Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Βουστρ. Μεταφρ., Νουθ. Άβιλ. (Κακ.-Πάνου)

  • σφαλτός,
    επίθ., Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 228, Αχέλ. 62, Ερωφ. (Αλεξ. Στ-Αποσκ.) Έ́ 580, Πιστ. βοσκ. IV 5, 126, V 2, 17 (έκδ. άσφαλτη· διορθώσ.), Ροδολ. (Αποσκ.) Τοις αναγν. 4, Ά́ 238, 302, Δ́ 329, Βουστρ. Μεταφρ., Νουθ. Άβιλ. (Κακ.-Πάνου) 59, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 119, 1523, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5036, Προσοψάς, Δράμα γενν. τυφλού 395, 812.
    Από το σφάλλω. Τ. σφαρτός σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., λ. σφάλλω, Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ.). Η λ. το 12. αι. (LBG), στο Βλάχ. (λ. σφαλερός), στο Κατσαΐτ., Ιφ. Πρόλ. 100 και στο Κουμαν., Συναγ. ν. λέξ. Θηλ. σφαλτή σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Φραγκάκι, Δημ. ιατρ. 260).
    1) Εσφαλμένος, λανθασμένος (με τις λ. γνώμη, λογισμός): Φοβάσαι ακόμη, αφέντρα μου, στέκεις εις πρίκα ακόμη;| Ν’ αλλάξεις σε παρακαλώ τέτοια σφαλτή σου γνώμη Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 100· Ουαί εις τους ταλαίπωρους … (παραλ. 1 στ.). Εκείνους λέγω που ποτέ τον φθόνον δεν εβγάζουν,| μόν’ πάντοτε στις όργητες κι εις τα κακά κοιτάζουν.| Ω λογισμοί πολλά σφαλτοί, ω γνώσις τυφλωμένη,| ω των ανθρώπων ολωνών όργητα κομπωμένη! Προσοψάς, Δράμα γενν. τυφλού 935. 2) Που σφάλλει, που κάνει σφάλμα, λάθος (συχν. με τη λ. νους): ο νου μας είν’ έτσι σφαλτός, απ’ όντε λογαριάζει| πως πιάνει ό,τι τονε φελά, το βλάψιμο αγκαλιάζει Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 59. 3) Ψεύτικος· απατηλός, παραπλανητικός: Πες μου, ποια πράγματα βαστάς, γυναίκα, μετ’ εσένα,| και δεν είν’ όλα ψεύτικα, σφαλτά και δολωμένα;| Τα χείλη σου αν ανοίξουσι, ψέματα λογαριάζεις| κι α ’ναστενάξεις, πάντα σου ψέματ’ αναστενάζεις Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 1256· πει σου θέλω πράγμα να σε κάμω| καθάρια να γνωρίσεις πόσον έναι| σφαλτή γη ελπίδα πάντα και κομπώτρα| τ’ αγαφτικού, και ο πόθος| γλυκιά πως έχει ρίζα, μα πρικαίνει| πολλά το πωρικόν τση Πιστ. βοσκ. II 1, 78. Το ουδ. ως ουσ. = 1) Λάθος· (εδώ προκ. για διήγηση, ποίημα, κ.τ.ό.): Όσοι αναγινώσκετε και όσοι διηγάσθε,| εάν ευρείτε και σφαλτόν, να μη με βλασφημάτε,| ότι εγώ ως αμαθής είπα να γράψω ρίμα Σταυριν. 1292. 2) Σφάλμα, παράπτωμα: ώσπερ Αδάμ, απέναντι του παραδείσου| εθρήνει τε και έλεγεν: «Διατί να με χωρίσουν| αποτ’ εμέν τα κάλλη σου διά την παρακοήν μου (παραλ. 1 στ.), ω πάντιμε παράδεισε, που διά ’μέν εγίνης| και διά Εύας το σφαλτόν εμένα με αφήνεις» Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 9924.
       
  • ταυρίζω,
    Λόγ. παρηγ. L 550, Προδρ. (Eideneier)2 Ά́ 37, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 12044, 13273, Μαχ. 65013, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 18v, 48r, 60v, 148r, 183v δις, 188v, 313r, 399v, Τριβ., Ρε 48, 337, 349, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Εξήγ. α, Εξήγ. ε· τραβίζω, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 5826, Διον. ρήτ., Ιστ. 254, Ιστ. Βαρλαάμ 39, Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 20326, Σταυριν. 269, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 266, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 1161, 1195, Γ́ 60, Έ́ 9, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 130, Χριστ. διδασκ. 455, Διγ. O 169, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 29120, Τζάνε, Κατάν. 322, 470, Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 20419, Μπερτόλδος 18, 19, 34, 70, Βουστρ. Μεταφρ., Νουθ. Άβιλ. (Κακ.-Πάνου) 60· μτχ. ενεστ. τραβίζοντα, Κώδ. Χρονογρ. 535.
    Από το ουσ. ταύρος και την κατάλ. ‑ίζω (Χατζιδ., ΜΝΕ Á́ 85). Ο τ. στο Βλάχ. και σε έγγρ. του 18. αι. (Βερβιτζ., Πρωτόκ. 222, 7130, Μπόμπου-Σταμάτη, Πρακτ. Έ́ Παν. Σ 493). Η λ. τον 9. αι. (TLG) και στο Meursius (λ. ταυρίζειν, ταβρίζειν)· βλ. και LBG.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Ασκώ δύναμη σε κ. ή κάπ. για να το/τον μετακινήσω πρός την κατεύθυνση που επιθυμώ· έλκω, σέρνω· (προκ. για πράγμα): ευρών οπήν εσέβασα τ’ άκρον του σκουποράβδου·| εκείνη δε πηδήσασα και τούτου δραξαμένη| εταύριζεν απέσωθεν, εγώ δε πάλιν έξω Προδρ. (Eideneier)2 Ά́ 186· ζεύγη βοών και βουβαλίων απείρων είχασιν εξ ετοίμου, ίνα τους πύργους ταυρίσουν μετά σχοινίων και πλησίον της σούδας φέρωσιν Καναν. (Cuomo) 84· Εκεί οπού ετούτες τραγῳδούν (ενν. οι σειρήνες), κίνδυνοι ένι οι πάντες·| τούτες ευθύς βυθίζουν τα, τα κάτεργα ταυρίζουν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 13776· (προκ. για πρόσωπο): όταν ήτονε διά να γεννηθεί ο Ιακώβ, ο Ησαύ τον εκράτησεν από τα ποδάρια και εταύρισέ τονε οπίσω, διά να γεννηθεί αυτός ομπρός Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 135v· ελθόντες δε τινές φοβεροί στρατιώται ετράβιζαν βιαίως εκείνον τον άνθρωπον να τον υπάγουν εις τον βασιλέα οπού εχρεώστει μύρια τάλαντα Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 14236· (μεταφ.): οχ την πατρίδα μου ο πτωχός, τότες, ζιμιό εβγήκα,| κι ήρθα, σαν ξεύρεις, εδεπά, γιατ’ ήμουν τραβισμένος| οχ τα γλυκά τα μάτια της και δυνατά σερμένος Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 343· το φυσικό τον άνθρωπον ταυρίζει| σε κείνα όλα τά μισά και τίποτε δεν χρήζει Τριβ., Ρεφρ. (1) ταυρίζω/τραβίζω τα γένια/μαλλιά/τας τρίχας (ως έκφρ. μεγάλης θλίψης ή απελπισίας): επήγαινε κι έρχετον κι ετράβιζε τα γένια του Μικρ. διήγ. (Zimbone) I 10· τα μαλλιά του εταύρισε και σα γυναίκα εδάρθη Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1461· τα μάγουλά της ξέσκιζε, τσι τρίχες τση τραβίζει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2207· (2) τραβίζω το κουπίν = κωπηλατώ: Έχουσι και ζωντανούς άπειρους εις τους πάγκους,| διά να τραβίζουν το κουπίν στα κάτεργα τους Φράγκους Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 3064· β) τραβώ κ. προς το μέρος μου, μαζεύω: θέλεις ιδεί τινές πλουσίους οπού δίδουν των επτωχών διά οζούρα ..., οπόταν οι επτωχοί τους φέρνουν τα στάμενα και τον τόκον αρπάζουν ... και ταυρίζουν τα γλήγορα γλήγορα ώσπερ λύκοι ανήμεροι Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 350r· γ) παίρνω μαζί μου κ., μεταφέρω: πότε στης ανατολής τα μέρη τη γυρίζει (ενν. ο ναύτης την πέτρα που κράζεται μαγνήτης)| και πότε εις τα δυσικά τα μέρη την τραβίζει Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 24. 2) Τεντώνω: φέρνουν τον Χριστόν και εξαπλώνουν τον απάνω εις τον σταυρόν ... Έπειτα πιάνουν το άλλο του χέρι το δεξιόν και ταυρίζουν το καλά δυνατά και καρφώνουν το Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 282r· ο Ιησούς ήλθε απόξω ... και ηβλέπει τον Ιωσήφ και έναι πολλά πικραμένος, οπού δεν έσωνε το ξύλον να κάμει την λετιέραν ... Και έτσι πιάνουν οι δύο, ο Χριστός και ο Ιωσήφ, και ταυρίζουν το ξύλον και μακραίνει όσον ηθέλησεν ο Ιωσήφ, οπού του έκανε χρεία Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 246v· όταν το διώχνει (ενν. το λεοντάρι) τινάς ταυρίζει τα ποδάρια του και τα μαζώνει, ήγουν τες