Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- περπατησιά
- η, Θησ. (Foll.) I 133, Πτωχολ. B 267· παρπατησιά· ?περβατησέ, Πανώρ. Γ́ 298 κριτ. υπ.· περιπατησία· περπατησία, Λίβ. P 1954, Θησ. Θ́ [454]· πορπατέ, Πανώρ. Γ́ 298· πορπατηξά, Πανώρ. Ά 426, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 742· πορπατηξιά, Βέλθ. 715· πορπατησία, Προσοψάς, Δράμα γενν. Τυφλού 214· πορπατησιά, Αχιλλ. L 560, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 744, Βεστάρχης, Πρόλ. Θεοτ. 67.
Από το μτγν. ουσ. περιπάτησις (TLG· βλ. Ανδρ., Λεξ.) ή από το περπατώ (βλ. περιπατώ) και την κατάλ. ‑σιά. Για το σχηματ. των τ. βλ. περιπατώ. Ο τ. παρπατησιά και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 719, Λουκά, Γλωσσάρ. 360). Τ. περπατησά σήμ. στο ΑΛΝΕ (λογοτ.) και τ. πιρπατ’ξά, πιρπατσ’ά, πιρπατ#13ά, πιρπατησχά σήμ. ιδιωμ. (Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., λ. πιρπατ’ξά, Γεωργίου Χρ., Γλωσσ. ιδ. Καστορ. 182, λ. πιρπατσ’ά, Παπαϊωάννου, Γλωσσάρ. Γρεβ. 102, λ. πιρπατ#13ά, Ανδρ., Ιδ. Μελ. 69, λ. πιρπατησχά). Ο τ. πορπατηξά και σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Ιδιώμ. Καρπάθου 142, λ. πορπατηξιά, Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης Γ́ 87). Ο τ. πορπατηξιά και σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Ιδιώμ. Καρπάθου 142, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., λ. πορπαταριά, Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., λ. πορπατώ, Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., λ. προπατηξιά, Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., λ. περπατησιά, και στο ΑΛΝΕ (λογοτ.). Τ. πορπατηξία στο Du Cange (λ. περπατείν). Ο τ. πορπατησιά και σήμ. ιδιωμ. (Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., λ. πορπαταριά, Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., στη λ.) και στο ΑΛΝΕ (λογοτ.). Τ. πορπατησά στο Βλάχ. (λ. πορπάτημα), τ. πορπατεσία και πουρπατησία στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. περπατησία), καθώς και άλλοι τ. σήμ. ιδιωμ. (Κοντονάτσιου, Διάλεκτ. Λήμν. 380, λ. πουρπατσά, Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, λ. προβατησία, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., λ. προβατηξά). Η λ. και τ. περπατηξιά (λαϊκ.) και σήμ.
1) α) Περπάτημα, βάδισμα: Χίλιες τ’ αφτιά εμολύβωνα, για να μηδέ γροικούσι, (παραλ. 1 στ.) χίλιες με την πορπατηξά, χίλιες με μια και μ’ άλλη| στράτα τη θέρμη του έσβηνα στο νου μου τη μεγάλη Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 23· β) η ικανότητα να περπατάει, να βαδίζει κανείς: πόδια μου κακορίζικα, πού ’ναι η πορπατησιά σας| και τώρα ο Άδης ο πικρός τρώγει την ανδρειά σας Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 709· (εδώ προκ. για το θαύμα κατά το οποίο ο Ιησούς περπάτησε πάνω στη θάλασσα): εξηγήθησαν άλλοι έναν προς έναν| έξω της φύσης θαύματα, όλα τα του Χριστού μου| την των νεκρών ανάστασιν, τους ασθενείς υγείαν, (παραλ. 3 στ.) παρπατησιάν της θάλασσας και άλλες προφητείες Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 284· γ) (μεταφ. προκ. για τις ακτίνες του ήλιου) πορεία, διαδρομή: Ακτίνα τ’ ουρανού χαριτωμένη,| οπού με τη φωτιά σου τη μεγάλη| σ’ όλη χαρίζεις φως την οικουμένη·| τον ουρανό στολίζει ’ς μια κι εις άλλη| μερά κι όλη τη γη η πορπατηξά σου| δίχως ποτέ τη στράτα τση να σφάλει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Χορ. δ́ 715. 2) α) Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο περπατά κανείς, περπατησιά: είχε (ενν. ο Αίσωπος) καμπούραν εις την ράχην ... και η περπατησία του ήτον σκυπτή και καμπουριασμένη Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 6128· (σε παρομοίωση): περιπατησίαν εύμορφην (ενν. είχεν η Σεμίραμις), ωσάν το περιστέριν Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 13· (εδώ προκ. για άλογο): εγώ να γένω άλογον, και το άλογον εκείνο| να ένι εις πλάσιν εύμορφον και εις περπατησίαν,| να δάζει ως ένι ο ποταμός, γοργόν ως η σαΐτα Λίβ. Sc. 1690· β) παράστημα, κορμοστασιά: το κάλλος του προσώπου της και το κορμίν της όλον,| το βάδισμα, το κίνημα και την πορπατηξιάν της Βέλθ. 614· Μα ’δα θ’ αρχίσω να παινώ πλήσα την ομορφιά ντου| να ρέγομαι τα ήθη του και την πορπατηξά ντου Πανώρ. Έ 96. 3) Βήμα: Η άργητα δεν έσωνε ’ς τούτην την συντροφίαν| που σύρνει την περπατησιάν, με τόσην παρρησίαν Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ 1677. 4) (Μεταφ.) τρόπος ζωής: να κατευοδώσεις τες περπατησίες μας με το άγιόν σου Πνεύμα Χριστ. διδασκ. 437. — Βλ. και περιπάτημα.προφητεία- η, Χρον. Μορ. H 892, Χρον. Μορ. P 883, 892, Δούκ. 34321, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2138, 2176, 2184, 3771, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 802, Χρησμ. (Brokkaar) 39, 101, Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 454846· προφητειά, Παρασπ., Βάρν. C 252, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2190, 2254, 2734, Βεστάρχης, Πρόλ. Θεοτ. 5, 317.
Το μτγν. ουσ. προφητεία. Ο τ. στο Somav. Η λ. και σήμ.
1) Η ικανότητα ή το χάρισμα κάπ. να προβλέπει τα μέλλοντα: προορατικός και προφητείας μετέχων και μεταδιδούς Χρησμ. (Brokkaar) 28· αν εις το θέλημά μας| ήτουν το φως της προφητειάς, σαν είν’ η πεθυμιά μας,| να προφητεύει καθεείς ... Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1017]· φρ. έχω προφητείαν = θεωρούμαι προφητικός: κουρούνα ’ναι οπού λαλεί και δεν έχει μαντείαν,| μηδέ αξίζει, σαν λαλεί, να έχει προφητείαν Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 9710. 2) α) Αναγγελία, πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων: οκάποιος βασιλέας —κυρ Λέων τον ονομάζαν,| φιλόσοφος ήτον φοβερός και προφητείες εποίκεν Χρον. Μορ. H 883· τότες πάλι εμίλησε (ενν. ο Ιησούς) και λέγει: «Ετελειωθήκα,| ήγου οι γραφές κι οι προφητειές απού για με επωθήκα» Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3701· β) το ίδιο το περιεχόμενο της πρόβλεψης: μέλλεται, ίνα την επαρχίαν| αυτών υστερηθήσονται κατά την προφητείαν| ην είπεν ο ανάδοχος Φραγκίσκος του πατρός του Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 708.σιμά,- επίρρ., Σπαν. (Ζώρ.) V 320, Λόγ. παρηγ. L 304, Λόγ. παρηγ. O 310, Καλλίμ. 1278, Ασσίζ. 12919, 22418, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 273, Χρον. Μορ. H 5788, 8210, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 AZ 62 κριτ. υπ., Σαχλ., Αφήγ. 694, Απολλών. (Κεχ.) 93, Λίβ. Esc. 2972, Χρον. Τόκκων 786, Φαλιέρ., Ιστ.2 537, Μαχ. 34012, Θησ. ΙΆ [377], Ιμπ. (Legr.) 666, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 280r, 402r, Πεντ. Γέν. XLI 3, Πορτολ. A 2915, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 24, Αχέλ. 748, Χρον. σουλτ. 964, Ιστ. πατρ. 1231, Μορεζ., Κλίνη φ. 137r, 502r, Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 15718, Κυπρ. ερωτ. 15113, Πανώρ.2 Ά 264, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 47, Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 77, Χίκα, Μονωδ. 15, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1092, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 207, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 995, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 81,· Στάθ. (Martini) Β́ 95, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 8114, 12130, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 27r, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 950 ρέ 4, 1585 λζ́ 12, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [804], Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 730, Δ́ 377, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 306, Β́ 270, Διγ. O 2614, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 451, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18318, 5137, Hagia Sophia f 58516, κ.π.α.· σίμα, Πεντ. Αρ. XXIV 17, Διήγ. ωραιότ. 566.
Από το αρχ. επίθ. σιμός (για πιθ. πρωιμότερη μνεία βλ. TLG). Για τον τ. σίμα πβ. τ. πάρα της πρόθ. παρά. Η λ. στο Meursius και σήμ. λαϊκ.
I. Επίρρ. Ά Τοπ. 1) α) Σε μικρή απόσταση, από μικρή απόσταση, κοντά: έτυχε κάποιος νέος θρασύς και μιαρός να τον λακτίσει (ενν. τον Σωκράτη) και όσοι έτυχαν σιμά και τον είδαν ελυπήθησαν πολλά Σοφιαν., Παιδαγ. 115· Στην Μάλτα πλησιάσασιν ως δέκα μίλια, για να| δούσιν από τους έσωθεν το τι σημάδι ’πιάνα,| αν τους δείξουν να στρέψουσι, γή μέσα να σεβούσιν,| και με φρεγάδα διάβησαν σιμά τινές να δούσιν Αχέλ. 1627· Χρεία είναι μου νά ’βγω απεδώ και τα κλαδιά ν’ αφήσω,| και στανικώς μου να διαβώ σιμά να του μιλήσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [172]· (μεταφ., προκ. για αφήγηση): εισέ σαράντα δύο χρόνους οπού ο Οκτάβιος Καίσαρ είχεν βασιλεύσει έγινε η σάρκωσις του Υιού του Θεού, ώσπερ σας το θέλω ειπεί εδώ σιμά Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 224v· β) (με εμπρόθ. τοπ. προσδ., προκ. να δηλωθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια ο τόπος) κοντά· δίπλα: τούτο το βουνό (ενν. ο Βίσκος) είναι σιμά εις τον παράδεισον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 119v· εις ... τόπους ψυχρούς πρέπει να φυτεύετε τες κιτρίες και λεμονίες σιμά εις τον τοίχον ή εις τες καμάρες διά να τες σκεπάζετε τον χειμώνα με ψάθες να μη παγώνουσι Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 151· είδεν δενδρόν πολλά ψηλόν σιμά προς το ποτάμιν,| οπού την Εύα εδόλεψεν ο όφις στο καλάμιν Χούμνου, Κοσμογ. 341· να εύρουν επιτήδειον και άξιον ζωγράφον να ζωγραφίσει με ψηφίον μωζαϊκόν ... αρχίζοντας σιμά από την θήκην των αγίων λειψάνων Ιερομν., Επιστ. 179· πήγε (ενν. ο βασιλεύς) και εκάθισε στον υψηλόν τον θρόνον,| και πατριάρχης έκατσε σιμά από τον θρόνον Αρσ., Κόπ. διατρ. [401]· (μεταφ.): εφαίνουντον η θάλασσα τριγύρου εις το νησί πότε κόκκινη, πότε πράσινη και μελανή, και μάλιστα εκεί σιμά εις το κακό εφαίνουνταν η θάλασσα εκατόν λογιών Διήγ. πανωφ. 60· Προσωδία έναι κάποια εξάπλωσις της φωνής όπου κάνει την λέξιν μακρότερην, και λέγεται προσωδία διότι έναι σιμά στην ωδήν Σοφιαν., Γραμμ. 37. 2) (Προκ. για εγγύτητα σε πρόσωπο) α1) δίπλα σε κάπ.: εσίμωσε και κάθισε σιμά με τα παιδιά της,| ηγέρθη κι είπε τό ’θελεν κι ηκούσθη η ομιλιά της Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 456· α2) στο περιβάλλον κάπ.: ο κυρ Δανιήλ ... ήτον άνθρωπος ... προβλεπτικός, φιλόξενος, και το περισσότερον ήτον εις την Πόλη σιμά εις τον πατριάρχη, διότι δεν εμπορούσεν ο πατριάρχης να κυβερνήσει το Πατριαρχείο από το πολύ το χρέος Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 34r· β) ενώπιον, μπροστά σε κάπ.: Περί εξομολογουμένων, ότι από ποίαν ηλικίαν κρίνονται σιμά εις τον Θεόν τα αμαρτήματα του ανθρώπου Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 72210· γ) (σε αρνητ. πρόταση) συγκριτικά με κάπ.: σιμά εις την δύναμιν της Παρθένου Μαρίας ουδένα δεν είναι αδύνατον ούτε άπιστον ούτε περίσσον Μορεζ., Κλίνη φ. 443v· οπίσω ως τώρα μ’ έσυρνε η διάκρισις του νου μου,| το πώς δεν έχω μέριτο σιμά στην αφεντιά σου| και ως άτακτο στο ύστερο με διώξει η αρχοντιά σου Λεηλ. Παροικ. Αφ. 9. 3) Δίπλα (σε κ.)· συγκριτικά: Τέτοιας λογής ... και πλέον χειρότερη και σιχαδερή εστίν και η καθ’ ημάς ζωή σιμά εις εκείνα τα μέλλοντα αγαθά οπού διδάσκουσιν οι θεαταί της θείας δόξης Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 7119· αν ήξερες την σήμερον πώς βρίσκομ’ ο καημένος,| χαρά ’χες πει την πρίκα σου σιμά στην εδική μου| κι ήθελες το ’χει θάμασμα το πώς κρατεί η ζωή μου Πανώρ.2 Ά 69. 4) Επιπροσθέτως, επιπλέον, παραπάνω: τα άλλα κατορθώματα τα πολεμικά της υψηλότητός τους είναι περίφημα και εξάκουστα· έτσι, σιμά εις εκείνα, και τούτο το κατόρθωμα ... να είναι εδικόν τους, εις παντοτινόν μνημόσυνον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Εισαγ. 19· καιρός επέρασε, μήνας απάνω κάτω,| που ο Ρώκριτος δεν ήπεψε του φίλου του μαντάτο.| Τούτο το μάκρος του καιρού, σιμά στο δακτυλίδι,| το ’να και τ’ άλλο σφάζει τη και θάνατο της δίδει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 581. Β́ (Χρον.) α) σε μικρό χρονικό διάστημα, σύντομα: σιμά η μέρα της θλίψης τους και γλήγορα τα μελλόμενα εις αυτουνούς Πεντ. Δευτ. XXXII 35· Ουδέ μιλήσειν ήθελα σήμερον τον καημόν μου| ανέν και δεν εγροίκουνα σιμά τον θάνατόν μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [346]· Ελέγασίν του πολλοί πως γυρεύγει αδύνατον πράγμα τόσος καιρός απού επέρασε, και ετύχαινε, αν ήθελε να το κάμει, να το ήθελεν κάμει τότες σιμότερα, μα εις χρόνον περασμένον δεν θέλει εύρει τίβετας Μορεζ., Κλίνη φ. 137r· (με ακόλουθο εμπρόθ. προσδ.): ήλθα εδώ, ... διότι σε βλέπω συγχυσμένον, και σιμά εις το να κλάψεις, διά να μην ανακατέψω την χαράν με τα κλάηματα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 138· έκφρ. σιμά σιμά = τακτικά· συχνά: Δεν είστ’ εσείς (ενν. μάτια μου) οπού ’χετε την πεθυμιά μεγάλη| σιμά σιμά να βλέπετε τα πλουμιστά τση κάλλη;| Τώρα γιατί τη φεύγετε, γιάντα τηνε φοβάστε; Πανώρ.2 Β́ 176· β) πριν από λίγο: Καθώς εδώ σιμά ’κουσα από ’ναν Τούρκο τώρα,| μια κορασιά θα κάψουσι χριστιανή στη χώρα Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 77· γ) (πριν από χρον. πρόταση) λίγο πριν: με έργον εφανέρωσεν (ενν. ο Κύριος ημών), οπού ανέσταισε πολλούς νεκρούς, και σιμά όταν ήθελε να σταυρωθεί, ανέσταισεν έναν νεκρόν, ονόματι Λάζαρον Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5625· λέγουν ότι τούτη η μάννα τους όταν ήτονε σιμά οπού να τα γεννήσει, ο Ιακώβ ήτονε να γεννηθεί ομπρός ... και ... ο Ησαύ τον εκράτησεν από τα ποδάρια και εταύρισέ τονε οπίσω διά να γεννηθεί αυτός ομπρός Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 135v. II. Ως πρόθ. Ά Δηλώνει τόπο 1) α) Κοντά σε κάπ. ή κ.: Εις τούτο εσυμβιβάστηκεν αυτός ο Παλαιολόγος| με το κουμούν της Γένοβας, τον Γαλατάν τους δίδει,| που ένι σιμά της Πόλεως εκείθεν του λιμνιώνος Χρον. Μορ. P 1279· o κυρ Τζανής Παπαγιαννόπουλος ... δίδει ... εις αλλαξά αιωνίως του κυρ Νικολό Παπαγιαννόπουλου ... το σώχωρο οπού έχει ... το ποίο είναι σιμά τω σπιτίω των λεγομένω Χελιδόνω Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 325· Και ωσάν είδεν τον νεούτσικον, τρέχει να πάει σιμά του,| και ο νεούτσικος τα όμοια εζύγωσε κοντά του Τριβ., Ρε 285· έκφρ. σιμά της γης = στο ύψος της επιφάνειας της γης· σύρριζα: τότε κι οι μπουμπαρδάροι τους ποσώς να μην κοιμούνται,| ως κάτωθεν σιμά της γης τα τείχη να χαλούνται Αχέλ. 975· β) δίπλα σε κάπ. ή κ.: Ει μεν εξεύρεις γράμματα, πιάσε ν’ αναγινώσκεις·| είτε είσαι πάλι αγράμματος, κάθου σιμά μου, αφκράζου Χρον. Μορ. H 1352· και το ξενοδοχείον της καινούργιον να το κτίσει,| να ’χει σιμά του και λουτρόν να λούονται οι ξένοι Λίβ. διασκευή α 3100. 2) α) Στο περιβάλλον κάπ.: ο πατριάρχης, εγνωρίζοντα αυτόν δίκαιον, τον είχε πάντοτε σιμά του και τον εσυμβουλεύετον Ιστ. πατρ. 9823· Όλα μας είπεν ο Θεός να ’ναι στην εξουσιά μας,| μόνον της γνώσης το φυτόν να μην γενεί σιμά μας Βεστάρχης, Πρόλ. Θεοτ. 44· β) μαζί με κάπ.· πάνω σε κάπ.: Τούτ’ είδα με τα μάτια μου και ήκουσα με τ’ αυτιά μου·| να, και ο Κλεόπας μαρτυριά, οπού ’τονε σιμά μου Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. 422· γρήγορ’ ας κράξου τσι γιατρούς και τα βοτάνια ας βρούσι| τω φαρμακιών ογλήγορα σιμά τως να βαστούσι Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 256· (μεταφ.): Τιμητικ’ αναθρέφετον (ενν. ο νέος) και φρόνιμα περπάτεν,| και των γερόντων την βουλήν σιμά του την εκράτεν Κορων., Μπούας 8· Κι αν έναι και πρικαίνεσαι, γιατί το φταίσιμό μου| τόσα θωρείς πως έκαμε βλάψιμον εδικό μου,| για χάρη κι όχι βλάψιμο το ’χω η φτωχή σιμά μου,| κι άφης σε τέτοιο κόμπωμα να χαίρεται η καρδιά μου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 367· φρ. στέκομαι σιμά κάπ. = συμπαρίσταμαι σε κάπ., είμαι στο πλευρό του: εσύ να την παρηγοράς και να σταθείς σιμά τση| ίδια ωσά να ’χα ζει κι εγώ, πιστή και φίλαινά τση Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 497· (εδώ σε μεταφ.): Την αρετήν πολλά ’χουσι και στέκεται σιμά τως| και σμίγουσι συβαστικά κι είναι στην συντροφιά τως Τζάνε, Κατάν. Αφ. 35. 3) Ενώπιον, μπροστά σε κάπ.: ο Θεός αγαπώντας τον βασιλέα τον Ιωάθαμ ... και τον παππούν του τον Οζίαν, οι οποίοι ήτονε καλοί και δίκαιοι και αρεστοί σιμά του Θεού ... πέμπει τον Ησαΐαν τον προφήτην Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 437297. Β́ (Χρον.) κοντά: Όχι μόνο πρωτύτερα ... εφανερώνετονε εις τους προφήτας, μα και ύστερα, σιμά του καιρού, όταν είχε να κτιστεί αυτόνο το θαυμαστότατον παλάτιον Μορεζ., Κλίνη φ. 5r. Γ́ (Με αριθμητ. ουσ. ή επίθ., σε κατά προσέγγιση υπολογισμό) περίπου, σχεδόν: Η συντροφιά τού φάνηκε του Ιούδα να ’ναι ελίγη·| ’ς τσι αρχιερέους εμήνυσε και πέμπου άλλους τόσους| κι ήσυρνε ο Ιούδας μετ’ αυτό σιμά άντρες πεντακόσους Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3007· επολέμα (ενν. ο σουλτάν Μουράτης) και την αυτήν πόλιν σιμά χρόνους τρεις και δεν εδυνήθη να την επάρει Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 15· Εσύ εξεύρεις, αφέντη μας, ότ’ οι εκκλησίες κρατούσιν| σιμά το τρίτον του Μορέως, όλου του πριγκιπάτου Χρον. Μορ. H 2633. Έναρθρ. ως επίθ. = κοντινός, γειτονικός: από τα είδωλα των θεών ός τριγύροθε σας οι σιμά προς εσέν γή οι μακρύ από εσέν από άκρη της ηγής και ως άκρη της ηγής Πεντ. Δευτ. XIII 8.σταυροθανατωμένος,- μτχ. επίθ.
Από το ουσ. σταυρός και τη μτχ. παρκ. του θανατώνω.
Που έχει πεθάνει με σταυρικό θάνατο· (εδώ προκ. για το Χριστό): Όψεσθε την ζωήν υμών ομπρός σας κρεμαμένην| απέναντι του οφθαλμού σταυροθανατωμένην Βεστάρχης, Πρόλ. Θεοτ. 126.στρατίζω.- Ι. Από το ουσ. στράτα και την κατάλ. -ίζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.· πβ. Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ 268), καθώς και στο ΑΛΝΕ. ΙΙ: πιθ. από το στρατεύω (Ι) με επίδρ. του στρατίζω (πβ. I Ά1 και φρ.) ή σχετ. με το ουσ. στρατειά (πβ. Πεντ. Αρ. XXXI 4).
I. Α´ Μτβ. 1) ?Κατευθύνω, κινώ: Πώς εστράτισαν τον πόλεμον και μιαν ημέραν υπήγαν εις τα Ιωάννινα Χρον. Τόκκων μετά στ. 2564. 2) Βοηθάω (εδώ ζώο) να κάνει τα πρώτα βήματα, να περπατήσει (βλ. και Β́): Έπαρον οξίδιν δριμύν και βάλε εις τα ρουθούνια του (ενν. του αλόγου) και στράτισον αυτό Ιατροσόφ. (Oikonomu) 8121. Β´ (Αμτβ., προκ. για νήπιο) κάνω τα πρώτα μου βήματα (βλ. και Somav.): τέκνον ήτον της χάριτος (ενν. η Μαριάμ) και άρχισεν να στρατίζει Βεστάρχης, Πρόλ. Θεοτ. 194. Ως φρ. στρατίζω πρύμνα = κατευθύνομαι με την πρύμνη: Τότες οι Τούρκοι στράτισαν πρύμνα πάνω στην Σούδα Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6407. II. = Στρατεύω (Ι)· εκστρατεύω (εναντίον κάπ.), διεξάγω πολεμική επιχείρηση: εστράτισαν ιπί τη Μιδιαν χαθώς επαράγγειλεν ο κύριος τον Μωσέ και εσκότωσαν παν ασερνικό Πεντ. Αρ. XXXI 7.συνάγω,- Σπαν. Α 418, Σπαν. Β 399, Προδρ. (Eideneier)2 Ά́ 125, 210, 240, Δ́ 166, Καλλίμ. 874, 1026, Βέλθ. 1317, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 934, 1867, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 119, Φλώρ. 371, 397, 1820, Απολλών. (Κεχ.) 123, 608, Λίβ. διασκευή α 846, 1208, Αλφ. ξεν. Αμ. (Μαυρομ.) 88, 95, Καναν. (Pinto), 162, Λέοντ., Αιν. (Brokkaar) XII5, Λέοντ., Αιν. (Knös) 17111, Αλφ. (Μπουμπ.) Ι 69, Διήγ. Αλ. V 23, Λίβ. Va 915, Σοφιαν., Παιδαγ. 110, Πτωχολ. α 90 κριτ. υπ., Zygomalas, Synopsis 138 Α 96, Αλφ. 1486, Ψευδο-Σφρ. 15832, κ.α.· συνάγω ή συνάζω, Ορνεοσ. αγρ. 54425, Ερμον. Γ 214, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 42, Αχιλλ. (Smith) N 282, 1823, Αχιλλ. (Smith) O 752, Διήγ. Βελ. χ 95, Αργυρ., Βάρν. Κ 111, 285, Διήγ. Βελ. N2 101, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1140, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 139, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 410, Iμπ. (Yiavis) 889, Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 195, 212, 272, Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 195, Διήγ. Αλ. G 28617, Αχέλ. 876, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 324, Θρ. Κύπρ. M 117, Χρον. 308, Επιστ. Ηγουμ. 17520, Βίος Δημ. Μοσχ. 555, Παλαμήδ., Βοηβ. 54, 661, 1153, Διγ. Άνδρ. 35720, Λίμπον. 401, Ροδινός (Βαλ.) 124, 198, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 7212, 8214, κ.α.· συνάζω, Χρον. Μορ. P 342, Φλώρ. 1601, Δευτ. Παρουσ. 4, 86, Λίβ. Esc. 2838, Χρον. Τόκκων 149, 3672, Χρησμ. (Βέης) 1317, Λίβ. Va 2109, 2110, Έκθ. χρον. 26, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1591, Ιστ. Βαρλαάμ 103, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 149v, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 12711, Ιστ. πατρ. 802, 1152, Πηγά, Χρυσοπ. 345 (15), Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 759, 1018, 16328, Ιστ. Βλαχ. 1436, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Β 423, Βεστάρχης, Πρόλ. Θεοτ. 231, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1736, 9003, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 238, Διγ. O 1866, Διακρούσ. (Κακλ.) 68, 116, 157, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1638, κ.α.· συνάζω ή συνάσσω, Χρον. Μορ. Ρ 502, 1043, 1169, Λίβ. Esc. 1122· συνάσσω, Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 62, Χρον. Μορ. P 3246, Λίβ. Esc. 767, Χρον. Τόκκων 739, 1007, 1258, 3860, Θησ. Ζ́ [1102], Ί́ [751], Αλεξ.2 1029, 1266, 1610, Άνθ. χαρ. 3015, Κορων., Μπούας 14, 68, 129, Πένθ. θαν.2 305, Βυζ. Ιλιάδ. 385, Αξαγ., Κάρολ. Έ́ 302, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 320.
Το αρχ. συνάγω. Οι τ. συνάζω-συνάσσω με μεταπλ. από τον αόρ. εσύναξα (βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 117, 280, 282). Ο τ. συνάζω το 13. αι. (TLG), στο Du Cange (λ. συνάζειν) και σήμ. λαϊκ. Ο τ. συνάσσω στο Βλάχ. (λ. συνάσσομαι) και σήμ. ιδιωμ. (Τσικής, Γλωσσ. Χίου). Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. 1) (Για ανθρώπους) μαζεύω, συναθροίζω σ’ ένα μέρος: Εις τον καιρόν οπού ηθέλησεν να πάρει γυναίκα (ενν. ο βασιλεύς Θεόφιλος), εσύναξε δώδεκα κορίτσια. Και από εκείνα ήτον η μία ονόματι Κασσία και η άλλη Θεοδώρα Χρον. βασιλέων 932· από παντού εσύναξε (ενν. ο Βελισάριος) τέκτονας πελεκάνους.| Μέσα εις μήνας τέσσαρας επλήρωσαν τα πλοία Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 365· την επαύριον εσύναξε το πλήθος της χώρας και τους εδίδαξεν ο Ιωάσαφ, και έγιναν όλοι χριστιανοί Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 14924· υπερίσχυσαν οι Αγαρηνοί και έλαβον την πόλιν ταύτην (ενν. την Μεθώνην). Έπειτα συνάξαντες πάντας τους άνδρας από ιβ́ ετών και άνω απεκεφάλισαν Ιστ. πολιτ. 5715· Και όλες τες δουλεύτριές της εσύναξεν ομπρός της (ενν. η Αιμίλια),| και λέγει τους ... Θησ. Ζ́ [771]. 2) (Για στρατεύματα) συγκεντρώνω στρατό, στρατολογώ: ευθύς στρατόν μισθοφορικόν πολύν συνάξας ... Ψευδο-Σφρ. 2003‑4· Τον αδελφόν του όρισεν (ενν. ο δούκας), τον κόντον Λεονάρδον,| και εσύναξεν φουσσάτα του, πεζούς, καβαλαραίους,| να στέκεται παρέτοιμος Χρον. Τόκκων 1486· φουσσάτο γαρ εσύναξεν (ενν. ο Μιχαήλ ο Παλαιολόγος), Τούρκους και άλλες γλώσσες,| την μάχην επεχείρησεν να μάχεται τους Φράγκους Χρον. Μορ. P 1269· φουσσάτα σύναξαν αμέτρητα το πλήθος,| δοκιμασμένα ’ς πόλεμον και στερεά το στήθος Κορων., Μπούας 82· (προκ. για το σατανά): όταν τελειωθούν οι χίλιοι χρόνοι, θέλει λυθεί ο σατανάς από την φυλακήν του και θέλει εβγεί να πλανέσει τα έθνη οπού είναι εις τες τέσσερες γωνίες της γης, ... και να τους συνάξει εις πόλεμον Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 269. 3) Συγκαλώ σε σύσκεψη, συνεδρίαση: Τους άρχοντας εσύναξεν (ενν. ο δούκας), όπου είχαν εις βουλήν τους,| και την βουλήν εκάμασιν το πώς θέλουν ποιήσει Χρον. Τόκκων 537· τους μπαρόνους του ο ρήγας όλους ’κράξε,| και μέσα στο παλάτι του ευθύς τους εσυνάξε,| καλήν απ’ αύτους συμβουλήν ηθέλησε να πάρει,| ότι την γνώσιν την αυτού μόνην ουδέν εθάρρει Κορων., Μπούας 32· μαθόντες οι κληρικοί τον θάνατον του πατριάρχου εσύναξαν αρχιερείς, διά να ιδούν ποίος έναι αρμόδιος να κάμουν πατριάρχην, και καθίσαντες επί συνόδου εζήτησαν ομοφώνως τον πρώην Ιστ. πατρ. 1414. 4) (Για πράγματα) α) μαζεύω, συγκεντρώνω: έκβαλε τα εκκλησιαστικά και γίνου προσχεριάρης,| και φόριε το προσώμιν σου και τον πηλόν κουβάλιε| και τα χαλίκια σύνασσε, να επάρεις τον μισθόν σου Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 212· αυτός (ενν. ο Ιακώβ) το λέγει των γυναικών του και συνάζουν το τίποτές του μίαν νύκταν και παίρνουν και φεύγουν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 145r· Το δένδρον δε εκ του καιρού ύστερ’ αφού γηράσει| και όλην την ποιότητα τελείως θέλει χάσει,| τότε συνάσσει ο γεωργός τα κάλλιο του κλαδία| και εις την γην φυτεύει τα Κορων., Μπούας 113· β) (για καρπούς) κάνω συγκομιδή: Ηύρηκα τον Σεπτέβριον του να τρυγά απαύτου| αμπέλιν δροσερόν, δένδρη και καρπόν, σταφύλια να συνάγει Λίβ. διασκευή α 1152· όλοι σου οι άνθρωποι του κράτους σου να συνάξουν τούτους τους καλούς καιρούς ... τόσο σιτάρι ..., ότι να τους σώσει διά εκείνους τους άλλους τους κακούς και τους ακριβούς οπού θέλουν έλθει Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 149r· συνάζει (ενν. το μερμήγκι) το καλοκαίρι την θροφήν του διά να την έχει όλον τον χρόνον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 36r· γ) αποθησαυρίζω, συσσωρεύω (χρήματα, πλούτη, κέρδη, κ.τ.ό.): εκείνοι τα νομίσματα συνάγουσιν απλήστως,| ημάς δε κατηχίζουσιν περί φιλαργυρίας Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 406· καλά και εσύναξες εις τα αμπάρια σου πλούτον και λέγεις: «Φάγε, ω ψυχή», και ο θάνατος ως κλέπτης αύριον σε αρπάζει Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 103· Εσύναζε γαρ βίον (ενν. ο Θεόληπτος) σκορπίζων εν τοις μεγιστάσιν, όπως πατριαρχεύῃ τυραννικώς Έκθ. χρον. 684· Ο μύθος λέγει μας εδώ τινάς που κοπιάζουν,| και άλλοι τα κερδίζουσι, το κέρδος το συνάζουν Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 3812. 5) Φιλοξενώ· περιθάλπω: Ξένος ην και ανέγνωρος και συνηγάγετέ με·| γυμνός, δίχως ιμάτιον κι επεριβάλετέ με Τζάνε, Κατάν. 223· Ο δε ο αυτός ανήρ, ελεήμων και φιλόπτωχος και φιλόξενος καταπολύ, γυμνούς έντυνεν, τους ξένους και οδοιπόρους εσύναζεν και καλό προς αυτούς έκαμεν Βίος Φιλαρ. 238. 6) (Προκ. για χτυπήματα με βέργα) δέχομαι επάνω μου, υφίσταμαι (πβ. νεοελλ. φρ. «μαζεύω ξύλο»): αυτίκα γαρ ανάρπαστον σηκώνουν τον αθλίως,| και ως ίνα τον εκβάλωσι την πόρταν, καν ου θέλει,| βίτσαν συνάγει και ημισή ο κακοδοικημένος Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 256. 7) Συνενώνω, συναιρώ: αυτή (ενν. η φύσις) σιάζει τα πράγματα τα ξεχωρισμένα, ήγουν εκείνα οπού δεν ημπορούν να σιαστούν, εις τοιούτον τρόπον, ότι όλα τα πολυποίκιλα τα συνάζει εις ένα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 17r. 8) Συμπεραίνω: Από τα οποία (ενν. τες τέσσερις αιτίες) θέλω συνάξει πως ό,τι και αν ευρίσκεται εις εμένα, όλον είναι καμωμένον από τον Θεόν και όλον είναι του Θεού Βουστρ. Μεταφρ. 255. 9) (Μαθημ.) παράγω ως άθροισμα: α’ β́ γ́ δ́ ε’ ς’ ζ́ η’ θ́ ι’ ια’ ιβ́, ομού συνάγουσι οη’ Rechenb. (Vog.) 366. 10) (Μεταφ., με αντικ. τις λ. λογισμός, νους) συγκεντρώνω τις σκέψεις, την προσοχή μου: εκάθισεν (ενν. ο Καλλίμαχος) εφ’ ικανόν προς την του κήπου θύραν·| εκάθισεν, εγνώρισεν ...| ... και την της κόρης φλόγαν,| θέλων λαλήσαι και σιγών και λογισμόν συνάγων Καλλίμ. 1623· αποτώρα και έμπροσθεν τον νουν μου να συνάξω,| την πράξη μου εις ολιγολογίαν βαθέα να την στήσω| και την αλήθειαν να ειπώ Συναξ. γυν. 465· Εξενίσθη ο Αλέξανδρος το πρόσωπον της κόρης,| και έφριξεν το κάλλος της, ο νους του επαρήλθεν,| έχασεν και την όψιν του, δεν είχεν τι συντύχειν·| και οκάποτε μετά πολλής εσύναξεν τον νουν του,| και συντυχαίνει θαρρετά και ερωτά την κόρην: ... Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Β 864. II. Μέσ. 1) Μαζεύομαι, συναθροίζομαι σ’ ένα μέρος· συγκεντρώνομαι σε μεγάλη ποσότητα, αριθμό: όρισεν η ηγουμένη ... να κρούσουν το ξύλον να συναχθούν όλες οι αδελφές Γεωργίου ρήτορος, Αρχιληστ. 63· εσυνάζουνταν πολλοί άνθρωποι από την χώραν να ιδούν το πώς ο δείνας άνθρωπος έχει να λάβει θάνατον από ορισμόν του βασιλέως Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 10936· Κάμε ένα φανάρι με γυαλία ή κρύσταλλα ... και, όταν θέλεις να ψαρεύσεις, κατέβαζέ το εις την θάλασσαν και τότε συνάγουνται εις το φως όλα τα οψάρια Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 246· ηθέλησα πολλές φορές μαχαίριν να πιάσω,| να τ’ ακονίσω δυνατά και να σφαγώ ατός μου (παραλ. 1 στ.), να συναχθούν τα όρνεα να με διαμοιράσουν Περί ξεν. (Μαυρομ.) 225· έκαμεν (ενν. ο Θεός) αυτήν την ημέραν και εσυνάχθη (ενν. το νερόν) εις έναν τόπον όλο και εφάνηκεν όλη η γης Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 53v· (μεταφ.): θεωρώ εσυνάχθησαν του κόσμου οι πικρίες,| και εζυμώθησαν καλά με την χολήν εντάμα,| κι εις τον λαιμόν μου στέκονται και δαπανίζουσί με Περί ξεν. (Μαυρομ.) 240· (προκ. για στατιωτική δύναμη): Να τους ιδώ, αν δύνονται τώρα οι Μαλτεζάνοι| ν’ αντισταθούν τη δόξα μου, καθώς ο νους τους βάνει·| αν κάμουν και τη λέγα τους, όλοι να συναχθούσι,| δε θέλουν δυνηθούν ποτέ εμέ ν’ αντισταθούσι,| που έχω τόση δύναμη και άμετρο φουσσάτο Διακρούσ. (Κακλ.) 419. 2) Συμπιέζομαι, περιορίζομαι σε μικρότερο χώρο: πληρουμένης της γαστέρας, ήγουν γεμάτης ούσης των υγροτήτων μετά του πνεύματος, πληττομένη η γαστήρ από του κρούσματος, συνάσσεται ενδότερον τῃ αυτῄ γαστρί και βιαζόμενον το πνεύμα εξέρχεται από του γαργαρεώνος και των μυκτήρων Μάρκ., Βουλκ. 34927. 3) Συνέρχομαι σε σύσκεψη, συμβούλιο: εσυνήχθησαν πολλοί από τους αρχιερείς και ηνώθησαν μετά των κληρικών της μεγάλης εκκλησίας και σύνοδον εκάμαν, ποίον να κάμουν και στήσουν πατριάρχην Ιστ. πατρ. 1016· εσυναχθήκασι, στον τόπον εκαθήσαν| να κάμουσι κυβερνητήν όλοι κι αποφασίσαν.| Είπε καθείς την γνώμην του και κείνο οπού ξεύρει| και παρευθύς εκάμασι τον σερ Μπαστιά Βενιέρι Άλ. Κύπρ. 1710· ο γενεράλες κράζει| Ρωμαίους τότες Κρητικούς κι είπε να συναχτούσι| όλοι να δώσουνε βουλή, ογιά να διαλεχτούσι| δώδεκα για να κάμουνε πρώτους, για να μπορούσι| τα βάρη όλων των Ρωμιών εκείνοι να θωρούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 53525. 4) Συγκεντρώνομαι σε κ., επικεντρώνω την προσοχή μου: Εδά συνάξου, λογισμέ και λεπτινή μου γνώση,| και μίλιε, γλώσσα, φρόνιμα και ο νους μου ας θεμελιώσει Βεν. 1. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ενωμένος, συνδεδεμένος: διέστησαν δη τα πάλαι συνηγμένα Λέοντ., Αιν. (Brokkaar) VI5.τάσσιμον- το, Χούμνου, Κοσμογ. 895, 2348, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1520, Μορεζ., Κλίνη φ. 5r, v, 69v, 74v, 161r, κ.α., Ολόκαλος 2106, 2416, Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 457916· Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 185, 3432, Πιστ. βοσκ. IV 3, 8, 6, 70, 7, 175, V 6, 237, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́ 963· τάξιμο, Χρον. σουλτ. 4922, 25, 5813, 8620, Βεστάρχης, Πρόλ. Θεοτ. 14, 200, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 1136· τάξιμο(ν), Μαχ. 4808, 51420, Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 18714, I 27120, Μπερτόλδος 75, Χριστ. διδασκ. 74, 166, 254, Ροδινός (Βαλ.) 65, 146, 211, 212, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 7222, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 7812· τάξιμον, Ελλην. νόμ. 51610, 11, 5441 δις, 3, Ασσίζ. 275, 27524‑25, Σαχλ. B́ (Wagn.) PM 616, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 41 δις, Κυπρ. ερωτ. 1265, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 15063, 65, 15169, 71, 72, 15297, 153110, κ.α., Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 139, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 83, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. κδ́ 49, Πράξ. ιή́ 18, Πέτρ. Καθ. Επ. Β́ γ́ 9, 13· τάσσιμο, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1886, 1901, Μορεζ., Κλίνη φ. 7r, 85r, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 132‑33, 3528, Πιστ. βοσκ. IV 3, 187, V 4, 193, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 666, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 581, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 961, Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 65· τάσσιμο(ν), Φαλιέρ., Ιστ.2 163, Αχέλ. 2369, Μορεζ., Κλίνη φ. 55r, 137v, Πανώρ.2 Δ́ 402, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 33, Χορτάτζη, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 23, Πιστ. βοσκ. IV 2, 91, Σουμμ., Ρεμπελ. 177, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 1108, Δ́ 142· γεν. εν. ταξιμάτου, Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 63v· τασσιμάτου, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 452.
Από το τάσσω και την κατάλ. ‑ιμο(ν). Οι τ. τάξ‑ από το θ. αορ. του τάσσω/τάζω. Ο τ. τάξιμο και σήμ. Ο τ. τάξιμον στο Du Cange, όπου και λ. τάξιμα. Ο τ. τάσσιμο στο Βλάχ. (λ. τάσσημο) και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.). Η λ. στο Βλάχ. (λ. τάσσημον).
1) Δέσμευση, διαβεβαίωση, υπόσχεση α) ότι κάπ. θα δώσει κ. (υλικά πράγματα, δώρα, προίκα, κλπ.): Υιέ μου, βλέπε μη ταχθείς πράγματα να χαρίζεις,| εκείνα τά ουδέν κρατείς να ’ναι της εξουσιάς σου,| και θεραπεύσεις φίλον σου διά μόνης συντυχίας, και λείψει σου το τάξιμον, και θέλεις λαβείν ύβριν Σπαν. (Μαυρ.) P 289· των Ελλήνων την τιμήν, τον μέγαν Αχιλλέαν,| οπού τον δίδασιν πολύν ασήμιν και χρυσάφιν,| άλογα, κάστρη, πράγματα, νά βγει να πολεμήσει,| τέτοια τινά ταξίματα ουκ ήθελεν να πιάσει Σαχλ. B́ (Wagn.) P 38· αγάπη δεν λογάται,| εκείνη που για τάξιμον εύχολα λησμονάται Θησ. Έ́ [518]· β) ότι κάποιος θα κάνει κ. με τη θέλησή του: Κει οπού ποτέ το χέρι της δεν του ’δωκε ν’ απλώσει,| την ώρα κείνη σπλαχνικά, ογιά να ξετελειώσει| το τάσσιμο του γάμου τως και να ’χει πάντα ολπίδα,| αρχοντικά το επρόβαλε στη σιδερή θυρίδα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1461· Αυτά είναι τα ταξίματα των φιλοσόφων. Όχι μόνον δεν παίρνω την ελευθερίαν μου, αλλά και εις την φυλακήν όρισες να με βάλουν Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 23235· φρ. κάμ(ν)ω τάσσιμο = παίρνω όρκο: τέσσερις χρόνους σήμερο, και πλιο μου να γυρίσω| δεν ήβαλα στο λογισμό εις την πατρίδα οπίσω,| γιατί ’καμα ένα τάσσιμο να πα να παραδείρω,| και α δεν το βρω (ενν. το παιδί μου), με δίχως του πλιο εκεί να μη γιαγείρω Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 305· εις το ναό ευρέθηκε ένα ανθρωπαράκι| πολλώ χρονώ ...,| τ’ οποίο είχε κάμει τάσσιμο θάνατο να μη λάβει| παρά να πιάσει τον Ιησού και να τον περιλάβει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2240. 2) (Θεολ.) επαγγελία: Από το σπέρμα ετούτου (ενν. του Δαβίδ) ο Θεός, κατά το τάξιμόν του, εξανάστησεν εις το γένος του Ισραήλ τον Σωτήρα Ιησούν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ιγ́ 23· εις αυτόνον τον υιόν του Θεού και του Δαβίδ και της Παρθένου Μαρίας επληρώθησαν όλα τα τασσίματα απού ήκαμεν ο ουράνιος Θεός Μορεζ., Κλίνη φ. 9r· Το παρόν γράμμα ... έγραψεν ο Μωάμεθ ... προς όλους του έθνους του και της θρησκείας του, ως στερεόν και βέβαιον τάξιμον και υπόσχεσιν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 271. 3) α) Τάμα: Γονατιστοί στην Δέσποιναν ούτως παρακαλούσιν,| ζητούν της την βοήθειαν και τάξιμον ποιούσιν Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 862· Μία σουλτάνα θέλησε να πάει να προσκυνήσει| στη Μέκκα, που ’χε τάσσιμο, και πάλι να γυρίσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14612· (ως σύστ. αντικ.): Τάσσιμο ετακτήκασι (ενν. ο Ιωακείμ και η Άννα) να πα να προσκυνήσου| εις το ναό του Σολομό, παιδί για να γεννήσου Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1544· β) ανάθημα: Εχάθην η ευλάβεια σήμερο σα θωρούσι| τα μάτια μου απού τσι βοσκούς και τσι ναούς μισούσι.| Τρεις μήνες εδιαβήκασι κι εδώ να προσκυνήσει| κιανείς δεν ήρθε στη θεά και τάσσιμο ν’ αφήσει Πανώρ.2 Δ́ 200· χρυσίον και αργύριον, άτινα φέρουσιν πολλοί εις τάξιμον ή εις ευπρέπειαν των αγίων εικόνων Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. IV 384. 4) (Νομ.) α) υποχρέωση, δέσμευση: εκείνος οπού θέλει να λάβει γυναίκαν να ομόσει εις τα άγια ότι ουκ έχει γυναίκαν ζωντανήν, αρμασμένην ή χαρτωμένην, ουδέ συμπαμένον τάξιμον Ασσίζ. 11611· β) κλήση, κλήτευση· (εδώ ως σύστ. αντικ.): Παρίστανται οι πενθεροί ... έμπροσθεν του κριτού ή του επισκόπου, και ποιούν να τάξουν τον άνθρωπον οπού εδευτερογάμησεν ά́ τάξιμον, και εάν έλθει, δόξα τῳ Θεῴ, ειδουμή γε τάσσουν αυτόν και το δεύτερον· ομοίως αν ουκ έλθει ... και το τρίτον ... Και ταύτα πάντα γράφει ο νοτάριος και τα ταξίματα και τον αφορισμόν ως φυγόδικον Ελλην. νόμ. 57111‑12, 15.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η, Θησ. (Foll.) I 133, Πτωχολ. B 267· παρπατησιά· ?περβατησέ, Πανώρ. Γ́ 298 κριτ. υπ.· περιπατησία· περπατησία, Λίβ. P 1954, Θησ. Θ́ [454]· πορπατέ, Πανώρ. Γ́ 298· πορπατηξά, Πανώρ. Ά 426, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 742· πορπατηξιά, Βέλθ. 715· πορπατησία, Προσοψάς, Δράμα γενν. Τυφλού 214· πορπατησιά, Αχιλλ. L 560, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 744, Βεστάρχης, Πρόλ. Θεοτ. 67.