Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
επίθ., Διγ. (Trapp) Gr. 2139, 2200, 3662, Διγ. Z 4484, Χρον. Μορ. H 1119, Ιστ. Ηπείρ. XIV9, Λίβ. P 402, Αχιλλ. L 1233, Αχιλλ. (Smith) N 1662, 1741, Χρον. Τόκκων 2654, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι IV 58, Νεκρ. βασιλ. 78, Sprachlehre 127, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 944, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2449, 3355, 3462, 5258, Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. β́ 20, Διγ. Άνδρ. 3699, 37029, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 6719, 8518, Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. δ́ [27], Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 49810, 5518, Προσοψάς, Δράμα γενν. Τυφλού 355, 838. Η λ. στον Ιπποκράτη (TLG).Το ουσ. πλάνος ο ήδη αρχ. και σήμ. Η λ. και σήμ. Που παραπλανά, που ξεγελά· απατηλός, ψεύτικος:Μετ’ αύτους γαρ εσύντυχα, ωμούς ουδέν τους ηύρα| ουδέ πλάνους, αλάζοναςΠόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 11533· ως μεν πλάνον την φιλίαν υπόπτευονΔούκ. 33314· Αμή άνθρωποι απατηλοί και πλάνοι θέλουσι προκόψει εις το χειρότερον, πλανώντας τους άλλους και πλανώμενοιΜάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2, Παύλ. Τιμ. Β́ γ́ 13· (συχνά με το ουσ. κόσμος):Επειδή πάντα τα τερπνά του πλάνου κόσμου τούτου| άδης μαραίνει και δεινός παραλαμβάνει Χάρων (παραλ. 2 στ.), κατέλαβε και θάνατος του θαυμαστού ΑκρίτουΔιγ. (Trapp) Gr. 3368· Αλλ’ όσοι και αν αισθάνεσθε τον πλάνον κόσμον τούτον,| δεύτε, πικρά θρηνήσατε και κλαύσατε μεγάλωςΑχιλλ. (Smith) N 1657· Τι ωφέλησεν ημάς ο πλούτος και τα πρόσκαιρα πράγματα και ο πλάνος κόσμος;Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι I 35· (προκ. για τον χρόνο):Εθύμισές μου τον καιρό τον περιασβολωμένο,| τον πλάνο και τον ’πίβουλο και τον απωλεσμένοΠ. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 449. Το αρσ. ως ουσ. =1)α) Απατεώνας, ψεύτης:Χειλά, Χρον. 357, Δούκ. 18912, Θρ. Θεοτ. 58, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 4512· (προκ. για το Χριστό· βλ. και Lampe, Lex., στη λ. 1):Ετούτος έναι ο Ιησούς, μέγας μάγος και πλάνος,| απού σ’ εμάς ευρέθηκε μεγάλος και σολτάνοςΠ. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3308· Αφέντη, θυμηθήκαμεν πως έλεγεν ατός του| ο πλάνος που σταυρώσαμεν, σαν έζη μοναχός του,| πως θέλει να θανατωθεί και μετά τρεις ημέρες| πάλιν πως θέλει εγερθεί, σαν λέγουν οι πατέρεςΒεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. 62· (προκ. για το Διάβολο· βλ. και Lampe, Lex., στη λ. 1):και γαρ εξ ύψους κατελθών ο παντοκράτωρ Λόγος,| αυτού καιρίαν έπληξε την κεφαλήν του πλάνου| και θλάσας ταύτην κραταιώς και δυνατώς συντρίψας,| ημίν εις πόδας τέθηκεν έντρομον, τρομαλέονΓλυκά, Αναγ. 277· Μη με εάσεις, δέσποινα, επίχαρμα γενέσθαι| του πονηρού, πανάχραντε, αλλά εξάρπασόν με| εκ των χειρών του μιαρού και κακοτέχνου πλάνουΕις Θεοτ. 92· (με παράλ. του ουσ. κόσμος):Έφθασεν, ήλθεν ο πικρός ο θάνατος της κόρης,| το τέλος της ευημερίας εσίμωσεν εις τους δύο·| αλλ’ όμως διηγησόμεθα του ακερδήτου πλάνουΑχιλλ. (Smith) N 1639· Έδε του κόσμου τα τερπνά και οι χάριτες του πλάνου,| έδε το πώς παρέρχουνται κατά μικρόν οι πάντεςΑχιλλ. (Smith) N 1921. 2) Ανήθικος, κακοήθης άνθρωπος (βλ. όμως και Κεχαχιόγλου [Απολλών. σ. 673]):«Τις θε νν’ ακούει άσματα, αινίγματα και λόγους| και υμνωδίαν τραγωδίων, εις την Ταρσίαν ας πάγει!»| Και ούτως γαρ απέφυγεν τον όλεθρον του πλάνου,| και σώαν από του Θεού την παρθενίαν της είχενΑπολλών. (Κεχ.) 616. 3) Πουλί ή ζώο που χρησιμοποιείται στο κυνήγι για να προσελκύει άλλα θηράματα στην παγίδα, κράχτης (για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Έ 400, 402):Πόθε, παγίδιν έστησες κρυφτόν κι επλάνεσές με| στο διάβαν πλάνον έβαλες με τέχνην κι έπιασές με| γοιον το περδίκιν στην θηλιάν, γοιον τον λαόν στο νήμανΚυπρ. ερωτ. 11514· (σε παρομοίωση):Στο παρεθύρι στέκεσαι, κυρά μου, ωσάν ο πλάνος,| και στέκεις και παρεκαλείς πότε να ξαναφάνωCh. pop. 249. Το ουδ. του επιθ. ως ουσ. = α) τέχνασμα, παγίδα (πβ. και πλάνος III2β):Και άκουσε πράγμα φοβερόν και ξένον να θαυμάσεις,| το τι δε πράξιν έκαμεν και πλάνον ο δεσπότης,| και τι δε εύρε δοκιμήν και ενθύμησιν ο νους του,| και όρθωμα το όρθωσεΧρον. Τόκκων 2669· β) δέλεαρ, θέλγητρο:Τον Ολοφέρνη σκόπησε, τον μέγαν καπετάνιον,| πώς το χηράδιν με κρασίν και της πορνειάς το πλάνον| έκοψε το κεφάλιν του κι ελύτρωσε την χώρανΦαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 120. Το θηλ. του επιθ. ως τοπων.:Πορτολ. A 189, 8313.
πουγγί(ον)
το, Μαρκάδ. 481, 525· μπουκί,Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 462· μπουκί(ν),Διήγ. ωραιότ. 678· μπουκίν,Λίβ. Sc. 1417 πογγί·πούγγι,Πεντ. Δευτ. XXV 13· πουγγί,Πουλολ. (Τσαβαρή)2 104 κριτ. υπ., Rechenb. 112, Πηγά, Χρυσοπ. 161 (35), Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 132, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 52v, Ροδινός (Βαλ.) 71, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. 288, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 1591, 1594, 1599, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ί 4, κβ́ 35, Ιω. ιβ́ 6· πουγγί(ν),Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2600, Παλαμήδ., Βοηβ. 1145· πουγγίν,Σπανός (Eideneier) A 499, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 352, Λίβ. N 2258, Γεωργηλ., Θαν. 568, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 7522, Ξόμπλιν φ. 129r, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 6711· πουκίν,Ξόμπλιν φ. 129v. Από το ουσ. πούγγα (Andr., Lex.· βλ. όμως και Kahane, Sprache 387-8, 453, Meyer-Lübke, Rom. Etym. Wört., λ. punga, καθώς και Battaglia, λ. punga2) και την υποκορ. κατάλ. ‑ίον. Τ. μπουγγί σε έγγρ. του 18. αι. (Κουρσάρ. 2139) και στο Στεφανόπ., Βιβλ. Στεφανοπ. 17. Για το σχηματ. του τ. μπουκί(ν) βλ. Georgac., B-NJ 14, 1938, 147. Ο τ. πουγγίν σε έγγρ. του 18. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 1, 1948, 125, 141) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. πουγγί(ν), Λουκά, Γλωσσάρ., λ. πούγγα). Η λ. τον 6.-10. αι. (TLG), στο Meursius και σήμ.· βλ. και LBG. 1)α) Σακούλι, συν. από ύφασμα ή δέρμα:όταν εμπάσεις το κρασίν εις το πιθάριν από τον ληνόν, έμπασον εις πουγγίν σινάπιν ή χάλδαλον φούκταν μίαν και πλέον και έμπασον αυτό εις το πιθάρινΙατροσόφ. (Oikonomu) 7520· Εμέτρησαν τας πενήντα χιλιάδες τα φλωρία και τες έβαλαν εισέν πουγγία (έκδ. εις έν πουγγία· διορθώσ.) και τα εβούλωσανΚώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 19· β) (ειδικ.) σακουλάκι για τη φύλαξη μικρών αντικειμένων και χρημάτων· πορτοφόλι:απλώνω εις το περσίκιν μου, γυρεύω το πουγγίν μου,| διά στάμενον το ψηλαφώ, και αυτό γέμει χαρτίαΠροδρ. (Eideneier) III 101· πιάνουσιν το χέριν μου (ενν. οι ψυχές), βλέπουν το δακτυλίδιν.| Βγάνουν τάχα να το δούν και ευθύς ανεψυχώθην.| Το δακτυλίδιν δε ζητώ, βάνω το εις το πουγγίν μου| και πάλι εις αναζήτησιν εξέβηκα της κόρηςΛίβ. P 1110· Μπαίνει ο γενεραλίσσιμος στο κάστρο και ξανοίγει| τρίγυρα τόσες κεφαλές, και το πουγγί του ανοίγει| και των σολντάδων έδωκε διπλά και τους πληρώνειΤζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 32820· (μεταφ.):αυτήν την Πάτραν την πτωχήν είχες παρηγοριάν σου,| πουγγίν σου και σακούλιν σου εις όλες τες δουλειές σουΨευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 89· (σε παροιμ.):Όποιος παίρνει γυναίκα διά το πράγμα, το πουγγί πάγει στον άνδραΜπερτόλδος 79. 2) (Συνεκδ.) νομισματική μονάδα διαφορετικής αξίας από εποχή σε εποχή (για το πράγμα βλ. Δημητριάδη, Εβλ. Τσελ. 78):ιερομόναχοι και μητροπολιτάδες (παραλ. 1 στ.) ... τον γέροντα κοιτάζουν (παραλ. 1 στ.)· ηύραν πολλά εγκλήματα, είπαν να τον καθήρουν,| ύστερα συμβουλεύθησαν με άσπρα να τον δείρουν·| δέκα χιλιάδες ασλανιά είπαν τον να τους δώσει (παραλ. 1 στ.).| Τρέχει και πάγει στο Γιωργήν για να τον αγιδιάσει,| να μπει μεσίτης λέγει του, να τα παρκατεβάσει.| Αυτός μεσίτης έγινεν κι επαρκατέβασέν τα,| επτά πουγγία τα ’καμεν και τ’ άλλα χάρισέν ταΙστ. μακαρ. Μαρκ. 446· Έτσι του ομιλήσασιν (ενν. οι καλαράσηδες και πεζέταιροι του Αλέξανδρου βοεβόδα), έπειτα προσκυνούσιν,| ένα πουγγί τους έριξε να διαμοιρασθούσινΙστ. Βλαχ. 1030. 3) Χρηματικό απόθεμα· περιουσία:Και εγώ επήγα εις τον βοϊβότα και έδωσα από το πογγί μου ένα πρόβατονΣυναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 42v· φρ. κάνω πουγγί = μαζεύω χρήματα, κάνω περιουσία (πβ. νεοελλ. φρ.: κάνω κομπόδεμα):Ετρέχανε (ενν. οι Τούρκοι) στ’ αρχοντικά να βρούσινε να κλέψου,| και τες γυναίκες που ’ταν κει να έμπου να πομπέψου,| κι ηύραν τον τόπον εύκαιρον οπού δεν το θαρρούσα,| το πως δεν κάνουσι πουγγί ετρώγουντα κι εσκούσαΤζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 56322.
πρεπό,
επίθ. ουδ., Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 44, Πανώρ.2 Πρόλ. 7, Ά 179, Β́ 316, 343 κ.α., Ανέκδ. ιντ. κρητ. θεάτρ. Ά 125, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 156, 264, 430 κ.α., Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 79, Κατζ. Ά 345, Δ́ 293, Ιντ. κρ. θεάτρ. δ́ 11, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 79519, 81914, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 532, 1847, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 585, 1010, Στάθ. (Martini) Ιντ. Ά 47, 233, Γ́ 141 κ.α., Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 202, Γ́ 49, Έ 152 κ.α., Φορτουν. (Vinc.) B́ 118, Δ́ 377, Έ 139 κ.α., Πρόλ. άγν. κωμ. 19, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 40, Δ́ 110, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 38421, 41114, 4293, Ολόκαλος 5218· πρεπόν, Φαλιέρ., Ιστ.2 342, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1813, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 106, Πιστ. βοσκ. IV 5, 37, 8, 58, Παλαμήδ., Βοηβ. 274, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1410, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 1017 κριτ. υπ., Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 194, 1160, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 318, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1403], Έ [1216], Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. 401. Από το ουδ. του επιθ. ευπρεπής με μεταπλ. κατά τα δευτερόκλ. (Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 10, Γεωργακ., BZ 38, 1938, 101)· βλ. όμως και διαφορ. ετυμ. (<πρέπον (μτχ. του πρέπω) και καταβιβ. του τόνου κατά το σωστό) Ανδρ., Λεξ. Τ. πριπό σήμ. ιδιωμ. (Ζαφειρίου, Ιδίωμ. Σάμ.). Ο τ. πρεπόν στο Βλάχ. (λ. πρέπον), το 18. αι. (Δαβίδ 506) και σήμ. ιδιωμ. ως ουσ. (Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν.). Γεν. εν. του πρεπού σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Χατζ., Λεξ., λ. πρεπόν το, Φαρμακ., Γλωσσάρ. 210, Γεωργακ., BZ 38, 1938, 101). Ο πληθ. πρεπά (τα) σε έγγρ. του 16. αι. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 464) και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.). Η λ. σε έγγρ. του 16. αι. (Μαυρομάτης, Θησαυρ. 16, 1979), το 18. αι. (Δαβίδ 295, 522), σήμ. ιδιωμ. ως ουσ. (Γεωργακ., BZ 38, 1938, 101, Andr., Lex., λ. πρέπον, Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 576, λ. πρεπίδι, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Αλιπράντης, Λεξ. Πάρου) και λογοτ. (ΑΛΝΕ). 1)α) Σωστό, δίκαιο, ταιριαστό, προσήκον, πρέπον:τη θυγατέρα μου πα νά ’βρω, να τση δώσω| λόγο για τούτη την παντρειά ...| Πρεπό μου φαίνεται κι αυτή ... να κατέχει| τούτο το πράμα παραμπρόςΕρωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 551· β) (σε περίφραση με το είναι, έναι, κλπ.· βλ. και είμαι Β́5) είναι σωστό, δίκαιο, ταιριάζει, πρέπει:με λόγια δεν έναι πρεπό να πολυφκαριστούμε,| μα με τα έργα ...Πανώρ.2 Δ́ 412· Να ’χει όργηταν ο Γύπαρης είναι πρεπό σ’ εσένα,| γιατί περίσσα βάσανα τον έχεις αξιωμέναΠανώρ.2 Έ 213· δεν πρέπει να σας πω και να σασε θυμίσω,| τι ’ναι πρεπό να κάμετε, γιατ’ είχε ’σται περίσσοΧορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 66· πέτε τα καλορίζικα, σαν είν’ πρεπό, του γάμουΣτάθ. (Martini) Γ´ 506· (συχνά με το επίθ. δίκιο, κ.τ.ό.):χρειά ’ναι να σου σιμώσω| ... ένα φιλί δροσάτο να σου δώσω.| Δεν ημπορώ να κάμω αλλιώς, ...,| κι αδιαντροπιά μην πει κιανείς πως είν’ η εδική μου| γιατί ’ναι δίκιο και πρεπό να δροσιστού δαμάκι| τα χείλη απού ’πιασι για σε τόσες φορές φαρμάκι Πανώρ.2 Β́ 223· μου φαίνεται πως είν’ πρεπό και δίκιο να γυρέψω| κιανέναν άξο βασιλιό, γοργό να την παντρέψω (ενν. την Ερωφίλη)Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 539· πρεπό ’ναι και άξιον στην μάχην να στραφούμενΑχέλ. 1979· με το ότι να:Είναι πρεπό ότι σήμερον εδώ, σ’ τούτα τα μέρη,| στον ήσκιον τούτων των δεντρών, νά ’ρθεις το μεσημέριΣουμμ., Παστ. φίδ. Β [1039]· (στον παρατ.) για κ. που θα ήταν σωστό, όφειλε να γίνει (αλλά δεν έγινε):Τύχη, πρεπό δεν ήτονε τσ’ αγάπης μας τση τόσης| τέτοιο κακό κι αλύπητο τέλος ποτέ να δώσειςΑνέκδ. ιντ. κρητ. θεάτρ. Ά 45· από σιμά μου μοναχή δεν έπρεπε να φύγει (ενν. η Πανώρια).| Πρεπό ’τονε να στρέψομε σπίτι συντροφιασμένεςΠανώρ.2 Β́ 423· Δεν ήτονε πρεπόν ουδέ τιμή μου|τέτοιας λογής αδιάντροπα να διάξωΒοσκοπ.2 210· γ) (σε θέση ουσ.) το σωστό, το πρέπον:πλιο δε γνωρίζει το καλό, μηδέ πρεπόν εγροίκαΕρωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 96· (συχνά με τα καλό, όμορφο, δίκιο, ’μοιαστό, κ.τ.ό.):είντα δεν κάνει ο Έρωτας σε μια καρδιά π’ ορίζει·| σαν τη νικήσει, ουδέ καλό ουδέ πρεπό γνωρίζειΕρωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1038· κρατείτε| μακρά τη δικιοσύνη ’ξορισμένη,| κι ουδέ πρεπό μηδ’ όμορφο θωρείτεΕρωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 387· Ω κόσμε, πώς ’ξανάστροφα σε βλέπω γυρισμένο,| και πάσα δίκιο και πρεπό βρίσκεται κουκλωμένο!Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4316· Κι αν αγαπά κι αν αγαπώ, ... (παραλ. 1 στ.) να ’ν’ άντρας μου ο Ρωτόκριτος, τότες κι εγώ να κάμω| κάθε πρεπό, κάθε ’μοιαστό, στον εδικό μας γάμοΕρωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1688. 2) Έναρθρ. ως ουσ.α) το σωστό, το πρέπον, αυτό που αρμόζει:το φίλο κάνουσιν εχθρό, τον εδικό έχουν ξένο,| σαν τως μιλήσουν το πρεπόν εις πράμα κομπωμένοΕρωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 136· οι βασιλιοί τό θέλου κάμνου πάντα,| και λείπουσι απού το πρεπό, δίχως να λέσι ογιάνταΡοδολ. (Αποσκ.) Δ́ 332· (στον πληθ.):Σ’ τσι χρόνους είναι κοπελιά, μεγάλη είναι στη γνώση,| πολλά τσ’ αρέσουν τα πρεπά και τση τιμής η βρώσηΕρωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 556· Πούρι δεν είσαι πελελός, μα τα πρεπά κατέχειςΕρωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 365· Μα είντα μου ’ξάζει να γροικώ και τα πρεπά να γνώθω,| εδά που σκλάβος βρίσκομαι και δούλος εις τον πόθο;Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 263· συχνά με το ρ. κάμνω:αθάνατον φήμην στον κόσμ’ αφήσαν| γιατί έκαμαν το πρεπόνΠαλαμήδ., Βοηβ. 80· Άσκημον έκαμες κι εσύ πράμα πολλά σ’ εμένα,| μα εγώ ’χω μόνο τα πρεπά σιμά σου καμωμέναΕρωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 400· τα πρεπά να κάμομε του γάμουΣτάθ. (Martini) Γ́ 540· σε προσωπ.:η πίστη δεν αποκοτά μηδ’ η τιμή να εβγούσι,| ογιά τη ντήρησή τωνε, στον κόσμο να φανούσι,| και το πρεπό είναι σωπαστό και μόνο σιργουλεύγει| την τύχηΡοδολ. (Αποσκ.) Δ́ 147· το πρεπό εκυβέρνα μου, με χαλινάρι, ακόμη| την όρεξή μου την κακή και τη σφαλτή μου γνώμηΡοδολ. (Αποσκ.) Ά 237· β) (σε περίφραση με το είναι) είναι σωστό, πρέπει, αρμόζει:δεν είναι το πρεπό σκληρότη έτσι μεγάλη| μέσα τση να ’χει καθεμιάΠρόλ. άγν. κωμ. 17· είν’ το πρεπό, μου φαίνεται, να σασε φανερώσω| ποιος είμαιΠανώρ.2 Πρόλ. Απόλλων. 9· άξιε θεέ, άλλοι το πρεπόν δεν είναι να γροικούσι| ποτέ τα παρακάλια σου, μα να παρακαλούσι| πρέπει όλοι εσένανΙντ. κρ. θεάτρ. Β́ 57· από καιρόν πολύ ήτονε το πρεπό μου| σιμά στην αφεντία σου να δείξω το όμπλιγό μουΛεηλ. Παροικ. Αφ. 1.
Ασσίζ. 53324, Ερμον. Ω 338, Χρον. Μορ. H 992, Βίος Αλ. 1651, Άλ. Κων/π. (Matzukis) 352, Λίβ. διασκευή α 2923, Λίβ. Esc. 2787, Αχιλλ. (Smith) N 95, Μαχ. 22626, Σφρ., Χρον. (Maisano) 1261, Αλεξ.2 2143, Λίβ. Va 544, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1317, Ιστ. πολιτ. 1011, Προσκυν. Κουτλ. 390 12836, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. 571, Σουμμ., Ρεμπελ. 166, Διγ. Άνδρ. 40426, Χριστ. διδασκ. 418, Ροδινός (Βαλ.) 227, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. γ́ 18, κ.α.· ά πληθ. αορ. επρόπαμεν,Διγ. O 1233. Το αρχ. προλέγω. Η λ. και σήμ. 1)α) Προβλέπω, προφητεύω:Μάντης ... οπού επρόλεγε τα μέλλονταΡοδινός (Βαλ.) 171· το μεγάλον μυστήριον οπού ήτον κεκρυμμένον από των αιώνων και τώρα, εις τους ύστερους καιρούς, εφανερώθηκε εις το γένος των ανθρώπων, του οποίου την φανέρωσιν την επροείπαν όλοι οι προφήται και οι δίκαιοιΒενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 534· β) φανερώνω:καθώς οι κοσμικοί αφέντες θαρρεύουσι τα κρυπτά τως εκεινών απού θέλουν τους γνωρίσει πιστούς και καλούς φίλους και προλέγουσίν τως τι έχουσι να κάμουσιν, ... ούτως και ο ουράνιος Θεός εθάρρευγεν των προφητών ... το μυστήριον απού έγινεν εις την Παρθένον ΜαρίανΜορεζ., Κλίνη φ. 5r. 2) (Μτβ. και αμτβ.) προαναφέρω:Τον χρόνον εκείνον και καιρόν όπου ήλθε ο Καμπανέσης| κι επέζεψεν στην Αχαΐαν, καθώς σε το επροείπα| εις του βιβλίου τον πρόλογον ...Χρον. Μορ. H 1506· υπήγεν ο Φιλοπαππούς, καθώς επροείπαμεν, και εχαιρέτησέν την (ενν. την Μαξιμώ) και ερώτησέν την πώς τα πάγειΔιγ. Άνδρ. 38532. 3) Μιλώ, κάνω λόγο για κ./κάπ.: Λοιπόν τα περί Φλώριον πάλιν ας προειπούμενΦλώρ. 1061.
πρωτοσυμβουλεύω.
Από το ά συνθ. πρωτο‑ και το συμβουλεύω. Προτείνω, δίνω μια συμβουλή πρώτος:Εσύ επρωτοσυμβούλευσες, λέγων τούτο γενέσθαι| συμφέρει υπέρ του λαού αυτόνον απολέσθαιΒεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. 309.
σατισφάρω,
Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 3512, 15, 20, 21, 4010, 4117, 9422, Διαθ. 17. αι. 336, 117, 278, 322, 414, 18, 9154, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. 294· σοτισφάρω,Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1071. Από το παλαιότ. ιταλ. sattisfare (Battaglia, λ. soddisfare). Ο τ. (<ιταλ. soddisfare, Battaglia) στο Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′ (σοττισφάρω). Τ. σαστιφάρω και σοστιφάρω στο Somav. Μτχ. σατισφαρισμένος σε έγγρ. του 17. και σοτισφαρισμένος σε έγγρ. του 18. αι. (Αλιπράντης, Λεξ. Πάρου, λ. σατισφαρισμένος). α) Ικανοποιώ, παρέχω σε κάπ. κ. (συν. προκ. για την προίκα ή μέρος αυτής), εκπληρώνω μια υποχρέωση:ο άνωθεν αφέντης Βεργίτσης προμετέρει να της δώσει και να της σατισφάρει οδιά προικίον και αδελφομοίρι ... υπέρπυρα ... χιλιάδες τρειςΒαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 359‑10· β) (μέσ.) ικανοποιούμαι:Οι οποίοι (ενν. Αιγύπτιοι) πάλιν δεν εσοτισφάρουνταν εις αυτούς μηδέ εις τους άλλους θεούς των εθνών, αμή ως και τα άλογα ζώα και τα φυτά επροσκύνουν διά θεούςΒενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 10718.
σένα (I)
η, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά μετά στ. 164, Β́ μετά στ. 62, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 1015, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά μετά στ. 36, μετά στ. 68, Έ μετά στ. 298, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. μετά στ. 174, μετά στ. 248, μετά στ. 434, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. μετά στ. 370, μετά στ. 432, μετά στ. 692, μετά στ. 837, μετά στ. 1402, Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. μετά στ. 70, μετά στ. 150, μετά στ. 165, μετά στ. 274, μετά στ. 513, μετά στ. 551, μετά στ. 612, μετά στ. 795, μετά στ. 935. Από το βενετ. sena (Boerio) -ιταλ. scena (Battaglia, λ. scena1). Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Πανταζ., Κεφαλ.-θιακ., Κοντομίχης, Λεξ. λευκ. ιδιώμ.). 1)α) Το τμήμα του θεάτρου που βρίσκεται μπροστά στο κοινό και όπου εμφανίζονται και παίζουν οι ηθοποιοί:Τότες εβγαίνουσι οι γυναίκες όξω στη σέναΣτάθ. (Martini) Γ́ μετά στ. 502· Τότες γυρίζει ο Πολίταρχος στη σένα με τους στρατιώτες· και ο ένας λέγει ...Ιντ. κρ. θεάτρ. δ́ μετά στ. 26· β) τα σκηνικά μιας θεατρικής παράστασης:Ο ναός της Αφροδίτης είναι εις το αντικρινό της σένας, του οποίου η πόρτα θέλει είσται πλήσα όμορφη και μεγάληΠανώρ.2 Δ́ μετά στ. 276· Τότες ανοίγει η σένα και φαίνεται πως ενοίξασι οι ουρανοίΖήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ μετά στ. 62. 2) Υποδιαίρεση των πράξεων ενός θεατρικού έργου:Εις τούτην την σέναν έρχεται ο Πέτρος και ο Ιωάννης και η ΜαγδαληνήΒεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. μετά στ. 96· Και φεύγει (ενν. ο Λεβιάθαν). Και αρχίζει δ́ σένα. Και εβγαίνει ο βασιλεύς με τους συμβούλους τουΚονταράτος, Στίχ. πολιτ. . μετά στ. 369.
σιμά,
επίρρ., Σπαν. (Ζώρ.) V 320, Λόγ. παρηγ. L 304, Λόγ. παρηγ. O 310, Καλλίμ. 1278, Ασσίζ. 12919, 22418, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 273, Χρον. Μορ. H 5788, 8210, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 AZ 62 κριτ. υπ., Σαχλ., Αφήγ. 694, Απολλών. (Κεχ.) 93, Λίβ. Esc. 2972, Χρον. Τόκκων 786, Φαλιέρ., Ιστ.2 537, Μαχ. 34012, Θησ. ΙΆ [377], Ιμπ. (Legr.) 666, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 280r, 402r, Πεντ. Γέν. XLI 3, Πορτολ. A 2915, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 24, Αχέλ. 748, Χρον. σουλτ. 964, Ιστ. πατρ. 1231, Μορεζ., Κλίνη φ. 137r, 502r, Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 15718, Κυπρ. ερωτ. 15113, Πανώρ.2 Ά 264, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 47, Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 77, Χίκα, Μονωδ. 15, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1092, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 207, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 995, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 81,· Στάθ. (Martini) Β́ 95, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 8114, 12130, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 27r, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 950 ρέ 4, 1585 λζ́ 12, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [804], Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 730, Δ́ 377, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 306, Β́ 270, Διγ. O 2614, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 451, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18318, 5137, Hagia Sophia f 58516, κ.π.α.· σίμα,Πεντ. Αρ. XXIV 17, Διήγ. ωραιότ. 566. Από το αρχ. επίθ. σιμός (για πιθ. πρωιμότερη μνεία βλ. TLG). Για τον τ. σίμα πβ. τ. πάρα της πρόθ. παρά. Η λ. στο Meursius και σήμ. λαϊκ. I. Επίρρ.Ά Τοπ. 1)α) Σε μικρή απόσταση, από μικρή απόσταση, κοντά:έτυχε κάποιος νέος θρασύς και μιαρός να τον λακτίσει (ενν. τον Σωκράτη) και όσοι έτυχαν σιμά και τον είδαν ελυπήθησαν πολλάΣοφιαν., Παιδαγ. 115· Στην Μάλτα πλησιάσασιν ως δέκα μίλια, για να| δούσιν από τους έσωθεν το τι σημάδι ’πιάνα,| αν τους δείξουν να στρέψουσι, γή μέσα να σεβούσιν,| και με φρεγάδα διάβησαν σιμά τινές να δούσινΑχέλ. 1627· Χρεία είναι μου νά ’βγω απεδώ και τα κλαδιά ν’ αφήσω,| και στανικώς μου να διαβώ σιμά να του μιλήσωΣουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [172]· (μεταφ., προκ. για αφήγηση):εισέ σαράντα δύο χρόνους οπού ο Οκτάβιος Καίσαρ είχεν βασιλεύσει έγινε η σάρκωσις του Υιού του Θεού, ώσπερ σας το θέλω ειπεί εδώ σιμάΚαρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 224v· β) (με εμπρόθ. τοπ. προσδ., προκ. να δηλωθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια ο τόπος) κοντά· δίπλα:τούτο το βουνό (ενν. ο Βίσκος) είναι σιμά εις τον παράδεισονΚαρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 119v· εις ... τόπους ψυχρούς πρέπει να φυτεύετε τες κιτρίες και λεμονίες σιμά εις τον τοίχον ή εις τες καμάρες διά να τες σκεπάζετε τον χειμώνα με ψάθες να μη παγώνουσιΑγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 151· είδεν δενδρόν πολλά ψηλόν σιμά προς το ποτάμιν,| οπού την Εύα εδόλεψεν ο όφις στο καλάμινΧούμνου, Κοσμογ. 341· να εύρουν επιτήδειον και άξιον ζωγράφον να ζωγραφίσει με ψηφίον μωζαϊκόν ... αρχίζοντας σιμά από την θήκην των αγίων λειψάνωνΙερομν., Επιστ. 179· πήγε (ενν. ο βασιλεύς) και εκάθισε στον υψηλόν τον θρόνον,| και πατριάρχης έκατσε σιμά από τον θρόνονΑρσ., Κόπ. διατρ. [401]· (μεταφ.):εφαίνουντον η θάλασσα τριγύρου εις το νησί πότε κόκκινη, πότε πράσινη και μελανή, και μάλιστα εκεί σιμά εις το κακό εφαίνουνταν η θάλασσα εκατόν λογιώνΔιήγ. πανωφ. 60· Προσωδία έναι κάποια εξάπλωσις της φωνής όπου κάνει την λέξιν μακρότερην, και λέγεται προσωδία διότι έναι σιμά στην ωδήνΣοφιαν., Γραμμ. 37. 2) (Προκ. για εγγύτητα σε πρόσωπο)α1) δίπλα σε κάπ.:εσίμωσε και κάθισε σιμά με τα παιδιά της,| ηγέρθη κι είπε τό ’θελεν κι ηκούσθη η ομιλιά τηςΣαχλ. Β′ (Wagn.) PM 456· α2) στο περιβάλλον κάπ.:ο κυρ Δανιήλ ... ήτον άνθρωπος ... προβλεπτικός, φιλόξενος, και το περισσότερον ήτον εις την Πόλη σιμά εις τον πατριάρχη, διότι δεν εμπορούσεν ο πατριάρχης να κυβερνήσει το Πατριαρχείο από το πολύ το χρέοςΣυναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 34r· β) ενώπιον, μπροστά σε κάπ.:Περί εξομολογουμένων, ότι από ποίαν ηλικίαν κρίνονται σιμά εις τον Θεόν τα αμαρτήματα του ανθρώπουΒακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 72210· γ) (σε αρνητ. πρόταση) συγκριτικά με κάπ.:σιμά εις την δύναμιν της Παρθένου Μαρίας ουδένα δεν είναι αδύνατον ούτε άπιστον ούτε περίσσονΜορεζ., Κλίνη φ. 443v· οπίσω ως τώρα μ’ έσυρνε η διάκρισις του νου μου,| το πώς δεν έχω μέριτο σιμά στην αφεντιά σου| και ως άτακτο στο ύστερο με διώξει η αρχοντιά σουΛεηλ. Παροικ. Αφ. 9. 3) Δίπλα (σε κ.)· συγκριτικά:Τέτοιας λογής ... και πλέον χειρότερη και σιχαδερή εστίν και η καθ’ ημάς ζωή σιμά εις εκείνα τα μέλλοντα αγαθά οπού διδάσκουσιν οι θεαταί της θείας δόξηςΒενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 7119· αν ήξερες την σήμερον πώς βρίσκομ’ ο καημένος,| χαρά ’χες πει την πρίκα σου σιμά στην εδική μου| κι ήθελες το ’χει θάμασμα το πώς κρατεί η ζωή μουΠανώρ.2 Ά 69. 4) Επιπροσθέτως, επιπλέον, παραπάνω:τα άλλα κατορθώματα τα πολεμικά της υψηλότητός τους είναι περίφημα και εξάκουστα· έτσι, σιμά εις εκείνα, και τούτο το κατόρθωμα ... να είναι εδικόν τους, εις παντοτινόν μνημόσυνονΜάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Εισαγ. 19· καιρός επέρασε, μήνας απάνω κάτω,| που ο Ρώκριτος δεν ήπεψε του φίλου του μαντάτο.| Τούτο το μάκρος του καιρού, σιμά στο δακτυλίδι,| το ’να και τ’ άλλο σφάζει τη και θάνατο της δίδειΕρωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 581. Β́ (Χρον.) α) σε μικρό χρονικό διάστημα, σύντομα:σιμά η μέρα της θλίψης τους και γλήγορα τα μελλόμενα εις αυτουνούςΠεντ. Δευτ. XXXII 35· Ουδέ μιλήσειν ήθελα σήμερον τον καημόν μου| ανέν και δεν εγροίκουνα σιμά τον θάνατόν μουΣουμμ., Παστ. φίδ. Ά [346]· Ελέγασίν του πολλοί πως γυρεύγει αδύνατον πράγμα τόσος καιρός απού επέρασε, και ετύχαινε, αν ήθελε να το κάμει, να το ήθελεν κάμει τότες σιμότερα, μα εις χρόνον περασμένον δεν θέλει εύρει τίβεταςΜορεζ., Κλίνη φ. 137r· (με ακόλουθο εμπρόθ. προσδ.):ήλθα εδώ, ... διότι σε βλέπω συγχυσμένον, και σιμά εις το να κλάψεις, διά να μην ανακατέψω την χαράν με τα κλάηματαΝεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 138· έκφρ.σιμά σιμά = τακτικά· συχνά:Δεν είστ’ εσείς (ενν. μάτια μου) οπού ’χετε την πεθυμιά μεγάλη| σιμά σιμά να βλέπετε τα πλουμιστά τση κάλλη;| Τώρα γιατί τη φεύγετε, γιάντα τηνε φοβάστε;Πανώρ.2 Β́ 176· β) πριν από λίγο:Καθώς εδώ σιμά ’κουσα από ’ναν Τούρκο τώρα,| μια κορασιά θα κάψουσι χριστιανή στη χώραΙντ. κρ. θεάτρ. Ά 77· γ) (πριν από χρον. πρόταση) λίγο πριν:με έργον εφανέρωσεν (ενν. ο Κύριος ημών), οπού ανέσταισε πολλούς νεκρούς, και σιμά όταν ήθελε να σταυρωθεί, ανέσταισεν έναν νεκρόν, ονόματι ΛάζαρονΒενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5625· λέγουν ότι τούτη η μάννα τους όταν ήτονε σιμά οπού να τα γεννήσει, ο Ιακώβ ήτονε να γεννηθεί ομπρός ... και ... ο Ησαύ τον εκράτησεν από τα ποδάρια και εταύρισέ τονε οπίσω διά να γεννηθεί αυτός ομπρόςΚαρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 135v. II. Ως πρόθ.Ά Δηλώνει τόπο1) α) Κοντά σε κάπ. ή κ.:Εις τούτο εσυμβιβάστηκεν αυτός ο Παλαιολόγος| με το κουμούν της Γένοβας, τον Γαλατάν τους δίδει,| που ένι σιμά της Πόλεως εκείθεν του λιμνιώνοςΧρον. Μορ. P 1279· o κυρ Τζανής Παπαγιαννόπουλος ... δίδει ... εις αλλαξά αιωνίως του κυρ Νικολό Παπαγιαννόπουλου ... το σώχωρο οπού έχει ... το ποίο είναι σιμά τω σπιτίω των λεγομένω ΧελιδόνωΒαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 325· Και ωσάν είδεν τον νεούτσικον, τρέχει να πάει σιμά του,| και ο νεούτσικος τα όμοια εζύγωσε κοντά τουΤριβ., Ρε 285· έκφρ. σιμά της γης = στο ύψος της επιφάνειας της γης· σύρριζα:τότε κι οι μπουμπαρδάροι τους ποσώς να μην κοιμούνται,| ως κάτωθεν σιμά της γης τα τείχη να χαλούνταιΑχέλ. 975· β) δίπλα σε κάπ. ή κ.:Ει μεν εξεύρεις γράμματα, πιάσε ν’ αναγινώσκεις·| είτε είσαι πάλι αγράμματος, κάθου σιμά μου, αφκράζουΧρον. Μορ. H 1352· και το ξενοδοχείον της καινούργιον να το κτίσει,| να ’χει σιμά του και λουτρόν να λούονται οι ξένοιΛίβ. διασκευή α 3100. 2)α) Στο περιβάλλον κάπ.:ο πατριάρχης, εγνωρίζοντα αυτόν δίκαιον, τον είχε πάντοτε σιμά του και τον εσυμβουλεύετονΙστ. πατρ. 9823· Όλα μας είπεν ο Θεός να ’ναι στην εξουσιά μας,| μόνον της γνώσης το φυτόν να μην γενεί σιμά μαςΒεστάρχης, Πρόλ. Θεοτ. 44· β) μαζί με κάπ.· πάνω σε κάπ.:Τούτ’ είδα με τα μάτια μου και ήκουσα με τ’ αυτιά μου·| να, και ο Κλεόπας μαρτυριά, οπού ’τονε σιμά μουΒεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. 422· γρήγορ’ ας κράξου τσι γιατρούς και τα βοτάνια ας βρούσι| τω φαρμακιών ογλήγορα σιμά τως να βαστούσιΡοδολ. (Αποσκ.) Έ 256· (μεταφ.):Τιμητικ’ αναθρέφετον (ενν. ο νέος) και φρόνιμα περπάτεν,| και των γερόντων την βουλήν σιμά του την εκράτενΚορων., Μπούας 8· Κι αν έναι και πρικαίνεσαι, γιατί το φταίσιμό μου| τόσα θωρείς πως έκαμε βλάψιμον εδικό μου,| για χάρη κι όχι βλάψιμο το ’χω η φτωχή σιμά μου,| κι άφης σε τέτοιο κόμπωμα να χαίρεται η καρδιά μουΕρωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 367· φρ.στέκομαι σιμά κάπ. = συμπαρίσταμαι σε κάπ., είμαι στο πλευρό του:εσύ να την παρηγοράς και να σταθείς σιμά τση| ίδια ωσά να ’χα ζει κι εγώ, πιστή και φίλαινά τσηΡοδολ. (Αποσκ.) Δ́ 497· (εδώ σε μεταφ.):Την αρετήν πολλά ’χουσι και στέκεται σιμά τως| και σμίγουσι συβαστικά κι είναι στην συντροφιά τωςΤζάνε, Κατάν. Αφ. 35. 3) Ενώπιον, μπροστά σε κάπ.:ο Θεός αγαπώντας τον βασιλέα τον Ιωάθαμ ... και τον παππούν του τον Οζίαν, οι οποίοι ήτονε καλοί και δίκαιοι και αρεστοί σιμά του Θεού ... πέμπει τον Ησαΐαν τον προφήτηνΣκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 437297. Β́ (Χρον.) κοντά:Όχι μόνο πρωτύτερα ... εφανερώνετονε εις τους προφήτας, μα και ύστερα, σιμά του καιρού, όταν είχε να κτιστεί αυτόνο το θαυμαστότατον παλάτιονΜορεζ., Κλίνη φ. 5r. Γ́ (Με αριθμητ. ουσ. ή επίθ., σε κατά προσέγγιση υπολογισμό) περίπου, σχεδόν:Η συντροφιά τού φάνηκε του Ιούδα να ’ναι ελίγη·| ’ς τσι αρχιερέους εμήνυσε και πέμπου άλλους τόσους| κι ήσυρνε ο Ιούδας μετ’ αυτό σιμά άντρες πεντακόσουςΠ. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3007· επολέμα (ενν. ο σουλτάν Μουράτης) και την αυτήν πόλιν σιμά χρόνους τρεις και δεν εδυνήθη να την επάρειΚώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 15· Εσύ εξεύρεις, αφέντη μας, ότ’ οι εκκλησίες κρατούσιν| σιμά το τρίτον του Μορέως, όλου του πριγκιπάτουΧρον. Μορ. H 2633. Έναρθρ. ως επίθ. = κοντινός, γειτονικός:από τα είδωλα των θεών ός τριγύροθε σας οι σιμά προς εσέν γή οι μακρύ από εσέν από άκρη της ηγής και ως άκρη της ηγήςΠεντ. Δευτ. XIII 8.
σκαρφί
το· σκαλφί,Πεντ. Λευιτ. XVI 8 τρις, 9, 10, Αρ. XXVI 55, 56, XXXIII 54 δις, XXXIV 13, XXXVI 2· σκραφνί,Ιων. I 7 δις, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1796 δις. Το ουσ. σκαρφίον (<ουσ. καρφίον με ανάπτυξη του σ· βλ. Κοραή, Άτ. Δ́ 475 και Ανδρ., ΛΔ 2, 1940, 155), που απ. πιθ. τον 8. αι. (LBG). Για το σχηματ. του τ. σκαλφί βλ. Hesseling [Πεντ. Εισαγ. σ. XLI]. Ο τ. σκραφνί (κατά Δετοράκη με αντιμετάθ. φθόγγων και παρεμβολή του ν, βλ. Κρητολ. 16-19, 1983-4, 110) απ. σε έγγρ. του 16. αι. (Δετοράκης, ό.π., 108, 112) και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., λ. σκαρφίον, Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 E΄ 211, Λουκόπ., Παιγνίδια 129)· πβ. τ. σκαρφνιά στο Βλάχ. και σήμ. στην Κρήτη (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., λ. σκαρφνιά και σκραφνιά). Τ. σκάρφι σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. σκάρπη, Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ.). Η λ. στο Somav. (λ. σκαρφιά) και σήμ. ιδιωμ. (Andr., ό.π., Παντ., B-NJ 6, 1927/28, 410, Πασπ., Γλωσσ., λ. σκαρφάκια). Κλήρος, λαχνός:λέγει (ενν. ο Δαβίδ) … πως θέλει μοιραστούσι| οι στρατιώτες με σκαρφιά τα ρούχα του (ενν. του Μεσσία) ν’ αρπούσιΒεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. 550· φρ.(1) κάνω κ. σκραφνιά = βάζω κ. στον κλήρο, κληρώνω κ.: τσι οποίες (ενν. πόλτσες) εκάμασι σκραφνιά και εντοκάρασί τωνε καθανός η γεδική τουΒαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 56910· (2) πέφτει το σκραφνί επί … = κληρώνομαι: έριξαν σκραφνία και έπεσεν το σκραφνί ιπί ΙωνάΙων. I 7· (3) ρίχνω/ρίκτω το σκραφνί/σκραφνία, βλ. ρίπτω Φρ. 38.
σμύρνα (I)
η, Ιερακοσ. 49921, Θησ. Ζ́ [296], Διήγ. Αλ. V 59, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 18520, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 20419, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 240r, 288v, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2226, Γιατροσ. Ιβ. 36, Παϊσ., Ιστ. Σινά 2244, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 232, 243, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. 199, Νικ. Ιεροπ., Εκδ. ιατρ. 17, 28, 47 τρις, 49, 56, 58, 59, 61, 65, 66, 81, κ.α.· μύρνα,Ασσίζ. 2409. Το αρχ. ουσ. σμύρνα. Ο τ. μύρνα τον 11. αι. (TLG). Η λ. και σήμ. Αρωματική ρητίνη του φυτού βαλσαμόδενδρον η μύρρα (Balsamodendron Myrrha· βλ. και Γενναδ., Λεξ. 156, λ. Βαλσαμόδενδρον) που χρησιμοποιείται για βαλσάμωμα ή ως θυμίαμα ή για φαρμακευτικούς σκοπούς:εγεμίσασι βαλσαμόλαιον έσω| μετά σμύρνας ευγενικής και αλόης ωσαύτωςΠόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7318· Και είχαν θυμιατούς (ενν. ο ιερεύς με τους γέροντες) και με κανδήλες εύμορφους και εθυμιάτισάν τον με πολλά μυριστικά, σμύρνα και λίβανον και είπαν: «Πολλά τα έτη του βασιλέως του Αλεξάνδρου και της οικουμένης όλης να είσαι αυθέντης»Διήγ. Αλ. E (Lolos) 18514.
σμυρναλόνη
η. Από τα ουσ. σμύρνα και αλόη (βλ. και LBG, λ. σμυρναλόη). Μίγμα σμύρνας και αλόης: Το σώμα κει δεν βρίσκεται μηδ’ είναι για κλεψία,| γιατί πώς του το εβγάλασι, πού ’χασι τόσ’ αδεία;| που ’τον με σμύρνα κολλητόν και ’χεν και την αλόνην| και τα εντάφια σφικτά ένα με την οθόνην| πού ’φερεν ο Νικόδημος μετά των αρωμάτων| και Αριμαθίας Ιωσήφ έκλαιεν και βρυχάτον.| Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να έβγ’ η σμυρναλόνη,| πού ’ναι φύσει κολλητικιά μαζί με την οθόνη;Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. 203.
σουδάριον
το, Hagia Sophia α 44514, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 11r, 281v, 298r, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 1215, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. 193· σουδάριο,Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. 158. Το μτγν. ουσ. σουδάριον. Ο τ. σε έγγρ. του 17. αι. (Κωνσταντουδάκη, Θησαυρ. 12, 1975, 101) και στο ΑΛΝΕ. Πληθ. σουδάρια σε έγγρ. του 16. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Β́ 677). Η λ. σε έγγρ. του 17. αι. (Κωνσταντουδάκη, ό.π., 37). α) Μαντήλι για σκούπισμα του ιδρώτα:τόσον εφύλαξεν ο καλός εκείνος κομιστής το γράμμα ...· αν ειπώ ότι το είχε δεμένον εις το σουδάριον, ωσάν το τάλαντον το ευαγγελικόν ο πονηρός δούλος εκείνος και οκνηρόςΕυγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2610· β) μαντήλι ως κάλυμμα της κεφαλής· πέπλο (για τη σημασ. βλ. Lampe στη λ., σημασ. 1):Οσάκις δε ήρχετο εις θεωρίαν ο βασιλεύς, ημφιέννυτο λευκήν και ψιλήν οθόνην και σουδάριον αμυδρόν είχεν εν τῃ κεφαλῄ αυτού Hagia Sophia φ1 4976· πάντας μεν ην ιδείν εν μιᾳ ώρᾳ δεσμωθέντας, τους μεν άρρενας συν καλωδίοις, τας δε γυναίκας συν τοις σουδαρίοις αυτώνΔούκ. 36715· γ) πλατιά λωρίδα λευκού υφάσματος με το οποίο περιτυλιγόταν η κεφαλή του νεκρού, σάβανο κεφαλής:το δισκοκάλυμμα έναι εις τύπον του σουδαρίου οπού είχεν ο Χριστός εις την κεφάλην και εις το τίμιον αυτού πρόσωπον τυλιμένον, και δι’ αυτό έναι σκεπασμένο ώσπερ ο Χριστός εις τον τάφονΚαρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 400r· τον ως Λάζαρον τεθνηκότα (ενν. στήσον) εν τῳ τάφῳ δεδεμένον κειρίαις και σουδαρίῳ κεκαλυμμένονΜυστ. 50· δ) το μαντήλι όπου σύμφωνα με την παράδοση αποτυπώθηκε η μορφή του Χριστού:πώς ο Βολουσιανός γυρεύοντας τίποτες να εύρει από του Χριστού ηύρηκεν μίαν ονόματι Βερόνικα, οπού είχεν το σουδάριον του Κυρίου ημών Ιησού ΧριστούΚαρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 332r· Πώς ο Κλαύδιος ο βασιλεύς επροσκύνησε το άγιον σουδάριονΚαρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 333r.
Α´ Μτβ.1) Παύω, διακόπτω, δε συνεχίζω να κάνω κ.:Ο Αλέξανδρος εκαβαλίκευσεν το άλογόν του τον Βουκέφαλον και καβαλλάρης επί την μέσην του κάστρου επαρακάλιεν το φουσσάτο του να σταματήσουν να μηδέν κόπτουν τους ανθρώπουςΔιήγ. Αλ. V
48· Πολύν καιρόν εμάχονταν τότες και εκτυπούσαν (παραλ. 3 στ.). Εστάθηκεν Αλέξανδρος κι είπε· «Ω παλληκάρια,| όλοι ας σταματήσωμε ετούτα τα κονδάρια ...»Αλεξ.2 860. 2)α) Κάνω κάπ. ή κ. να μη συνεχίσει (ενέργεια, κίνηση, κλπ.)· εμποδίζω, ανακόπτω, αναχαιτίζω:αρχίρισαν (ενν. ο λαός της Αιγύπτου) να φωνάζουν και να παρακαλούν τον Αλέξανδρον και έλεγαν· «Ελεημοσύνην ποίησε εις εμάς, Αλέξανδρε βασιλέα και τοπικέ εδικέ μας, υιέ του βασιλέως του Νεκτενάβου». Και όρισεν και εσταμάτησεν τον πόλεμονΔιήγ. Αλ. G 26721· Πώς ο Θεός εσταμάτησε τον κατακλυσμόν και πώς εξισκεπάσθη η γης και πώς ο Νώε εβγήκε από την άρκλανΚαρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 98r· β) (προκ. για υγρά) εμποδίζω τη ροή:Διά να σταματήσεις αίμα οπού τρέχει από την μύτην και το στόμα ...Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 241· Τα δάκρυά του έτρεχαν, ως η βροχή επίπταν,| και στάλαγμα δεν είχασιν ποσώς να σταματήσουνΧρον. Τόκκων 3398. 3) Κάνω κάπ. ή κ. να πάψει να προχωρά, ακινητοποιώ:Και είς εκ τους γιανίτσαρους, καλός και πειρασμένος,| το άλογόν του σταματά, πιάνει τα ρέτενά του,| τον Αμουράτην έλεγε ... Αργυρ., Βάρν. Κ 303· εζύγωσεν Αλέξανδρος κοντά και είπεν του Πώρου· «Τέτοιαν εμπιστοσύνην έχεις, Πώρε βασιλέα; Το φουσσάτο σου έρχεται να σε βοηθά». Και ο Πώρος εγύρισεν τάχα να σταματήσει το φουσσάτοΔιήγ. Αλ. G 28741· (μεταφ.):Βλέπε και συ, ω άνθρωπε, το πονηρόν θηρίον,| αυτόν γαρ τον διάβολον, μηδέν σε απατήσει,| εις ηδονήν δε της σαρκός να μη σε σταματήσει·| αλλά γυμνώσου και εσύ την ηδονήν εκείνηνΦυσιολ. (Legr.) 438. Β´ Αμτβ.1)α) Παύω, διακόπτομαι:Εις ρύσιν κοιλίας ... βράσε πολύγωνον ... με το ξύδι και βάλε το υποκάτω εις τους πόδας να σταματήσει η κίνησις της κοιλίας σουΑγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 233· (προκ. για λόγο, ομιλία):Σώπα, εδώ ομπρός του| τα λόγια τούτα μην τα λες, γιατί ’ναι παραμύθια,| αλλά σταμάτα, γροίκησε, να μάθεις την αλήθεια Προσοψάς, Δράμα γενν. τυφλού 190· β) (προκ. για υγρό) σταματώ να ρέω:τα δάκρυά μου ρέουσι, τρέχουν ως το ποτάμι,| κι υπομονήν ουκ έχουσι ποσώς να σταματήσουνΚομν., Διδασκ. Δ 32. 2)α) Διακόπτω την πορεία μου (για λίγο ή οριστικά), στέκομαι:Ο βασιλεύς ο Ασκαλός και Αλιγνής μετ’ αύτον| μετά τριάντα κάτεργα επέζευσαν εκείσε.| Τρεις χιλιάδες ευρίσκονταν, ήλθαν εις το φουσσάτον·| εσμίξασιν, εκρούσασιν, αλλά οι Τρώες πάλιν| τόσοι ήσαν, τους ετρόπευσαν, στην θάλασσαν τους φέρνουν.| Εκεί γαρ εσταμάτησαν, ουκ είχαν πού να δώσουνΠόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3034· Πήγε κείθε κι ήλθε δώθε (ενν. το κορίτσι)| και σταμάτησεν ομπρός του·| λέγει: «Γέρο, πώς με είδες;» Πτωχολ. Α 211· Και όταν εφθάσαμεν σιμά εις Εμμαούς, αρχίζει (ενν. ο Ιησούς)| να περπατεί μακρύτερα και να μας ξεχωρίζει| κι εμείς τον εβιάσαμεν μ’ εμάς να σταματήξει,| ότι εσπέρα έφθασεν και νύκτα θέλει αρχίσει Βεστάρχης, Στιχ. πολιτ. Ανάστ. 409· (σε προτροπή):βαίνει (ενν. ο Αγαμέμνων) πάλιν προς την μάχην,| άπαντας γουν ερεθίζει·| «σταματήσατε προς μάχην| ίνα νικηταί φανώμεν»Ερμον. Ο 4· Μα τι κυνήγι το ’κανε ο γυμνωμένος Χάρος| κι έκοφτε τόσον άνθρωπον κι είχε περίσσο θάρρος!| Ω θάνατε αλύπητε, σταμάτησε κοντά σου,| στο αίμα οπού χύνεται και κλείσου στη φωλιά σουΤζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 52615· (προκ. για υγρό):το κρασί οπού μεταγγίζεται, εάν δεν σταματήσει ημέρας μ́, δεν έρχεται εις την πρώτην ουσίαν του και ποιότηταΑγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 166· β) (προκ. για πλοίο) κάνω στάση, αγκυροβολώ για λίγο:Εις τον κάβο του γαρμπή του νησίου ήμισο πλωρήσι ημπορεί να σταματήσεις και να ’ράξεις άγκουρές σου εις οργίες ιζ́ και κ́ Πορτολ. Α 3546· Ο Φράγκος έφταξε μ’ όλη του την αρμάδα| κι εσταματήσα στο νησί τρίγυρα όλα αράδαΤζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 36424. 3)α) Μένω, παραμένω, κατοικώ κάπου:ένας αρχιστράτηγος του βασιλέως ... αποχαιρέτησεν εκείνην την δόξαν την ματαίαν και πρόσκαιρον και εδιάβη και έσμιξεν με τους εκλεκτούς εκείνους μοναχούς, οπού ήσαν φευγάτοι εις την έρημον, και εσταμάτηξε και αυτός εις την έρημον και εκαθάρισεν εξόχως τας αισθήσεις του όλαςΙστ. Βαρλαάμ 177· ΠΑΤΡΙΔΑ: ’Πειδή και θα μισέψετε και να μ’ απαρνηθείτε,| αμέτε όλοι στο καλό και μη μου θυμηθείτε. ΠΟΙΗΤΗΣ: Πώς είναι δυνατό ποτέ να μη σου θυμηθούμε| σε ξενιτιά που πάμενε και πράμα δε βαστούμε; ΠΑΤΡΙΔΑ: Πού θε να σταματήσετε; Πού να ’ναι η κατοικιά σας;| Τάχα να βρείτε ανάπαψη ογιά παρηγοριά σας;Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22427· β) (εδώ προκ. για συζύγους) μένω μαζί με κάπ., παραμένω παντρεμένος:ο Ξάνθος επήγεν εις το σπίτιόν του. Και άρχισε να συντυχαίνει την γυναίκαν του ... Και εκείνη εδίωξέν τον ... και λέγει τον: —Μην έλθεις κοντά μου, μόνον δος μου την προίκα μου να παγαίνω, διατί από τώρα και ομπρός δεν θέλω σταματήσει μετ’ εσέναΒίος Αισώπ. (Eideneier) D 223.
στρατιά (I)
η, Τρωικά 5278, Βίος Αλ. (Aerts) 2368, 3696, Καναν. (Pinto) 54, 71, 71-2, Δούκ. 33525, Αλεξ.2 251, 921, 1205, Κορων., Μπούας 84, 86, 107 κ.α., Πεντ. Έξ. VI 26, Αρ. II 9, κ.α., Εις Θεοτ. 6· στρατία,Ερμον. Η 187, Σ 198, Βίος Αλ. (Aerts) 4408, Χρον. Τόκκων 672, 2755, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 663, Διήγ. Αλ. V 21, 23, Αλεξ.2 35, 1008, Κορων., Μπούας 9, 38, 100 κ.α., Βεντράμ., Φιλ. 78, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 876, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ιή́ 233, Ιστ. πολιτ. 6016, Zygomalas, Synopsis 239 Μ 80, 284 Σ 34, 288 Τ 19, Παλαμήδ., Βοηβ. 266, 395, 583, 770, 920, 978, Σταυριν. 321, Ιστ. Βλαχ. 112, 352, 517, 938, Σουμμ., Ρεμπελ. 159, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 419, Διγ. O 2154, 2761, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4428, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1786, 7046, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Αναστ. 59, κ.α. Το αρχ. ουσ. στρατιά. Για τη σύγχυση με το ουσ. στρατεία βλ. και L‑S, λ. στρατεία και στρατιά, καθώς και Holton [Αλεξ.2 σ. 190-1]. Η λ. και σήμ. 1)α) Στρατός, στράτευμα:Τούτα ’γραψεν Αλέξανδρος, συνάσσει τη στρατιά του,| να πάγει εις τον πόλεμον, να κάμει τη δουλειά τουΑλεξ.2 1029· ασηκωθείς (ενν. ο Ζεύς) εστάθη| κι είδε τας δύο στρατίας,| των Αργείων και των ΤρώωνΛουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ιζ́ 11· (σε μεταφ.):μην αρνηστείτεν ουδαμώς την πίστιν του Θεού μας| μία στρατία ας γίνωμεν Θεού του Ποιητού μαςΒεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 1051· β) (περιληπτ.) οι στρατιώτες που ανήκουν σε ένα στράτευμα:Είπαν μας οι εντόπιοι κείθεν που διαβούμε,| οφίδια βρίσκονται κακά κι είπαν μου να φοβούμαι.| Είπα το της στρατίας μου, αυτείνη να το γνώθειΑλεξ.2 2039· γ) (εδώ) οργανωμένη κατά το στρατιωτικό πρότυπο ομάδα:Ετούτα συνεπάρματα παιδιών του Ισραελ ος εβγήκαν από την ηγή την Αίγυφτο εις τις στρατιές του διά χερός του Μωσε και του ΑαρωνΠεντ. Αρ. XXXIII 1· να φυλάξετε τα λιπανάβατα, ότι εις τη δύναμη της ημερούς ετουτηνής έβγαλα τις στρατιές σας από την ηγή την ΑίγυφτοΠεντ. Έξ. XII 17. 2) (Κατ’ επέκταση) μεγάλο πλήθος· εκφρ. (1) στρατιαί ουράνιαι/των ουρανών = το σύνολο των αγγελικών ταγμάτων:αι στρατιαί των ουρανών στενάζουσιν μεγάλως| λυπούμεναι τον χωρισμόν και της ψυχής το κάλλος Αξαγ., Κάρολ. Έ́ 1117· Αυτή η πολυύμνητος, των άνω υπερτέρα,| των ουρανίων στρατιών πάντων αγιοτέρα (ενν. η Παναγία)Διακρούσ. (Κακλ.) 1280· (2) στρατιά του ορανού = το σύνολο των ουράνιων σωμάτων:πρόσποτε να σηκώσεις τα μάτια σου εις τον ορανό και να διεις τον ήλιο και το φεγγάρι και τα άστρη, παν στρατιά του ορανούΠεντ. Δευτ. IV 19.
σύγχυσις
η, Καλλίμ. 369, Πουλολ. (Τσαβαρή) AZ 99, 115, Πανάρ. 6919, Σφρ., Χρον. (Maisano) 14420, Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 25, Ιστ. πατρ. 10520, 10611, 1356, 1467, 1584, 1781, Μορεζ., Κλίνη φ. 92r, 351v, Λέοντ., Αιν. (Brokkaar) VII 1, Δωρ. Μον. XXXII, Παλαμήδ., Βοηβ. 431, Διγ. Άνδρ. 32619, 36626, Λίμπον. Αφ. 33, Ροδινός (Βαλ.) 105, Διγ. O 699, Διακρούσ., Στίχ. ηθ. (Κακλ.) 28, Διακρούσ. (Κακλ.) 631, 1245, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1494, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 270, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κς́ 5· σύγχεσις,Ψευδο-Σφρ. 52230· σύγχυση,Χούμνου, Κοσμογ. 2454, Byz. Kleinchron. Á́ 49731, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 93, 323, Μαλαξός, Νομοκ. 330, Αχέλ. 4, Άλ. Κύπρ. 1521, Πανώρ.2 Πρόλ. 29, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Χορ. β́ 516, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά́ 74, Ιστ. Βλαχ. 2200, Σουμμ., Ρεμπελ. 165, 170, 172, 183, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1046, Χριστ. διδασκ. 449, Ροδινός (Βαλ.) 76, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 120, Έ́ 118, Λεηλ. Παροικ. 47, 258, 288, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 26814, 4195 κ.α., Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 11517, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Αναστ. 83· σύχυση,Χρον. σουλτ. 6330, 9019, 12329, 1288, Βλαστού, Επιστ. 177, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 612, Γ́ 171, Έ́ 178, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. ά́ 115, Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 3· σύχυσις,Χρον. Τόκκων 3096· πληθ. συγχύσες. Το αρχ. ουσ. σύγχυσις. Ο τ. σύχυση σε έγγρ. του 18. αι. (Τουρτόγλου, ΕΚΕΙΕΔ 15, 1968 <1972>, 31) και σήμ. ιδιωμ. (Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., λ. σύγχυση). Τ. σύ#20#20ιση (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.) και σύχχυση (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου) σήμ. ιδιωμ. Ο τ. σύγχυση και σήμ. 1)α) Ανακάτεμα, μπέρδεμα:το ζαφείριν είναι πέτρα και είναι και σάπφειρος ... καθώς από το ζαφείριν δεν ημπορείς από την φύσιν της πέτρας να χωρίσεις τες χάριτες του ζαφειρίου, μα είναι έτσι ηνωμένες απού δεν ημπορούσι να διαχωρίσουν, αλλά ουδεμίαν σύγχυσιν κάνουσιν, έτσι και αι δύο φύσεις του Ιησού του Θεανθρώπου ουδέ δύνεται τινάς να τες διαχωρίσει, διότις είναι αχώριστες ούτε καμίαν σύγχυσιν κάνουσιΜορεζ., Κλίνη φ. 351v· (εδώ προκ. για εξακρίβωση πατρότητας):Η μετά τον θάνατον του ανδρός αυτής κατηγορηθῄ εν τῳ δεκάτῳ μηνί εγέννησεν ... ως πόρνη λογίζεται ..., ως ... ουδέν εφύλαξεν την τιμήν αυτού, ότι η τιμή του πενθίμου καιρού ... υπάρχει χρονιαίος καιρός, και ως διά την σύγχυσιν της γονής μήνας θ́, διά δε την τιμήν της συζυγίας χρόνος σώος και πλέονΕλλην. νόμ. 5857· β) στην έκφρ. τούρη της Συγχέσεως = ο πύργος της Βαβέλ:Και έτσι δι’ εκείνην την τούρην άλλαξαν οι άνθρωποι τες γλώσσες τους, οπού πρώτα ήτονε μία γλώσσα ολουνών. Και διά τούτο την κράζουν πυργοποιίαν, ήγουν τούρη της Συγχέσεως, διότι εκεί εσυγχέσθησαν οι άνθρωποιΚαρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 104v. 2)α) Πολιτική αναταραχή:Ειδώς δε ο Σαχ Ισμαήλης ότι εγένετο η ηγεμονία εν ακαταστασίᾳ και ουκ έστι γνήσιος αυθέντης, αλλά γέγονε πολυαρχία και σύγχυσις, εισπηδήσας έλαβε την ηγεμονίαν απονητίΈκθ. χρον. 6216· β) (γενικ.) διατάραξη της τάξης:Και λουμπαρδιές ερίχτανε ’πό μια μεριά κι απ’ άλλη| και σύγχυση στα κάτεργα εγίνετο μεγάληΤζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 37116· (προκ. για την εκκλησιαστική τάξη):ρακομαντάρω όλα μου τα ιντερέσε της αυθεντία σας, αμάδι με τα οποία και τον πανοσιότατον ... πατέρα Πρόχορον, όπου διά επίτροπόν μου άφησα ... διά να μην είναι καμία σύγχυσις εις την αγίαν μας ΕκκλησίαΒελλερ., Επιστ. 7725. 3)α) Φασαρία, θόρυβος:Εκεί οπού τραγούδιενε (ενν. η κόρη), σύγχυσιν εγροικήσαν,| εις τα βουνά το πρόσωπον οι δύο εγυρίσαν| και βλέπουσιν και ήρχουνταν άνδρες αρματωμένοι ...Διγ. O 2437· β) ταραχή, επεισόδια:δεν ημπόρουνα να πιστεύσω πως το θηλυκόν γένος να είναι τόσον ζουρλόν να παρακινηθεί ως το να κάμει τόσην μεγάλην σύγχυσιν, χωρίς μεγάλον δίκαιονΜπερτόλδος 21· εγένετο πολλή σύγχυσις και ταραχή εις την εκκλησίαν των Ρωμαίων εις τον Mέγαν Γεώργιον και εκινδύνευσαν πολλοί των Ρωμαίων να θανατωθούνΙστ. πατρ. 14821· γ) αναστάτωση, αναταραχή:έρχεται (ενν. ο Ιησούς) εις το σπίτι του αρχισυναγώγου και βλέπει σύγχυσιν, και τους ανθρώπους οπού έκλαιανΜάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. έ́ 38· Κι έβλεπες τόση σύγχυση, μέσα να κουβαλούσι (ενν. οι Ρωμαίοι)| όλα τα πράματά τωνε, ογιά να μην τα βρούσι (ενν. οι Τούρκοι)Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 25113· (προκ. για θαλασσοταραχή· εδώ σε μεταφ.):απού την άγρια εβγαίνω| τση θάλασσας τη σύχυση κι εισέ λιμνιώνα μένωΡοδολ. (Αποσκ.) Έ́ 140. 4)α) Ψυχική αναστάτωση, ανησυχία, ταραχή· στενοχώρια:ο βασιλεύ είχε μεγάλην σύχυση και δεν ήξερε πλέο το τι να κάμειΧρον. σουλτ. 843· Και έλαχε και εις τούτον τον καιρόν είχε (ενν. ο Νώε) πολλές συγχύσες και ανακατώματα, ότι ο διάβολος τον έσκωπτε πολλά, οπού εκείνην την δουλείαν οπού έκανεν την ημέραν, ο διάβολος την νύκτα την εχάλαΚαρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 95v· Και αυτός (ενν. ο σουλτάν Μουράτης) ητοιμάσθη και εις ολίγας ημέρας εμίσευσεν από την Ανδριανούπολιν μετά την πόρταν αυτού και υπήγεν εις την Μαγνησίαν ... και έκτισε νέα σαράγια βασιλικά ωραιότατα και εκαθέζετο εις αυτά αμέριμνος, χωρίς καμίαν σύγχυσινΚώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 25· β) θυμός, αγανάκτηση:Ο γενεράλες τσ’ άνοιξε (ενν. τες γραφές) και να τες δει, μανίζει| και με μεγάλη σύγχυση τότες αποφασίζει| να βγάλουσι τα τσούρματα, τη χώρα (ενν. την Πάτινο) για να γδύσου,| το πράμα τως (ενν. των Πατινιωτών) να πάρουνε όλο, να μην αφήσουΤζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4139· γ) (εδώ) ανάμεικτα συναισθήματα:Ω γέρον, πώς μου δίνεις| θυμό και γέλιο εις μια στιγμή και σύγχυση μ’ αφήνεις!| Λοιπόν, για δώρον έλαβες εκείνο που χαρισμένο| είχες εσύ πρωτύτερα στον άνθρωπο τον ξένο; Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 672. 5) Μάλωμα, διένεξη:Περί ιερέων και καλογήρων, ότι όταν έχουν σύγχυσιν είς υπέρ του άλλου, εις τον επίσκοπον να κρένονται και όχι εις κοσμικόν κριτήριονΝομοκριτ. 109· εις τον καιρόν εκείνον ήθελε συνέβει και κανένας άρχοντας ήθελε έλθει εις σύγχυσιν με κανέναν ποπολάρον, ... εσυμμαζωνόντανε τριακόσιοι εις ενάντιον του αρχόντου και τον αποκλειούσαν εις το σπίτι του και δεν ετρόμα να έβγει έξωΣουμμ., Ρεμπελ. 182· έκφρ. τόπος της Συγχύσεως = ο τόπος μετά από την έρημο του Σιν όπου οι Εβραίοι στράφηκαν εναντίον του Μωυσή κατά την Έξοδο (πβ. ΠΔ (Rahlfs), Έξ. 17, 7):Και έτσι ο Μωυσής επονόμασεν τον τόπον εκείνον τόπον Συγχύσεως, διά την σύγχυσιν οπού έκαμαν υιοί του ΙσραήλΚαρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 173v δις. 6) Βιασύνη, φόρα:Σκλαβούνος ένας έτρεξεν έξω και τον κοιτάζει| και πιάνει πέτρα, δίδει του, και τούρκικα χουγιάζει,| και με μεγάλη σύγχυσιν έσυρε το σπαθί του| κι ήρθε στο λάκκο και πατεί, κόφτει την κεφαλή τουΤζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18617· Με δίχως σύγχυση πολλή μέσα ο βιζύρης μπαίνει (ενν. στο κάτεργο)| και με καιρό γλυκότατο απού την Πόλη βγαίνειΤζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 46417.
συλλογούμαι,
Παλαμήδ., Βοηβ. 670, 726, Ιστ. Βλαχ. 115. Από το συλλογίζομαι με μεταπλ. κατά τα συνηρημένα ρ. (για το σχηματ. βλ. και Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ά́ 347-8). Τ. συλλοούμαι σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 806, Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., λ. συλλογίζομαι, κ.α.). Η λ. στο Somav. και σήμ. (Κριαρ., Λεξ., Μπαμπιν., Λεξ., συλλογ(ι)ούμαι, λ. συλλογίζομαι). 1)α) Σκέφτομαι, στοχάζομαι, μελετώ:Τούρκους να βάλει στην Βλαχιάν τότε εσυλλογάτον (ενν. ο Σινάν μπασιάς)| να ’ρίζουν απεκεί κι εμπρός μπασιάδες κι όχι άλλοιΠαλαμήδ., Βοηβ. 344· Τόση ήτον του Μιχαήλ η επαινεμένη γνώμη| και με περίσσιαν φρόνησιν εσυλλογάτο ακόμη| πως είν’ τιμή η ευγένειαΛίμπον. 118· β) προβληματίζομαι, αναρωτιέμαι:Κι εκεί που συλλογούμεστεν τις θέλει μας ανοίξει| το σκέπασμα του μνήματος κι όξω να μας το ρίξει,| εκεί εν τῳ άμα είδαμεν πως ήτον ανοιγμένος| ο τάφος ο ζωοποιός ο μοσχομυρισμένοςΒεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. 135. 2) Αναλογίζομαι, θυμάμαι:διατούτο και εγώ οπού τα γράφω τούτα| μετά μεγάλων πόνων της καρδιάς τα συλλογούμαι τούταΙωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 9546. — Βλ. και συλλογιάζω, συλλογίζομαι.
συμφέρω (I),
Διγ. (Trapp) Gr. 333, 634, 2190, Διγ. Z 2596, Ερμον. Ω 173, Βίος Αλ. (Aerts) 1681, Λίβ. διασκευή α 4567 κριτ. υπ., Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 208, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 523, Hist. imp. (Iadevaia) I 1262, 2562-3, Προσκυν. Ιβ. 845 795, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 794, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8478, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. 310· συνηφέρ(ν)ω· συφέρνω,Αλεξ.2 1652, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 567, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) N 320· συφέρω. Το αρχ. συμφέρω. Ο τ. συφέρνω (από τον αόρ. με μεταπλ.) και σήμ. τριτοπρόσ. στο κρητ. ιδίωμα (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., λ. συφέρνει). Ο τ. συφέρω, με αποβολή του μ (Jannaris, Hist. Gramm. 193), σε κείμ. του 18. αι. (Τραγ. Αληδ. (Legr.) 239) και σήμ. τριτοπρόσ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. συμφέρει). Τ. συμφέρνω στο Βλάχ. Τ. συφφέρω σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. B́́ 812, λ. συφφέρει, Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου). Η λ. και σήμ. I. Ενεργ.Α´ Μτβ.1)α) Φέρνω μαζί· (με υποκ. τη λ. νους):Και με πολλούς λογαριασμούς και μ’ άλλα λόγια τόσα,| που μου εσυνήφερεν ο νους κι ελάλησεν η γλώσσα,| την έκαμα κι εσύγκλινε κι ήρθε στο θέλημά μουΡοδολ. (Αποσκ.) Γ́́ 2· β) φέρνω, οδηγώ κάπ.:Ο δρόμος ο βασιλικός τον Σηθ εσύφερέν τον| και γλήγορα και ακόπιαστα στο σπίτι ήφερέν τονΠ. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1386· (προκ. για κατάσταση):Λέγεις πώς ουκ αισχύνομαι να λέγω το κακό σας,| το όσον με εβάρυνεν ο φθόνος ο ιδικός σας| κι εις όσον μ’ εσυνέφερεν και έχασα το φως μου·| βλέπεις με πως είμαι εις αυτό, ζητώ σαν διακονιάρηςΓεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 743. 2)α) Κατευθύνω, οδηγώ άνθρωπο ή ζώο χωρίς τη θέλησή του:Ο Αλέξανδρος εξέβην από το κάστρον καβαλλάρης· και είδαν όλοι του κάστρου ... και εθαύμασαν την καβάλαν του Αλεξάνδρου εις το Βουκέφαλον το άλογον ... Και το άλογον τον έδραξεν και με βίαν το εσυνήφερεν, οπού είναι οι βρύσες οι πολλές· και εκεί όρισεν και εποίησαν κάστρονΔιήγ. Αλ. E (Lolos) 12117· β) (μεταφ.) κάνω κάπ. υποχείριό μου, άγω και φέρω κάπ.:είχαν γαρ φρικώδους όρκους| πάντες Έλληνες ομού γαρ| προ καιρού πολλού ταχθέντας| του συμβοηθείν αλλήλοις,| και πολλά πικρόν ηγούντο| του συμφέρεσθαι το γένος| των Ελληνών γουν των τότε,| από τε φυλής ετέρας| υβριζέσθαι γαρ καν όλωςΕρμον. Γ 197. 3) Βοηθώ κάπ.: ο Μάιος εβασίλευσεν εις όλους τους μήνας, διότις στολίζεται η γη από τα μυριστικά και τα φυτά και άνθη και ευτρεπίζουνται τα περιβόλια και ανακαινουργεί όλους τους έρωτας και συμφέρνει την γην ότι να μιμηθεί τον ουρανόν με τα λουλούδια και άνθη και τραντάφυλλαΔιγ. Άνδρ. 37411‑12. 4) Περιγράφω, αναφέρω κ. σε κάπ.:Σάββας, ο κάλλιστος πατήρ, η δόξα των πατέρων,| αφίημι τα κατ’ αυτόν άλλα να σας συμφέρω.| Xιλιάδες δεκατέσσαρες ετύχανον πατέρες| και έλαμψαν ως ήλιος, έτεροι ως αστέρεςΠροσκυν. Ιβ. 845 875. 5)α) Ταυτίζω κ.: τινάς ουδέν εμπόρεσε απ’ όλους να γλυτώσει,| παρά ο Απολλώνιος έξω στη γη να δώσει,| και αμπώθει τον ο άνεμος κι η θάλασσα τον βγάνει,| σ’ ένα χαράκι σε κρεμνόν απάνω τονε βάνει, (παραλ. 2 στ.) και από το βράχος, το νερόν, όλος εξεγδαρμένος,| σουσούμι δεν του εσύφερες, ως ήτον καμωμένοςΡιμ. Απολλων. (Κεχ.) 320· β) παρομοιάζω, μοιάζω με κάπ. ή κ.· (με εμπρόθ. αντικ.):Σε τόπον εδιέβημαν, δένδρ’ είδα ωριωμένα,| και ο καρπός τους το λοιπόν ως μήλα εσυφέρναΑλεξ.2 1554· ώσπερ συμφέρει ο ήλιος με τον μικρότερον αστέρα του ουρανού, ούτως ομοιάζουσιν οι άνθρωποι του νυν καιρού με τους παλαιούς ανθρώπους τους ευλογημένους τους φοβουμένους τον ΘεόνΝαθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι IX 104-105. 6) (Τριτοπρόσ. και απρόσ.) είναι χρήσιμο, ωφελεί: Ουδέν έχομεν, αδελφέ, πρίγκιπα του Μορέως,| ισοπορία, να λαλώ όσα συμφέρει εις τούτο,| διού είμαι στην φυλακήν και έχεις με δεμένονΧρον. Μορ. P 5516· Απέλθετε, σκοπήσατε, όπερ υμίν συμφέρειΔιγ. (Trapp) Gr. 98· επροφήτευσαν τον οι μάντεις του (ενν. του Σέσωστρι) πως δεν τον συμφέρει να παγαίνει παρεμπρός, αλλά να στραφεί οπίσωΝεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 237· λόγιασε ποίον καλόν συμφέρει,| εκείνον πάντα κάμνε το, όταν σου δίδει χέριΙστ. Βλαχ. 1669· Β´ Αμτβ.1) Φέρνω, οδηγώ τα πράγματα σε κάποιο σημείο:Ήτον άνθρωπος εν τόπῳ| φρόνιμος πολλά και μέγας, (παραλ. 14 στ.) και συνέφερεν ο χρόνος| με την γνώσιν όπερ είχεν| και του νου την δεξιότην,| και επλούτισεν εκείσε| και αυτός και τα παιδία τουΠτωχολ. α 47. 2) (Τριτοπρόσ.) α) συμβαίνει: έτρεμεν η καρδούλα του, μη τι δεινόν συμφέρει| —κακόν, πικρόν το άστατον του κόσμου το τροχίλι!Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 572· β) συμβαίνει για το καλύτερο· είναι προτιμότερο (πβ. και L‑S, στη λ., σημασ. BIII2):(εδώ σε παροιμ. φρ.): Άρτι κἀγώ συντίθεμαι τοις γνωματευομένοις:| «Συμφέρει χρόνος ο κακός και κρείττων ένι πάντως| του γείτονος του πονηρού και του συκοφαντούντος»Γλυκά, Στ. 79. IΙ. (Μέσ.) (για γεγονότα) γίνομαι παρελθόν, περνώ:Του χρόνου γαρ κατά μικρόν συμπεριφερομένου,| συμφέρονται και τα δεινά και ρέουσι τῳ χρόνῳΓλυκά, Στ. 82.
σύναυγα,
επίρρ., Διγ. (Trapp) Gr. 1359, Χούμνου, Κοσμογ. 522, Στάθ. (Martini) Ά́ 52, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 92, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. 131· συναυγάς. Από το επίθ. σύναυγος (12. αι., LBG). Ο τ. κατά τα επιρρ. σε ‑άς. Η λ. στο Somav., στο Κατσαΐτ., Ιφ. Β́ 200, 219, 275 και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., Μπαμπιν., Λεξ.). Πολύ νωρίς το πρωί, με την αυγή, τα χαράματα:Ο έρωτος εσέβηκεν εις την καρδίαν της κόρης,| και όλην την νύκταν έμεινεν άυπνη διά τον νέον,| και συναυγάς προς την αυγήν εγέρθηκεν η κόρηΑπολλών. (Κεχ.) 248· εμείς εσηκωθήκαμε σύναυγα σα χαλκιάδες| κι επά στη ρούγα ήρθαμε να λέμε πελελάδεςΚατζ. Ά́ 25· σύναυγ’ από το πουρνό νά ’λθεις να μου μιλήσεις,| ό, τι σε πουν οι Μόσχοβοι εσύ να μου λαλήσειςΒίος Δημ. Μοσχ. 599.
συντυχαίνω,
Σπαν. Α 119, Σπαν. Β 114, Σπαν. (Ζώρ.) V 167, Κομν., Διδασκ. Δ 145, Διδ. Σολ. Ρ 111, Αμ. παράκλ. 1, Λόγ. παρηγ. L 47, 481, Λόγ. παρηγ. O 46, 488, Παράφρ. Μανασσ. 280, Καλλίμ. 1073, Διγ. Ζ 664, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 128, 850, Βέλθ. 115, 1243, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 176, 1609, κ.α., Χρον. Μορ. Η 503, 2574, 8026, κ.α., Χρον. Μορ. Ρ 68, 881, 2574, 4456, κ.α., Πουλολ. (Eideneier) 42, 357, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 218, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 74, 116, Φλώρ. 333, 1328, Gesprächb. 205, 7, Σαχλ., Αφήγ. 171, Ερωτοπ. 9, 32, Απολλών. (Κεχ.) 292, Λίβ. διασκευή α 243, 1370, Λίβ. Esc. 315, 2650, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 442, 1329, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 324, Αχιλλ. L 28, 897, 1285, Αχιλλ. (Smith) N 1109, 1773, Αχιλλ. (Smith) O 389, 503, Ιμπ. 298, Χρον. Τόκκων 463, 2135, Λίβ. Va 230, 557, 1199, Διήγ. Βελ. χ 98, Σφρ., Χρον. (Maisano) 4026, 11612, Διήγ. Βελ. Ν2 103, Θησ. Β́ [68], Έ́ [1045], Έπαιν. γυν. (Vuturo) 421, Χούμνου, Κοσμογ. 1240, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 160, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 115, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 680, Δευτ. Παρουσ. 58, Διήγ. Αλ.V 25, Αλεξ.2 1766, Συναξ. γυν. 119, Απόκοπ.2 75, 436, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 194, 697, 1054, 1315, Έκθ. χρον. 5816, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1497, Ιμπ. (Yiavis) 823, Κορων., Μπούας 26, 86, 136 δις, Βεντράμ., Γυν. 67, Βεντράμ., Φιλ. 25, Διήγ. Αλ. G 28715, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1262, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 3819, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 116, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 75r, 156r τρις, Προσκυν. Ιβ. 535.22 (Σινά) 895, Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 23333 δις, Τριβ., Ρε 309, Πεντ. Γέν. VIII 15, Έξ. IV 12, XI 2, Λευιτ. I 1, X 5, XXV 2, Αρ. VI 2, XIII 1, XXIII 12, Δευτ. I 1, ΧΙ 19, κ.α., Βυζ. Ιλιάδ. 270, 1118, Πτωχολ. α 77, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 309, Δαρκές, Προσκυν. 210, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 16321, Πανώρ.2 Γ́ 383, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 462, Κατζ. Γ́ 199, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 47, Πιστ. βοσκ. I 2, 43, II 5, 133, Βοσκοπ.2 428, Βίος Δημ. Μοσχ. 611, Παλαμήδ., Βοηβ. 745, Διγ. Άνδρ. 31715, 40114, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 164, Δ́ 1088, Ψευδο-Σφρ. 50415, 20, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 181, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 62v, 193v πολλ., Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 226, Διήγ. πανωφ. 61, Πτωχολ. Α 79, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 525, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 432, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 279, Χριστ. διδασκ. 387, Λεηλ. Παροικ. 437, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Β 84, 1075, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 34, 802, κ.α., Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιβ́ 46, Μάρκ. ζ́ 32, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17919, 2333, 47523, κ.π.α.· εσυντυχαίνω,Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. κδ́ 17, Πράξ. κή 20· συντυγχαίνω,Διγ. Z 3042, Ορισμ. Μαμελ. 953· συντυγχάνω,Ασσίζ. 34917, Καναν. (Cuomo) 131· συντυχάννω,Μαχ. 14212‑13, 26230, 39012, 23‑24, 5807‑8, 6688, κ.α., Βουστρ. (Κεχ.) 2028, κ.α., Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 75, 81 δις, 85, Ξόμπλιν φ. 123v, 130r τρις,v πολλ., 132r, 133r, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 507, 589, 621· συντυχάν(ν)ω,Υγρομαντ. φ. 165r 5, Μαχ. 12831, 25621, 41027, κ.α., Βουστρ. (Κεχ.) 2019, 407, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 884, Άλ. Κύπρ. 3170· συντυχάνω,Ασσίζ. 3415, 9914, 15228, 28311, 34916, 40411, Απολλών. (Κεχ.) 692, 694, Μαχ. 56421, Βουστρ. (Κεχ.) 4018-421, 1446· συτυχαίνω,Αχιλλ. (Smith) O 394, Ch. pop. 780· προστ. σύνταχε, Σπαν. Ο 39. Από τον αόρ. του αρχ. συντυγχάνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε ‑αίνω (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 294). Ο τ. συντυγχάνω στο ΑΛΝΕ. Ο τ. συντυχάννω και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 810, Χατζ., Λεξ.). Ο τ. συντυχάνω στο Du Cange (λ. συντυχάνειν). Η λ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ. Α´ Μτβ.1) Λέω κ.:Σύντυχε εκείνον τό έχεις να πεις, και θέλω σου γροικήσειν!Βουστρ. (Κεχ.) 904· Τα δ’ άλλα τα λεγόμενα και τας ονειδισίας,| τας ύβρεις και επιβουλάς, πώς όλως υπομείνω;| Το «τις είσαι και τι θέλεις, και τι έν’ τό συντυχαίνεις, ...;»Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 465· εκατάλαβες από τα λόγια μας, πως συντυχαίνομεν ψέματα;Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 101· (με σύστ. αντικ.):Σηκώσου, καβαλίκευσε και στάσου εις την μέσην,| σύναξε τα φουσσάτα σου και τας παραγωγάς σου·| ουκ ένι τώρα ο καιρός τοιαύτα να συντυχαίνειςΑργυρ., Βάρν. K 286· (με είδος σύστ. αντικ.):Σφάλλεις πολλότατα, αδελφέ, και μην τα συντυχαίνεις| τα λόγια τα παράστρατα και όξω από την στράτα βγαίνεις Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Αναστ. 511. 2) Μιλώ σε κάπ.:κι εσύ καυχούσουν κι έλεγες να μη με λησμονήσεις, (παραλ. 1 στ.) ουδέ άλλην εμορφότερην ποτέ να την συντύχειςΕρωτοπ. 98· Παρεθυρίτσια μου αργυρά, αργυρογκοσμημένα,| ειπέτε της κυράτσας σας νά βγει να της συντύχωCh. pop. 411· αμή να ήπλωσα δαμίν το παλαμόχειρόν μου| και να σε εξεστόμωσα έως τον μήλιγγά σου·| και γαρ εγώ να σ’ έμαθα το πώς μου συντυχαίνειςΔιήγ. παιδ. (Eideneier) 896· (με εμπρόθ. αντικ.):ο διάβολος έγινεν άνθρωπος και εσύντυχεν με την Εύαν και επλάνεσέν τηνΚαρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 75r· (προκ. για εσωτερικό μονόλογο): Καμιά φορά μετά μου συντυχαίνω| και λέγω ... Πιστ. βοσκ. Ι 3, 30· εγώ ιμπρού να ξετελειώσω να συντύχω προς τη καρδιά μου, και ιδού η Ριβκα εβγαίνει και το λαγήνι της ιπί το νώμο τηςΠεντ. Γέν. XXIV 45· Πάλι καμιά φορά μ’ εμέ στέκοντας συντυχαίνω| και μ’ αναγάλλιαση πολλή στο νου μου τονε φέρνω (ενν. το Μυρτίνο),| και λέγω: «Ας μου ήτον μπορετό ...» Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 705· φρ. συντυχαίνω ιπί την καρδιά κάπ., βλ. ά. καρδία σημασ. 9.3)α) Έχω την ικανότητα της ομιλίας· (με είδος σύστ. αντικ.):βλέπεις έναν άνθρωπον και είναι ένας, αλλά είναι και έχει τρία τινά· έχει τον νουν, έχει τον λόγον οπού συντυχαίνει, έχει και τον ανασασμόν οπού ανασαίνειΣυναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 139v· β) μιλάω μία γλώσσα:εις το όνομά μου θέλουσιν εβγάλει δαιμόνια· γλώσσες θέλουν συντύχει καινουργίεςΜάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ις’ 17· Διότι πολλοί τινες γράφουσι βιβλία και συντυχαίνουν ελληνικά και δεινά, και όποιος είναι διδάσκαλος ή μαθηματικός τα ηξεύρει τι λέγουν, αμή οι άλλοι οπού ηξεύρουν τα κοινά γράμματα, ηξεύρουν και το διαβάζουν, αμή δεν ηξεύρουν τι λέγει μέσα και τι έννοια είναιΣυναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 193r· εσυντυχαίνασιν ρωμαίικα την γλώσσανΧρον. Μορ. Ρ 5207. 4)α) Συζητώ για κ.:Tι πράμα συντυχαίνουσι κι αργιούσι να σιμώσου;Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 305· Ειστούτο όρισεν ευτύς (ενν. ο ρήγας της Φράντσας), οι κεφαλάδες ήλθον,| όπου ήσαν τότες στο Παρίς, στην εορτήν εκείνην·| όλων βουλήν εζήτησεν του να τον συμβουλέψουν.| Πολλά λεπτώς εσύντυχαν το φταίσιμον, τό εποίκεν| ο Μέγας Κύρης, σε λαλώ, του πρίγκιπος Γουλιάμου.| Κι όσον ελάλησαν πολλά ηύρασιν την αλήθειανΧρον. Μορ. Ρ 3398· Όρισαν ότι πώποτε πλείον να μη συντύχουν| μετ’ αύτα την υπόθεσιν, εσίγησαν τελείωςΠόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ-Jeffr.) 13550· β) αναφέρομαι σε κάπ. ή κ., κάνω λόγο για κάπ. ή κ.:Φίλε, τόν εσυντύχαινα την χθεσινήν ημέραν| εψέ εις τον ύπνο μου είδα τον εντάμα με την κόρηνΛίβ. Va 751· είπε με: «Κράτιε Λίβιστρε· δι’ αυτήν τήν συντυχαίνεις| είδησιν έχω και άκουσε ...»Λίβ. Va 537. 5) Υποστηρίζω, δηλώνω κ.:Ο λόγος ο επιχώριος λέγει και συντυχαίνει:| Κάλλιον να μη επεχείρησεν οπού κακά πληρώνειΠόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 1579. 6) Εξιστορώ, αφηγούμαι κ.:Εν τούτῳ θέλω αποτουνύν να πάψω εδώ ολίγον| του να συντύχω, να ειπώ εκ τον Δεσπότην Άρτας,| και να σας αφηγήσομαι αφήγησιν τοιούτην| περί του πρίγκιπος Μορέος, εκείνου του ΓουλιάμουΧρον. Μορ. Ρ 3139. 7) Ρωτώ:Ετότες ο Ρωτόκριτος του φίλου συντυχαίνει| ανέ γροικά λαβωματιά, πώς βρίσκεται, πώς πηαίνειΕρωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2́ Ά́ 587· Και τι με ερωτάς και τι με συντυχαίνεις;Συναξ. γαδ. (Moennig) 323. 8) Βρίσκω την απάντηση, εξηγώ: η αυθεντία σου με ερώτησες έντεκα ερωτήματα,| κι εγώ είτι και αν με όρισες, όλα εξήγησά τα,| εδιάλυσά τα και ηύρα τα, όλα εσύντυχά ταΔιήγ. Αλ. Σεμίρ. S 728· Άρχισε γαρ Αλέξανδρος, το ρώτημα συντυχαίνει,| και διαλύζει και λέγει το, την κόρη το μαθαίνειΔιήγ. Αλ. Σεμίρ. S 976. 9) Δίνω εντολή, προστάζω:Λέοντα χρυσόν εβάσταζεν (ενν. ο Έκτωρ) απάνω εις το σκουτάρι·| τες σύνταξες εδιέβηκε και εστάθην εις την πρώτην.| Ολών εσύντυχεν ευθύς διά να καβαλικεύσουν,| τας τέντας να σιμώσουσιν οι σύνταξες οι δέκαΠόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3286· και εφουβήθηκαν οι μάμμηδες τον Θεόν και δεν έκαμαν χαθώς εσύντυχεν προς αυτές ο βασιλεάς της Αίγυφτος, και εζωπούσαν τα παιδιάΠεντ. Έξ. Ι 17. 10) Σκέφτομαι να κάνω κ., σχεδιάζω κ.:Ο Αλέξανδρος ηύρεν τον πατέραν του τον Φίλιππον, οπού άφηκεν την μητέραν του Αλέξανδρου και εσυντύχαινε να επάρει άλλην Διήγ. Αλ. Ε (Lolos) 12714· δημηγερσίαν εσύντυχαν, εκείνην επληρώσανΠόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 11994. 11) Συναντώ τυχαία κάπ.:Περιεπάτει την οδόν, επήγαινε τον δρόμον (παραλ. 1 στ.). Μόλις μετά συμπλήρωσιν πάλιν ενός τριμήνου| μέσον της στράτας της κακής, της ορεινής, δυσβάτου| γυναίκα εσυντύχαινεν ...| γραία πολλά ταλαίπωρον Λόγ. παρηγ. Ο 231. Β´ Αμτβ.1) Μιλώ, εκφέρω λόγο:ο γαρ Θεός έρριψεν ζάλην και σύγχυσιν και ασυμφωνίαν εις τας γλώσσας των κτιζόντων και εσυντύχαιναν και ουδέν εγροικούσαν είς τον άλλονHist. imp. (Iadevaia) I 355· το σκουτάριν επέρασεν αλλά και το λουρίκι,| και μέσα εις το στήθος του έβαψε το κοντάριν·| νεκρός εις γην απλώθηκε, πλέον ου συντυχαίνειΠόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3804· (σε παροιμ. φρ.):εις κουφού πόρταν εσυντύχαννεν, τίποτες ουδέν εφέλεσενΜαχ. 4417. 2) Εκφράζω με το λόγο σκέψεις ή συναισθήματα:Αν συντυχαίνει (ενν. ο Καίσαρ), πρόσεχε και άκουε να μανθάνεις,| εις δε καιρούς ερώτ’ αυτόν τα άπερ συ ου γινώσκειςΣπαν. (Λάμπρ.) Va 121· εις το κρυφόν αγάπαν (ενν. ο ρήγας) τον αποστολέν, ως γιον παιδίν του, μα ο ρήγας ήτον μικρής ψυχής, διότι εφοβάτον την ρήγαιναν πολλά και δεν ετόρμα να συντύχειΒουστρ. (Κεχ.) 2412· Και είδεν πας άνθρωπος και εξενίστη πώς εσύντυχεν το παιδάριονΔιήγ. Αλ. V 27· Λέγω σε ουν αποτουνύν, μάθε να συντυχαίνεις,| ψέμαν ουδέν ειπείς ποτέ, αλήθειαν λέγε πάνταΣυναξ. γαδ. (Moennig) 65. 3) Απευθύνομαι σε ακροατήριο, αγορεύω: Τότ’ είς από την σύγκλητον άξιος δημηγόρος| ανέστηκε και εσύντυχε, λέγω κοκκινοφόροςΚορων., Μπούας 22· να συντυχαίνει εις κούρτηνΧρον. Μορ. Ρ 7523. 4) Συνομιλώ, κουβεντιάζω:Πρώτας εντύσου κι ύστερα θέλομε συντυχαίνει Φαλιέρ., Ιστ.2 69· Έλα, ξαθή, πανέμνοστη, το φως των ομματιών μου,| να συντυχαίνομεν τα δυο και να γλυκοφιλούμενΕρωτοπ. 633· αλλήλως να χεροκρατούν, κρυφά να συντυχαίνουνΛίβ. Va 387. 5) Κατακρίνω, επικρίνω:Μηδέν προς Άκαστον κακόν ποιήσεις το παράπαν (παραλ. 1 στ.), ότι ο κόσμος, ήξευρε, ηθέλασι συντύχει,| αν κακόν τον εποίησες, οπού έναι τόσα γέρων,| όλοι κακόν να έλεγαν δι’ εσένα εις τον κόσμονΠόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 14362. 6) (Για δικηγόρο υπεράσπισης) αντιπροσωπεύω διάδικο στο δικαστήριο:ανένι ότι ο αβαμπαρλιέρης πει λόγον τόν ουδέν πρέπει να πει διά εκείνον οπού συντυχάνει ...Ασσίζ. 34916. 7) (Απρόσ.) μου έρχεται κ. στο νου:Συνέτυχέ μοι ουν και είπον προς αυτόν ότι και εγώ εν νῳ είχον ότι να τον ζητήσω να με ευεργετήσει οφφίκιον μεγαλότερονΣφρ., Χρον. (Maisano) 1248. 8) (Τριτοπρόσ.) συμβαίνει, γίνεται, λαμβάνει χώρα:Και ειστόσον εχοντρύναν εις τα λογία, και διά να μηδέν συντύχει περίτου, έσυρεν ο σιρ Τζάκες τους λας της συντροφιάς του και ήλθεν εις τον ρήγανΜαχ. 3205.
Υπόδειξη Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
Πεδίο Αναζήτηση
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:
γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
*γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
*ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ*
Επιλογές Αναζήτησης
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:
Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν").
Αναφορά
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
Ετυμολογία
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)