Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγαπώ,
- Σπαν. (Hanna) B 343, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 296, 302, Σπαν. (Legr.) P 48, 51, 174, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 24, 33, Προδρ. (Hess.-Pern.) II G 103, III 398, Ασσίζ. (Σάθ.) 2755, 4837, Ιερακοσ. (Hercher) 50212, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 569, Διγ. (Καλ.) Esc. 282, 590, 960, Διγ. (Καλ.) A 255, 1317, 1957, Βέλθ. (Κριαρ.) 918, 958, 969, 971, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 276, 286, 288, 729, 982, 1805, 2511, 2658, 3134, 3306, 7078, 8444, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1349, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9613, Φλώρ. (Κριαρ.) 381, 594, Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 148, Απολλών. (Wagn.) 750, Αχιλλ. (Hess.) N 460, 920, Αχιλλ. (Haag) L 41, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 52, 239, Ιμπ. (Κριαρ.) 19, 316, 290, 360, Φυσιολ. (Zur.) XI 13, L2, Ch. pop. (Pern.) 174, 324, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 67, Ριμ. κόρ. (Pern.) 752 Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 4 (βλ. Papadim., Viz. Vrem. 1, 1894, 652 και Σαχλ., Αφήγ. σ. 213-214), Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 121 (βλ. και Ξανθ., Κρ. Λαός 1, 1909, 8), Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 332 (βλ. και Ξανθ., Παναθήν. 18, 1909, 180), Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1414, 178, 13, 183, 2214, 255, 384, 628,753, 10455, 1133, 9, 1195, 1234, 1567, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 1113, Συναξ. γυν. (Krumb.) 597, 946, 1103, 1104, 1177, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 214, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 39, Πεντ. (Hess.) Γέν. XXIV 67, XXVII 14, Λευιτ. ΧΙΧ 18, 34, Δευτ. VI 5, VII 13, X 12, XXIII 6, XXX 16, 20, XXXIII 3, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 14017, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 309, 3917, 696, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 8115, 12814, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 2610, 3512, 897, 901, 2, 19, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 374, 418, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1495, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 43, 207, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά́ 93, 99, Γ΄ 99, Δ́́ 3, 272, Έ́ 66, 74, 153, Βίος Δημ. Μοσχ. (Knös) 711, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 97, 1316, 1638, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 161, 186, 190, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33027, 3373, 35529, 36328, 36630, 36714, 38912 δίς, 3982, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1588, 1661, 2080, 2146, Β́́ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 461, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 1588, 1661, 2080, 2146, Β́́ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 461, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 48 (βλ. και Μανούσ., Κρ. Χρ. 8, 1954, 294 σημ. 8)· γαπώ, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 608, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 119, Ερωτόκρ. Ά́ 1959, Β́́ 150, Ευγέν. (Vitti) 181· αγαπώ ή γαπώ, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 389, 549, Βουστρ. (Σάθ.) 417, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 23, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 177, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 293, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 14, Έ́ 158· ηγαπώ, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5343, 5670, 6850, 8699· μτχ. ηγαπημένος, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 2072, Σπαν. (Hanna) A 6, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 3, 55, Σπαν. (Hanna) O 63, Διγ. (Καλ.) A 1959, Βέλθ. (Κριαρ.) 29, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3963, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 709, 8935, Διήγ. Βελ. (Cant.) 126, Φλώρ. (Κριαρ.) 381, Gesprächb. (Vasm.) 26379, Αχιλλ. (Hess.) N 1277, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 254, Ιμπ. (Κριαρ.) 39, 205, Μαχ. (Dawk.) 1428, 37017, 50424, 60430, Ch. pop. (Pern.) 306, 311, 355, 441, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 386, Συναξ. γυν. (Krumb.) 429, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 24, 69, 112, 119, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 61 (βλ. και Πολ. Λ., Μετά Άλ. σ. 45), Βεντράμ., Γυν. (Knös) 91, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 40, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 11, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 62, Γ́́ 323, Έ́ 449, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 188, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32219, Θυσ. (Μέγ.)2 329, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ́́ 1, δ́́ 59, 89, Ροδολ. (Μανούσ.) Έ́ 254, Λίμπον. (Legr.) Αφ. 34, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 5267, 5645, 57315· αγαπημένος, Ασσίζ. (Σάθ.) 23316, Μαχ. (Dawk.) 2019, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 537, Πεντ. (Hess.) Δευτ. ΧΧΙ 15, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 10534, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XII 39, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) 517 φ. 336β 18, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 16, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 381, 503, 507, Γ́́ 92, Δ́́ 388 Έ́ 349, Ερωφ. (Ξανθ.) Β́́ 6, Γ́́ 28, 98, 297, Έ́ 287, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 171, 185, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 859, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Δ́́ 19, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 41, χορ. Δ́́ 60, Έ́ 1345, Φορτουν. (Ξανθ.) Έ́ 115, 159, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 24720, 5038, 5305, 54410· γαπημένος, Ιμπ. (Legr.) 232.
Το αρχ. αγαπώ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Αισθάνομαι αγάπη, έχω φιλικά αισθήματα (για κάποιον) (πβ. ΙΛ στη λ. 1): και να αγαπήσεις εις τον σύντοφό σου σαν εσέν Πεντ. Λευιτ. ΧΙΧ 18· Φραστικός τρόπος· «παρακαλώ»: αν έλθει η δείνα πώποτε να κάτσει εις τον πυλώνα| ραβδέας καλάς, αν με αγαπάς, και διώξε τον απέκει Προδρ. ΙΙΙ 398· β) αισθάνομαι συμπαθεια (για κάποιον), δείχνω συμπάθεια (σε κάποιον): και να αγαπάσαι ως συμπαθής και δίκαιος, παιδί μου Σπαν. P 174· από μεγάλους και μικρούς ήτον ηγαπημένος Δεφ., Σωσ. 40· ίνα σοι συνήθης γένειται (ενν. ο ιέραξ) και ευχείρωτος και αγαπηθείς παρ’ αυτού Ιερακοσ. 50212· και αν με δει ότι να μιλήσω| γραίαν γυναίκα να αγαπήσω Συναξ. γυν. 946· γ) συμπονώ: αυτές ένι οι υπόληψες των πρωτινών ανθρώπων …,| οπού ’γαπούσαν τ’ αρφανά και επανδρεύασίν τα Γεωργηλ., Θαν. 608· δ) ευνοώ: Να θυσιάσει στους θεούς διά να τον αγαπούσι,| για να μην του προσοργισθούν, να τον καταποντίσουν Χούμνου, Π.Δ. VIII 67· και να σε αγαπήσει (ενν. ο Θεός) και να σε ευλογήσει και να σε πληθύνει Πεντ. Δευτ. VII 13· ε) είμαι αφοσιωμένος, σέβομαι: Ποίος να θαρρέσει εις αυτούς, όρκον να τους πιστέψει,| αφόν τον Θεόν ου σέβονται, αφέντη ουκ αγαπούσι; Χρον. Μορ. (Καλ.) H 729· και να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου· Πεντ. Δευτ. VI 5· διατί πολλά το χαίρεται όταν τον προσκυνάεις| και τους αγίους αγαπάς Ιστ. Βλαχ. 1638. 2) α) Αισθάνομαι έρωτα (για κάποιον), αγαπώ ερωτικά (κάποιον) (πβ. ΙΛ στη λ. 2): Το ’δεισ σου μπορεί να ποίσει (παραλ. 1 στ.) τον Έρωταν ν’ αποθάνει και τον Χάρον ν’ αγαπήσει Κυπρ. ερωτ. 1234· Πάντα, κυρά μου, εγάπουν σε Ερωτοπ. 549· τυφλά προπάτιε στη φιλιά, τυφλή ’τονε στα πάθη,| τυφλά πασπάτευγε να βρει, τόν αγαπά να μάθει Ερωτόκρ. Ά́ 1588· φρ. αγαπώ αλλού = αισθάνομαι ερωτικό αίσθημα για άλλο πρόσωπο (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α): κατέχω και αγαπάς και αλλού. Και είς οπού διγνωμίζει| πώς ημπορεί τον πόθο ντου καθάρια να κρατίζει; Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 553· β) αισθάνομαι τον ερωτικό πόθο: Η γιὄχεντρα, όνταν αγαπά, ποσώς δε φαρμακεύγει,| μα δω κι εκεί το ταίρι τζη με προθυμιά γυρεύγει Πανώρ. Γ́́ 99· Μα γιάντα λέγω τα θεριά; και τα δεντρά ’γαπούσι·| για κείνο δεν καρπίζουσι, μαζί ά δε φιλιαστούσι Πανώρ. Γ́́ 107. 3) α) Αισθάνομαι κλίση για κάτι, μου αρέσει κάτι, βρίσκω ευχαρίστηση (σε κάτι) (πβ. αγάπη 7 και ΙΛ στη λ. 5γ και ε): ακρίδας ου σιτεύομαι, ουδ’ αγαπώ βοτάνας Προδρ. ΙΙ 6 103· Δεξιώτης ήμουνε καλός κι αγάπου το κυνήγι Πανώρ. Δ́́ 3· Κι αν αγαπάς διά να ακούς πράξεις καλών στρατιώτων Χρον. Μορ. P 1349· Ηγάπα δε περί πολλού τους νέους να τους έχει Ιμπ. 19· β) δέχομαι, επιδοκιμάζω, εκτιμώ (κάτι): πάλιν εζήτησεν ούτος τον ορισμόν μας τον άγιον να υπάγει εις την Αγίαν Ανάστασιν να προσκυνήσει … και ηγαπήσαμεν ει τι εζήτησες και επληρώσαμέν το Ορισμ. Μαμελ. 9613· Ακούσων ταύτα οι άπαντες … | εις σφόδρα το αγαπήσασιν, εστέρξαν κι αφυρώσαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 982· Ο Θεός το κατά δύναμιν θέλει και αγαπά το| και στρέφει τό εισέ καιρόν πάλιν επταπλασίως Κομν., Διδασκ. Δ 302. 4) Επιθυμώ, θέλω (πβ. αγάπη 8α και ΙΛ στη λ. 5α): εις τον Ευφράτην ποταμόν ηγάπησεν να κατοικήσει Διγ. Άνδρ. 3982· και τη Λουγρέτζ’ αγάπησεν δυνάστιο διά να πάρει Βεντράμ., Φιλ. 214· ηγάπησεν κι εθέλησεν και εγίνετον στρατιώτης Αχιλλ. L 41· να της τον δώσω και να ζει ως αγαπά και θέλει. Βέλθ. 971. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) α) Αγαπητός, προσφιλής: Τέκνον μου ποθεινότατον, παιδίν μου ηγαπημένον Σπαν. A 6· κι εσύ παιδάκι μου ακριβό, πολλά μου αγαπημένο Φορτουν. Έ́ 115· β) ιδιαίτερα αγαπητός, ευνοούμενος: Μαρία, μάννα του Θεού …, | με τους αγαπημένους σου ας είν’ κι αυτός ομάδι Π. Ν. Διαθ. 517 φ. 336β 18· γ) που αρέσει σε κάποιον, που προκαλεί ευχαρίστηση: κι εσείς μου μυζηθρόπιτες πολλά μου ηγαπημένες Κατζ. Ά́ 62· το δώρο τάχα δέχεται ωσάν ηγαπημένον Φλώρ. 381. 2) Που φανερώνει έρωτα: Τα μάτια τα περήφανα σ’ εμένα να γυρίσει| κι αν σπλαγχνικά δεν τα βαστά, γλυκιά κι αγαπημένα,| κι αν άσπλαγχνα θέλουν φανεί, σκληρά και θυμωμένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ 41. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = 1) Αυτός που έχει κάνει συνθήκη ειρήνης (πβ. αγάπη 6): Τότε ήρθανε χριστιανοί από τα μέρη της αγίας Μαύρας και από άλλους αγαπημένους Χρον. σουλτ. 10534. 2) Φίλος [Η σημασ. και στο Ον. Δανιήλ. (Drexl) 1]: πως με τσ’ αγαπημένους του επήε στο κυνήγι| και με τσι συνανάθροφους … σμίγει Ερωτόκρ. Ά́ 859 (πβ. αγαπητικός Β 1, αγαπητός ως ουσ.). 3) Σε προσφών. προκ. για το αγαπημένο πρόσωπο: Μα ο Ροδολίνος με γλυκιά κανάκια «μη φοβάσαι»,| τσ’ είπεν, «ηγαπημένη μου, κι ωσάν καλύτερά ’σαι» Ροδολ. (Μανούσ.) Έ́ 254.αγνάντια,- επίρρ., εναντία, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 987, 1063, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. Γ́́ 109· ενάντια, Ασσίζ. (Σάθ.) 32725, Αχέλ. (Pern.) 753, 762, 771, 1211· αγνάδια, Χρον. Τόκκων 2535· αγνάντια, Θρ. Κων/π. (Παπαδ.-Κερ.) H 102, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 102, Πεντ. (Hess.) Δευτ. XXVIII 66, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 13419, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 374· ανάντια, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) III 26, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 323, Πορτολ. A 135, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 8415, 36, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 143, Β́ 183, Γ́́ 557· ανάδια, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 176, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 392, 1108, 1693, 1707, Β́́ 208, 311, 546, 758, 1051, 1538, Δ́́ 1797, Θυσ. (Μέγ.)2 913, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 43719, 48511.
Το αρχ. επίρρ. εναντία. Ο τ. αγνάντια από τη συνεκφ. τα εναντία> ταϊνάντια> ταjνάντια> τ’ αγνάντια (Ανδρ., Λεξ.). Για τον τ. ανάδια βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 96 και Χατζιδ., Αθ. 25, 1913, 294. Κατά Kretschmer, Lesb. Dial. 174 από το *εκνάντια. Ο τ. ανάντια σε έγγρ. του 1610 (Μαυρομάτης, Θησαυρ. 17, 1980, 288) και σήμ., καθώς και οι τ. αγνάντια και ανάδια (ΙΛ λ. αγνάντια). Τ. αγνάντις σε έγγρ. του 1666 (Έγγρ. μον. Φιλοσ. 118)· σήμ. τ. αγνάντι ιδιωμ.
1) α) Απέναντι, αντίκρυ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 1): να περπατούν τα κάτεργα στου Γαλατά τους κάμπους,| αγνάντια εις το Σκούταρι, στον Άγιον Κωνσταντίνον; Θρ. Κων/π. B 102· Ανάδια μου να σε θωρώ έβγαλε το μαχαίρι| και σίμωσέ μου το κοντά, να σε φιλώ στο χέρι Θυσ.2 913, ώσπερ το φως το τρομικόν των καθαρών υδάτων,| όταν σελήνη ή ήλιος βρεθεί ενάντιά των Αχέλ. 771· (με αιτιατ.): πήγαν και ετέντωσαν αγνάδια την Άρταν Χρον. Τόκκων 2535· β) απευθείας, καταπρόσωπο: αυτοί που τους πονούν τα μάτια| τον ήλιον δεν θέλωσιν να τον ιδούν αγνάντια Στ. αμαθ. (Μιχ.) 16. 2) Εναντίον, με εχθρική διάθεση: και τότε ή από φθόνον τους ή δεν τον εξανοίξαν| οι Τούρκοι μίαν κοπανιάν ενάντιά του ρίξαν Αχέλ. 753· θωρώντας πως και ο καιρός του πάγει εναντία Παλαμήδ., Βοηβ. 1063· λοιπόν θωρώντας ο μπασάς κι οι άρχοντες οι άλλοι (παραλ. 1 στ.) μικρόν καστέλι σαν αυτό να στέκει ενάντιά τους Αχέλ. 762· Γιατί η Ήρα η θεά και η Πάλλα να συντράμου| κτάσσουνται εναντία σας ογιά να γδικιωθούσι Φορτουν. Ιντ. Γ́́ 109.άδικα,- επίρρ., Ασσίζ. (Σάθ.) 182, 1913, 6819, 1019, 1542, 1758, 18712, 20929, 26219, 35110. Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3861, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 407 (έκδ. άδικα· Πολ. Λ., Πριν Άλ., σ. 176, διόρθ.: αδίκως), Διήγ. Βελ. (Cant.) 544, Λίβ. (Lamb.) Sc. 878, Λίβ. (Wagn.) N 1770, Μαχ. (Dawk.) 2502, 6568, 66629, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XII 50, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 95, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 851, 909, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 9325, 15312, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 2410, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 407, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 381, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 115, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 231, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 496, 708, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 310, 756, 9214, 1356, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 361, Σταυριν. (Legr.) 22, 1094, 1165, 1252, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ́́ 1060, 1140, 1678, Δ́́ 513, 526, 954, Έ́ 352, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ́́ 190, 470, 547, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 156β, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 26717, 4319 (βλ. άδικο(ν)· διόρθ. Ξανθ., BZ 18, 1909, 596), 49620, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11121.
Από το επίθ. άδικος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Παρά το δίκιο, χωρίς δίκιο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Και όσα περισυνάξασιν άδικα, να τα στρέψουν·| πτωχούς, γυμνούς, αδύνατους και ορφανά να θρέψουν Πένθ. θαν. N 407. 2) α) Χωρίς να το αξίζει (κανείς) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α): Πόσα κοράσια άδικα δεν είναι πανδρεμένα,| διατί τα συκοφαντήσασι κι είν’ κατηγορημένα Δεφ., Λόγ. 469 (πβ. άδικος 2)· β) χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ανάξια: κι άμε και μην πρικαίνεσαι· θώριε καλά είντα κάνεις,| μη βάνεις λογισμούς κακούς, κι άδικα ν’ αποθάνεις| και με καιρόν οι δυσκολίες ολπίζω να τελειώσουν Ερωτόκρ. Γ́́ 1678· να πιάσεις να φαρμακευτείς άδικα και χωστά μου Ροδολ. (Μανούσ.) Δ́́ 470· γ) μάταια, του κάκου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2β): Κάποιος ένας άνθρωπος ηγόρασεν αράπη (παραλ. 1 στ.) κι επήγαινέ τον στα λουτρά πάντα και έτριβέ τον (παραλ. 1 στ.). Εκείνος ακ την φύση του ν’ αλλάξει δεν ημπόριε,| μόν’ άδικα αφέντης του εκείνον ετιμώριε Αιτωλ., Μύθ. 756.αιφνίδια,- επίρρ., Hist. imp. (Mor.) 100, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 2619, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 238, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 32, 147, Χίκα, Μονωδ. (Μανούσ.) 3425, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 41214, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1496, Γ΄ 557, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ΄ 423, 500, 1216· αφνίδια, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4712, 4759, 4813, 5364, 7042, 9102, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 4712, 4759, 9019, Φλώρ. (Κριαρ.) 1632, Θησ. (Foll.) I 1044, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 9634, 13122, Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 98, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ΄ 1037, Ε΄ 165, 268, Θυσ. (Μέγ.)2 1069, Ευγέν. (Vitti) 1456, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 472, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ 12, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 60, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 267, 503, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ 340, Δ΄ 423, 611· ’φνίδια, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 256.
Από το επίθ. αιφνίδιος. Ο τ. αφνίδια και σήμ. (ΙΛ).
Ξαφνικά, απροσδόκητα: Και μίαν ημέραν, αφνίδια, ευρέθη αποθαμένος, χωρίς αστένειαν ή πόνον ή στενοχωρίαν Χρον. σουλτ. 13122· Εκείνο οπού γύρευγα και ουδ’ ηύρισκα ποτέ μου,| αιφνίδια κι ανεπόλπιστα σήμερον ήλαχέ μου Ερωτόκρ. Α΄ 1496. —Συνών.: αιφνιδώς, ακαρτέρετα. — Πβ. και αιφνηδόν, αιφνίδιον, αιφνιδιού.αιχμαλωτεύω,- Τρωικά (Praecht.) 52518, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 348, Διγ. (Καλ.) Esc. 99, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 3018, Διγ. (Καλ.) A 421, 4254, Βίος Αλ. (Reichm.) 2744, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2817, Λίβ. (Lamb.) Esc. 4004, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 567, 593, 596, Χρησμ. (Λάμπρ.) 119, Αλφ. (Κακ.) 1417, Μαχ. (Dawk.) 815, 17, 19, 104, 6228, 11217, 1724, 20832, 36019, 43627, 4669, 6283, 67828, Δούκ. (Grecu) 614, 10312, 27912, 32324, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 215, 830, 10830, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 125, Έκθ. χρον. (Lambr.) 4010, 7120, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 44, 100, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 13128, Ανων., Ιστ. σημ. (Σάθ.) ρμα΄, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 242, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32120· αιμαλωτεύω, Μαχ. (Dawk.) 1724· αμαλωτεύω, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 342, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧIV 14, XXXI 26, XXXIV 29, Έξ. ΧΧΙΙ 9, Αρ. ΧΧΧΙ 9, Δευτ. ΧΧΙ 10· αμαλωτεύγω, Πεντ. (Hess.) Αρ. XXIV 22.
Το μτγν. αιχμαλωτεύω.
1) α) Πιάνω κάποιον αιχμάλωτο, αιχμαλωτίζω (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S): Και εχαλάσαν πολλές χώρες και κάστρη και αιχμαλωτεύσαν τον λαόν Μαχ. 817· Κόρην αιχμαλωτεύσατε την αδελφήν μας τώρα| και ταύτην μην ευρίσκοντες δεν θέλομεν να ζούμε Διγ. A 421· Και άκουσεν ο Αβράμ ότι αιχμαλωτεύτην ο αδελφός του, και αρμάτωσεν τα παλληκάρια του ... και έδραμεν ως τη Δίαν Πεντ. Γέν. XIV 14· ότι να έβγης εις τον πόλεμο ιπί τον οχτρό σου και να τον δώσει ο κύριος ο Θεός σου εις το χέρι σου και να αμαλωτέψεις την αμαλωσιά του Πεντ. Δευτ. ΧΧΙ 10· β) αιχμαλωτίζω, κυριεύω ψυχικά: κόρη, τον ηχμαλώτευσεν ο πόθος δι’ εσέναν Λίβ. Sc. 2817. 2) α) Αρπάζω, οικειοποιούμαι: Διότι οι Σαρακηνοί το νησσίν αιχμαλωτεύσαν το και ευρέθησάν του και δύο χιλιάδες δουκάτα χρυσά και επήραν τα Μαχ. 67828· Και πάντα τα εκείσε τα μεν ηχμαλώτευσε, τα δε κατέκαυσε και ηφάνισεν Σφρ., Χρον. μ. 10830· β) (προκ. για ζώα ή πράγματα): Ότι να δώσει ανήρ προς τον σύντροφό του γαδούρι γή ( = ή) βόδι γή πρόβατο και παν χτηνό να φυλάξει και απέθανεν γή ετσακίστην γή αμαλωτεύτην Πεντ. Έξ. ΧΧΙΙ 9. 3) Καταλαμβάνω, κατακτώ: Θωρώντα ο αφέντης της Σπάρας πως το δελοιπόν στόλος δεν εφάνην, αιμαλώτευσεν την Τρίπολιν και εστράφησαν εις την Κύπρον Μαχ. 1724· Εκρούσευσαν γαρ τα πέριξ καστέλια και ηχμαλώτευσαν αυτά Έκθ. χρον. 7120. — Πβ. και αιχμαλωτίζω.αιχμαλωτίζω,- Γλυκά, Αναγ. (Ευστρ.) 254, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 55410, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1623, 3304, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 275, Chron. br. (Loen.) 18, Βίος Αλ. (Reichm.) 1928, 2625, 3333, Αχιλλ. (Hess.) N 180, 588, 639, 653, Αχιλλ. (Hess.) L 103, 459, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 243, Πανάρ. (Λαμψ.) 6812, Λίβ. (Μαυρ.) P 1371, 1374, 1383, 1417, Λίβ. (Lamb.) Sc. 285, 288, 298, 357, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1411, 3983, Λίβ. (Wagn.) N 1259, 1267, 1323, 1371, 1721, Καναν. (PG 156) 65A, 65D, 69C, 80D, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) Πρόλ., Μαχ. (Dawk.) 4444, Δούκ. (Grecu) 33710, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 11418, 1169, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 344, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 2221, 7211, 7413, 1679-10, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33116, 33614, 37132· ’χμαλωτίζω, Τριβ., Ταγιαπ. (Irmsch.) 232, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ΄ 863, Διακρούσ. (Ξηρ.) 719, 1059.
Το μτγν. αιχμαλωτίζω. Η λ. και σήμ. ως λόγ. και ως δημ. στο Λιβύσσι (Λυκίας) (ΙΛ).
I. Ενεργ. 1) Πιάνω κάποιον αιχμάλωτο (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S και σήμ, ΙΛ στη λ. 1): Αλλά δη και αυτοί οι Τούρκοι ... τους μεν ηχμαλώτιζον τους δε απέκτεινον, τους δ’ αυθέντας και τους άρχοντας κατεγέλων Σφρ., Χρον. μ. 11418· Ορίζει αιχμαλωτίζουν τους και σιδηρώνουσίν τους Αχιλλ. N 588· ήκαψε δάση και χωριά κι ανθρώπους ’χμαλωτίζει Ερωτόκρ. Δ΄ 863· αυτός ην ο προ τεσσάρων ετών ελθών εν τῃ Λέσβῳ και αιχμαλωτίσας αιχμαλωσίαν άπειρον Δούκ. 33710· και έκλαιεν εκείνον οπού την ήρπασεν από τους γονείς της και έφερέν την εκεί να αιχμαλωτισθεί Διγ. Άνδρ. 37132· και καθ’ εκάστην τους εχθρούς πάντα να πολεμούμεν,| να τους αιχμαλωτίζομεν και να τους κατελούμεν Αχιλλ. N 653· παρού ότι αιχμαλωτίζομαι διά πόθον ιδικόν σου Λίβ. N 1371. (πβ. ιδιάζουσα χρήση): Σοφιαν., Παιδαγ. (Legr.) 105. 2) α) Υποδουλώνω, κυριεύω: Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως. Ηχμαλωτίσθη δε υπό των Τούρκων Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. Πρόλ.· όπως δουλώσομεν τους Ρωμαίους και αιχμαλωτίσομεν και την Πόλιν Καναν. 69C· να πάρομεν και να αιχμαλωτίσομεν την Κερυνίαν Μαχ. 4444. β) κυριεύω, κατακτώ (μεταφ.): το κάστρον της καρδίας μου μόνη να το υποτάξεις| και αυθεντικά να το διαβείς, τον πύργον της ψυχής μου,| του φθόνου το επιβούλευμα να λείψει από την μέσην| και από το αιχμαλωτίζομαι να λάβω ελευθερίαν και όσα πονώ να τα χαρώ, να μη νικήσει ο φθόνος Λίβ. Sc. 298· και το πτερό σου οπού πετά και αιχμαλωτίζει ανθρώπους Λίβ. Sc. 3983. 3) Λεηλατώ: να αιχμαλωτίσουν τα χωρία και να σφαγούν ανθρώποι Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1623· τες χώρες σου κουρσεύουν,| καταπατούν και καύτουν τες, αιχμαλωτίζουσίν τα Αχιλλ. L 103· να λυπηθεί από καρδιάς και να αναστενάξει| και τα λοιπά περίχωρα πώς αιχμαλωτισθήκαν| από το γένος των Τουρκών και καταρημασθήκαν Διακρούσ. 719. 4) (Προκ. για πράγματα) αρπάζω, οικειοποιούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): αιχμαλωτίσας πάμπολλα πρόβατα της Περσίδος (παραλ. 2 στ.) προσέταξεν ακολουθείν όπισθεν στρατοπέδου Βίος Αλ. 3333· Έρριψαν δε και πολλά ων εκείθεν ηχμαλώτισαν μη έχοντες φέρειν αυτά Ιστ. πολιτ. 7413. 5) Συλλαμβάνω, κατακτώ κάτι (διανοητικώς): τούτον τον λόγον ει μεν τις ούτω απλώς νοήσει,| προς μόνον το φαινόμενον, ουδέν σπουδαίον έχει (παραλ. 6 στ.)· εγώ δε τούτο το ρητόν πιστώς αιχμαλωτίζων| εις εκδοχήν ανάγομαι τούτου τιμιοτάτην Γλυκά, Αναγ. 254. II. (Παθητ.) δε σημειώνω ανάπτυξη, πρόοδο, μαραζώνω: τα μεν ουν σωματικά ηύξανεν ως αι ημέραι ..., τα δε ψυχικά λίαν ηχμαλωτίζετο και εις άκρον επτώχευε Εξήγ. πέτρ. 275. Η μτχ. παρακ. ως επίθ. = σκλάβος, δούλος: Διά αιχμαλωτισμένη σε επήρα από τους εδικούς σου και έγινες αυθέντρια Διγ. Άνδρ. 33116· Τότε λοιπόν εβγαίνασιν ως αιχμαλωτισμένοι, μαύροι και ολολύπητοι και καταδικασμένοι Διακρούσ. 1059. — Πβ. και αιχμαλωτεύω.ακρίβεια- η, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 412, Διγ. (Καλ.) A 864, Βέλθ. (Κριαρ.) 440, 611, Ωροσκ. (Λάμπρ.) 413, 16, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 253, Ανων., Ιστ. σημ. (Σάθ.) ρμα΄, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 63, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 34, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 182 κα΄· ακριβεία, Μαχ. (Dawk.) 5246, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 58· ακριβειά, Ch. pop. (Pern.) 497, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 191, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ΄ 205, Ερωφ. (Ξανθ.) Γ΄ 374, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 71.
Το αρχ. ουσ. ακρίβεια.
1) α) Ακριβολογία (Η σημασ. αρχ.· βλ. και Preisigke-Kiessling στη λ. 1· και σήμ. στην Κάτω Ιταλία, ΙΛ στη λ. 1): και τα άνωθεν δηλωθέντα ου πάντα ελέχθησαν κατά λεπτόν ή ακρίβειαν Βίος οσ. Αθαν. 253· β) προσοχή, επιμέλεια (Η χρήση όχι μόνο αρχ., αλλά και στον Πορφυρογ., Έκθ. [Vogt] Β΄ 137 και στον Κεκ., Στρατ. (Wass.-Jern.) 51, 2924, 3026, 4315, 757, 7914, κλπ.): Ας ίδω εις ακρίβειαν λοιπόν και ας προσέξω| τας πικρογλυκοχάριτας του Ερωτοκάστρου τούτου Βέλθ. 440· γ) φροντίδα, έγνοια: σε πάντες έχομεν ψυχήν και θυμηδίαν μόνην·| και τούτο ακρίβειαν έχομεν, ίνα κακόν μη πάθεις Διγ. Τρ. 412· δ) καθιερωμένος, δίκαιος κανόνας, δικαιοσύνη (Χρήση ανάλογη στον Πορφυρογ., Έκθ. Α΄ 83· πβ. το ακρίβεια νόμων στον Ισοκράτη 7, 40): Έχω ορισμόν και θέλημα και μετά ακριβείας| να κρίνω και να στοχαστώ την καθεμιάν ως πρέπει Βέλθ. 611. Πβ. ακριβά ε. 2) Φιλαργυρία, τσιγκουνιά (Η σημασ. μτγν.· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. 3. και Sophocl.· και σημερ., ΙΛ στη λ. 2): έπεψέν τους να πα ν’ αγοράσουν σιτάριν διά το κάστρον και διά την ακριβείαν τους εκρατήσαν τα καρτζά (= τα χρήματα) και το κάστρον έμεινεν εύκαιρον Μαχ. 5246· Ετύφλανεν η ακριβειά το φως τωνε περίσσα| και πάσα στράτα τσ’ αρετής σε μια μεράν εφήσα Πανώρ. Δ΄ 205· Δυο πράγματα με βλάφτουσι: η γιἀκριβειά η μεγάλη| τ’ αφέντη μου οχ τη μια μεριά ... Κατζ. Α΄ 101. Πβ. ακριβός 2α. 3) Υπερβολική επιθυμία (κάποιου πράγματος): Του πλούτου αχορταγιά, τση δόξας πείνα·| του χρυσαφιού ακριβειά καταραμένη Ερωφ. Γ΄ 374. Πβ. ακριβός 2β. 4) α) Ακρίβεια, ύψωση στις τιμές (Η σημασ. και σήμ. κοινή και σε ιδιώμ., ΙΛ στη λ. 4): της δε πολυποθήτου ωνής του σίτου ... πληθυσμός έσται μετά ακριβείας Ωροσκ. 413. Πβ. ακριβός 3· β) εποχή ακρίβειας: Εις ακριβειά μ’ εφίλησες και σε φθηνειά μ’ αφήσες| κι εγώ τον Θιόν παρακαλώ πάλε ακριβειά να γένει Ch. pop. 497. 5) α) Έλλειψη καρπών, σιτοδεία (Η σημασ. αρχ. και σήμ. σε ιδιώμ., ΙΛ στη λ. 3): Το έγραψα διά κινναβάρεως διά να εγνωρίζεται πως έγινε μεγάλη ακρίβεια Κώδ. Χρονογρ. 63· β) εποχή έλλειψης καρπών, σιτοδείας: Περί τιμουλκοσιώντων οπού αποθηκιάζουν γέννημα και πουλήσουν εις την ακρίβειαν Βακτ. αρχιερ. 182 κα’. — Για τις σημασ. βλ. και Βλάχ., λ. ακρίβεια και ακριβειά.ακριβός,- επίθ., Ασσίζ. (Σάθ.) 3637, Διγ. (Καλ.) A 1533, 1536, Βέλθ. (Κριαρ.) 643, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 635, Ερμον. (Legr.) Z 220, Ω 341, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2463, Gesprächb. (Vasm.) 5727, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 479, Λεξ. (Miller) IV 667, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 536, Αχιλλ. (Haag) L 1034, Αχιλλ. (Hess.) L 1014, Ιμπ. (Κριαρ.) 229, Χρον. Τόκκων (Schirò) 2153, Rechenb. 8613, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 838, 1018, Μαχ. (Dawk.) 22, 2211, 4628, 20020, 28632, 37829, 4361, 4, 43621, 5043, 5248, 53219, 56226, 63826, Θησ. (Foll.) I 89, 132, 136, 138, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [573], Δ΄ [691], Ε΄ [13], [998], Ϛ΄ [682], Θ΄ [594], [763], Ι΄ [31], [302], Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 125, 1119, Βουστρ. (Σάθ.) 419, 432, 461, 476, 477, 498, 505, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 416, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1321, Πικατ. (Κριαρ.) 237, Ριμ. Απολλων. (Morgan) 324, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 118, 255, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 137, 172, 289, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 188, Τριβ., Ταγιαπ. (Irmsch.) 292, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 9226, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 7, Β΄ 149, 208, Γ΄ 7, 342, 396, 459, Δ΄ 46, 185, Ε΄ 56, 244, 300, 444, Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 507, Γ΄ 365, Δ΄ 370, 388, Ερωφ. (Ξανθ.) Πρόλ. Χάρου 61, Α΄ 309, 316, 341, Ιντ. α΄ 79, 106, 127, 132, β΄ 180, γ΄ 20, 33, 135, 418, δ΄ 439, 1238, ε΄ 445, 449, 467, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 2, 119· 3, 227· 4, 111· II 1, 163· 2, 33· 2, 59· 3, 12· 5, 1· III 1, 14· 5, 95· 7, 31· IV 1, 9· 2, 72· 2, 75· 5, 259· 5, 310· 7, 63· V 1, 45· 2, 1· 5, 364· 6, 96· 6, 299· 7, 387, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 675, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 44, 1338, 1410, 1563, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 40626, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 24, 73, 677, 1019, 1129, 1530, 2053, Β΄ 126, 129, 2381, Γ΄ 143, 949, Δ΄ 1844, Ε΄ 43, 83, 555, 1135, Θυσ. (Μέγ.)2 274, Ευγέν. (Vitti) 1229, 1274, 1422, 1451, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 39, 287, 328, Ιντ. α΄ 19, β΄ 78, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β΄ 135, 140, Γ΄ 19, 45, 72, Δ΄ 95, 149, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 30, 47, 62, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ 36, 233, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ 818, Β΄ 105, 128, 378, 634, 1046, Γ΄ 9, 14, 363, 659, 894, 1156, Χορ. γ΄ 44, Δ΄ 133, 375, 1127, 1204, 1262, 1407, 1418, 1499, 1522, Χορ. δ΄ 5, Ε΄ 78, 499, 1166, 1167, 1244, 1262, 1312, 1650, 1652, Λίμπον. (Legr.) Αφ. 50, 168, 450, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 146, Β΄ 68, 229, 478, Γ΄ 414, Δ΄ 104, 420, 513, 549, 577, Ε΄ 85, 89, 115, 150, 172, 202, 291, 345, 347, 410, Ζήν. (Σάθ.) Α΄ 191, Γ΄ 145, Ε΄ 268, Διγ. (Lambr.) O 712, 867, 1041, 1871, 1992, 1997, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14216, 14412, 16510, 39824, 53615.
Από το αρχ. επίθ. ακριβής. Για το μεταπλασμό σε δευτερόκλιτο επίθ. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 10, Χατζιδ., Αθ. 24, 1912, 340, και 43, 1931, 38. Για την πιθ. ύπαρξη τ. ακριβός (αντί ακριβής) πβ. το ακριβότερον (αντί ακριβέστερον) (Sophocl., λ. ακριβώς 1).
1) (Προκ. για ενέργεια) ακριβής, σωστός, φροντισμένος, λεπτολόγος, λεπτομερειακός (πβ. Lampe, Lex., λ. ακριβής 1): ... μετά ερεύνης ακριβής σκοπών καλώς τα πάντα Βέλθ. 643· Και είναι ακριβότερος εκείνος ο λογαριασμός του σκοπού παρού εκείνου οπού γίνεται με την τέχνην Rechenb. 8613. 2) α) Φιλάργυρος, τσιγκούνης (Για τη σημασ. πβ. Δημητράκ., λ. ακριβής 3 και ακριβώς, καθώς και το ακριβώς διαιτάσθαι του Ανδοκίδη 4, 32): Θεωρείτε οι ακριβοί πως ξοδιάζουν περίτου παρά τους φτηνούς Μαχ. 43626· Ότι μακάρι οι ακριβοί να μεν εγεννούνταν, ότι η λύσσα της φιλαργυρίας πολομά τους ανθρώπους δαιμόνους Μαχ. 5248· Η Πουλισένα είν’ ακριβή κι εις το τορνέσι αράσσει Κατζ. Γ΄ 7· Κι είμαι σαν έναν ακριβό πὄχει τσι θησαυρούς του| χωσμένους ’ς τόπο αδυνατό Ερωφ. Γ΄ 135 (Για τη σημασ. πβ. Poèm. hist. 294534)· Ω Ρωμαίοι ακριβοί, ... σας εζήτα ο βασιλέας σας δανεικά και δεν τα δώσετε να βοηθήσει την χώραν σας Χρον. σουλτ. 9226· β) άπληστος: πότ’ ένας ακριβός την πεθυμιάν του| χορταίνει με τα πλούτη; Ερωφ. Γ΄ 418· ωσά γυναίκα δε μπορεί και αυτή να ξεσειρίσει,| οπού εύκολα γυρίζουσι και λογισμόν αλλάσσου,| περιττοπλιάς οι ακριβές, που στο τορνέσι ’ράσσου Φορτουν. Γ΄ 414. Πβ. ακρίβεια 3. 3) α) Που πουλιέται σε υψηλή τιμή, που στοιχίζει ακριβά (Η σημασ. ήδη μτγν., πβ. ακριβώς = σε υψηλή τιμή, Sophocl., λ. ακριβώς 2· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): έπεψεν ... ͵α μοδία σιτάριν, διότι ακόμη ήτον ακριβόν Βουστρ. 466· λίτραν βοτάνιν ακριβόν είχες αγορασμένον| να πας ν’ αλείψεις τον Ιησούν πριν τονε βρεις θαμμένον Σκλέντζα, Ποιήμ. 1119· β) (προκ. για χρόνο) που επικρατεί μεγάλη ακρίβεια: σύναξε και η βασιλεία σου τα σιτάρια ... να τα έχεις τους ακριβούς χρόνους να κυβερνήσεις τους ανθρώπους σου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 149v. 4) α) Αγαπητός, προσφιλής (Για τη μετάβαση από τη σημασ. «πολυδάπανος» στη σημασ. «αγαπητός» πβ. το λατιν. carus, που ήδη στον Πλαύτο έχει διπλή σημασ.· η σημασ. «αγαπητός» και σήμ., ΙΛ στη λ. Β2): τον είχαν ακριβόν, πολλά τον αγαπούσαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2463· Εβουλεύτηκα ... να εξηγηθώ περί της ακριβής χώρας Κύπρου Μαχ. 22· Ακριβοί αδελφοί χριστιανοί, όπου είστε σκέπος τους αδύνατους, τώρα είναι καιρός να με βουθήσετε Μαχ. 53219· μόνο ως αυθέντας ακριβούς πάντα να τους ποθούσιν Θησ. (Foll.) I 136· έπλυνες τα ποδάρια του κι εσφούγγισές τα πάλιν| με τα ακριβά σου τα μαλλιά Σκλέντζα, Ποιήμ. 125· ο ρήγας είχεν σε πολλά ακριβόν και εμπιστόν δουλευτήν Βουστρ. 498· τ’ όμορφο και τ’ ακριβό της χέρι Κατζ. Β΄ 208· ’ς τόπο μάννας ακριβής δίκια περίσσια σ’ έχω Ερωφ. Β΄ 180· ταίρ’ ακριβό μου και γλυκύ Ερωφ. Ε΄ 445· οι γιάντρες| με τσ’ ακριβές τως ποθητές ομάδι Πιστ. βοσκ. ΙΙ 1, 163· ακριβόν μου σπήλιον Πιστ. βοσκ. ΙΙΙ 7, 31· τον κύρη του τον ακριβό Ερωτόκρ. Α΄ 2053· ακριβό ωσάν παιδί τον έχει Ερωτόκρ. Ε΄ 83· και θε να κόψει το σπαθί π’ ακονισμένον έχω| ένα λαιμόν, οπ’ ακριβόν πλιά παρά μένα έχω Θυσ.2 274· Και τα φιλιά μου γι’ ακριβά μετά χαράς εδέχτη Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ 634· Κι εσείς, αφέντες μου ακριβοί, χρόνους πολλούς να ζείτε Φορτουν. Ε΄ 347· και μην τονε πικραίνετεν άνδρα τον ακριβό μου Διγ. O 867· Κι εσείς μαστόροι μου ακριβοί, στους λάκκους κατεβείτε Τζάνε, Κρ. πόλ. 16510. —Συνών.: ποθητός· β) αρεστός, ευχάριστος: Η καλή ορμασία ένι πολλά ακριβόν προς τον Θεόν Ασσίζ. 3637· Ω πώς μ’ αρέσει, ω πόσα| πολλά ακριβό (έκδ. ακριβού) ’χα τούτο το κυνήγι Πιστ. βοσκ. ΙΙ 3, 12· φρ. έχω ακριβό να ... = εκτιμώ ιδιαίτερα, μου είναι πολύ ευχάριστο να ...: Πιστεύω να ʼναι ως το κρατείς, μάνα μου ηγαπημένη,| μα είχα ακριβό να μου ’χες πειν είντ’ από με θα γένει; Ροδολ. (Αποσκ.) Β΄ 244. 5) α) Πολύτιμος, βαρύτιμος, που έχει μεγάλη αξία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2β): Άλλαξε δε και το παιδί την ακριβή στολήν του Διγ. A 1533· να πάρεις και την προίκα σου, τζόγιες, μαργαριτάρια,| χρυσίον αναρίθμητον και ακριβά λιθάρια Διγ. O 1992· Ήτονε (ενν. ο αθός) πλούσιος κι ακριβός στα φύλλα κι εις τη ρίζα,| γιατί ζαφειρομπάλασα όλο τον εστολίζα Ερωτόκρ. Β΄ 129· ότι ο λόγος τ’ αφεντός είν’ ακριβόν λιθάρι Ιστ. Βλαχ. 1563· τα πάντα ματαιότης,| και πλούτος και βασίλεια κι η ακριβή νεότης Ιστ. Βλαχ. 1338· μαντάτο ακριβότατο κάτεχε πως βαστώ σου Κατζ. Δ΄ 46· και δείπνο ακριβότατο άμε να παρεκκιάρεις Κατζ. Ε΄ 244· χίλια ακριβά τασσίματα μὄτασσε πάσα μέρα Ερωφ. Γ΄ 33· Πράμ’ ακριβό, που τσ’ ήπεψεν ο Έρωτας κανίσκι Ερωτόκρ. Α΄ 1530· β) (προκ. για πρόσωπα) σπουδαίος, σημαντικός, αξιόλογος, αξιοπρόσεκτος: ουδεποσώς ο θάνατος ουκ ελεεί τους πάντες (παραλ. 1 στ.), ουδ’ ακριβά αρχοντόπουλα, ου βασιλέων τέκνα Περί ξεν. A 479· λοιπόν δεν το ’χεις ακριβό, ... | με παλληκάρι σαν εμέ να ’σαι συντροφιασμένη; Κατζ. Γ΄ 459· ακριβέ συμπέθερέ μου Φορτουν. Ε΄ 291· και γι’ αφεντάδες ακριβούς όλους σασε κρατούμε Φορτουν. Ε΄ 410. 6) Σπάνιος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β 1β): ω παρθενιά, πως πλήσια είσ’ ακριβή στην σήμερον Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ 375. 7) Φημισμένος, ξακουστός: και κάμωμα πολλά ακριβό σ’ έτοιους καιρούς εγίνη Ερωτόκρ. Α΄ 24· εκάλεσεν τους ακριβούς ιατρούς και εδοκίμασαν με πολλήν τέχνην της ιατρείας Διγ. Άνδρ. 40626· οπού ’τονε πολλά ’κριβό όλον το στράτευμά ντου| κι ακόμη μένει στην Τουρκιάν και τρέμουν τ’ όνομά ντου Τζάνε, Κρ. πόλ. 39824. 8) Καίριος, κρίσιμος: Σφίγγονται κι αγκαλιάζονται, με τη ζερβή παλεύγου,| με τη δεξά για να βαρού τόπ’ ακριβό γυρεύγου Ερωτόκρ. Δ΄ 1844· Ο τόπος ήτον ακριβός, κι έχουν ελίγη ολπίδα,| γιατ’ ήσων’ η λαβωματιά κι ετρύπα την παγίδα Ερωτόκρ. Ε΄ 43. Το επίθ. και ως επών. (ΝΕ 19, 1925, 47 και ΙΛ στη λ. Β2).αν,- σύνδ., Προδρ. (Hess.-Pern.) II G 90, Καλλίμ. (Κριαρ.) 496, Διγ. (Hess.) Esc. 807, 1345, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 268, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2510, 2712, Φλώρ. (Κριαρ.) 162, Λίβ. (Μαυρ.) P 2149, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 9214, Ch. pop. (Pern.) 342, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 273, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 436, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 231, 347, 486, 615, 938, 9533, 10437, 10834, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 433, Πεντ. (Hess.) Γέν. IV 9, XXXIV 31, XLV 3, Λευιτ. III 1, XV 24, Αρ. X 4, XI 23, Βίος γέρ. (Schick) V 810, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 303, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ΄ 267, 658, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 437. 753, 1345, Δ΄ 515, Θυσ. (Μέγ.)2 65, 166, 497, 717, Λίμπον. (Legr.) 206, Ζήν. (Σάθ.) Ε΄ 290. Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 479, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 16314, 1643, Διακρούσ. (Ξηρ.) 10413· α, Διγ. (Hess.) Esc. 1100, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 482, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1126, 4741, Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 292, 459, Γράμμ. κρ. διαλ. (Μανούσ.) 67, Μαχ. (Dawk.) 38432, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 10537, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 517, Συναξ. γυν. (Krumb.) 935, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 315, Φαλιέρ., Ενύπν. (Ζώρ.) 84, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 16, 250, Αλφ. (Κακ.) 1182, 152, Κατζ. (Πολ. Λ.) A΄ 96, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ΄ 401, Δ΄ 85, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 337, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 2, 87· II 7, 173, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31925, 40832, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 16, 253, 261, 293, 646, Β΄ 59, 277, 1667, Γ΄ 867, 1437, Δ΄ 322, 423, Θυσ. (Μέγ.)2 87, 152, 475, 535, 815, Ευγέν. (Vitti) 620, Στάθ. (Σάθ.) Β΄ 243, Γ΄ 308, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 198, Γ΄ 42, 43, δ΄ 9, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. β΄ 57, 75, Γ΄ 196, Ζήν. (Σάθ.) Α΄ 212, Β΄ 313, Γ΄ 293, Διγ. (Lambr.) O 1812, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3388, 3656, 4164, 43020, 44322, 53325, 54418.
Ο αρχ. σύνδ. αν. Ο τ. α ύστερα από αποβολή του ν μπροστά σε ορισμένα σύμφωνα. Το ν αφομοιώνεται μπροστά σε άλλα σύμφωνα.
1) (Καθαρώς υποθ.) αν (Η χρήση και αρχ. και σημερ., ΙΛ στη λ. 1): α μ’ αγαπάς, Πανάρετε, ’ς τούτη τη γιόστραν άμε Ερωφ. Α΄ 337· α θέλεις κι άλλο τίποτας, εγώ ’μαι δουλευτής σου Στάθ. Β΄ 243· Α σου ’φταιξα καμιά φορά, απόφαση άλλη κάμε Θυσ.2 815· λοιπόν αμ με αγαπάτε Μαχ. 38432· Καλώς ήρθες, το τέκνον μου, αν μου ήφερες κυνήγιν Διγ. Esc. 807· Γροίκησε, φίλε, αν πεθυμάς, ο νους μου τά λογιάζει Ζήν. Β΄ 313· και α μου το δώσεις, αφεντιές και βασιλειές και πλούτη| να σου χαρίσω τάσσω σου Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. β΄ 75. 2) (Ενδοτικός με παρατατικό, αόριστο οριστικής ή υποτ. και με προταγμένο ή ακόλουθο και, με προταγμένο το καλά και, το πολλάκις ή το πολλάκις και): ακόμη και αν, και στην περίπτωση ακόμη που (Η χρήση και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): κάθε καρδιά ’νελάμπανε, αν ήτο σαν το χιόνι Ερωτόκρ. Α΄ 437· ποτέ να μην εσχόλαζεν, αν έζη χίλιους χρόνους Σαχλ., Αφήγ. 436· Α μου ’πες πως ο Ισαάκ σήμερον αποθαίνει Θυσ.2 152· ίσως και αν εκαυχήσατο, εκείνους ου μη τους δείρει Διγ. Esc. 1345· Κι αν είμαι στο λαμπρόν, αμμ’ έχω σκότη Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 615· κι οπίσω α θέλω να συρθώ, η πεθυμιά μ’ αμπώθει Ερωτόκρ. Α΄ 293· εγώ δε θέλω πει το ναι, α ζήσω χίλιους χρόνους Ερωτόκρ. Δ΄ 423· καλά κι αν πάψεις το θυμό λίγο κι αφουκραστείς μου,| παίνεμα ελπίζω, αφέντη μου, να δώσεις τση βουλής μου Ερωφ. Δ΄ 267· καλά κι αν πεθινήσκω γι’ αφορμήσ σου,| για κείνον μεν νοιαστείς να πεθυμήσω| καμιά ζημιά δικήσ σου ν’ αγροικήσω Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 10437· Μπορεί το χιόνι το λαμπρόν να σβήσει,| καλά κι αν διώχνει το λαμπρόν την κρυάδα Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.)486· Κι ο βασιλεύς ο κύρης της πολλάκις κι αν χολιάσει| και βαρεθεί το τίποτες, πάλε να το αγαπήσει Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2510· Πολλάκις (Για τη χρήση του πολλάκις βλ. Ανδρ., ΕΕΦΣΠΘ 8, 1963, 142) αν εχάσαμεν τον τόπον του Μορέως,| από το κάστρον Χλουμουτσίου τον θέλομεν κερδίσει Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2712· Αν και βαρείς στη χέρα σου, στο ’να δαχτύλι μόνο,| γροικάς εις όλον το κορμί το βάρος και τον πόνο Ερωτόκρ. Δ΄ 615. 3) 3) (Αοριστολογικός με αναφορ. αντων. και προταγμένο το και ή και χωρίς αυτό) όποιος και αν, κλπ. (Η χρήση και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): αρχοντοπούλαν άξιαν, ωραιότατην τρυγόνα,| που όσοι και αν την έβλεπαν όλοι την καμαρώνα Λίμπον. 206· ό,τι α θέλει σύβασες με γράμμα ας το μηνύσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 53325· Τριακόσια υπέρπερα α σου θε, σολδί να μη σου δώσει Φαλιέρ., Λόγ. 315· Φύσ’, άνεμε, όπου και α θες· καράβι θε να μὂρθει Βεντράμ., Φιλ. 250. 4) (Απορημ.) α) μήπως, αν (με ρήμα εξαρτημένης πρότασης) (Η χρήση και σήμ., ΙΛ στη λ. 4 και Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. B́ 115-6): και την αρμάτα των Τουρκώ α βγαίνει να ρωτήσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 44322· κι οι Χιώτες τών ελέγανε α θέλουν να σταλάρουν Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4164· πε μου άλλος α βρίσκεται ωσάν εμέ ομοίως Βεντράμ., Φιλ. 16· ιδέ την αν και καίεται αυτή ωσάν κι εμένα Ch. pop. 342· β) μήπως (κατά κάποιο βιασμό με παράλειψη του ρ.) (πβ. και Πεντ. Γέν. XVIII 14): είπεν: «Δεν ηξέρω αν φυλαχτής του αδελφού μου εγώ;» Πεντ. Γέν. IV 9· είπεν ο Ιωσέφ προς τα αδέλφια του: «Εγώ ο Ιωσέφ· αν ακόμη ο πατέρας μου ζωντανός;» Πεντ. Γέν. XLV 3. 5) (Χρον.) όταν: αν περπατούν, νυστάζουσιν· αν κάθηνται, κοιμώνται Προδρ. ΙΙ χφ G 90· να ’ναι ... και ευτυχείς εις τας βουλάς μάλλον και αν βασιλεύσουν Φλώρ. 162· ούδε να παραδιαβάσω| ειμή μόνον α γεράσω Συναξ. γυν. 935· των είπε να γυρίσουν| κι οι σύβασες α θα γραφτούν τη χώρα να τ’ αφήσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 54418. —Συνών.: άμα Γ1. 6) (Σε φράση χωρίς απόδοση· για δήλωση απειλής, κλπ.) (Η χρήση και σήμ., ΙΛ στη λ. 1ε· βλ. και Ανδρ., Σημασ. εξ. 93 και Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 70) είθε να ..., μακάρι να ...: Μ’ α δε σου τα πλερώσω. ’Κλούθα πούρι Πιστ. βοσκ. II 7, 173. Εκφρ. 1) Αδ (=αν) δεν ’ναι = ειδ’ άλλως (βλ. και Μενάρδ., Αθ. 6, 1894, 151): αδ δεν ’ναι πρασινίζει το λαμπρόν μου Κυπρ. ερωτ. 10537· 2) αδ (=αν) δε ’ναι = αλλά εάν: Αδ δε ’ναι κι έχεις λύπην στά διαβάζω, με το γλυκύν το δείσ σου δώσ’ μου θάρρος Κυπρ. ερωτ. 9919· 3) α(ν) δε(ν) = ειδεμή (πβ. αμή 6): για τούτο θέλου αδυνατό και μπορεμένο ταίρι| να ’χουσιν· α δε του λαφιού του βάνου το τσιμέρι Φορτουν. Γ΄ 196· αν δε και δεν θελήσωσι, βαρείτε, κόψετέ τους Διακρούσ. 10413· αν δε και δε θελήσουνε,| όλους θα τους χαλάσω Τζάνε, Κρ. πόλ. 16314· 4) αδές αλλιώς, α δε καν ου = ειδεμή, ειδάλλως (Η λ. και στο Germ. 275· βλ. Κριαρ., Αθ. 48, 1938, 155, λ. αδές· βλ. και Dawkins [Μαχ. Β́ σ. 259]): Αδές αλλιώς εσένα θα σκλαβώσω| και των παιδιών σου θάνατο θα δώσω Λεηλ. Παροικ. 337· αμήνυσεν του αμιράλλη να μηνύσει του ρηγός να του πουλήσει την Αταλείαν και να του δώσει είτι θέλει· α δέ καν ου, θέλει ποίσειν όσον κακόν σώννει διά να πάρει «την χώραν μου» Μαχ. 11220. 5) ουδέ καν = ούτε καν: ου χωρισθήναι θέλω σου, ουδέ καν μίαν ώραν Διγ. Τρ. 268· 6) α λάχει να ή α λάχει και (με υποτ.): = (α) που είναι πιθανό, ενδεχόμενο να ...: τι να σε λέγω τα πολλά, α λάχει να βαριέσαι; Χρον. Μορ. (Καλ.) H 482· (β) ίσως, ενδεχομένως να ...: και α λάχει να σε λυπηθούν και να σου το χαρίσουν Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 292· ειπέ το συντομότερα και α λάχει να το ποίσω Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 459· α λάχει να πονέσουσιν και να μας λυπηθούσιν Απόκοπ. 517· και ικέτευσον τον συμπαθή και φιλάνθρωπον δεσπότην, αλ λάχει να μεταμεληθεί Διγ. Άνδρ. 40832· 7) αν τύχει να = ίσως να: Αν ταύτην υποσκεπαστείς, αν υποκάτω πέσεις,| αν τύχει δράκοντος ισχύν ακόρεστον εγλύσεις Καλλίμ. 496· Μα ας εύρω σκιάς άλλη αφορμή,| αν τύχει να μ’ αφήσεις Κατζ. B΄ 303· την αγριεμένη ντου καρδιά, αν τύχει να μερώσει Ερωφ. Δ΄ 658· 8) αν τυχαίνει να ... = ίσως: προς ου αναδιδάξουσιν ημίν τα του αμιρά και αν τυχαίνει να αφήσω τον υιόν μου εις τον Μορέαν με τον βίον μου Σφρ., Χρον. μ. 9214· 9) αν τύχως να ... = ίσως να ... (Ο τ. τύχως από επίδρ. επιρρ. σε ‑ως, πιθ. του ίσως): αν τύχως ν’ αγροικήσει η κυρά μου Κυπρ. ερωτ. 231· αν τύχως έτσι κλιόντα ν’ αγροικήσει εκείνη Κυπρ. ερωτ. 347· θέλω ζην μαρτυρώντα,| αν τύχως να τελειώσουν| οι άχαροί μου χρόνοι Κυπρ. ερωτ. 938· Αν τύχως νά ’ρτει λύπηση στα ’μμάτια Κυπρ. ερωτ. 10834· 10) αν ... να = (α) (κατά κάποιο βιασμό) αν (πβ. και Πεντ. Λευιτ. XXV 51): αν πλαγιασμό να πλαγιάσει ανήρ αυτήν και να είναι στο απομάκρεμά της απάνου του και να μαγαριστεί εφτά μέρες Πεντ. Λευιτ. ΧV 24· αν με μια να χτυπήσουν Πεντ. Αρ. Χ 4· (β) μήπως (βλ. και πιο πάνω): αν η δύναμη του Κυρίου να κοντέψει; Πεντ. Αρ. ΧΙ 23· 11) αν σαν = (κατά βιασμό) ωσάν: και είπαν: «Αν σαν κούρβα να κάμει την αδελφή μας;» Πεντ. Γέν. ΧΧΧΙV 31· 12) αν ... αν ... = είτε ... είτε: αν από το βουκόλιο αυτός προσφέρνει, αν αρσενικό αν θηλυκό τέλειο να το προσφέρει ομπροστά στον Κύριο Πεντ. Λευιτ. III 1. — Πβ. αγκαλά, ανέν, ανίσως, ανισωστάς, λαχαίνω, τυχαίνω.αναλιγώνω,- Θησ. (Βεν.) B΄ [11], Í́ [866], IA΄ [501, 503], Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 57, 105, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) A΄ 796.
Από την πρόθ. ανά και το λιγώνω. Για το β́ συνθ. βλ. Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ., σ. 491 και Χατζιδ., ΜΝΕ B΄ 476.
Α´ Μτβ. 1) Διαλύω, ρευστοποιώ, λειώνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Είχεν ο ήλιος δύο φορές τα χιόνι’ αναλιγώσει| απάνω στα ψηλά βουνά Θησ. B΄ [11]· Χρυσάφι, λέγω μάλαμα, όρισε αναλιγώσαν Βεντράμ., Φιλ. 105. Πβ. αναλύω Α1. 2) Συγκινώ ιδιαιτέρως (πβ. ΙΛ στη λ. 1): Και πάσα χάδιο έμορφο, όλ’ αναλίγωνέ τον Θησ. IA΄ [503]. B’ Αμτβ. 1) Ρευστοποιούμαι, λειώνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α, β (Η σημασ. και στο Νεκτάριο Ιεροσολύμων, Μανούσ., Κρ. Χρ. 7, 1953, 192): σαν το κερί ’νελίγωνε κι εφύρα σαν το χιόνι Ερωτόκρ. A΄ 796. —Συνών.: αναλύω Β1. 2) (Προκ. για άνθρωπο) λειώνω όπως το μέταλλο· καίομαι: Στο χάρκωμα τον κάτσασι γυμνόν ν’ αναλιγώσει Βεντράμ., Φιλ. 57.αναλικιώνομαι,- Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 265.
Από την πρόθ. ανά και το ηλικιώνομαι. Εσφαλμ. ο Hatzid., Einleit., 100, βλέπει παρετυμολογία προς την ανά. Απαντά σήμ. τ. αναλικώνω (ΙΛ, λ. *ανηλικώνω), καθώς και ουσ. αναλιγκάρι το = ζώο που διατηρεί ο βοσκός για αναπαραγωγή (Κουκ., Αθ. 59, 1955, 178).
Γίνομαι ενήλικος, «μεγαλώνω» (Πβ. ΙΛ, λ. *ανηλικώνω): Ωσάν αναλικιώθηκαν κι έγιναν παλληκάια Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 265· όσον αναλικιώνονταν έλαμπαν εις τα κάλλη Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1136].ανάπαυσις ‑ση- η, Σπαν. (Hanna) A 200, Σπαν. (Hanna) O 217, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 213, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 161, Προδρ. (Hess.-Pern.) IV 46, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 5970, Καλλίμ. (Κριαρ.) 2032, 2331, 2416, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 786, 2561, Διγ. (Καλ.) A 3730, Επιθαλ. Ανδρ. Β' (Strzyg.) 551, Βέλθ. (Κριαρ.) 1086, Βίος Αλ. (Reichm.) 4738, Φλώρ. (Κριαρ.) 782, 1009, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 245, Απολλών. (Janssen) 146, Λίβ. (Μαυρ.) P 21, 388, 533, 2266, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2195, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3377, Λίβ. (Lamb.) N 47, 669, Αχιλλ. (Haag) L 111, 245, 248, Αχιλλ. (Hess.) L 465, 1128, Αχιλλ. (Hess.) N 1663, 1743, Ιμπ. (Κριαρ.) 705, Μαχ. (Dawk.) 2607, 35224, 55226, Δούκ. (Grecu) 30721, 35321, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 1205, 14428, Θησ. (Βεν.) Πρόλ. [247], Θησ. (Schmitt) 338 VII 108, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VII 67, ΙΧ 6, 30, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 526, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 105, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 171, 220, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 207, 326, 363, 366, 764, Αχέλ. (Pern.) 1349, 2162, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1997, Δωρ. Μον. (Buchon) XL, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1234, Ευγέν. (Vitti) 1291, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [670], Γ΄ [472, 812], Δ΄ [1513], Ε΄ [549], Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 22428, 2402, 2796, 35514, 38215, 41013, 48623, 51923, 55615, 5728· ανάπαψη, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5593, 5707, 6458, 6604, 6780, 6883, 7208, 8405, 8706, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1681, Θησ. (Foll.) Ι 108, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 355, 6924, 7526, 949, 9729, 1452, Ιμπ. (Legr.) 658, 797, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 381, Πεντ. (Hess.) Γέν. VIII 9, 21, XLIX 15, Έξ. XXIX 18, 41, Λευιτ. I 9, III 5, VIII 21, XV 7, XXVI 31, Αρ. XVIII 17, XXVIII 2, 24, Δευτ. XII 9, XXVIII 65, Αχέλ. (Pern.) 1389, Πανώρ. (Κριαρ.) Α΄ 88, 100, 148, 162, Β΄ 150, 366, 478, 577, 582, Γ΄ 202, 498, 555, Δ΄ 180, 426, Ε΄ 70, 90, 332, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 183, Ιντ. α΄ 53, 76, 84, 93, 169, Β΄ 367, 501, 513, Ιντ. β΄ 33, 164, Γ΄ 14, 42, 140, 263, 400, Δ΄ 67, 507, 530, Ε΄ 494, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 1, 379, (χφ και έκδ. ανάπασες· διόρθ. Κριαρ. B-NJ 19, 1966, 279)· 3, 191· ΙΙ 5, 3· 7, 64· IV 6, 39· 6, 42· V 1, 61, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 358, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 465, 491, 728, 891, 1109, Β΄ 563, Γ΄ 14, 169, 220, 343, Δ΄ 366, 840, 1198, Ε΄ 48, 1530, Θυσ. (Μέγ.)2 104, 111, 860, 866, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 307, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ΄ 18, Δ΄ 34, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [136], Δ΄ [37], Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [979, 1150], Ε΄ [242], Φορτουν. (Ξανθ.) Πρόλ. 28, 128, Α΄ 250, Β΄ 442, Γ΄ 124, 388, Ιντ. γ΄ 22, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 22, Α΄ 12, 161, 178, 264, Β΄ 10, 12, 106, 206, Ε΄ 80, Διγ. (Lambr.) O 276, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4484, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7080.
Το αρχ. ουσ. ανάπαυσις. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. ανάπαψι).
1) α) Ξεκούραση (Η σημασ. αρχ. και σήμ. ΙΛ, λ. ανάπαψι 1α): άρτον είχεν δάκρυα και πότον μοιρολόγια| και κλίνην αναστεναγμούς και ανάπαυσιν τας λύπας Αχιλλ. (Hess.) N 1743· Και τα καημένα μάτι’ απού τον ύπνο| και την ανάπαψή τως τ’ άλλα μέλη| κι εγώ ’μαθα και βγάνω Πιστ. βοσκ. Ι 3, 191· να πάρουσιν ανάπαυσιν εκ τον πολύν τον κόπον Αχιλλ. (Hess.) L 465· Δεν είν’ καιρός γι’ ανάπαψη, δεν είν’ καιρός για στρώμα Θυσ.2 111· Χριστέ μου, δος ανάπαυσιν, Χριστέ μου, δος υπνίτσιν Γλυκά, Στ. 161· —Συνών.: ανασασμός 1· β) ανακούφιση: Εκεί ’βρηκεν ανάπαψη και δρόσος του καημού τση Ερωτόκρ. B΄ 563· ανάπαψη ’ς τσι πόνους μου ποτέ μου δεν ολπίζω Πανώρ. A΄ 148· Λοιπόν την θλίψησ σου, πουλλίν, γροικώντα| εις την δικήμ μου ανάπαψην ευρίσκω Κυπρ. ερωτ. 7526· —Συνών.: αναπνοή 3, ανασασμός 2, ανακουφισμός, κουφισμός· γ) άνεση: Αυτή (δηλ. η καυχίτσα) και το τραπέζιν μου, αυτή και την στρωμνήν μου| και πάσαν μου ανάπαυσιν σώζει να την δουλεύει Καλλίμ. 2416· διδούς γαρ αυτοίς ανθρώπους ίνα μετά ανέσεως και αναπαύσεως απέρχονται την οδόν Σφρ., Χρον. μ. 1205· δ) ικανοποίηση, χαρά (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. B1, C3, H): οι Γενουβήσοι ... δεν παίρνουν άλλην ανάπαυσην παρού εις το πλούτος και εις τον κάματον Μαχ. 55226· Μα σαν εμίσσεψ’ από κεί και μπλιο δεν τον εθώρει| καμιάς λογής ανάπαψη δεν ηύρισκεν η κόρη Ερωτόκρ. Γ΄ 14· τη ζωή του πόθου τη δροσάτη,| οπού χαρές κι ανάπαψες πάσα καιρό εί’ γιομάτη Πανώρ. Γ΄ 202· άλλη ανάπαψη να πάρω δεν εμπόρου| παρά την ώρα μοναχάς που την κερά μου θώρου Ερωφ. A΄ 183· και να καπνίσεις όλο το κριάρι εις το θεσιαστήρι ολοκαύτωμα αυτό του Κύριου μυρωδιά, ανάπαψη, πυριά του Κύριου Πεντ. Έξ. ΧΧΙΧ 18 (πβ. εις οσμήν ευωδίας ΠΔ, Tisch, Έξ. ΧΧΙΧ 18). —Συνών.: αναγάλλιαση α· έκφρ. εις την ανάπαυσήν (μου) = για ικανοποίησή (μου): Χαίρου, καυχού και λέγε το (έκδ. ’λέγετο· διορθώσ.) εις την ανάπαυσήν σου Τζάνε, Κρ. πόλ. 41124· ε) ασφάλεια, εξάσφάλιση (Η σημασ. και σε έγγρ. του 1639, Χρ. Κρ. 1, 1912, 224): μόνο αγάπη, αν μπορείς, κάμε μ’ αυτόν για να ’χεις| ανάπαψην και αφοβιά εις όποιον τόπο λάχεις Διγ. O 276· ηύραν το πέλαγος κακόν, ουδέν είχεν λιμιώναν,| να πιάσουσιν τα πλευτικά κι ανάπαψη να έχουν Χρον. Μορ. P 1681· Ϛ́) εξασφάλιση (οικονομική κυρίως): Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 72112, 79517· κάμνει τον ... αγοραστήν την παρών σιγουριτάν και ανάπαψη πως έναι πλερωμένος Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 4876· ζ) περιποίηση: να ’ναι εις τα θελήματα και εις την ανάπαυσίν σου Σπαν. O 217· ... την πάσαν σπουδήν εδείκνυτο ο Αθανάσιος χάριν της εις τον γέροντα αναπαύσεως και διακονίας Βίος οσ. Αθαν. 245. 2) Ησυχία, ηρεμία (Πβ. Lampe, Lex. στη λ.) (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ, λ. ανάπαψι 1β): Πότες κι εμέ τ’ αμμάτια μου μιαν ώραν εστεγνώσα;| Πότες γλυκιά τα σφάλισα κι ανάπαψη μου δώσα; Ερωφ. Γ΄ 14· Τούτ’ είν’ εκείνη απ’ αγαπώ, τούτ’ είναι απού ξετρέχω·| τούτ’ είναι απού για λόγου τση ανάπαψη δεν έχω Πανώρ. A΄ 100· και δεν ευρίσκει ανάπαψη στο στήθος η καρδιά μου Ερωτόκρ. Γ΄ 343· Σαν εσκολάσα οι σκοτωμοί ογιά την ώρα κείνη| και τον οχθρό ντου πασανείς σ’ ανάπαψην αφήνει Ερωτόκρ. Δ΄ 1198· Ωσάν το φυλλοκάλαμο σ’ ανέμου κακοσύνη,| οπού κιαμάν ανάπαψη να πάρει δεν τ’ αφήνει Ερωτόκρ. Γ΄ 220· ανάπαψην δεν βρίσκω,| γιατί στο μίσσεμάν της εσηκώθην| πάσα χαρά κι η πλήξη μου πιντώθη Κυπρ. ερωτ. 949· και παρευθύς η θάλασσα την πρώτην καλοσύνη (έκδ. καλοσύνην· διορθώσ.)| και την πολλήν ανάπαψην σε μια μεριά αφήνει (έκδ. αφήνειν· διορθώσ.) Τζάνε, Κρ. πόλ. 4484. Πβ. αναπαημός β· έκφρ. μ(ε) (την) ανάπαυσίν (ή ανάπαψή) (μου) ή μετά αναπαύσεως = (α) (απλώς) ήσυχα, με την ησυχία μου (για την επιρρ. έκφρ. μετά α. πβ. Lampe, Lex. στη λ. I): Δός μου καιρόν κιας τόσον| με την ανάπαψή μου να μιλήσω Πιστ. βοσκ. II 7, 64· (β) ήσυχα, όχι βιαστικά: νά ’ρθει με πλια του ανάπαψη κι όχι με σπούδα τόση Ροδολ. Γ΄ [136]. 3) Ειρηνικός βίος, ευημερία (ενίοτε χώρας) (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. C4, F): Εκράτει τα ρηγάτα του με ανάπαψην κι ειρήνην Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6780· ο βλέπων να είδεν ένωσιν αστέρων δύο μεγάλων| δηλούσαν ανάπαυσιν και πλατυσμόν Ρωμαίων Επιθαλ. Ανδρ. Β′ 551· Και άκουσον την βιοτήν τσαγγάρου και να μάθεις| την βρώσιν και ανάπαυσιν τήν έχει καθ’ εκάστην Προδρ. IV 46· χαίρουνται την ανάπαψην τα έθνη εις πάσα τόπον Ζήν. 22· δεν ήρθετε ως τώρα προς την ανάπαψη και προς την κλερονομιά Πεντ. Δευτ. XII 9. 4) Σταμάτημα, διακοπή (Πβ. συγγενική αρχ. χρήση, αλλά και στον Ευστ., Άλ. 13417: ανάπαυσις αιχμαλωσίας): και κείτομαι δίχως καμιάν ανάπαυσιν και κλαίγω Φαλιέρ., Ιστ. V 105· πβ. αναπαημός α. 5) Σταμάτημα, στήριγμα (Πβ. στάσις ΠΔ, Tisch. Γέν. VIII 9): δεν ηύρεν η περιστερά ανάπαψη εις απαλάμη του ποδαριού της Πεντ. Γέν. VIII 9· να μην είναι ανάπαψη εις την απαλαμιά του ποδαριού σου (πβ. στάσις ΠΔ, Tisch., Δευτ. XXVIII 65), Πεντ. Δευτ. XXVIII 65. 6) Ευκολία, ευκαιρία: Ετούτο μ’ άλλη ανάπαψην θέλομε το λογιάσει Σουμμ., Παστ. φίδ. B΄ [979]· Με άλλην σου ανάπαυσιν τά ’παθες θες μιλήσεις Ευγέν. 1450. 7) Τοποθέτηση, κατάσταση: Όλα της γης αλλάσσουν τα κινούμενα| ανάπαψην και ριζικόν την σήμερον Κυπρ. ερωτ. 9722. 8) Οκνηρία, τεμπελιά: η δείλιαση, η ανάπαψη, πως η αναμελιά τως| είναι αφορμή και στέκουσι πάντα τως ξεπεσμένοι Φορτουν. Πρόλ. 28· ότι διά την ανάπαυσιν πολλοί παραστρατίζουν Δεφ., Λόγ. 326· από την ανάπαψην εκείνη| την άκαρπη και ανέργα, οπού μισά (έκδ. μοσά· διορθώσ.) τον κόπον Πιστ. βοσκ. IV 6, 39· Εις την οκνιάν και ανάπαυσιν πολλά κακά ακλουθούσι Δεφ., Λόγ. 207. —Συνών.: ακαμασιά. 9) α) Κρεβάτι: Σμίγουσι ξύλα και καρφιά κι απάνω τονε βάνου| και με μεγάλη μαστοριά ανάπαψη του κάνου,| να μη σαλεύγει το κορμί Ερωτόκρ. E΄ 48· εις την μονήν, εις την στρωμνήν, εις την ανάπαυσίν του Καλλίμ. 2331· Δότε τ’ ανδρός ανάπαυσιν μετά της γυναικός του Χούμνου, Π.Δ. VII 67· την κεφαλή σου κλίνε την εις την ανάπαψή σου Θυσ.2 866· —Συνών.: κλινάρι(ν), κράβατος, κραβάτι(ν)· β) κατοικία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ· πβ. Lampe, Lex. στη λ. 6): Ενταύτα απηλογίασεν ο πρίγκιπας τον λαόν του| κι εδιάβηκεν ο καταείς εις την ανάπαψήν του Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5707· Γροικώντα την μαντατοφορίαν όρισεν και εδώκαν του ανάπαυσην Μαχ. 35224· Ανάπαυσην τους έδωκε και σπίτια να σταθούσιν Τζάνε, Κρ. πόλ. 51923· —Συνών.: οσπίτιον· γ) κατασκήνωση: διά να έχουν τα φουσσάτα τους ανάπαψην κι απλίκιν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6604· ήτον χώρα εύκολη διά ανάπαψην φουσσάτου Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5593. 10) α) Θάνατος (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. C 1,2 και ΙΛ, λ. αναπαμός 2 και Σπυριδ., ΕΕΒΣ 20, 1950, 101 σημ. 5): έστιν ημίν ανάπαυσις και τάφος μετά ταύτα Βίος Αλ. 4738· διά αναπαύσεις πολλών αρχιερέων και άλλων τιμίων προσώπων Ιστ. πατρ. 1997· Στου Αβραάμ και Ισαάκ εκεί να ’ναι η ψυχή του| στους κόλπους των προπάτορων με την ανάπαψή του Ζήνου, Πρόλ. (Legr., BH 1, 239)· β) μεταθανάτια, μακάρια ζωή (πβ. Lampe, Lex. στη λ. C 1,8,10· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2, Άσμ.): Και του Μαρτζέλλου ανάπαυση ο Θεός να του χαρίσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 38215· τση δείχνουσι την παράδεισον, τον κόλπον του Αβραάμ, την σύναξην των δικαίων και την ανάπαψη Αποκ. Θεοτ. II 95· γ) τάφος (βλ. Κοραή, Άτ. Δ΄ 13): και νά ’ρθα ν’ ανεπάηκα εις την ανάπαψή σου Θυσ.2 860. — Πβ. θεράπευσις, θεράπειο.αναπαύω,- Σπαν. (Hanna) A 421, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 249, Παράφρ. Μανασσ. (Praecht.) Β 285, Ιατροσ. (Legr.) 22130, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1409, 1749, 4112, 5544, 5590, 6072, 6140, Βίος Αλ. (Reichm.) 1273, 4234, 4661, 5937, Πτωχολ. (Schick) P 72, Πτωχολ. (Ζώρ.) N 76, Φλώρ. (Κριαρ.) 187, 337, 864, 1690, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 12, Λίβ. (Μαυρ.) P 1758, Λίβ. (Lamb.) Sc. 234, 1059 (κριτ. υπ.), Λίβ. (Lamb.) Esc. 4054, Λίβ. (Wagn.) N 1207, 1415, 3056, Αχιλλ. (Haag) L 420, Αχιλλ. (Hess.) N 1548, Ιμπ. (Κριαρ.) 435, 506, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 467, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 3515, Χειλά, Χρον. (Hopf) 353, Μαχ. (Dawk.) 2229, 17220, 20820, 48422, Θησ. (Foll.) Ι 16, 20, 81, Θησ. (Βεν.) Ε΄ [98], Η΄ [776], Ch. pop. (Pern.) 612, 920, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) ΙΙΙ 11, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 6919, 13313, Συναξ. γυν. (Krumb.) 11, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 26, 33, 65, 86, 133, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 91, 732, Πεντ. (Hess.) Έξ. XX 11, Δευτ. III 20, XII 10, XXV 19, XXVIII 65, Αχέλ. (Pern.) 766, 1088, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1103, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 155, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 6420, 1048, Μ. Χρονογρ. (Τωμ.) 3515, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 335α 15, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ε΄ 98, Πανώρ. (Κριαρ.) Αφ. 55, Πρόλ. 61, Β΄ 42, Γ΄ 493, Ερωφ. (Ξανθ.) Β΄ 225, Γ΄ 390, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 3, 119· ΙΙ 2, 198· 5, 52· ΙΙΙ 3, 40· 3, 93· IV 3, 66· V 1, 110, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 370, 1163, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 36815, 36981, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 858, Δ΄ 122, Ε΄ 293, Θυσ. (Μέγ.)2 486, Ευγέν. (Vitti) 119, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 29, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 57, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Πρόλ. [46], Χορ. α΄ [49], Δ΄ [759], Ε΄ [89], Φορτουν. (Ξανθ.) Γ΄ 629, 651, Διγ. (Lambr.) O 1699, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 18919, 2195, 2615, 27627, 3593, 4375, 5633, 56512, 5738· αναπαύγω, Μαχ. (Dawk.) 19416, 43832, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 11013· ’ναπαύω, Θησ. (Foll.) Ι 139, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 205, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 19, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 274, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 5739· ανεπαύω, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1478· ’νεπαύω, Πτωχολ. (Schick) P 279, Διήγ. Βελ. (Cant.) 266, 438, Φλώρ. (Κριαρ.) 1300, Λίβ. (Μαυρ.) P 1205, Λίβ. (Lamb.) Sc. 69, Αχιλλ. (Haag) L 1018, 1291, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VII 69, Θυσ. (Μέγ.)2 860. Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 57, 60· αναπεύω, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2634, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 6140, Θησ. (Foll.) Ι 1, Θησ. (Βεν.) Ι΄ [104], Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 95, Αχέλ. (Pern.) 1525, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 574, Αιτωλ., Μύθ. (Legr.) 812, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 13923· αναπεύγω, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1358, Αιτωλ., Μύθ. (Legr.) 812, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 260β 18, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 389, 1053, 1619, Β́ 82, Γ́ 990, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́ 245· εναπαύομαι, Θησ. (Foll.) Ι 82· μτχ. αναπαυμένος, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 118, 124, Δωρ. Μον. (Buchon) XXVI, Θυσ. (Μέγ.)2 109· αναπαμένος, Ασσίζ. (Σάθ.) 12431, Μαχ. (Dawk.) 2227. 7010, 53434, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 9912, 11914, Φαλιέρ., Ρίμ. AN 235, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 316, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 24. Γ΄ 464, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [821]· αναπαημένος, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ΄ 16, Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. α΄ 74, Β΄ 306, Γ΄ 280, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙΙΙ 2, 214· V 5, 170 (έκδ. αναπαγμένος· διορθώσ.), Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 899, Ε΄ 1159, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ε΄ [1, 697], Φορτουν. (Ξανθ.) Ε΄ 324, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2973, 38917, 56621.
Το αρχ. αναπαύω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Ο τ. αναπεύω κατά τα ρ. σε ‑εύω (Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 271 και Αθ. 24, 1912, 12).
Α´ Ενεργ. μτβ. 1) α) Ξεκουράζω (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. A3· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A1α): όντεν η νύχτα η δροσερή κάθ’ άνθρωπ’ αναπεύγει| και κάθε ζο να κοιμηθεί τόπο να βρει γυρεύγει Ερωτόκρ. Α΄ 389· ανάπαψεν τα άλογα, ομοίως και τον λαόν του Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1749· να αναπάψει τα φουσσάτα του από τον κόπο του πολέμου Χρον. σουλτ. 6420· έδωκέν τους έναν όμορφον απλίκιν και εμπήκαν ν’ αναπαυτούσιν Μαχ.17220· και αναπαύτην εις την ημέρα την έφτατη Πεντ. Έξ. ΧΧ 11· Οι μεν ελέγαν να απελθούν στο σπίτι του ο καθένας| να αναπαούσιν καν ποσώς, διατί ήσαν κοπιασμένοι Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5590· μέρα δεν αναπεύγομαι και νύκτα δεν κοιμούμαι Π. Ν. Διαθ. φ. 260β 18. Πβ. ανάπαυσις 1α· ανασαίνω Α1. —Συνών.: αλαφρώνω Α2, ξεκουράζω. Η μτχ. αναπαμένος (ως επίθ.) = ξεκούραστος: ο Αχιλλεύς τους έλεγεν: Έξω μερεάν σταθείτε| διά να έλθουσιν άλλοι από τους αναπαμένους Αχιλλ. L 400· β) ανακουφίζω (Η σημασ. και σε έγγρ. του 1572· Σάθα, Τουρκοκρατ. Ελλάς 171): ελάφρυνε και ανάπαυσε το βάρος μας ολίγον Σπαν. V 249· Πολλά γαρ μας εβάρυνεν ο μέγας ο πατήρ σου·| ανάπαυσόν μας ολιγόν (έκδ. ολίγον· διορθώσ.) και να μας έχεις πάντα·| δούλοι σου πάντες να είμεθεν Σπαν. (Hanna) A 421· ... δεν θε να την αφήσει| πολύ καιρόν στα βάσανα,| μα θαν την αναπάψει Ευγέν. 119· Μου φαίνεται να σε τα ειπώ, ν’ αναπαγεί καρδιά μου Φαλιέρ., Ιστ. V 91· πίε εξ αυτού και πλύνε και τα μόρια σου και θέλεις αναπαυτήν Ιατροσ. 22130· πβ. ανασαίνω 2, ανάπαυσις 1β· —Συνών.: αλαφραίνω 1β, αλαφρώνω 1γ, ανακουφίζω, δροσίζω· γ) απαλλάσσω (από φροντίδες): κόρη, τον νουν σου ησύχασε κι ανάπαψ’ την ψυχήν σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [759]· Τότε να κεφαλαιώσετε, αυθέντες να γενείτε·| ν’ αναπαυθείτε όλοι σας, τινά να μη φοβάστε Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 467· δ) εξασφαλίζω: εγώ να σου δώσω άλλους τόπους να σε αναπάψω· να περάσεις την ζωήν σου ωσάν σου πρέπει Χρον. σουλτ. 1048· ως ότι να αναπάψει (πβ. έως αν καταπαύσει ΠΔ,Tisch., Δευτ. ΙΙΙ 20) ο Κύριος τους αδελφούς σας σαν εσάς Πεντ. Δευτ. III 20 (Πβ. τη μτχ. αναπαμένος ως επίθ. = ασφαλής: αν θέλεις να στέκεις αναπαμένος, άμε μέσα εις τον λιμιώναν Πορτολ. Α, Del., 405): από μαλιές και σύγχυσες περίσσια αναπαημένοι Ερωφ. Ιντ. α΄ 74· με δίχως έγνοια η βασιλειά, περίσσια αναπαημένη Ερωφ. Γ΄ 280. Η μτχ. αναπαμένος (ως επίθ.) = αμέριμνος: Τούτη την ώρα κάθε είς γλυκότατα κοιμάται| κι αναπαμένος μηδεμιά δουλειά του σκιάς θυμάται Κατζ. Α΄ 24· ε) φροντίζω, περιποιούμαι: θαρρούν εις εμένα να τους διορθώσω και να τους αναπαύσω καλά Βησσ., Επιστ. 3515· βλέπει το αφέντης του, έμορφα τ’ αναπεύει Αιτωλ., Μύθ. 574· ς) ικανοποιώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A2): Ενέπαυσέ με η συμβουλή και ο λόγος ήρεσέ με Λίβ. Sc. 69· ει τι χρεία τους έκαμνε καλά τους αναπεύουν Θησ. Ι΄ [104]· ν’ αναπάψει την πείνα την πολλή ντου Πιστ. βοσκ. III 3, 93· επήρεν πρώτα την Αδάν και την Σελάν του φέρνουν.| Μ’ αυτούνες ανεπαύετον, είχεν τες διά δικές του Χούμνου, Π.Δ. III 11· η πεθυμιά αναπεύγεται, πράμ’ άλλο μπλιο δε θέλει Ερωτόκρ. Β΄ 82· εσείς που μ’ εμισούσατε τώρα αναπαυτείτε Κυπρ. ερωτ. 13313. Η μτχ. παρκ. (ως επίθ.) = ικανοποιημένος: Να τους δώσεις μούλκια να είναι πολλά αναπαυμένοι Δωρ. Μον. XXVI· ποίσε τους κληρονομίες όπου να είναι αναπαμένοι Μαχ. 2227· πόσα χαιράμενος πολλά κι αναπαημένος μένω Φορτουν. Ε΄ 324· Και Σπιναλόγγα, σε χαρά στέκε κι αναπαημένη Τζάνε, Κρ. πόλ. 56621· εις όλα κοντεντάρεται κι αναπαμένος μένει Κατζ. Δ΄ 16· πβ. ανάπαυσις 1δ· (προκ. για πράγματα) ικανοποιητικός, άνετος: Παντόθεν είναι η κατοικιά καλή κι αναπαημένη·| όθεν αρέσει καθενός κι αναπαημένος μένει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1]. Πβ. ανάπαυσις 1γ. 2) Σταματώ (κάτι) (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. B1· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A1β): φιλεί τα, συργουλίζει τα, το κλάημα να αναπάψει Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 335α 15. Πβ. ανάπαυσις 4. 3) (Προκ. για το Θεό) παρέχω μεταθανάτια μακαριότητα (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β3 και ΙΛ στη λ. A1, φρ.): Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχήν σου μετά των αγίων αυτού Μ. Χρονογρ. 3515. Πβ. ανάπαυσις 10β. B’ Μέσ. 1) α) Μένω ήσυχος, αδρανής, αδρανώ (Πβ. ΙΛ στη λ. B5): ήλθες εδώ εις τον Μορέαν ποτέ ου και αναπαύτης.| Ευθέως φουσσάτα εσώρεψες κι ατός σου αρματώθης Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5544. Η μτχ. αναπαμένος (ως επίθ.) = αδρανής: και νικημένος| (ενν. συ ο νους) δε στέκεσαι ποτέ σου αναπαημένος Πιστ. βοσκ. V 5, 170· Η Βενετιά να το ’ξευρεν δεν ήτο (έκδ. ήτον· διορθώσ.) αναπαμένη Θρ. Κύπρ. K 316· β) χαίρομαι την ησυχία, μένω ήσυχος (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β5· η σημασ. και σήμ.): κάθονται κι αναπεύονται, τίποτε ου ψηφούσιν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2634· Μπασάς δεν αναπαύετον, αλλ’ είχεν στο κεφάλιν| από την πρίκαν κι εντροπήν πολλά μεγάλην ζάλην Αχέλ. 766· Εσυβάστηκε του ρήγα η θυγατέρα| ο γάμος να ξετελειωθεί ετούτην την ημέρα·| τα δύσκολα και τα βαρά, εδά ’ν’ αναπαημένα Ερωτόκρ. Έ́ 1159. Η μτχ. παρκ. (ως επίθ.) = ήρεμος, ατάραχος, ειρηνικός: αναπαημένη βρίσκουμουν και παρηγορημένη Ερωτόκρ. A΄ 899· Μα θέλουσίνε σύβασες, για να ’ναι αναπαημένοι Τζάνε, Κρ. πόλ. 38917· Είναι γυμνή, μα με καρδιάν στέκετ’ αναπαμένην Σουμμ., Παστ. φίδ. B΄ [821]· με τη φτωχειά περνά ζωή καλή κι αναπαημένη Ερωφ. B΄ 306· Δεν έχει ο κόσμος πούπετες αναπαμένη στάση Φαλιέρ., Ρίμ. AN 235. Πβ. ανάπαυσις 2α· γ) (προκ. για τη θάλασσα) είμαι γαληνιαίος: εις τόσ’ ότι (έκδ. τόσον ’τι· διορθώσ.) εξημέρωσεν κι η θάλασσα αναπάγη Θησ. I 20. Πβ. ανάπαυσις 2β. 2) Είμαι εγκαταστημένος, έχω την έδρα μου: εκείνος ν’ αναπαύεται εις το σκαμνί της Ρώμης Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6140. 3) Επαναπαύομαι (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. B2): έτσι σ’ εμέν τον ταπεινόν ν’ αναπαυτείς δαμάκι Ch. pop. 820· εις τα έθνη εκείνα να μην αναπαυτείς Πεντ. Δευτ. XXVIII 65. 4) (Με αιτ. αντικ.) απαλλάσσομαι (από κάτι): να αναπαυθώ <’χ> (προσθήκη δική μας) τα δύσκολα τά πάσχω καθ’ εκάστην Λίβ. N 1415. —Συνών.: αλαφρώνω Α4, ανασαίνω Α3. Η μτχ. αναπαμένος (ως επίθ.) (προκ. για πράγμα) = ανενόχλητος: Την πόρτ’ αυτείνη άφησ’ τη να στέκει αναπαμένη Κατζ. Γ΄ 464. 5) Σταματώ (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. B1): δεν είν’ καιρός ακόμη| ν’ αναπαγεί ο θυμός κι η μάνητά σας; Πιστ. βοσκ. IV 3, 66: ν’ αναπαγούσινε κι εμέ οι έγνοιες μου οι περίσσες Φορτουν. Γ΄ 651· ποτέ δεν αναπεύετον αλτελαρία κείνη Αχέλ. 1525. Πβ. ανάπαυσις 4. —Συνών.: ανασαίνω Α5. 6) Διαμένω, παραμένω: σύρε εις την Ανδριανούπολη και αναπεύου εκεί Χρον. σουλτ. 13923. Πβ. ανάπαυσις 9β. 7) Ξαπλώνω (για να ξεκουραστώ) (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β5· η σημασ. και σήμ.): η Σάρρα με τον Αβραάμ επήγεν κι ενεπάγη Χούμνου, Π.Δ. VII 69· Και αφότου αποδειπνήσασιν, υπάν να αναπαυθούσιν Ιμπ. 506· Χωρίς δε βίγλα στέκασιν, άφοβ’, αναπαυμένοι Κορων., Μπούας 124· Μέσα ’τονε πολλότατοι κι ήτονε αναπαημένοι Τζάνε, Κρ. πόλ. 2973. Πβ. ανάπαυσις 9α. —Συνών.: ακουμπίζω Α1α, εξαπλώνω, θέτω, πλαγιάζω. 8) Κοιμούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B1): νύκτα ’ν’ πολλή κι ας θέσομε, καλέ, ν’ αναπαγούμε Θυσ.2 486· υπάγουν εις την κλίνην τους να αναπαυθούν οι δύο Αχιλλ. N 1548. Πβ. ανάπαυσις 9α. —Συνών.: ακουμπίζω Α1β. 9) Πεθαίνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B2): αναπαύθην εν Κυρίῳ κι επήγε η ψυχή του μετά των μαρτύρων Συναδ., Χρον. 29· Μακάρι ο Θιός να το ’θελε να ’μουν αποθαμένος| κι αυτό χαρά μου ήτονε να ’μουν αναπαμένος Θησ. Γ΄ [248]. Πβ. ανάπαυσις 10α. —Συνών.: αποθαίνω. — Πβ. παρακοιμούμαι.άνθρωπος- ο, Σπαν. (Hanna) A 222, Σπαν. (Hanna) B 85, Σπαν. (Hanna) V 52, Σπαν. (Hanna) O 53, Σπαν. (Legr.) P 29, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 172, 226, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 544, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 2, Προδρ. (Hess.-Pern.) Ι 67, ΙΙ G 71, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 2096, 6125, 6132, 6150, Παράφρ. Μανασσ. (Praecht.) 312, Ασσίζ. (Σάθ.) 1512, 664, 23, 10616, 13528, 23612, 26011, 2733, 34316, 3632, 3, 4017, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 5247, 5258, 52717, 53620, 57820, 58013-4, Διγ. (Mavr.) Gr. V 159, Διγ. (Καλ.) Esc. 386, Α 2654, Ερμον. (Legr.) Δ 60, Ω 356, Ωροσκ. (Λάμπρ.) 391, 7, 4323, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 158, 621, 1373, 1464, 1583, 1869, 2416, 3144, 3982, 4726, 5042, 5105, 5185, 5697, 6323, 6972, 7786, 8583, 8709, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 83, Πουλολ. (Krawcz.) 350, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) 160 υϞ΄, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 430, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 455, Λίβ. (Μαυρ.) P 300, Λίβ. (Lamb.) Sc. 224, 685, 2121, Λίβ. (Lamb.) Esc. 541, 2461, Αχιλλ. (Hess.) N 1574, Ιμπ. (Κριαρ.) 15, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1189, 3470, Μαχ. (Dawk.) 625, 86, 24, 2925, 36419, 40628, 4541, 48820, 55225, 57420, 28, 63218, 26, 6662, 66815, Δούκ. (Grecu) 3579, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 126, 1627, 181, 7033, 11827, Θησ. (Βεν.) Β΄ [862], Ϛ΄ [553], Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1200, Γεωργηλ., Θαν. (Legr.) 404, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 29, 85, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 15032, 1546, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 14119, Έκθ. χρον. (Lambr.) 721, 528, 10, 7616, Συναξ. γυν. (Krumb.) 72, 204, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 18, 24, 25, 39, 53, 125, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 130, Πένθ. θαν. (Knös) S 130, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 4, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙ 5, Έξ. XVI 20, Λευιτ. XVI 17, Δευτ. ΧΧΧΙΙ 8, Βίος γέρ. (Schick) V 827, Αχέλ. (Pern.) 346, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1014, Αιτωλ., Μύθ. (Legr.) 22, 83, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 58, 62, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 4920, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 8212, Αλφ. (Μπουμπ.) Ι 95, Δωρ. Μον. (Hopf) 237, Δωρ. Μον. (Buchon) ΧΧΙΙΙ, Πανώρ. (Κριαρ.) Α΄ 36, 197, 284, Β΄ 202, Δ΄ 271, Ερωφ. (Ξανθ.) Πρόλ. Χάρ. 14, Ε΄ 11, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 188, Χίκα, Μονωδ. (Μανούσ.) 131, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 185, 186, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31819, 33431, 36321, 39324, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1203, 2237, Γ΄ 313, Δ΄ 546, Ε΄ 1420, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 266, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 27, 68, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) ΙΙ 73, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 146, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 158, 173, Λίμπον. (Legr.) 307, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 339, Γ΄ 458, Πρόλ. κωμ. (Βεργ.) 33, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 16319, 21412, 27414, 3312, 37420, 39625, 39814, 52614, 55523· άνθρουπος, Μαχ. (Dawk.) 1846· άθρωπος, Πεντ. (Hess.) Γέν. Ι 26, ΙΧ 5, ΧΙΙΙ 8, XVIII 2, ΧΙΧ 5, 10, ΧΧ 8, XXVI 7, ΧΧΧΙΙ 29, XXXIV 7, XXXVII 28, XLVII 6, Έξ. IV 19, VIII 13, ΙΧ 10, XVI 20, Λευιτ. ΧΧΙΙ 5, Αρ. VIII 17, ΧΙΙΙ 32, ΧΧΧΙ 11, 35, 49, XXXIV 17, Δευτ. V 21, ΧΙΙΙ 14, XXV 11, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 597, Δ΄ 130, 138, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 76, 235, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1344, Β΄ 243, Γ΄ 313, Θυσ. (Μέγ.)2 58, 304, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) ΙΙ 206, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. α΄ 23, 94, β΄ 107, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 33214.
Το αρχ. ουσ. άνθρωπος. Ο τ. άθρωπος ήδη στον 3. αι. μ.Χ. σε επιγρ. (Dieterich, Unters. gr. Spr. 116). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α1) Άνθρωπος (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Και τι και πώς πανθάνουσιν οι άνθρωποι του κόσμου Ιμπ. 15· α2) (ο εν. περιληπτ.) οι άνθρωποι, το ανθρώπινο γένος (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Κάτεχε πως εισέ πολλά το ζο τ’ ανθρώπου μοιάζει Ερωτόκρ. Α΄ 1203· α3) (με το τόσος) ανθρώπινο πλήθος ως πλήρωμα πλοίου, κλπ.: να χάσουν τόσον άνθρωπον και τα πλεούμενά της Τζάνε, Κρ. πόλ. 39625· άναψε και το κάτεργο γιαμιά την ώρα εκείνη,| οπού ’χε τόσον άνθρωπον κι ήτον αρματωμένον Τζάνε, Κρ. πόλ. 39814· α4) (με άλλο ουσ., οπότε το άνθρωπος διακοσμητικό· η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α, Φρ.): παιδίος άνθρωπος Μαχ. 625· απαίδευτοι να πολεμούν μετά Φράγκους ανθρώπους Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4726· από του νυν άνθρωπός μου είσαι λίζιος Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1869 (πβ. homme lige)· β΄ μάρτυρας ανθρώπους Ασσίζ. 13528· Δασκάλοι αθρώποι φρόνιμοι κομπώνονται και σφάνου Ερωτόκρ. Γ΄ 313· άνθρωπος ληστής Λίβ. Sc. 224· άνθρωπον πολεμιστήν Δούκ. 3579· α5) κάτοικος: Ελθόντος ... του αμιρά και εις ... αυτό το Λεοντάριν και ευρών αυτό έρημον ανθρώπων Σφρ., Χρον. μ. 11827· α6) (με γεν. ιδιότητας) ικανός, κατάλληλος (για κάτι) (Πβ. τη σημερ. όμοια χρ. για να δηλωθεί το «άξιος να πάθει κάτι», ΙΛ στη λ. 1α, Φρ.): άνθρωπος της κατσάνης Πουλολ. 350· ανθρώπους των αρμάτων Μαχ. 824· Εγέμισε το πέλαος ανθρώπους του πολέμου Τζάνε, Κρ. πόλ. 37420· πβ. άγρυπνος, αμφοτεροδέξιος· εκφρ. (με επίθ.) (1) τοπικός άνθρωπος = εντόπιος: ήσαν τοπικοί άνθρωποι όπου εγνωρίζαν τους τόπους και τα διάβατα Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5042· (2) μεγάλος άνθρωπος = σημαντικός άνθρωπος, αξιωματούχος: οι μεγάλοι άνθρωποι, οι κεφαλάδες όλοι Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5697· όρισεν δύο αμιράδες μεγάλους ανθρώπους να έλθουν μαντατοφόροι Μαχ. 2925· (3) μικρός άνθρωπος = ταπεινός ως προς την προέλευση άνθρωπος: απ’ αρετές φτωχότερος παρά μικρούς αθρώπους Ερωφ. Δ΄ 308· (4) τρανός άνθρωπος = ηλικιωμένος άνθρωπος: έτερον εις τρανόν άνθρωπον που δεν ημπορεί να ουρήσει Ιατροσ. κώδ. 160 υϞ΄· φρ. δεν είμαι μπλιο άνθρωπος = δεν υπάρχω πια, χάνομαι: αν είχες πει τ’ όχι κι εδά, άνθρωπος μπλιο δεν ήμου Ερωτόκρ. Ε΄ 1420· β1) (χωρίς άρν.) κάποιος, καθένας (Πβ. ΠΔ, Tisch., Αρ. XXIV 2): όταν δε θέλεις κτήσασθαι προς άνθρωπον φιλίαν ... Σπαν. P 29· έβαλεν άνθρωπον κι εσκότωσέν τον Κώδ. Χρονογρ. 62· είδα χαρτίν ερωτικόν τάφος να γένει ανθρώπου Λίβ. Sc. 685· και χίλιες γνώμες άνθρωπος έχει ώστε να γεράσει Ερωτόκρ. Δ΄ 546· Δευτερογαμών ο πατήρ χρήσιν έχει να δώσει προς τα παιδία άνθρωπον να βλέπει τα πράγματα των παιδίων Ελλην. νόμ. 57820· και επέρσεψαν ανθρώποι από αυτό ως το πουρνό Πεντ. Έξ. XVI 20· β2) (με άρν.) κανείς, ούτε ένας: δίχως να σφάξουν άνθρωπον έλα να το νικήσεις Τζάνε, Κρ. πόλ. 27414· στέκουν ρημασμένα| και άνθρωπος δεν κατοικά, γιατί ’ναι χαλασμένα Τζάνε, Κρ. πόλ. 3312· γιατί άθρωπος με λίγωμα ποτέ δεν αποθαίνει Θυσ.2 304· Του λέει: «Γιε μου, τα κλειδιά αθρώπου δεν τ’ αφήνω» Ερωτόκρ. Α΄ 1344· —Συνών.: ανήρ· β3) (με τη μτχ. «γεννημένος» για να δηλωθεί κατάφαση· βλ. Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 535) οποιοσδήποτε, καθένας: τον λόγον| όπου ειπεί κι επισχεθεί ανθρώπου γεννημένου Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5185· αν τα είπα εγώ των αδελφών μου ή αν τα εμολόγησα ανθρώπου γεννημένου Διγ. Esc. 386· β4) (σε αρνητ. φράση με τη μτχ. «γεννημένος» για να δηλωθεί ισχυρή άρν.· βλ. Ξανθ., ό.π.· πβ. και Διγ. Esc. 386) κανείς απολύτως: ανδρείαν τόσην οπού δεν ευρίσκεται εις γεννημένον άνθρωπον Διγ. Άνδρ. 36321. 2) Άνθρωπος καθώς πρέπει, με ανθρωπιά (Η σημασ., και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): Και λέγει των μετά χολής: «Ουκ είστε γαρ ανθρώποι να εντρέπεστε κι αισχύνεστε ρόγαν να με ζητάτε ...» Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5105. 3) Κάτοχος, κυρίαρχος: πολλών πραγμάτων άνθρωπον θέλω σε καταστήσει,| χώρας μεγάλης δέσποινα σε θέλω καταστήσει Λίβ. Sc. 2121. 4) α) Άνδρας (Η σημασ. ήδη σε Σχολ. Αριστοφ., Θεσμ. 682, στον Προκόπ., Ανέκδ. 50Α και στο Μαλάλ., Βόνν., 6610· βλ. Δημητράκ. στη λ. 9· και σήμ. στη Θράκη, Κύπρο κ.α., ΙΛ στη λ. 2· πβ. το γαλλ. homme και το ιταλ. uomo): ποταπής ηλικίας μέλλει να ένι ο άνθρωπος και η γεναίκα πριν ορμαστούσιν Ασσίζ. 3633· περί των δωρεών, τών δίδει ο άνθρωπος της γυναικός του, αφού την πάρει Ασσίζ. 1512· β) άνδρας, «παλληκάρι»: αλλά ας σταθούμε ως άνθρωποι, στρατιώτες παιδεμένοι Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3982. Πβ. αγόρι(ν) 1. 5) Βοηθός, υπηρέτης (πβ. Μαλάλ., Βόνν., 3253, Δημητράκ. στη λ. 8): έστειλε κρυφά άνθρωπον εδικό του εμπιστεμένο εις τον βεζίρ πασά Χρον. σουλτ. 4920· εζήτησαν (ενν. οι Πιζάνοι) βοήθειαν ώσπερ υπόκλιτοί τους (δηλ. των Βενετιών),| δούλοι πιστότατοι αυτών και άνθρωποι εδικοί τους Κορων., Μπούας 18· Το κάστρον ένι του αυθέντη μας του ρηγός και εμείς ανθρώποι του Μαχ. 4541. 6) Υποτελής, τιμαριούχος (βλ. Αδαμαντίου, ΔΙΕΕΕ, 1902 /6, 543 και Ζέπο, ΕΕΒΣ 18, 1948, 207· πβ. και Άννα Κομν. 10, 289· η χρ. και σε σιγίλλ. 10. και 11. αι., Schlumberger, Nic. Phoc. 725, Sigillographie 480 και Κωνσταντόπουλου, Βυζ. μολυβδόβουλλα, Διεθν. εφημ. Νομ. Αρχ. Ϛ΄, 1903, 87, αρ. 335): εποίησε (ενν. ο Γοδεφρείδος Β΄ Βιλλαρδουΐνος) την συμβίβασιν κι εγίνη άνθρωπός του (δηλ. του Λατίνου αυτοκράτορα της Πόλης) Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6323. Πβ. ανθρωπέα, λίζιος. 7) Στρατιώτης, πολεμιστής: έφθασαν τα κάτεργα όλα κι εμαζωχτήκαν (παραλ. 2 στ.) κι ανθρώπους έξω βγάλασι ογιά να πολεμούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 21412. Διά τούτο ας χωρίσομεν από όλα μας τα αλλάγια| ’λαφρούς ανθρώπους, φρόνιμους, στρατιώτες παιδεμένους Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6972. —Συνών.: αγόριν 1, αδνουμιάτης. — Πβ. και αζάπης ο.ανταμοιβή- η, Σπαν. (Μαυρ.) P 96, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 423, 480, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 2, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1309, Ασσίζ. (Σάθ.) 22225, 22814 Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 470, 2241, Διγ. (Καλ.) A 983, 2722, 3318, Ερμον. (Legr.) M 137, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 692, 3319, 3343, 3434, 6321, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 4439, Φλώρ. (Κριαρ.) 419, 1133, 1150, Λίβ. (Μαυρ.) P 2608, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2974, Λίβ. (Wagn.) N 3571, 3629, Θησ. (Βεν.) Β΄ [323], Ε΄ [545], ΙΒ΄ [286], Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 554, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 579, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 149, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 151, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 113, 4020, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 2, 90, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 1328, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1596, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 57, Ζήν. (Σάθ.) Β΄ 208, Γ΄ 88, 163, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 1658· ανταμοιδή, Ασσίζ. (Σάθ.) 16031, 41217· αντιμοιβή, Λίβ. (Wagn.) N 3195 (έκδ. αντιμεικόν· διορθώσ.), Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 286, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 107, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 228, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 3117, 5936, 946, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. β΄ 94, 126, 151, Ιντ. δ΄ 104.
Το αρχ. ουσ. ανταμοιβή. Η λ. και σήμ. Ο τ. αντιμοιβή (με αποκατάσταση της πρόθ. αντί· βλ. αντιμεύω, ετυμ.) και στον Κατσαΐτ., Ιφ. Ε΄ 141, 914, 919 και Κατσαΐτ., Θυ. Ε΄ 213 και σήμ. (ΙΛ). Για τον τ. ανταμοιδή βλ. Κονομή, Κρ. Χρ. 7, 1953, 149.
1) α) Ανταπόδοση ευεργεσίας, αμοιβή (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. 2, και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): των ευεργετημάτω μου ποια ανταμοιβή έδωσές μου; Ζήν. Γ΄ 163· β) ανταπόδοση, ικανοποίηση (γενικά): εθάρρουν να κερδίσω βασιλικάς ανταμοιβάς και ευχαριστίας μεγάλας Φλώρ. 419· ανταμοιβή τσ’ αγάπης σου να δώσω θα γυρέψω Ζήν. Β΄ 208· για αντιμοιβή τάσσω κι εγώ να σου χαρίσω αντάμι| και να σου δώσω λυγερή με παινεμένα κάλλη Φορτουν. Ιντ. β΄ 126· να ποίσω αντίσηκον καλόν και αντιμοιβήν φιλίας Λίβ. N 3195. 2) α) Επανόρθωση: άρματα γαρ εβάσταξα με αυτόν να πολεμήσω,| αλλά ύστερον εγνώρισα ότι έσφαλα προς αύτον| κι εποίκα την ανταμοιβήν ως το όρισεν ατός του Χρον. Μορ. P 4439· β) ικανοποίηση, ηθική αποζημίωση: εκράτησεν του βασιλέως εκείνου του Ρομπέρτου| την θυγάτηρ του ... (παραλ. 1 στ.). Σ’ ανταμοιβήν του βασιλέως, διατί έσφαλεν προς αύτον (παραλ. 1 στ.), εποίησε την συμβίβασην Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6321· Το κούρσον όπου εποίκετε και η αιχμαλωσία| ας ένι εις ανταμοιβήν του φόνου του λαού σας Χρον. Μορ. (Καλ.) H 692· γ) αποκατάσταση, αποζημίωση: και αν εποίκεν κανένα κακόν ού καμίαν κλεψίαν (ενν. ο υιός), ... το δίκαιον κελεύει ότι ένι κρατημένος ο πατήρ ού η μήτηρ ... και να ποιήσουν την ανταμοιδήν επάνω εις πάσα τους τα αγαθά Ασσίζ. 41217. 3) α) Ποινή, τιμωρία: Περί του βάνοντος πυρ εις χώραν και γίνεται τίποτες ζημία ποταπήν ανταμοιβήν εντέχεται να έχει ουπού εποίκεν την ζημίαν Ασσίζ. 22225· Τότε πτωχή η αλεπού, ως είδε φαγωμένα| τα τέκνα της, τα έκλαιε πικρά, φαρμακωμένα.| Και του Θεού δεήθηκεν ανταμοιβήν να ποίσει Αιτωλ., Μύθ. 113· μέσον φλογός ενέτυχεν ο πλούσιος εκείνος·| τοιαύτη γαρ ανταμοιβή κείται τοις αλαζόσι Γλυκά, Στ. 423· β) αντεκδίκηση, αντίποινα (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ στη λ. 2): Δεν θέλω λείψει, έλεγε, ανταμοιβή να δώσω| κι ό,τι κακό εκάμανε για να τωνε πλερώσω Τζάνε, Κρ. πόλ. 1658. Εγώ δε την ανταμοιβήν αξίαν σοι παρέξω.| Και ραβδέα τον έκρουσεν άνω εις το μετώπιν Διγ. Τρ. 470· ο Τούρκος έκαμε την ανταμοιβή της Τρωάδας οπού εκάμανε οι Έλληνες και επειδή ο Τούρκος κρατεί από τα μέρη εκείνα της Ανατολής, εξεγδικιώθη εις την Πόλη Χρον. σουλτ. 946.αξίζω,- Διγ. (Καλ.) Esc. 1020, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1657, 4944, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 449, Πτωχολ. (Ζώρ.) N 312, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 78, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 208, 287, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 9443, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 19, 21, Βίος γέρ. (Schick) V 236, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 4727, 678, 9710, 1178, 13313, 1387, 1428, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 8324, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1492, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 195, Γ΄ 310, Δ΄ 290, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ΄ 748, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 67, Σταυριν. (Legr.) 528, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 49, 1339, 1568, 1582, 2165, 2835, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 18, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ΄ 60, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [124, 791], Γ΄ [545], Δ΄ [1519], Φορτουν. (Ξανθ.) Δ΄ 277, Ζήν. (Σάθ.) Ε΄ 87, 257· ’ξίζω, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) Βαρβ. 33, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 116, Ερωφ. (Ξανθ.) Β΄ 454, Δ΄ 553, Ε΄ 266, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 3, 126· ΙΙΙ 3, 378· 4, 12· 5, 129, Ροδολ. (Μανούσ.) Χορ. (μετά Ε΄ πράξ.) 9δις, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 731, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [793], Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. γ΄ 162, Δ΄ 316, Ιντ. δ΄ 52, Ζήν. (Σάθ.) Β΄ 125, Δ΄ 122, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 22410, 3024, 5751.
Από το επίθ. άξιος. Ο τ. ’ξίζω και σε έγγρ. του 1507 (Προσφ. Κυριακ. 475). Η λ. και ο τ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Έχω αξία, βαρύτητα, είμαι πολύτιμος, χρήσιμος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): ν’ ακούσεις είντα αξίζω Φορτουν. Δ΄ 277· εκείν’ η καλή είναι οπού αξίζει Ιστ. Βλαχ. 2165· τα πλευτικά αξίζουσιν πλέο εκ τα φουσάτα Χρον. Μορ. P 1657· και δεν αξίζει τίποτες ασήμι και λογάρι| ωσάν ο φίλος ο πιστός οπού να έχει χάρη Ιστ. Βλαχ. 49· τι ωφελεί η ομορφιά, τα κάλλη το τι ’ξίζουν Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [793]· Και τούτο τι αξίζει, οπού, αν εσκοτώνανε δέκα, αυτοί ερχόντησάνε εκατό Χρον. σουλτ. 8324· εάν ...| δεν αξίζει τίποτες ο λόγος ο δικός σου Ιστ. Βλαχ. 1582· για να δεις τι ’ξίζω σε μια μάχη Φορτουν. Δ΄ 316. 2) Ταιριάζω, αρμόζω (και απροσώπως = πρέπει) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): δεν τον αξίζει η βασιλεία Πουλολ. Αθ. 449· ως πρέπει και ως αξίζει Διγ. Esc. 1020. 3) Κοστίζω (Βλ. Du Cange· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): πώς το λέγουν το λιθάρον,| τι ν’ αξίζει η τιμή του Πτωχολ. N 312.απαντώ,- Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 181, 189, 195, 303, Ασσίζ. (Σάθ.) 836, 4555, 47228, Διγ. (Καλ.) Esc. 681, 682, 683, 686, 688, Διγ. (Καλ.) A 417, Ακ. Σπαν. (Legr.) 289, 2, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 523, Ερμον. (Legr.) E 161, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4003, 4916, 6413, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3765, 4020, Βίος Αλ. (Reichm.) 5341, Θεολ., Τζίρ. (Λάμπρ.) 3553, Λίβ. (Μαυρ.) P 2768, Αχιλλ. (Haag) L 91, 1121, Αχιλλ. (Hess.) L 135, 1493, Ιμπ. (Κριαρ.) 30, 95, 99, 108, 254, 352, 375, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1521, Φυσιολ. (Zur.) XLV 16, Μαχ. (Dawk.) 28, 7620, 1066, 36426, 42030, 42420, 6226, 6827, Δούκ. (Grecu) 439-10, 10518, 1537, Αρμούρ. (Κυριακ.) 65, 137, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 29, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 10836, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 105, 116, 140, Άνθ. χαρ. (Κακ.) V 13r Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 676, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1153, Ρίμ. θαν. (Κακ.) 122, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙΙΙ 2, 102, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1731, 1734, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 182, 184, 186, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 27, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β΄ 44, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [133. 501], Λίμπον. (Legr.) 327, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 415, Διγ. (Lambr.) O 2048, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15824, 27220, 28110, Διακρούσ. (Ξηρ.) 32721· ’παντώ, Ασσίζ. (Σάθ.) 13920, Διγ. (Hess.) Esc. 149, Διγ. (Καλ.) Esc. 360, Gesprächb. (Vasm.) 10128, Αχιλλ. (Hess.) L 262, Μαχ. (Dawk.) 27226, 35830, 61218, 6224, 63411, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 578, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 859, 9232, Ιμπ. (Legr.) 104, 113, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 140 (έκδ. ’παντούν· ορθή διόρθωση Πολ. Λ., Μετά Άλ., σ. 46, πατούν), Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 163, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 37932, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 647, Διγ. (Lambr.) O 2557· ’μπαντώ, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) A 638.
Το αρχ. απαντώ. Η λ. και σήμ. κοιν. (ΙΛ). Για παλαιότερη χρ. της βλ. Kaps., Vorunters. 141.
1) α) Συναντώ (Η σημασ. αρχ. L‑S στη λ. Ι 1α και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): μια κορασιά μ’ απάντησε μ’ όμορφα πλήσια κάλλη Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 44· συναπάντημα είναι κακόν μεγάλον, αν απαντήσεις τον παπάν ή ιερωμένον άλλον Ιστ. Βλαχ. 1734· ένας αγάς τ’ απάντησε κι εκεί τονε γκρεμίζει Τζάνε, Κρ. πόλ. 27220· ως γιον έρκετον, εις την στράταν επάντησε ’νού καραβίου σαρακήνικου Μαχ. 27226· ποτέ ντου δεν εθέλησεν, όπου κι αν του ’παντήξει, να τση μιλήσει, όντε τη δει Ερωτόκρ. Β΄ 647· βλ. και ανταμώνω Ι 1α, ΙΙ Α1, Β1, απαντήχνω α· β) προϋπαντώ, υποδέχομαι (πβ. Lampe, Lex. στη λ. 2): Τρία μίλια ’κ την Πάδουβα εξέβη ν’ απαντήσει εμένα Διγ. O 2048. Βλ. και αναδέχομαι 2, απαντήχνω β. 2) Αποκρίνομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): ο είς στον άλλον (έκδ. τον άλλον· διορθώσ.) απαντά με τ’ άρματα να σώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 28110. 3) Ανταποκρίνομαι (σε κάτι), υπακούω: ει μεν απαντήσει προς το θέσπισμα, τον θηρώμανον έξουσιν ως ανδράποδον· ει δ’ αποκρούσει το προσταχθέν, εύδηλον, την κατηγορίαν καταγγελούσι Δούκ. 439-10· βλ. και αγροικώ ΙΙΙ 1β, ακούω Α6, ακρουμάζομαι 2. 4) α) Αντιμετωπίζω (σε μάχη, σε αγώνα, κτλ.), αντικρούω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι 2α· πβ. ΙΛ στη λ. 3): «εσύ πόσους δύνασαι, Βασίλη, απαντήσαι;» Διγ. Esc. 686· ορίζει τον ν’ αρματωθεί, πάγει να τον ’παντήσει Ιμπ. (Legr.) 104· Διά ν’ απαντήσουν τον θυμόν, τες κονταρές των Φράγκων Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4916· Υπάγει να απαντηθεί εκείνος με τον ξένον Ιμπ. (Κριαρ.) 108· να απαντήσει αδείλιαστα του Χάρου το δρεπάνι Λίμπον. 327· βλ. και αντιπαλαμώμαι, αντιπαρίσταμαι, απαντήχνω γ· β) (σε δικαστήριο) αντικρούω (αντίδικο): η συντροφία εντέχεται να αξιάζει, ίνα απαντήσει μέσον τους συντρόφους Ασσίζ. 836· βλ. και αντιδικώ β· γ) υπερνικώ (συναισθ. κατάσταση): Ουδέ παλάτια δύνονται ουδ’ εκκλησιές μπορούσι| αλλαδεφόρως τον καημόν τόν έχω να ’μπαντούσι (έκδ. ν’ αμπαντούσι· διορθώσ.) Φαλιέρ., Ιστ. A 638· δ) προστατεύω, προφυλάσσω (Βλ. Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 536 και ΙΛ στη λ. 5): Εάν ήσαν αληθινοί οι θεοί των Ελλήνων, απαντηθήν ήθελαν από την ιστίαν, ότι να μηδέν καγούν Διήγ. Αλ. V 49. Βλ. και αγιτιάζω Αα. 5) Εμποδίζω (Η σημασ. και σε έγγρ. του 1538, Κατσουρ., ΕΜΑ 5, 1955, 5522 και σ. 84, λ. απαντημένο· και σήμ., ΙΛ στη λ. 3α, 4β): τούτα, καλέ, τα σίδερα δεν γνώθεις και απαντού σε; Φαλιέρ., Ιστ. V 676· και απάνω τα ’ποδήματα την σκόνην να ’παντούσιν Αχιλλ. L 262. Βλ. και ανακόπτω 1, αντωθώ 2. 6) (Αμτβ.) αντέχω: εστάθην δυνατός εις το σπαθίν του και εδιαφεντεύγετον ώσπου άπάντα Μαχ. 42420· ψυχή πολύπονε, πολυσυμφορωτάτη,| πώς απαντάς παράδοξον, πώς ουκ ερράγης ξένον Γλυκά, Στ. 181. 7) α) Διαρκώ (βλ. Σακ., Κυπρ. Β΄ σ. 460): εποίκασιν πόλεμον και απάντησεν πολλήν ώραν Μαχ. 36426· οι κριταί να ποιήσουν δίκαιον ... όσον απαντά η εξουσία του ρηγός Ασσίζ. 47226· ήλθεν άλλον θανατικόν όπου ’πάντησεν περίτου παρά α΄ χρόνο Μαχ. 6224· γι’ αυτόν ’παντά πνοή μου·| αμμέ πικρή ζωή μου| ως γιον στον ήλιον χιόνιν εφυράτον Κυπρ. ερωτ. 859· β) (προκ. για πράγμ.) διατηρούμαι: αν είχαν ποίσειν τα καρτζά ασημένα, ήθελα είσταιν τόσα φτενά, ότι ήθελαν καταλύεσθαιν γλήγορα· αμμέ εσμίξαν τα με το χάρκωμαν ν’ απαντούν Μαχ. 7620· τα πράγματα εκείνου του τεθνεώτος ήσαν τοιαύτα οπού ουδέν εδύνουνταν να βαστάξουν να ’παντήσουν χρόνον και ημέραν να μηδέν ποντιστούν Ασσίζ. 13820· γ) κρατιέμαι στη ζωή: πόσον καιρόν ν’ απαντήσομεν, μέλλει να ’ποθάνομεν Μαχ. 28. 8) Ικανοποιώ: δεν τους απάντα να στέκουνται ως εστέκανε και οι πατέρες τους εις την τάξην και υποταγήν Σουμμ., Ρεμπελ. 184. Βλ. και αδειάζω, αναπαύω Α 1Ϛ, αναπληρώνω Α 2β.απλώνω,- Μυστ. (Vogt) 56, Σπαν. (Hanna) V 12, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 27, Προδρ. (Hess.-Pern.) Ι 145, 189, ΙΙΙ 192α (χφ. g) (κριτ. υπ.), Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 288, Διγ. (Mavr.) Gr. ΙΙΙ 307, Διγ. (Hess.) Esc. 1285, Διγ. (Καλ.) Esc. 119, 1285, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2157, 2186, Διγ. (Καλ.) A 437, 3186, 4207, Βέλθ. (Κριαρ.) 542, 658, 659, 799, Ακ. Σπαν. (Legr.) 33147, Ερμον. (Legr.) M 236, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 6275, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 748, Φλώρ. (Κριαρ.) 673, Λίβ. (Lamb.) Sc. 313, 3112, Λίβ. (Lamb.) Esc. 941, 1433, 1941, Λίβ. (Wagn.) N 274, 906, 1281, Αχιλλ. (Hess.) L 294, 1267, Αχιλλ. (Hess.) N 865, 1616, Χρησμ. (Trapp) X 20, Φυσιολ. (Pitra) 3401, Θρ. Κων/π. (Παπαδ.-Κερ.) H 88, Δούκ. (Grecu) 29316, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [333], ΙΒ΄ [621], Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) ΧΙΙΙ 40, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 583, 844, Σοφιαν., Παιδαγ. (Legr.) 115, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 10, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 39, Συναξ. γυν. (Krumb.) 860, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 262, 441, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 104, Μυστ. παθ. (Parlang.-Μανούσ.) 19, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 472, Θρ. Θεοτ. (Μανούσ.) 96, Τριβ., Ρε (Irmsch.) 233, 250, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΙΙΙ 22, VIII 9, ΧΧΙΙ 12, Έξ. ΙΙΙ 20, IV 4, ΧΧΙΙ 7, Λευιτ. ΧΙΙΙ 5, Αρ. IV 13, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 699, 1223, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 193, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 7421, 1295, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1172, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ΄ 549, Ε΄ 487, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 22, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3303, 38218, 38435, 38824, 39013, 3936, 4105, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1148, 1719, 1891, Β΄ 542, Γ΄ 77, 523, 579, 862, 1459. Ε΄ 1061, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 107, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ε΄ [1475], Φορτουν. (Ξανθ.) Γ΄ 478, Δ΄ 500, Ε΄ 370, Ζήν. (Σάθ.) Α΄ 92, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 498, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 13626· απλώννω, Μαχ. (Dawk.) 18222, 34, 65435, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 810, 9337, 13112· ’πλώνω, Πικατ. (Κριαρ.) 491, Άσμα Μάλτ. 47, Διγ. (Lambr.) O 1483.
Το αρχ. απλόω. Η λ. και ο τ. ’πλώνω και σήμ. (ΙΛ).
Α´ 1) α) (Προκ. για ύφασμα, κλπ.) στρώνω (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. Α6· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1α): να το απλώσομεν (ενν. το πεύκιν) απουκάτω σου διά να κάτσεις Μαχ. 65435· εκβαλών το φακεόλιον αυτού απλώνει αυτό χαμαί Μυστ. 56· άπλωσεν το καββάδι του στην γην και τότ’ ανέβη Αιτωλ., Μύθ. 1223· β) (προκ. για σκηνή στρατοπέδου) στήνω: οι τέντες του στους κάμπους απλωμένες Αχιλλ. L 294. 2) Σκιαγραφώ, παριστάνω: στο μέτωπόσ σου ηθέλησεν να ποίσει| ο Πόθος το θρονίν του και ν’ απλώσει| στην μιαν μεριάν το θάρρος με τον άδην,| στην άλλην ζωγραφιάν με δίχα χάδι Κυπρ. ερωτ. 810. 3) α) (Με αντικ. λ. όπως χέρι, πόδι, αγκώνας, ουρά, φτερά, κλπ.) απλώνω (για ενέργεια φιλική, ερωτική ή εχθρική) (Πβ. L‑S, λ. απλόω 1 χωρίο Σωρανού)· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. Α2, 3· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2α, β· πβ. και το χείρας απλώσαι γυναικικώς τοις διώκουσιν του Θεσσαλονίκης Ευσταθίου, Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Β΄ 216-7 και 217 σημ. 2): άπλωσα το χεράκι μου και πιάνω ένα κουτάλι Κατζ. Γ΄ 549· να απλώσω το χέρι μου και να δείρω την Αίγυφτο Πεντ. Έξ. ΙΙΙ 20· μη απλώσω το ποδάρι μου και δώσω σου κλοτσέα Διήγ. παιδ. 748· και τον αγκώναν του ήπλωσεν εις τον κάμπον ως σκουτέλιν Διγ. Esc. 1285· την ουράν του ήπλωσεν Θρ. Κων/π. H 88· πότε, γεράκιν μου καλόν, τας πτέρυγας απλώσεις; Διγ. Gr. ΙΙΙ 307· β1) (με εννοούμενο ως αντικ. λ. όπως χέρι, κλπ.) απλώνω το χέρι, πλησιάζω (αδιάφορα, φιλικά, ερωτικά ή εχθρικά) (κάποιον ή κάπου) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2β. Βλ. Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄, 6, 1955 /6, 238): Εσίμωσ’ ο Ρωτόκριτος, στο παραθύρ’ απλώνει,| κι αγαληνά και σιγανά ποιος είναι φανερώνει Ερωτόκρ. Γ΄ 579· από τα φύλλα του δενδρού επλώσασιν κι επιάσαν· τα μέλη του τα ταπεινά μ’ εκείνα εσκεπάσαν Πικατ. 491· φρ. απλώνω το χέρι μου (σε κάποιον) = παρέχω βοήθεια: Πλάστη μου, θέλεις ποίσειν| να ’χες του (ενν. του στόματός μου) συμπαθήσειν| απλώνοντα το χέρισ σου| σ’ εμέναν Κυπρ. ερωτ. 9337· β2) (με υποκ. λ. όπως χέρι, κλπ.) πλησιάζω (αδιάφορα, φιλικά, ερωτικά ή επιθετικά): κι άξα δεν είν’ η χέρα ντου σ’ έτοιο δεντρό ν’ απλώσει Ερωτόκρ. Γ΄ 77· αυτή δεν είν’ για λόγου σου, δεν είν’ για σε έτοια βρώση·| σ’ έτοιο δεντρόν η χέρα σου ζουγλαίνεται ν’ απλώσει Ερωτόκρ. Α΄ 1148· γ) εγγίζω: τσι στόλισες ορέγοντα, τσι πάστρες επαινούσα| και δεν απλώσασι ποθές Ερωτόκρ. Α΄ 1891· Και μόνο με την εμιλιά με δίχως να τ’ απλώνω| μου φαίνεται σβήν’ ο καημός ο τόσος οπού χώνω Ερωτόκρ. Γ΄ 523· Ποιος είσ’ εσύ π’ αποκοτάς κι απλώνεις στ’ άρματά μου; Κατζ. Ε΄ 487· Πώς ήπλωσας επάνω μου; το πώς ουκ ενετράπης; Προδρ. Ι 145· φρ. απλώνω στην τιμή (κάποιου) = προσβάλλω, θίγω (κάποιον): Εγώ βουλή ουδέ θέλημα ποτέ δε θέλω δώσει| εις την τιμήν ’νους βασιλιού γεις δουλευτής ν’ απλώσει Ερωτόκρ. Γ΄ 1160. 4) Επιχειρώ: μην απλώσεις ν’ αρχίσεις πράγμα περισσό να μη μπορείς να το σώσεις Διήγ. ωραιότ. 107· φρ. το χέρι (μου) απλώνει = επιχειρώ: μ’ επαρακίνησε να γράψω μ’ έγνοιαν τόση,| μα μένα δεν ετύχαινε το χέρι μου ν’ απλώσει,| γιατί δεν είμαι ποιητής Τζάνε, Κρ. πόλ. 13526. 5) Παρέχω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 2ε): Άπλωσε, αφέντη, το λοιπόν την χάρην,| ρύσαι με αχ τα δεσμά Κυπρ. ερωτ. 13112. 6) (Προκ. για τον ήλιο και τις ακτίνες του) εκπέμπω (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β1): όταν απλώσει τας ακτίνας του ο ήλιος εις την γην, τάχατες να εύρει άλλην ασπρύτερην; Διγ. Άνδρ. 38435. 7) α) Ξαπλώνω κάτω (κάποιον) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3α): ο σουλτάνος, εθυμώθην ... και όρισε να τον απλώσουν χαμαί να τον παιδεύσουν Μαχ. 18222· τύπτουν τον εις την γην πρηνή, ύστερον τον απλώνουν,| τάχιστα τον τυφλώνουσι Ριμ. Βελ. 583· και όταν εφονεύθηκε, τότε απλώθη ίσια Αιτωλ., Μύθ. 699· β) βάζω κάτω, καταβάλλω (κάποιον): εγώ δε εγληγόρευσα και έδωκά του πρωτύτερα και επέταξά τον σύσσελον και ήπλωσά τον εις την γην Διγ. Άνδρ. 3936. 8) α) (Προκ. για επιστολή) ξετυλίγω· ανοίγω (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. C): είχεν και χαρτίν εις το έναν του το χέριν απλωμένον,| να γέμει όλο γράμματα και άκουσε τι ελαλήσαν Λίβ. N 274· β) (προκ. για στράτευμα) παρατάσσω (Η σημασ. μτγν., L‑S, λ. απλόω 1, χωρίο Παυσανία): άπλωσε τα φουσάτα του εισέ όλον τον τοίχο Χρον. σουλτ. 7421. 9) α) (Μεταφ.) (προκ. για εξουσία, νόμο, κλπ.) επεκτείνω· ενισχύω (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β1): να πολεμά να απλώσει και να μεγαλώσει τον νόμον του Χρον. σουλτ. 1295· β) (προκ. για λόγους) επεκτείνω (Lampe, Lex. στη λ. F): άπλωνε τους λόγους του με πολλά παραδείγματα της θείας γραφής ευμορφότατα Ιστ. πατρ. 1172. Β´ Αμτβ. ενεργ. α) επεκτείνομαι: δεν άπλωσεν η πληγή εις την τσίπα Πεντ. Λευιτ. ΧΙΙΙ 5· χαρτία| ... να έχουν γράμματα και ήσαν απλωμένα Λίβ. Esc. 941. Η μτχ. ως επίθ. = μακρύς: είχε βραχίονες έμορφους, χοντρούς και απλωμένους Θησ. ΙΒ΄ [621]· β) (προκ. για εξουσία) ενισχύομαι: ερίζωσεν εις τον Μορέαν, άπλωσεν η αφεντιά του Χρον. Μορ. P 6275. Γ´ Αμτβ. μέσ. 1) α) (Με υποκ. λ. όπως χέρι, κλπ.) εκτείνομαι μένοντας αδρανής: οστέα συνετρίβησαν, η χειρ όλη απλώθη Διγ. Τρ. 2186· ετσακίσθη το κόκκαλον και ηπλώθη το χέριόν του πάραυτα Διγ. Άνδρ. 38218· β) απλώνομαι, εκτείνομαι: Ο πλόκαμος ευφυώς περί τους ώμους ήπλωται της παρθένου Μακρεμβ., Υσμ. 17021· ως κλέπτης και κατάδικος επάνω σου ηπλώθη Θρ. Θεοτ. 96. 2) (Προκ. για άνθρωπο ή ζώο) ξαπλώνομαι (χάμω): παρ’ ελπίδα κατά γης καταπεσών ηπλώθη Προδρ. Ι 189· και μυκησάμενος ως βους επί την γην ηπλώθη Διγ. Τρ. 2157. 3) Διαδίδομαι (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. D1, 2, G και ΙΛ στη λ. Β1): ηκούσθη πανταχού το πράμα και ηπλώθη Ριμ. Βελ. 844· η του Βασιλείου ηπλούτο φήμη ανά την βασιλεύουσαν Παράφρ. Μανασσ. 288. 4) Αναθαρρώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β2): ήλλαξε τας κακώσεις της η τύχη σου απ’ εσένα| και με της τύχης το καλόν απλώθηκε και ζήσε Λίβ. Sc. 3112. 5) Ευφραίνομαι: να εκάθισα εις το πλάγιν της, να ηρξάμην ροκανίζειν·| ν’ αγκώθην η κοιλία μου, ν’ απλώθην η ψυχή μου Προδρ. ΙΙΙ 192α (χφ g) (κριτ. υπ.).αποδίδω,- Σπαν. (Hanna) A 649, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 370, Προδρ. (Hess.-Pern.) Ill 7, Μακρεμβ., Υσμ. (Hercher) 17017, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 929, 2221,2239, 3120, Καλλίμ. (Κριαρ.) 2147, Ασσίζ. (Σάθ.) 53130, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 54620, 56524 Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 47, Ερμον. (Legr.) Ζ 90, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 275, Βίος Αλ. (Reichm.) 2728, Πανάρ. (Λαμψ.) 6528, Δούκ. (Grecu) 7713, 16318, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 7612, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 235, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 352, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 9514, Αλφ. (Μπουμπ.) 116, Αλφ. (Κακ.) 1470, Βίος αγ. Νικ. (Legr.) 153, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 256, 1105, 1363, Γ΄ 51 (επόδωκα), 486, 531, 732, 791, Ε΄ 714, 870, Φορτουν. (Ξανθ.) Δ΄ 88, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 35116· απεδίδω, Σπαν. (Hanna) A 358.
Το αρχ. αποδίδωμι. Η λ. με διάφορους τ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αποδίνω).
1) Επιστρέφω (κάτι) (Η σημασ. αρχ., L‑S και σήμ., ΙΛ στη λ. αποδίνω Α): την εμήν δε θυγατέραν, (παραλ. 1 στ.) αποδότε προς εμέναν Ερμον. Ζ 90· και το κτηθέν, ει βούλοιτο, πάλιν αποδιδόναι Μανασσ., Χρον. 2221. 2) α) (Μετά από συμφωνία) παραδίδω: υποσχεθέντος του επιδούναι μοι πραότηταν προικός τόσην, μετά δε του πληρώσαι τον γάμον ουκ άπέδωκάν μοι τι Ελλην. νόμ. 54620. Βλ. και αποβγάνω 7 β) κληροδοτώ: αν ούκ έχει ή τέκνα ή γονείς ... ευρήσεις το ζητούμενον πρόσωπον το πλέον κοντότερα και ούτως απόδος την κληρονομίαν Ελλην. νόμ. 56524 Βλ. και απαριάζω 2, απαφήνω 4, αποθέτω 2. 3) Ανταποδίδω, δίνω για αντάλλαγμα: είπε πως θεν να δώσει (ένν. ο αγάς)| τον τόπον του· κι ο βασιλιάς τί θέλει τ’ αποδώσει; Εμένα κόπτει και παιδιά, δικούς μου Τζάνε, Κρ. πόλ. 35116 . Βλ. και ανταμείβω, ανταποδίνω 2, αντιμεύω 1α. 4) (Προκ. για κατάθεση καταγγελίας) καταθέτω: ουδέν οφείλω του απολογηθήναι αυτής εν τη αιτήσει, ην απέδωκεν κατ’ εμού Ασσίζ. 53130. 5) (Συνήθως με αντικ. λ. όπως ίασις, δόξα, κλπ.) παρέχω: αναμαθείν τους πόνους του νοσούντος,| είθ’ όντως και την ίασιν εντέχνως αποδούναι Προδρ. ΙΙΙ 7· πάσι δ’ ημίν απέδωκε δόξαν, τιμήν μεγίστην Βίος Αλ. 2728. Η χρ. και σε παροιμ. (Βλ. και Πολ. Ν., BZ 7, 1898, 163): Κατά ρογίν τον ελαδάν ο Θεός ούκ αποδίδει Γλυκά, Στ. 370. 6) α) Φρ.: αποδίδω την ψυχήν, απ. το ζήν, απ. το χρεών, απ. το τέλος = πεθαίνω (Βλ. και L‑S Κων/νίδη, λ. αποδίδωμι II 4): έδωκε το κοινόν χρέος, τον θάνατον, και απέδωκε την ψυχήν αυτού εις χείρας Θεού Ιστ. πατρ. 9514· επεριωρίσθησαν εις τα Λιμνία και εκεί το ζήν απέδοικαν Πανάρ. 6528· επιληψίας εισπεσούσης και φωνήν και γλώτταν κωλυθείς εσπέρας ήδη καταλαβούσης απέδωκε το χρεών επί τής στρωμνής αυτού Δούκ. 16318· όταν ο θάνατο(ς) σ’ ευρή, το τέλος ν’ αποδώσεις; Αλφ. (Μπουμπ.) 116· β) αποκάμνω, εξαντλούμαι (συνήθως μτχ. αποδομένος) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αποδίνω Β2. Βλ. και Βογιατζ., Αθ. 29, 1917, ΛΑ 72): απέδωκε (ενν. το σώμα μου) τοις στεναγμοίς, απέδωκε τοίς θρήνοις Καλλίμ. 2147· Η Νένα τζη να τη θωρεί εδέτσι αποδομένη| φοβώντας τα περσότερα το διάταμα σωπαίνει Ερωτόκρ. Γ΄ 531. Βλ. και αποδώνω· γ) καταλήγω, καταντώ (συνήθως μτχ. αποδομένος) (Βλ. Ξανθουδίδη, Ερωτοκρ., σ. 502 και Βογιατζ., Αθ. 29, 1917, ΛΑ 71. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αποδίνω Β1): Οκ τη φιλαργυρία τους κακά θέλ’ αποδώσουν Βεντράμ., Φιλ. 352· θωρώ σε, πως απόδωκες, και στην καρδιά πονεί μου Ερωτόκρ. Γ΄ 732· επόνεσε ... να δεί για κείνο μίαν κερά, πως είν’ αποδομένη Ερωτόκρ.Ε΄ 870. Βλ. και κακαποδίδω. 7) Φρ.: α) αποδίδω λόγον = δίνω λόγο (για κάτι): όταν ουν μέλλει να κριθεί, τι λόγον ν’ αποδώσει; Αλφ. (Κακ.) 1470· β) αποδίδω τούς οφθαλμούς = προσηλώνω το βλέμμα, βλέπω επίμονα: οίς (ενν. μαργάροις) εγώ τούς οφθαλμούς όλους αποδούς είπαν μετά θάμβους και ηδονής Μακρεμβ., Υσμ. 17017.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Σπαν. (Hanna) B 343, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 296, 302, Σπαν. (Legr.) P 48, 51, 174, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 24, 33, Προδρ. (Hess.-Pern.) II G 103, III 398, Ασσίζ. (Σάθ.) 2755, 4837, Ιερακοσ. (Hercher) 50212, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 569, Διγ. (Καλ.) Esc. 282, 590, 960, Διγ. (Καλ.) A 255, 1317, 1957, Βέλθ. (Κριαρ.) 918, 958, 969, 971, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 276, 286, 288, 729, 982, 1805, 2511, 2658, 3134, 3306, 7078, 8444, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1349, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9613, Φλώρ. (Κριαρ.) 381, 594, Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 148, Απολλών. (Wagn.) 750, Αχιλλ. (Hess.) N 460, 920, Αχιλλ. (Haag) L 41, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 52, 239, Ιμπ. (Κριαρ.) 19, 316, 290, 360, Φυσιολ. (Zur.) XI 13, L2, Ch. pop. (Pern.) 174, 324, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 67, Ριμ. κόρ. (Pern.) 752 Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 4 (βλ. Papadim., Viz. Vrem. 1, 1894, 652 και Σαχλ., Αφήγ. σ. 213-214), Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 121 (βλ. και Ξανθ., Κρ. Λαός 1, 1909, 8), Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 332 (βλ. και Ξανθ., Παναθήν. 18, 1909, 180), Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1414, 178, 13, 183, 2214, 255, 384, 628,753, 10455, 1133, 9, 1195, 1234, 1567, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 1113, Συναξ. γυν. (Krumb.) 597, 946, 1103, 1104, 1177, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 214, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 39, Πεντ. (Hess.) Γέν. XXIV 67, XXVII 14, Λευιτ. ΧΙΧ 18, 34, Δευτ. VI 5, VII 13, X 12, XXIII 6, XXX 16, 20, XXXIII 3, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 14017, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 309, 3917, 696, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 8115, 12814, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 2610, 3512, 897, 901, 2, 19, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 374, 418, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1495, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 43, 207, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά́ 93, 99, Γ΄ 99, Δ́́ 3, 272, Έ́ 66, 74, 153, Βίος Δημ. Μοσχ. (Knös) 711, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 97, 1316, 1638, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 161, 186, 190, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33027, 3373, 35529, 36328, 36630, 36714, 38912 δίς, 3982, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1588, 1661, 2080, 2146, Β́́ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 461, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 1588, 1661, 2080, 2146, Β́́ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 461, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 48 (βλ. και Μανούσ., Κρ. Χρ. 8, 1954, 294 σημ. 8)· γαπώ, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 608, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 119, Ερωτόκρ. Ά́ 1959, Β́́ 150, Ευγέν. (Vitti) 181· αγαπώ ή γαπώ, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 389, 549, Βουστρ. (Σάθ.) 417, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 23, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 177, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 293, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 14, Έ́ 158· ηγαπώ, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5343, 5670, 6850, 8699· μτχ. ηγαπημένος, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 2072, Σπαν. (Hanna) A 6, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 3, 55, Σπαν. (Hanna) O 63, Διγ. (Καλ.) A 1959, Βέλθ. (Κριαρ.) 29, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3963, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 709, 8935, Διήγ. Βελ. (Cant.) 126, Φλώρ. (Κριαρ.) 381, Gesprächb. (Vasm.) 26379, Αχιλλ. (Hess.) N 1277, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 254, Ιμπ. (Κριαρ.) 39, 205, Μαχ. (Dawk.) 1428, 37017, 50424, 60430, Ch. pop. (Pern.) 306, 311, 355, 441, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 386, Συναξ. γυν. (Krumb.) 429, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 24, 69, 112, 119, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 61 (βλ. και Πολ. Λ., Μετά Άλ. σ. 45), Βεντράμ., Γυν. (Knös) 91, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 40, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 11, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 62, Γ́́ 323, Έ́ 449, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 188, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32219, Θυσ. (Μέγ.)2 329, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ́́ 1, δ́́ 59, 89, Ροδολ. (Μανούσ.) Έ́ 254, Λίμπον. (Legr.) Αφ. 34, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 5267, 5645, 57315· αγαπημένος, Ασσίζ. (Σάθ.) 23316, Μαχ. (Dawk.) 2019, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 537, Πεντ. (Hess.) Δευτ. ΧΧΙ 15, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 10534, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XII 39, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) 517 φ. 336β 18, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 16, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 381, 503, 507, Γ́́ 92, Δ́́ 388 Έ́ 349, Ερωφ. (Ξανθ.) Β́́ 6, Γ́́ 28, 98, 297, Έ́ 287, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 171, 185, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 859, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Δ́́ 19, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 41, χορ. Δ́́ 60, Έ́ 1345, Φορτουν. (Ξανθ.) Έ́ 115, 159, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 24720, 5038, 5305, 54410· γαπημένος, Ιμπ. (Legr.) 232.