Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- σεντούκι
- το, Ασσίζ. 3307, 17, Σπανός (Eideneier) A 453, Χρον. Μορ. H 7060, Τζαμπλάκ. (Λαμπ.) 79, Φαλιέρ., Ιστ.2 732, Θησ. Β́ [737], Αλεξ.2 675, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 235, Πεντ. Γέν. L 26, Έξ. XXV 10, 22, XXVI 33, XXX 6, 26, XXXI 7, XL 20, Λευιτ. XVI 2, Αρ. III 31, IV 5, VII 89, Δευτ. X 1, 2, 3, 5, XXXI 9, 25, 26, Βυζ. Ιλιάδ. 146, Ιστ. πατρ. 1229, 1231, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 1132, 10, 16313, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 125, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 168271, Αγαπ., Καλοκ. 344, Hagia Sophia ψ 6048, Ροδινός (Βαλ.) 129, 131· σενδούκι(ν), Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 17· σενδούκιν, Βυζ. Ιλιάδ. 138, 139· σεντούκι(ν), Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 40, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1539, 16, 1554, 11, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1528, 15, 16, 1544‑5, 12, 22, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 415, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 26, 1155· σεντούκιν, Ασσίζ. 7929, 30, 31, 802, 4, 5, 8, 10, 17, 18, 22, Χρον. Μορ. P 7060, 7789, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2096, 2106, Μαχ. 622, 32, 31838, Σφρ., Χρον. (Maisano) 2811, 12, 14, Βουστρ. (Κεχ.) 1741, Υγρομαντ. φ. 165r 9, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 103, 106, 116, Βυζ. Ιλιάδ. 142, 320· σεντούκι(ον), Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.), 129, 439 κριτ. υπ.· σεντούκιον, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 287.
Αβέβ. ετυμ. Πιθ. αραβ. προέλ. (<αραβ. sanduq), βλ. Μηνάς, Γλωσσάρ. Ιτ.2 326, λ. σανδούκιον) ή από από τουρκ. sandık (<sanduk, βλ. Redhouse, λ. sandık· βλ. όμως και ιδιωμ. τουρκ. sanduk, Συμεων., Ελλην. 26, 1973, 161 σημ. 21)). Πβ. και λ. σάνδυξ στον Ησύχ. Ο τ. σενδούκι σε σχόλ. (TLG) και σε έγγρ. του 16. αι. (Γρηγορόπουλος 2715). Ο πληθ. σενδούκια σε σχόλ. (TLG) και τον 12. αι. (Act. Saint-Pantél. 737). O τ. σεντούκι(ν) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Ο τ. σεντούκιν σε σχόλ. (TLG), στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. B́ 779, Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου). Ο τ. σεντούκιον τον 13. αι. (LBG, λ. σεντούκιν) και στο Meursius (βλ. λ. σεντούκιν). Πβ. και λ. σανδούκιον το 12. αι. (LBG), καθώς και σημερ. ιδιωμ. σαντούκιν (Παπαδ. Α., Λεξ.). Τ. σενδούκιον σε σχόλ., στο Du Cange (λ. σεντούκιν), τον 14.-15. (TLG, LBG, λ. σεντούκιν) και 18. αι. (Κομνηνού, Προσκυν. 69). Τ. σινδούκιον τον 14. αι. (LBG, λ. σεντούκιν). Πληθ. συνδούκια τον 11. αι. (TLG). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.· βλ. και LBG, λ. σεντούκιν.
1) Κιβώτιο φτιαγμένο από διάφορα υλικά, συν. ξύλινο, για την αποθήκευση και μετακίνηση πραγμάτων: Κρόκους, πιπέρια, … νεράντζια και κούστους,| … σταφύλια και μούστους,| κίτρα και τα λεμόνια, κάστανα και φουντούκια,| όλα τούς τα γεμίζουσιν καφάσια και σεντούκια Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 9292· ένα χρυσόν ποτήρι, ένα σεντούκι κυπαρισσένιον ή μαργαριταρένιον, ένα σπίτι από μάρμαρα καμωμένον, αν είχανε γλώσσαν ήθελαν ειπείν δίχως άλλο του τεχνίτου οπού τα έκαμεν: «Από σένα έχω το είδος και την μορφήν, αμή όχι την ύλην, και ευγενικότερον και τιμιότερον είναι εκείνο οπού έχω από του λόγου μου παρά εκείνο οπού έχω από του λόγου σου» Βουστρ. Μεταφρ., Περί αναβάσ. (Κακ.-Πάνου) 57· Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Έτσι κι εγώ όσο θωρώ κι αυξαίνουσιν οι χρόνοι,| τόσο γερώ, δε βλέπω πλια με όλη μου τη γνώμη. Ο ΜΑΘΗΤΗΣ: Επήγα κι ηύρα τα καλά τα θαυμαστά γυαλιά σου| μεσ’ στο σεντούκι τ’ όφκαιρο εκείνα τα παλιά σου Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 1530· Πώς εδιαγούμισεν την χώραν το φουσσάτο:| Άρχισαν ετσακίσασιν τα σπίτια, τα σεντούκια Χρον. Τόκκων 658· Εάν τύχει ότι μία νάβα ή καράβιν εύρει το ο κακός καιρός και κιντυνεύσει, και ρίψει απέ το γομάριν του, ... το εναπόμεινεν απέ το γομάριν του μέσα εις το καράβιν, ουδίχα τα ρούχα τά φορούν όσοι είναι απάνω, ή αν έχουν εις τα σεντούκια τους χρυσάφιν ή ασήμιν, όλα ταύτα να ψηφιστούν εις τιμήν και να μοιρασθεί απάνω σ’ όλα εις ράτα η ζημία Ασσίζ. 4716· είχαν τον πούντον διπλόν· ότι ομπρός είχαν έναν μικρόν, ο ποίος είχεν κοντά εις τον πούντον τον μέγαν έναν σεντούκιν γεμάτον πέτρες και εσοζύγαζεν· και το να ’ρταν Γενουβήσοι ν’ ανέβησαν, έπαιρνέν τον και έπεφτεν κάτω εις το χαντάκιν, και πάλε εστρέφετον ο πούντος Μαχ. 46027· ο άπιστος είναι τοιούτος, ώστε … όταν κοιμάται εις το κρεβάτι με την γυναίκα του, να την ερωτά συχνά αν έκλεισε το σεντούκι, και αν εβούλλωσε το κελάρι, και αν έβαλε τον μάνταλον της έξω πόρτας· και αν ειπεί η γυναίκα του: «Ναι, αυτά όλα τα έκαμα», αυτός πάλιν να μην πιστεύει, αλλά να σηκώνεται γυμνός από το στρώμα και ξεπόλυτος, ανάπτοντας λαμπάδα ή λύχνον, να υπάγει να τα ερευνήσει το καθένα, και έτσι μετά βίας να κοιμάται Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 129· Ο πτωχός ο άντρας της γροικώντα την ταραχήν άνοιξεν έναν σεντούκιν και εδωκεν μέσα. Τούτοι (ενν. οι Γενουβήσοι) ενέβησα και εγυρεύσαν απόθεν και αποκείθθεν οτόσον, ότι εγανακτήσαν πως ουδέν ευρίσκετον, και επήγαν και αννοίξαν το σεντούκιν και ηύραν τον Μαχ. 42817, 19· (συχν. για φύλαξη ρούχων): τα φουστάνια τα χρυσά βενέτικα ραμμένα| που τα ’χασιν οι άρχοντες σεντούκια γεμωσμένα·| τώρα οι Τούρκοι έχουν τα στ’ αμάξια φορτωμένα,| στα κάτεργα τα παίρνουσιν όλα κουβαλισμένα Θρ. Κύπρ. M 372· Να φυλάξεις ρούχα άβλαβα από βότριδα ...: Έχε μέσα εις το σεντούκι δύο κίτρα πάντοτε ή αψινθίας κορυφάς και, όταν ξηρανθούν, βάνε άλλα τρυφερά Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 259· (συχν. για φύλαξη χρημάτων): ετσακίζανε (ενν. οι Τούρκοι) τα σεντούκια των αρχόντων με τα τσεκούρια και ευρίσκανε πολλά φλωρία, νέα και παλαιά, βίον πολύ Χρον. σουλτ. 9222· Χρεία το λοιπόν, αν θέλει και ο πλούσιος να λάβει από τον Θεόν ελεημοσύνην, να σκορπίσει τον πλούτον του εις τους δεομένους, εις τους πτωχούς, και εις τες χήρες και εις τους ορφανούς, και να μην τον φυλάγει ανωφέλετον εις το σεντούκι Ροδινός (Βαλ.) 132· εις τα σεντούκια κείτουνται ασήμιν και χρυσάφιν,| δουκάτα και δηνέρια, εις πλησμονήν πολλάκις·| και πάλιν αποδύρουνται και κλαίουν, ως μη έχουν (ενν. οι πλούσιοι).| Μάλλον πολλάκις ο πτωχός, αν έχει δέκα γρόσια,| με προθυμίαν δίδει τα και μετ’ ευγνωμοσύνην Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 80· (για φύλαξη εγγράφων ή βιβλίων ): Η ταραχή ήτον πολλά μεγάλη· ο λαός της Αμοχούστου επήγα να χαλάσουν την λότζαν τους Γενουβήσους ... Και έδραξεν ο λαός το σεντούκιν των γραψιμάτων της λόντζας των Γενουβήσων και ετσακκίσαν το Μαχ. 31417· τα βιβλία άπρακτα κείτουνται στα σενδούκια·| εφθάρησαν εκ των σητών και υπό των σκωλήκων,| και είναι πράγματα αργά, χείρα ουδέν τα πιάνει,| ανάγνωσις δεν φαίνεται, διδασκαλία ουδόλως Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 17· (γενικ. για φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων): τους … σταυρούς …και τα ... καρφία και τον στέφανον έβαλέν τα εις το σεντούκιν, με τους β́́ σταυρούς εις το κάτεργον, και ανέβην η αγία Ελένη και ήρτεν εις την Κύπρον Μαχ. 618· Και ανοίξαν το έναν σεντούκιν και ηύραν έναν ρούχον χρυσόν χαρμίζε και έναν χρουσόν βένετον και πολλά ρούχα βιλουσένα και ασήμιν πολύν και πολλήν ζάχαριν τρίψητον, τα ποία εστιμίασαν δ́ χιλιάδες δουκάτα Βουστρ. (Κεχ.) 23010· Και τότες επήγαν εις το αμπέλιν του Χαρέρη, εις τον Άγιον Δομέτην, και επήραν του ιϚ́ σεντούκια ζάχαριν και άλλα πολλά πράματα Βουστρ. (Κεχ.) 1108· (εδώ για κηπουρικές εργασίες): Εάν δε πάλιν ορέγεσαι να τα κάμεις (ενν. τα αγγούρια) ... πρωιμότερα, βάλε εισέ κασέλαν, ήγουν σεντούκι, χώμα παχύ όταν περάσει ο χειμώνας και φύτευσε τον σπόρον, βάλε κοπρίαν κατά την τάξιν και πότισέ τες ολίγον και φύλαγέ τες μέσα εις το σπίτι έως την άνοιξιν και τότε, ... βάλε τες εις την γην με το χώμαν εκείνον επιδέξια να μη τες ξεριζώσεις Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 210· (εδώ προκ. για την κιβωτό της διαθήκης· βλ. και Έκφρ. 1): Και ήτον όνταν εσυνέπαιρνεν το σεντούκι και είπεν ο Μωσέ: «Σήκω, Κύριε, και να σκορπιστούν οι οχτροί σου και να φύγουν οι μισητάδες σου από ομπροστά σου» Πεντ. Αρ. Χ 35. 2) α) Φέρετρο: αντάν εκείνος επέθανεν (ενν. ο Αλέξανδρος ο Μέγας) οι μπαρούνηδές του εβάλαν τον εις ένα σεντούκιν χρουσόν και περνώντα να τον θάψουσιν πολλοί φιλόσοφοι έρκουντα τάπισά του κλαίοντα Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 91· β) οστεοθήκη: Όρισε (ενν. ο πρίγκιπα Γυλιάμος) κι επαρήγγειλεν, μεθ’ ότου αποθάνει (παραλ. 1 στ.) τα οστέα του μοναχά να βάλουσι εις σεντούκι| στον άγιον Ιάκωβον Μορέως, εκεί εις την Ανδραβίδαν,| στην εκκλησίαν, όπου έποικεν και έδωκεν στο Τέμπλο,| εις το κιβούριον, το έποικεν, οπού ήτον ο πατήρ του·| εις την δεξιάν του την μερέαν να ένι ο αδελφός του,| κι εκείνος να ένι αριστερά, και ο πατήρ του μέσα Χρον. Μορ. H 7789· (εδώ προκ. για λείψανα αγίων): μετά τιμής και ψαλμωδίας, κηρών τε και θυμιαμάτων έθεσαν τα δύο λείψανα (ενν. των πατέρων ημών Βαρλαάμ και Ιωάσαφ) εις τα δύο πολύτιμα και χρυσωμένα σεντούκια Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 16324· γ) τεφροδόχος: Με μοιρολόγια αρίφνητα, με θρήνος πονεμένον (παραλ. 2 στ.) εκαίγαν τα κορμία τωνε κι εις τέφραν τα ’ξορθώναν.| Την τέφραν τους εβάνασι...,| εισέ σεντούκια ολόχρυσα Θησ. Β́ [804]. Εκφρ. 1) α) Σεντούκι διαθήκη = η κιβωτός της διαθήκης: Την ώρα εκείνη εχώρισεν ο Κύριος το σκήφτρο του Λεβί να σηκώνει το σεντούκι διαθήκη του Κύριου, να στέκει όμπροστε στο Κύριο, να τον δουλεύγει και να βλογάει εις το όνομά του ως την ημέρα ετούτην Πεντ. Δευτ. Χ 8· β) σεντούκι της μαρτυριάς, βλ. Επιτομή, ά. μαρτυρία 4α έκφρ. 2) Σεντούκια και σεπέτια = τα πράγματα που ανήκουν προσωπικά σε κάπ. (βλ. και έκφρ. sandık sepet, Redhouse, λ. sandık): τότες επρόσταξεν αυτή η Ιουδήθ η νέα,| η Μαλτεζίνα, η σύμβιος Μοράτη βασιλέα,| να πάρουν την κατούνα της, σεντούκια και σεπέτια,| που ’χαν λογάριν άπειρον με μόσχους και ζαμπέτια.| Τρεις μήνες τα κουβάλησαν εις τα καράβια μέσα| παλτατζήδες κι οι αγάδες της εκεί κοιμώντο μέσα Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 721.συντροφία- η, Ασσίζ. 49, 305, 8419, 1637, 17610, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 598, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 613, 3670, Χρον. Μορ. Η 304, 2279, 2414, Χρον. Μορ. P 2312, 2432, 4209, Φλώρ. 30, Χρον. Τόκκων 2093, 3911, Rechenb. 81, 911, 101, 2, Μαχ. 303, 567‑8, 1082, 11427‑28, 14623, 24, 25, Θησ. Β́ [38], [177], Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1642, 1733, 3941, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 72r, 179v, 214v δις, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 372, Χρον. σουλτ. 255, 8415, 10531, Μορεζ., Κλίνη φ. 6v, 138r, 258v, 421v, Ολόκαλος 1024, Ιστ. Βλαχ. 502, 665, 2848, Σουμμ., Ρεμπελ. 158, 163, Διγ. Άνδρ. 34736, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 1011, Μπερτόλδος 20, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 4221, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1491 μβ́ 1, 3, 5, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 64, 76 δις, 79 δις, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 195, κ.π.α.· συντροφιά, Βέλθ. 148, 1095, 1103, Σαχλ. Β́ (Wagn.) P 196, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 134, 266, Φαλιέρ., Ιστ.2 360, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 696, Μαχ. 1503, 17017, Βουστρ. (Κεχ.) 1884, Βουστρ. (Κεχ.) Μ 7315, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1640, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 78, 92, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 245, Θρ. Κύπρ. Μ 507, 543, Πανώρ.2 Αφ. 48, Β́ 596, Γ́ 557, 597, 635, Έ́ 327, Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά́ 162, Βοσκοπ.2 368, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 73, 824, Δ́ 332, 739, Έ́ 1135, Στάθ. (Martini) Γ́ 442, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 353, 458, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 1283, Β́ 308, 643, Δ́ 525, Φορτουν. (Vinc.) Έ́ 77, 292, 398, Ιντ. β́ 17, Ροδινός (Βαλ.) 100, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 62, Λεηλ. Παροικ. 348, 508, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20113, 22023, κ.π.α.· πληθ. συντροφές, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) Ε 159.
Το μτγν. ουσ. συντροφία. Τ. συνδροφία σε έγγρ. του 16. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 4, 1951, 94). Η λ. και ο τ. και σήμ.
1) α) Σχέση, επαφή· συναναστροφή: … διατούτο θέλουσι γένει μάλιστα φιλότεκνοι (ενν. αι μητέρες), και πρεπόντως, διότι η καθημερινή συντροφία και συναναστροφή σύρνει μάλιστα την αγάπην Σοφιαν., Παιδαγ. 99· β) (συνεκδ.) β1) σύντροφος στη ζωή, ταίρι: Απήτι η Άννα εγέννησε κι ήκαμε την Μαρία,| επόθανε ο Ιωακείμ τόν είχε συντροφία.| Τότε εξαναπαντρεύτηκε τση Δέσποινας η μάννα ... Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2481· β2) (για ζώο) ταίρι: Και ποια ποτέ λεόντισσα το αρσενικόν λεοντάρι| αγάπησε διά να το ιδεί σφαμένο με κοντάρι;| Γνώτε, θηρία τ’ άγρια φυλάγουν την συντροφιά τους| και οι γυναίκες οι πονηρές θέλουν τα ενάντιά τους Βεντράμ., Γυν. 153. 2) (Συνεκδ.) α) ομάδα φίλων, παρέα: επήρε (ενν. ο Ρώκριτος) φίλους κι εδικούς να πα να ξεφαντώσει.| Σύρνει γεράκια και σκυλιά με συντροφιά μεγάλη| κι ο κύρης του αναγάλλιασεν ωσάν τον είδε πάλι| πως με τσ’ αγαπημένους του επήγε στο κυνήγι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 817· Τη νύκταν, ωσά θέσω εγώ, απού το σπίτι βγαίνεις (παραλ. 1 στ.)· με συντροφιές πολλά κακές γλακάς και λεβεντεύγεις| οληνυχτίς, και μαριολιές και αντραγαθιές γυρεύγεις Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 41· β) ακόλουθοι, συνοδοί· φίλοι: Άρχοντες θέλομεν γενεί ενδυμένοι με ορμιζία,| στον φόρον να παγαίνομεν με πλήσια συντροφία Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 440. 3) α) (Γενικ.) ομάδα, σύνολο (συν. με γεν.): το κείμενον ορίζει, … εκείνον τον κριτήν να τον διώξουν απέ την συντροφίαν των άλλων κριτάδων Ασσίζ. 27830‑31· εκφρ. (1) συντροφιά των ζωντανών = οι ζωντανοί: οπὄναι νιος, και δεν πατεί στον έρωταν απάνω,| στην συντροφιά των ζωντανών εγώ δεν τονε βάνω Ριμ. κόρ. A 90· (2) συντροφιά του Ισραήλ = οι Ισραηλίτες, το γένος των Ισραηλιτών: Στου Ισραήλ την συντροφιάν ήτον είς προκομμένος,| στην Βαβυλώναν βρίσκετον, κι ήτονε τιμημένος Δεφ., Σωσ. 11· (3) Συντροφία του Ιησού (Γιεζή) = το τάγμα των Ιησουιτών: Βιβλίον συνθεμένον παρά του εξοχοτάτου και αιδεσιμοτάτου Ροβέρτου του Βελλαρμίνου της αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας, καρδινάλεως της Συντροφίας του Ιησού Βουστρ. Μεταφρ., Περί αναβάσ. (Κακ.-Πάνου) 56 τίτλ.· β) (προκ. για ζώα) κοπάδι: Ερίφι έξω έτυχε από τη συντροφιά του| κι έτρεχε το ταλαίπωρον να βρει την κατοικιά του Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 941. 4) Στρατιωτικό (μισθοφορικό) σώμα· έκφρ. Μεγάλη Συντροφία (βλ. και ά. κομπανία) = η Καταλανική Εταιρεία (για το πράγμα βλ. ODB, λ. Catalan Grand Company): Ως ηύραν ότι ήλθασιν ετότε οι Κατελάνοι,| όπου τους ονομάζασι Μεγάλη Συντροφίαν,| εκείσε εις τον Αλμυρόν … Χρον. Μορ. P 7273. 5) Συνεταιρισμός· συνεργασία: εστίν δίκαιον και κείμενον ότι η συντροφία ημπορεί να χωριστεί … όταν ο είς σύντροφος ένι δύσκολος, … ή ποια ζημία της συντροφιάς Ασσίζ. 8323, 26‑27· Συντροφία απλή. Άνθρωποι τρεις σύντροφοι γεγονότες, ο μεν βαλών φλουριά βε’, ο δε γε’, ο δε δβ́́ … Rechenb. 71· Περί συντροφίας ανθρώπων εις πραγματείαν, εις χωράφι, εις κήπον Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 17587. Έκφρ. εις συντροφία = μαζί, παρέα: πάντα ετρέχασι (ενν. τα δάκρυα), ως βρύση κατεβαίναν,| ομοίως όλες έκλαιαν, εις συντροφία με κείνη Θησ. Β́ [344]. Φρ. 1) Κάνω συντροφία, βλ. ά. κάμνω Φρ. 2) Ποιώ συντροφίαν/συντροφιάν, βλ. ά. ποιώ Φρ. 86. 3) Πολομώ συντροφίαν (τινός) = συνοδεύω: Μηδέν έχεις έννοιαν και μεις πολομούμεν σου συντροφίαν ως εκεί όπου μέλλει να πεζεύσεις, και τότε πάμεν την δουλειάν μας Μαχ. 52615· Ως επίρρ. = μαζί, συντροφιά: Με την Αθούσα συντροφιά ήμαστε στο κυνήγι Πανώρ.2 Β́ 129.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
- το, Ασσίζ. 3307, 17, Σπανός (Eideneier) A 453, Χρον. Μορ. H 7060, Τζαμπλάκ. (Λαμπ.) 79, Φαλιέρ., Ιστ.2 732, Θησ. Β́ [737], Αλεξ.2 675, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 235, Πεντ. Γέν. L 26, Έξ. XXV 10, 22, XXVI 33, XXX 6, 26, XXXI 7, XL 20, Λευιτ. XVI 2, Αρ. III 31, IV 5, VII 89, Δευτ. X 1, 2, 3, 5, XXXI 9, 25, 26, Βυζ. Ιλιάδ. 146, Ιστ. πατρ. 1229, 1231, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 1132, 10, 16313, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 125, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 168271, Αγαπ., Καλοκ. 344, Hagia Sophia ψ 6048, Ροδινός (Βαλ.) 129, 131· σενδούκι(ν), Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 17· σενδούκιν, Βυζ. Ιλιάδ. 138, 139· σεντούκι(ν), Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 40, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1539, 16, 1554, 11, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1528, 15, 16, 1544‑5, 12, 22, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 415, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 26, 1155· σεντούκιν, Ασσίζ. 7929, 30, 31, 802, 4, 5, 8, 10, 17, 18, 22, Χρον. Μορ. P 7060, 7789, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2096, 2106, Μαχ. 622, 32, 31838, Σφρ., Χρον. (Maisano) 2811, 12, 14, Βουστρ. (Κεχ.) 1741, Υγρομαντ. φ. 165r 9, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 103, 106, 116, Βυζ. Ιλιάδ. 142, 320· σεντούκι(ον), Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.), 129, 439 κριτ. υπ.· σεντούκιον, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 287.
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης