Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- ρακή
- η, Γιατροσ. Ιβ. 40 πολλ., Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 69r, 103v τρις, Φορτουν. (Vinc.) Ά 107, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 16, 33, 42, 80.
Από το ουσ. ρακί με αλλαγή γένους. Η λ. και σήμ.
Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με απόσταξη από στέμφυλα ή άλλους καρπούς και αρωματίζεται με φυτικές αρωματικές ουσίες: να τον ποτίσεις με νερόν, οπού να το βράσεις με αδίαντον ... ή κρασί στυφόν ή ρακήν Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 17· Εκάμναν καθημερινόν τράπεζες, ζιαφέτια,| με το κρασίν, με την ρακήν ολημερόν εμέθυαν Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 330.ρακί- το, Γιατροσ. Ιβ. 112, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 169, 236.
Από το τουρκ. rakı (Redhouse, <αραβ. arak· βλ. και ΛΚΝ). Πβ. λ. ράχι στον Ησύχ. (L‑S, λ. ράχη). Η λ. στο Du Cange και σήμ.
Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με απόσταξη από στέμφυλα ή άλλους καρπούς και αρωματίζεται με φυτικές αρωματικές ουσίες: όστις θέλει να μη πονέσουν οι οδόντες του, ας βρέχει την κεφαλήν συχνάκις με ρακί δυνατό Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 228· αντί δε κρασίου κεράσματος, δίδουσιν (ενν. οι Πατέρες) από ολίγον ρακί εις την τράπεζαν, και τούτο εβγαλμένον από τον κουρμάν, ήτοι τους φοίνικας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 172.ραπάνι(ν)- το, Ζήνου, Βατραχ. 102, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1384· ρεπάνι, Sprachlehre 113, Γιατροσ. Ιβ. 50 τετράκις, 96, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 135, 207· ρεπάνι(ον) Ορνεοσ. αγρ. 53127‑8, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 522, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 236, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 19.
Το μτγν. ουσ. ραπάνιον. Ο τ. ρεπάνι στο Du Cange (λ. ράπανον) και σήμ. Τ. ρεπάνιον στο Meursius. Η λ. (ραπάνι) στο Somav. και σήμ.
Το φυτό ράφανος ο εδώδιμος (raphanus sativus), που ανήκει στην οικογένεια των Σταυρανθών και καλλιεργείται για τη ρίζα του· ρεπάνι, ρεπανάκι (για το πράγμα βλ. Καββάδας, Βοτ. φυτολ. λεξ., λ. ραφανίς): πράσα, ραπάνια, κάρδαμα, κρεμμύδια και γογγύλια Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 14· Τας ρίζας του ρεπανίου οπού καίει να ξηράνεις, βάλε εις το κρασί την σκόνην τους να γένει ξύδι Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 244. — Βλ. και ράφανον.ρεομπάρμπαρον (I)- το, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 75, 79, 81· λεοπάρπαρον· ορεομπάρμπαρο(ν)· ορεομπάρμπαρον, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 22, 80 (έκδ. ωραιομπάρμπαρον)· ρεοβάρβαρον, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 78· ρεομπαρμπαρόν, Γιατροσ. Ιβ. 108· ρεομπάρπαρον, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 51, 63, 77.
Αντιδ. από το ιταλ. reobàrbaro (Χατζ., Μεσ. Κύπρ. 291) <μτγν. ελλην. ρήον βάρβαρον (TLG). Ο τ. λεοπάρπαρον με ανομ. υγρών (πβ. Καραποτόσογλου, Κυπρ. Σπ. 46, 1992, 187). Ο τ. ορεομπάρμπαρο(ν) με ανάπτυξη ο‑ (πιθ. από παρετυμ. επίδρ. του επιθ. ωραίος). Ο τ. ρεοβάρβαρον με ‑β‑<–μπ‑ από λόγ. επίδρ. Τ. ριομπάρμπαρον στο Meursius και ριομπάρμπαρο σε έγγρ. του 17. αι. (Έγγρ. Σαντορ. 893). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, λ. λιομπάρμπαρο, Τσιτσέλη, Κεφαλλ. Σύμμ., λ. λιομπάρμπαρο, Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ., λ. ρομπάρμπαρο, Kahane, H. & R., Festschrift Heger 327).
Ποώδες φυτό, η ρίζα του οποίου έχει τονωτικές και καθαρτικές ιδιότητες, πιθ. το ρήον το παλαμοσχιδές, κοιν. ραβέντι (βλ. ά., καθώς και Καραποτόσογλου, Κυπρ. Σπ. 46, 1992, 187, Καββάδας, Βοτ. φυτολ. λεξ., λ. ρήον): Και όταν (ενν. ο αηδής) τρώγει εις το τραπέζι, να διηγάται πως έναν καιρόν έπιεν λεοπάρπαρον και τον εκίνησε από πάνω και από κάτω, και έβγαλεν χολήν «μαυρύτερην από αυτό το ζωμί», ήτοι να δείχνει τα φαγητά του τραπεζιού Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 130· Καταφρονεί ο ασθενών και αηδιάζει επί τῳ ρεομπαρμπάρῳ, πλην εκείνῳ είναι ωφέλιμον Lucar, Sermons 123· Έτερα καταπότια τα οποία γίνονται με το ξυλομάκερ και είναι θαυμαστά εις δυσεντεριακούς. Έπαρε μάκερ, αφιόνι, ρεομπάρμπαρον δράμια δύο και κηκίδια ... Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 59. — Βλ. και λ. ρέον (I).ρετσίνι- το, Θησ. (Foll.) I 53, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 219v, Γιατροσ. Ιβ. 72, 106· ριτσίνι, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 61.
Από το ουσ. ρετσίνη η (βλ. ά. ρητίνη) με αλλαγή γένους. Ο τ. ριτσίνι από τον τ. ρητσίνη (βλ. ά. ρητίνη) ή με τροπή του ‑ε‑ σε ‑ι‑. Η λ. και σήμ.
Κολλώδης, παχύρρευστη ουσία που εκκρίνεται από τα κωνοφόρα δένδρα και κυρίως το πεύκο σε σημεία που έχουν χαραχθεί: Τους πεύκους που εγέμασι, όλοι τους το ρετσίνι Θησ. ΙΆ [231]· Μαστίχι ... και ρετσίνι και της κερασίας το δάκρυον ... έπαρε και κοπάνισέ τα και άλειφε τα χείλη Γιατροσ. Ιβ. 104· όχι μόνον εχάλασε (ενν. ο Χαντζάκης) ... τα τειχία της Χώρας, αλλά και βάλλοντας φωτίαν με τεάφι και ρετσίνι, την εκατάκαυσεν όλην Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 286. — Βλ. και ρητίνη.ρευματικόν- το, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 137, 204, 241, Νομοκ. 38510· ρεματικό, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 203· ρεματικό(ν), Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 326, 335· ρε(υ)ματικό(ν), Μαλαξός, Νομοκ. 417· ρευματικό(ν), Γιατροσ. Ιβ. 92.
To ουδ. του επιθ. ρευματικός (απ. στον Αριστοτέλη) ως ουσ. Ο τ. ρεματικό το (Τσιτσέλη, Κεφαλλ. Σύμμ. 422), καθώς και ο πληθ. ρεματικά τα (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ.) και σήμ. ιδιωμ. O τ. ρεματικόν στο Βλάχ. Πληθ. ριματικά τα σήμ. ιδιωμ. (Πασχαλούδης, Τερπν. Νιγριτ., Δουγά-Παπαδ.-Τζιτζιλής, Γλωσσ. ιδίωμ. ορ. Πιερίας). Η λ. στο Somav.· ο πληθ. ρευματικά τα και σήμ.
(Ιατρ.) ρευματική πάθηση, ρευματισμοί: θεραπεύει (ενν. αυτό το λάδι) πάσαν ασθένειαν του ρευματικού καν εις τους πόδας είναι καν εις τας χείρας και γόνατα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 241· Τούτος ο βασιλεύς κύρης Ιωάννης ο Παλαιολόγος είχε ασθένεια βαρέαν, ρεματικά, και ήτον παράλυτος εις το κρεβάτι και δεν εδύνετον να σηκωθεί Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 28. — Βλ. και ρεύμα, ρευματισμός.ρίπτω,- Σπαν. (Λάμπρ.) Va 567, Προδρ. (Eideneier)2 Ά 236, Γ́ 170-1, Καλλίμ. 1311, Ασσίζ. 4718, 25211, 29516, 3622, Ορνεοσ. αγρ. 53710, Διγ. Z 161, 356, 613, Βέλθ. 417, 1128, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 4736, Χρον. Μορ. H 543, P 17, 2921, Βίος Αλ. 3657, Φλώρ. 383, 1645, Λίβ. διασκευή α 230, 1831, Αχιλλ. (Smith) N 555, 1271, 1560, Ιμπ. 720, Χρησμ. Χ 18, Χρησμ. (Βέης) 1418, Φυσιολ. (Legr.) 471, Φυσιολ. 35521, 3567, Δούκ. 16125, Γεωργηλ., Θαν. 613, Παράφρ. Χων. (v. Dieten) I 1, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.), 720 κριτ. υπ, Λίβ. Va 219, 2123, Έκθ. χρον. 3421, 4311, 729, Κορων., Μπούας 37, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ά 561, ΙΔ́ [204], Βυζ. Ιλιάδ. 615, Ιστ. πολιτ. 2822, Παϊσ., Ιστ. Σινά 40, Διγ. O 2766, κ.α.· ερίπτω, Διγ. Z 3885· ρέχνω, Κορων., Μπούας 20· ρίβγω, Μαχ. 21034, 3144, 34032, 4048, 41615, 16, 4546, 4641, 48618, 19, 22, 54634, 58820, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 92, 115, Ξόμπλιν φ. 137v, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 166, Κυπρ. ερωτ. 9917, 10720· ρίκτω, Σαχλ., Αφήγ. 517, Ερωτοπ. 93, Λίβ. Esc. 2291, 2694, Αχιλλ. L 878, 1184, Χρον. Τόκκων 266, 1734, Θησ. Β́ [308], Θησ. (Foll.) I 53, Χούμνου, Κοσμογ. 2179, 2181, 2353, 2503, 2511, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 120, 2125, 2547, 2790, 4568, 4801, Απόκοπ.2 363, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 302, 412, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 941, Κορων., Μπούας 37, Αχέλ. 406, 410, 644, 753, 1040, 1578, Μορεζ., Κλίνη φ. 138v, 514r, 539v, Στάθ. (Martini) Ά 92, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 431, Ροδινός (Βαλ.) 167, Διγ. O 1734, Διακρούσ. (Κακλ.) 226, 752, 1102, κ.α.· ρίκτω — ρίχνω, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2511, 2543, 2555, 3223, 3552, 3565, 3599, 3769, 4613, 4674, Διακρούσ. (Κακλ.) 717, 749, 760· ρίπτω — ρίχτω, Χρον. Μορ. H 2217, 2224, 3519, 3576, 4023, 4634, 4730, 4839, 5577, 8308, 9018, P 2217, 2224, 3519, 4023, 4634, 5577, 8308· ρίχνω, Κομν., Διδασκ. Δ 392, Ιατροσ. 21101, Αχιλλ. O 334, Θησ. Β́ [135], Θησ. (Foll.) I 133, Γαδ. διήγ. 17, 143, Κορων., Μπούας 132, Ζήνου, Βατραχ. 394, 395, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 154v, 219v, Χρον. σουλτ. 646, 7919, Κυπρ. ερωτ. 1544, Πανώρ.2 Αφ. 43, Ά Β́ 29, Δ́ 33, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 566, Πιστ. βοσκ. Ι 1, 57, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 882, B´ 1034, 2146, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 257, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1239 κβ́ 1, 1245 λ́ 2, Σουμμ., Παστ. φίδ. Á [350], Γ́ [138], Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. ά 165, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ´ 224, 229, Έ 15, Διακρούσ. (Κακλ.) 128, 285, 709, 1001, Τζάνε, Κρ. πόλ. 18815, 2114, 23915, 24516, 54213, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Αποκάλ. Ιω. ς′ 13, κ.π.α.· ρίχνω — ρίχτω, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 23513, 28224, 39415, 40726, 44814, 46710, 52715, 54814, 5562· ρίχτω, Χρον. Μορ. H 2921, 9092, P 15, 543, 9092, Θησ. Ζ́ [368], Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 728, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ μετά στ. 640, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 774, 1060, Γ́ 1594, Δ́ 939, Ροδολ. (Αποσκ.) Β´ 169, 512, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. ά 17, Γ́ 410, 459, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 139, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1775, 18, 28921, 36019, 40821, 4549, 46012, 15, 47211, 4808, 49023, 57016, κ.α.· αόρ. έριξα, Ιων. I 4, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 696, Διήγ. παιδ. 294, Φλώρ. 1033, Ερωτοπ. 675, Λίβ. διασκευή α 256, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 297, 426, Αχιλλ. L 994, 1018, 1200, Αχιλλ. (Smith) N 1006, Χρον. Τόκκων 554, 1735, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 427, Λίβ. Va 1643, 1823, 1049, 2852, Απόκοπ.2 363, Βεντράμ., Φιλ. 172, Δεφ., Λόγ. 128, Πεντ. Γέν. ΙΙ 21, XXXVII 20, Έξ. VII 10, XV 21, 25, Δευτ. IX 17, Δωρ. Μον. XXIX, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β′ 260, 266, Γ́ 164, Κατζ. Γ´ 132, Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 16, Πιστ. βοσκ. IV 4, 43, Βίος Δημ. Μοσχ. 637, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 616, Στάθ. (Martini) Γ′ 53, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 72r, Ροδολ. (Αποσκ.) A´ 551, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 109, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β´ 109, Hagia Sophia ω 51518, Μπερτολδίνος 124, κ.π.α.· έρ(ρ)ιψα, Σπαν. (Μαυρ.) P 101, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 53, 868, 1284, 1541, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 6776, 11402, Λίβ. P 1316, Λίβ. Esc. 198, 4171, Λίβ. N 3677, Αχιλλ. (Smith) N 1556, 1612, Βουστρ. (Κεχ.) 6816, 19218, Κυπρ. ερωτ. 10732, 1432, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 91, κ.α.· γ́ πληθ. αορ. ερρίπτησαν, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1013· προστ. ρίχθησε, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ιά 23· μτχ. παρκ. ριχμένος, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ιέ μαξ. καλλιουπ., Ιω. ιε 6.
Το αρχ. ρίπτω. Ο τ. ρέχνω πιθ. από μετρ. αν. Ο τ. ρίβγω (ρίβγειν) στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 769) και τ. ρίβγου σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. ρίχνου). O τ. ρίκτω σε σχόλ. (LBG), τον 11. και σε έγγρ. του 12. αι. (Caracausi, LBG) και στο Βλάχ. Ο τ. ρίχνω (για το σχηματ. του οποίου βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 291) στο Βλάχ. (λ. ρίκτω) και σήμ. Τ. ρίχτου και ο τ. ρίχτω (για το σχηματ. του οποίου βλ. και Χατζιδ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 54) σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 769, λ. ρίβκω, 770, λ. ρίχτω, ρίχνω). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Χατζ., Λεξ., ρίβκω, Andr., Lex., ρίφτω, Κωστ., Λεξ. τσακων., ρίγνου). Μτχ. ρικτήμενος (βλ. και Δαβίδ. 406), ριγμένος (λ. ρικτήμενος) και ριχμένος στο Somav.· βλ. και Σακ., Κυπρ. Β́ 770, λ. ρίχνω. Η λ. στο Du Cange και σήμ. λόγ. και σε αρχαϊστικές φρ. (Κριαρ., Λεξ., Μπαμπιν., Λεξ.).
I. (Ενεργ.) 1) α) Κάνω ή αφήνω κ./κάπ. να πέσει κάτω: Την καρέαν κλαδοκοπούσιν| και τα φύλλα ρίπτουν κάτω Χρησμ. (Βέης) 1418· τον βότρυν ρίπτουν (ενν. οι ακανθόχοιροι) εις την γην και ξηρωγίζουσίν τον Φυσιολ. (Legr.) 471· ρίξε, κυρά μου, το σκοινί από το παραθύρι,| για να ’ρθω το τειχιό τειχιό, να πιάσω ωριόν ζαφείρι Ch. pop. 327· επήγε μέσα στην αυλή (ενν. ο Ιούδας), εις την μηλιά ανεβαίνει| κι όλα τα μήλα τσή ’ριξε και τότες κατεβαίνει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2543· (προκ. για δέντρο ή πτηνό): Κάμε ένα στεφέλι μολυβένιον και ζώσε τον δένδρον ... Τούτο του βοηθά πολλά να μη ρίχνει τον καρπόν του Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 155· Τα … δένδρα ρίχνουσι … τα φύλλα τως Μορεζ., Κλίνη φ. 375v· Εις ρευματιζόμενον (ενν. ιέρακα) και από του ρεύματος ρίπτοντα τα πτερά Ιερακοσ. 47910· (εδώ μεταφ. προκ. για δάκρυα): Το δυνατόν ξουφάριν| που ρίβγει ’πού τα ’μμάτια μου ψιχάδιν ... Κυπρ. ερωτ. 10720· β) ανατρέπω: ταύτην την στήλην άνεμοι πνεύσαντες λίβαι εξανέσπασαν ... και εις γην έριψαν Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 197· Δύο, τρεις φορές τον έριψαν και πάλιν εσηκώθη·| τέτοιους κόλπους τον έκρουαν … Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3996. (μεταφ. προκ. για αξιωματούχο· για τη σημασ. βλ. και Κουκ., Ευστ. Γραμμ. 139): εμπρός στους δούλους σου (ενν. στέκου) αφέντης υψωμένος,| διά να στέκεται σωστή της αφεντιάς η τάξις (παραλ. 1 στ.)· μηδέ πικρός και ρίξουν σε, μηδέ γλυκύς και φαν σε,| ένας σοφός διδάσκαλος είπεν ότι να είσαι Ιστ. Βλαχ. 1619· εδοκίμαζε πώς να τον ρίψει (ενν. τον πατριάρχην) ... από το πατριαρχείον Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 1253· γ) γκρεμίζω, ισοπεδώνω: Πέμπει (ενν. ο Θεός) σεισμόν με την βοή, ο κόσμος σκοτεινιάζει,| και από τον φόβον ο λαός το «Κύριε ελέησον» κράζει.| Και ρίκτει σπίτια αρχοντικά, παλάτια των κριτάδων,| εκκλησιών καμπαναριά και άλλων πτωχών τινάδων Σκλάβ. 21· έβαλαν (ενν. οι βάρβαροι) σιδηρούς λοστούς κάτω από τας πορφυρένιας κολόνας, διά να ρίξουν την εκκλησία και να πάρουν τα μάλαμα Ιστ. Βατοπ. 39· με τες μπόμπες τες πολλές ερίξαν το καρτέρι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 28224· τα τείχη ρίχνασιν με την αρτελαρίαν (ενν. οι Τούρκοι) Αχέλ. 1847· ήρξαντο ρίπτειν και αφανίζειν τον θείον … ναόν, και τέλος έκτισαν και ανῳκοδόμησαν μετζίτιον Ιστ. πολιτ. 2822· (σε μεταφ.): τση ’ντήρησής μου| τσι πόρτες εκατέσπασε (ενν. ο πόθος) κι έριξε της ντροπής μου Πανώρ.2 Γ́ 408. 2) α) Με ουσ. όπως χιόνι, χαλάζι κλπ. για την περιγραφή φυσικών φαινομένων: σαν τα νέφαλα που ιδείς τον ουρανόν να κρύψουν,| και παρευθύς κάτω στην γην πολλήν βροχήν να ρίψουν,| ούτω στον κάμπον του δουκός εκ των Φραντσόζων πίπτουν| οι σκιουπετές ... Κορων., Μπούας 37· ο ουρανός με τες βροντές αστροπελέκια ας ρίχνει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 15· σεισμός πολυς εγίνηκε, μεγάλη σκοτεινάγρα,| τα νέφη εθαμπωθήκασι κι ερίξασιν αντάρα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3767· Ρίκτει ο Θεός την χάλαζαν με ’στία ανακατωμένη,| άνθρωποι, δένδρη και τα ζα ευρέθησαν χαημένοι Χούμνου, Κοσμογ. 2353· Γλυκύν αέρα στες αρχές του ναύτη ετσι του ρίκτει,| ο ουρανός, μα η θάλασσα σαν θυμωθεί του δείκτει την δύναμιν και μάνητα ’ς κύματα αγριεμένα Λίμπον. 215· Οι καταρράκτες του ουρανου πάραυτας θέλου ανοίξει,| νερόχιονο να ρίκτουσι, κι αστράψει και βροντήξει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4801 (και απρόσ.): νερά πολλά ου γίνονται, μόν’ χιόνια και χαλάζι.| Ρίκτει στιβάζει πάντοτες … κι ευθύς … το να το ρίξει πάγωσε Θησ. Ζ́ [368]· Εις όλα τα περίγυρα και τα χωριά χαλάζι| έρικτε με τες αστραπές και ο λαός φωνάζει Σκλάβ. 126· β) (με υποκ. τη λ. ουρανός κλπ. και αντικ. τα ουσ. αίμα (βλ. και λ. αίμα(ν) Ιδιάζ. χρ., Επιτομή, λ. αίμα 1), φωτιά): αίμα ρίξε, ουρανέ, και πλιο νερό μη βρέξεις! Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22814· Ουρανέ, ρίξε φωτιά, …| κι όλοι ας λαβού κι όλοι ας καγού Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1723. 3) α) Στέλνω προς κάπ. κατεύθυνση ή σε κάπ. στόχο: ένα πουγγί τούς έριξε (ενν. ο Αλέξανδρος βοεβόδας) να διαμοιρασθούσιν Ιστ. Βλαχ. 1030· βλέπω την κόρην, ρίπτει με μαγνάδιν ιδικόν της Λίβ. διασκευή α 2451· ρίπτει το (ενν. το μήλον) προς το κόρφον του, ευθύς απονεκρούται Καλλίμ. 1311· (εδώ προκ. για ραντισμό με αγίασμα): ρίκτουσιν (ενν. μοίραν απ’ αυτές οπού εχηρέψασιν) αγιάσμα ωσάν παπάδες.| Και από τες έξι ή τες επτά, πάσαν εορτήν και σκόλην,| απήν σφαλίσουν οι εκκλησιές και απήν μισέψουν όλοι,| τα μνήματά σας διασκελούν και απάνω σας διαβαίνουν,| με τους παπάδες ταπεινά, κρυφά να συντυχαίνουν Απόκοπ.2 188· φρ. όσον να ρίξεις μίαν πέτραν = σε απόσταση βολής πέτρας: εχώρησε μακρά απ’ αυτούς όσον να ρίξεις μίαν πέτραν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. κβ́ 41· (εδώ σε διαδικασία μαντικής· βλ. και Μέγας, ΕΕΦΣΠΑ 9, περ. β́, 1958-9, 207-208, Κουκ., ΕΕΚΣ 3, 1940, 66 και σημ. 8): Όσοι μαντεύουσι ... ή αστρονομούνται ή χύνουσι κηρί ... ή ρίκτουσι κουκκία ή ρεβίθια ή ρίκτουσι εις το φεγγάρι ... Νομοκ. 3858· β) (προκ. για ουράνιο σώμα κλπ.) εκπέμπω: Λαμπρότατε ήλιε, ρίξε τες ακτίνες σου Χίκα, Μονωδ. 140· τ’ άστρα του ορανού τσ’ ακτίνες τως να ρίχνου| πασίχαρα στον κόσμο μας Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Α´ 343. 4) α) Εκτοξεύω, εκεσφενδονίζω: ρίχτου τα βερτόνια τως και τα πουλιά δοξεύγου Ροδολ. (Αποσκ.) Γ´ 308· σκιουπέτα ρίκτασι, μπαλέστρες και κοντάρια Κορων., Μπούας 57· ρίπτει (ενν. ο Έρως) το βέλος εις αυτήν και φλόγα εξανάπτει Διγ. Z 197· είδα φανερά να ρίξει με μεγάλη| σπουδή στο στήθος μου Ερωτας χίλιες σαΐτες πάλι Πανώρ.2 Ά 329· Έπειτα παίρνει τη γυνή (ενν. ο Διγενής), στα δάση τηνε κρύπτει/ να μη βλέπει στον πόλεμο πώς το κοντάρι ρίπτει Διγ. O 2766· (σε μεταφ.): Όλος εξεκοκκίνισε, κι εφαίνετό σου ερίχνα| χίλιες φωτιές τ’ αμμάτια του,| κι οι εμιλιές του εδείχνα| πως είναι πλια αγριότερη παρά θεριού η καρδιά του Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 95· β) πυροβολώ: ερίχνασί του τουφεκιές, μα κείνος δεν τες γροίκα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 54213· λουμπαρδιές και τουφεκιές ερίχταν απομέσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2902· ερίξασι οι Τούρκοι … μπαλοτιές σαν χιόνι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 28014· γ) χιμώ να χτυπήσω κάπ. (συν. με το ρ. κόπτω προκ. για σπαθί): αυτός απού τα σκότωνε (ενν. τα παιδιά) ο τρισκαταραμένος| ’ποπανωθιό τση Ελισσαβέτ στέκει ξεσπαθωμένος·| ρίκτει να κόψει το παιδί ’ς τση μάννας του τα χέρια,| κι ένα χαράκι ήτον εκεί κι ήδωκεν η μαχαίρα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2290. 5) (Για ρούχο, κάλυμμα κεφαλής κ.τ.ό.) βγάζω: ρίκτουν τα πανωκλίβανα, έλαμψαν τ’ άρματά τους Παρασπ., Βάρν. C 184· ρίπτει (ενν. η Μαξιμώ) το επιλούρικον (ην γαρ πολύς ο καύσων) Διγ. Z 3694· φρ. ρίχνω τα ράσα / ρίπτω/ρίχνω το μοναχικόν σχήμα/το σχήμα το αγγελικόν/την καλογερικήν = αποβάλλω το σχήμα: Περί μοναχού και μοναχής … αν υπανδρευθούν ή πορνεύσουν ή κοσμίσουν και ρίξουν τα ράσα Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1110 ξδ́ 3· όρισέν την (ενν. ο ρήγας) μοναύτα να ρίψει το μοναχικόν σχήμα ..., γιατί χωρίς το θέλημάν της τα εφόρησεν διά τον ορισμόν της ρήγαινας Μαχ. 22618· οι καλογέροι, καλογριές οπού ’χασίνε ρίξει| το σχήμα το αγγελικόν να ’χε τις τους ρωτήξει,| αν ηύραν καλοριζικιάν στον κόσμον οπού ζήσαν| γή αν είδασι ανάπαυσιν όπου και αν επατήσαν Τζάνε, Κατάν. 437· μετανοούν και ρίχνουν την καλογερικήν και έρχονται εις την προτέραν τάξιν των κοσμικών Μαλαξός, Νομοκ. 200. 6) α) Τοποθετώ σε κάπ. θέση, βάζω: το έριψεν (ενν. το βιβλίον) εις την μεγάλην βιβλιοθήκην του παλατίου Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 12325· είπεν ο Λάβαν του Ιαακώβ· ιδού ο σωρός ετούτος και ιδού το στέμα ος έριξα ανάμεσά μου και ανάμεσά σου Πεντ. Γέν. XXXI 51· β) εγκαθιστώ: Έφερον γαρ τον σουλτάν Σελίμην οι αποσταλέντες, και ότε επλησίασεν εγγύς, επορεύθη πας ο λαός και υπήντουν αυτόν και οι μεγιστάνες άπαντες οι της πόρτας· έριψε δε τας σκηνάς και τον λαόν αυτού άπαντα εντός της Πόλεως εις το Γενημπαγτζία Έκθ. χρον. 548. 7) α) Σκορπίζω ολόγυρα: τα βάνουν (ενν. τα σταφύλια) εις το παραβούτι ρίπτοντες εις πάσαν πατωσίαν σινάπι αντίς άλας Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 253· Κάμε καλόν, και ας κείτεται, σα να ’σπειρες σιτάρι,| οπού το ρίκτεις εις την γην κι ύστερα βρίσκεις χάρη! Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1846· (προκ. για δίχτυα κλπ.): τα καράβια ρίκτουσιν δίκτυα εν θαλάσσῃ| να πιάσουσιν οψάρια να φάγουσιν οι ναύτες Ιμπ. 606· είπε (ενν. ο Ιησούς) τον Σίμωνα: « ... ρίξετε τα πλεμάτια σας να ψαρέψετε» Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λούκ. έ 4· τ’ αγκίστρι του στην θάλασσαν και το πλεμάτ’ αντάμα| τα έριξε (ενν. ο ψαράς) και πίασε ψάρια που ’ταν θαύμα Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1299· β) χύνω, σταλάζω: έριχνεν (ενν. τον χυλόν) εις τον ασβέστην με αστράκι και εμύξωνεν ο ασβέστης και ήτον κολλητικός καταπολλά Hagia Sophia ω 51624· Έπαρε καρυδίου λάδι και αμύγδαλον και ανακάτωσέ τα και βάλε και κρεμμυδίου ζουμί και ας ζεσταθούν ολίγον και ρίξε εις το αφτί μίαν και δύο και υγιαίνει Γιατροσ. Ιβ. 80· γ) (προκ. για τα μαλλιά) ξεπλέκω, αφήνω λυτά (εδώ σε εκδήλωση πένθους): Τότε κι εγώ ξεπλέχτηκα κι έριξα τα μαλλιά μου| τα μάγουλά μου ξέσκισα κι έδερνα τα βυζιά μου,| κι εφώναζα με κλάηματα, κι ήρχισα κι εθρηνούντα| η γη, τα όρη κι ο γιαλός, μα δε μ’ απιλογούντα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20714. 8) α) Πετώ, αποβάλλω κ. ως άχρηστο: το ζυμάρι ... εξίνισεν και ερίξαν το Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 168r· (εδώ προκ. για αφόδευση· πβ. ά. ρίψις, ά. ρίψιμον σημασ. 3): ότι το αφόδευμα αυτού βιαίως ρίπτει (ενν. ο ιέραξ) Ιερακοσ. 46518· β) πετώ πιο πέρα, ρίχνω μακριά (εδώ με θυμό, αγανάκτηση): αφότου το απεπλήρωσεν έριψε το πιττάκιν,| ωσάν υπενεστέναξεν και λέγει τον ευνούχον: «(παραλ. 1 στ.) ... τούτο επιφωνούμαι· οποία εκ τας καυχίτσας μου ...| ευρώ ότι δέχεται γραφήν ...,| ας εγνωρίζει ότι απ’ εμέν εισμίαν εθανατώθη Λίβ. διασκευή α 1530· πριν το πιάσω (ενν. το θυννόκομμαν κομμάτιν) χάνεται και φεύγει εκ το σκουτέλλιν,| αν δε παγώσει, κόλλειται και απέκει ουκ ανασπάται,| και από μανίας μου ρίπτω το ανταμού με το σκουτέλλιν Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 244· ει βούλει μερικώς να την περιτραλίσεις,| πιάσε ραβδίν, βάλε φωνήν, ρίψον το καμελαύχιν,| ’πόλυσον πέτραν κατ’ αυτής ... (παραλ. 3 στ.) τους οφθαλμούς αγρίωσον ...,|... βρύξον καθάπερ λέων Προδρ. (Eideneier)2 Ά 165· γ) ρίχνω βιαστικά πιο πέρα, «ξεφορτώνομαι» κ.: Όταν ... γεύματος ώρα φθάσει,| ρίπτει (ενν. ο τσακωτής) το καλαπόδιν του, ρίπτει και το σανίδιν (παραλ. 1 στ.) και λέγει την γυναίκαν του: «κερά μου, θες τραπέζιν ...» Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 125. 9) (Για νόμισμα) αποσύρω από την κυκλοφορία, καταργώ: εδουλεύγετον εκεινή η μονέδα γ́ χρόνους, ωσώσπου και αφέντεψεν το ρηγάτον. Και τότες έριψέν την (ενν. ο ρήγας) και εποίκεν γρόχια άργυρα Βουστρ. (Κεχ.) 11617‑18. 10) (Μαθημ.) αφαιρώ: όσα άσπρα επίασεν, να τα πολλαπλασιάσει με τα γ́, και όσος αριθμός γένει, πε τον να ρίξει τα μισά Rechenb. 442. 11) α) Αφήνω παράμερα, παρατώ, εγκαταλείπω: εις τα βουνιά ας με ρίξουσι και τα θεριά ας με φάσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 1027· έριψαν ... πολλά ων εκείθεν ῃχμαλώτισαν, μη έχοντες φέρειν αυτά· τόσον γαρ υπερίσχυσεν ο λιμός ότι τας μεν καμήλους έφαγον και τα λοιπά ζώα αφήκαν τρέφειν μη έχοντες Ιστ. πολιτ. 7412· οι Εβραίοι επέψασι κι επήρασι το ξύλο,| κέδρος, κυπάρισσο και ελιά εκ του Αδάμ το φύλλο,| απού εις γιοφύριν έστεκε ως το ’χασι ριμμένο Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3490· Περί δούλων ασθενημένων οπού τους ρίχνουν εις την εκκλησίαν ή έξω Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 699 ρκά 1· β) (μεταφ.): «Χάρησε», με λέγει (ενν. ο ευνούχος),| «και τους οπίσω πικρασμούς ρίψε, ξενώθησέ τους» Λίβ. διασκευή α 2485· ας ρίψω την δειλιάν να του το φανερώσω Φλώρ. 1476· ρίψον την έννοιαν, ρίψον την, την θλίψιν αποβάλου Φλώρ. 313· σον τράχηλον άκλιτον κλίνε εις τον έρωτάν του,| ρίψε τό το κενόδοξον, άφες το ηπηρμένον Λίβ. διασκευή α 1421· έρχου όπου με βλέπεις,| άφοβος, ανεννοίαστος, δίχα τινός ανάγκης.| Και ρίψε, ρίψε το λοιπόν αποτουνύν τον φόβον Λίβ. διασκευή α 3144· ρίχνοντες κάθε λογής βάρος και την αμαρτίαν οπού μας περιπλέκει, τρέχομεν με υπομονήν τον αγώνα οπού μας επροβάλθη Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Εβρ. ιβ́ 1. 12) (Μεταφ.) α) φέρνω κάπ. σε κάπ. κατάσταση (ψυχική, πνευματική ή/και σωματική), προξενώ κάπ. συναίσθημα, συν. δυσάρεστο: Ως ήνοιξε και δε θωρεί τη ’στόρησην εκείνη, σ’ αφόρμιση τον ήριξε Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 A´ 1808· εις αφορμή την ήριχτεν εκείνο τό λογιάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 B´ 657· μη εκ του χρόνου το γυρίν, το εξανάκλωσμά του| ρίψει κι εσάς εις ατυχιάν Λόγ. παρηγ. O 756· απότες πιούσιν περισσόν και απήν καλοκαρδίσουν,| μοίρα τους ρίκτει εις όρχησμα, μοίρα να τραγουδήσουν Σαχλ., Αφήγ. 196· Κυριεύει σου ο διάβολος, εις πολλά βάσανα σε ρίκτει, και δε μετανοείς, ρίκτει σε εις ασθένειας, και δεν τρέχεις προς τον ιατρόν Lucar, Sermons 123· (εδώ προκ. για κ. ευχάριστο): Σύρε στην καλοριζικιά που η τύχη μασε ρίχνει:| θάνατο αυτούνου μεριμνά, το σκήπτρο εμάς μας δείχνει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 229· β) καταστρέφω, κάνω κακό· μεταβάλλω προς το χειρότερο: ήτονε αιτία η γυνή του| να ρίξει αυτός το σπίτι του, να χάσει την ζωή του Βεντράμ., Γυν. 142· Ελπίδαν άνθρωπος ... δεν πρέπει να φυλάσσει| σε πράμ’ απού μπορεί ο καιρός να ρίχτει και ν’ αλλάσσει Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 628· γ) θανατώνω, σκοτώνω: ηθέλησεν η Ζαβεέλ και τούτον (ενν. τον προφήτην τον Ηλίαν) να τονε ρίξει| και γύρευε εις την έρημον να ορίσει, να τον σκοτώσει Συναξ. γυν. 246. έκειντο νεκροί εκ του λιμού ριφθέντες Ταμυρλ. 37· τον μαύρον επιλάλησεν και μπήκεν εις την μέσην/ Τριακοσίους έριξεν ώστε να διάβει μέσα,/ και πάλιν εις το γύρισμαν άλλους πεντακοσίους| ως χόρτον τους εθέριζεν και εκατέκοφτέν τους Αχιλλ. L 993. 13) α) Επιβάλλω, αναθέτω κ. σε κάπ.: πλέον να μην ρίξουν ζήτην εις τον κόσμον Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 77v· Το γομάριν ερίψασιν εις τους τρεις να το κάμουν,| και ως αν ποιήσουσιν οι τρεις να το στέρξουν οι πάντες Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 11432· β) επιρρίπτω, αποδίδω (την ευθύνη, το φταίξιμο): τα σφάλματα του Ρώκριτου, μα όχι εκεινής τα ’ρίκτα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 42· διατί δεν ημπορούσανε να ξεθυμάνουν με το αφεντικό, ερίξανε το βάρος των αρχόντωνε Σουμμ., Ρεμπελ. 166· το φταίσιμον ... ρίξε το σε σένα Πιστ. βοσκ. III 3, 110· μάκρυνε ... (παραλ. 3 στ.), μη λάχει να σε ρίξει| στο φταίσιμον εσένα,| να γλυτώσει εκείνη Πιστ. βοσκ. IV 4, 43. 14) Με ουσ. όπως βλαστός, ρίζα κλπ. = βλαστάνω, ριζώνω κλπ.: εισμιόν ενθίσαν οι δαυλοί και ρίκτουν βλασταράκια Χούμνου, Κοσμογ. 1187· γυρεύω τό έσπειρα εις την γην αν ρίκτει φύτρου ρίζαν· και απέ το ριζοβλάστημαν απαντοχήν να έχω Λίβ. διασκευή α 1176 κριτ. υπ.· (σε μεταφ.): Το ριζικό κι η μοίρα σας στη δόξα να ριζώνου,| βλαστούς να ρίκτου της τιμής, στον κόσμο να ξαπλώνου Στάθ. (Martini) Γ́ 510. 15) α) (Για λόγια) λέω, εκφέρω: μην στέκεσαι πλέον να με ξεκουφώνεις, διατί … ρίχνεις μάταια τα λόγια σου Μπερτόλδος 72· όλον εκαμώννουμουν εις τα θελήματά τους,| λόγια έριχνα κι εγώ τά ’θελεν η καρδιά τως Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 9208· Λαμβάνων παρά των Ρωμαίων μυστήρια τινά και ρίπτων εν τοις ωσί του Παγιαζήτ Δούκ. 16125· Οι απόστολοι ετρέμασι και λόγον δεν ερίκτα.| Μα ο Πέτρος ως απόκοτος του Ιησού δηγάται,| κι ωσάν λιοντάρι έδειξε κι έτις απιλογάται: ... Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2989· β) (για κατηγορία, συκοφαντία κλπ.) αποδίδω, διαδίδω: Λέγεις, καλέ νεότερε, εμέναν έν’ το πταίσμα,| και ρίκτεις μου κατηγοριάν και λέγεις έπταισά σου Ερωτοπ. 93· Ρίχνουσιν την συκοφαντιά το πως αυτή εμοιχεύθη Δεφ., Σωσ. 21· Ελεγχομένη ... υπό του πατριάρχου έριψε μώμον κατ’ αυτού συκοφαντήσας αυτόν ως συνεγένετο μετ’ αυτής Έκθ. χρον. 3622. 16) α) Οδηγώ κάπου: έσκαψε (ενν. ο Νεκώς) να ρίξει ένα αυλάκι νερόν του Νείλου εις την Ερυθράν Θάλασσαν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 243· β) απομακρύνω βίαια, διώχνω: τον πορτάρη πιάσετε και ρίψετέ τον έξω,| και τα κλειδία επάρετε και κλείσετε την πόρταν Χρον. Μορ. P 8308· γ) σπρώχνω, πετώ κάπ./κ. κάπου: εθανατώσαν (ενν. οι Λευκωσίτες) τους Γενουβήσους … και τους μεν ερίβγαν εις τους λάκκους, τους δε ερίβγαν στα χαντακία Μαχ. 41615, 16· Στη χώρα τονε σύρνουσι κι εσταυροσύρνασίν τον (ενν. τον Ιησού),| όπου νερά και όπου πηλά απόσω ερίξασίν τον Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3223· των χριστιανών τα κόκαλα να ρίκτουν στην κοπρίαν Διακρούσ. (Κακλ.) 764· όποιος σκοτώσει τον εαυτό του να τον ρίκτουσιν άταφον Ροδινός (Βαλ.) 167· εγένετο μεγάλον θανατικόν από πανόκλα ... Εποθαίνασι την ημέραν διακόσιοι και περισσότεροι. Ερίχνασι τους νεκρούς αψάλτους και ατίμως ώσπερ τους κύνας Byz. Kleinchron. Á 50937· (σε μεταφ.): ο εχθρός, απού μισά το καλόν ..., έπασχε πολλά να τηνε ρίξει (ενν. την θυγατέρα της ηγουμένης) εις μέγαν βυθόν Μορεζ., Κλίνη φ. 439r. 17) Κατεβάζω από το πλοίο, αποβιβάζω· αφήνω κάπ. κάπου: Εκείνο γαρ το κάτεργο, όπου εις την Κρήτη εδιάβη,| έριξεν έναν άνθρωπον στον άγιον Ζαχαρίαν Χρον. Μορ. H 2217· εγύρευε πλεύσιμον να ναυλώσει να τον ρίξει εις τον Μορέαν Δωρ. Μον. XXIII· προς το νησίν διαβήκε,| διά να ρίξει άνθρωπον έξωθε να ρωτήσει Αχέλ. 2244. 18) (Μεταφ. προκ. για χρήματα) ξοδεύω: Όρισον γαρ να ανοίξουσιν τον θησαυρόν όπου έχεις| και ρίξε το λογάρι σου και ρόγεψε Αλαμάννους Χρον. Μορ. H 3576· έπαρ’ μ’ εσέν χιλίους| όλους επάνω εις άλογα, καλούς και εκλεγμένους·| ρίξον και ρόγα, υπέρπυρα, και δος τoυς όσα θέλουν Χρον. Μορ. P 4634. 19) Αγκυροβολώ: δεν εγνώριζαν την γην, μοναχά έβλεπαν κάποιον κόρφον οπού είχε αιγιαλόν, εις τον οποίον εσυμβουλεύονταν αν ημπορέσουν να ρίξουν το καράβι Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. κζ́ 39· (εδώ αμτβ.): εις την γην οπού ερίξασιν εμπλάκησαν με άλλους Χρον. Τόκκων 557. 20) Σπάζω: αν (ενν. ανήρ) δόντι του σκλάβου του γή δόντι της σκλάβας του να ρίξει, ελεύθερο να τον απεστείλει κατωθιό το δόντι του Πεντ., Έξ. XXI 27. II. (Μέσ.) 1) Ρίχνω κάτω· γκρεμίζω: τοίχον ερρίψαντο πολύν από τον πόντον πλάγι.| Κἀκείθεν εισιένεσαν Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 960. 2) Καταρρέω, σωριάζομαι καταβεβλημένος: εξεγυμνώθην (ενν. ο Βέλθανδρος), έφθασε κοντά εις το πνιγήναι,| μόλις εσώθην εις την γην γυμνός με το βρακίν του· (παραλ. 1 στ.) ... εις το μέρος το δεξιόν ώσπερ νεκρός ερρίφθην,| ημιθανής ευρίσκετον εις γην εξαπλωμένος Βέλθ. 1112. 3) Πέφτω, ρίχνομαι κάπου: βέβαια σας λέγω, ότι όποιος ειπεί το βουνόν ετούτο «Σηκώσου ρίχθησε εις την θάλασσαν» και να μην αμφιβάλλει μέσα εις την καρδιά του ..., θέλουν του γένει ό,τι και αν ειπεί Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ.2 ιά 23. 4) Πεθαίνω: ο Θεός δεν αναπαύθη εις τους περισσοτέρους απ’ αυτούς, διατί ερρίφθησαν εις την έρημον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Ά ί 5 σημ. 5) Αποβιβάζω: εις ήπειρον ερρίψαντο την σπείραν Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 935. Φρ. 1) Ρίχνω άνω κάτω, βλ. ά. άνω κάτω Φρ. 1α. 2) Ρίχνω τ’ άρματα, βλ. και Επιτομή, ά. άρμα (III) 1 φρ. (β). 3) Ρίχνω τ’ άρμενα, βλ. ά. άρμενο(ν) 1Φρ. 4) α) Ρίπτω/ρίβγω/ρίκτω/ρίχνω (το) βλέμμα(ν) = (α) κοιτάζω: Άνωθεν βλέμμαν έριψεν ως προς τα δένδρη τάχα (ενν. ο Βέλθανδρος) Βέλθ. 286· το βλέμμαν έρικτε η κόρη εις τον νέον Αχιλλ. L 1248· (β) αγαπώ (κάπ.): Όπου αγαπήσω, θλίβομαι, και όπου ποθώ λυπούμαι,| και όπου ρίξω το βλέμμα μου έναι πικριά εις εμένα Ερωτοπ. 534· β) ρίκτω αλλού το βλέμμα μου = αγαπώ άλλον/η: ουκ εσάλευσεν η περισσή σου αγάπη,| να ρίξω αλλού το βλέμμα μου κι εσέν να λησμονήσω Ερωτοπ. 77. 5) Ρίπτω/ρίκτω/ρίχνω εις την γην/(χαμαί) στην γην = (α) ρίχνω (κάπ.) κάτω στη μάχη· θανατώνω: Ας πάμε γουν στον ποταμόν Άδα που τον λέσι,| τον ρήγα ν’ αναμένομεν ... (παραλ. 2 στ.) ... ειδ’ αλλοτρόπως, ξεύρετε, είμεσθεν νικημένοι,| και εις την γην από σπαθιού όλοι ’μεθα ριγμένοι Κορων., Μπούας 83· τους πάντας ’ς πόλεμον χαμαί στην γην τους ρίχνει Κορων., Μπούας 145· (β) καταστρέφω εντελώς: Το Κάστρο λέει: «(παραλ. 58 στ.) όλη ας με ρίξουν εις τη γη κι όλη ας με καταλύσου,| μονάχας οι Αγαρηνοί μη με σαλαβατίσου ...» Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 49815. 6) Ρίχνω κ. εις τον γιαλό = πετάω, ξεφορτώνομαι κ.: Ο Πτολομαίος τ’ άκουσε, εγέμισε στο νου του,| πώς να το ρίξει εις τον γιαλό το βίος όλο τούτο,| και πάλιν εμετανόησεν, στο σπίτι του ’στρεψέ το,| ξανά στις στέρνες κι εις την γη έβαλε κι έχωσέ το Βεντράμ., Φιλ. 12. 7) Ρίχνω εις τον δρόμον = «πετώ στο δρόμο», παρατώ, εγκαταλείπω: Όσαι γυναίκες ρίχνουν τα παιδία τους εις τον δρόμον, ... χρόνους ιέ να μην κοινωνήσουν Μαλαξός, Νομοκ. 448. 8) Ρίχνω το καράβι = ρίχνω στην ξηρά προκαλώντας ναυάγιο (βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Έ́ παράρτ. 96, Παπαδ. Α., ΛΔ 4, 1942-8, 122): το καράβι ... ηπήρε το άνεμος εναντίος και έριξέ το εις τόπον οπού δεν ήξευραν πού είναι Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 326r. 9) Ρίκτω ζάλο, βλ. Επιτομή, λ. ζάλο(ν) φρ. δ. 10) Ρίχνω (καράβι, φρεγάδα κ.τ.ό.) εις την/ στην θάλασσαν = αποστέλλω σε θαλάσσιο ταξίδι: Τότε φρεγάδαν έριξεν στην θάλασσαν και «Θέλω,| είπεν, να διάβεις, στρατηγέ, με ταύτην, Κορονέλο» Αχέλ. 1224. 11) Ρίκτω εις θάνατον = θανατώνω (εδώ μεταφ.): μαραίνει με η αγάπη σου, καίει με το φίλημά σου,| ο έρωτας του πόθου σου εις θάνατον με ρίκτει Ερωτοπ. 589. 12) Ρίκτω εις την καταδίκην της φούρκας = καταδικάζω σε θάνατο δι’ απαγχονισμού: εζωγράφισε πώς τον έρικταν εις την καταδίκην της φούρκας Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 10131. 13) Ρίχνω τες κατούνες = διαλύω το στρατόπεδο (βλ. και Επιτομή, ά. κατούνα Φρ. 2): ευθέως εξετεντώσασιν κι ερίξαν τες κατούνες Χρον. Μορ. H 9018. 14) Ρίχνω κάτω, βλ. Επιτομή, ά. κάτω Φρ. 11. 15) Ρίχνω λαχνούς = βάζω κλήρο: διαμοιράζοντες τα ρούχα του (ενν. του Ιησού), έριχναν λαχνούς Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λούκ. κγ́ 34· έριξαν λαχνούς, και έπεσεν ο λαχνός εις τον Ματθίαν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ά 26. 16) Ρίπτω εις λήθην = λησμονώ: εις λήθην έρριψας όσα ευεργετήθης Διγ. Z 773. 17) Ρίχνω το λιθάρι(ν) = (α) βλ. λ. λιθάριον σημασ. 5, Επιτομή, ά. λιθάριον Φρ. 4· (β) προκαλώ έριδες: ήμασταν ειρηνικοί με του Θεού την χάριν,| αλλ’ ο εχθρός ο πονηρός έριξε το λιθάριν,| κι εχάλασε την ένωσιν και την πολλήν ειρήνη,| κι επανεβήκαν σκάνδαλα και δάκρυα και θρήνοι Ιστ. Βλαχ. 234. 18) Ρίχνω τα λόγια μου στον άνεμο, βλ. λ. άνεμος Φρ. (ς́), Επιτομή, ά. άνεμος Φρ. 6. 19) Ρίπτω εις λογισμόν = κάνω κάπ. να σκεφτεί, βάζω στο νου κάπ. κ.: αυτό (ενν. το γαϊτάνιν) να ίδεις, στρατιώτα μου, το πώς να σε ενθυμίζει| και ποίαν μου ποθοανάμνησιν να ρίπτει εις λογισμόν σου Λίβ. διασκευή α 4248. 20) Ρίπτω/ρίχτω εις μερέαν/μεριάν/σε μια μερά, βλ. ά. μερέα (Ι) Φρ. 4, Επιτομή, ά. μερέα (Ι), Φρ. 4. 21) Ρίκτω/ρίχτω το μερί = προκαλώ πρόπτώση της μήτρας: να έρτουν τα νερά τα καταραμένα ετούτα εις τα έγκατά σου να πρήσκουν κοιλιά και να ρίξουν μερί Πεντ., Αρ. V 22. 22) Ρίχνω μπαλότα, βλ. λ. μπαλότα φρ., Επιτομή, ά. μπαλότα φρ. 23) Ρίπτω εκ τον νουν μου, ρίχνω από τον νου μου = σταματώ να σκέφτομαι κ., λησμονώ: ειδέ κακόν σοι τίποτες τις έτερος ποιήσει,| απαλησμόνει το γουργόν και ρίπτε το εκ τον νουν σου Σπαν. A 355· Σατανική βουλή έναι αυτή και παραμέρισέ την,| από τον νου σου ρίξε την, έβγαλε, ’ξόρισέ την Πένθ. θαν.2 326. 24) Ρίπτω τον νουν (εις ...) = δίνω την προσοχή μου (σε κ.): όλον το βλέμμαν και τον νουν έριψεν εις Ακρίτην (ενν. ο Σαρακηνός)| και επτέρνισεν τον μαύρον του, απάνου του υπαγαίνει Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 932. 25) Ρίπτω/ρίχνω (το) παιδί(ν), ρίπτω/ρίχνω το βρέφος/βρέβος = (για έγκυο γυναίκα) αποβάλλω· βλ. ά. παιδί(ο)ν σημασ. 1α φρ., Επιτομή, ά. παιδίον σημασ. 1α φρ. (4): εβάλαν το (ενν. το ’γδίν) απάνω εις την κοιλιάν της και εκουπανίσαν πολλά πράματα, διά να ρίψει το βρέβος· και ο Θεός εγλύτωσέν το και δεν έππεσεν Μαχ. 21432· Διά να μη ρίξει το βρέφος η γκαστρωμένη Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 138. 26) Ρίχτω κ. παράμερα, βλ. ά. παράμερα σημασ. β φρ. (1). 27) Ρίχτω κ. παραμεράς, βλ. ά. παραμερέα σημασ. α φρ. 28) Ρίπτω παρέκει, βλ. ά. παρέκει σημασ. 1α φρ. 29) Ρίπτω παρεκτός, βλ ά. παρεκτός Φρ. 2. 30) Ρίπτω πέτρες, βλ. ά. πέτρα (Ι) Φρ. 1. 31) Ρίκτω πετρές απόξω, βλ. ά. πετρέα Φρ. 32) Ρίχνω κ. εις τα ποδάρια (κάπ.) = εμπιστεύομαι (κ. σε κάπ.): όσοι ήταν κτήτορες τόπων ή σπιτίων, επουλούσαν και έφερναν τες τιμές εκεινών οπού επουλούνταν και τα έριχναν εις τα ποδάρια των αποστόλων Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. δ́ 35. 33) Ρίπτω εις την καρδίαν μου τον πόθον (κάπ.) = αγαπώ, ποθώ κάπ.: έριψα εις την καρδίαν μου τον πόθον της φουδούλας (παραλ. 1 στ.) έπασχεν πόνους φοβερούς δι’ εκείνην η ψυχή μου Λίβ. διασκευή α 3618. 34) Ρίχνω πόθον εις κ. = επιθυμώ πολύ κ., προσκολλώμαι σε κ.: Υιέ μου, αν θέλεις να χαρείς αμέριμνα στον κόσμον,| βλέπε μη ρίξεις πόθον σου εις χρήματα του κόσμου Σπαν. A 520. 35) Ρίχνω πόθον αλλού, βλ. ά. πόθος σημασ. 2α φρ. (4). 36) Ρίχνω το πτερόν εις κ., βλ. ά. πτερόν σημασ. 2 φρ. (4). 37) Ρίχνω το σκαντάλι = βολίζω: ωσάν έριξαν (ενν. οι ναύται) το σκαντάλι, ευρήκασιν είκοσι οργίες Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Πράξ. κζ́ 28. 38) Ρίχνω/ρίκτω το σκραφνί/σκραφνία (βλ. και Λουκόπ., Παιγνίδια 13) = ρίχνω κλήρο: είπαν ανήρ προς εταίρον αυτού: «πορευτείτε και ρίξομε σκραφνία κι εννοήσομε τίνος η κακοσύνη η ταύτη εις εμάς» Ιων. I 7· ερίξα το σκραφνί, και το σκραφνί απομένει| τση Θεοτόκος Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1796. 39) Ρίκτω σπαθιές = χτυπώ με το σπαθί, σπαθίζω: σπαθιές να ρίκτω εις μια μερά κι εις άλλη μετά κείνο (ενν. το σπαθί) Στάθ. (Martini) Á 92. 40) Ρίπτω το σπαθί(ο)ν = παραδίδομαι: κάλλιον το είχεν να κατακοπεί κομμάτια παρού να ρίψει το σπαθίον Διγ. Άνδρ. 32721· Όταν γαρ τον εκύκλωσαν φουσσάτα των Ρωμαίων,| οι στρατηγοί τον όμνυον όρκους φρικωδεστάτους,| πατρίκιος να τιμηθεί παρά του βασιλέως,| να γένει πρωτοστάτορας, αν ρίψει το σπαθίν του Διγ. (Trapp) Gr. 377. 41) Ρίχνω τσινιά/τσινιές = κλοτσάω: δίχως να πατεί (ενν. τ’ άλογο) στη γη, καθώς αναθιβάνω,| έριχνεν εκατό τσινιές στον άνεμον απάνω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 B´ 395. 42) Ρίχνω στο φούντος = βυθίζω (στη θάλασσα): αν είχεν τύχειν ομπροστά κανένας εκεί Τούρκος| κομμάτια τον έκαμναν κι ερίχναν τον στο φούντος Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1106. 43) Ρίπτω/ρίχνω κάπ. εις (την) φυλακήν (βλ. και Αγαπητ., Εις αγ. Δέκα 213, Κριαρ., Λεξ., λ. ρίχνω Φρ.) = φυλακίζω: εις την φυλακήν απέσω να τους ρίξουν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1007· σίδηρα με φοραίνει,| ... και εις φυλακήν με ρίπτει,| και χρόνον έναν ήμισυ με είχεν φυλακισμένον Λίβ. διασκευή α 2792. 44) Ρίπτω φωνήν = φωνάζω: Είς Αραβίτης ... φωνήν μεγάλην ρίπτει Διγ. Z 2638. 45) Ρίχνω κάπ. χαμηλά = υποβιβάζω κάπ. οικονομικά, κοινωνικά κλπ: κάποιο ριζικό τον κόσμο ανακατώνει/ και πλούσους ρίχνει χαμηλά κι ανήμπορους σηκώνει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 566. 46) Ρίχνω/ρίκτω τη χέρα/ τα χέρια = απλώνω, τείνω το χέρι, απλώνω τα χέρια: «Σύρε» μου λέγει ο Χάροντας, «ομπρός να διάβεις πέρα,| κι όπου το ζάλο σου πατείς, ρίκτε μου εμέ τη χέρα ...» Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 309· Γυρίζεις, και τα χέρια σου ρίχνεις για να με πιάσεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [138].ροβάλευρον- το.
Από τα ουσ. ρόβι(ον) (βλ. ά. ορόβιν) και αλεύρι(ον). Η λ. το 13. αι. (LBG) και στο Du Cange.
Αλεύρι από ρόβι, αλεσμένο ρόβι για ζωοτροφή: έπαρε ροβάλευρον κοσκινισμένον δράμια δ́ Γιατροσ. Ιβ. 36.ροδέλαιον- το, Σταφ., Ιατροσ. 230, 35, Ιατροσ. 23154, Ιερακοσ. 37626‑27, 41514, 21, 42620, 43310, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 3718, Επιστ. ιατρ. ποδ. 91, 92, Γιατροσ. Ιβ. 34, 62, 106, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 2, 26· ροδόλαιο(ν), Ιατροσόφ. (Oikonomu) 7811.
Από τα ουσ. ρόδον και έλαιον, αν δεν πρόκ. για το μτγν. ουσ. ροδέλαιον (TLG, L‑S Κων/νίδη). Ο τ. ροδόλαιον στο LBG (στη λ., όπου και τ. ροδοέλαιον) και σε ιατρ. κείμ. του 18. αι. (Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 85)· βλ. και Άμ., Αθ. 43, 1931, 151. Τ. ροδόλαδον στο Βλάχ., λ. ροδολάδι (για την οποία βλ. και Κουκ., ΕΕΚΣ 3, 1940, 55). Η λ. τον 4-6. αι. (TLG· βλ. και LBG), σε ιατρ. κείμ. του 18. αι. (Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 100) και σήμ. στον τ. ροδέλαιο.
Αρωματικό έλαιο από τριαντάφυλλα (για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 348, Άμ., Αθ. 43, 1931, 151): ροδέλαιον (ήγουν λάδι από τριαντάφυλλα) Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 54· Όταν οι δάκτυλοι κατασχισθώσιν. Υγροπίσσιν σμίξε μετά του ροδολαίου και άλειφε τα κατασχισμένα μέρη Σταφ., Ιατροσ. 6148· ωφελείται (ενν. ο ιέραξ) δε πάνυ και ότε ενστάζεις τοις μυκτήρσιν αυτού βαλσαμέλαιον και γάρος καλόν μετά οίνου και ροδέλαιον Ιερακοσ. 40719· Ο κζ́ ψαλμός, διάβασέ τον εις ροδέλαιον ζ́ πρωί και εσπέρας, ημέρας τρεις και άλειψε το πρόσωπόν σου ... και να είσαι ηγαπημένος υπό ιδικούς και ξένους Ιατροσ. 2070. — Βλ. και ροδολάδι.ρόδι- το, Κρασοπ. (Eideneier) V 56, Πεντ. Έξ. XXVIII 33, 34, XXXIX 25, 26, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 133· ρόγδι, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 133, 153, 157· ρόδι(ο)ν, Ιατροσ. κώδ. ͵αρθ́, Επιστ. ιατρ. ποδ. 73, Γιατροσ. Ιβ. 36, 62, 82, Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 134, Προσκυν. Κουτλ. 156 (Σινά) 14229· ρόιδι, Προσκυν. Ιβ. 694 (Σινά) 11217, Προσκυν. Λαύρ. M (Σινά) 809-10, Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 131· ροΐδιν, Σταφ., Ιατροσ. 122, 4110, 5122, 130· ροΐδι(ο)(ν), Προδρ. (Eideneier)2 Β́ 44, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 1498, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. Παράρτ. 1323, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 70, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 17, 58.
Από το ουσ. ρόιδι (<μτγν. ουσ. ροΐδιον). Ο τ. ρόγδι στο Βλάχ. (λ. ρόδι) και σήμ. ιδίωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 631· πβ. και Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Ά́ 179). Ο τ. ρόδιν και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ. (ρόδι(ν)). Ο τ. ρόιδι και σήμ. Ο τ. ροΐδι (<από το μτγν. ουσ. ροΐδιον) στο Βλάχ. (λ. ρόδι) και σήμ. ιδίωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. ρόδι)· βλ. και LBG, λ. ροΐδιον. Ο τ. ροΐδιον ήδη μτγν. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
Ο καρπός της ροδιάς, ρόδι: είδα τον, εγόραζεν απίδια και σταφύλια και μήλα και ρόδια Sprachlehre 175· όσα σπυρία έχει μέσα το μικρότερον ρόγδι, τόσα έχει και το τρανύτερον εκείνου του δένδρου και όχι περισσότερον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 153· (για φαρμακευτική χρ.): Τα ξινά ρόγδια ας τρώγουσιν οι χολερικοί εις το ύστερον της τραπέζης, διατί εσβήνουσι την χολήν θαυμασιότατα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 215· Διά τες αιμορροούσες ... Να κάμεις εγκάθισμα από ζουμί βάτου και φακής και από πίτυρα και άλλα οπού είναι στυπτικά, ωσάν τα σίδια (ήγουν τα σπυρία του ροδίου) ... Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 27· Περί πόνον ποδών ... μύρτα χλωρά και ρόδα ξηρά, σίδια, ρόδια, βαλάνια κηκίδια και μέλιν κουταλίες δύο γαστρός περίπεμπε Ιατροσόφ. (Oikonomu) 854· (συνεκδ. προκ. για διακοσμητικό στοιχείο με σχήμα ροδιού): έκαμαν ιπί ποδιές του τερλικιού ρόδια γεράνιο και οξύ και πιρνοκοκκάτο (έκδ. πιρνοκόκκ‑· διόρθ. Άμ., Γλωσσ. Μελ. 287) λίνο κλωστό Πεντ. Έξ. XXXIX 24· Όλ’ ήτον καθαρόχρυσος, όλη με το γλυπτήρι (ενν. η στέγη)| και όλη σφυροκτύπητη απ’ άριστον τεχνίτη.| Είχε κλαδία περισσά και λόγγους και αμπέλια| σταφύλια και ρόδια, διάφορα πουλία,| είχε με τέχνην άριστην στην μέσην ένα λεόντα Αρσ., Κόπ. διατρ. [1031]. — Βλ. και ρόιδον.ροδοδάφνη- η· αρουδάφνη· οροδάφνη, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 922· ροδάφνη.
Το μτγν. ουσ. ροδοδάφνη (L‑S). Ο τ. αρουδάφνη με α‑ προθετ. και ανομοιωτική απλοποίηση συλλαβής (πβ. Χατζ., Λεξ., λ. αροδάφνη) και σήμ. στο ιδίωμα του Λιβισιού της Μικράς Ασίας (Hatzid., BZ 2, 1893, 251)· πβ. τοπων. αρουδάφν’ στη Λέσβο (Γιαννουλέλλης, Πλωμάρι 44) και τ. αροδάφνη σήμ. ιδιωμ. (Χατζ., Λεξ., λ. αροδάφνη, Hatzid., BZ 2, 1893, 251, Πολ. Ν., Λαογρ. 1, 1909, 221), καθώς και στο ΑΛΝΕ. Ο τ. οροδάφνη σε έγγρ. του 11. αι. (Miklos.-Müller, Acta 6 12). Ο τ. ροδάφνη με ανομοιωτική απλοποίηση συλλαβής, σε έγγρ. του 13. αι. (Miklos.-Müller, Acta 4 174), στο Ανδρ., Λεξ., στο ΑΛΝΕ και ως κύρ. όν. στην Κύπρο (Κριαρ., Ελλην. 22, 1969, 436). T. Αροδαφνού(σα) και Ρο(δ)αμνού ως κύρ. όν. σε κυπρ. δημ. τραγ. (Ταλιώτης, Λαογρ. 17, 1958, 601-2, Σακ., Κυπρ. Β́ 472-3). Η λ. στο Somav. και σήμ.
Αειθαλής θάμνος με δηλητηριώδη χυμό σε όλα τα μέρη του αλλά με ωραία άνθη, που καλλιεργείται ως διακοσμητικό φυτό ανοιχτών χώρων (Νerium Oleander), πικροδάφνη (βλ. Καββάδας, Βοτ. φυτολ. λεξ., λ. νήριον): Διά να ψοφήσουν οι ψύλλοι ... Κάμε λάκκον εις το μέσον του οίκου, κόψε ροδοδάφνην, βάλε εις τον λάκκον και εκεί μαζώνουνται όλοι οι ψύλλοι και ζεμάτισον αυτούς Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 248· (εδώ για απομάκρυση εντόμων· για το πράγμα πβ. αυτ. 2765): Πώς να διώξεις ψύλλους ... Έπαρε ροδάφνη και αγριοσυκέας ρίζα και αψιθέας και βράσε τα με νερόν και ράνε το σπίτι και τότε χάνονται Γιατροσ. Ιβ. 88· (εδώ ως φάρμακο): Περί πόνον γονάτων. Οροδάφνης φύλλα κάπνισον ξηρά και βάλε εις τους μυκτήρους και ιάται Ιατροσόφ. (Oikonomu) 924· Περί πληγήν κεφαλής. Ας κόψει τα λουβία της αρουδάφνης και ας τα μαλάσσει με την γλίναν και ας τα αλείψεται Ιατροσόφ. (Oikonomu) 8712. Η λ. ως κύρ. όν.: Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 142. — Βλ. και πικροδάφνη.ροδόσταμον- το, Γιατροσ. Ιβ. 52, 64, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 122· ροδόσταμο, Κατζ. Ά 303.
Από τον τ. ροδόσταμα του ουσ. ροδόσταγμα με μεταπλ. Ο τ. σε έγγρ. του 17. αι. (Μαυρομάτης, Θησαυρ. 20, 1990, 483), σε δημ. τραγ. (Προμπονάς, Ακριτικά Α′ 222) και σήμ. Κύρ. όν. Ροδόσταμος σε έγγρ. του 12. αι. (Caracausi). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. ροδόσταγμαν, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. ροδόσταμα)· βλ. και LBG.
Aρωματικό απόσταγμα από ροδοπέταλα, το ροδόνερο (για το πράγμα βλ. ροδόσταγμα)· χρησιμοποιείται: (1) ως άρωμα, μύρο: να βαστά μόσκους (ενν. ο ταφραλής), και να αλείφεται καθήν ημέραν μύρα και ροδόσταμον Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 131· πιάνω βατσέλιν αργυρόν, χρυσόν περιχυστάριν,| ροδόσταμον το εγέμισα, πιάνω και ωραίον μαντήλιν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 376· (εδώ σε παρομοίωση): και οι κλώνοι του (ενν. του βαρσάμου) είναι κόκκινοι και φιλωτά κλωσμένοι| και εξέρχεται εκ την ρίζαν του ύδωρ κι έναι χιονάτο,| μυρίζει δε ως ροδόσταμον και απολιγώνει ανθρώπους Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1647· Περί ανθρώπου οπού έχει πέτρα εις τον αυλόν του ... Μάλαξον τα φύλλα της μολόχας και βάλε τα εις την φωτίαν και έβγαλε νερόν ωσάν εβγάζουν το ροδόσταμον Γιατροσ. Ιβ. 68· (2) για φαρμακευτική χρ.: Περί οπού έχει δάκρυ να το στήσει. Έπαρε ρεβύθια και κοπάνισέ τα και κάμε τα αλεύρι και βάλε ροδόσταμον και μαραθόριζα και έβγαλε το ζουμί και κάμε το έμπλαστρον Γιατροσ. Ιβ. 86· Όταν πονέσει το κεφάλι του ανθρώπου ή από καύμα ή από κρασί ή από θερμόν λουτρού, έπαρε ροδόσταμον και το ζουμί του μαράθου και ροδέλαιον ... Γιατροσ. Ιβ. 62· — Βλ. και ροδόσταγμα.ροχαλίζω,- Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 232, Gesprächb. 2722, Κακοπ. 51, Γιατροσ. Ιβ. 78 δις, Βίος Αισώπ. (Eideneier) Κ 1853· ρουχαλίζω, Βίος Αισώπ. (Eideneier) I 26937.
Από το ρογχαλίζω (απ. σε Γλωσσάρ. (L‑S) και σε σχόλ. (TLG)). Ο τ. ρουχαλίζω στο Βλάχ. και σήμ. (Κριαρ., Λεξ.). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (λογχαρίζω (Χατζ., Λεξ.), ροχανίζω (Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., στη λ.), ρουχχανίζω (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου), ροχχαλίντζω (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου), ροχχαλλdίζω (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.) κ.ά.). Η λ. σε σχόλ. (TLG), στο Βλάχ. (λ. ρουχαλίζω) και σήμ.
Αναπνέω με θόρυβο καθώς κοιμάμαι, ροχαλίζω: Υπάγω εις το στρώμα του (ενν. του ανθρώπου) εκεί όπου κοιμάται·| δαγκάνω τον στο δάκτυλο και δεν ανανοάται·| δαγκάνω και την φθέρνα του, τίποτες δεν το χρήζει,| αμή κοιμάται νόστιμα τόσ’ ότι ροχαλίζει Ζήνου, Βατραχ. 84.σακοράφα- η.
Από το ουσ. σακκοράφιον (8‑9. αι. και σε σχόλ., LBG, TLG) και τη μεγεθ. κατάλ. ‑α (Μηνάς, Μορφολ. μεγεθ. 45, Ανδρ., Λεξ.)· πβ. μτγν. επίθ. σακκοράφος (Montanari, L‑S Suppl.· ως ουσ. βλ. LBG). Λ. σακκοράφιν στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Σακ., Κυπρ. Β́ 774). Λ. σακκοράφη στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ 134, Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.)· βλ. και LBG. Η λ. σε κείμ. του 18. αι. (Ιατροσόφ. 18. αι. 137) και σήμ.
Μεγάλη και χοντρή βελόνα που χρησιμοποιείται για το ράψιμο σάκων ή χοντρών υφασμάτων: Περί χοιρολαίμου, ήγουν κοράκου ... να πάρεις μία σακοράφα να την βάλεις εις την φωτίαν να κοκκινίσει καλά. Τότε έχε ένα μασούρι να βάλεις μέσα την σακοράφα καθώς είναι πυρωμένη να κάψεις εκείνο το σπυρί Γιατροσ. Ιβ. 102 δις.σακουλάκι- το.
Από το ουσ. σακούλι(ο)(ν) και την υποκορ. κατάλ. ‑άκι. T. σακουλάκιν στο Meursius (λ. σακουλάκης) και σακκουλάκιν σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου). Η λ. στο Βλάχ. (σακκουλάκι) και σήμ.
α) Μικρό σακούλι: Έπαρε κεχρί και βάλε το εις το τηγάνι χωρίς νερόν και ας κάψει. Και τότε έχε ένα σακουλάκι λινόν και βάλε το, καθώς είναι καμένον και ράψε το ή δέσε το και θέσε το εις τον πόνον Γιατροσ. Ιβ. 58· β) (ειδικ.) σακούλι για τη φύλαξη χρημάτων, πουγγί: όποιος ορέγεται από σας και θέλει να φιλήσει,| ας έλθει πρώτα εις την κερά και τότε ας μιλήσει·| αμμή το σακουλάκι του, πρωτύτερα ας το λύσει Σαχλ., Αφήγ. 811.σάλιακος- ο, Gesprächb. 515· σάλιαγκος.
Από το επίθ. σιαλικός που απ. σε Γλωσσάρ. (L‑S Κων/νίδη, Steph., Θησ.· βλ. και Θαβώρ., Ουσιαστ. 92-93, Μηνάς, Μελ. Νεοελλ. Διαλ. Α′ 220). Ο τ. σάλιαγκος στο Somav., σε κείμ. του 18. αι. (Ιατροσόφ. 18. αι. 120), και σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ), καθώς και ως επών. (Τριαντ., Οικογ. ονόμ. 162). Τ. σάλιαγκας και σαλιαγκός (ΛΚΝ) σήμ. λαϊκ. Τ. σάλιακας στο Du Cange και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., ΛΚΝ). Τ. σαλίακας στο Du Cange (λ. σαλίγγας· βλ. και LBG) και τ. σαλιάκας στο Βλάχ. Τ. σάλιαγκρος (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Β́ 59) και σιάλιακας (Αποστόλου, Λεξ. Νάουσας) σήμ. ιδιωμ.
Οστρακοφόρο μαλάκιο που ζει στην ξηρά, σαλιγκάρι: Έπαρε σαλιάγκους και, καθώς είναι ζωντανοί, τσάκισέ τους και τα τσέφλια εις μίαν πέτραν και βάλε τους απάνω εις τον πόνον Γιατροσ. Ιβ. 94. — Βλ. και σαλίγκαρος.σάπιος,- επίθ., Διήγ. Αλ. V 81, Διήγ. Αλ. G 28728, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 9330, Μαλαξός, Νομοκ. 195, Γιατροσ. Ιβ. 22, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιβ́ 33, Λουκ. Ϛ́ 43, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1052].
Από το σαπίζω (βλ. Ανδρ., Λεξ., στη λ.). Η λ. στο Meursius και σήμ.
1) α) Αλλοιωμένος, που βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης: Κι αυτούνος (ενν. ο Κάις) ήτονε ζευγάς κι έσπερνε τα σιτάρια,| πολλές λογιές κάμνει καρπούς, ταγές και τα κριθάρια.| Κι όλα του τ’ αποσκύβαλα, τα σάπια αποθηκάρια| βάνει και θυσιάζει τα, θαρρεί τα για καθάρια Χούμνου, Κοσμογ. 175· Σάπιον λάδι ήφερες, σάπιον λάδι αγόρασες Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 126· β) φθαρμένος από πολυκαιρία και χρήση, χαλασμένος: Οπού δανείσει σκεύη τινά ηξεύροντας ότι τα αναγκαία ταύτα είναι υπαίτια, σάπια τυχόν ή τρύπια, ή άλλως βλαμμένα, εάν ο λαβών ταύτα εκ τούτων ζημιωθεί, ό,τι ζημία γένει, την πληρώνει κείνος που εδάνεισεν αυτά Zygomalas, Synopsis 297 Υ 27. 2) α) (Για πληγή) που δεν επουλώνεται: Και γίνεται ο Κλαύδιος καίσαρ βασιλεύς της Ρώμης, οποίος είχεν μίαν αρρωστίαν, ήγουν πολλών πληγών σάπιες και απ’ αυτές είχεν πολλήν κακοπάθειαν και δεν ημπόριε να εύρει ιατρείαν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 329r· β) (για την ανθρώπινη σάρκα) που τραυματίζεται εύκολα: Και ο Αλέξανδρος εκαβαλίκευσεν και εξέβην εις την τζούστραν και ερώτα τον Φιλόνην το πώς έναι άνδρας ο Πώρος ... Και ο Φιλόνης τον αποκρίθηκεν: «Το κορμίν του έναι μέγα πολλά και χοντρός και δυνατός ένι, αμή είναι σάπια τα κρέη του. Και σύρε, Αλέξανδρε, εγλήγορα, ότι τον θέλεις σκοτώσειν. ...» Διήγ. Αλ. F (Konst.) 9221.σαπώνιν- το, Προδρ. (Eideneier)2 Β́ 37, Ιερακοσ. 42623, 47219, Ορνεοσ. αγρ. 55516· σαπούνι, Γιατροσ. Ιβ. 92, 112· σαπούνιν, Προδρ. (Eideneier)2 Β́ 37 χφ Η κριτ. υπ., Βουστρ. (Κεχ.) 10411, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 6119, 6210· σαπώνι, Δεφ., Σωσ. 101.
Το μτγν. ουσ. σαπώνιν (TLG). Ο τ. σαπούνι στο Βλάχ., σε έγγρ. του 18. αι. (Σκουβαρά, Ολυμπιώτ. 434) και σήμ.· βλ. και LBG, λ. σαπώνιον. Ο τ. σαπούνιν (από το ουσ. σαπώνιν με τροπή του ‑ω‑ σε ‑ου‑, βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 289 και Μωυσιάδης, Ετυμ. 100-101) στο Du Cange (λ. σάπων) και σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου)· βλ. και LBG, λ. σαπώνιον. Ο τ. σαπώνι και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Η λ. στο Du Cange (λ. σάπων) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.)· βλ. και LBG, λ. σαπώνιον.
Σαπούνι: Ζητώ σαπούνιν να λουθώ, και λέγουν με: «το ζέμαν» Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 154· Η Τρίπολις ποιεί έλαιο πολύ και γίνεται πολύ σαπούνι και φορτώνουσι τα πλοία και φέρνουσι εις την Κωνσταντίνου πόλιν και εις Σαλονίκη και εν άλλοις τόποις Μηλ., Οδοιπ. 635· Δίδουσι (ενν. οι καλογέροι) και απόκρυφα σαπούνιν ίνα πλύνουν,| οι δε λαμβάνοντες αυτοί ευθέως αποκλίνουν Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1313· (σε μεταφ.): τα τιμημένα δεν ψηφάς, μα θες τα ντροπιασμένα (παραλ. 4 στ.) και θες ν’ αφήσεις εντροπήν εις τα ρηγάτα μέσα (παραλ. 1 στ.) Παιδάκι μου, όποιες στην τιμήν έτοιο ασκημάδι βάνου,| σαπούνια δεν τα πλύνουσι μηδέ νερά τα βγάνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1198· (για φαρμακευτική χρ.): Περί εσοχάδας και εξοχάδας. Κρίθον και κέρατον κάψας και σαπούνιν και αριστολόχιν μίξας χρίε Ιατροσόφ. (Oikonomu) 906· Περί ελαίας μαύρης. Κέντησέ την να αιματώσει και βάλε εις χαρτί σαπούνι και ασβέστη άβρεχον και βάλε όσον να την σκεπάσει Γιατροσ. Ιβ. 98· Περί ψώρης ... Σαπώνιν, αφρόνιτρον τα ίσα μίξας όξει δριμυτάτῳ άλειφε τον ιέρακα, προθερμάνας αυτόν εν βαλανείῳ ή εν ηλίῳ Ιερακοσ. 47116· (εδώ ως εμπρηστική ύλη): ερίκτασιν (ενν. οι Αμαζόνες) φωτιές συχνά προς τα καράβια,| στ’ αρματωμένα κάτεργα, πολλά εκάψαν απαύτα (παραλ. 4 στ.) και μετά τούτο ερίκτασιν πίσσα με το σαπούνι| κι ασβέστη προς τους Έλληνας, σμικτά με το ρετσίνι Θησ. (Foll.) I 53.σαράντα,- αριθμητ., Χρον. Μορ. H 768, Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 96, 162, Χούμνου, Κοσμογ. 1077, 1080, Αλεξ.2 1691, 2046, 2182, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1456, 1460, 1576, 2438, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 114r, 173αr, 176r δις, 302r, Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 24, Αλφ. 1069, 71, Πηγά, Χρυσοπ. 294(5) δις, Παϊσ., Ιστ. Σινά 156, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 536, Γιατροσ. Ιβ. 26, 28, Πανώρ.2 Γ́ 303, Μικρ. χρον. Yale, 69r, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 8831, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 46419· σεράντα.
Το πιθ. μτγν. ουσ. σαράντα (TLG). Ο τ. τον 5. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου). Η λ. και σήμ.
Ο αριθμός σαράντα: Και ο δεσπότης όρθωσεν σαράντα παλληκάρια,| αρματωμένους όμορφα, απόκοτης καρδίας Χρον. Τόκκων 2767· Επνίξανέ μου το λοιπόν στρατιώτες γαρ σαράντα| όλοι τους ήσαν διαλεκτοί, πού ’σαν της χρείας πάντα Αλεξ.2 1681· το όνομά του Βαρλαάμ, ο οποίος ήτον γέροντας έως εξήντα χρονών, και ήτον εις την άσκησην σαράντα χρόνους εις την έρημον Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 9116· από την Φόσα του Λεοντάρι ως την Σαλονίκη έναι μίλια σεράντα περ γρέγο Πορτολ. A 22624. Ως έναρθρ. ουσ. ουδ. πληθ. = το μνημόσυνο που γίνεται σαράντα ημέρες μετά την ταφή νεκρού: Και τα επίλοιπά μου πράματα ... να είνιαι τα έμισα για την ψυχή μου, να μου κάμου ... μνημόσυνα καλά, ’ναήμερα, σαράντα, τρίμηνα, εξαμήνια Ολόκαλος 15017.σαρκοφάγος (Ι)- ο, Κυνοσ. 59919· σαρκοφάς.
To αρσ. του επιθ. σαρκοφάγος ως ουσ. Ο τ. τον 18. αι. (Ιατροσόφ. 18. αι. 136, 286) και στο LBG. Τ. σαρκουφάγους ο (Δουγά-Παπαδ.-Τζιτζιλής, Γλωσσ. ιδίωμ. ορ. Πιερίας) και σαρκουφάς η (Κατσάνης, Ιδίωμ. Σαμοθράκης 265) σήμ. ιδιωμ.
1) Είδος φυτού με φαρμακευτικές ιδιότητες: Όταν πονεί το δεξιόν δόντι, κοπάνισε τον σαρκοφάν και να τον βάλεις εις την παλάμην σου την ζερβήν και να τον αφήσεις έως το βράδι. Και ο σαρκοφάς είναι ωσάν παζί και ως μαρουλόριζα και γίνεται ως ξύλον και εβγαίνει εις πετρώδη τόπον Γιατροσ. Ιβ. 84 δις. 2) Νοσηρή κατάσταση του δέρματος: Περί σαρκοφάγων: ... αμύγδαλα πικρά και πιπέριν κουκκία ιθ́ μετά εψήματος δος πιείν Ιατροσόφ. (Oikonomu) 8914.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η, Γιατροσ. Ιβ. 40 πολλ., Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 69r, 103v τρις, Φορτουν. (Vinc.) Ά 107, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 16, 33, 42, 80.