Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- βαρβαρία
- η, Γκίνου, Στ. 3.
Από το επίθ. βάρβαρος και την κατάλ. ‑ία.
Απαιδευσία: από την βαρβαρίαν τους και χοντροσύνη π’ έχουν| λόγον Θεού ν’ ακούσωσιν ποτέ τους και δεν τρέχουν Γκίνου, Στ. 3.βαρβαροσύνη- η, Γκίνου, Στ. 6.
Από τα επίθ. βάρβαρος και την κατάλ. ‑σύνη. Η λ. και στο Βλάχ., καθώς και στο Βλαστού, Συνών. 248, λ. χωριατιά.
Απαιδευσία: διά να μηδέν φανερωθεί η τούτων χοντροσύνη,| η αμαθία το λοιπόν και η βαρβαροσύνη Γκίνου, Στ. 6.βγάζω,- Λόγ. παρηγ. O 529, Πουλολ. Αθ. 483, Θησ. ΙΑ΄ [242], Πένθ. θαν. K φ. 24r, Πεντ. Δευτ. XXV 9, Παλαμήδ., Βοηβ. 184, Μανολ., Επιστ. 173, Συναδ., Χρον. 68, Διήγ. πανωφ. 59 δις, Διήγ. ωραιότ. 391, Διγ. O 1130, 1788, κ.π.α.· εβγάζω, Ακ. Σπαν. 422, Διήγ. Βελ. 242, Λίβ. Esc. 2008, Ιμπ. 295, 850, Παρασπ., Βάρν. C 414, Ριμ. Βελ. 41, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15336, 1606, Συναξ. γυν. 518, Φαλιέρ., Λόγ. 292, Έγγρ. του 1542 (Μέρτζιος, Προσφ. Κυριακ. 476), Δεφ., Λόγ. 328, Σταυριν. 229, Γκίνου, Στ. 14, Βακτ. αρχιερ. 167, κ.α.
Από το αρχ. εκβιβάζω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Βγάζω έξω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2α): εβγάζει από τον κόρφον του κλειδίον ολόχρυσον Διήγ. Αγ. Σοφ. 15336· εβγάζει η πανεξαίρετος ωραία η Μαργαρώνα| το εγκόλπιν Ιμπ. 850· Είχε και πόρτας τέσσαρας της Δυστυχίας το κάστρον·| η μία να εμπάζει δυστυχείς και η άλλη να τους βγάζει Λόγ. παρηγ. O 529· βλ. και βγάλλω 1α, βγάνω 1α(α)΄ φρ. (1) βγάζω από το νου μου = απομακρύνω από τη σκέψη κ.: «όλα τα ’μπόδια τα ’βγαζε από τον νουν σου τώρη ...» Διγ. O 1788· βλ. και απορρίχνω Α1· (2) βγάζω τάμπαρον = σταρατοπεδεύω: γοργά εβγάζει τάμπαρον εις το Καλογεράνι Σταυριν. 229· (3) βγάζω ευχαριστιά (από την καρδία) = ευχαριστώ: εις αυτόν ευχαριστιά αφ’ την καρδία βγάζει Διγ. O 1130· βλ. και δίδω (φρ.), ευχαριστώ, πολυευχαριστώ· (4) βγάζω όνομα = αποκτώ φήμη: πετάς με εις Άδην σύμψυχον και συ όνομαν εβγάζεις| ληστρέα, δημία, φοβερά Λίβ. Esc. 2008. Βλ. και αγροικώ ΙΙΙ3β, αφήνω 4 φρ., βγάνω 35 φρ.(β). 2) (Με αντικ. τη λ. ψυχή) θανατώνω: έξαφνα ο θάνατος ετότε τους αρπάζει| από τον κόσμον τούτονε και την ψυχήν τους βγάζει Πένθ. θαν. K φ. 24r. Βλ. και αποβάλλω 3, αποτελειώνω Α2, αψυχώνω. 3) Ανασύρω (προκ. για μαχαίρι, κλπ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2δ): εβγάζει το μαχαίριν του ο Χαμουζάς εκείνος Παρασπ., Βάρν. C 414. Βλ. και βγάλλω 4, βγάνω 8. 4) Βγάζω, τινάζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α11β): πάντα ήβγαζε η φλέγα ολίγον και ελαφρόν Διήγ. πανωφ. 59. Βλ. και βγάνω 10. 5) (Προκ. για ρουχισμό, κλπ.) βγάζω από πάνω μου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2ια): να βγάλει το παπούτσι του από το ποδάρι του Πεντ. Δευτ. XXV 9. Βλ. και αλλάσσω Α3, βγάλλω 3. 6) Ξεριζώνω, μαδώ (Η σημασ. τον 9. αι., Κουκ., ΒΒΠ Ε΄ Παράρτ. σ. 50 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2ε. Βλ. και Ξανθ., BZ 16, 1907, 473): ότι τα φρύδια τα καμένα| θέλουν πάντα να τα εβγάζουν| και έμορφα διά να τα φτιάνου,| ωσάν γατάνι να τα κάμνουν Συναξ. γυν. 518· αλίμονο ελέγαν| και τα μαλλιά τους βγάζοντας φαρμακερά εκλαίγαν Παλαμήδ., Βοηβ. 184. Βλ. και βγάνω 7. 7) Εξορύσσω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2ς): Μακάριοι οι εβγάζουν τα μάτια του Ακ. Σπαν. 422. Βλ. και βγάνω 5α. 8) (Προκ. για άρωμα, μυρωδιά) αναδίδω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α11β): εκόψαν τους ελάτους,| στροφίλους δε τους έμορφους, που βγάζουν μυρωδία Θησ. ΙΑ΄ [242]. Βλ. και απολύω Α12, αποπέμπω (Ι)6, βγάνω 12. 9) Απομακρύνω κάπ. από κάπου (Πβ. ΙΛ στη λ. Β1α): να βάζει επιτρόπους και να εβγάζει Έγγρ. του 1542 (Μέρτζιος, Προσφ. Κυριακ. 476)· ο αρχιερεύς εβγάζει καλόγηρον και τον βάνει εις άλλο μοναστήριον ηγούμενον Βακτ. αρχιερ. 167· βγάζουν σε εκ το βασίλειον, παίρνουν την αυθεντιά σου Πουλολ. Αθ. 483. Βλ. και βγάνω 18α1. 10) Κάνω εξαγωγή (εμπορεύματος): να μασε γβάλεις ένα μαντάτο να μπορούμε να βγάζομε αποπά σίντερο και τάβλες Μανολ., Επιστ. 173. 11) Κάνω εκφορά νεκρού (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α7): οι άνθρωποι απόμειναν άταφοι οι περισσότεροι, οπού δεν εδύνοντον τα κρεβάτια να τους εβγάζουν Διήγ. Αγ. Σοφ. 1606. Βλ. και ξοδιάζω. 12) Εκτελώ έργο, «βγάζω δουλειά»: Κατά την τάξην καθενός δίδε δουλειά να εργάζῃ,| συγκεραστά ως δύνεται ατός του να εβγάζῃ Δεφ., Λόγ. 328. 13) Εμφανίζω συμπτώματα κάποιας αρρώστιας, αρρωσταίνω: τόση κακή ήτο η πανούκλα ότι όποιος την έβγαζεν πλέον γλυτωμόν δεν είχεν Συναδ., Χρον. 68. Βλ. και βγάνω 21δ. — Βλ. και βγάνω.να (I),- μόρ., Προδρ. IV 22, Ασσίζ. 9325, 21931, Χρον. Μορ. P 468, 3531, Λίβ. Sc. 1544, Λίβ. Esc. 2386, Λίβ. (Lamb.) N 176, Αχιλλ. N 1317, Αχιλλ. O 115, 220, Χρον. Τόκκων 59, 771, Μαχ. 705, 32221, Απόκοπ.2 89, Χρον. σουλτ. 5728, Κυπρ. ερωτ. 96, 363, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Α΄ 410, Β΄ 13, 247, Γ΄ 126, Δ΄ 409, Ε΄ 127, Ερωφ. Ιντ. α΄ 28, Ιντ. β΄ 80, Ιντ. γ΄ 67, Ιντ. δ΄ 16, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 345, Β΄ 115, Γ΄ 150, Δ΄ 565, Ε΄ 667, Στάθ. (Martini) Β΄ 122, Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 98, Β΄ 462, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2381, Ζήν. Β΄ 164, κ.π.α.· ναν, Πιστ. βοσκ. V 2, 103, Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 171, Σουμμ., Ρεμπελ. 162, 166 δις, Ευρετ. Ερωτοκρ. 765390· νε, Ασσίζ. 41517.
Από τον αρχ. σύνδ. ίνα με αφαίρεση του ι (Βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 493-4). Στον τ. ναν το ν ευφωνικό πριν από λ.που αρχίζουν από τ. Η λ. και σήμ.
I. Σε κύριες προτάσεις Α´ 1) Με οριστ. ιστορικού χρόνου εκφράζει α) επιθυμία ή ευχή απραγματοποίητη (οριστ. ευχετική· πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Α΄ 287): Να βρέθηκα μιτά της δίχως ήλιον| και μεν μας εθωρούσαν παρά τ’ άστρα Κυπρ. ερωτ. 10631· Χριστέ, να ʼράγην το πλακί, να σκόρπισεν το χώμα,| να ʼγέρθημαν οι ταπεινοί από τ’ ανήλιον στρώμα! Απόκοπ.2 243, 244· είπεν εξ όλης του καρδιάς: «Να μη είχα εγεννήθην ... » Βέλθ. 427· β) κ. δυνατό ή ενδεχόμενο (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 188, να δυνητικό· πβ. όμως και Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Α΄ 289, οριστ. δυνητική με το μόρ. θα με την ίδια σημασ.): εστέκαν τέσσαρεις αετοί στα πόδια τον κρεβάτου| και να ʼπες ότι τον κράβατον θέλουσιν να αρπάξουν Αχιλλ. L 511· να είδες αγούρους θαυμαστούς, σπαθεάς δοκιμασμένας,| ουδέναν εδευτέρωναν να μην τον ρίψουν κάτω Αχιλλ. N 512· η μέση του να έλεγες ωραίον δακτυλιδίτσιν Ιμπ. 80. 2) Σε ευθείες ερωτ. προτάσεις συνοδεύει οριστ. ιστορικού χρόνου προκ. να εκφραστεί η αμφιβολία εκείνου που ρωτά για το αν θα πάρει απάντηση (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Α΄ 319): είντα να θέλαν ποίσειν οι ν’ μέσα εις το κάτεργον; Μαχ. 3604· ποιον να είχε πιάσει και ο αγάς; ποιον να ήθελε φονέψει;| ή ποίον από τους φονείς στην Πόλην να είχε πέψει; Λίμπον. 423, 424· Πότε να επεριεπάτησες το κάστρον της ψυχής μου;| Πότε τον πύργον της εμής καρδίας να εδιέβης; Λίβ. Sc. 278, 279. Β´ 1) Με υποτ. εκφράζει: α) απλή βούληση, στο α΄ πρόσ. εν. ή πληθ. (υποτ. βουλητική· Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Α΄ 305): να σας ειπώ μερτικόν απέ την αρχοντίαν τήν είχεν ο σιρ Φρασές Ουλαχά Μαχ. 823· την πεσματιά και τον χαημόν εγώ ʼς κακιά δεν τα ʼχω,| μα πάντα να’σαι αφέντης μου, να σε τιμώ όπου λάχω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 1674· όμως να έλθωμεν εις το προκείμενον Ιστ. πατρ. 1893· (με προηγ. την προσωπ. αντων. ως εμφαντικό υποκ. για να εκφραστεί έντονη θέληση· Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Α΄ 306): η καύκ’ απέσωσε του κυρ Γεώργου Ρώσω (παραλ. 1 στ.) και λέγει της Τζαβούλαινας: «Εγώ να σε ʼκανώσω» Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 477· ας είναι κι εις τα ξένα,| εγώ να ʼμαι για λόγου του κι εκείνος ογιά μένα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 1138· β) προτροπή, παραχώρηση, προσταγή, στο β΄ και γ΄ πρόσ. εν. ή πληθ. (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Α΄ 307): στρατιώτες μου να ʼρθείτε,| ʼς τούτη τη βρύση σκύψετε ... να πιείτε Ερωφ. Ιντ. β΄ 51, 52· Να ηγνωρίζετε καλά ότι ο νόμος ... ορίζει ... ότι ουδέν εντέχεται να έχει διαφοράν όποιος το γράψει Ασσίζ. 14315· να είναι κραυγή μεγάλη εις όλη την ηγή την Αίγυφτο, ος σαν αυτό δεν εγένην Πεντ. Έξ. XI 6· όποιος νικητής βγει ... (παραλ. 1 στ.) να ʼχει τα δώρα τ’ ακριβά Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β 126· γ) απειλή, στο β΄ πρόσ. (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Α΄ 308): Μην ʼπαίρνεσαι σ’ ό,τι ήκαμες, ρηγόπουλε αντρειωμένε,| και να γνωρίσεις σήμερο ο Αντρόμαχος ποιος έναι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 1596· δ) ευχή (υποτ. ευχετική· Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Α΄ 308): Μαγάρι εδά να συβαστεί, μαγάρι να το θέλει,| μαγάρι εσένα, όχι αλλουνού, γυναίκα να σου μέλλει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ε΄ 227, 228· Καλά να ’ν’ τ’ άστρη, ο ήλιος, το φεγγάρι,| η γη και τα νερά στο διάφορός σου Κυπρ. ερωτ. 10445· (σε παρενθετική πρόταση συν. με την υποτ. του ρ. ζω, ως όρκος ή ισχυρή επιβεβαίωση· βλ. ά. ζω Α 1γ): δίδω σού τα και μπορεις με τα μισά, να ζήσω,| να ντύνεσαι καλότατα, να μ’ ακλουθάς ’ποπίσω Στάθ. (Martini) A΄ 181· ’ξέβησαν οι στρατιώτες τους μετά πολλής της τόλμης,| αλλά ...,| να ζω, να ζεις, να χαίρεσαι και εγώ, κόρη, μετά σου,| ... σπαθεάς εχάρισα είτινα ηύρα έμπροσθέν μου Αχιλλ. N 1375· Λέγω σου είναι και όμορφη περίσσια εις τα κάλλη,| να ζήσω, κι εις την χώρα μας, κρένω, δεν βρίσκεται άλλη Ευγέν. 788· σας θυμούμαι πάντα μου, να ζήσει η ψυχή μου Ευγέν. 1298· ε) έκπληξη (υποτ. της έκπληξης· Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Α΄ 310): Ο παντοδύναμος Θεός έπεψεν τον υιόν του ... και έπαθεν ... και τούτος ο μέγας μάστρος, ο φίλος μου, να κρατεί τούτον το κακόν; Μαχ. 145· ς) σε συνεκφ. με το μόνο (να), αξίωση ή παράκληση που είναι ταυτόχρονα και υπόθεση (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Α΄ 308 σημ. β): με νίκη θέλομεν εβγεί και με τιμή μεγάλη,| μόνο να μη θελήσομε να λείψομ’ απατοί μας Ερωφ. Ιντ. δ΄ 19· νικούμε τον τον Δάρειον, μόν’ να ’ν’ καλή η καρδιά μας Αλεξ. 710. 2) Συνοδεύει υποτ. σε διηγήσεις ή περιγραφές περασμένων γεγονότων αντί οριστ. παρατ. (υποτ. διηγηματική· Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Α΄ 314): Σαΐτες ανερίφνητες στην χώραν να πετούσι,| μέσα τσι ρούγες να ’ρχουνται πλείστοι να σκοτωθούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 15215, 16· Να βγαίνουν από δυο μερές ...| να πιάνουν τους Αγαρηνούς, να παίρνουν τα παβιόνια,| κι άλλα πολλά εκάνασι Τζάνε, Κρ. πόλ. 5321. 3) Σε ευθείες ερωτ. προτάσεις εκφράζει α) απορία (υποτ. απορημ.· Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Α΄ 320): άνθρωπον κενόδοξον τις να τον αγαπήσει; Σπαν. A 239· Κι εγώ η καημένη είντα να πω στον κίντυνον οπού ’μαι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 147· πώς να παινέσω σήμερο κείνα που σ’ αφουκρούμαι; Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 148· β) αγανάκτηση ή δυσφορία (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Α΄ 321): Γιάντα δεν έσφαξες εμέ πρώτα, γιατί ν’ αφήσεις| τόσο κακό τ’ αμμάτια μου να δούσινε; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ε΄ 413. 4) Συνοδεύει υποτ. προκ. να εκφραστεί αμφιβολία ή κ. το ενδεχόμενο αντί θα και οριστ.: τῳ βασιλεί σου πρόσδραμε, λέγε τα πταίσματά σου·| ο βασιλεύς φιλάνθρωπος και να σε συμπαθήσει Γλυκά, Στ. 523· χάριν αυτού μη θλίβεσαι, μηδέ συχνοστενάζεις·| η ζάλη τούτη να διαβεί, πάλιν να ελθεί γαλήνη Γλυκά, Στ. 314. IΙ. Σε δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις Α´ Ειδικές 1) α) Εισάγει ειδική πρόταση που εκφέρεται σε οριστ. (μετά από τα ρ. κρίνω, νομίζω, κ.τ.ό.) και χρωματίζει έτσι αυτό που σημαίνει η πρόταση ως κ. αμφίβολο (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 58): Τα ρούχα του Ρινάλδο μου τούτα πως είν’ γνωρίζω| και κρίνω να ’φυγε αποδώ κι όλη να τρέμω αρχίζω Ερωφ. Ιντ. β΄ 146· Μ’ αν το πιστεύγει, ολοτενιάς να κουζουλάθη κρίνω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ΄ 615· Χρόνους εκαρτερήσαμεν, νομίζω να ήσαν δύο Λίβ. N 2550· Λύπη τ’ αφτιά σας μηδεμιά κρίνω να μου γροικήσα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ε΄ 136· β) συνοδεύει πλεοναστικά τους ειδικούς συνδ. ότι, πως σε προτάσεις που εκφέρονται σε οριστ.: βαρύν φουσσάτο·| ως χιλιάδες είκοσι παντέχω ότι να ήτον Χρον. Τόκκων 435· Πιστεύομεν και ομολογούμεν ότι πως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να ενομοθέτησε το ιερόν του Δείπνον Χριστ. διδασκ. 150. 2) α) Εισάγει ειδική πρόταση που εκφέρεται σε υποτ.: μεν νοιαστείς ποτέ μου να σκαλέψω| την έννοιαν μου αχ το δειν των αμματιώσ σου Κυπρ. ερωτ. 635· λέγει της …| … ως ξημερώσει, ό,τι ζητά να της τα φανερώσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ε΄ 688· (με επόμ. το θα για να εκφραστεί η έντονη επιθυμία του υποκ. γι’ αυτό που δηλώνει η δευτερεύουσα πρόταση· βλ. Μανούσ., Χρ. Κρ. 1, 1947, 573): ανέν και η Ήρα ...| γροικά το μήλο το χρουσό να θα κλερονομήσει,| ’ς τούτο πολλά λανθάνεται Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. α΄ 45· την εικόνα τση θεάς εβλέπω και όλη τρέμει| και σώπασε, γιατί θαρρώ να θα μασε μιλήσει Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. γ΄ 89· β) συνοδεύει τους ειδικούς συνδ. ότι, πως σε προτάσεις που εκφέρονται σε υποτ. και εκφράζεται κ. το αμφίβολο ή ενδεχόμενο: ελόγιασεν η λυγερή πως ν’ αγαπά άλλη κόρη| το ταίρι τση Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 655· Μην βάλεις εις τον νουν σου ότι χωρίς αυτήν να γυρίσομεν οπίσω Διγ. Άνδρ. 3235· με τι να ξέρω ότι να την κλερονομήσω; Πεντ. Γέν. XV 8. Β´ Βουλητικές 1) Εισάγει βουλητική πρόταση που εκφέρεται σε υποτ. (άρν. μη) α) μετά ρ. κυρίως βουλητικά και δυνητικά ως αντικ. του ρ. της κύριας (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 77-81): φίλος μου ... πάντα μου θέλω να ʼσαι Ερωφ. Ιντ. δ΄ 110· πώς η Τύχη ενάντιον σας να κλώσει εσυγκατέβη; Απόκοπ.2 390· πε στο βασιλιό σου| να στείλει τσι στρατιώτες του Ερωφ. Ιντ. δ΄ 56· μηνούσιν τον Ιμπέριον να ’λθει εις το παλάτιν Ιμπ. 461· ορίζει ο βασιλεύς να αρματωθεί φουσσάτον Διήγ. Βελ. (Foll.) 390· ως υποκ. απρόσ. ρ. ή έκφρ. (Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 81-83): του δερματιού τα πόδια έτσ’ εσαλεύγα,| που εφαίνετο πως άνθρωπο ν’ αρπάξουν εγυρεύγα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 354· Περί εκείνου οπού κάμνει το αγκάλεμάν του με τους μάρτυράς του, τείντα εμπαίνει να πλερώσει Ασσίζ. 2307· Στα χείλη οπού μου εσφάξασι λίγ’ έλειψε να πέμψω| μιαν δυνατή δαγκωματιά Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [271]· είναι ντροπή σου ... τα ψόματα να λέγεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 883· ως προσδιορισμός, διασάφηση όρου της κύριας πρότασης (Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 83-88): Περίσσια είχα πεθυμιά ...| να σασε δούσιν όλες σας τ’ αμμάτια τα δικά μου Ερωφ. Ιντ. α΄ 128· Μη με καταδικάζεις (παραλ. 3 στ.). Σώνει άμετρός μου και πολύς φόβος να με σκοτώσει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β΄ 99· β) μετά το ρ. κάμνω και τροπ. επίρρ. (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 85): ποτέ μου ...| δε θέλω πει «κακά ’καμα να σμίξω μετά κείνο» Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β΄ 106· δεν κάμνεις καλά να ʼσαι κρυμμένη Κυπρ. ερωτ. 452· γ) μετά τις προθ. δίχως, άνευ (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 88 σημ. β): εντέχεται να τον κρατεί εις την φυλακήν ..., άνευ να του κακοποιήσει, άχρι να πλερωθεί Ασσίζ. 31531· χωσμένο να τον έχει,| δίχως κιανείς πού βρίσκεται ποτέ του να κατέχει Ερωφ. Ιντ. α΄ 56· Τον ουρανό στολίζει …| … η πορπατηξά σου,| δίχως ποτέ τη στράτα τση να σφάλει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Χορ. δ΄ 716. 2) Συνοδεύεται πλεοναστικά α) α1) από το σύνδ. ότι: ειπές του Ααρών ότι να ανακατώσει το νερόν με την ράβδον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 158v· ο βασιλεύς επρόσταξε ότι να μνημονεύεται και αυτή ομού με τον βασιλέαν Διήγ. Αγ. Σοφ. 14914· όταν είδαν οι μαστόροι ότι αυτό το ξύλον ήτονε από τρεις λογές, ... ηθέλησαν ότι να το μάθει ο Δαβίδ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 195v· ελπίζω εις το έλεος του Θεού ότι να ευτυχήσεις Χρον. Μορ. H 1389· α2) από το σύνδ. διά: όσες έναι οπού το ʼκάμαν| τούτο το κακόν το πράμαν,| δύσκολα διά να το αφήσουν Συναξ. γυν. 695· Κανείς ... απ’ όλον το φουσσάτο| τούτον ουκ εδυνήθησαν διά να τον απαντήσουν Ιμπ. 352· α3) από το σύνδ. πως: τάσσω σου κι εσένα (παραλ. 1 στ.) πως τση κεράς σου συντροφιά στον Άδη να σε πέψω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ε΄ 635· κάθεται και λέγει παραμύθια,| λογιάζοντας πως μετ’ αυτά το νου μου να σκοτίσω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Χορ. Ϛ΄ 613· α4) από τους συνδ. ότι πως: περί απροίκου γάμου γυναικός, οπού προίκα δεν έταξεν ότι πως να δώσει Βακτ. αρχιερ. 136· α5) από το σύνδ. όπως: επλάκωσαν τον τόπον οι Αλβανίται,| σκοπώντας και ελπίζοντας όπως να τηνε πάρουν (ενν. τη Λευχάδα) Χρον. Τόκκων 84· β) από κάπ. πτώση του ουδ. άρθρου (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 83 σημ.): κἀμέ δε άφες ως με δει του να ʼμαι τυφλωμένος Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 216· ηγάπα και το να με είχε ... εις την δουλοσύνην του Σφρ., Χρον. μ. 2211· ήθελα του να τονε ρωτήσω Λίβ. N 54· άφες το να θυμώνεσαι, ...| άφες το να είσαι μανική ...,| άφες το να κακώνεσαι Λίβ. Sc. 325, 326, 327. 3) α) Σε συνεκφ. με το θε (να) = θα, πρόκειται να: για το κυνήγι οπού ’καμε θάνατο θε να πάρει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 716· β) εκφράζει ταυτόχρονα β1) δυνατή θέληση η απόφαση: δε θε ν’ αφήσω να χαθώ δίχως να δοκιμάσω| στό δύνομαι να βουηθηθώ Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ΄ 57· απής σ’ ετούτο μ’ έφερεν η τύχη η εδική μου,| θε να σου πω τη σήμερο τίνος κυρού παιδί ’μου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ΄ 670· πάσα άλλη μου δουλειά σε μια μερά θ’ αφήσω| και τσ’ έγνοιας μόνον ετουνής θε ν’ ακλουθώ ξοπίσω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β΄ 370· β2) κ. ενδεχόμενο: Τούτα θε να ’ναι η αφορμή κι εσφάγηκε και τούτη Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ε΄ 557. Τούτο το πράμα ...| θε να σε βλάψει με καιρόν, όχι να σε φελέσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 128· έχεις πολέμους κι όχθρητες τα λογικά γεμάτα| και θε να κάμεις του κυρού εις την τιμή ασκημάδι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 183. 4) Εισάγει βουλητική πρόταση που εκφέρεται σε οριστ. ιστορικού χρόνου όταν το περιεχόμενο της πρότασης α) είναι ευχή απραγματοποίητη (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 90): ήθελα ν’ είχα ζωντανόν τώρα τον Ευριπίδη Λίμπον. 73· Να ήτον οδός …| … να εστάθην εμπροσθά μου| και αν ου τον εθανάτωνα, ας με ελιθοβολούσαν Αχιλλ. N 1612, 1613· να το θεληματέψει η ομορφιά σου| απόψε να κοιμήθηκα κοντά σου Βοσκοπ.2 108· β) παρουσιάζεται ως απλή σκέψη του λέγοντος (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β' 91): όλπιζα με καλλύτερον ανέμιν| ’ς τίτοιον λιμνιώναν να ’σωσα την στράταν Κυπρ. ερωτ. 10716· απ’ αλλονού να δόθηκε στον κόσμο δε λογιάζω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ΄ 624· σαΐτες πλουμισμένες ...| μ’ εφάνησαν νά ησαν αιματωμένες Φαλιέρ., Ενύπν.2 18. Γ´ Ενδοιαστικές· εισάγει ενδοιαστ. πρόταση με τα ενδοιαστ. μόρ. μη, μηδέν, που εκφέρεται σε υποτ. (άρν. μη) (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 120): τρομάσσω| να μη γυρίσει η τύχη μου κι όλα γιαμιά τα χάσω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β΄ 332· τρομάσσω| να μη γροικήσει τό ’καμα και τη ζωή μου χάσω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ΄ 206· ουδέ φοβούνται| να μηδέν τασε γροικήσουν Συναξ. γυν. 785. Δ´ Πλάγιες ερωτ. 1) Ακολουθεί ερωτ. αντων. ή επίρρ. σε πλάγια ερωτ. πρόταση που εκφέρεται α) σε απλή οριστ. (Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 116): σ’ ερωτούν …, (παραλ. 5 στ.) ... τα παιδιά π’ αφήκασι οι μάννες κι αρνηθήκαν,| τάχα τι να τα κάμασι οι Τούρκοι σαν τα βρήκαν; Τζάνε, Κρ. πόλ. 18112· β) σε οριστ. δυνητική (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 116-7): να ʼδαμεν τις να ξέβηκεν εις συναπάντησίν μας| και τις να μας εδέχθηκεν στην πόρταν της αυλής μας Απόκοπ.2 251, 252· Να ’ξευρα ... την σωτηριάν πού να ʼβρα Κυπρ. ερωτ. 10031· γ) σε υποτ. απορημ. (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 117): βούηθησέ μου| κι εις τούτα μου τα βάσανα, πώς να περάσω πε μου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Α΄ 430· ο χριοφειλέτης αποκρίνεται ότι ουδέν έχει απόθεν να εμπορήσει να τον πλερώσει Ασσίζ. 30426· μέσα του εδιαλογίζετο πώς να τον αποθάνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 776. 2) Ακολουθεί τους συνδ. μη, μήπως σε είδος πλάγιας ερώτησης που δηλώνει κ. ενδεχόμενο, επιδιωκόμενο, επιθυμητό και εκφέρεται σε υποτ.: Θέλω ...| να λείψω εις την ξενιτιάν μη να ξεραθυμήσω (παραλ. 1 στ.), μη ν’ ανασάνω τίποτε και πάλιν να γυρίσω Ιμπ. 177, 179· εγέμισε σύντομα το δοξάριν| και ρίκτει τάχα εις τον αετόν μήπως να τον δοξεύσει Λίβ. Esc. 2694· να τραγουδήσω| θέλω σε τούτο το στενό, μήπως να την ξυπνήσω,| στο παραθύρι της να βγει Κατζ. Α΄ 124. IΙΙ. Σε δευτερεύουσες επιρρ. προτάσεις: Α´ Αιτιολογικές 1) Εισάγει αιτ. πρόταση που εκφέρεται σε απλή οριστ. (Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 60): εάν ο ιερεύς οπού τους ευλόγησεν ουκ εγίνωσκεν ότι ήσαν συγγενάδες, ... το δίκαιον ορίζει ότι ουδέν εντέχεται να έχει καμίαν τιμωρίαν απ’ εκείνον τον γάμον, να δεν εγίνωσκεν Ασσίζ. 11527. 2) Σε υποτ.: τ’ άδικο που εγίνηκε του ριζικού ήτο χάρη,| όχι να ʼνʼ ο Κυπρίδημος καλλιά του παλληκάρι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 1830· με προηγ. το σύνδ. διά, για (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 61): διά να έχει ανδρείαν πολλήν και φρόνησιν, έκαμαν συμβουλήν οι πρώτοι της Συρίας και εδιάλεξάν τον σουλτάνον Διγ. Άνδρ. 31813· διά να μη έχω φίλον,| έγινα ωσάν το ξύλο Συναξ. γυν. 1047· επήρε τέτοιο θάνατο, για ν’ αγαπά περίσσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 719· με προηγ. το επίρρ. μόνε: Μόνε να είμαι εγώ καλή, αρχόντισσά μου, είμαι εδώ πρόθυμη (έκδ. πρόθυμος· διορθώσ.) να τηνε δουλεύσω Μπερτολδίνος 137. Β´ Τελικές 1) α) Εισάγει συν. μετά ρ. κίνησης τελική πρόταση που εκφέρεται σε υποτ. (άρν. μη· πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 76): ο βασιλιός τους ήπεψε να πιάσουσιν εμένα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 536· μ’ έστειλε να σε κάμω| να συβαστείς Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ΄ 99· τους Ρωμαίους έκραξε να πάσι να βοηθούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 28325· είπεν ο Θεός: «ας είναι φεγγίτες εις άπλωμα του ορανού να χωρίσει ανάμεσα την ημέρα και ανάμεσα τη νύχτα» Πεντ. Γέν. I 14· β) β1) με προηγ. το σύνδ. (ο)για: μ’ εθανάτωσε …| … μόνο για να μου πάρει| τη βασιλειά Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ΄ 295· Πολλές φορές εγρύπνησα για να σ’ αποκοιμίσω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 95· ήρθα ως επά μόνο για να σε δούσι| τ’ αμμάτια μου Ερωφ. Γ΄ 77· Επήγασίνε κι εις τη Χιο ογιά να τηνε πάρουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 4163· Τούτος ο ανθός ευρίσκετο ’ς τση ρήγισσας τη χέρα,| ογιά να τονε δώσει ενούς εκείνη την ημέρα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 136· β2) με προηγ. το σύνδ. διά: πήγαν εις πηγάδι,| διά να το κατοικήσουσι Αιτωλ., Μύθ. (Legr.) 196· να ποίσω ορισμόν διά να γένει φόνος Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 546· β3) με προηγ. το σύνδ. όπως: τα κάστρη να φυλάξουσιν, όπως να μη τα χάσουν Χρον. Τόκκων 127· εις κείνους τα μοιράσασιν, όπως να του θυμούνται Κορων., Μπούας 104· Φιλοδωρίες, χαρίσματα άρχισεν να τους τάζει,| όπως να προθυμήσουσιν όλοι μετά καρδίας Χρον. Τόκκων 1358· β4) με προηγ. το σύνδ. ως: μας εκαταδίκασες εις χείρας των εχθρών μας·| πολλά καλά το έκαμες ως να σωφρονισθούμεν Ιστ. Βλαχ. 2479 [= Γέν. Ρωμ. 101]· β5) με προηγ. το σύνδ. ότι: καλά να την φυλάσσει,| ότι να μη τον γελάσει Συναξ. γυν. 702· στην γειτονίαν γλήγορα μέλλει να γένουν γάμοι| και θέλω γένει και εγώ παχύς, ότι να φάγεις Αιτωλ., Μύθ. 349· γ) με επόμ. το θα: θέλ’ έβγει ο δράκος πάλι| να θα σ’ αρπάξει το ζιμιό με μάνητα μεγάλη Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ΄ 14. 2) Με προηγ. το άρθρο σε θέση παλαιού απαρεμφ.: καλούσιν των Ελλήνων| άρχοντες του να δικάσουν| περί των αρμάτων τούτου Ερμον. Φ 354· Το δε νεκρωθέν γαρ σώμα| επαρέλαβεν η μήτηρ| προς το να κηδεύσει τούτο Ερμον. Ψ 252. Γ´ Αποτελεσματικές 1) Εισάγει αποτελεσματική πρόταση που εκφέρεται σε υποτ. όπου το αποτέλεσμα: α) εμφανίζεται ως απλή σκέψη εκείνου που μιλεί ή ως ενδεχόμενο (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 95): δεν ήτο ποιος να του μιλεί και να τονε διατάσσει,| να του αλαφρώσει ο λογισμός Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 620· θωρείς πως έναι δυνατή καρδιά της| τόσον να πεις ότ’ είναι διαμαντένη Κυπρ. ερωτ. 9024· περισσά σπλαχνικός να θε να μου χαρίσει| πλια παρ’ απ’ αποκότησεν η γλώσσα να ζητήσει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β΄ 345· β) δηλώνει συμφωνία ή όρο (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 182): Η δε Πάρος και η Αξία και η Μήλος ... επροσκύνησαν να δίδουν χαράτσιον ... και διά τούτο δεν τους επήρεν αιχμαλώτους Κώδ. Χρονογρ. 49· γ) εξαρτάται από την προστ. κάμε, ‑ετε του ρ. κάμνω: τα λόγια που σου θέλει πει κάμε να τα θυμάσαι Γαδ. διήγ. 322· Πιάσ’ τη βουλή μου, αφέντη μου, και κάμε να νικήσει| τη μάνητά σου η φρόνεψη Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ΄ 545· κάμετε να τους κόψετε κι ουδ’ ένας να γλυτώσει Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 3· δ) δ1) με προηγ. το σύνδ. για (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 95): ο σκλαβωμός κι η μοίρα μου ...| ξόμπλι ας γενούν παντοτινό του λογισμού σου ...| για να μην είσ’ αλύπητος Ερωφ. Ιντ. δ΄ 103· αργεί ... την παιδωμή να δώσει| για να’ χει φταίστης τίβοτας καιρό να μεταγνώσει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ΄ 308· δ2) με προηγ. το σύνδ. και: Αλλ’ όμως δεν επήγασι μακρά και να γλυτώσουν Κορων., Μπούας 97· όρισε καβάτοράν σου| να ελθεί εις το παλάτι,| να το σχίσει το λιθάριν| και να εύρεις το σκωλήκι Πτωχολ. α 404· μπόριε να γελάσει| η ζγουραφιά κάθ’ άνθρωπον οπού να μην κατέχει| και να θαρρεί κι απαρθινά ο τόπος σπήλιον έχει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 244. 2) Σε δυνητικη οριστ., όπου το αποτέλεσμα εμφανίζεται ως δυνατό ή πιθανό (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 95): στον Άδη να μπορώ να στέκω μετά σένα,| δυο πρικαμένες να ʼμεστα μ’ όνομα μόνον ένα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ΄ 442· έθελα θωρείν το πρόσωπόσ σου| να ʼδα ποτέ μου αγάπην εις αυτόν σου Κυπρ. ερωτ. 8620· (εδώ με προηγ. το σύνδ. για): φυτεμένο στην καρδιά πως σ’ έχω να σου δείξω| για να ʼχες πει, Πανάρετε, «χωρίς το θάνατό μου| ν’ ανασπαστώ, Ερωφίλη μου, δεν είναι μπορετό μου» Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ΄ 127. 3) Εισάγει μόνο του ή με προηγ. το σύνδ. (ο)γιά είδος τελικής - αποτελεσματικής πρότασης που εκφέρεται σε υποτ. (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 182 σημ.): δώσ’ μου μια γλυκιά θωριά να ξοριστούσι| σα νέφαλα εκ τον άνεμον οι πόνοι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ΄ 401· ο τυφλός ... πέφτει χάμαι ... από την πολλήν δίψαν ... και ο Λέων ... ελυπήθη περισσά και αρχίζει ... να γυρεύει μήπως και εύρει νερόν να του δώσει να μην αποθάνει Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 396· τη γη ποτίζεις για να μπορού να ζιου τα πλάσματά σου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Χορ. δ΄ 719· ν’ αφήσεις| τη διαφορά σου ...| ογιά να μη δυσκολευτεί το κάλεσμα οπού γίνη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 925. Δ´ Υποθετικές 1) Εισάγει υποθ. πρόταση που εκφέρεται σε οριστ. ιστορικού χρόνου όταν η υπόθεση λαμβάνεται ως κ. αντίθετο από το πραγματικό ή ως απλή σκέψη αυτού που μιλεί: να ʼμπόρουν εις χαρτίν να γράψα| τα πάθη μου ... (παραλ. 1 στ.), ... έθελεν πάψειν απού μεν η κάψα Κυπρ. ερωτ. 231· τό έποικες δίχως το θέλημά μου,| έτσι να ήτον τίποτες πράγμαν πολλά μεγάλον,| ... μ’ έχανες εκ τον κόσμον Ιμπ. 147· σιδερή την εμιλιά να ʼβγανα, τον καημό μου| σωστά να πω ... δεν είναι μπορετό μου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ε΄ 25. 2) α) Σε υποτ. συν. αορ. όταν η υπόθεση λαμβάνεται ως κ. ενδεχόμενο ή προσδοκώμενο ή αόριστα επαναλαμβανόμενο: καμία εκ τες βαγίτσες μου ...| να εύρω να δέχεται γραφάς και αντιγραφάς να πέμπει,| ας εγνωρίζει απ’ εμέν: γουργόν ο θάνατός της Λίβ. Esc. 1440· να σιγανέψουν οι καιροί, ολπίζω να ψαρέψω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 480· Σπουδαίον άνδρα να ιδούν (ενν. οι αμαθείς), πολλά τονε μισούσιν Γκίνου, Στ. 11· β) ακολουθεί πλεοναστικά τον υποθ. σύνδ. εάν: εάν κανείς να δώσει ετέρου, εκείνος ή εκείνη οπού να τα λάβουν ένι κρατημένος να τα στρέψει εις την αγίαν του Θεού εκκλησίαν Ασσίζ. 15518· γ) στην έκφρ. ανίσως και να = αν τυχόν, αν συμβεί να (βλ. ά. ανίσως 1): ανίσως και ποτέ να καταντήσεις| εκεί που να θαφτούν τα κόκκαλά μου,| μηδέν είσαι τόσον σκλερός μιτά μου Κυπρ. ερωτ. 10477· Ανίσως και να πίστευγες, κυρά μου (παραλ. 3 στ.), έλπιζα ...| να γνώρισες πως είμαι δουλευτής σου Κυπρ. ερωτ. 541. Ε´ Ενδοτικές· ακολουθεί πλεοναστικά τον εναντιωματικό σύνδ. μόλον που σε ενδοτική πρόταση που εκφέρεται σε υποτ. και εκφράζει κ. το αόριστο χρονικά (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 75): το σίδερον και η φωτιά μόλον που να πονούσι,| είν’ ακριβά κι ωφέλιμα εις όσους γιατρευτούσι Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1648]. Ϛ´ Χρονικές α) Εισάγει χρον. πρόταση που εκφέρεται σε υποτ. αορ. και φανερώνει πράξη προσδοκώμενη (= μόλις, όταν· πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 99 και 190): Να την ιδεί ο Αχιλλεύς, λιγοθυμιά τον πιάσεν Αχιλλ. (Haag) L 492· εδιάβην ώρα περισσή να της αποκριθούμεν Απόκοπ.2 391· ασηκώνοτουν τρεις ώρες να ξημερώσει, εις το να ιδεί πώς αύξαινεν ένα σύκον Μπερτολδίνος 91· οι Ισραηλίτες| ομοφωνούν να δώσουσιν την χώραν του Ολοφέρνη.| Και να το ακούσ’ η Ιουδήθ ...| εσύναξεν την γερουσίαν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1791· με προηγ. το ουδ. άρθρο: Το να τ’ ακούσει παρευθύς ο Αχιλλεύς τους λόγους,| συντόμως γράφει γράμματα Αχιλλ. N 402· το να προκύψει η λυγερή να βλέπει προς εκείνους,| ελάκτισεν ο Αχιλλεύς τον άσπρον τον φουδούλην Αχιλλ. N 1146· Το να το ιδεί ο Ιμπέριος (ενν. το παρανυχίδιν), ετρώθην η ψυχή του Ιμπ. 293· Το να τον δουν εγλήγορα οι γυναικάδελφοί του,| πεζεύγουν, ... προσκυνούν τον Αχιλλ. (Haag) L 1047· β) ακολουθεί πλεοναστικά β1) τους χρον. συνδ. όταν (όντα, όνταν, άντα, αντάν): όταν να θέλει να λουστεί η θαυμαστή η κόρη,| τις έναι οπού να δυναστεί να είπει και να γράψει; Αχιλλ. L 515· όντα να τελειώσει η πρώτη λειτουργία, ... άννοιξε το χαρτίν το βουλλωμένον Μαχ. 1433· Όνταν την ευγενειάσ σου να βιγλίσω,| χάννεται ο λογισμός μου Κυπρ. ερωτ. 9115· Άντα να μηδέν έχετε τό θέλετε, να ʼχετε το ποίσειν νώσιν του πάπα Μαχ. 3547· Γλυκιά και δροσινά ʼναι τα λαμπρά μου (παραλ. 2 στ.), αντάν την ευγενειάσ σου να βιγλίσω Κυπρ. ερωτ. 508· β2) το σύνδ. ότι: τότες να καθεριστείς από την ανάρα μου, ότι να έρτεις προς τη γενεά μου Πεντ. Γέν. XXIV 41· β3) τους συνδ. πριν, πριχού(ν), πρίχου: αποθαίνει ού ο είς ού ο άλλος πριν να παντρευτούσιν Ασσίζ. 36917· Μα ʼρθαν και τον ευρήκασιν οι μπιστικοί του φίλοι,| πριχού να κάμει η χέρα του ό,τ’ είπασι τα χείλη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 728· Φοβούμαι μεν το κλίνω το κεφάλιν| πριχούν με λύπην να με δουν τα μμάτια της θέισσάς μου Κυπρ. ερωτ. 10826· πρίχου ν’ αποθάνει,| σα λιόντας εμουγκίστηκε Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ε΄ 160· β4) το σύνδ. αφόν: αφόν στον ουρανόν να λάψουν τ’ άστρα,| στρέφουνται ποιον στο σπίτιν ποιον στο δάσος Κυπρ. ερωτ. 1064· γ) με προηγ. το σύνδ. ώστε· η πρόταση αναφέρεται στο τέλος συν. μεγάλης χρον. περιόδου: θέλω πασαείς να δει τη μπόρεσή μου,| για να φοβάται ώστε να ζει, περίσσα την οργή μου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ΄ 626· δεν τελειώνει η μάχη σας ώστε να μπεις στον Άδη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 184· σε χέρι γή σε μάγουλο ποτέ δε θες μου ʼγγίξει| ώστε να φέρουν οι καιροί γλυκύς καιρός ν’ ανοίξει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 684· Ώστι να ζει και να θωρεί δεν θέλει λησμονήσει Κυπρ. ερωτ. 11310· δ) με προηγ. το συνδ. κάθα· η πρόταση δηλώνει αόριστη επανάληψη: Κάθα να δω το βγενικόν το ʼδεισ σου,| όλος αφταίννω Κυπρ. ερωτ. 691· ε) με προηγ. το σύνδ. ωσόπου, εωσόπου· η πρόταση δηλώνει το χρον. διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου μπορεί κ. να ισχύει: Γλυκύν και δροσινόν έν’ το λαμπρόν μου| ωσόπου να βιγλώ τα γλυκιά ʼμμάτια Κυπρ. ερωτ.10532· δεν έχει νίκος να με πάρει| ωσόπου να ʼχω την γλυκιάν της χάρην Κυπρ. ερωτ. 288· εντέχεται να τον κρατεί εις την φυλακήν του ... εωσόπου να τον πλερώσει Ασσίζ. 31218. Ζ´ Αναφορικές 1) Εισάγει μόνο του ή συνοδεύει αναφορ. αντων. ή επίρρ. σε αναφορ. πρόταση που εκφέρεται σε οριστ. α) απλή: δεν ευρέθηκεν κανείς ...| να είπεν, να με σύντυχεν καλόν διά τα ξένα Περί ξεν. V 166· β) πιθανολογική: εκείνος ού εκείνη οπού να έβαλαν τοιούτους ανθρώπους μάρτυρας, ... εντέχεται όλα να ένι κρατημένα του αυθέντη του τόπου Ασσίζ. 14410· γ) ευχετική (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 106): τοιούτα έχουν οι κορίτσες| όταν είναι κοπελίτσες,| ήγουν όταν έν’ μικρά,| όπου να τα ʼθαψα νεκρά Συναξ. γυν. 499· Αφήτε μ’, οπού να ʼμουνε σήμερ’ αποθαμένη Θυσ.2 311. 2) α) Σε υποτ. και δηλώνει κ. το ενδεχόμενο (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 106-7)· συν. προηγείται αποφατική πρόταση: άθρωπος δεν ήτονε μηδένας να θελήσει| με τέτοιους δυνατούς εχθρούς να βγει να πολεμήσει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ΄ 571· δεν είναι βάσανο να μοιάζει του δικού μου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Α΄ 424· στη μεγαλότητα κιανείς δεν είν’ να του σιμώσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 410· τινάν ουδέν έχω δι’ εμέναν να σε αναφέρει Λίβ. Sc. 171· β) με προηγ. αναφορ. αντων. ή επίρρ.: το δίκαιον κρινίσκει ότι εκείνος ή εκείνη απού να το ποιήσει, πρέπει να χάσει είτι και αν έχει Ασσίζ. 19522· να οικοδομήσει ναόν οπού να μην έγινεν άλλος δεύτερος απ’ αυτόν Διήγ. Αγ. Σοφ. 1481· μπόριε να γελάσει| η ζγουραφιά κάθ’ άνθρωπον οπού να μην κατέχει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 243· (εδώ με προηγ. το σύνδ. και στη θέση του αναφορ. που): ίσα του δεν εγίνη άλλος κιανεις και να βαστά την ομορφιάν εκείνη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 286. 3) Συνοδεύει το αναφορ. επίρρ. απού, οπού σε αναφορ. - αποτελεσματική πρόταση που εκφέρεται σε υποτ. (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 108)· συν. προηγείται στην κύρια πρόταση το δεικτ. τόσον: φοβούμαι| να μη ζηλέψει (ενν. το ριζικό) ...| και ρίξει με σε βάσανο τόσον απού ποτέ μου| να μη μπορέσω να ’γερθώ Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Α΄ 480· όμορφή ’σαι| τόσον οπού τινάς δε να μπορήσει| τα κάλλη σου ποτέ να τα μετρήσει Κυπρ. ερωτ. 8712· θες γροικήσει| τόση καλή θαράπαψη απού να φχαριστήσεις| την ώραν οπού βάλθηκες να τωνε συμπαθήσεις Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ 547. 4) Συνοδεύει το σα(ν), ως, ώσπερ σε αναφορ. προσδιοριστική πρόταση όπου εκφράζεται υποθ. παρομοίωση (πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 111): στέκομαι τρεμάμενη σαν να’χα να περάσω| μια θυμωμένη θάλασσα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ΄ 7· Φράγκοι, Ρωμαίοι στέκουνε σα να ’τον χριστιανοσύνη,| σα να μην ήτονε Τουρκιά, έχουσι καλοσύνη Τζάνε, Κρ. πόλ. 41615, 16· αγάπα τον και τίμα τον ως να ήτον συγγενής σου Σπαν. (Ζώρ.) V 122· όσοι αποθάνουν εις αυτό εκείνο το ταξίδιν| να έχουν συμπάθιον κι άφεσιν από τες αμαρτίες τους,| ώσπερ να αποθάνασιν εις του Χριστού τον τάφον Χρον. Μορ. H 493.σπουδαίος,- επίθ., Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 7734, 1523, 20639.
Το αρχ. επίθ. σπουδαίος. Η λ. και σήμ.
1) α) (Για πρόσωπα) ικανός, εξαιρετικός σε έναν τομέα: Ω άνανδρε και οκνηρέ, είπεν (ενν. ο ρήγας) ουδέν εβγαίνεις| εμπρός από τα μάτια μου, μα στέκεις κι εδώ μένεις;| Ότι από της σης οκνείας έφυγαν οι εχθροί μου,| και τώρα μ’ αναπαίζουσι, που ’σαν δούλοι δικοί μου.| Διού ως καπετάνιος αν συ λέγω σπουδαίος| ήθελες πράξει τότεσον το εδικόν σου χρέος,| με όλον το στρατόπεδον εις πάσον να υπάγεις,| και να μην είχες έννοιαν να πιεις τε και να φάγεις,| τούτο δεν επαθαίναμεν να ’μαστε σ’ απορίαν,| να δεν ’πορούμεν στους εχθρούς να δείξομεν ανδρείαν Κορων., Μπούας 75· β) (για πράγματα) σημαντικός, άξιος λόγου: Ακούεις το «να την ειπώ, και να σε αγαπήσει»;| ούτος ο λόγος τῳ δοκείν ουδέν σπουδαίον κρύπτει,| εξ αγοράς δε φαίνεται ληφθήναι και τριόδων,| ουκ ευγενή την έννοιαν έξω προβεβλημένος Γλυκά, Αναγ. 92. 2) Γρήγορος, βιαστικός: ήκουσε και εσήμαιναν κι ηδονικά τραγούδια·| τότες επήγε παραμπρός με βαδισμόν σπουδαίον| κι απάνου της εστάθηκε, θωρώντα θαυμαζέτον Θησ. Ζ́ [593]. 3) Πρόθυμος, γεμάτος ζήλο: ο βασιλεύς δε την αιτίαν του γογγυσμού μη αγνοών προσεποιείτο μη ακούειν ταύτα και καταλιμπάνων αυτούς της ης είχε γνώμης εποίει τε και βουλής λέγων: «τους στρατιώτας αόκνους είναι βούλομαι και σπουδαίους και ένθα κατασκηνοί βασιλεύς και τούτους ευρίσκεσθαι» Παράφρ. Χων. (v. Dieten) I 161. 4) Μορφωμένος (για τη σημασ. βλ. και Μιχαηλίδης, Ελλην. 25, 1972, 104 σημ. 11): Την σήμερον εβλέπομεν εισέ πολλούς ανθρώπους,| πὂναι χοντροί και άγνωστοι ως ζώα εις τους τρόπους,| κι από την βαρβαρίαν τους και χοντροσύνη π’ έχουν (παραλ. 7 στ.). Σπουδαίον άνδρα να ιδούν, πολλά τονε μισούσιν| και ως εχθρόν επίβουλον στέκουν και τον θωρούσιν Γκίνου, Στ. 11. Το αρσ. ως ουσ. = 1) α) Λόγιος, διανοούμενος, άνθρωπος των γραμμάτων (για τη σημασ. βλ. και Μιχαηλίδης, ό.π.): Επιστολήν σου προβοδώ, φίλε μου Μανογήλη,| και μηδέν δεις του μελανιού ό του χαρτιού την ύλην,| αλλά την γνώμην της φιλιάς του πέμποντος γραφέως,| που σε φιλεί και πεθυμά να γίνεσαι σπουδαίος Κυπρ. ερωτ. 1414· χαρτί να ιδούν ότι κρατεί σπουδαίος να διαβάζει,| τους φαίνεται ότι τινάς το μάτι τους εβγάζει Γκίνου, Στ. 13· (εδώ πιθ. για ανθρώπους ευγενικής καταγωγής· βλ. και Κωστούλα [Αγαπ., Γεωπον. σ. 320]): ας το τρώγουν (ενν. το χοιρνόν) τον χειμώνα οι νέοι και οι δουλευτάδες, αμή οι σπουδαίοι, οπού δεν δουλεύουσι, και οι γέροντες μη το τρώγουσιν Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 194· β) σπουδαστής· μελετητής: Οι σπουδαίοι Ιωάννῃ τῳ φιλομαθεστάτῳ χαίρειν Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1981· Γίνωσκε γαρ πως σε ποθώ και θέλω, πριν να πάθεις,| εις άλλον έργον να βαλθείς, ποιγητικήν να μάθεις,| την επιστήμην της χαράς και της μετεωρίας,| που κάμνει τον σπουδαίον της άξιον θεωρίας Κυπρ. ερωτ. 1418. 2) Ειδικός, ειδήμων: ει δε συμβεί ποτέ αστοχήσαι της θήρας τον ιέρακα διά πολλά τα συμπίπτοντα (… έστι δε ότε και τοις των ιμάντων δεσμοίς συμπλακείς αμαρτάνει της θήρας· γίνεται δε και άλλα πολλά προς αποτυχίαν εμπόδια, άπερ κατά μικρόν τους σπουδαιοτέρους η πείρα διδάξει) … Ιερακοσ. 35717. Το ουδ. ως επίρρ. = γρήγορα, βιαστικά· πρόθυμα: Πολλά σου είπα, ω κορμί, ν’ αφήσεις τα κακά σου,| και συ σπουδαίον βρίσκεσαι στα αμαρτήματά σου Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 420.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η, Γκίνου, Στ. 3.