πατημίες του Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 60v. 3) (Προκ. για αντίρροπες δυνάμεις) εξισορροπώ: τούτα τα πράγματα (ενν. το πυρ και το νερόν, το καλοκαίρι και ο χειμώνας, κλπ.) ... υπό την φύσιν τους ταυρίζει ένα το άλλον, και είναι έτσι και κανένα πράγμα δεν έναι κακόν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 37v. 4) Σπρώχνω: ο άγιος Πέτρος ... λέγει: Τι λέγεις, αυθέντη, δεν βλέπεις εδώ πόσοι άνθρωποι σε ταυρίζουν, αμή μας ερωτάς τις σε επίασε; Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 259r. 5) (Προκ. για τα όργανα της όσφρησης) εισπνέω, ρουφώ: η μύτη και τ’ αρθούνια σου για ν’ ανοιγοσφαλίζουν,| και μυρωδιές πολλών λογιών μέσα μου να τραβίζουν Τζάνε, Κατάν. 40· μήτε ... τα πετεινά του ουρανού δύνονται να στέκουν μέσα εις την θάλασσαν ... Όταν θέλουν να πάρουν την αναπνίαν τους, ταυρίζουν το νερόν μέσον τους και πνίγονται Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 54v. 6) (Προκ. για μέταλλο) κατεργάζομαι: τ’ αψύ και τ’ άφτιαστο σίδερο δε μαλάσσει,| αν δεν του βάλουσι αχαμνό άλλο να συγκεράσει,| και δεν μπορεί εις εργασιές ψιλές να το τραβίζει,| γιατί από την αψότητα σκορπάται και τσακίζει Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 263. 7) (Νομ.) τραβώ κάπ. στο δικαστήριο, μηνύω: εγώ ενόμιζα ότι αγοράζω χρυσήν κούπαν και συ με πούλησες χαλκήν, δεν έχει να ειπείς ότι κούπαν μόνον σε επούλον· αμή σε τραβίζω, ότι χρυσήν κούπαν αγοράζω, επειδή τίμημα πολύ με επήρες Νομοκριτ. 77. Β´ Αμτβ. 1) α) Τραβώ, σέρνω: Δέκα χιλιάδες ήτονε εκείνοι οπού βοηθούσα,| και βόιδια κι ετραβίζανε κι άνδρες κι εκουβαλούσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2652· β) (μεταφ.) επιχειρώ να πάρω κ.: Ένα πράγμα ... εάν ξεχωρίσουσιν και αγοράσουν το ... δύο τινές άνθρωποι ... οπόταν, μετά την συνήβασιν, έναν από το άλλο μέρος τραβίζει να το επάρει ... Νομοκριτ. 81. 2) Απλώνω, τεντώνω το σώμα μου στην προσπάθεια να κάνω κ.: Το ύστερον ο Εύανδρος, ως ήτον παιδεμένος,| περιλαβαίνει τον Σικύον μ’ όλην την δύναμίν του.| Απέ τον ίππον ταύριζεν κάτω να τονε ρίξει Θησ. Ή́ [397Κι ομπρός στην πόρταν ήτονε, εις το μπασεβγασίδι,| όφης τρικεφαλόστομος ... (παραλ. 2 στ.). Και το στραφήν και το να ιδεί, εταύρισε το φίδι| και σαν τον σκύλον έσυρε να κόψει τ’ αλυσίδι Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 86. 3) Κλίνω προς κάποια κατεύθυνση· (εδώ μεταφ.): δεν είναι λίγος ο καιρός οπού με πολεμίζουν| η ευγένεια κι αγάπη σου που προς εσέ τραβίζω Μαρκάδ. 156. II. Μέσ. 1) Τεντώνομαι· διαστέλλομαι: ο άνθρωπος όταν θέλει να λάβει την αναπνία του ή να αναστενάξει ... τα σπλάγχνη του ταράζονται όλα και ταυρίζονται Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 54v. 2) α) Αποτραβιέμαι, αποσύρομαι: τόσον εντροπιάσθηκαν οπού πλέον δεν αποκότησαν να φανιστούν εις τον φόρον, αμή ετραβίσθηκαν από την εντροπήν τους εις το χωρίον Μπερτολδίνος 115· β) παραμερίζω: τραβίσου κάμποσον σε μίαν μερίαν διά να καταλάβω τι λέγει ετούτος Μπερτόλδος 34. 3) α) Πηγαίνω· γυρίζω: Και πού τραβίζεται τώρα ετούτο το παιδίον σου; Μπερτολδίνος 97· β) (προκ. για εχθρική ενέργεια) ορμώ, επιτίθεμαι: Και ο Αβραάμ, οπού ήτονε αρχή εις τα φουσσάτα του Σαούλ, εταυρίσθη απάνω εις τους Παλαιστίνους και έκοψε πολλούς κομμάτια Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 191v. — Βλ. και ταυρώ.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης