Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 10 εγγραφές  [0-10]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Βακτ. αρχιερ. (κώδ. 1373, ΕΒΕ)

  • νομή
    η, Ελλην. νόμ. 52321, 5779, Ασσίζ. 1652, 16813, 2879, Χρον. Μορ. H 7464, 7751, Μαχ. 47628, Βακτ. αρχιερ. 171, Βακτ. αρχιερ. (κώδ. 1373, ΕΒΕ) 26.
    Το αρχ. ουσ. νομή. Η λ. και σήμ.
    1) α) Βοσκή: Metrol.2 6011· φρ. νομήν (προσ)ποιούμαι = νέμομαι, βόσκω (Πβ. την ήδη αρχ. χρ. του ρ. ποιούμαι με ουσ. αντί του αντίστοιχου ρ.· L‑S, λ. ποιέω, A. II 5): οι κύκνοι εν τοις ύδασι την νομήν εποιούντο Διγ. (Trapp) Gr. 2357· οι κύκνοι εν τοις ύδασι νομήν προσεποιούντο Διγ. Z 2784· β) βοσκότοπος: Δούκ. 30313. 2) α) Κατοχή, κυριότητα: Περί του πραγμάτου τό ένι εις την νομήν του εκείνου οπού το εγόρασεν και μετά ταύτα θέλει να μετανώσει, τείντα ορίζει το δίκαιον Ασσίζ. 2874· β) επικαρπία, δικαίωμα καρπώσεως: ειδέ εκείνος ουδέν είχεν τη νομήν, ουδέ την κράτησιν, το δίκαιον κελεύει ότι οι κληρονόμοι του ουδέν έχουν μετά ταύτα τίποτες εις εκείνην την δόσιν Ασσίζ. 4091· δώρημαν ουδέν χρήζει άνευ της νομής του πραγμάτου Ασσίζ. 4073. 3) Ηγεμονία, κυβέρνηση, διοίκηση: ει μεν ευρούν ότι ζητεί με τρόπον δικαιοσύνης| το κάστρον της Καρύταινας μετά της περιοχής της| να του την δώσει την νομήν και να τον ρεβεστίσει Χρον. Μορ. H 8145. 4) Άσκηση καθηκόντων (εδώ προκ. για αρχιεπίσκοπο): ο αυτός Γερμανός υπήρχεν εις αρχιεπισκοπικήν αξίαν και νομήν ενεργών, ῃρηρηκώς εις ιερείς και λαών του ... ρηγάτου δίκαια μητροπολιτικά εκπληρούν Διάτ. Κυπρ. 50211. 5) Συνήθεια, κανόνας, άγραφος νόμος: τον δε πρώην πατριάρχην κύρην Μάρκον τον αναθεμάτιζαν οι κληρικοί και πολλοί εκ του λαού ... ως ότι έβαλε κακήν νομήν εις την Εκκλησίαν Ιστ. πατρ. 1059· (με τη φρ. κάμνω αρχή): έκαμεν αρχήν κακήν και νομήν εις την Εκκλησίαν και έβαλε να δίδει πεσκέσιον εις την Πόρτα του σουλτάνου φλωρία χίλια Ιστ. πατρ. 10221· τούτο είπεν ο σουλτάνος διά να κάμει νομή και αρχή να δίδουν οι πατριάρχαι οπού θέλουν γίνεσθαι πεσκέσιον της βασιλείας αυτού Ιστ. πατρ. 10410. 6) Δικαίωμα χρήσης ή εκμετάλλευσης: Περί νερού αγωγής και νομής, οπού εδιάβαινε ποτέ από εκείνον τον τόπον Βακτ. αρχιερ. 171· Περί πηγαδίου και νομής να ποτίζουν και να περνά το νερόν από το χωράφι μέσα Βακτ. αρχιερ. 178. 7) Κοίτη ποταμού: Όταν δε πάλιν ο ρηθείς Νείλος επαναστρέψει| και προς ιδίαν την νομήν και τάφρον συνεισέλθει,| ο Τίγρης συν Ευφράτῃ τε μεγάλως πλημμυρούσι Βίος Αλ. 3089. Φρ. 1) Βάλλομαι εις νομήν, βλ. ά. βάλλω 22. 2) Βάλλω εις νομήν = (α) εγκαθιστώ κάπ. (άρχοντα) στην εξουσία: ο κληρονόμος εποίκεν τό πρέπει, όσον ήτον κρατούμενος και βάλετέ τον εις νομήν των ρηγάτων του Μαχ. 30814· ο κύρης ο πρίντζης ο γαμπρός σου ένι απάνω εις τα κάτεργα και εις τον όξοδόν του ήρταμεν να πάρει το ρηγάτον και ήλθαμε να τον βάλομεν εις νομήν Μαχ. 39020· εκείνος με τα φρόνα του και με τους εδικούς του| σε θέλει βάλει εις νομήν από το ιγονικόν σου Χρον. Μορ. H 7367· (β) (προκ. για την αυλή) παρέχω σε κάπ. το δικαίωμα κατοχής και καρπώσεως ενός πράγματος: η αυλή ένι κρατουμένη να τον βάλει εις νομήν εκείνον οπού ένι περίττου δίκαιος κληρονόμος Ασσίζ. 41721· εντέχεται να έλθει πριν διαβεί χρόνος και ημέρα αφού έβαλεν η αυλή εκείνον εις την νομήν, ότι αν ήλθεν μετά το διαβήναι χρόνος ... ουδέν εντέχεται να εισακουστεί Ασσίζ. 16815. 3) Μπαίνω εις την νομήν = αποκτώ (από την αυλή) το δικαίωμα κατοχής και καρπώσεως ενός πράγματος: κελεύει ... το δίκαιον ότι, εφειδήν έμπει εις την νομήν, ένι κρατούμενος να αποκριθεί όλους εκείνους και όλον εκείνον οπού δίκαιον να του ζητήσουν Ασσίζ. 41724
       
  • νόμιμος,
    επίθ., Ελλην. νόμ. 52230, 5413, Ασσίζ. 7023, 10827, 2608, 30917, 31914, 32913, Απολλών. (Wagn.) 13, 34, 45, 64, Διγ. Άνδρ. 36529, 39529, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 361r, Βακτ. αρχιερ. (κώδ. 1373, ΕΒΕ) 26 (έκδ. νοίμιμον· διορθώσ.), Βακτ. αρχιερ. 209· ουδ. πληθ. νόμιμον, Ασσίζ. 7922· νομίμος· ονόμιμος.
    Το αρχ. επίθ. νόμιμος. Η λ. και σήμ.
    1) α) Σύμφωνος με το νόμο: Ελλην. νόμ. 53617, 53415, Ιστ. Βλαχ. 641· β) που ορίζει ο νόμος: επιτροπεύειν αυτήν επ’ αυτούς μέχρι καιρού του φθάσαι τους παίδας εις νομίμου καιρού ηλικίας Ελλην. νόμ. 5773. 2) α) (Προκ. για πρόσ.) παντρεμένος με νόμιμο γάμο: εφάνη καλόν ίνα ο δεσπότης κυρ Κωνσταντίνος επάρῃ την ανεψιάν ... του Καρούλου ... εις νόμιμον γυναίκα και τα κάστρη ... λάβῃ εις προίκαν αυτής Σφρ., Χρον. μ. 2422· αυτός (ενν. ο Ναβουχοδονόσορ) ήτον από γένος άτιμον και άδοξον και δεν ήτον γεννημένος από νομίμην γυναίκα, μάλιστα ήτον γεννημένος από πόρνην κεκρυμμένην Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 210v· ορίζομεν την προρρηθείσαν δείνα ως φυλάξασαν την παρθενίαν αυτής του συνζευχθήναι ετέρῳ ανδρί νομίμῳ Ελλην. νόμ. 53430· β) (προκ. για παιδιά) που γεννιούνται από νόμιμο γάμο: Ελλην. νόμ. 53520, Δωρ. Μον. XXXV· γ) (προκ. για αδελφή): η μήτηρ τους ευρίσκετον του ρήγα της Ουγγρίας| αυτάδελφη ονόμιμη Χρον. Μορ. H 7381. 3) Καθιερωμένος με νόμο: θέλει είσταιν η ημέρα αυτή διά ενθύμησιν και να την εορτάζετε αυτήν διά να έναι εορτή του Κυρίου εις όλην την γενεάν σας και να έναι νόμιμη και να την εορτάζετε αιωνίως Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 166r. 4) Που περιέχει νόμους· που αναφέρεται σε νόμους: Αρχής συν Θεῴ αγίῳ της παρούσης βίβλου νομίμου πίναξ Βακτ. αρχιερ. 130· συνέταξαν ιβ΄ λόγους νομίμους Βακτ. αρχιερ. 210. 5) Που τηρεί το νόμο: οι καλοί και τίμιοι αρχιερείς και νομίμοι δεν τους θέλει κακοφανεί τούτο, αλλά μάλλον θέλει τους καλοφανεί Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 369r. Το ουδ. ως ουσ. = α) νόμος: Αυτό ένι νόμιμον λατίνικον Ασσίζ. 30012· Ώδε αρχεύει αρχή ελατίνικων νόμιμων Ασσίζ. 925· β) (περιληπτ.) οι νόμοι, η νομοθεσία, το δίκαιο: κρίνε την αλήθειαν, Θεόν και με ψυχή σου·| εμπρός εις το κριτήριον το νόμιμον να βάλει Ιστ. Βλαχ. 1407· γ) (συνεκδ.) αυτό που ορίζει ο νόμος· (εδώ ειδικ.) δικαίωμα καρπώσεως, επικαρπία (βλ. και Ασσίζ. 4088 και ά. νομή 2β): εντέχεται να ένι στερεωμένον με το δίκαιον εκείνη η δόσις, αν έρχεται νόμιμον έπειτα Ασσίζ. 15626-7· δ) θεσμός, νόμος θρησκευτικός : να κάμετε αυτήν την ημέραν εις την γενεάν σας νόμιμον αιωνίως Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 166ν· ε) (στον πληθ.) έθιμα: Οι δε εν τῳ Καστρίτσι ... προσεκύνησαν μετά συνηβάσεως ίνα μη αθετήσῃ (ενν. ο αμιράς) τα εαυτών ήθη και νόμιμα Σφρ., Χρον. μ. 5442.
       
  • ξανακτίζω·
    εξανακτίζω.
    Από το επίρρ. ξανά και το κτίζω. Ο τ. το 12. αι. (L‑S) και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 542). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    1) α) Ανοικοδομώ (κατοικία), ξαναχτίζω: Όταν πέσει σπίτι και θέλω να το ξανακτίσω και να το υψηλώσω, ... αναγκάζομαι να ποιήσω το σπίτιν καθώς ήτον το πρώτον Βακτ. αρχιερ. (κώδ. 1373, ΕΒΕ) 27· β) ανακαινίζω (κατοικία) κάνοντας προσθήκη, επέκταση: Εάν γένηται ότι οκάτις άνθρωπος ή μία γυναίκα θέλει να εξανακτίσει την οικίαν του επάνω εις τον τοίχον του ... Ασσίζ. 2038. 2) (Συνεκδ. προκ. για πόλη) κάνω να ακμάσει ξανά: είδα πως η φινίτσα μου, καιρό οπού θα ζήσει,|θε να με κτίσει με τιμήν και να με ξανακτίσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 5842.
       
  • ξύλινος,
    επίθ., Ασσίζ. 163, Ιερακοσ. 44120, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 11.675 (Δωδώνη 5, 1976, 353), Ερμον. X 133, Διήγ. Βελ. N2 245, Ιμπ. (Legr.) 972, Καναν. 65 C, Θησ. ΙΆ́ [146], Διήγ. Αλ. V 41, Πεντ. Αρ. XXXV 18 (έκδ. ξυλινό), Χρον. σουλτ. 8417, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1345, Στάθ. (Martini) Ά́ 196· θηλ. ξύλινος, Δούκ. 34916.
    Το αρχ. επίθ. ξύλινος. Η λ. και σήμ.
    Κατασκευασμένος από ξύλο: Ερμον. Ω 227, Τζάνε, Κρ. πόλ. 34627, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 190, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1343, Χρον. Μορ. H 856, Πορτολ. B 4430, Βακτ. αρχιερ. (κώδ. 1373, ΕΒΕ) 27, Πεντ. Δευτ. X 1· (εδώ προκ. για ομοίωμα από ξύλο): σαν έβλεπ’ ο ταλαίπωρος πως πάγει σε πτωχεία| ακ τον θεόν τον ξύλινον, δεν βλέπει αρχοντία,| τον έριξε στο έδαφος και τοτε ετσακίστη Αιτωλ., Μύθ. 1274· ανθρώπους είχαν (ενν. οι Φράγκοι) ξύλινους τρίγυρα να τσι δούνε (ενν. οι Τούρκοι).| Κι ερίκτασίν τως τουφεκιές ωσάν ανθρώποι να ’τον| κι οι Φράγκοι τους σκοτώνασι απού τη γη αποκάτω Τζάνε, Κρ. πόλ. 4208· έκαμε (ενν. ο Μικερίνος) ένα βόδιον ξύλινον και το εχρύσωσε απέξω όλον και εις αυτό μέσα την έθαψε Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 240· (εδώ σε αδύνατον): μια απόχη νερόν, βαμπακερή σκάρα και ξύλινην αγελάδα και πλεματένιο ’ξύγαλα Σπανός (Eideneier) Α 439.
       
  • οίκημα(ν)
    το, Λόγ. παρηγ. O 611, Βακτ. αρχιερ. (κώδ. 1373, ΕΒΕ) 28.
    Το αρχ. ουσ. οίκημα.
    1) Οικοδόμημα, κτίσμα· κατοικία, σπίτι: Χρον. Μορ. H 8083· (εδώ σε μεταφ.): έδε χαρίτων σκήνωμαν, έδε κατούνα ερώτων| και της αγάπης οίκημαν και ανάπαυσις του πόθου Αχιλλ. N 765, 2) Κτηνοτροφική εγκατάσταση (Για τη σημασ. βλ. και Schilbach [Metrol.2 σ. 198]): ούτως ουν οφείλεις αποτιμάσθαι και τα οικήματα, όσα και οία εισί Metrol.2 602.
       
  • οπίσω,
    επίρρ., Ασσίζ. 11519, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 205, Πόλ. Τρωάδ. 769, Χρον. Μορ. H 817, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 104, Απολλών. (Wagn.) 500, Αχιλλ. L 317, Ιμπ. 204, Χρον. Τόκκων 2110, Φαλιέρ., Ιστ.2 390, Μαχ. 223, Θησ. Β΄ [65], Ch. pop. 701, Χούμνου, Κοσμογ. 1107, Διήγ. Αλ. V 2, Απόκοπ.2 154, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 100, 108, 113, Πικατ. 49, Διήγ. Αλ. G 270, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 6v, Θυσ.2 363, Κυπρ. ερωτ. 8632, Πανώρ. Β΄ 234, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Α΄ 210, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1652, Στάθ. (Martini) Β΄ 128, Ροδολ. (Αποσκ.) Ε΄ 390, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [234], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 268, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 118, Λεηλ. Παροικ. 57, Πτωχολ. B 275, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3156, κ.π.α.· απίσω, Μπερτολδίνος 93, 164· επίσω, Σπαν. (Μαυρ.) P 388· οπίσου, Παρασπ., Βάρν. C 394, Πεντ. Γέν. XXXI 23, XLIX 17, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 38v, 69r· ουπίσω, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Δ΄ [133]· πίσω, Σπαν. (Μαυρ.) P 97, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 270, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 257v, Αλφ. (Mor.) IV 44, Παλαμήδ., Βοηβ. 192, 314, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 58· τάπισα, Ασσίζ. 724, 531, 5930, 1941, 2024, 21824, 40620‑21, Μαχ. 69, 1810, 2627, 528, 9412, 11631, 12833, 1907, 33624, 42426, 55221, 60621, 6804, Βουστρ. 448, 455, 500, Άνθ. χαρ. 2905, 29612, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 74, 75, 83, 135, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.) 238, κ.π.α.· ταπίσα, Βουστρ. 490, 534· ταπισά, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 101, Κυπρ. ερωτ. 9242, 12926· τάπισον, Βουστρ. 428· ταπίσον, Βουστρ. 431, 501, 504· ταπισόν, Άνθ. χαρ. 2961, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 99, Κυπρ. ερωτ. 9463· ταπισόντα, Κυπρ. ερωτ. 847· ταπίσω, Ανων., Ιστ. σημ. ρμα΄.
    Το αρχ. επίρρ. οπίσω. Ο τ. επίσω, που απ. σε έγγρ. του 15. αι. (Lefort, Documents 174), πιθ. με επίδρ. του επιρρ. εμπρός. Για τον τ. οπίσου βλ. Χατζιδ., Αθ. 24, 1912, 45. Ο τ. πίσω στο Meursius και σημ. Οι τ. τάπισα κε. από συνεκφ. με το άρθρο τα. Η λ., καθώς και οι τ. οπίσου, τάπισα, ταπίσα και ταπισόν, και σήμ. σε ιδιώμ., όπου και άλλοι τ. (Παπαδ. Α., Λεξ. στη λ., Κωστ., Λεξ. τσακων. Γ΄ 59, λ. πίσω, Σακ., Κυπρ. Β΄ 818, λ. τ’ άπισα και Φαρμακ., Γλωσσάρ. 436, λ. ταπίσα).
    Α´ Επίρρ. 1) (Τοπ.) α) Πίσω (το αντίθ. του εμπρός): Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 483· Αχιλλ. (Smith) O 457· (με την πρόθ. εις): έχωσεν (ενν. η ρήγαινα) οπίσω εις τες άρτζες τον σιρ Φρασέσκην Μαχ. 54811· β) (προκ. για δήλωση επιστροφής) προς τα πίσω, προς το σημείο αφετηρίας: Αχιλλ. (Smith) O 210· (μεταφ.): οπίσω α θέλω να συρθώ, η πεθυμιά μ’ αμπώθει| σ’ εκείνο που ο λογαριασμός κι η γνώση πλιο δε γνώθει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 293· όντε μέλλει| το πράμα, δύσκολα κιανείς μπορά να στρέψει οπίσω Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 197· το σφάλμα σα γενεί κι οπίσω δε γυρίζει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Α΄ 101· (εδώ προκ. για επιστροφή στην πατρίδα): ξένε μου πού ευρίσκεσαι, ξένε πού παραδέρνεις;| την μάννα σου αλησμόνησες και τα γλυκά σου αδέλφια| και δεν θυμάσαι καν ποσώς οπίσω να γυρίσεις; Περί ξεν. A 315· (με τις προθ. εις και προς): Έκαψαν, εκατέλυσαν, ερήμαξαν τον τόπον| και απαυτού εστράφηκαν εις τα Ιωάννινα οπίσω Χρον. Τόκκων 2367· τον έστειλαν (ενν. το γέρο) οπίσω| εις τον τόπον του Πτωχολ. B 412· Στραφείς δ’ οπίσω προς αυτήν (ενν. την κόρη) και το κελλίν ανοίξας Καλλίμ. 642· γ) (προκ. για δήλωση κατεύθυνσης) προς τα πίσω: οπίσω εστοχάζετον διά την ποθητήν του Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 485· (εδώ προκ. να δηλωθεί το στρέψιμο του κεφαλιού): εσκέπασαν την ασκημιά του πατρός τους και τα πρόσωπά τους οπίσω και την ασκημιά του πατρός τους δεν είδαν Πεντ. Γέν. IX 23· δ) (με την πρόθ. από + αιτιατ). μακριά από· (εδώ μεταφ.): όλοι να συγκλίνομεν στον άγιον τον πάπαν, (παραλ. 1 στ.), τινάς οπίσω μη συρθεί από τον ορισμόν του Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 802. 2) Το πίσω μέρος πράγματος ή ζώου: το ιππάριν του ήτον αρματωμένον| κουβέρταν χρυσοπράσινην έμπροσθεν και οπίσω Φλώρ. 535· (προκ. για το ανθρώπινο σώμα): δε βλέπεις μηδέ ακούγεις| οντέ μαλώνεις, μα όποιο βρεις ομπρός και οπίσω κρούγεις; Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 184· οπίσω τα μαλλιά μου| ’ν’ σκορπιστά ’ς τσι νώμους μου Πανώρ. Πρόλ. 10· (με την πρόθ. εις): πρασινορόδινος αετός στην σέλλαν ήτον πίσω,| ζωγραφισμένος ήτονε με καθαρόν χρυσάφι Διγ. Z 308· ήλθε σύντομα τούτη η χωριατοπούλα| οπού είχε χίλιες βουκεντρές οπίσω εις την καπούλα Σαχλ., Αφήγ. 697· (υβριστ.) στα οπίσθια: γυναίκα κακορίζικε, …,| οπού είσαι οπίσω ανοικτή και από ’προσθεν σκισμένη Συναξ. γυν. 128. 3) (Προκ. για βιβλίο) παραπάνω, προηγουμένως (Η σημασ. στο Lampe, Lex., στη λ. 2): επί της βασιλείας αυτού έγιναν αυτοί οι πατριάρχαι οπού εγράψαμεν οπίσω τα ονόματα αυτών Ιστ. πατρ. 12618· Ήδη εσύ ήκουσες καλα —οπίσω σε το γράφω—| το πώς είχεν τα Βομπλιανά μαχαίριν της η Άρτα Χρον. Τόκκων 2677· Ως γιόν σας εξηγήθηκα οπίσω την αγάπην τήν είχεν ο ρήγας με την ρήγαιναν Μαχ. 2227· (με την πρόθ. εις): Καθώς σε το αφηγήσαμουν οπίσω εις το βιβλίον| ότι τον εσυμπάθησεν ο πρίγκιπας ατός του Χρον. Μορ. P 6249. 4) (Με τα ρ. γιαγέρνω, γυρίζω, δίνω, παίρνω, στρέφω προκ. να δηλωθεί η επιστροφή ενός πράγματος): Ετούτα τα κανίσκια του πρέπει να τα κρατήσω;| γή, ογιά τιμή, τυχαίνει μου να τα γιαγείρω οπίσω; Ροδολ. (Αποσκ.) Γ΄ 540· γυρίζει σου απίσω τα αυτία του (ενν. του γαΐδάρου) Μπερτολδίνος 162· Περί αφηλίκων … είτι πουλήσει άνευ γνώμης του επιτρόπου, ύστερον το επαίρνει οπίσω Βακτ. αρχιερ. (κώδ. 1373, ΕΒΕ) 135· (εδώ προκ. για πόλη ή κάστρο): έστερξαν με τοιούτο, ότι να τουσε δώσει (ενν. ο Μουσταφάς) την Καλλίπολη οπίσω, οπού την είχανε παρμένη οι Τούρκοι πρωτύτερα πολύν καιρό Χρον. σουλτ. 5717· με το καλόν, με την τιμήν, στρέψε το κάστρο οπίσω| και θέλεις έχει ευεργεσίαν Χρον. Μορ. P 8425. 5) (Χρον.) α) ύστερα, κατόπιν, εν συνεχείᾳ· στο μέλλον: τα εξοδίασεν όλα του τα πράγματα εις φαν και πγειν … και τάπισα αγκρίζεται με την αμαρτωλήν και ζητά να του στρέψει τό εξοδίασεν διά λόγου της Ασσίζ. 1639· τάπισα επήγαν εις την Λευκωσίαν και επήραν την από σπαθίου Ανων., Ιστ. σημ. ρμα΄· Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 506· β) (με την πρόθ. εις + αιτιατ.) ύστερα από: οπίσω εις πολλές πλημμελείες ο πάπας και οι γαρδενάληδες εμπήκαν μεσόν τους οτόσα, ότι εμπάσαν τους κατά τον πρώτον σασμόν Μαχ. 11434· γ) στο τέλος, τελευταία: Ανάθεμα το ριζικό στά φύλαγεν οπίσω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ε΄ 988· ει δ’ ένι οπίσω τα καλά εν τῳ τέλει του βίου,| όλα καλά υπάρχουσι και μυριοευλογημένα Βέλθ. 1346· δ) στο παρελθόν: να πάψω θέλω παντελώς τα περασμένα πίσω Θησ. Πρόλ. [134]. 6) (Με προηγ. το σύνδ. και προκ. να δηλωθεί αντίθεση) κι ύστερα· κι απ’ την άλλη: ένι (ενν. η κάμηλος) το περίτου λουξουριούζικον κτηνόν τό έχει στον κόσμον, εις λογήν ότι ήθελεν πάγει καλά εκατόν μίλια οπίσω μιας καμήλας διά να την έχει και τάπισα έχει τόσην απομονήν και τεμπεράντσα απάνω του, ότι εστόντα με την μάναν του ού με τες αδερφάδες του δεν τις εγγίζει ποττέ σαρκικά Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 135. Εκφρ. 1) Απώδε και οπίσω, βλ. απώδε Β΄ 2. 2) Εμπρός οπίσω, βλ. εμπρός 2. Φρ. 1) Αφήνω κάπ. οπίσω = ξεφεύγει κάπ. απ’ την αντίληψή μου: οπίσω τον αφήκα| τση νύκτας τον τραγουδιστή που ’θελα να κατέχω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 494. 2) Γυρίζω οπίσω = αναβάλλω· μετανιώνω: θα κάμεις ταραχή, σα σου το ’μολογήσω,| κι όντα βαλθώ να σου το πω, πάντα γυρίζω οπίσω Θυσ.2 134· κι ας ήτο μπορετό να δεις εις τ’ όνειρό σου| σ’ είντα γκρεμό, σ’ είντα βυθό σε πάει το ριζικό σου,| κι αν τύχει να φοβήθηκες κι οπίσω να γυρίσεις| και τη δουλειάν οπού ’ρχισες ακάμωτη ν’ αφήσεις! Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 153. 3) Επαίρνω οπίσω, βλ. επαίρνω 1α φρ. 4) Πηγαίνω ή στρέφομαι (ο)πίσω = οπισθοχωρώ: άρχισαν (ενν. οι Τούρκοι) τα φευγεία,| να πάνε πίσω δεν μπορούν, εμπρός δεν τους αφήνει (ενν. ο Μιχαήλ) Παλαμήδ., Βοηβ. 289· ημείς να γένομεν δειλοί οπίσω να στραφούμεν; Σταυριν. 159. 5) Ποιώ στρέμμα οπίσω = επιστρέφω: ορίζει ο πρίγκηπας τον πρωτοστράτοράν του,| τα σαλπίγγια να δώσουσιν να ποίσουν στρέμμα οπίσω Χρον. Μορ. P 9130. 6) Στρέφω κάπ. οπίσω = αναγκάζω κάπ. να υποχωρήσει, τρέπω κάπ. σε φυγή: εκ το πλήθος των Ρωμαίων όπου έδραμαν στους Φράγκους,| δεύτερον τους εκρότησαν κι οπίσω τούς εστρέψαν Χρον. Μορ. P 5389. Β´ (Σε θέση πρόθ.) 1) (Τοπ.) α) (με γεν. ή αιτιατ. ονόμ. ή προσωπικής αντων.) πίσω από κάπ. ή κ.: οπίσω τούς λας των αρμάτων ήτον η ρήγαινα Μαχ. 41427· απέδω μου και απέκει μου και οπίσω μου και ομπρός μου| είχα τους αδιάκριτους, τους ερωτοδημίους Λίβ. (Lamb.) N 225· οπίσω του αμαξίου να έχει έναν ασκοφύσιν Μαχ. 57229· (εδώ μεταφ.): κριτήρια και αναστεναγμοί οπίσω σου και ομπρός σου, Χούμνου, Κοσμογ. 104· οι γειτόνοι ουδέν τον είδασιν εβγαίνοντα απέ το σπίτιν εκείνου, αμμέ ήκουσαν της φωνής οπίσω του κλέπτη Ασσίζ. 19018· (εδώ προκ. να δηλωθεί το στρέψιμο του κεφαλιού): εστράφηκεν οπίσω της, σφακέλωμαν εποίκεν Καλλίμ. 1165· οι εχθροί εφεύγασι, οπίσω τους εβλέπαν Στ. Βοεβ. 20· (μεταφ.) (1) κρυφά από κάπ., εν αγνοίᾳ του: ομπρός και οπίσω τως πάντα τσι ξατιμώνου (ενν. οι κοπέλες τους άντρες)| και χίλιες μύριες εντροπές και βούλες τσι κουκλώνου Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 397· (2) κατά την απουσία κάπ.: ειδέ και φανεί αναίτιος ο κατηγορηθείς, είτε ομπρός είτε οπίσω του κατηγόρου, ήγουν παρόντος και απόντος, να μηδέν εμποδίζεται η χειροτονία Μαλαξός, Νομοκ. 76· εμπρός μου και οπίσω μου όλοι με επαινάτε Ιστ. Βλαχ. 810· φρ. αφήνω κ. οπίσω μου = αγνοώ κ.: Της σάρκας τα πλανέματα οπίσω μου τ’ αφήνω Θυσ.2 731· β) (με γεν. ονόμ. ή προσωπικής αντων. προκ. να δηλωθεί συνοδεία ή ακολουθία): Φαρίν εκαβαλλίκευγεν …| και οπίσω του ακολούθει του σκυλίν με το λητάριν Λίβ. Esc. 3566· έτρεξαν (ενν. τα σκυλία) οπίσω του λαγού Μπερτόλδος 54· Εφεύγαν όλος ο λαός κι οι Τούρκοι τούς ζύγωναν| οπίσω τους κι ετρέχασιν και τους κατασκοτώναν Τζάνε, Κρ. πόλ. 23710· (εδώ μεταφ.): ποιος εκ τσ’ αθρώπους τσι μικρούς να ελπίζει πλιο τυχαίνει| σε δόξες, πλούτη και τιμές κι οπίσω τως να πηαίνει; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 130. 2) (Χρον.) (με γεν. ονόμ. ή προσωπικής αντων. προκ. να δηλωθεί χρονική ακολουθία): Το καλοκαίρι ογλήγορα … διαβαίνει| κι οπίσω του … κρυγιός χειμώνας μπαίνει Πανώρ. Γ΄ 138· εκτίσαν οι ρηγάδες και οι άρχοντες ν-εις οπίσω του άλλου εκκλησίες Μαχ. 2628· μετά το θάνατο κάπ.: ο ζωντανός τάπισα του τεθνεώτος εντέχεται εκείνην την δωρεάν να την λάβει Ασσίζ. 15718‑19· οι πλείστοι άνθρωποι έναι πολλά δοσμένοι| εις φαγητά και εις ποτά κι εις αμέλειαν δοσμένοι| και φήμην δεν εβλέπουσι οπίσω τως ν’ αφήσουν Κορων., Μπούας 41. 3) (Με γεν. ονόμ. προκ. για κίνηση απομάκρυνσης) από: τα ομμάτια της ου στρέφονται οπίσω της θαλάσσης·| πότε να ιδεί μονόξυλον να στρέφεται εκ την νήσον; Πόλ. Τρωάδ. 313. 4) (Με γεν. ονόμ.) εκτός, πέρα από: οπίσω του Χριστού άλλην ουκ έχω ελπίδα Σκλέντζα, Ποιήμ. 768. Γ´ (Με άρθρο ως επίθ.) 1) (Τοπ. προκ. για δήλωση επιστροφής) προς τα πίσω: θωρεί τον ήλιον και πα να βασιλέψει| και αυτός τα πίσω βιάζεται, βούλεται να τον στρέψει Γεωργηλ., Θαν. 399· (με γεν. προσωπικής αντων.): καλόγερον ή καλογραίαν αν βρείτε στην οδόν σας,| διαγείρετε τα πίσω σας, διατί καλόν ουκ ένι Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 1296· (με προηγ. την πρόθ. εις): απαυτού εγύρισάμε εις τα οπίσου και ήλθαμε πάλιν εις την Λαύραν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 38r. 2) (Με προηγ. την πρόθ. εις) στο πίσω μέρος του σώματος: Ιανουάριος άνδρας και αυτός τάχα μεσοκαιρίτης| ως πεζοδρόμος φαίνεται σφικτά διεζωσμένος| στα πίσω εις την ζώνην του πηγμένες οι ποδές του Ημερολ. 49. 3) (Χρον.) α) προηγούμενος, περασμένος: για να σ’ αναθυμήσω| το τι με μέναν έποικες εις τον καιρόν τον πίσω Θησ. Πρόλ. [120]· (με το άρθρο τα) τα περασμένα, το παρελθόν: σα γρα και φρόνιμη όλα τα πίσω εθώρει| και να γελάσει, να χαρεί σε τούτα δεν ημπόρει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 121· β) μελλοντικός· (εδώ) στερνός, τελευταίος: ποιο θάρρος έχω, ποια δροσά στα γέρα μου τα πίσω; Θυσ.2 384· (με το άρθρο τα) το μέλλον: Άμα θεοί το θέλουσι δεν έχω τι να ποίσω·| αυτείνοι γαρ προβλέπουσι τα μπρος και τα οπίσω Αλεξ. 178· (με προηγ. την πρόθ. εις) στο μέλλον: εάν νυν ο Ζευς ο μέγας| ουκ ετέλεσε τους όρκους,| εις τ’ ουπίσω τελειώσει Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Δ΄ [133]. Εκφρ. τα πίσω κώλοι = με τα οπίσθια: εις το να ντριμωθώ εις την κάμαράν σου, εμπήκα τα πίσω κώλοι Μπερτόλδος 47. Φρ. Γυρίζω, πηγαίνω, στρέφομαι, τρέχω (σ)τα πίσω (μου) = οπισθοχωρώ: είτις δειλιάσει και στραφεί, τα πίσω του γυρίσει,| αν είναι υιός του άνακτος, εγώ να τον φονεύσω Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 272· αρχίσασιν του Μιχάλη φουσσάτα| τα πίσω να παγαίνουσιν Παλαμήδ., Βοηβ. 596· δεν δυνόμεσθεν πλέο να πολεμούμεν,| αλλά ’ναι χρειαζόμενον στα πίσω να στραφούμεν Αχέλ. 2323· έβαλαν (ενν. οι χριστιανοί) τόσην δύναμιν και ανδρείαν, που τους κάμαν (ενν. τους Κουρκούτηδες)| πλέα παρ’ όταν ήλθασιν γοργά τα πίσω δράμαν Αχέλ. 606. — Πβ. αποπίσω, εξοπίσω και παραπίσω.
       
  • οργιά
    η, Διγ. (Trapp) Gr. 1150, Ερωτοπ. 273, Παϊσ., Ιστ. Σινά 494, Εκατόλ. M 63, Metrol.2 599, 756, 8414, 1084· οργία, Metrol.2 668‑9, Καραβ. 4922, 21, 49311, 49633, 50326, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 109v, Πορτολ. A 34, 516, 2207, Χρον. σουλτ. 8117, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 154, 155 πολλ., 158, 161 δις, 239· ορία, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 223r ουργία, Εξήγ. πέτρ. 274, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 313v, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 389, Παϊσ., Ιστ. Σινά 107, 148, 327, 369, 615, 1107, 1263· ουργιά, Metrol.2 13523, Σφρ., Χρον. (Maisano) 103.
    Το αρχ. ουσ. όργυια, γεν. ‑άς. Ο τ. οργία σε έγγρ. του 12. και 13. αι. (Act. Ivir. II 52480, 519, 520, Caracausi 418, λ. όργυια). Ο τ. ορία σε έγγρ. του 17. και 18. αι. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 520 και 27, 1984, 447, Βαγιακ., ΕΑΙΕΔ 6, 1955, 6, 33). Ο τ. ουργία στο Du Cange, στο Αρμεν., Εξάβ. Β΄ 412 και σε έγγρ. του 14. και 15. αι. (Χρυσόβ. του 1364, 135, 137, Act. Lavr. II 9014, 10825, III 156 not.). Ο τ. ουργιά στο Ψευδο-Κωδ., Οφφικ. 2411 και σε έγγρ. του 17. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 1, 1948, 94). Τ. ουρία σε έγγρ. του 17. αι. (Πεντόγαλος Γ., Παρνασσ. 16, 1974, 44). Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Σακ., Κυπρ. Β΄ 703, λ. ορκά). Η λ. και σήμ.
    1) Μονάδα μέτρησης μήκους (Για τη σημασ., τα διάφ. είδη οργιάς και την αναλογία μεταξύ τους και με άλλα μέτρα βλ. Schilbach [Byz. Metrol. σ. 22-7, 280-1 και Metrol.2 σ. 184-5]): Φλώρ. 1342, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 1638, Metrol.2 4718, 5416, 7830, Rechenb. (Vog.) 50, Βακτ. αρχιερ. (κώδ. 1373, ΕΒΕ) 28. 2) Μονάδα μέτρησης επιφάνειας (βλ. Schilbach [Byz. Metrol. σ. 22-7, 280-1 και Metrol.2 σ. 184-5]): καταλογίζειν οφείλεις τας διακοσίας ουργίας γην μοδίου ενός Metrol.2 5018. 3) α) (Προκ. να δηλωθεί το ελάχιστο μήκος ή η ελάχιστη επιφάνεια): παρευθύς έγινεν ένα μέγα σκότος, οπού δεν ήβλεπε άνθρωπος τον άνθρωπον μήτε ήβλεπε τινάς να περιπατήσει μίαν οργία τόπον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 162v· τόσον γαρ έστι πνιγήναι άνθρωπον εις βαθύτατον πέλαγος, όσον εις μίαν οργιάν ύδατος Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι V 31· Σωστά ένα χρόνο έκαμε διχωστάς να σταλάρει| τον πόλεμον και μιαν οργιάν γη να μηδέν επάρει Τζάνε, Κρ. πόλ. 47220· β) (προκ. να δηλωθεί υπερβολικό μήκος): Είχε γαρ ο νεότερος, πανθαύμαστος εκείνος (παραλ. 2 στ.) στήθος ως κρύσταλλον κρυού οργιάν έχον μήκος Διγ. Z 1485. 4) Νήμα λινό, ράμμα (Για το πράγμα βλ. και Ξανθ., B-NJ 5, 1927, 359-60 = Μελετ. 229-30 και Κουκ., ΒΒΠ Β1 215): ούτε τσαγγάρης ή σελάς ή δερματοραπτάρης| να ράψει δύναται ποσώς άχρι κεντέαν μίαν,| χωρίς να βάλει απ’ εμού τρίχαν εις την οργίαν Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 391.
       
  • ορθώνω (I),
    Λόγ. παρηγ. L 713, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 2541 (Δωδώνη 8, 1979, 373), 10518 (Δωδώνη 15, 1986, 135), Χρον. Μορ. H 315, 528, 1452, 6413, 9054, Χρον. Μορ. P 721, 2114, 3079, 4556, 8607, Βίος Αλ.2 124, