Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 121 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Γαδ. διήγ. (Βασιλ.)

  • παραιτώ,
    Σπαν. (Λάμπρ.) Va 286, Καλλίμ. 1121, Φλώρ. 1139, Λίβ. N 1519, Ιστ. πολιτ. 919, Διγ. Άνδρ. 3168· απαρατώ, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) Πρόλ. 138, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1154]· παρατώ, Αχιλλ. (Smith) O 732, Θησ. Β́ [56], [457], Σκλέντζα, Ποιήμ. 1135, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 294, Διήγ. Αλ. G 2678, Μαλαξός, Νομοκ. 153, Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) 212, Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. ά 118, Διγ. Άνδρ. 33534, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [559], Δ́ [1023], Χριστ. διδασκ. 290, Λεηλ. Παροικ. 598, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 29622, 45712, 5439· μέσ. παρατιέμαι, Θησ. Ά́ [1272].
    Το αρχ. παραιτέομαι. Ο τ. απαρατώ σε έγγρ. του 17.-19. αι. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 503, 26, 1983, 433, 27, 1984, 394, Κονόμος, Εραν. 8, 1970, 237), στον Κατσαΐτ., Ιφ. Πρόλ. 101, Β́ 73, 112, Θυ. Γ́ 201 και σήμ. ιδιωμ. (Χαντζιάρας, Θεσσαλ. γλωσσάρ., λ. απαρατάου/ ‑ώ, Ηλιούδης, ΛΔ 15, 1989, 266). Ο τ. παρατώ, για το σχηματ. του οποίου βλ. Χατζιδ., Αθ. 1, 1889, 287-8, σε έγγρ. του 18. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 1, 1948, 133, Τριανταφύλλου, Αθ. 71, <1969/70>, 1970, 26), στον Κατσαΐτ., Κλ. Προσφών. 41 και σήμ. Το μέσ. παραιτούμαι και σήμ. Η λ. σε έγγρ. του 17. αι. (Μανούσ., Θησαυρ. 6, 1969, 47), στο Βλάχ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) α) Εγκαταλείπω, απαρνούμαι κάπ.: Πώς κι εσύ μ’ απαρατάς ξένην και πικραμένην;| Κύρη, παιδί μονάκριβον μ’ έχεις, και να μ’ αφήσεις,| σήμερον να με σφάξουσι, δίχως να μου βοηθήσεις; Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ’ [812]· Μ’ αδίκησε του λόγου της με το να παρατήσει έναν,| που πάντα ... της είχε αγάπην καθαράν Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ’ [1016]· τον κύρη σου απαράτησε και κύρη εγώ σου τάσσω| να ’χεις εμένα κι εις ψηλές δόξες να σ’ ανεβάσω Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 332· β) εγκαταλείπω, αφήνω κατά μέρος κ.: Επαρατήσαν τα φορτιά κι ετρέχανε να φύγου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 41824· Την πίστη επαράτησε ο Καίσαρ και φονεύγει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 13· Ώχου, Μυρτίνε μου, να ζεις, ειδές να μη θελήσεις,| τύχη ακριβήν σαν τούτηνε να την απαρατήσεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1084]· μετάνοιαν εκάνασι με ευλάβεια περίσσα| και τες επιθυμίες τους όλες επαρατήσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2718· το βιζίρη εύρηκε (ενν. γείς λουμπαρδάρης) κι επήε μετά κείνο| και την αιτία παραιτώ και δε μιλώ, μ’ αφήνω Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 46614· γ) εγκαταλείπω (αξίωμα): εγώ με την ιδίαν μου θέλησιν και αγαθήν προαίρεσιν επαραίτησα το σκήπτρον και τον θρόνον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 346. 2) Σταματώ, παύω να: από τα τοιαύτα σκάνδαλα ..., επαραίτησαν οι μοναχοί του μοναστηρίου το να κάνουσιν αρχιεπίσκοπον εις το μοναστήριον και έκαναν μόνον ηγούμενον έναν ιερομόναχον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 215. 3) Παραμελώ, αδιαφορώ, δε δίνω σημασία σε κάπ.: και σεις δεν εβαρούσετε φωτιές και με μαχαίρι,| όταν το είχετε σφικτά εις το δικό σας χέρι|, αλλά τον παραιτήσετε (ενν. τον Τούρκο) τότες η αφεντιά σας| και πήρε σας την χώραν σας, τα κάστρη τα δικά σας Διακρούσ. 1019. II. Μέσ. 1) α) Εγκαταλείπω, απαρνούμαι κάπ.: γονείς του επαρῃτήσατο διά την εμήν αγάπην Λίβ. Sc. 2003· Δεν παρατιέσαι παντελώς τον αγαπητικόν σου, τον πλάνον, τον πικρότατον Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. β́ 19· πώς μας επαρατήθητε στον Άδην και κοιμάστε; Πένθ. θαν.2 70· β) εγκαταλείπω, παρατώ κ.: τόπον και χώραν την εμήν και γην και γονικά μου| και κόσμον και πατρίδα μου όλα παραιτησάμην Λίβ. N 1322· Όλες του κόσμου τες χαρές ας τες παρατηθούμεν Πένθ. θαν.2 19· παρατιώνται τ’ άρματα, όλα χάμου τα ρίχνουν Θησ. (Foll.) I 133· γ) παραιτούμαι από αξίωμα: παραιτείτο (ενν. ο βασιλεύς) την αρχήν εκ της αποτυχίας Καλλίμ. 1059· (αμτβ.): ος (ενν. ο πατριάρχης Γρηγόριος) και το σκάνδαλον αυξανόμενον ορών και την άλωσιν προλέγων παρῃτήσατο Ιστ. πολιτ. 1011. 2) (Προκ. για όρκο, υπόσχεση, κ.τ.ό.) αθετώ, αναιρώ: και όρκους αν είχες εκατόν, να τους επαραιτήσουν Λίβ. Sc. 616· οποίος λάβει αρραβώνας και παραιτήσεται τα γεγονότα, διπλάσιον δίδει τους αρραβώνας Ελλην. νόμ. 52728‑9. 3) α) Αποφεύγω κ., απέχω από κ.: Αρχή φιλίας έπαινος, αρχή δε μάχης ψόγος·| λοιπόν το ψέγειν παραιτού, εχθρόν μηδέν ποιήσεις Σπαν. (Μαυρ.) P 17· β) αποστρέφομαι κ.: το όνειρον ορέγετον ο νους μου να το βλέπω,| το φως επαρατούμου το εμίσουν την ημέραν Λίβ. N 559. 4) Σταματώ, παύω: άμε εις τον χορόν ατή σου| και το κλάημα (έκδ. κλαί‑) παραιτήσου Συναξ. γυν. 593. 5) Παραμελώ, αδιαφορώ, δε δίνω σημασία σε κ.: Όμως δε της μητρός αυτού ταύτα διδασκομένης| ου παρῃτήσατο παιδός την συμβουλίαν ταύτην Διγ. Z 1127. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = εγκαταλειμμένος: οι παρατημένες,| που ’ναι πάντα πομπεμένες,| πάσιν όλες εις τα μπουρδέλια Συναξ. γυν. 1207.
       
  • παράμερα,
    επίρρ., Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 828, Θησ. Δ́ [643], Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 377, Αλεξ. 92, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 18511, Δεφ., Λόγ. 596, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΈ́ [273], Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 22, Δωρ. Μον. (Βαλ.) 45, Πιστ. βοσκ. II 2, 46, Σοφιαν., Γραμμ. 81, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 2320, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 156, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 403.
    Από το επίρρ. παραμερέα (Ανδρ., Λεξ.· βλ. λ.). Η λ. και σήμ.
    α) Λίγο πιο πέρα, δίπλα: ήτον η κατοίκησίς των (ενν. των μαντατοφόρων) από την τέντα παράμερα Διγ. Άνδρ. 39418· β) στην άκρη, κατά μέρος: Ο κύων δ’ εντραπείς μικρόν της αλωπούς τας ύβρεις| παράμερα εστάθηκεν πικροχολιασμένος Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 238· φρ. (1) αφήνω/ρίχτω κ. παράμερα = παύω να ασχολούμαι με κ., παρατώ κ.: τούτη η φοβερή μαλιά, που ακόμη δεν εγίνη| του Έρωτα τσ’ αρματωσές παράμερα τσ’ αφήνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1018· ο Ρώκριτος σα φρόνιμος δεν πιάνεται στο δίχτυ,| μα τα τραγούδια και σκοπούς παράμερα τα ρίχτει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 774 κριτ. υπ.· (2) ποιώ παράμερα = κάνω στην άκρη, παραμερίζω: Ορίζει ρήγας πάραυτα όλον του το φουσσάτο| να ποίσουσιν παράμερα όλοι απάνω κάτω,| διά να πολεμήσει γαρ Ιμπέριος απάνω| και να κτυπήσουν κονταρές μετά τον Αλαμάννο Ιμπ. (Legr.) 450· γ) ιδιαιτέρως, ξέχωρα, κατ’ ιδίαν: απέσω εις την φυλακήν, παράμερα τον κράζει Θησ. Έ́ [52]. — Πβ. και παραμερέα.
       
  • παραμερίζω,
    Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 92, Αλεξ. 268, 2816, Πένθ. θαν.2 264, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 27726, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 16710, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 1669‑10, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 191r, Πεντ. Έξ. XXXII 8, Βυζ. Ιλιάδ. 845, 904, Παλαμήδ., Βοηβ. 976, 1061, 1065, 1075, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 131v, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [500], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 404, Διγ. O 1666.
    Από το επίρρ. παράμερα και την κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.
    Α´ Μτβ. 1) α) Τοποθετώ κ. παράμερα, σε απόσταση από μένα: Τον σκύλον του μου φαίνεται να τον παραμερίσω| και να τον κρύψω σαν μπορώ οχ τα κλαδιά οπίσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [431]· β) (μεταφ.) απομακρύνω κ.: την γνώμην που βαστάς να την παραμερίσεις Πένθ. θαν.2 216· Σατανική βουλή έναι αυτή και παραμέρισέ την,| από το νου σου ρίξε την, έβγαλε, ’ξόρισέ την Πένθ. θαν.2 325. 2) Αποφεύγω κ. ή κάπ.: επαραμέρισε τον κίνδυνον του θανάτου Σουμμ., Ρεμπελ. 178· Εμίσα και κατέχα τες, έψεγε και έφευγέ τες (ενν. τις γυναίκες),| ωσάν από τον διάβολον επαραμέριζέ τες Τριβ., Ρε 36. 3) Περιφρονώ, δεν υπολογίζω κάπ.: αποφεύγουν από σε και σε παραμερίζουν,| κι ημέρα-νύκτα πάντοτε λυπούνται και σε βρίζουν Πένθ. θαν.2 221. Β́ Αμτβ. 1) Τραβιέμαι στην άκρη για να δημιουργήσω ελεύθερο χώρο: ο άγιος Λαυρέντιος επαραμέρισεν δίνοντας το δεξιόν μέρος του αγίου Στεφάνου Ροδινός (Βαλ.) 183· Ορίζει ο ρήγας ο φρικτός εις όλον το φουσσάτον| ίνα παραμερίσουσιν και άδειαν να ποιήσουν,| να ποίσουν τον Ιμπέριον άδειαν να πολεμήσει,| να παίξουσι τες κονταριές μετά του Αλαμάννου Ιμπ. 409· Έρχεται καταπάνω σου (ενν. το λιοντάρι) και βάστα το κοντάρι,| μήπως και θανατώσει σε, ότ’ είναι θυμωμένο·| ολίγον παραμέρισε, ότ’ είναι λυσσιασμένο Διγ. O 1364. 2) α) Απομακρύνομαι, φεύγω από ένα μέρος: Την δε μητέρα του ετίμησεν ως έπρεπεν και δεν την άφησεν να παραμερίσει από το σπίτιον Διγ. Άνδρ. 40137· εσυμβουλεύθη να παραμερίσει από την πόλιν. Διό επήρεν όλην του την φαμελίαν ... και εβγήκεν από την Κωνσταντινούπολιν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 352· την άφηκαν και επαραμέρισαν και εγλύτωσεν η γυναίκα Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 92v· β) αποσύρομαι (σε κάποιον τόπο): αυτός επαραμέριζεν εις τες ερημίες και επροσεύχουντον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. έ 16. 3) (Μεταφ.) α) υποχωρώ, αποσύρομαι από μια δραστηριότητα: ήταν (ενν. ο Σερεμέτης και ο Θεόδωρος) συντρόφοι του Λάζου και αυτός ο άθλιος εφοβήθην και επαραμέρισεν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 42v· β) δε συμμετέχω, δεν παίρνω μέρος σε κ.: Έκοψεν άρχοντες πολλούς, όσους οπού βρεθήκαν,| οπού ’ταν εις την συμβουλή και εις την μέσ’ εβγήκαν·| όσοι δε παραμέρισαν τότες διά την ώραν| εγλύτωσαν τον θάνατον και την κακήν την ώραν Βίος Δημ. Μοσχ. 373.
       
  • παραστέκω,
    Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1755, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 361v, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Έ́ [630], Αχέλ. 1319, Αλφ. 1058, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ιέ́ 35, 39, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 4536, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 103, Χριστ. διδασκ. 461, κ.α.· παραστήκω, Προδρ. (Eideneier) I 89· παριστέκω, Πωρικ. (Winterwerb) I 19 κριτ. υπ.· μτχ. ενεστ. παραστεκάμενος, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ιδ́ 69.
    Από τον παρκ. του αρχ. παρίσταμαι. Ο τ. παραστήκω ήδη μτγν. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Στέκομαι κοντά, δίπλα σε κάπ./κ.: Είδεν το πώς εκάθητον και απέδω του και απέκει| οι μήνες τον παρέστεκαν οι δώδεκα του χρόνου,| και άλλες γυναίκες περισσές ιστέκασιν οπίσω Λόγ. παρηγ. L 452· Κατάλαβε πόσοι άγγελοι είναι ομπρός οπού παραστέκουν τον θρόνον τον δεσποτικόν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 352v· β) (προκ. για κ. που πρόκειται να συμβεί στο εγγύς μέλλον) είμαι κοντά: Μα τον Θεόν, αγούροι μου, αλήθειαν σας το λέγω:| μα το μυστήριον το φρικτόν οπού με παραστέκει,| ουκ εσυνέκρινα ποτέ θάνατον εδικόν σας Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1730. 2) α) Στέκομαι κοντά, δίπλα, για να προστατέψω, να βοηθήσω κάπ. σε δύσκολη στιγμή: εθαυμάζομεν εξόχως| Έκτορα τούτον τον μέγαν,| πώς θρασύς υπήρχε πάντα.| Αλλά τις θεός πλησίον,| τούδε πάντα παραστέκει| και φυλάττει την ζωήν του Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Έ́ [625]· Τση χώρας οι καλύτεροι ... του παραστέκου επά κι εκεί, σε μια μερά κι εις άλλη,| και τις του εκράτει το φαρί, τις του ’σαζε τη σκάλα,| γιατί όλες τες ολπίδες τως εις το κορμί του εβάλα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1588· (εδώ ειρων.): Σαν είδεν ο κυρ γάδαρος το πώς τριγύρου στέκουν| και τι λαλούσι προς αυτόν και πώς τον παραστέκουν,| εννόησεν ως φρόνιμος και βαριαναστενάζει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 60· ο πλούσιος αν ψυχομαχεί, πολλοί τον παραστέκουν,| ωσάν κοράκοι κάθουνται τριγύρου του κραβάτου Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 118· β) (γενικ.) βοηθώ: θέλω να την έχει η μάννα μου, ώστε να ζει, στη συντροφιάν τση, να τση παραστέκει Διαθ. 17. αι. 7141. 3) Συνοδεύω: οι καβαλάροι ... ομορφοστολισμένοι ... επαραστέκαν τ’ αφεντός σαν ήσαν κρατημένοι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 374. 4) Στέκομαι παράμερα και παρακολουθώ: να στήσω ’γώ στο πλάγι μου κάλλιον σου αναδενδράδι,| να στέκεις και να τον θωρείς, να καίεται η καρδιά σου (παραλ. 1 στ.), να δένεις και τα χέρια σου και να τον παραστέκεις Ερωτοπ. 412. 5) Επιτηρώ, επιβλέπω: Ο ... βασιλεύς και ο πρωτομάστορης είδαν θείον άγγελον και επαράστεκεν αυτά και ανάδευεν αυτά μέσα εις τον λέβητα Hagia Sophia ω 52814. Β́ Αμτβ. 1) α) Στέκομαι κοντά, δίπλα: σ’ έκαμε (ενν. ο Θεός) περίδοξον αφέντην να ορίζεις,| όλοι να σ’ υποτάζονται, να τους περιορίζεις,| να παραστέκουν εμπροστά με φόβον και με τρόμον Ιστ. Βλαχ. 1383· Ο ευνούχος ωσάν φρόνιμος είχεν αποφασίσει| και εκείνοι οπού παράστεκαν τον είχασι γροικήσει Λίμπον. Αφ. 278· β) παρευρίσκομαι, είμαι παρών: ο άνωθεν μισσέρ Μανολίτσης να μη μπορά πάρει εντριτείαν, παρά σαν έρθει του καρπού, να μπορά παραστέκει στο τρυγοπάτημα, να παίρνει το τρίτο και άλλο τίβοτας να μη μπορά πάρει Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 4546. 2) Στέκομαι κοντά ως βοηθός, προστάτης, κ.τ.ό.: Θέλει παραστέκει σιμά άγγελος Κυρίου ... και θέλει τους ελευθερώσει Χριστ. διδασκ. 43. II. Μέσ. Α´ Μτβ. 1) Στέκομαι κοντά, δίπλα· (εδώ προκ. για τόπο): άμε ώστε να περάσεις τον εγκρεμνόν· και ωσάν τον παρασταθείς, ράξε εις οργίες κέ και πιάνεις το πλωρήσιν σου εις το ακρωτηράκιν Πορτολ. A 5814. 2) Υπηρετώ κάπ.: Βλέπουν σε τα ψυχάρια μου και έχουν σε ως αυθέντην|, φοβούνται, παραστήκονται, δουλεύουν και τιμώσιν Προδρ. (Eideneier) I 89. 3) Επιτηρώ, επιβλέπω: έκαμεν ... και μίαν διαβαταρέαν από το παλάτι ... έως την Μεγάλην Εκκλησίαν κτιστήν, διά να περνάει, να έρχεται ..., να παραστέκεται τους μαστόρους να κτίζουν τον ναόν Hagia Sophia ω 5166. Β́ Αμτβ. 1) Παρίσταμαι, παρευρίσκομαι: Εδώ οπού ήλθες και εσύ, στον γάμον των ορνέων| κἀγώ παραστεκάμενος υπάρχω της τραπέζης Πουλολ. (Τσαβαρή)2 520. 2) Στέκομαι κοντά, δίπλα ως βοηθός, προστάτης κ.τ.ό.: όσα κακά μου κάμετε, τόσα στέφανα μου πλέκετε, και ο Χριστός παραστέκεται βοηθός μου και μου ελαφραίνει την παίδευσιν Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 165171· Αυτή (ενν. η ελεημοσύνη) κοντά εις τον Θεόν έχει την παρρησίαν, λυτρώνει κάθε άνθρωπον από την αμαρτίαν·| στέκεται, παραστέκεται με το σπαθί στο χέρι Ιστ. Βλαχ. 1899. 3) Συμπαρίσταμαι: ουδέν γινώσκεις ακριβώς την βίαν του πολέμου,| οπού επαραστάθηκες να μη μας καταδράξουν; Αχιλλ. (Smith) O 731. 4) (Νομ.) παρουσιάζομαι στο δικαστήριο: Ειδέ και ουδέν ομολογήσει και παρασταθεί εις κρίσιν και ζητήσει λίβελλον ... Ασσίζ. 53024· να παρασταθεί έμπροστεν του βισκούντη ού του εμπαλή της χώρας οπού να εύρει το κτηνόν του και να φέρει β́ μάρτυρας Ασσίζ. 32627· (προκ. για τη μέλλουσα κρίση): θυμήσου πρώτον τον Θεόν στον νουν σου να διακρίνεις,| πως θέλεις να παρασταθείς και συ γυμνός στην κρίση| εκείνην την αδέκαστον, οπού ο κόσμος φρίσσει Ιστ. Βλαχ. 1397· όλοι μέλλομεν να παρασταθούμεν εις το κριτήριον του Χριστού Χριστ. διδασκ. 36. Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. = ακόλουθος, αυλικός: Παν και λεν τον βασιλέα| οι παραστεκάμενοί του Πτωχολ. A 39.
       
  • παραστρατίζω,
    Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 198, 296, Διήγ. Βελ. N2 390, Νεκρ. βασιλ. 84, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 156 (έκδ. παραστρατήσωμεν· διορθώσ. ‑ίσ‑), Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1226], Δεφ., Λόγ. 326, 548, Ιστ. Βλαχ. 1374, 1975, 2824, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 591 κριτ. υπ., Ροδινός (Βαλ.) 121.
    Από την πρόθ. παρά, το ουσ. στράτα και την κατάλ. ‑ίζω. Η λ. τον 7. αι. (Lampe, Lex.) και σήμ. (πβ. και νεοελλ. παραστρατώ).
    Α´ (Μτβ.) απομακρύνω κάπ. από το δρόμο του· (μεταφ.) παρασύρω μακριά: τσ’ αγαπημένες σου ομορφιές, η ταπεινή ψυχή μου,| μ’ όλον τον πόθον που μπορεί, να δώσ’ η δύναμίς μου,| κι όποιος ποτέ του βουληθεί να την παραστρατίσει,| κι από τ’ αγαπημένο της πράγμα να την ’μποδίσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [347]. Β́ (Αμτβ.) 1) Βγαίνω από το δρόμο μου, ξεστρατίζω: εμπαίνει και θολώνει το (ενν. το ομμάτιν) και ουκ ημπορεί να βλέπει,| πιάνει την στράταν ο ελεεινός και εισμίαν παραστρατίζει Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2712· αφόντις οδήγησεν (ενν. το περιστέρι) αρκετά τον νέον και όσον ήθελεν, επαραστράτισε (έκδ. ‑ησε) καμπόσον από τον ίδιον δρόμον και εσέβηκεν μέσα εις μίαν τρύπαν ενός σπήλιου Ροδινός (Βαλ.) 226· (σε μεταφ.) Φυλάγου όσον δύνασαι να μη παραστρατίσεις| από την στράταν του Θεού κι ύστερα μουρμουρίσεις Διγ. O 2959. 2) (Μεταφ.) α) παύω να αισθάνομαι και να ενεργώ κανονικά, παρεκτρέπομαι: Η φύση εξαναγίνηκε, κι όλοι επαραστρατίσα (έκδ. ‑ήσα)| κι όλα εστραβώσαν ογιά με εκείνα που ’σαν ίσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 511· β) παρεκτρέπομαι ηθικά, πέφτω σε σφάλμα: παραστρατίζει (ενν. ο κριτής),| κάμνει το δίκαιον άδικον, μόνο ως διά τα δώρα Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1091. 3) (Μεταφ.) ξεφεύγω από το θέμα: μη με βαρεθείς για την πολυλογίαν,| πως επαραστρατίσαμεν (έκδ. ‑ήσαμεν) από την ιστορίαν Ιστ. Βλαχ. 2774. 4) Παραμερίζω, κάνω πέρα: όλοι παραστρατίζουσι τ’ αφέντη να περάσει Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [707].
       
  • πάραυτα,
    επίρρ., Προδρ. (Eideneier) IV 135 χφ C κριτ. υπ., Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 464, 566, 1118, Βέλθ. 134, 696, 743, 959, 1194, Φλώρ. 804, Αχιλλ. (Smith) N 1592, Ιμπ. 432, Γεωργηλ., Θαν. 437, Απόκοπ.2 327, 356, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1607, Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 560, 661, 796, κ.π.α.· πάραυθα, Κορων., Μπούας 111, Δαρκές, Προσκυν. [237], Παλαμήδ., Βοηβ. 83, 97, 105, 113, 126, 229, 300, 620, 759, 1061, Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 50, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 1204· παραύθα, Μαχ. 3823, Δαρκές, Προσκυν. [132]· πάραυθε, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 23215· πάραυθες, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 259, 266, 780· παραύτα, Αναγν., Στ. πολιτ. 9, Ασσίζ. 5911, Βέλθ. 947, Αχιλλ. (Smith) O 735, Μαχ. 1420, 448, 6212, 1029, 42022, 4221, 43010, 55435, 66631, Βουστρ. (Κεχ.) M 4514, Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 101, 156, 213, 226, 626· παραυτά, Σοφιαν., Παιδαγ. 98, 99, 117· πάραυτας, Πανώρ. Ά́ 333, Έ́ 48 κριτ. υπ., Γύπ. Πρόλ. Διός 71, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 320, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ πριν στ. 27, 38, 97, Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 11, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 12018, 12317, 13212, 1417, Βοσκοπ.2 376, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 335, Β́ 280, Γ́ 1285, Δ́ 997, Έ́ 1075, Στάθ. (Martini) Ά́ 17, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 282, Δ́ 220, Έ́ 315, Διήγ. πανωφ. 61, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 163, Δ́ 244, Έ́ 248, Ιντ. ά́ 164, β́ 163, γ́ 134, Πρόλ. άγν. κωμ. 10, Λεηλ. Παροικ. 13, 27, 78, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 29312, 30518, 3378, 3697, 44817, 54619, κ.α.· παραύτας, Πιστ. βοσκ. II 1, 328, V 5, 271· παραυτάς, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 3496· πάραυτε, Κορων., Μπούας 79· πάραυτες, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 138, Άλ. Κύπρ. 1204, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 131, 1238· πάρευθα, Χρον. Τόκκων 2513· πάρευτα, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [484], Δ́ [245], Έ́ [1212]· πάρφτας, Κατά ζουράρη 144.
    Το αρχ. επίρρ. πάραυτα ή παραυτά. Ο τ. πάραυθα (με δάσυνση του τ· βλ. Meyer, Γλωσσ. πραγμ. Κύπρ. 112) στο Somav. (λ. παρευθύς) και σε κυπρ. δημ. τραγ. του 19. αι. (Παπαδ. Θ., Κυπρ. Σπ. 36, 1972, 114). Ο τ. πάραυτας αναλογ. με επιρρ. σε ‑ας (Γεωργακ., B-NJ 14, 1938, 81). Ο τ. πάραυτες και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., στη λ.). Ο τ. πάρευθα (απ. στο Somav., λ. παρευθύς) και πάρευτα πιθ. με επίδρ. του επιρρ. παρευθύς. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ).
    1) (Χρον. επίρρ.) αμέσως: Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1262, Λίβ. Esc. 3792, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 6726, 8224· Εγώ αν ήθελα αγαπήσει το βασίλειόν σας, εμένα ο αυθέντης μου ο Αλέξανδρος πάραυθα με το ήθελεν δώσει Διήγ. Αλ. E (Lolos) 23317· απέζευσεν παραύθα απ’ το αλογάρι Δαρκές, Προσκυν. [71]. 2) (Με επόμ. το σύνδ. οπού· πβ. όπου (Ι) Γ́1δ) μόλις: πάραυτα οπού εκείνος (ενν. ο Μπερτόλδος) είχεν έμπει εις την αυλήν, αυτοί (ενν. οι σκυλοφύλακες) να είχαν αφήσει τα σκυλία να υπάν καταπάνω του Μπερτόλδος 54· πάραυτα οπού τον είδεν (ενν. η βασίλισσα τον Μπερτολδίνο), γελώντας είπεν ... Μπερτολδίνος 152.
       
  • παρδίτσης
    ο, Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 181, 191, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 263, 284.
    Από το ουσ. πάρδος και την κατάλ. ‑ίτσης (Για την κατάλ. βλ. Georgac., The -ιτσ- suffixes πολλ.). Πβ. τοπων. Παρντίτσια στη Ρόδο (Georgac., The -ιτσ- suffixes 111).
    Πάρδος (θωπευτ. (εδώ πιθ.) «γατούλης» (ως κύρ. όν.· για τη σημασ. πβ. Δεινάκις, Αθ. 33, 1921, 212 και Andr., Lex., λ. πάρδος): Βλέπω, περιεργάζομαι και γάτον είχ’ η γραία,| κι είχε την τρίχα κόκκινην και την ορά μακρέα·| η γραία του ’χε όνομα Παρδίτση να τον κράζει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 261.
       
  • πάσα,
    αντων. άκλ., Σπαν. O 51, Ασσίζ. 711, 8323, 15019, Σπανός (Eideneier) D 1352, Χρον. Μορ. H 1160, 5220, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 839, Ερωτοπ. 665, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 1, Μαχ. 88, 14427, Βουστρ. (Κεχ.) 482, Πεντ., Έξ. XVIII 26, Αχέλ. 172, Χρον. σουλτ. 7918, 11312, Κυπρ. ερωτ. 301, 7813, 19, 10442, Πανώρ. Πρόλ. 23, Ά́ 262, Β́ 19, Γ́ 41, Δ́ 2, Έ́ 34, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 356, Δ́ 67, Κατζ. Ά́ 46, Β́ 26, Βοσκοπ.2 359, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 482, Δ́ 28, Έ́ 224, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 162, 461, Στάθ. (Martini) Πρόλ. 16, Ά́ 179, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 21429, 4316, κ.π.α.· πάσαν, Διγ. Z 109, 915, Ιμπ. 887 κριτ. υπ., Χρον. Τόκκων 2297, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 54 κριτ. υπ., 57, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 224 κριτ. υπ., Χούμνου, Κοσμογ. 2419, Κορων., Μπούας 61, Πένθ. θαν.2 214, Κώδ. Χρονογρ. 584, Πηγά, Χρυσοπ. 125 (53), Πανώρ. Γ́ 566, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 190r, Διήγ. πανωφ. 55, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [88], Γ́ [619].
    [Το θηλ. του επιθ. πας ως άκλ. κοινό και για τα τρία γένη (Hatzid., Einleit. 144). Ο τ. πάσαν και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Η λ. σε έγγρ. του 13. (Caracausi, λ. πας), 15. (Τσοπ., Ροδιακά 126, 127, 129), 16. (Μαυρομάτης, Θησαυρ. 16, 1979, 121), 17. (Αμάλθ. 10, 1979, 160-162, Κρ. συμβόλ. 142, 151, 244, Μαυρομάτης, Θησαυρ. 20, 1990, 475, Τωμ., Κρητολ. 9, 1979, 11, κ.α.), 18. αι. (Κουρσάρ. 31, Βουρδουμπάκις, Χρ. Κρ. 1, 1912, 479), στον Κατσαΐτ. Ιφ. Β́ 161, Γ́ 116, στην Ιστ. Αθέσθη 722 και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex. 441, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. πάσα ένας) και λαϊκ. (ΛΚΝ).]
    1) O καθένας ξεχωριστά, κάθε: πάσα στρατιώτης μου να ’ναι φχαριστημένος,| χίλια δουκάτα το λοιπόν για να ’ναι πληρωμένος Αλεξ. 1437· εδώσαμε εις πάσα μοναστήρι ως καθώς μας εκοίταξαν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 36v· εποίκεν δ́ σανιδία απού τα ποία έβγαλεν ις́ γωνίες, απού πάσα σανίδιν δ́ κομματία Μαχ. 67. 2) Oποιοσδήποτε (πιθανός), κάθε είδους: ο αποστολές δεν ημπόρησεν να το βαστάξει. Και εγύρεψεν με πάσα στράταν να έχει την αρχιεπισκοπήν Βουστρ. (Κεχ.) 1018· (με τα ουσ. τρόπος, μόδος): σπούδαξε με πάσα τρόπον να στολίσεις την ψυχήν σου με πάσαν αρετήν Πηγά, Χρυσοπ. 291 (36)· με πάσα τρόπο και μόδο να κοιτάξει να γράψει (ενν. ο πρεβεδούρος της Ζακύνθου), ήγουν να αρολάρει όλον τον λαόν της χώρας Σουμμ., Ρεμπελ. 161· (με επόμ. την αντων. άλλος ή με την αντων. άλλος και ουσ.): είναι η φιλαυτία μία κάποια αγάπη του λόγου της αποσπασμένη και χωρισμένη από πάσα άλλο Πηγά, Χρυσοπ. 286 (28)· ημείς οπού ήμεσθεν γεμάτοι πορνείες, μοιχείες … και πάσα άλλον κακόν, διατί δεν κοιτάζομεν εκείνα, αμή κατακρένομεν των αλλουνών τα αμαρτήματα; Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 377r· (με προηγ. την αντων. ό,τι): τόσον πολλά βιαστήκανε κι εκεί στην Κρήτ’ εφτάσαν| εκεί οπού ’χαν λόγον κι ορδινιά να πάρουν ό,τι πάσα Άλ. Κύπρ. 913· εκφρ. (1) πάσα καιρό, βλ. καιρός Δ́́ Εκφρ. 4· (2) πάσα κόσμου, βλ. Επιτομή, λ. κόσμος Εκφρ.3· (3) πάσα λογής/λογήν (πβ. κάθε 1 έκφρ. κάθε λογής) = κάθε είδους: η ψυχή, η οποία δίδει πάσα λογής δύναμιν και ενέργειαν τῳ σώματι Πηγά, Χρυσοπ. 355 (13)· Μύγες πολλές πάσα λογής η Αίγυπτος γεμίζει Χούμνου, Κοσμογ. 2317· (σε σχ. κατά το νοούμενο): εφέραν πάσα λογήν άρματον τό είχασιν| και ερίψαν τα εις την τζαρδαχάναν Μαχ. 42631. 3) α) (Ως προσδ. σε λέξεις με επιρρ. χρ. που δηλώνουν χρόνο, για δήλ. επανάληψης σε τακτά χρον. διαστήματα· βλ. και σημασ. 3β2): πάσα πουρνόν εφόρτωνε το γάδαρον εκείνον,| κι εις το παζάρι πήγαινε Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 11· ας τρώγει πάσα βραδί και πρωί κουταλέα μία Σταφ., Ιατροσ. 8231· εκφρ. (1) πάσα (ο)λίγο = πολύ συχνά: σ’ όλα τα πράματ’ ακριβειά πάντοθ’ ότ’ είναι λέσι| και πάσα ολίγο οπού πουλού πιάνου πολύ τορνέσι Στάθ. (Martini) Ά́ 72 κατέχει πως την αγαπώ, κι όντα με δει γελά μου,| και πάσα λίγο με νερό τα ρούχα λαντουρά μου Κατζ. Ά́ 300· (2) (την) πάσα(ν) (η)μέρα(ν) = καθημερινά, πάντοτε: το ουαί δεν έλειπεν από τους ανθρώπους την πάσαν ημέραν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 60r· στην εκκλησίαν πρόθυμος ας είσαι πάσα μέρα| και ταπεινός με υπακοήν Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 152· εσπουδάζαν όλοι τως να ’χουσι πάσα μέρα| χίλιω λογιώ ξεφάντωσες στη νιότη κι εις τα γέρα Πανώρ. Πρόλ. 23· (3) πάσα ώρα = συνεχώς, πάντοτε: νίκες και πλούτη και τιμές πάσ’ ώρα μου πληθαίνου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 351· χάμαι στη γη είχε κείτεσται το κλήμα ξαπλωμένο,| από κουράδια και βοσκούς πάσ’ ώρα πατημένο Πανώρ. Γ́ 122· β) (ως πρόθ. για δήλ. επιμερισμού/κατανομής = ανά) β1) (με αριθμητ.): Οι γιανίτσαροι πάσα δέκα έχουν έναν άλογον και μίαν τέντα Τάξ. Πόρτ. 49· β2) (με αριθμητ. και ουσ. για δήλ. επανάληψης σε τακτά χρον. διαστήματα, πβ. και σημασ. 3α): απ’ αυτό δίδε του ασθενούς μίαν ουγγίαν πάσα δέκα ημέρας Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 237· τούτοι θέλουν πάσα δυο χρόνους να αλλάσσουν τον ηγούμενον Επιστ. Ηγουμ. 174. 4) (Ως χρον. σύνδ.) (με τους συνδ. όντε(ν), όντας ή με το που· βλ. και όταν Ά́2β και Β́3β) κάθε φορά που (Για τη χρ. βλ. και Κριαρ., ΕΕΒΣ 9, 1932, 368): σε τόση| τρομάρα πέφτει ο ταπεινός πάσα όντε σου σιμώσει Πανώρ. Γ́ 502· δεν θέλω να μου κάμνουσι πλιο άλλα μνημόσυνα, μοναχάς πάσα όντεν είναι το μνημόσυνο ολονών των αποθαμένων Διαθ. 17. αι. 3225· και πάσα που ’θελε φυσά να κάνει γρεγαλάκι| την βρόμα ήφερνε Διήγ. ωραιότ. 879.
       
  • πασχίζω,
    Λόγ. παρηγ. L 618, Λόγ. παρηγ. O 710, Φλώρ. 1208, Λίβ. P 1810, Λίβ. Sc. 89, 1944, 2558, 2736, 3141, Λίβ. Esc. 1217, 3114, 3458, Λίβ. (Lamb.) N 89, Λίβ. N 1938, 3636, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 3139, Χρον. Τόκκων 2035, Σφρ., Χρον. (Maisano) 1162, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 57, 400, Δεφ., Λόγ. 561, Αχέλ. 1901, Πηγά, Χρυσοπ. 273 (72), Παλαμήδ., Βοηβ. 1221, Ιστ. Βλαχ. 1359, 1839, Διγ. Άνδρ. 4085, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 8523, 956, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [272], [1294], Διακρούσ. 7418, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4597, κ.α.· πασκίζω, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 231, 309, Αχέλ. 970, Χρον. σουλτ. 8921, Πανώρ. Γ́ 521, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 179, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 904, 1550, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 127, Β́ 365, Δ́ 77, 388, Λεηλ. Παροικ. 643, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 47622, 48312, 5027.
    [Από τον αόρ. του πάσχω (βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 299). Ο τ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., στη λ.). Η λ. τον 6. αι. (Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περίοδ. β́, 6, 1955-56, 298), στο Du Cange (λ. πασχίζειν) και σήμ.]
    Α´ Μτβ. 1) α) Υφίσταμαι, παθαίνω κ. δυσάρεστο ή κακό· υποφέρω βάσανα, συμφορές: αιχμαλωτίσθην δι’ εσέν (ενν. έρωτα) και την υπόσχεσίν σου·| έθηκα ’δά το όνειρον τον πόθον τον δικόν μου| και δίχρονον επάσχισα πικριάς αναριθμήτους Λίβ. P 1419· (με σύστ. αντικ.): οπού έναι δυστυχής ποτέ μη απελπίσει,| αλλά ας θαρρεί ότι οκάποτε, όσα γουν και πασχίσει,| βασμίδιν ευτυχήματος πατεί περί το τέλος Λόγ. παρηγ. O 732· θέλω σε αφηγήσεσθαι τά επάσχισα εις τον κόσμον Λίβ. P 67· β) (προκ. για ερωτικά βάσανα): έχω γαρ ξενοχάραγον αφήγημα αγάπης,| και πόνους τούς επάσχισεν εξ έρωτος οκάτις| πολυπαθής, πολύπονος, ερωτοπαιδευμένος Λίβ. (Lamb.) N 18. 2) Προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις να πετύχω κ., αγωνίζομαι για κ.: Ο δε πασάς ελύσσασε κι έλεγε να πασχίσει| Μαλταίους σ’ ό,τι δύνεται πάντας να τυραννήσει| και πάντας τους χριστιανούς να βάνει στο μαχαίρι Αχέλ. 1186· Επάσκισε όσο μπόρεσε την παίδα ν’ αλαφρώσει| κι αντρεύγετο κι ελόγιαζε να του βουηθήσει η γνώση Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 105· Εδιάβηκεν ο διάβολος με το γδυμνό μαχαίρι,| και πάσχισέ τηνε (ενν. την Τάρσια) πολλά στό πάσχει να την φέρει.| Αυτείνη η κακορίζικος καλλιά ’χει να την σφάξει,| παρά την στράτα τήν κρατεί εις τον Θεόν ν’ αλλάξει Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1376]. Β́ Αμτβ. 1) Υποφέρω, βασανίζομαι: Και αν ήμην πέτρα εκ παντός και πάσχισα τοσούτον,| οκάτι απ’ τά επικράνθηκα είχον τι να ποιήσω Λόγ. παρηγ. O 637· να ποίσω αντίσηκον καλόν και αντιμεικόν φιλίας (παραλ. 3 στ.), να δυνηθώ εκ τά επόνεσες διά εσένα να πασχίσω! Λίβ. N 3199. 2) Καταβάλλω έντονη προσπάθεια, αγωνίζομαι να: Οι Φράγκοι των εσμίξανε και μπαίνου και τσι δένου (ενν. τις σάικες)| και τότες με τον πόλεμο πασκίζου κι ανεβαίνου·| τσι Τούρκους εκρεμίσανε από τσι πόρτες κάτω Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 44416· να πολεμήσεις τους εχθρούς, να τους συναπαντήσεις·| με πάσα τρόπον πάσχισε για να τους ενικήσεις Ιστ. Βλαχ. 978· Δέλφινας τότε έλαχε και έφτασε να σώσει| την μαϊμούν, επάσχισε διά να την γλυτώσει Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 888.
       
  • πατερημόν
    το· πατερημό(ν), Ιατροσόφ. (Oikonomu) 809· πληθ. πατερμά, Κατζ. Γ́ 261.
    [Η συνεκφ. «Πάτερ ημών» (αρχή της Κυριακής Προσευχής) ως ουσ. Η ονομ. πληθ. και σήμ. λαϊκ. Τ. πατρεμόν στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.). Ο τ. πατερημό και σήμ. ιδιωμ. (Βογιατζ., Γλώσσα Άνδρ.)· πληθ. πατερημά σε έγγρ. του 17. αι. (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ, 1968, 67) και σήμ. λαϊκ. Η λ. (Πάτερ ημών το) και σήμ.]
    1) Η Κυριακή Προσευχή και κατ’ επέκταση οποιαδήποτε προσευχή: Άμε ’ς καλό, Αννούσα μου. Πάντα στα πατερμά μου| θέλω παρακαλεί για σε Κατζ. Γ́ 404· ο κλέπτης ... δεν ημπόρεν να νηστεύσει ουδ’ έξευρεν να πει κανέναν «πατερημόν» Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 134· με πολλήν ευλάβειαν να λέει τα πατερμά του Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 443. 2) (Συν. στον πληθ.) κομποσκοίνι: βαστώ σταυρόν και πατερμά, φορώ και το μαντί μου Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 300· Αληθινά θαμάζομαι, τώρα στα γηρατειά σου,| οπὄπρεπε στα χέρια σου νά ’χεις τα πατερμά σου Κατζ. Ά́ 272.
       
  • παύω (I),
    Σταφ., Ιατροσ. 14404, Γλυκά, Αναγ. 366, Διγ. (Trapp) Gr. 273, Βέλθ. 196, Ερμον. Υ 226, Χρον. Μορ. H 1199, 7955, 8056, Χρον. Μορ. P 6772, 7301, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 89 κριτ. υπ., Απολλών. 673, Λίβ. Sc. 2279, Λίβ. N 3083, Μάρκ., Βουλκ. 34013, 35113, 18, Έκθ. χρον. 216, 3917, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 465, Αχέλ. 2129, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 882, Χρον. σουλτ. 6012, Ιστ. πατρ. 11620, 1979, Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 61r, Πανώρ. Β́ 262, Διήγ. πανωφ. 55, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [1157], Δ́ [336], Διγ. O 2192, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 28025, 28611, κ.π.α.· παύγω, Μαχ. 9025, 14825, 16816, 67415, Βουστρ. (Κεχ.) 1868, Κυπρ. ερωτ. 234, 594, 644, 9736, 10112, 11851, Πανώρ. Έ́ 32 κριτ. υπ., Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 870, Γ́ 271, 1635, Δ́ 1547, Έ́ 80, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 1108, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1336], κ.α.· παύτω, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 433, Πανώρ. Β́ 263, Δ́ 361, Έ́ 32, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 103, Ά́ 70, Β́ 462, Δ́ 274, Έ́ 324, 336, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 150, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 14, Ά́ 121, Β́ 20, Δ́ 322, Έ́ 161, Διακρούσ. 7913, 8519, 16611, 4026, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15226, 16124, 2812, 3105, κ.α.· γ́ πληθ. παρατ. επαυόντησαν, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 305· μτχ. παρκ. παμένος, Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1263].
    [Το αρχ. παύω. Ο τ. παύγω, για το σχηματ. του οποίου βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 49, στο Meursius (λ. παύγειν) και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ϛ́ 206, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ.). Ο τ. παύτω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε ‑φτω (βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 286). Η μτχ. παρκ. παμένος και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., στη λ.). Τ. παύγου σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 722, λ. παύκω). Η λ. και σήμ.]
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) Σταματώ, διακόπτω, δίνω τέλος σε κ. α) (με αιτιατ.): Θρ. Κύπρ. M 349, Πανώρ. Γ́ 327, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 319, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 761· φρ. παύω τον δρόμον/το σπουδάζειν = βραδύνω το βήμα μου: τότες τον δρόμον έπαυσεν και σιγανά επερπάτει Πικατ. 253· εμείς στον Άδην σώνοντα σώνει κι η αδελφή μας,| κι εβάσταν βρέφος κι έρχετον και το στραφείν και δει μας,| εσκόλασεν το βιάζετον, έπαυσεν το σπουδάζειν| και βλέποντα τό ουκ έλπιζεν ήρχισε να θαυμάζει Απόκοπ.2 373· β) (με γεν.): Ούτως ακούσας παρευθύς ο Αχιλλεύς τους λόγους| εμαλακίστην την ψυχήν, έπαυσεν του πολέμου Αχιλλ. (Smith) N 1445· (εδώ με έναρθρ. απαρέμφ.): ας παύσω και του λέγειν Κομν., Διδασκ. Δ 398· (εδώ με ουσιαστικοπ. βουλητική πρόταση): Εν τούτῳ θέλω από του νυν να πάψω εδώ ολίγον| του να συντύχω, να ειπώ εκ τον δεσπότην Άρτας,| και να σας αφηγήσομαι αφήγησιν τοιούτην| περί του πρίγκιπος Μορέως Χρον. Μορ. P 3138· γ) (με δοτ.): ταις ασεβέσι ματαιοφωνίαις παύσε· διατί θέλουσι προκόψει εις μεγαλύτερην ασέβειαν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Τιμ. Β́ β́ 16 σημ.· δ) (με δευτερεύουσα πρόταση) δ1) βουλητική: έπαψε να κλαίγει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 417· (εδώ με το σύνδ. και πλεοναστικά): θέλω από του νυν να πάψω και να λέγω| περί του ρήγα της Φραγκίας Χρον. Μορ. H 3464· (με άρν.): ήτονε εκεί ένας οποίος δεν έπαυτεν πάσα ώραν να την εγκωμιάζει (ενν. την Θεοτόκον) Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 433· δεν έπαυε (ενν. ο σουλτάν Μουράτης) μέρα νύκτα να τηνε πολεμά (ενν. την Πόλιν) Χρον. σουλτ. 6012· δεν έπαυσε (ενν. ο πρώην πατριάρχης κύρης Μάρκος) να μηδέν γράφει εις τους αρχιερείς περί της υποθέσεως και συκοφαντίας αυτού Ιστ. πατρ. 10513· δ2) αναφορ.: Ενταύτα θέλω από του νυν να πάψω τά σε λέγω Χρον. Μορ. H 1333. 2) (Προκ. για ιερέα) απέχω από τα καθήκοντά μου κατόπιν επιβολής ποινής: Πρεσβύτερος από μέθης ή από αμελείας τινός αφήσει φωτιά εις το βήμα ή έξω εις τον ναόν και καώσιν βιβλία ή άλλα ιερά εκ των ευρισκομένων έσω εν τῳ ναῴ, να παύσει την λειτουργίαν χρόνον ένα Μαλαξός, Νομοκ. 137. 3) (Προκ. για συναισθήματα) κατασιγάζω, κατευνάζω, καταστέλλω α) (με αιτιατ.): Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 267, Διγ. Άνδρ. 32436· β) (με γεν.): έπαυσε (ενν. ο σουλτάνος των Αγαρηνών) και της κακίας ην είχε κατά του γένους Γραικών Ιστ. πολιτ. 3010· φοβουμένου του σουλτάνου μήπως εν τοις ζώσιν εστί (ενν. ο βασιλεύς Κωνσταντίνος) ... εύρον την κεφαλήν αυτού και ανεγνώρισαν αυτήν ... και ούτως έπαυσε του φόβου Ιστ. πολιτ. 2313. 4) Εμποδίζω, αποτρέπω κάπ. από το να κάνει κ.: Ιστ. πολιτ. 2414. 5) Ανακουφίζω, απαλλάσσω κάπ. από κ.: Το δε καλόν ποδαρικόν του μισθαργού σου τούτου| και του νεροφορήματος τον κόπον έπαυσέ σε Καλλίμ. 2060· Δίδει κι ελεημοσύνην (ενν. ο Καντακουζηνός)| με πολλήν δικαιοσύνην,| τους πτωχούς πολλά να παύει| και του είναι όλοι σκλάβοι Αιτωλ., Βοηβ. 362. 6) Ολιγωρώ, παραλείπω να κάνω κ.: ο ανήρ ος αυτός καθάριος και η στράτα δεν ήτον και να πάψει να κάμει την Πάσκα και να γλοθρευτεί η ψυχή εκείνη από τους λαούς της, ότι την προσφορά του Κύριου δεν επρόσφερεν εις το καιρό του Πεντ. Αρ. IX 13. Β́ Αμτβ. 1) α) Λήγω, σταματώ, τελειώνω: έπαψεν ο πόλεμος Χρον. Μορ. H 4092· έπαυσαν οι αδικίες Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 30v· ποτέ ουκ έπαυσεν ο θρήνος τους (ενν. των Τρώων) εις αύτον (ενν. τον Έκτορα) Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7285· (εδώ προκ. για αιμορραγία, με αιτιατ. προσωπική): εις την πληγήν της το ’βαλε (ενν. το μπλάστρι), ω θαυμαστή περίσσια| χάρις του χόρτου, παρευθύς οπού της τ’ αποθήσα,| οι πόνοι την αφήκασι, το αίμα τηνε παύγει Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1336]· (με υποκ. δευτερεύουσα πρόταση): ο Αβραάμ και η Σάρα γέροντες, έρχουνται εις τις ημέρες· έπαψεν να είναι της Σάρας στράτα σαν τις γεναίκες Πεντ. Γέν. XVIII 11· β) τελειώνω, ολοκληρώνομαι: Τρεις μήνες την πανήγυριν του γάμου εκρατούσαν (παραλ. 1 στ.). Αφού ο γάμος έπαυσεν και όλ’ ευωχηθήσαν,| ο στρατηγός κι η σύζυγος του Διγεν’ ευχηθήσαν Διγ. O 2103· γ) (προκ. για φυσικά φαινόμενα ή στοιχεία της φύσης) εξασθενώ, κοπάζω· σταματώ: έπαυσαν οι σεισμοί και αι βρονταί Διήγ. εκρ. Θήρ. 1105· ο άνεμος έπαυσε και έγινε γαλήνη μεγάλη Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. δ́ 39· ήπαψε η φωτιά και την εσβήσα Λεηλ. Παροικ. 649· (με υποκ. δευτερεύουσα πρόταση): ψάλλετε προς τον Κύριο και να πάψει από να είναι φωνές του Θεού και χαλάζι Πεντ. Έξ. IX 28· (σε μεταφ.): Αν έπαψεν του πόθου το ψιχάδιν,| να γαληνώσαν προς εμέν οι χρόνοι Κυπρ. ερωτ. 10713· δ) (προκ. για καπνό) διαλύομαι: παύτει όλος ο καπνός κι εγίνη ξεκαθάρα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 36217. 2) Σωπαίνω, σταματώ να μιλώ (να διηγούμαι, να θρηνώ, κ.τ.ό.): Διγ. Άνδρ. 4094, Χρον. Μορ. P 1199· (σε προστ.): Λίβ. Esc. 3671 δις. 3) Σταματώ να κάνω κ., δίνω τέλος σε κ. α) (με κατηγορηματική μτχ.): έπαυσαν γαρ σφαζόμενοι, πολέμους συγκροτούντες Διγ. Z 4178· δεν επαύσαν τρέχοντες, αλλ’ επεριπατούσαν| μέρα και νύκτα Διγ. O 981· β) (με εμπρόθ. προσδ.): αν εκ του θρήνου έπαυεν, εστέναζεν καθ’ ώραν Λίβ. P 2319· δεν θέλει| να παύσει εκ τον πόλεμον Ιστ. Βλαχ. 132· παύσε από του στεναγμού, μη θλίβεσαι τοσούτον Λίβ. N 3124· ακούσας τούτο ο σουλτάνος έπαυσεν από τον θυμόν οπού είχε Ιστ. πατρ. 7916· Παρακαλώντας τους ο Μωυσής να παύσουσιν από την τοιαύτην άτακτον ορμήν ..., αυτοί μάλλον εφιλονίκουν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 63. 4) (Προκ. για συναισθήματα) καταλαγιάζω, υποχωρώ: ας πάψει ο τόσος σου θυμός κι η θέρμη τση καρδιάς σου Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 52· θε να πάψουν οι χαρές, να τους πλακώσει η πρίκα,| γιατί κοιτάζουν τ’ άρματα του Τούρκο πως πληθαίνου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 51024· άφτει| η πεθυμιά του πόθου μου που στην καρδιά δεν παύτει Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 566. 5) α) Ησυχάζω, ηρεμώ: Όλα τα ζα ναπαύγουνται τες νύχτες,| αφόν εις την δουλειάν τους βάλουν τέλος,| κι εγώ ’δέ νύχταν παύγω ’δέ στον ήλιον Κυπρ. ερωτ. 11015· β) (προκ. για πόλεμο) παύω να διεξάγω πολεμικές επιχειρήσεις, απρακτώ: του γενεράλε έδιοξε κι είπε για να γυρίσου| και να χαλάσουν το φορτί και όλοι τως να εμπούσι| στη χώρα και να παύσουνε, να μηδέν πολεμούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 45716· ωσάν εκάμανε οι χριστιανοί αυτές τις νίκες, εγυρίσανε και εδιάβησαν εις τους τόπους τους με τη νίκη. Αμή ο Τούρκος δεν έπαυε, μόνε τους επάτιε εις τα σύνορα και εστεκέτονε εισέ τόπους σιγούρους Χρον. σουλτ. 6913. 6) (Με την πρόθ. από + βουλητική πρόταση) απέχω από κ., αποφεύγω να κάνω κ.: ότι να ιδείς γαδούρι του μισούντα σου σταλίζει κατωθιό το γομάρι του και να πάψεις από να απαφήσεις αυτουνού Πεντ. Έξ. XXIII 5· ότι να πάψεις από να τάξεις να μην είναι εις εσέν φταίσιμο Πεντ. Δευτ. XXIII 23. 7) (Με την πρόθ. από + αιτιατ. προσώπου) αφήνω κάπ. ήσυχο, δεν ασχολούμαι με κάπ.: ετούτο το πράμα ος εσυντύχαμε προς εσέν (ενν. το Μοσέ) εις την Αίγυφτο ... : «πάψε από εμάς, ... ότι καλλιό εμάς να δουλεύγομε την Αίγυφτο από να αποθάνομε εις την έρημο» Πεντ. Έξ. XIV 12. 8) (Νομ., προκ. για δικαστή) αφήνω να περάσει ορισμένο χρονικό διάστημα από την έκδοση μιας απόφασης, μετά το οποίο οι διάδικοι μπορούν να ασκήσουν έφεση: Και παύει ο κριτής μέχρι και ημέρας ί και μετά τούτο κρατείται την δίκην ο άνθρωπος λέγων: «Αρνούμαι τα λεγόμενα ως λέγουνται και αιτώ τας αποδείξεις» Ελλην. νόμ. 5759. 9) ?(Νομ.) μεροληπτώ κατά την εκδίκαση μιας υπόθεσης: Οι κριτάδες ... εντέχεται να ποίσουν δίκαιον ... οδίχως να πάψουν, ότι ο νόμος λαλεί ότι οι κριτάδες πρέπει ... καλήν στράτα να περιπατούν της αληθείας και της κρίσεως και ... πρέπει το ίσο να κρίνουν τον μέγα και τον μικρόν, και τον πτωχόν και πένητα, ώσπερ τον πλούσιον και τον άρχοντα Ασσίζ. 2821. IΙ. Μέσ. Α´ (Μτβ.) σταματώ, διακόπτω, δίνω τέλος σε κ. (συν. ομιλία, διήγηση, θρήνο, κ.τ.ό.) α) (με αιτιατ.): τον θρήνον παυσαμένη Καλλίμ. 2259· παύομαι τον λόγον Βέλθ. 1348· β) (με έναρθρ. απαρέμφ.): Εις τούτο θέλω από του νυν να πάψομαι του λέγειν| περί τον ρήγαν Φράτσας Χρον. Μορ. P 3464· γ) (με δευτερεύουσα βουλητική πρόταση): Ενταύτα παύομαι απεδώ να γράφω και να λέγω| περί του Αλαμάνου εκεινού, του εξάκουστου στρατιώτου Χρον. Μορ. H 6813. Αμτβ. 1) α) Λήγω, σταματώ, τελειώνω: Του λοιμού τοίνυν παυσαμένου, ... ήρξατο ο Θωμάς τας χήρας γυναίκας μνηστεύειν μετά των Σέρβων Ιστ. Ηπείρ. XII3· Πατριαρχεύοντος δε του κυρού Μαξίμου του λογίου τα της εκκλησίας άπαντα ειρηνικώς διέκειντο, παυσαμένων πάντων των σκανδάλων Έκθ. χρον. 3518· β) τελειώνω, ολοκληρώνομαι: Ποίημα δε ως ᾴδεται και κόπος τού εις τέλος διαλαμβάνει τοὒνομα και παύεται το μέλος Αξαγ., Κάρολ. Ε′ τίτλ.· γ) (προκ. για ποταμό, πηγή) στερεύω: τρέχουσιν από αρχών πολλών της λίμνης διακεχωρισμένοι ποταμοί εις εκατόν και ου παύονται Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 290· εκείνον το αλλόμενον ύδωρ εκαταφρύγη.| Σοφία γαρ ου δύναται ανθρώπου ερευνήσαι| πόθεν αι φλέβαι των πηγών επαύσαντο εκείσε Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 638. 2) Σωπαίνω, σταματώ να μιλώ (να διηγούμαι, να θρηνώ, κ.τ.ό.) α) (με κατηγορηματική μτχ.): Διγ. Z 493· β) (με εμπρόθ. προσδ. μετά από παράλειψη της μτχ. λέγων): Χρον. Μορ. H 8803.
       
  • πεινώ,
    Κομν., Διδασκ. Δ 298, Σπαν. P 252, Προδρ. (Eideneier) IV 389, 648 χφ P κριτ. υπ., Περί ξεν. (Μαυρομ.) 133, Αχιλλ. L 384, Ανακάλ. 80, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 445, Θησ. H́ [492], Συναξ. γυν. 106, 256, 723, Απόκοπ.2 42, Κορων., Μπούας 77, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 137v, 359r, Ρίμ. θαν. 93, 108, 134, Αχέλ. 647, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 33, 737, 953, 1053, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 313, 643, Θρ. Κύπρ. M 325, 471, Πηγά, Χρυσοπ. 218 (23), Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 151, Έ́ 101, Σταυριν. 949, Ιστ. Βλαχ. 2799, 2805, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1025, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18911, 52922.
    [Το αρχ. πεινάω. Η λ. και σήμ.]
    Α´ Αμτβ. 1) Διακατέχομαι από το αίσθημα της πείνας, αισθάνομαι την ανάγκη να τραφώ: Προδρ. (Eideneier) I 56, Κορων., Μπούας 44, Θρ. Κύπρ. M 433, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1051. 2) Υποφέρω από έλλειψη τροφίμων, λιμοκτονώ: Συναξ. γυν. 326, Πεντ. Γέν. XLI 55, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2322. 3) (Μεταφ.) υποφέρω από ερωτική στέρηση: Ελόγιαζε ο Πολύδωρος το πως κρουφό θε να ’ναι| μαντάτο από την Αρετή, για κείνο τον εγιάνε (ενν. το Ρωτόκριτο).| Λέγει ...| ... χορτασμένον ηύρηκα ένα που τόσο επείνα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 2068. Β́ (Μτβ.) υποβάλλω κάπ. στη δοκιμασία της πείνας: ο Θεός ... εις την έρημο ... εκακούχισέ σε και επείνασέ σε και ετάγισέ σε το μαν Πεντ. Δευτ. VIII 3. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) α) Πεινασμένος, νηστικός: ας τον ταγίσω (ενν. τον γάτον) ... και πεινασμένος έναι Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 268· Λύκος επεριπάτιε περίσσια πεινασμένος| κι εις ένα τόπον στάθηκε, σαν ήταν λιμασμένος Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1371· ερούφησεν (ενν. ο Τούρκος) τους χριστιανούς ως δράκος πεινασμένος Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 600· β) που λιμοκτονεί: όφελος κανένα δεν της έκαμναν (ενν. τα πολυτίμητα λιθάρια) της πεινασμένης εκείνης χώρας Ροδινός (Βαλ.) 126· (σε ιδιάζ. χρ.): έθρεψεν (ενν. ο Ιωσήφ) τον λαόν του βασιλέως ... τους επτά χρόνους τους πεινασμένους Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 374v. 2) (Μεταφ.) που υποφέρει από ερωτική ή πνευματική στέρηση: οχ τες γλυκότητες εκείνου του προσώπου (παραλ. 1 στ.) γλυκύ θέλ’ εύρει φαγητόν η βλέψις μου η καημένη,| οπ’ οχ την νήστειαν την μακριάν στέκεται πεινασμένη Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [38]· Ήτον ανάγκη να γένει η Παρθένος ένα καράβι, διά να συνάξει και να φέρει τροφήν (έκδ. οροφήν· διορθώσ.) αυτής της πεινασμένης χώρας του κόσμου ετούτου Ροδινός (Βαλ.) 124. 3) (Ως ουσ.) αυτός που βρίσκεται στο έσχατο όριο της ένδειας, φτωχός: Ένδυσε πένητα γυμνόν, χόρτασε πεινασμένον,| θλιμμένους παρηγόρησον, αρρώστους επισκέπτου Σπαν. A 493· Τον Σαν Φραντσέσκο εχάλασεν (ενν. ο σεισμός), το άγιον μοναστήρι,| των πεινασμένων την τροφήν και τ’ απακουμπιστήρι Σκλάβ. 44.
       
  • πέλαγος
    το, Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 96, Λίβ. Sc. 903, 2227, Λίβ. Esc. 1986, 2947, Μάρκ., Βουλκ. 3523, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 141, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 108, Ριμ. κόρ. 594, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 263, Ιστ. πολιτ. 56910, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 57, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 243, Δ́ 816, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 102, Διακρούσ. 8231, 8823, 11712, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17811, 2631, κ.α.· πέλαγο, Χρον. Μορ. P 603, Πορτολ. A 18625, Χρον. σουλτ. 8036, Στάθ. (Martini) Β́ 279, 284· πέλαγο(ς), Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1057, Απολλών. 315, Χρησμ. I 207, X 27, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 1531· πέλαο(ς), Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 399· πέλαος, Ιμπ. 801, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1568, 3276, 3301, 3348, 37120, 37420 κ.α.· αιτ. εν. πέλαγον, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 332.
    [Το αρχ. ουσ. πέλαγος. Οι τ. πέλαγο και πέλαο και σήμ. λαϊκ. Ο τ. πέλαος και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Κουκ., Αθ. 36, 1924, 256, Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν.). Για την αιτ. εν. πέλαγον πβ. Αποσκίτη [Ροδολ. σ. 176 σημ. 4]. Η λ. και σήμ.]
    1)) α) Ανοικτή θάλασσα: Χρον. Μορ. H 1680, Μαχ. 17030, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1675· (σε μεταφ.): ο Σπιθόλιοντας … (παραλ. 1 στ.) … αγριεύγει (παραλ. 1 στ.) μηδέ ποτέ το πέλαγος έτοιας λογής μανίζει| ’ς τσ’ ανεμικές του Γεναριού όντε βροντά κι αφρίζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1111· (σε προσωποπ.): Πέλαγος, τρέξε γλήγορα και ράξε να τσι πνίξεις Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20211· β) θαλάσσια περιοχή μικρότερη σε έκταση από τη θάλασσα και τον ωκεανό, η οποία βρίσκεται συν. ανάμεσα σε νησιά ή σε νησιά και τμήματα ξηράς (η σημασ. ήδη αρχ.): Σαν εσιμώσα στο νησί, βροντές εγροικηθήκα, (παραλ. 1 στ.) και δεν επιάσα τω νησιώ τα πέλαγα, να ’ρθούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1628· γ) η θάλασσα (σε αντιδιαστολή με την ξηρά) γ1) ως περιοχή διοικητικής-στρατιωτικής αρμοδιότητας: Τότες γενεραλίσσιμο …,| … Μορεζίνη βάνου (παραλ. 2 στ.) νά ’ρθει στο Κάστρο με σπουδή, το πέλαγος να ’ρίζει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 43313· (σε γεν. με τη λ. στρατηγός): να βγάλεις έξω στρατηγούς της γης και του πελάου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2488· γ2) (σε γεν. με τις λ. φοσσάτον, αρμάδα, στρατηγός) ναυτική στρατιωτική δύναμη: φοσσάτον μέγαν, δυνατόν, της γης και του πελάγου Διήγ. Βελ. N2 80· οδιατί είχεν και της γης και του πελάγου αρμάδα πολλήν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 399· γ3) (σε γεν. με τα ουσ. στράτα, δρόμος): εκράτησαν (ενν. τα κάτεργα) τα έμπατα, τες στράτες του πελάγου Χρον. Μορ. H 1288· εκράτησεν (ενν. ο Παλαιολόγος) εξάπαντος τους δρόμους του πελάγου Χρον. Μορ. P 1288· έκφρ. Χριστιανοί του πελά(γ)ου = νησιώτες: έδωσαν περίσσιες ζημίες, … εις όλον το έθνος των Χριστιανών, τόσον της γης ωσάν και του πελάγου Σουμμ., Ρεμπελ. 158· βοηθός των χριστιανών, της γης και του πελάου Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 266. 2) Μεγάλη, αχανής έκταση α) αποτελούμενη από υγρό στοιχείο· (εδώ σε μεταφ.): ανάγκας υπεστάθην,| ποθοκαμίνου ερωτικήν ποθοκατακαημένου,| μέσα να στέκω εις πέλαγος γλυκυτάτου νερού,| και να διψώ, να φλέγομαι, και να μηδέν τρομώ να πίω Λίβ. Esc. 3410· β) προκ. για εδάφη: Ουκ οίδας ω ηγεμών, ότι την ην οικούσι Θρᾴκες γην και μόνην κατέχομεν, τα δε λοιπά άπλετα πελάγη των επαρχιών, … πάντα εν τρυτάνῃ απῃωρημένα εισί Δούκ. 21129· παρακάλεσον τον Κύριον να μη με αφήσει μίαν ημέραν μετά την σην αναχώρησιν, ίνα μη πλανηθώ εις το πέλαγος ταύτης της ερήμου Αγαπ., Βίος Ιωάσ. 23222· γ) προκ. για τον αέρα, την ατμόσφαιρα που μας περιβάλλει (βλ. και αέριος): των … πτερών, ους ελάτας παρωνύμως καλούσι διά το δι’ αυτών ελαύνεσθαι και κώπης δίκην διατέμνεσθαι το αέριον πέλαγος Ιερακοσ. 4825. 3) (Μεταφ.) α) για δήλ. μεγάλης ποσότητας, αφθονίας: Ψευδο-Σφρ. 17218, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 14217, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14421· (προκ. για έντονο συναίσθημα): εις πόσον φόβου ενέπεσε πέλαγος η ψυχή μας Λίβ. N 2630· (προκ. για το μέγεθος και την ποικιλία έργου σημαντικής προσωπικότητας): σαν ατελής μένω (ενν. εγώ, ο Ιωάννης Ανδρέας Τρώιλος) στο περιγιάλι| κι εις το βαθύ σου πέλαγος (ενν. Θωμά Φλαγγίνη) ας πράσσου διδασκάλοι Ροδολ. (Αποσκ.) Αφ. 72· β) (προκ. για δύσκολη κατάσταση· η σημασ. ήδη αρχ., βλ. L‑S, στη λ. σημασ. ΙΙ.)· φρ. μπαίνω σε πέλαγος = μπλέκω σε βάσανα, προβλήματα: Παιδάκι μου, ας εγνώριζες πού πορπατείς και πηαίνεις| και σ’ είντα πέλαγος βαθύ και θυμωμένο μπαίνεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 156· (εδώ για το εγχείρημα της συγγραφής): Απής η τύχη μ’ έφερε εις τούτο, να μιλήσω,| εβάλθηκα σε πέλαγος νά ’μπω να κολυμπήσω Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1436. Η γεν. εν. ως επίρρ. (για τη χρ. πβ. Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ., σημασ. 2 και Αναγνωστ., ΛΑ 6, 1923, 77): επιάσαν και επολέμιζαν τα κάτεργα πελάου Θρ. Κων/π. (Mich.) 100.
       
  • περδικοπιάστης
    ο.
    [Από το ουσ. πέρδικα και τον αόρ. του πιάνω. Η λ. στο Meursius.]
    Αυτός που κυνηγά και πιάνει πέρδικες: έναι (ενν. ο αφέντης μου) μέγας κυνηγός, μέγας περδικοπιάστης Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 81.
       
  • περιβόσκομαι.
    [Το μτγν. περιβόσκομαι. Το ενεργ. περιβόσκω τον 7. αι. (Steph., Θησ.) και σήμ. λογοτ. (ΑΛΝΕ).]
    (Προκ. για φυτοφάγα ζώα) αναζητώ τροφή στους γύρω τόπους, βόσκω τριγύρω: να πα να περιβοσκηθεί (ενν. ο γάδαρος), καμπόσο ν’ ανασάνει,| να φα κλαδί από δενδρό κι από την γην βοτάνι Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 27.
       
  • περιδιαβάζω,
    Καλλίμ. 1156, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. Παράρτ. Β́ 616, Χρον. Μορ. P 2495, Φλώρ. 319, 1468, Σαχλ. N 370, Σαχλ., Αφήγ. 44, 97, Λίβ. Sc. μετά στ. 2047, Θησ. Δ́ [125], Έ [314], Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 83, Αλεξ.2 431, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 154v, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 855‑6, 871, 13533, Ιστ. Βλαχ. 1169, 2137, Σουμμ., Ρεμπελ. 190, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 631, 933, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [579], Διγ. O 80, 84, 2401, Κονταρ., Ιστ. Αθ. 409.
    Από το παραδιαβάζω με επίδρ. της πρόθ. περί. Η λ. στο Βλάχ., στον Κατσαΐτ., Θυ. Έ 714 και σήμ.
    Ά Αμτβ. 1) Κάνω περίπατο, σερ(γ)ιανίζω: πηγαίνοντας συχνά η νία στο περιβόλι,| πολλές φορές με συντροφία, και πότε μοναχή της.| Εκεί περιδιαβάζοντας, όλο με τα τραγούδια,|πολλές φορές τα μάτια της, εσήκωνε και θώριε| προς το παρεθυρόπουλον Θησ. Γ́ [283την επαρακάλεσε (ενν. του βασιλέως τη θυγατέρα ο μισσέρ Τζεντεφρές) να έβγει έξω εις το κάστρον,| να περιδιαβάσει και να ιδεί τον τόπον,| και να αναπαυθεί ολίγας ημέρας από την ζάλην| της θαλάσσης, και τότε να μισεύσει Δωρ. Μον. XXV. 2) Διασκεδάζω: Όσοι με βλέπουν λέγουσιν ότι περιδιαβάζω| και ’γω με πίκρες, με χολές, την νιότη μου διαβάζω Ch. pop. 559· Δεν ήρθα επά να τραγουδώ και να περιδιαβάζω,| μα ’ρθα θεριά να πολεμώ, άντρες να δικιμάζω| και να ματώνω το σπαθίν εις των οχθρών τα στήθη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1281. 3) Περιηγούμαι: αφόντις ήλθεν (ενν. ο άγιος Γεράσιμος Νοταράς) από τους Αγίους Τόπους της Ιερουσαλήμ, και όθεν επεριδιάβασε από τα μέρη της Ανατολής και Ευρώπης, ..., έμεινεν εις αυτόν τον τόπον Ιερόθ. Αββ. 334. 4) Αναμετριέμαι, αγωνίζομαι: ας γένη ρέντα των πεζών και των καβαλλαρίων, (παραλ. 2 στ.) ... και ας δώσουν κονταρέας·| και αφού περιδιαβάσουσιν ομπρός οι εδικοί σου,| εγώ να ειπώ τον Λίβιστρον και συ τον Βερδερίχον| του να καβαλλικεύσωσι να δώσουν κονταρέας Λίβ. N 2863. Β́ Μτβ. 1) α) Κάνω βόλτα σε κάπ. τόπο, σερ(γ)ιανίζω κάπου: Εις τον καιρόν, οπού ετούτη επεριδιάβαζε το θέατρον με τον Αλμπάζαρ (...) με ετήραξε εις το πρόσωπον με ένα γλυκύ βλέμμα Καλόανδρ. (Δανέζης) 51 (16vβ) πηγαίνω κάπ. βόλτα κάπου, συνοδεύω κάπ. σε κάπ. τόπο: Την επεριδιάβασα τριγύρου του θεάτρου Καλόανδρ. (Δανέζης) (18rγ) (προκ. για βοσκό) οδηγώ το κοπάδι (σε κατάλληλο τόπο) για να βοσκήσει: ο ιδιώτης βοσκός πρέπει να βόσκει το μανδρί οπού του εμπιστεύθη, να το περιδιαβάζει, να το φυλάγει και να το κυβερνά Χριστ. διδασκ. 394. 2) Διασκεδάζω κάπ.: Πανώρια, θυγατέρα μου, ...| (παραλ. 1 στ.) εις τα βουνά δεν πρέπει πλιο κι εις δάση να γυρίζεις,| να μη θωρείς τσι λυγερές, ...| ..., να μη τσι συντροφιάζεις| κι εις τό μπορείς κιαμιά φορά να τσι περιδιαβάζεις Πανώρ. Αφ. 6. 3) Περνώ από κάπου, διέρχομαι: ήλθαμεν εις την Ληβαθόν, και επεριδιαβάσαμεν τους τόπους και τες γκρεμισμένες εκκλησίες Ιερόθ. Αββ. 335. 4) (Μεταφ.) α) βιώνω: Κι όποιος χαρές κι ανάπαυσες θε να περιδιαβάσει,| κόπους και κίνδυνα ομπροστά πρέπει να δοκιμάσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [909]· β) ζω, περνώ για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε κάποιο χώρο: Αέρας δεν ευρίσκεται ’ς τση Κόλασης τα μέρη,| για να περιδιαβάσετε τάχα το καλοκαίρι,| περβόλια με τσι μυρωδιές εις τση πικράς τη χλώρη (παραλ. 2 στ.) αντίς σγουρούς βασιλικούς σκουλήκια φυτεμένα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 597. — Βλ. και παραδιαβάζω.
       
  • περιεργάζομαι,
    Σπαν. B 450, Καναν. (Pinto) 412, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι V 57, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 259, Λαυρ., Οπτασία Σ. 109, Πηγά, Χρυσοπ. 257 (20), Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 2510· μτχ. ενεργ. ενεστ. περιεργάζων, Πηγά, Χρυσοπ. 182 (31).
    Το αρχ. περιεργάζομαι. Η μτχ. ενεργ. ενεστ. περιεργάζων τον 5. αι. (Lampe, Lex., λ. περιεργάζω). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., στη λ., Αντιχάρ. Ανδρ. 115). Η λ. και σήμ.
    Ά Μτβ. 1) α) Κοιτάζω, παρατηρώ προσεκτικά: εις την εκκλησίαν του Θεού ... οι άνδρες στήκετε κατά ανατολάς … και μη στρέφεσθε όπισθεν και περιεργάζεσθε ποία των γυναικών εστίν ευμορφότερη, ποία δε καλοστόλισθος, ποία δε λευκότερη και ποία σιτόχροος Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι V 62· επεριεργάζετον (ενν. ο Θησέος), έμορφα και καθάρια,| των πάντων τα καμώματα, τες κοπανές που κρούσι.| Και τις τον θάνατον ... για την τιμήν γυρεύει,| και τις πάλι εφοβάτονε με δόξα να ’ποθάνει. (παραλ. 3 στ.) όλα ’βλεπεν, εμέτρα τα Θησ. Ή [901β) παρατηρώ, προσέχω· αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: ήτον ο Ξάνθος πολλά πικραμένος, πλην ο ξένος δεν το επεριεργάσθην Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 7529· εγώ (ενν. ο λύκος) εθάρρεσα, κυρά μου, εις εσένα (ενν. την αλουπού),| να μη σε λάθει τίποτες εις όλην σου την γνώσιν| και ου περιεργάστηκα τούτου (ενν. του γαδάρου) την πονηρίαν Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 359. 2) α) Μελετώ, ερευνώ κ. σε βάθος: πολλοί των ανθρώπων έχουν τινάς λογισμούς πιθανούς και περιεργάζονται την θείαν Γραφήν διεστραμμένα και κακά και θέλουν να δείχνουν ότι ηξεύρουν πολλά γράμματα και θέλουν να δείχνουν την ψευδοσοφία τους με τα μυστήρια του Θεού Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 300r· Όλως, αδελφοί, κίνδυνος είναι να περιεργάζεται τινάς τα δόγματα του Θεού. Άνθρωπε, αν έχεις τον Θεόν σοφόν και αγαθόν και ανακρίνεις τα δόγματά του και εξετάζεις τα με την σοφίαν, ωσάν να εφοβούσουν να μην ήταν και φρόνιμα ή καλά ... Πηγά, Χρυσοπ. 179 (19)· Εκεί λοιπόν, αδελφέ, εις εκείνον το ύψος της υπερθέου θεότητος, μη μου υψώσεις τον νουν να περιεργασθείς «όσα σκέπει γνόφος» Πηγά, Χρυσοπ. 258 (22)· β) αναζητώ, ψάχνω τρόπο: πάντα περιεργάζεται (ενν. η γυνή) το πώς να σε ξηράνει Συναξ. γυν. 308. 3) Εκδηλώνω περιέργεια, αναρωτιέμαι για κ.: Ο δε άγροικος εκείνος ουδέν εκατάλαβε να περιεργαστεί διά ποίαν αιτίαν τον προσκαλεί, μόνον εσηκώθη και ηκολούθησεν τον Αίσωπον Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 2413. 4) α) Παραπλανώ, εξαπατώ: όσοι περιεργάζονται τον φίλον τους με δόλον και κακίαν βλάπτουσι μάλιστα τον εαυτόν τους Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 64· β) μηχανεύομαι: ουδέ καταδέχομαι (ενν. εγώ, η αλουπού) να πάγω να δουλέψω,| μόνον περιεργάζομαι το τι να πα να κλέψω Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 226. Β́ Αμτβ. 1) Παρατηρώ, εξετάζω προσεκτικά: Εβλέπω, περιεργάζομαι, έχει κάτον η γραία,| χοντρόν κατσάκιν κόκκινον, την τρίχα μου ομοιάζει Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 171. 2) Ενεργώ πονηρά: ημείς επήραμεν τα στρώματα και άλλα σκεύη, οπού ποτέ δεν ελαφρώνονται, και αυτός ο σαπρός (ενν. ο Αίσωπος) επεριεργάσθη και επήρε το ψωμί, οπού δαπανάται και τρώγεται, και ευκαίρωσε την σπυρίδαν του Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 726.
       
  • περιπατώ,
    Σπαν. O 7, Λόγ. παρηγ. L 251, Προδρ. (Eideneier) II 90 χφ H κριτ. υπ., Καλλίμ. 880, 977, 1214, 1467, 1755, Ασσίζ. 286, Διγ. (Trapp) Gr. 1785, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 297, 911, 1086, Βέλθ. 269, 318, 1135, Χρον. Μορ. P 2469, 3041, 6794, Λίβ. P 1091, 2069, 2547, 2600, Λίβ. Sc. 45, Λίβ. (Lamb.) N 508, Λίβ. Esc. 2728, Λίβ. N 2726, 3654, Αχιλλ. (Smith) N 414, Αχέλ. 1511, Διγ. Άνδρ. 32118, 36221, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 718, Ροδινός (Βαλ.) 122, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 3922, κ.π.α.· παρπατώ, Μαχ. 1922, 59034, 64812, Κυπρ. ερωτ. 9523, Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 177, 194, 250, 365, 406, 698· περβατώ, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά μετά στ. 120 χφ Χ κριτ. υπ., Μπερτόλδος 46, Μπερτολδίνος 101, 105 (τετράκις), 141· περπατώ, Γλυκά, Στ. 155, Λόγ. παρηγ. L 625, Λόγ. παρηγ. O 485, Καλλίμ. 1471, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 821, Χρον. Μορ. H 1051, Χρον. Μορ. P 1051, 5816, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 304, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 175, Λίβ. P 20, 1723, 2592, Φλώρ. 1127, Σαχλ., Αφήγ. 97, Ερωτοπ. 663, Λίβ. Sc. 2354, Λίβ. Esc. 22, 790, Λίβ. (Lamb.) N 667, Λίβ. N 2827, Αχιλλ. L 283, Αχιλλ. (Smith) O 191, Ιμπ. 521, Χούμνου, Κοσμογ. 2531, Πικατ. 206, Κορων., Μπούας 90, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 163, Ιστ. πατρ. 1151, Ιστ. Βλαχ. 1990, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 30v, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [97], Διγ. O 2428, κ.π.α.· προστ. αορ. περπάτηξε, Πεντ. Γέν. XVII 1· πορπατώ, Ερωτοπ. 380, 384, 422, Ανακάλ. 27, Απόκοπ. (Παναγ.) 532, Πεντ. Γέν. XXX 14, Αχέλ. 895, Πανώρ. Ά 439, B́ 48, 151, Γ́ 644, Έ 57, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 632, Β́ 215, Δ́ 18, Έ 356, Κατζ. Β́ 213, Βοσκοπ.2 315, 454, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 184, 1738, 1916, Β́ 1414, 1915, Γ́ 938, Δ́ 769, Έ 97, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 740, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 97, Έ 172, Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. δ́ [16], Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 101, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 156, Γ́ 348, Διγ. O 930, 1164, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 25927, 57024· κ.π.α.· αόρ. επορπάτηξα, Πεντ. Γέν. XXXV 3, Δευτ. I 31, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1719, Δ́ 1099· μτχ. μέσ. ενεστ. (πληθ. ουδ.) πορπατούμενα, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5896· προβατώ, Σοφιαν., Παιδαγ. 109, Ερωτόκρ. Ά 1738 χφ Χ κριτ. υπ.· υποτ. αορ. (να) προβατήξω, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά μετά στ. 1574 χφ Χ κριτ. υπ.· προπατώ, Χρον. Τόκκων 1092, Rechenb. 7815, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 75, 78, Πιστ. βοσκ. I 5 236, III 6 257, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1512, 1547, 2142, Β́ 1977, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 605, Στάθ. (Martini) Β́ 144, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 132, Δ́ 570, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20422, 4978, Τζάνε, Κατάν. 110.
    Το αρχ. περιπατέω. Ο τ. παρπατώ (με συγκ. του ‑ι‑ και παρετυμ. επίδρ. της παρά (Hatzid., Einleit. 154) ή τροπή του ‑ε‑ σε ‑α‑ με αφομ. (Μενάρδ., Αθ. 6, 1894, 147, Dawkins [Μαχ. ΙΙ σ. 32]) (βλ. και Φαρμακ., Γλωσσάρ. 195, λ. παρπατητός)) στο Meursius (‑είν) και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 719, Λουκά, Γλωσσάρ. 360, Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ. Δ́ 258, λ. πορπατώ). Ο τ. περβατώ (με συγκ. του ‑ι‑ και πιθ. επίδρ. των ρ. βαίνω, βαδίζω (Λορεντζ., Αθ. 16, 1904, 219, Φιλ., Γλωσσογν. 2, 214· βλ. και Καψ., ΛΔ 3, 1941, 100, βλ. όμως και Hatzid., Einleit. 158)) και σήμ. λογοτ. (ΑΛΝΕ). Ο τ. περπατώ (με συγκ. του ‑ι‑ (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 257, Hatzid., Einleit.  154, Κοραή, Άτ. Ά 313, Λορεντζ., Αθ. 16, 1904, 219)) στο Du Cange (‑είν) και σήμ. Ο τ. πορπατώ (με επίδρ. του ρ. πορεύομαι (Ανδρ., Λεξ., Φιλ., Γλωσσογν. 2, 214) ή με (συγκ. του ‑ι‑ και) παρετυμ. επίδρ. της πρόθ. προ (Hatzid., Einleit.  154, 158, Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 674], Θαβώρ., Δωδώνη 9, 1980, 407) (βλ. και Hesseling [Πεντ. Εισαγ. σ. xxviii-xxx]) στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., λ. πορπαταριά, προπατώ, Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., λ. περπατώ, Δράκου, Ιδίωμ. Κάλυμν.) καθώς και στο ΑΛΝΕ. Η μτχ. παρκ. πορπατούμενα (ως ουσ.) και σήμ. ιδιωμ. (Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., λ. πορπαταριά· πβ. και Πλατάκης, Κρητολ. 9, 1976, 111). Ο τ. προβατώ (πιθ. με επίδρ. ρ. όπως (προ)βαίνω, βαδίζω (Λορεντζ., Αθ. 16, 1904, 219, Φιλ., Γλωσσογν. 2, 214· βλ. και Καψ., ΛΔ 3, 1941, 100 , βλ. όμως και Hatzid., Einleit., 158)) και σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ.) καθώς και λογοτ. (ΑΛΝΕ)· πβ. και προστ. προβάτα σήμ. ιδιωμ. (Δομένικος, [Ραντεβού] (Γλωσσ.) σ. 123). Ο τ. προπατώ (με παρετυμ. προς την προ (Hatzid., Einleit., 154, Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 514, Χαραλαμπάκης (Προμηθεύς Πυρφόρος 25, 1981, 266)), Ξανθουδίδης, [Ερωτόκρ. σ. 674]) στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ.), καθώς και λογοτ. (ΑΛΝΕ). Τ. πουρπατώ στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. περπατώ, Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., λ. πιρπατώ, Ζαφειρίου, Ιδίωμ. Σάμ.). Τ. πιρβατάου, προυβατάου, πραουτώ, πρατώ κ.ά. τ. σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Ά 300, Πασχαλούδης, Τερπν. Νιγριτ., λ. πιρπατάου, Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., λ. πιρπατώ, Γεωργίου Χρ., Γλωσσ. ιδ. Καστορ., πιρπατώ, Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ.). Η λ. και σήμ. λόγ.
    Ά Αμτβ. 1) α) Βαδίζω, προχωρώ, πορεύομαι, περπατώ· (πεζός): Αχιλλ. (Smith) N 653, το να δει ο αμιράλλης την φούσταν ..., εφοβήθην και απεζεύσαν τον εις την γην, και από τον φόβον του επαρπάτησεν τόσον ότι εποστάθην Μαχ. 2721· Δεν ημπορώ τα πόδια μου καλά να τα πατήσω| μ’ αγάλια αγάλια προπατώ και κάνω ό,τι θελήσω Ζήν. Πρόλ. 152· έτυχεν τα Σάββατα και επέρναν μέσα από τα σπαρτά, και άρχισαν οι μαθηταί του (ενν. του Ιησού) περιπατώντας εις την στράταν να μαδούσι στάχυα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. β́ 23· (εδώ με το επίθ. πεζός για να δηλωθεί φτώχεια): βλέπεις τον δείνα, τέκνον μου, πεζός περιεπάτει,| και τώρα έν’ διπλοεντέλινος και παχυμουλαράτος Προδρ. (Eideneier) III 58· (με το εμπρόθ. στην στράτα): λιοντάρια άγρια να με κατασπαράσσουν,| στην στράτα οπού πορπατώ θεριά να με μοιράσουν Διγ. O 930· (με το επίρρ. κλιτά ως ένδειξη υποταγής, παράδοσης): Δυο Τούρκους πέμπουν τ’ αφεντός, κι οι Φράγκοι να τους δούσι| φλάμπουρο άσπρο να βαστού, κλιτά να πορπατούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 38912· (σε παροιμ. φρ.): βλ. λ. παπούτσι· (έφιππος): ο καθείς ανέβηκαν στ’ άλογον το δικόν του (παραλ. 2 στ.). Εκείθεν δ’ εξέβηκαν κι ολονυκτί περπάτουν,| κι εις τα βουνά τα άβατα τ’ άλογά τους επάτουν Κορων., Μπούας 77· πηδούν, καβαλικεύουσιν ώσπερ γοργούς πετρίτες| ... οι θαυμαστοί αγούροι ... (παραλ. 3 στ.). Εκίνησαν, περιπατούν, εφθάσασιν συντόμως Αχιλλ. (Smith) O 515· όρισε ... (ενν. ο αυθέντης) και δέδωκαν ίππον εκ των εκλεκτών, και εκαθέσθη (ενν. ο δεσπότης Δημήτριος) περιπατών έμπροσθεν αυτού Έκθ. χρον. 256·   β1) αρχίζω την πορεία, ξεκινώ: Σκορπάται η ορδινιά απάνω κάτω| να αρχίσει να μαρκιάρει τo φουσσάτο (παραλ. 1 στ.) και όλοι να περπατούσι αρματωμένοι Λεηλ. Παροικ. 44· Προστάσσει τότ’ ο καππικής όλοι να ’ρδινιαστούσιν,| τ’ άλογα και τα ρούχα τους, γιατ’ έν’ να (για τη γρ. αυτή βλ. Συμεων., Ιστ. κυπρ. διαλ. 240) παρπατούσιν Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 698· β2) συνεχίζω την πορεία: Εκεί γουν επεδιάβασαν την άπασαν ημέραν,| το καύμα γαρ ουκ ίσχυνεν διά να περπατούσιν Αχιλλ. (Smith) O 191· γ) (με τις προθ. εις, προς και αιτιατ.) πηγαίνω, κατευθύνομαι προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: Επαίρνουν οι πραγματευθαί τον Ιωσήφ ετότες| στην στράταν οπού εις Αίγυπτον εκείνοι επερπατούσαν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 459· ο Μιχαήλ, πως είν’ θνητός διατί ήξευρε και εκράτιε,| στον ιατρόν του πνεύματος χαρούμενα επερπάτιε Λίμπον. 346· Μέραν και νύκτα πορπατεί προς της Εδέμ τον τόπον| και σώνει στην παράδεισον μετά μεγάλον κόπον Χούμνου, Κοσμογ. 313· (εδώ σε προστ. ως προτροπή) εμπρός πήγαινε: καν ας με εγεμίζασιν το εμποτόπουλόν μου,| αμή λαλώ, και λέγουν με «περιπάτει εις το πηγάδιν» Προδρ. (Eideneier) IV 301· δ) (με τις προθ. διά και αιτιατ. ή με τελική πρόταση) προχωρώ, πορεύομαι για κάπ. συγκεκριμένο σκοπό: Λέγει (ενν. η αρχόντισσα) «Δεν είναι εδώ στο σπίτι μέσα, αμ’ όξω περπατεί διά τα τορνέσα Λεηλ. Παροικ. 386· Ημέρας τρεις περιπατούν να εύρουν ξενοδοχείον Φλώρ. 1230· ε) φρ. (1) περπατώ/πορπατώ διά να πολεμώ = πηγαίνω στον πόλεμο, εκστρατεύω: να κάθονται (ενν. οι γυναίκες) στο σπίτι τους, να γνέθουν, να κεντούσι·| και οι άνδρες τους ας περπατούν διά να πολεμούσι Ιστ. Βλαχ. 708· Διότι δεν εδόθηκεν των γυναικών στρατεία,| ... ότ’ είναι αταξία| να διαγέρνουν πόλεμο ...|, αλλά ...| να κάθουνταιν στα σπίτια τους να κλώθουν, να κεντούσι| κι οι άνδρες των να πορπατούν διά να πολεμούσι Διγ. O 2910· (2) περιπατώ εις τον πόλεμον/εν πολέμοις = εκστρατεύω: Τούτος ήτον εις τον καιρόν Αλεξάνδρου του βασιλέως, με τον οποίον επεριπάτιεν εις τον πόλεμον, και ήτον από τους ονομαστούς του φίλους Ροδινός (Βαλ.) 170· εποίησαν βουλήν οι γενίτσαροι, όπως αιτήσονται τον σουλτάν Σελίμην αρχηγόν του στρατεύειν και περιπατείν εν πολέμοις, λέγοντες γαρ ότι ο αυθέντης εστί γέρων και ασθενής και ου δύναται στρατεύειν μεθ’ υμών Έκθ. χρον. 5219· στ) φεύγω (από κάπ. μέρος): απήτις μ’ έναι του φτωχού γραμμένο| να πορπατώ από δω, μακρά να πηαίνω,| παραγγελιά σ’ αφήνω να θυμάσαι·| και πάντα ο νους σου μετά μένα να ’σαι Βοσκοπ.2 298· ζ) (με το επιρρ. γλήγορα) επισπεύδω την πορεία μου: πόδια μου, δυναμώσετε, γλήγορα πορπατείτε Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 1049 κριτ. υπ.· φρ. περιπατώ σπουδαίως = επισπεύδω, βιάζομαι: επήρεν το πιττάκιν κι εβάλθην εις τον δρόμον·| σπουδαίως επεριπάτησεν εις τον Δεσπότην ήλθεν Χρον. Μορ. P 3738· η) πατώ στη γη, περπατώ: από το ερωτοκίνημα και το χάδιον δεν εφαίνετον (ενν. η κόρη) ποτέ πως περπατεί, μόνον εφαίνετον ως ότι τάχατες πως παίζει και γελά Διγ. Άνδρ. 3155· κατακαημένα| πρόβατα, εκεί απού πορπατώ χόρτο μη φάτε ουδ’ ένα,| γιατί τα φαρμακεύγουσι τα δάκρυα τα δικά μου Πανώρ. Ά 10· (σε μεταφ.): ψυχή γαρ ερωτότρωτος, όσα αν ψυχοπονέσει,| χάνει τους πόνους αν γλυκύν μάθει του πόθου λόγον.| Έλεγα εις γην ου περιπατώ, τον ουρανόν διαβαίνω Λίβ. Esc. 2038· θ) βαδίζω, περπατώ πηδώντας και χορεύοντας: Βαρδαριώται έμπροσθεν αυτών περιπατούντες τραγῴδιον γελοίον ετραγῴδουν αρμόδιον προς την πομπήν αυτών Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 235· Εδόκουν γαρ, ως και η γη, εν ῃ περιεπάτουν,| και αυτή συνετέρπετο περιπατούντων πάντων,| και πας, όστις ετύγχανεν εις την χαράν εκείνην,| άλλος εξ άλλου γέγονεν από της θυμηδίας Διγ. (Trapp) Gr. 1786· ι) (συν. με τα επιρρ. αποπίσω, εξοπίσω κ.τ.ό.) ακολουθώ (κάπ.): το λαμπρό σου πρόσωπο μου δίδει την ημέρα (παραλ. 1 στ.). Για τούτον από λόγου του δεν ημπορά μακρύνω,| μα πορπατώ αποπίσω σου και βλέπω σε κλεφτάτα Πανώρ. Γ́ 565· Υιέ μου, βλέπε από πτωχόν δάνειον μηδέν επάρεις·| ότι αν ου το στρέψεις σύντομα, γοργόν να του το δώσεις,| και περπατεί εξοπίσω σου και τρέχει και φωνάζει Διδ. Σολ. Ρ 145· ια) (συν. με τα επιρρ. έμπροσθεν, εμπροστά, ομπρός) προπορεύομαι: διεχώρισεν χιλίους Αραβίτας| ολολουρίκους και καλούς, χρυσοκλιβανιασμένους,| ως διά να περιπατούσιν έμπροσθεν του αγούρου Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 580· επεριπάτιεν (ενν. ο Δαβίδ) ... εμπροστά της κιβωτού χαρούμενος Ροδινός (Βαλ.) 96· Εγώ παγαίνω· φίλοι μου, ομπρός μου πορπατείτε,| το βασιλιά οπού εκάμετε σήμερο να χαρείτε Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 207· ιβ) (με τα επιρρ. αντάμα, μαζί, ομάδι) συμπορεύομαι: Τότε οι δυο (ενν. ο λύκος με την αλουπού) συβάστησαν και συντροφίαν εκάμαν| και μέρα νύχτα ’μόσασι να περπατούν αντάμα Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 36· Σύντροφοι κάπου γίνησαν μαζί να περπατήσουν| μι’ αλεπού και γάδαρος, να παν να κυνηγήσουν Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1151· Ομάδι συνοδεύγομε, ομάδι πορπατούμε| και τα καλά και τα ’μορφα ομάδι πα να βρούμε Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 569· ιγ) (προκ. για ζώο) βαδίζω, περπατώ (με τον τρόπο που χαρακτηρίζει το κάθε ζώο): το λιοντάριν, τσακίζοντας τες πόρτες του θεάτρου, εβγήκεν έξω και επήγεν εις το όρος ωσάν να επερπάτιεν ένα πρόβατον Ροδινός (Βαλ.) 233· είχασι (ενν. οι καρκίνοι) και τα μάτια τους στα στήθη που θωρούσαν,| οκτώ ποδάρια έχανε, στραβά επερπατούσαν Ζήνου, Βατραχ. 452· η γαρίδα τότες επερβάτουνε εμπροσθινά, σαν κάνουν και τα άλλα ζα Μπερτόλδος 45· ιδ) (εδώ σε αντιδιαστολή με τα ρ. κάθομαι, κοιμάμαι, τρέχω): Αν πορπατεί γή αν κάθεται γή αν είναι κοιμισμένη| βρίσκεται με τον έρωτα πάντα συντροφιασμένη Πανώρ. Ά 453· Αν περπατεί, αν κάθηται και νύκτα όντα κοιμάται,| άλλο ουδέν συλλογίζεται, μόνον χρυσόν θυμάται Πένθ. θαν.2 541· Νύκτας ημέρας, άνθρωπε, αν περιπατείς και τρέχεις,| και καβαλάρης και απεζός τον κόσμον ανατρέχεις,| την καλλονήν την άμετρον του κόσμου και εάν την έχεις,| ώραν στιγμήν εχάσες την και τίποτε ουκ έχεις Αλφ. (Μπουμπ.) I 49· ιε) (εδώ προκ. να δηλωθεί κ. το ασυνήθιστο, αδιανόητο, αδύνατο): τις είδε και τις ήκουσε στην θάλασσαν γιοφύρι,| να περπατούν τα κάτεργα στου Γαλατά τους κάμπους| αγνάντια εις το Σκούταρι, στον Άγιον Κωνσταντίνον; Θρ. Κων/π. B 101· με την ανδρείαν την περισσήν, τήν ο Θεός μού εδώκεν,| στον ουρανόν και αν ανεβεί, εις τα νέφη κι αν δράμει,| στην θάλασσαν και αν περπατεί, η κόρη ουκ εξεγλεί μου Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1398· Όντεν ιδείς εις το βουνί να περπατεί το ψάρι (παραλ. 7 στ.), τότες εμέν και σεν, κυρά, θέλουσιν ευλογήσει Ριμ. κόρ. 587· ιστ) (συν. με προηγ. τα επιρρ. όθεν, όπου, οπού) πηγαίνω, βρίσκομαι: βάσανα να ’χει ωσάν κι εμέ στον κόσμο δεν εκράτου| άλλος κιανείς κι έτσι ήμνογα όθεν κι αν επορπάτου Πανώρ. Ά 42· Η Πίστις ήτον απ’ αυτήν και είχεν το σχήμαν τούτο,| το σχήμαν τό σύρνουν οι ευγενείς όπου και αν περιπατούσι Λίβ. (Αγαπητός) 23· θυμούμαι ... | ... την αγάπη και φιλιά που μετά μένα εκράτιε (ενν. ο φίλος)| με πίστη πάντ’ ατσάκιστη, όπου κι αν επορπάτιε Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 312· Εσάς πάλιν παρακαλώ, ώστε οπού να ζείτε,| κάμνετε διά τον Χριστόν αυτού οπού πορπατείτε Απόκοπ. Επίλ. Ι 532· ιζ) (μεταφ.): Παιδάκι μου, ας εγνώριζες πού πορπατείς και πηαίνεις| και σ’ είντα πέλαγος βαθύ και θυμωμένο μπαίνεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 155· κερά μου, πορπατείς σε μπερδεμένη στράτα,| κι έχεις πολέμους κι όχθρητες τα λογικά γεμάτα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 181· (σε προσωποπ.): με τση τιμής περιντυμένη (ενν. η Περηφανειά)| τ’ όνομα, πορπατεί και βασανίζει| πλια από θανατικό την οικουμένη Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 507· Με τι ρούχα περβατεί ενδυμένον τούτο το καλόν ριζικόν, διά να ημπορέσω εγώ να το γνωρίσω ...; Μπερτολδίνος 101· ιη) (προκ. για άρρωστο ή τραυματία) περπατώ ως ένδειξη του ότι είμαι πια υγιής: Ωσάν εκαλυτέρεψε κι εντύθη κι επορπάτει,| ο βασιλιός αγκαλιαστό με σπλάχνος τον εκράτει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 151· έδερεν ανήρ τον σύντροφό του ... και να μην απεθάνει και να πέσει εις πλάγιασμα. Αν σηκωθεί και να πορπατήξει όξω ιπί το ανακουμπιστήρι του και να καθεριστεί ο δάρτης Πεντ. Έξ. XXI 19· ιθ) σέρνομαι, έρπω: Αλήθεια τόσο στους εχθρούς, τόσο σιμά οπού ’σαν,| με την κοιλίαν χαμηλά πάντοτε περπατούσαν,| και διατί ’χαν μπούλμπερη, λουμπάρδες, βόλια, βρώσιν,| στην μάχην αντιστέκουνταν μόν’ να ’χουνε να τρώσιν Διακρούσ. 10726· (εδώ προκ. για τον όφη, το διάβολο): επικατάρατον εσέν τον όφην να λαλούσιν.| Στο στήθος σου να πορπατείς, να τρίβεις την κοιλιάν σου Πικατ. 516· κ) (προκ. για σχοινοβάτες) σχοινοβατώ: κάστρη άλλοι στένου ξύλινα κι άλλοι τα σγουραφίζου (παραλ. 1 στ.)· ψηλά ξαπλώνου άλλοι σκοινιά κι απάνω πορπατούσι,| σαν εις τη γη χορεύγουσι κι ωσάν αετοί πετούσι Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 303· κα) (προκ. για κάτεργο, αρμάδα) πλέω, αρμενίζω: Αλήθεια το δεύτερον (ενν. κάτεργον) ήθελεν πορπατεί ώρες ί και το τρίτον ήθελεν προπατεί ώρες ή Rechenb. 7815· Διεμηνύσατο δε άμα πρωί ο Χαϊρατίνης τον αυθέντην, ότι γνωστόν έστω σοι ως η αρμάδα των Βενετίκων η εις ημάς μη φαινομένη περιπατούσα νυκτός εγύρευε πού αν εύρει την του Τόρια αρμάδα Έκθ. χρον. 809· κβ) (προκ. για ουράνιο σώμα): ταύτην την στήλην άνεμοι πνεύσαντες λίβαι εξανέσπασαν ... και εις την γην έρριψαν του ηλίου τότε εν τῳ ζωδίῳ τῳ ταύρῳ περιπατούντος Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 197· να κοκκινίζει ο ουρανός και ο ήλιος να μαυρίζει,| στην στράταν του να προπατεί και να μηδέν φωτίζει Τζάνε, Κατάν. Ποίημα 110· κγ) συνεχίζω, «προχωρώ» τη διήγησή μου: Ας έρτομεν στον λογισμόν, εμείς να παρπατούμεν,| το πώς επήρεν θέλημαν και τούτον να το πούμεν Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 177· κδ) (προκ. για το Θεό) «κατοικώ» στον άνθρωπο, τον γεμίζω με τη θεία χάρη (πβ. ΚΔ, Παύλ. Κορ. Β́ 6, 16): Θέλω κατοικήσει μέσα εις αυτούς· και θέλω περιπατήσει μέσα εις αυτούς Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2, Παύλ. Κορ. Β́ Ϛ́ 16· κε) (με υποκ. το ανάβλεμμα) = διατρέχω: Στο πρόσωπό τως ολωνώ τ’ ανάβλεμμα επορπάτει| με τη ρηγατικήν εξά που ’τρεμε το παλάτι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1311· κστ) (προκ. για τα δάκρυα) κυλώ, τρέχω: στα ρόδα, στα τριαντάφυλλα τα δάκρυα επορπατούσα,| στα στήθη εκατεβαίνασι, στα μάρμαρα εκτυπούσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 649· κζ1) (προκ. για χρόνο, διάστημα χρόνου, ηλικία)· (1) διανύομαι, περνώ: Τρεις μήνες επεράσασι, τέσσερις πορπατούσι| οπού όσοι σ’ εγνωρίσασι, κλαίσι να σε θωρούσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 803· πληρουμένης της ενδίκτου| περπατούσης της ογδόης,| αρχομένης της ενάτης Λέοντ., Αίν. I 52· με τη φούστα το παιδί επήρα κι ήρθα απάνω-| δεκάξι χρόνοι σήμερο θα προπατού, α δε σφάνω Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 570· (2) διανύω: Είχεν τάχα μελετημένα ο πατήρ γάμους και χαρές της θυγατρός επειδή δώδεκα χρονών επερπάτει το κορίτσι Πηγά, Χρυσοπ. 233 (7)· φρ. πορπατεί/προπατεί ο καιρός/οι μέρες = περνάει ο χρόνος: Ζύγωσε τά βαραίνουσι, διώξε την τόση πρίκα| κι άφς τον καιρό να πορπατεί, σαν κι άλλες τον αφήκα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1626· πούρι ο καιρός ας προπατεί, ας πηαίνει κι ας περάσει,| μήπως και ξελησμονηθεί ο πόθος, σα γεράσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1711· ας πορπατούνε οι μέρες σας κι ο κύκλος θέλει αλλάξει·| με τον καιρό όλα τα νικά η φρόνεψη κι η τάξη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1323· κζ2) (εδώ προκ. για την αιωνιότητα κατά τη μεταθανάτια ζωή): χρόνοι εδώ δεν περπατούν, μήνες ουδέν θυμούνται,| ουδέ στου Χάρου την αυλήν ώρες ουδέν μετρούνται Πικατ. 148· κη) (μεταφ.) προκ. για υποθέσεις, καταστάσεις· φρ. πορπατεί η δουλειά/το πράμα ή τα πράματα = οι καταστάσεις, τα πράγματα εξελίσσονται: να πορπατεί η δουλειά κουρφά, κιανείς να μη γροικήσει,| ώστε να πάνε στου ρηγός, να τωσε συμπαθήσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 877· αν ...| προπατεί το πράμα ομπρός κι έτοιας λογής τ’ αφήσω,| τούτο ’χει να μαθητευτεί, ό,τι καιρός γυρίσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1706· με τον καιρόν τως πορπατού τα πράματα και πάσι,| του Έρωτα μόνο η δύναμη συχνιά τα μεταλλάσσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 331. 2) Διανύω μια απόσταση· (συν. με την προθ. εκ και γεν. ή αιτιατ. (που δηλώνει αφετηρία) και με επόμ. τα εις, σε και αιτιατ. (που δηλώνουν πρόσωπο ή τόπο τέρματος) μεταβαίνω από ένα τόπο ή πορεύομαι διαμέσου ενός τόπου και πηγαίνω σε κάπ. άλλο τόπο ή πρόσωπο: εκείνος (ενν. ο φαμιλίτης του δουκός) επερπάτησεν απέ την χώραν όλην| εις άρχοντες όπου ήξευρεν ο λόγος του να αξιάζει Χρον. Τόκκων 1355· ούτως εκαβαλίκευεν μετά την φαμελίαν του| και επερπάτει εκ τα χωρία του μέρου της Μονοβασίας| στο Έλεος κι εις τον Πασσαβάν κι εις τους εκείσε τόπους Χρον. Μορ. H 2982· όταν εκ τόπου εις έτερον θέλεις περιπατήσαι,| αγάπην άφηνε παντού, μη σε ακλουθήσει φθόνος Φλώρ. 1155. 3) Πηγαίνω από τόπο σε τόπο, τριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανώμαι: εκυρίευσε και εδούλωσεν όλον τον τόπον του Μωρέως και τότε επερπάτει από τόπον εις τόπον ως αφέντης και πρίγκηπος οπού ήτον Δωρ. Μον. XXXI· εφοβήθην ο Ξάνθος τον Αίσωπον να μηδέν το ειπεί των ανθρώπων πορπατώντας εδώ και εκεί Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 8019· εις τα βουνά να περιπατεί, σαν λέοντας να φωνάζει,| και διά τα παιδία του κλαίγει και αναστενάζει Θρ. Κύπρ. M 529· απόσταν τση καρδιάς μου| εκάμασινε την πληγή τα μάτια τση κεράς μου,| μέρα και νύχτα πορπατώ σε κάμπους, σε λιβάδια,| σε δάσητα κι εισέ γκρεμνά, σε όρη, σε λαγκάδια Πανώρ. Β́ 157. 4) Ταξιδεύω, επισκέπτομαι διάφορους τόπους: πολλά μεν έμαθα από ανθρώπους πολυμαθείς ... εισέ διαφόρους χώρας και κάστρη όπου επεριπάτησα, και άλλα πάλιν από βιβλία Ιταλών και Ελλήνων φιλοσόφων Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 131. 5) Κάνω περίπατο, σεργιανίζω: Η δέσποινα περιπατεί περί τον κήπον μόνη| και περιτρέχει τα φυτά, παραβιβάζει τάχα Καλλίμ. 2037· Ο βασιλέας των μηνών ο Μας λογιάζω είναι (παραλ. 3 στ.), στολίζει δένδρα με ανθούς, κάμνει τα περιβόλια| να είναι ωριοστόλιστα, γυναίκες και κοπέλια| μέσα σ’ αυτά να πορπατούν και να περιδιαβάζουν Διγ. O 2401· αγάλι αγάλι επήγαινα, σιγά σιγά επερπάτουν| τον κόσμον εξενίζουμου, τ’ άνθη και τα καλά του Απόκοπ.2 17. 6) (Μεταφ.) α) ζω, υπάρχω: Άνθρωπος όταν περπατεί κόσμος μικρός υπάρχει Σπαν. O 141· φρ. (1) περπατώ/προπατώ στον κόσμον/στον δίσκον του κόσμου/εις γην = ζω στη γη: οπὄχει φρόνεσιν και περπατεί στον κόσμον| ας ενθυμείται θάνατον Περί ξεν. (Μαυρομ.) 473· φαίνεταί μου, δύσκολον και αδύνατον υπάρχει| οπού εις τον κόσμον περπατούν να φεύγουν τέτοια πάθη Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1537· Ας μάθει ο νιος οπ’ αγαπά σ’ εκείνο τό γυρεύει,| στον κόσμον όπου περπατεί, με τι τρόπο να οδεύει Φαλιέρ., Ενύπν.2 126· « ... όσοι στο δίσκον», έλεγε, «του κόσμου προπατούσι,| όλοι για μένα ας κλάψουσι κι όλοι ας με λυπηθούσι ...» Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1793· (εδώ προκ. για τη διάρκεια της επίγειας ζωής του Χριστού): όταν ήτον ο Χριστός και εις γην περιπάτει Χρον. Μορ. H 809· (2) περβατώ ημέραν από ημέραν = ζω, περνώ τη ζωή μου: ημέραν από ημέραν περβατούν (ενν. οι κουρούνες) ακαρτερώντας να των δοθεί πάλιν η χάρις να μιλούν Μπερτολδίνος 113· β) (με το ρ. ζω για να τονιστεί η σημασ. του) είμαι ζωντανός και κινούμαι: ήδη ζω και περιπατώ και τον αέρα πνέω Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 114· Εμένα ο χρόνος είπε με ποτέ να μη ευτυχήσω| ως πότε ζω και περπατώ και κοσμοαναγυρεύω Λόγ. παρηγ. O 283· δι’ εκείνην (ενν. την Πλάτζια-Φλώρην) ζω και πορπατώ, άλλην χαράν ου θέλω Φλώρ. 785. 7) (Μεταφ.) α) ζω, διάγω, συμπεριφέρομαι: ο πατέρας ο καλός υπομονήν ουκ είχεν,| σκοπώντα πώς να πορπατεί στα ξένα το παιδί του,| μη μάθει στράτες άτακτες και τον Θεόν αφήσει Σπαν. V Suppl.να χαίρω τούτον βλέπουσα εις έτη της ζωή μου,| να περπατεί αφρόντιστος, να χαίρει εις τον κόσμον Διγ. Z 1797· Ίδε, μεταμελήθησε και τήρησε την κρίσιν.| Φέρε τον νουν σου, πρόσεξε, πώς περπατείς, πώς πράττεις Αλφ. (Μπουμπ.) I 81· πρωτύτερα επεθύμει να χορτάσει ψωμί, και τώρα εντύθη εύμορφα και περιπατεί ωσάν ένας από τους πλουσίους Θαύμα αγ. Νικ. 264· Εξέπεσαν οι άνθρωποι, σαν ζώα περπατούσι,| γράμματα δεν ηξεύρουσι και πώς να φωτισθούσι; Ιστ. Βλαχ. 2225· φρ. (1) περπατώ άτυχα = ζω άσχημα, δυστυχώ: όποιος σμίγεται μ’ αυτές (ενν. τες πολιτικές) χρειά κάμνει να ψωριάσει,| κι αν έχει πράγμα τίποτες, όλον να το ξοδιάσει.| Και μερικοί ιατρεύουνται ...| και περπατούσιν άτυχα πάντα καθήν ημέραν Σαχλ. Α′ (Wagn.) M 345· (2) προπατώ εις/σε οδόν = ζω με ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής, κάνοντας συγκεκριμένες πράξεις: όλους τους ψευδομάρτυρας οπού ’χασι ’φιορκήσει| για δώσια ή για έχθρητα και ανθρώπους καταλύσει,| να ’ταν τυφλοί και ολόβουβοι τον κόσμον να μη δούσι,| παρά σ’ εκείνην την οδόν πάλιν να προπατούσι Τζάνε, Κατάν. 364· (3) περιπατώ εις την ασέβειαν = ζω μακριά από το Θεό: μεγάλα και θαυμάσια είναι των χριστιανών τα μυστήρια ότι δεν λέγουσι λόγια ανθρώπων αλλά τα του Θεού. Τα δε λοιπά έθνη πλανώνται και πλανώσιν ένα το άλλο περιπατούντες εις την ασέβειαν Αγαπ., Βίος Ιωάσ. = Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 1741· (4) περιπατώ εις ασελγείες = ζω ακόλαστα, διάγω έκλυτο βίο: φθάνει μας ο απερασμένος καιρός της ζωής να εκάμαμεν το θέλημα των εθνών περιπατώντες εις ασελγείες, επιθυμίες, μέθες ... Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πέτρ. Καθ. Επ. ά Δ́ 3· (5) περιπατώ εις καλήν βουλήν = ακολουθώ την καλύτερη γνώμη, συμβουλή: απ’ όλους έπαιρνε βουλήν και την δικήν σου κράτει,| όποια σου φανεί καλή σ’ εκείνην περιπάτει Ιστ. Βλαχ. 1468· (6) περιπατώ/πορπατώ όμορφα/ορθά = διάγω, συμπεριφέρομαι σωστά, δίκαια: Ήφηκες τσ’ έγνοιες του σπιτιού και τα νοικοκεράτα,| πολλά επορπάτιες όμορφα, μα εδά άλλαξες τη στράτα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 806· το φίδι πάντα δίδασκε (ενν. ο κάβουρας) να ’χει δικαιοσύνη| και να περιπατεί ορθά, χωρίς ατυχοσύνη Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 694· (7) περιπατώ λοξά = ακολουθώ λάθος δρόμο ζωής: Επεί λοιπόν γνωρίζομεν λοξά περιπατούμεν,| πρέπει να την αφήσομεν την στράταν που κρατούμεν Πένθ. θαν.2 569· (8) πορπατώ ευγενικά = διάγω, συμπεριφέρομαι όπως ταιριάζει σε άρχοντα: Δίδει του στάμενα πολλά ... (παραλ. 2 στ.), να πορπατεί ευγενικά εκεί στην ξενιτεία Τριβ., Ρε 96· (προκ. για τη ζωή σύμφωνα με τις θεϊκές εντολές, τους θεϊκούς νόμους και κανόνες): εις τα περισσότερα να κάμνει ως θέλει, αν έχει την γνώμην του να περιπατήσει ως λέγουν οι θείοι νόμοι Zygomalas, Synopsis 298 Φ 1· να γνωρίσουν όλοι ότι εκείνα οπού άκουσαν διά λόγου σου δεν είναι τίποτες, αλλά περιπατείς και εσύ φυλάττοντας τον Νόμον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. κά 24· Όσοι περιπατούσι με το πνεύμα του Θεού, ετούτοι είναι υιοί του Θεού, λέγει ο θείος Απόστολος Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 2910· φρ. (1) περιπατώ καλά/κατά δικαιοσύνην = ζω ενάρετα: εάν συ περιπατείς καλά, θέλεις είσθαιν εις τον λαόν σου πρόξενος σωτηρίας Βασιλ. Κεφάλ. Παραιν. 114· τους δικαίους, τους κατά δικαιοσύνην περιπατήσοντας Φυσιολ. 36125· (2) πορπατώ με τον Θεόν = ζω σύμφωνα με το θέλημα του Θεού:  με τον Θεό επορπάτηξεν ο Νόαχ Πεντ. Γέν. VI 9· (3) πορπατώ ομπροστά (ενν. του Κυρίου) = γίνομαι ευάρεστος στο Θεό: ο Κύριος ος επορπάτηξα ομπροστά του ν’ απεστείλει τον αγγελό του μετ’ εσέν Πεντ. Γέν. XXIV 40· β) συναναστρέφομαι, κάνω παρέα με κάπ.: άλλος έλεγεν ότι « από την σήμερον εάν ιδούμεν ή εις την εκκλησίαν ή έξω στο Κάστρον να περιπατεί πάλιν με τους χριστιανούς τον σκοτώνομε ...» Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 61V· με τους καλούς συνόδευε, με τους καλούς περπάτει Σπαν. V Suppl. 26· Ορέγομουν να περπατώ με τους τραγουδιστάδες,| με τους παιγνιώτας τους καλούς, τους παραδιαβαστάδες Σαχλ., Αφήγ. 57· εκρέμασαν οι Τούρκοι τον Αλεξανδρή τον Ταταρχάνη, δι’ αιτίαν τοιαύτη· με το είναι νεκπετής και ακαμάτης επήγεν με τον βοϊβόδα και επεριπάτεν με τους χασάσηδες, και έτσι επάτησαν ένα οσπίτι Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 38v· γ) συμβαδίζω: κατά αλήθειαν δεν δύνεται να περιπατεί η κακία ομού με την αρετήν Βίος Ιωσήφ 269. Μτβ. 1) βαδίζω, προχωρώ, πορεύομαι, περπατώ α) (συν. με αντικ. τις λ. δρόμον, οδόν, στράτα(ν)): φαίνεται εις την θείαν Γραφήν πως δεν επεριπάτησαν (ενν. οι Εβραίοι) ένα ίσον δρόμον μήτε γλήγορον, αλλά επάγαιναν εμπρός και πάλιν εγύριζαν οπίσω προς το Σίναιον όρος Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 52· εν τοις τοσούτοις λογισμοίς και τοις τοσούτοις λόγοις| περιπατούσι την οδόν, πληρούσι μόλις ταύτην Καλλίμ. 1378· τα χέρια ενούς τ’ αλλού μας εκρατούμα,| πασίχαροι τη στράτα επορπατούμα Βοσκοπ.2 136· το ταχύ εσηκώθηκεν και ευρίσκει μονοπάτιν.| Ώραν πολλήν περιπατεί την στράταν μοναχή της Ιμπ. 571· την προς δρακοντόκαστρον οδόν επεριπάτουν Καλλίμ. 2547· επεί εν ονείρῳ σου σε το είπεν ο προγνώστης,| την στράταν οπού εις Αίγυπτον υπάγει ας περιπατούμεν Λίβ. N 2367· (εδώ με σύστ. αντικ.): έρχεται ακόμη αντάμα του η μάνα του και είναι εδώ ογλήγορα, διατί αυτή περβατεί καλόν περβάτημα Μπερτολδίνος 104· φρ. (1) περπατώ μίαν στράταν = ακολουθώ τον ίδιο δρόμο, συμπορεύομαι: απήν ενταμωθήκαμεν μίαν στράταν περπατούμαν| και ένας τον άλλον μας θωρώ και όλοι μοιρολογούμεν Διήγ. ωραιότ. 455· (2) (μεταφ.) προπατώ ένα ζάλο = (προκ. για ερωτευμένους) αισθάνομαι το ίδιο ερωτικό συναίσθημα: το πράμα πλιο δεν είν’ κρυφό στον ένα κι εις τον άλλο,| γιατί εγνωρίσασι κι δυο πως προπατού ένα ζάλο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 2142· β) (εδώ σε προτρεπτική υποτ.) αρχίζω, ξεκινώ την πορεία: λοιπόν απάρτι την οδόν σύρε ας περιπατούμεν| και α λάχει να επιτύχομεν κάστρον να ερμηνευθούμεν Λίβ. Esc. 2726· γ) βαδίζω, πατώ στη στεριά, στη γη: ως είδα ότι την θάλασσαν επ’ αληθείας εξέβην| και την στερέαν περιπατώ ...|, ίδ’  ούτως νεύω τον Λίβιστρον να έμπει να περάσει Λίβ. Sc. 1888· εκείνη δε ουκ εγνώθει τον (ενν. τον δάον) να περπατεί τον δρόμον Λίβ. N 2237· δ) (εδώ προκ. για κ. αδύνατο, ακατόρθωτο) ανεβαίνω: Δέντρο ροζάρικον στραβόν να ’σάζεις με τα λόγια| και δίχως σκάλες θέλω ’γώ να περβατώ τ’ ανώγια Δεφ., Λόγ. 118· ε) (μεταφ. με αντικ. το κάστρον, τον πύργον της καρδίας, της ψυχής κάπ.) ανταποκρίνομαι στον έρωτα κάπ.: Πότε το κάστρον να περπάτησες το της εμής καρδίας!| πότε τον πύργον της εμής ψυχής περιπατήσεις; Λίβ. P 1364, 1365· Πότε να επεριεπάτησες το κάστρον της ψυχής μου; Λίβ. Sc. 278. 2) α) Διανύω μια απόσταση, διαβαίνω, διατρέχω, περνώ: ωσάν επεριπάτησα πολύ διάστημα,| έφθασα εις ένα κάμπον λιβαδιαίον Διγ. Άνδρ. 36732· όρη επερπατήσαμεν, τά ενέγγιζαν εις νέφη Λίβ. P 1876· Καβαλικεύουσιν και οι δυο ...| Όλην την νύκταν περπατούν λιβάδια, ποταμίνες| και την ημέραν άπασαν λαγκάδια και βουνίτσια Ιμπ. 511·     β) περιτρέχω, διατρέχω, διανύω την περίμετρο κάπ. χώρου: Αν εξ’ οικείων των χειρών φυτεύσει τις αμπέλιν| και σκάψει και κλαδεύσει το, φράξει τον γύρον όλον (παραλ. 1 στ.) και την ημέραν στήκεται με την σφενδόνην πάσαν| να φοβερίζει τα πτηνά να μη το καταλούσιν,| την νύκταν πάλιν περπατεί τον γύρον και φυλάσσει ... Καλλίμ. 2462· Ο Αλέξανδρος επιστεύθην τους λόγους του και υπάγει προς το νησίν ... Και επερπάτησε το γύρον και μέσα ουδέν ετόλμησε να κοιτάξει Διήγ. Αλ. E (Konst.) 471·  γ) πηγαινοέρχομαι, βαδίζω πάνω κάτω: την τσάμπραν της περιπατεί, άνω και κάτω υπάγει·| συχνά ετήρει και έβλεπεν από μικρόν τρυπάριν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 463. 3) α) Περιέρχομαι, διατρέχω:  Εις τούτο επεριπάτησεν όλην την Αλαμάνιαν,| όλους επαρακάλεσεν τους αρχηγούς κι αφέντες (παραλ. 1 στ.) να τον βοηθήσουν να υπάν μετ’ αύτον εις την Πούλιαν Χρον. Μορ. P 6794· β) (με αντικ. τη λ. κόσμος) πηγαίνω από τόπο σε τόπο, περιπλανώμαι: γονείς του απεστράφηκεν διά την εμήν αγάπην.| Εξέβην απ’ την χώραν του και κόσμον επερπάτειν.| Δίχρονον επερπάτησεν, πικριάς πολλάς υπέστην Λίβ. P 2182· γ) τριγυρίζω, περιφέρομαι ψάχνοντας: Περιπατεί τον αιγιαλό μη νά ’βρει να περάσει·| μη νά ’βρει βάρκαν πούπετε εις το νησίν να υπάγει Ιμπ. 554· Τούτος ο δαίμων, λέγω σε, του ζήλου και του φθόνου| ακαταπαύστως περπατεί την οικουμένην όλην,| να ψηλαφά όσον δύνεται να ευρίσκει απολεσμένους Ντελλαπ., Ερωτήμ. 314· δ) πηγαίνω να συναντήσω κάπ.: πάλιν εκ την τέντα μου πρόσχαρος εσηκώθην,| εβγαίνω εις τους αγούρους μου, περιπατώ τους όλους Λίβ. Esc. 832· ε) περιφέρω κάπ. προς χλευασμό: τῃ δε άλλῃ ημέρᾳ επρόσταξε και τον εκάθησαν απάνω εις ένα μικρόν και πενιχρόν καμήλι με ένα παλαιόν και ξεσκισμένον φόρεμα ... και τον επεριπάτησαν από όλες τες ρούγες της χώρας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 425. 4) α) Ταξιδεύω, επισκέπτομαι κάπ. τόπο: οπού έναι φρόνιμος και βλέπει και επεικάζει| τον κόσμον ουδετίποτε και πλάνον ας τον κράζει,| διατί, αν επερπάτησεν Ανατολήν και Δύση,| ο Χάρων εξευρίσκει τον, όπου και αν κατοικήσει Νεκρ. βασιλ. 79· Ξεύρεις πολλά καλότατα πως εγώ πολλά κάστρη| και χώρες επερπάτησα σαν τ’ ουρανού τα άστρη| και γράμματα εδιάβασα πολλών λογιώ και γλώσσες Διγ. O 1044· β) ταξιδεύω, μετακινούμαι από τόπο (προκ. για τους πραματευτές): είναι (ενν. οι πραγματευτάδες) άνθρωποι ξένοι απ’ άλλους τόπους, (παραλ. 1 στ.), και περπατούν την Βενετιάν, την Πόλιν, την Λεχίαν Ιστ. Βλαχ. 2157. 5) Κάνω περίπατο: Τη στράτα επορπατούμα· ’ς περβολάκι| βρίσκω βαγιά και κόφτω ένα κλαδάκι Βοσκοπ.2 137· Είχεν γαρ (ενν. ο Κύρος) και συνήθειαν τες εορτές ημέρες| αμάξι να ευτρεπίζουσιν και να καθίζει απάνω| και να τον σύρνουν τα φαρία, να περπατεί τον δρόμον Ντελλαπ., Ερωτήμ. 572· 6) (Μεταφ.) ζω: Στου κόσμου τούτη τη ζωή οπού την πορπατούμε,| όπου θωρούμενε χαρές πλήσες και τραγουδούμε ... Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 33416· 7) (Μεταφ.) ζω, διάγω, συμπεριφέρομαι με ορισμένο τρόπο: Άκουσε ... να σου ειπώ το τι βουλήν κρατούσι (ενν. οι αβουγαδούροι)| και εις τι νουν, εις ποίον σκοπόν και στράταν περπατούσιν Σαχλ., Αφήγ. 351· πιάνει και γράφει (ενν. ο Ιωάσαφ) μίαν επιστολήν προς τον λαόν, γεμάτην φιλοσοφίαν και ανακηρύττουσαν πάσαν την ευσέβειαν ... και είντα ζωήν να περιπατούσι Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 14718· εκεινού οπού μέλλει να περιπατήσει καμίαν δύσκολην στράταν τού κάνει χρεία τινάς οπού να τον παρηγορά και να του δείχνει με έργον πως και άλλοι πολλοί την επεριπατήσασιν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 306, 8· πορπατείς δρόμο κακό και τον καλόν αφήκες; Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 812· φρ. περιπατώ την ίσαν στράταν = (εδώ για τους κριτές) εφαρμόζω τους νόμους, κρίνω σύμφωνα με το δίκαιο: Τό εντέχεται να ποίσουν οι κριτάδες ..., και πώς δει περιπατείν την ίσην στράταν Ασσίζ. 49· (προκ. για τη ζωή σύμφωνα με τις θεϊκές εντολές, τη χριστιανική ζωή): πάντες οι άγιοι δεν λείπουν να μας δείχνουσι την απλανή ταύτην οδόν, αν ίσως και εισίν και ολίγοι εκείνοι οπού την περιπατούσι Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 6922· αυτή είναι η στράτα της αληθείας, η οποία χειραγωγεί και φέρνει όσους την περιπατήσουν εις βασιλείαν αιώνιον Αγαπ., Βίος Ιωάσ. = Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 17232· δώσε του (ενν. του αμαρτωλού) κανόνα τον πρέποντα της μετανοίας ... να τον βαστά διά να ισάσει και να περπατήσει την ίσην στράταν της σωτηρίας Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 244113· την πίστην την αληθινήν, και αυτήν να την κρατείτε,| της σωτηρίας την οδόν καλά να περπατείτε Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 53· οι μεν (ενν. άγιοι) με πολλά μαρτύρια βασανισθέντες εχύσασι το αίμαν τως διά να αντισταθούσι της αμαρτίας, οι δε ηγωνίσαντο ασκητικώς περιπατούντες την στενήν και τεθλιμμένην οδόν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 2920 (πβ. ΚΔ, Ματθ. 7, 14). 8) (Μεταφ. με αντικ. που δηλώνει χρόνο, ηλικία) διανύω, διατρέχω: απεδά εξέβημαν τους παραπίσω χρόνους,| τούς επεριεπατήσαμεν μυριοκαταθλιμμένοι Λίβ. Esc. 4072· Σαράντα χρόνους πορπατώ, αμέ τα βασανά μου| ασπρίσανε παράκαιρα, σα βλέπεις, τα μαλλιά μου Πανώρ. Γ́ 303. Φρ. 1) Εις τούτον πορπατώ = θεωρώ κ. ως δεδομένο (βλ. και Vincent [Φορτουν. σ. 244]): πάντα μου σ’εκράτου| πως είσαι ντόπιος αποδώ, κι εις τούτον επορπάτου Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 288. 2) Πορπατώ τον κάβον = σέρνω το χορό· βλ. ά. κάβος (I) 2φρ. Ο σύντεκνος ο μποντικός τον κάβον επορπάτει| και εις κάθα λόγον ήλεγε: «Αλί χαημός τον κάτη! ...» Κάτης (Χόλτον) 81. Η μτχ. πορπατούμενα ως ουσ. = ζώα που πορεύονται μόνα τους (βλ. και Bakker-v. Gemert [Βαρούχ. σ. 842]): θέλει και αφήνει του κυρ-Κωσταντή, ..., ό,τι πράμα και αν έχει έτις στάμπελε ωσάν και μόμπελε, συρνούμενα πορπατούμενα, και τούτο διά να έναι οπλεγάδος να πλερώσει ό,τι χρέη θέλει φανεί και έκαμεν Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5896.
       
  • περισσά,
    επίρρ., Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 282, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 649, Φλώρ. 1262, Σαχλ., Αφήγ. 200, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 206, 2507, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 521, 534, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 276, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 98, Αλεξ.2 2406, Κορων., Μπούας 152, Βεντράμ., Γυν. 119, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 39, 133, 1053, 1214, 6, 1325, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 514, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16113, Κυπρ. ερωτ. 115, Παλαμήδ., Βοηβ. 413, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 145, 189, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [900], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 368, Ροδινός (Βαλ.) 168, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Β́ ί 15, Παύλ. Γαλ. ά 13, κ.α.· περσά, Θησ. Θ́ [321].
    Το αρχ. επίρρ. περισσά. Ο τ. στο Du Cange (λ. περισσοί). Η λ. και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 727).
    α) Πάρα πολύ, υπερβολικά: Ανακάλ. 18· Ιστ. Βλαχ. 2800· (πλεοναστικά στην έκφρ. περισσά πολλά): θαυμάζω περισσά πολλά τόσην επιθυμίαν| οπὄχεις εις τον έρωτα του κόσμου κι ασωτείαν Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. β 17· (πλεοναστικά με επίθ. που δηλώνει ύπαρξη ιδιότητας σε υπερθ. βαθμό): Ήτον δε πάνυ θαυμαστός, μέγας, ανδρειωμένος,| και περισσά πανέμορφος, του κονταριού ’ξιωμένος Ιμπ. (Legr.) 26· β) περισσότερο (πβ. Bauer, Wört., λ. περισσώς): Λέγει τους ο Πιλάτος: «Αμή τον Ιησούν ... τι να τον κάμω;». Λέγουν τον όλοι: «Ας σταυρωθεί». Και ο ηγεμών είπε: «Και τι κακόν έκαμε;». Και εκείνοι έσκουξαν περισσά: «Ας σταυρωθεί» Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κζ́ 23. — Βλ. και περίσσια.
       
  • πέτομαι,
    Λόγ. παρηγ. O 381, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 321, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 202 κριτ. υπ., Φλώρ. 1320, Σαχλ. Α′ (Wagn.) M 339, Ερωτοπ. 232, Λίβ. P 1308, Λίβ. Sc. 1883, Λίβ. Esc. 818, 819, Λίβ. (Lamb.) N 695, Λίβ. N 2717, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2617, Αχιλλ. L 745, Φυσιολ. (Legr.) 226, Θρ. Κων/π. B 81, Ch. pop. 800, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 200v, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1063, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1394, Κυπρ. ερωτ. 9538, Πανώρ. Έ 47, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 621, Ιστ. Βλαχ. 1900, 1901, Διγ. Άνδρ. 3785, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 613, Β́ 166, Στάθ. (Martini) Πρόλ. 32, Ροδινός (Βαλ.) 89, Λεηλ. Παροικ. 138, Διγ. O 250, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 30015, κ.α.· υποτ. αορ. πτώμαι, Κορων., Μπούας 70· απέτομαι, Διήγ. Αλ. V 54, Εκατόλ. M 21, 45.
    Το αρχ. πέτομαι. Τ. πέτουμι σήμ. στο ιδίωμα της Σάμου (Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., λ. πιτώ). Η λ. στο ΑΛΝΕ και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 512, Αραβαντ., Ηπειρωτ. γλωσσάρ., Τσιτσέλη, Γλωσσάρ. Κεφαλλ., Λάζαρης, Λευκαδ.).
    1) Πετώ, φτερουγίζω α) (προκ. για πουλί): Ιερακοσ. 33910, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 462, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 64v· β) (προκ. για τον Έρωτα): Πανώρ. Έ 56· γ) (σε ιδιάζ. χρ. προκ. για βιβλίο): αυτό το βιβλίον του Διατί πετά και περνά όλα τα μυαλά των ανθρώπων. Εις αυτό σπουδάζουν όλα τα έθνη, μικροί και μεγάλοι. Όλοι αγαπούν να το ηξεύρουν αυτό το βιβλίον. Μάλιστα και τώρα οπού εδώ μιλώ, πέτεται μέσα εις τον νουν των πολλών και επιθυμούν να μάθουν διατί το γράφω ετούτο Ροδινός (Βαλ.) 89. 2) (Προκ. για ορμητική κίνηση) τρέχω γρήγορα, ορμώ: Αργυρ., Βάρν. K 185, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 87, Αχιλλ. (Smith) N 627. 3) (Μεταφ.) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι: η φήμη τους (ενν. των Μυρμιδόνων) λαμπρά πέτεται προς τα ύψη| και τες ανδρείες των αλλών βούλεται να καλύψει Αχέλ. 285. 4) (Μεταφ.) υπερηφανεύομαι, καυχώμαι, είμαι αλαζόνας: ο πλούσιος εις τα πλούτη του πέτεται και καυχάται Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 30· Ακόμα δεν σ’ απάντεχα (ενν. σε, Χάρε), γιατί ’μουν πολλά νέος,| στη νιότη μου επέτουμουν, μα ’γώ ’μουν γελασμένος Αλφ. 114· ο άνθρωπος ... σηκώνεται, υψώνεται και πρήσκεται με αυτό το πάθος της υπερηφανείας, απέκει σκορπίζεται και καταντά εις το μηδετίποτες. Πολλοί πέτονται, πολλοί υψώνονται Ροδινός (Βαλ.) 122. 5) (Μεταφ.) χαίρομαι πάρα πολύ, «πετώ από τη χαρά μου»: Η Αρετούσα επέτουντο κι ήτο χαρά γεμάτη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1411. Η μτχ. ενεστ. ως επίθ. = 1) Που πετά στον αέρα, ιπτάμενος α) (προκ. για πουλί): Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 8, Αργυρ., Βάρν. K 184· β) (προκ. για πρόσωπο): κάποιοι στρατιώται πετόμενοι, οπού ήτον καθαένας φως, επεριπάτουν εις αυτήν (ενν. την πόλιν) Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1247· γ) (σε ιδιάζ. χρ. προκ. για βιβλίο): Ήρα τους οφθαλμούς μου και είδον και ιδού τόμος πετόμενος Ροδινός (Βαλ.) 89. 2) Μαγεμένος (Για τη σημασ. βλ. Eideneier [Σπανός σ. 315, λ. πετατόν]· πβ. και ά. πετατόν): πετόμενον σπίτιν, άρκλαν άλογα, μία λακινία πανία, σκρόφας αμπέλιν και φυτείαν λύκους Σπανός (Eideneier) Β 126. Το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ. = πουλί, πτηνό: κτήνη ... και θερία, παν ερπετόν του κόσμου,| συρνάμενα, πετόμενα, μικρά τε και μεγάλα,| όρισεν (ενν. ο Θεός) εις υπακοήν να είναι του πρωτοπλάστου Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1554. — Βλ. και πετώ.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης