 302, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 97, Γ́ 6, Έ 341, Φορτουν. (Vinc.) B́ 104, Γ́ 366, Έ 340, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 31, Έ 24, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16226, 42017, κ.π.α.
    Από το πικραίνω υποχωρ. (Ανδρ., Λεξ.). Οι τ. επρίκα και πρίκα με μετάθεση συμφώνου. Για τον τ. πρέκα πβ. επίθ. πρεκιός (βλ. πικρός)· κατά Meyer, Γλωσσ. πραγμ. Κύπρ. 120 από ουσ. πικρία με μετάθεση συμφώνου (Για την τροπή του ι >ε βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 239)· κατά Γιαγκουλλής, Κυπρ. διαλ. 268 από ιταλ. prega/pregare· για την ετυμολ. καθώς και πιθ. τυπογρ. λάθος αντί πρέβα (<γαλλ. preuve) βλ. Κεχαγιόγλου [Βουστρ., Γλωσσάρ. 485]. Ο τ. πρίκα σε επιστ. του 16. αι. (Crusius, Turcogr. 222), στο Βλάχ. και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ.). Η λ. στο Steph., Θησ. (?· βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 135), στο Meursius και σήμ.
    1) Πικρή δυσάρεστη γεύση· (σε μεταφ.): ωσάν το εβγάλεις (ενν. το μέλι), παρευθείς έρχεται η πικράδα,| και ’γκώνει όλον το στόμα σου και χάνεται όλη η γλύκα| και τότες, λέγω, στην καρδιάν κτυπάγει σου η πρίκα Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 998. 2) (Κυρίως μεταφ.)· α) στενοχώρια, λύπη, θλίψη: Όπου λογιάζοντες τοιούτον πράγμα, ανάμεσα εις ολίγες ημέρες απέθαναν από την πίκραν τους Μπερτολδίνος 115· κι όλα μας θα ’ποθάνουμεν, τινάς δεν απομένει,| μα μόνον πίκρες, βάσανα ο κόσμος τούτος φέρνει Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 988· Κι επήγα κι επολέμησα και νικητής εβγήκα| κι έδωκα τω φιλώ χαρά και των εχθρώ μας πρίκα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 352· (σε μεταφ.): όλοι σε βασανίσανε πολλά κι επρίκες σε χορτάσασι όσο που δεν ήθελες πλιο Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 17127· (συχνά με τα ρ. δίδω, κάμω, λαμβάνω, παίρνω): κι α σου δωκα κιαμιά φορά πρίκα, συμπάθησέ μου Πανώρ. Έ 342· και σώνει την (ενν. τη γυναίκα μου) η εδική μου πρίκα οπού της έκαμα (... κατέχεις καλά και μεγάλην πρίκαν της έκαμα εγώ) Γράμμα κρ. διαλ.ποία καρδία να είναι τόσον λίθινη και να μη λάβει πίκραν διά την συμφοράν εκείνην; Μ. Χρονογρ. 348· θλίψην πήρεν αφόρητον και πίκρες βαρυτάτες Διγ. Z 1826· φρ. πιάνω κ. εισέ πικρία, βλ. πιάνω φρ. 45· β) (τ. πέρκα, πρέκα) πίκρα, ταλαιπωρία, βάσανο (κατά Γιαγκουλλής, Κυπρ. διαλ., 268· «ικεσία, δέηση»· για το θέμα καθώς και πιθ. σημασ. «δοκιμασία» βλ. Κεχαγιόγλου, [Βουστρ., Γλωσσάρ. 485] ): θωρώντα ο Ιππόλυτος την πρέκαν και την τσιγάρισιν της μάχης τους απουκάτω του  ... μοναχός του  ... επήγεν εις το καστέλλιν του οχθρού του Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 93· Δομάννες τότε πιάννουσιν άνθρωποι και γυναίκες| και βάλλουν τες ολπίδες τους να μην τους έλθουν (έκδ. έλθη· προφορική διόρθ. Χατζ., βλ. λ. δομάννα) πρέκες Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 748· Και έμεινεν το ρηγάτον με μεγάλες πρέκες Βουστρ. (Κεχ.) 2447.
       
  • πικραίνω,
    Σπαν. A 361, Λόγ. παρηγ. O 81, 413, 595, Καλλίμ. 2279, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 605, Φλώρ. 1653 δις, Λίβ. P 351, 1317, 2564, Λίβ. Sc. 976, 2360, Λίβ. Esc. 600, 2057, Λίβ. N 1726, 3047, Ιμπ. 549, Χρον. Τόκκων 2942, 2986, Θησ. Γ́ [517], Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 132r, 197v, Πεντ. Γέν XLIX 23, Έξ. I 14, Αχέλ. 575, 1646, Χρον. σουλτ. 4916, 7718, 13010, Διγ. O 181, 1419, 2942, κ.π.α.· πρικαίνω, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1575, Απόκοπ.2 257, Αχέλ. 780, Πανώρ. Ά  189, 367, Β́ 504, Έ  259, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 471, Β́ 294, Γ́ 187, Δ́ 365, Έ 273, Κατζ. Δ́ 406, Βοσκοπ.2 396, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1963, Β́ 1751, 2298, Γ́ 1526,  1677, Δ́ 1229, Έ 940, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 289, 403, Στάθ. (Martini) Ά 27, Β́ 65, Φορτουν. (Vinc.) Β́ 249, Γ́ ́278, Δ́ 83, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 110, Τζάνε, Κρ. πόλ. 17319, 25619, 30424, 4285, 49012, 56514, κ.π.α.· μτχ. παρκ. πικραμμένος, Μαχ. 4631, 2645, 43631, 49030, 64625, 64627, 65028, Γεωργηλ., Θαν. 55, 188, 391, Θρ. Κύπρ. M 712, Κυπρ. ερωτ. 201, 1163,1319, 1408, 1547· πρικιαμένος, Πανώρ. Á 4 κριτ. υπ., 352 κριτ. υπ., Β́ 418 κριτ. υπ., Γ́ 583 κριτ. υπ., Έ 243 κριτ. υπ., Γύπ. Πρόλ. Διός 83, Κατζ. Ά 34, Β́ 141, Ιντ. κρ. θεάτρ. B́ 1, Δ́ 175, Πιστ. βοσκ. III 6,348, 8,11, 8,28, IV 3,53, 3,149, V 5,398, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) 1756 κριτ. υπ., Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [540], [661].
    Το αρχ. πικραίνω. Ο τ. με μετάθεση συμφώνου στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ. (λ. πρικαίνομαι), Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ.). Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) Καθιστώ κ. πικρό (στη γεύση): Ελλίγη χολή πολομά να πικράνει πολλύν μέλιν, ίτσου έναν μικρόν βίτσιον πολομά να ποντιστούν πολλές βιρτούς Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 152. 2) (Μεταφ.) α) θλίβω, στενοχωρώ κάπ.: απόδος ημίν την αδελφήν, ώσπερ ημίν υπέσχου,| και μην πικράνεις τας ψυχάς , καθώς ημίν υπέσχου Διγ. Z 372· Ήξευρε, πατέρα, ότι πολλά με επρίκανες, ωσάν ήκουσα να γυρεύγεις της νύφης σου νοίκια και να τηνε πρικάνεις Γράμμα κρ. διαλ.β) προκαλώ οδύνη, βάσανα, πόνο σε κάπ.· βασανίζω, ταλαιπωρώ: Εύξου με τόν ηθέλησεν η τύχη να πικράνει| την όρθωσιν, το δύσφορον ν’ ανάβω της οδύνης Λόγ. παρηγ. O 423· Ειπέ ότι τον επίκρανες αφότου εγεννήθη,| τον έποικες ως δυστυχήν κι εγέμισές τον πόνους Λόγ. παρηγ. O 586. Β́ Αμτβ. 1) Αποκτώ πικρή γεύση, γίνομαι πικρός, πικρίζω· (σε μεταφ.): ο πόθος| γλυκιά ...έχει ρίζα, μα πρικαίνει| πολλά το πωρικόν τση Πιστ. βοσκ. II 1, 80. 2) (Μεταφ., προκ. για πρόσωπο) θλίβομαι, πικραίνομαι: ο Ιμπέριος τον λόγον του πατρός του| καλά τον αποδέκτηκεν, μα πίκρανεν ατός του·| εσέβηκεν στην κάμεραν και μοναχός καθίζει,| παραπονάται μέσα του, κλαίει κι αναδακρύζει Ιμπ. (Legr.) 170. II. Μέσ. 1) α) Θλίβομαι, στενοχωρούμαι, λυπούμαι: Λόγ. παρηγ. O 277, Καλλίμ. 2279· δεν εδυνήθηκε (ενν. ο γάδαρος) να σηκωθεί απέκει,| έξω να βγει ακ το νερό και να υπά παρέκει·| έκλαιεν, επικραίνουντον πὂπαθε τέτοιον πράγμα Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1135· Μηδέν πρικαίνεστε λοιπό, μ’ από καρδιάς χαρείτε,| γιατί το τέλος σήμερο του κόπου σας θωρείτε Πανώρ. Δ́ 359· Θλίβομαι και πρικαίνομαι πως χάνω το παιδί μου ... Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 615· (με αιτ. της αιτίας, βλ. Κριαρ., ΕΜΑ 1, 1939, 34): Μάθε τά πικραίνομαι, γνώρισε τά λυπούμαι Λίβ. P 1494· Επήγασιν οι φρόνιμοι, του βασιλιού τα λέσι| όλοι το επρικαθήκασι και μετ’ εκείνον κλαίσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 366· β) θρηνώ, «πενθώ»: Επικράνθη τριάντα ημέρες ο Τάρειος, οπού ουδέν εξέβηκεν έξω Διήγ. Αλ. E (Lolos) 25719· Ώχου, τώρα πρέπει να κλαύσομε, πρέπει να πικραθούμε.|Ώχου, κακό απού μας ηύρισκε κι αδέξιο που μας ήρτε Εβρ. ελεγ. 166. 2) Ανησυχώ, φοβάμαι για κ.: Ταύτα οπού έγιναν εκεί απάνω, τα εμάθαμεν εμείς ύστερα και πολλά επικραινούμασταν, μην τύχει και καμίαν φοράν εις εμάς Διήγ. πανωφ. 60· Εκάθουντον και έκλαιε (ενν. ένας ξυλοκόπος) και πικραμένος ήτον,| μήνα ελθεί τότ’ ο Ερμής και δει και λυπηθεί τον| και δώσει τον τσικούρια, σαν έδωκε τον άλλον Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 4323. 3) Θυμώνω, οργίζομαι: Ως γαρ είδεν Έκτωρ τούτον (παραλ. 2 στ.) και κατά μικρόν γαρ πίπτων| τον Πολύδωρον εκείνον,| επικράνθηκεν γαρ λίαν| κι εναντίον Αχιλλέως| ως πυρός φλόγαν ομοίως| εις τον Αχιλλέαν τρέχει| κατασείοντα το δόρυ Ερμον. Υ 166· του λέγει: «Αυθέντη, από τους καλεσμένους φιλοσόφους τινάς δεν ήλθεν, μόνον ένας ετούτος». Και ο Ξάνθος επικράνθην πολλά θαρρώντας πως τον εγέλασαν Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 793· πηγαίνοντα είδεν τον η ρήγαινα και επικράνθην και είπεν του: «Eίντα θέλει τώρα ώδε;» Μαχ. 5805. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) Θλιμμένος, στενοχωρημένος: ο Γύπαρης απού ποτέ δεν ήτο πρικαμένος,| μα πάντα του χαιράμενος και καλοκαρδισμένος Πανώρ. Ά 51· Εμίσεψε ο Ρωτόκριτος κι η Αρετή ανεβαίνει| στην κάμερά τση κι ηύρηκε τη νένα πρικαμένη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 632· Εις λίμνην δύο βαθρακοί ήσαν κατοικισμένοι,| κι η λίμνη εξηράθηκε, και ήταν πικραμένοι Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 192. 2) Που έχει περάσει/περνάει βάσανα, θλίψεις, συμφορές· δυστυχισμένος, βασανισμένος: και το ταχύ εσηκώνετο κι ήρχετο με την ώρα| πολλή βοήθειαν ήδωκε στην πρικαμένη χώρα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 946· Κι ώρες με «ναι» δροσίζει με κι ώρες με τ’ «όχι» πάλι·| τση πρικαμένης μου καρδιάς δίδει φωτιά μεγάλη Πανώρ. Γ́ 436· γή δώσ’ μου σκιας το θάνατο τον πολυζητημένο| να λείψου οι πόνοι εκ το κορμί τούτο το πρικαμένο Πανώρ. Ά 352. 3) Που φέρνει θλίψη, πόνο, βάσανα, θλιβερός: Ήγραφεν ο Πολύδωρος μαντάτα πρικαμένα, πού βρίσκετον η Αρετή με την καημένη νένα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 801· Παιδάκι μου, και να θωρείς όνειρο πρικαμένο,| για κείνο κείτεσαι κλιτό και παραπονεμένο; Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 417· (με ουσ. που δηλώνουν χρόνο): Έναν Σαββάτον δύσκολον και πικραμμένην ώραν| βουλήθην κεινός ο παχιάς να βγεί να πα στην χώραν Θρ. Κύπρ. M 198· όντε ξάφνου μού το ’φέρα (ενν. το πολύ πρικύ μαντάτο) (παραλ. 1 στ.) μιαν πικραμένη Παρασκή,|δυστυχισμένη Κυριακή Αγν., Ποιήμ. Ά 69· κι εις καιρόν αναστάσεως, ημέρα πικραμένην, (παραλ. 2 στ.), τα βάθη θέλουν ταραχθεί, τα μνήματα ανοίξει Ρίμ. θαν. 57. 4) Δεινός, επώδυνος: βασιλέα δε ντρέπεται (ενν. ο θάνατος), πτωχόν δεν τον γυρίζει· |θανάτου το ποτήριον πολλά ’ναι πρικαμένο Αλεξ.2 1373· κι εκείνος (ενν. ο έρωτας) μ’ αποφάσισε θάνατο πρικαμένο Πανώρ. Ά 115. 5) (Επιτ., προκ. για μεγάλη στενοχώρια, λύπη, θρήνο): Αφησ’ αυτά τα δάκρυα σ’ εμένανε Καρτίνο,| στο αίμα μου να κάμω εγώ τον πικραμένο θρήνο Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [892]· έτσι δίχως ελπίδα η καημένη,| συντροφιασμένη μόνο από μια δόλιαν και πικραμένην λύπην, οπού σε μένα| όφελος δε χαρίζει; Πιστ. βοσκ. IV 5, 195· (στον πληθ. στην) έκφρ. δάκρυα πικραμένα· πβ. φρ. πικρά δάκρυα, βλ. πικρός 3β: Παρηγορήσου και μη κλαις δάκρυα πικραμένα Συναξ. γυν. (Spadaro) 396· Είν κι άλλοι που ’χουσι ζωήν με δάκρυα πικραμένα,| και μ’ αναστεναγμούς πολλούς, Μυρτίνε, σαν κι έσενα Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [519]. Το αρσ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = ταλαίπωρος, δύστυχος, κακόμοιρος: Τώρα στη φυλακή καδενωμένος,| θάνατο εκ το θυμό τού βασιλιά μας| σκληρότατο ανιμένει ο πρικαμένος Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 755· Έτσι με δίχως οφθαλμούς να ’χα γενεί ο καημένος| και μήτε να ’χα γεννηθεί στον κόσμ’ ο πικραμένος Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1222]· Οϊμένα, αποθαμένη| βρίσκομαι η πικραμένη Πιστ. βοσκ. II 7, 2.
       
  • σπλαγχνικός,
    επίθ., Μαχ. 5101, Ch. pop. 196, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 425, Διήγ. Αλ. V 78, Βυζ. Ιλιάδ. 268, Hist. imp. (Iadevaia) I 2956, Χίκα, Μονωδ. 19, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [343], Β́ [372], Γ́ [1275], Δ́ [1268], κ.α., Χριστ. διδασκ. 218, Λεηλ. Παροικ. 428· σπλαχνικός, Καλλίμ. 619, Φαλιέρ., Ιστ.2 211, 473, 628, κ.α., Φαλιέρ., Ενύπν.2 21, 112, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 3025, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 30110, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 18413, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 761, 4042, 5270, κ.α., Πανώρ.2 Β́ 341, Γ́ 429, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 299, Β́ 177, 351, κ.α., Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά́ 94, 174, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 38615, Πιστ. βοσκ. I 2, 44, II 2, 264 (σπλαχικό), III 1, 53, 6, 325, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1611, Γ́ 1021, Δ́ 373, 1186, κ.α., Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 767, Στάθ. (Martini) Β́ 13, Διαθ. 17. αι. 382, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 229, Αποκ. Θεοτ. II 132, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β́ 2, γ́ 20, δ́ 165, Λεηλ. Παροικ. Αφ. 5, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1284, 3990.
    Το μτγν. επίθ. σπλαγχνικός. Ο τ. και σήμ. Τ. σπλαγνικός (Σακ., Κυπρ. Β́ 794) και σπλαχν#06κός (Παπαδ. Α., Λεξ.) σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. ιατρ. (ΛΚΝ, λ. σπλαχνικός2, Μπαμπιν., Λεξ.).
    1) Φιλεύσπλαχνος, ευσπλαχνικός, συμπονετικός: Ω σπλαγχνικέ ’κατόνταρχε, απεί για χάριτά σου| εζήτησες κι εδώκαν σου να τονε κατεβάσου (ενν. το Χριστό)| κι εποίκες πράμαν αγαθό κι άξο προς το Θεό σου,| κάμε, να ζήσεις, σπούδασε, τέλειωσε το μισθό σου Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 341· καθαείς λυπάται και κλαίει, όταν ιδεί ένα καλόν άρχοντα και σπλαχνικόν βασιλέα τιμημένον, δοξασμένον, οπού πολλήν καλοσύνην και μεγάλην ευεργεσίαν έκαμεν τῳ κόσμῳ, χωρίς αιτίαν να πάσχει άδικα, να τιμωράται από τους ίδιούς του υπηρέτας και δούλους Lucar, Sermons 134· λέγει ... ο γέροντας του Αγγέλου: «Ποίος άγιος είναι σπλαχνικότερος εις τους ανθρώπους, διά να τους παρακαλεί ο ελεεινός άνθρωπος να παρακαλούσι εκείνοι τον Θεόν ογιά τον άνθρωπον;» Αποκ. Θεοτ. II 129· Ω σπλαγχνικότατε Θεέ και Πατέρα, ευχαριστούμεν σε διά μέσου του Ιησού Χριστού, επειδή και έδωκες του αδελφού μας ετούτου την μετάνοιαν εις ζωήν αιώνιον, και του λόγου μας ακόμη πως μας έκαμες χαράν διά την επιστροφήν του Χριστ. διδασκ. 428. 2) Που προκαλεί λύπη, λυπητερός, συγκινητικός: τα δάκρυα τσ’ Ερωφίλης μου τα σπλαχνικά περίσσα,| δάκρυα μου κάμασι κι εμέ τ’ αμμάτια μου κι εχύσα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 3· Μέσα σε τούτο τον καιρόν ο στρατολάτης φτάνει| κι ήμαθε για τον κύρη του πως στέκει ν’ αποθάνει·| εμίσεψε σπουδαχτικά να πάγει στην Αθήνα,| γιατί με λόγια σπλαχνικά η μάννα του του μήνα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1766. 3) α) Στοργικός, τρυφερός, γεμάτος αγάπη: με τούτους (ενν. τους άνδρας) εσυντύχαινε (ενν. ο Θεός) νύκτας και τας ημέρας,| ωσάν κάμνουν οι φίλοι οι καλοί και οι σπλαχνικοί πατέρες Συναξ. γυν. 120· Γονέοι, οπού μ’ εσπείρετε κι από τα κόκκαλά σας| επήρα κι απ’ το αίμα σας κι από την αναπνιά σας,| έχω κανάκια σπλαχνικά, κύρη μου και μητέρα,| οπού λιγώνομαι να δω να ξημερώσει η μέρα,| να ’ρθω να σας αγκαλιαστώ Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 311· Πού ’ν’ τα σφικταγκαλιάσματα, κύρη μου; Εδιαβήκα;| Κι οι σπλαχνικές αναθροφές; Εξελησμονηθήκα; Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 804· Άδικον έχεις, στρατηγέ, μια κόρη ωσάν εμένα,| οπού δεν ήκαμα κακό στη μάχη σας κιανένα,| να θες απού τση μάνας μου τη σπλαχνική τση αγκάλη| να με ξορίσεις τη φτωχή με πρίκα μου μεγάλη Στάθ. (Martini) Ιντ. ά́ 11· β) φιλικός, ευγενικός, φιλόφρονας: σε στράτα ... θα βάλεις το παιδί σου,| κέρδος να κάμει, καταπώς το ’καμες κι απατή σου (παραλ. 4 στ.) Μα τούτο θέλω μοναχάς πάντα σου να θυμάσαι·| μ’ όσους σου λάχου (ενν. αγαφτικούς), σπλαχνικιά, σα θέλει η τέχνη, να ’σαι. (παραλ. 6 στ.) Κάνε καλή θωριά ολωνών, κι όσο μπορείς τους γέλα,| με γρίνια μην ιδεί κιανείς ποτέ σου την κοπέλα Κατζ. Β́ 322· ΓΛΥΚΑΡΕΤΗΣ: «Ετούτον οπού μου ’λαχε δε με πολυπρικαίνει (παραλ. 3 στ.) Με λιόνταν εκαλέστηκα τη σημερνήν ημέρα ...» (παραλ. 9 στ.) ΚΥΠΡΙΩΤΗΣ: «...το λοιπόν, κείνο που το κοντάρι δεν ήκαμε, ας το κάμομε με της φιλιάς τη χάρη (παραλ. 2 στ.) Κι αγάπα με να σ’ αγαπώ και πάντα ώστε να ζούμε,| να ’ρχομαι εκεί που βρίσκεσαι και να ’ρχεσαι εκεί που ’μαι». ΠΟΙΗΤΗΣ: Είπασι κι άλλα σπλαχνικά λόγια κι οι δυο τως τούτοι·| πολλά κερδαίνει η φρόνεψη και τσ’ αρχοντιάς τα πλούτη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1747· Δεν ημπορώ να μη λέγω και ομπρός εις όλους να ομολογώ πως η καλοσύνη της ευγενείας σας και η σπλαγχνική και ευνοϊκή διάθεσις, οπού ... εδείξατε προς του λόγου μου, ... δε με κάνει άλλο να επιθυμώ και να θέλω, παρά να είμαι πάντα κοντά σας Μεταξά, Επιστ. 477· γ) ερωτικός, γεμάτος πόθο: οι θωριές οι σπλαχνικές τσι πεθυμιές γεννούσι,| κι εις τσι καρδιές σιργουλιστά τον πόθο προσκαλούσι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 195· αφού ενός μικρού βοσκού χωριάτη την κοιτάξαν| τα μάτια του με σπλαγχνικήν θωριάν, ζιμιό τσ’ ανάψαν| μέσα την τρυφερήν καρδιάν, κι ουδέποτ’ εδυνήθη| ν’ αντισταθεί ...| κι εις τον καινούριον ποθητόν, μ’ όλην την όρεξίν της| εδόθηκε Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [482]· Οϊμέ, το χηρεμένο μου κρεβάτι όντε πλακώνω,| με νυκτικά μου δάκρυα το γραίνω και με πόνο,| θυμώντας τα κανάκια μου, τα χάδια, τα παιγνίδια| και τσ’ εμιλιές τσι σπλαχνικές που ’χα σ’ εμέ την ίδια| πάντ’ απού τον αφέντη μου, άντρα και βασιλιά μου,| και τα γλυκά αγκαλιάσματα που εθρέφα την καρδιά μου Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 368. 4) α) Αγαπημένος: Όλα μου τα αδέλφια πολλά καταφιλώ. Και το περιπλέον την σπλαχνικήν μου αδελφήν Γράμμα κρ. διαλ.ο Δάρειος ωσάν είδεν την θυγατέραν του ... εφίλησέν την και είπεν την· «Ομμάτια μου και καρδία μου και σπλαχνικόν μου τέκνον, εσένα άνδραν ήφερα έξαφνα εκ την Μακιδονίαν ...» Διήγ. Αλ. G 28120· Πριν ξημερώσει, ο Ρώκριτος με βια πολλή μισεύγει (παραλ. 1 στ.) Ο κύρης πώς επόμεινε κι η μάννα του η καημένη,| σήμερο ας το λογιάσουσιν οπού ’ναι πονεμένοι| κι οπού ’χει τέκνο σπλαχνικό και θε να του μακρύνει,| καλά ας λογιάσει τον καημόν οπού ’χασι κι εκείνοι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1693· ας είχεν είσται μπορετό κι η Τύχη ας το ’χε φέρει| να ’θελε λάχειν εδεπά το σπλαχνικό μου ταίρι,| να ’θελε μπει στον πόλεμο και να ’θελε νικήσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 78· β) (προκ. για συγγενικό πρόσωπο) γνήσιος, πραγματικός, αληθινός: Η Τάρσια ... σε λογισμόν εμπήκε (παραλ. 1 στ.). «Εγώ κρατώ για κύρη μου ίδια εγκαρδιακό μου| αυτείνον τον Στραγγιλιόν αφέντην εδικό μου, (παραλ. 2 στ.) Κι η νένα της εστέναξε, κι έκλαιγεν, η καημένη (παραλ. 1 στ.). «Ήξευρε το λοιπονιθές και ο κύρης ο δικός σου| έναι ο Απολλώνιος, οπού ’ναι σπλαχνικός σου ...» Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1162· έκφρ. παιδί σπλα(γ)χνικό, βλ. ά. παιδί(ο)ν 1α έκφρ.· γ) (προκ. για φίλο) καρδιακός, στενός, ειλικρινής: παρακαλώ σε να ποίσομεν δήμμαν μεσόν μας, και προυμουτιάζω σου, ότι πάντα να είμαι φίλος σου σπλαγχνικός, και να κρατώ τους φίλους σου διά αγαπημένους μου φίλους και τους εχθρούς σου ως θανατήσιμούς μου εχθρούς Μαχ. 2019· Ό,τι εδικό μου ευρίσκεται στα μέσα του σπιτιού μας| δώσε τα του Ελισεέκ, του γειτονόπουλού μας, (παραλ. 2 στ.) γιατί είναι συνομήλικος και συνανάθροφός μου,| φίλο καλό και σπλαχνικό τον ηύρα στο σκολειό μου Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 928. 5) Γενναιόδωρος: Τούτη (ενν. η ομορφιά), σ’ αντίς αποκοτιά και γλώσσα στολισμένη| γή νου ψηλό, ολομόναχη μας είναι χαρισμένη (ενν. των γυναικών)| απού τη φύση, κι ήτονε πλια σπλαχνική, παρ’ όσα| κι αν εδιαμοίρασε αλλωνών, αν ήσαν άλλα τόσα Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 271. 6) (Προκ. για συναισθήματα) βαθύς, πολύ μεγάλος, έντονος: Σαράντα χρόνους είχασιν το ανδρόγυνον εκείνον·| άτεκνοι εδιάβησαν τους χρόνους τους τοιούτους.| Είχαν καρδιοσπαράγματα και σπλαχνικάς οδύνας Ιμπ. 43· είχεν (ενν. η Μαργαρώνα) σπλαγχνικήν αγάπην στον Ιμπέρη| και τούτα ετεχνοποίησεν διά να τον πάρει άνδρα Ιμπ. 368· μα τούτη, απού τη σήμερο τα σωθικά μου γνώθου,| είναι αγάπη σπλαχνική και από Θεού δοσμένη,| απού οι κυρούδες στα παιδιά να ’χου είνιαι κρατημένοι Φορτουν. (Vinc.) Έ 285. Ο τ. ως επών.: Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 109. — Βλ. και ευσπλαγχνικός.
       
  • στερεός,
    επίθ., Ασσίζ. 10427, Διγ. Z 983, Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 272, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 15, 439, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 98, Αχιλλ. (Smith) O 151, 215, Γράμμα κρ. διαλ. 7, Χρον. Τόκκων 1039, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 140, Μαχ. 2212, Έκθ. χρον. 6519, Κορων., Μπούας 82, Πτωχολ. α 444, Χρον. σουλτ. 13132, Ιστ. πατρ. 14421, Πηγά, Χρυσοπ. 178 (17), Μορεζ., Κλίνη φ. 332r, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 163102, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 10932, Ιστ. Βλαχ. 1593, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 158, Διγ. Άνδρ. 40515, Ψευδο-Σφρ. 4187, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 15v, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 713, Λίμπον. 58, 245, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5552, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 331, κ.α.· στέρεος, Δεφ., Λόγ. 397 (έκδ. στερεά· διόρθ. σε στέρεα Κριαρ., Αθ. 46, 1935, 142), Χρον. σουλτ. 7010, Βασιλ. Κεφάλ. Παραιν. 118, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 99· στέριος· στεριός, Φαλιέρ., Ιστ.2 551, 571, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 108, Ch. pop. 246, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 133, Κυπρ. ερωτ. 10624· θηλ. στερέα, Χρον. Μορ. Η 8671, Διήγ. Αλ. G 2793, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΈ́ [302].
    Το αρχ. επίθ. στερεός. Ο τ. στέρεος με αναβιβ. τόνου κατά το στέριος (βλ. ΛΚΝ)· απ. και σήμ. Ο τ. στέριος με αναβιβ. τόνου κατά το σχ. καθαρός-καθάριος (βλ. Ανδρ., Λεξ., ΛΚΝ)· απ. και σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ). Το θηλ. στερέα και σήμ. ιδιωμ. (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. στερέο). Η λ. και σήμ.
    1) α) Που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός, ανθεκτικός: η στερεά ... γη και η θάλασσα πανταχού έχουσιν υπερβολικούς χειμώνας και ζάλας παντοίας Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2124· την σάρκα του Πατρόκλου| εστερέωσε (ενν. η Θέτις) περίσσα,| βάλσαμον και αμβροσίαν| έχυσεν εις το κορμί του,| ίνα η σαρξ του διαμένει| στερεά κι άσηπος πάντα Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Κ́ [76]· Προς τον Έκτορα κινήσας (ενν. ο Αίας)| ισχυρόν δε σάκος έχων (παραλ. 3 στ.), βύρσας έχον επτά βόων| στερεάς, οχυροτάτας,| άνω δε πασών των βύρσων| σίδηρον ως δέρμαν είχεν Ερμον. Μ 58· οι μεν σκάλας έφερον ..., έτεροι δε σκουτάρια στερεά και μεγάλα, και τα πάντα μετά σιδήρων ..., και άλλο παν πολεμικόν έργον έφερον ανά χείρας Καναν. (Pinto) 312· (σε μεταφ.): προς την σην κατέφυγα μεγάλην βασιλείαν,| την πέτραν άνω στερεάν την τεθεμελιωμένην,| ήτις τυγχάνει, Μανουήλ, Χριστός ο στεφοδότης Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 7-1 χφ Η κριτ. υπ.· (σε παρομοίωση): την τιμήν τους την κρατούν (ενν. πολλές γυναίκες) ως στερεόν λιθάρι,| κι όποια σαν τούτο βρίσκεται, έχει μεγάλη χάρη Δεφ., Λόγ. 419· β) (για φωνή) δυνατός, βροντερός: τις δύναται να ειπεί όσα έγιναν εις το οσπίτιον εκείνο, εάν είχε και καρδίαν σιδηράν ή δέκα στόματα ή δέκα γλώσσες, και εάν είχεν και φωνήν στερεάν και χάλκινον λάρυγγα; Διγ. Άνδρ. 33524. 2) α) Σταθερός, ακλόνητος, αμετακίνητος: του Χριστού την εκκλησιά πάσι να ρίξουν κάτω,| αλλά ’τον πλήσια στερεά κι ολίγο είχαν τράτο Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18816· Το άλλο μέρος του δένδρου διά να είναι καλά ριζωμένον και στεριόν δεν έπεσε, μόνον επόμεινεν εις την πρώτην του ευγένειαν και δύναμιν Ροδινός (Βαλ.) 154· (μεταφ.): αυτός τα φρένα του δεν τα ’χει τόσον στέρια Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1421· Το γάμο στέρεο πλια κρατώ παρά φιλιά κιαμι’ άλλη,| γιατί η φιλιά έχει κίντυνα όσο κι αν ει μεγάλη Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 109· Χριστιανοί στην κόλασιν δεν πάσι βαπτισμένοι,| γιατί έχουν πίστιν στερεάν κι είναι προορισμένοι| να μπούσι στον παράδεισον Τζάνε, Κατάν. 522· ο βιζίρης στο χαρτί ζητά τη χώρα να ’χει,| κι αγάπη να ’ναι στερεά να παύσουνε τη μάχη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 53720· ο λόγος τ’ αφεντός είν’ ακριβόν λιθάρι,| πρέπει να είναι στερεός, να έχει και την χάρη Ιστ. Βλαχ. 1564· τούτος ο όρκος είναι εις αυτούς στερεός και αχάλαστος, όταν ομνύουσι και δίδουσι πίστιν φιλίας και αγάπης Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 248· (σε μεταφ.): μαχαίρι στους Αγαρηνούς (ενν. η Βενετιά), της αρχοντιάς στολίδι,| στη φρόνεψη ξεχωριστή και στερεό στασίδι! Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 56722· β) (μεταφ.) σίγουρος, εξασφαλισμένος: πάραυθα εις την Τουρκιάν στέλλει στον βασιλέα,| την χάρ’ αυτήν του ζήτησεν να ’ναι ’π’ αυτόν στερέα Παλαμήδ., Βοηβ. 468· ανάμεσα να πιάνουσι πολλούς και να σκλαβώνου,| τη νίκη να ’χουν στερεά κι όλοι να καμαρώνου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 24518· γ) (για κάστρο, φρούριο, κ.τ.ό.) ισχυρός, απόρθητος: Ολονυκτίς εφεύγασιν, ήλθασιν εις τ’ Ανάπλι,| εις αύτο που ’τον στερεόν από τα άλλα κάστρη Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 3072· ην δε η παστία πλησίον του κάστρου … Και ην δε πάσα στερεά και οχυροτάτη από ξύλων μεγίστων και χονδρών σανίδων Καναν. (Pinto) 81· τοσούτον γαρ στερεόν ον (ενν. το κάστρον), πώς είχον λαβείν αυτό; Έκθ. χρον. 123· δ) (νομ.) έγκυρος, σε ισχύ: Της δαιμονιαρέας ο γάμος μένει στερεός, ποίας; Εκείνης οπού την εύρει η ασθένεια αφόν ορμαστεί Ελλην. νόμ. 53823· Εάν τις αποθνήσκων ειπεί, δίδω τον οδείνα τόσα φλωρία και αφήνω τον να πάρει από τα καλά μου, τα οποία μου τα χρεωστεί. Αν και η αλήθεια είναι πως δεν του τα χρεωστεί, αλλά ψευδώς το είπεν, έρρωται το λεγάτον, πιάνεται και στερεόν είναι το χάρισμα τούτο Zygomalas, Synopsis 226 Λ 41. 3) (Για πρόσωπα) α) που είναι πιστός, σταθερός σε κ. ή κάπ.: πολλάκις στερεός ο μοναχός τυγχάνει| και φέρει ταύτα νουνεχώς και μετ’ ευχαριστίας Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 531· πολλές και άξιες καλά ’ναι γνωρισμένες,| εις την τιμήν τους στέρεες, πολύ χαριτωμένες Δεφ., Λόγ. 718· Διά να τους παρακινήσει τους πιστούς οπού ήτον εις την Πέργαμον πόλιν να στέκονται στερεοί εις την πίστιν του Θεού και να φεύγουν τα είδωλα τα κουφά των εθνών, φέρνει εις το μέσον τον Αντύπα Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 84· παρακαλώ σας στερεοί να ’στε και ’πιστεμένοι,| εις συντροφιάν μου να ’λθετε και ας είστε χαρουμένοι Παλαμήδ., Βοηβ. 1069· (ως επιρρ. κατηγ.): Άλλοι πάλιν του αντιστέκουνταν στερεοί. Και αληθινά αντιστέκουνταν πολλοί, όσοι κατά αλήθειαν εκρατούσαν την χριστιανικήν πίστιν Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 12615·   β1) ισχυρός, δυνατός: ο Δαβίδ εκρατιέτον εις του λόγου του, καποτέ διά πάντα χαρούμενος και πολλά στερεός έλεγεν: «εγώ είπα εν τῃ ευθηνίᾳ μου ου μη σαλευθώ» Ροδινός (Βαλ.) 91· β2) ανδρείος, γενναίος: Ετούτο ύστερά ’καμε Γιλδάσης ο καημένος,| ο στερεός στον πόλεμο και άξια παινεμένος Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3054· έγραψαν από την Κρήτην να τους στείλουν βοήθειαν ... Και από την Πόλιν απεκρίθησαν ότι να στέκουνται στερεοί, ότι γλήγορα τους στέλλουν βοήθειαν και ό,τι τους χρειάζεται Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4284α. 4) (Μαθημ.) κυβικός: το μήκος επί το πλάτος γίνονται πόδες ͵ά́ και έτι επί το βάθος γίνονται ͵ή́· τοσαύτα μέτρα χωρήσει η εμβατή. Τοσούτων γαρ και ποδών εστί στερεών Rechenb. (Vog.) 1174. Έκφρ. στερεά καρδία = α) βλ. ά. καρδία 10 (Εκφρ.)· β) ισχυρό φρόνημα, γενναιότητα: κόψε τον σερδάρη μου τον Μουσταφά πασία,| οπού ’τον άνδρας φοβερός με στερεάν καρδία Σταυριν. 200. Το ουδ. ως ουσ. = (προκ. για τόπο) η ιδιότητα του οχυρού, του ασφαλούς: γίνεται σκέψις και συμβουλή ... εις ποίον τόπον … να κτισθεί το μοναστήριον, οπού να ημπορεί να έχει δύο πράγματα, το στερεόν και ακαταπάτητον, και το σεβάσμιον και την αγιότητα εκ του τόπου Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 150. — Βλ. και στερρός.
       
  • τεσταμέντο
    το, Γράμμα κρ. διαλ. 7, Διαθ. Δροσ. Μαλαχ. 51, Ολόκαλος 1819, Σεβήρ., Σημειώμ. 2, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 614, 1414, 1186, κ.α., Διαθ. 17. αι. 113, 14‑15, 16, 28, 31‑32, 35, 312, 14, 140, 86, 109, 132 κ.α.· ντεσταμέντο, Διαθ. 17. αι. 6102, 129, 7205206.
    Από το ιταλ.-βενετ. testamento (Battaglia, λ. testamento2, Cortelazzo, Diz. ven.). Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β́́, Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.)· βλ. και LBG (λ. τεσταμέντον).
    Διαθήκη: έστοντας και να έχει αφητά ο ποτέ κυρ Γεωργηλάς, αδερφός του άνωθεν μισσέρ Τζουάνε, ως λέσι και φαίνεται με τεσταμέντο, υπέρπυρα σ́́, ήγου διακόσα, τση κερά Εργίνας Βλαστοπούλας και χήρα του ποτέ κυρ Νικολό Βαρούχα Ανέστο Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1013-4· τση κερά Κορναρόλας Μπονοπούλας σιμά εις εκείνο οπού τση αφήνω στο τεσταμέντο μου (ενν. τση αφήνω) και πενήντα μουζούρια στάρι στα αλώνια τα πρώτα ερχόμενα Διαθ. 17. αι. 824.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης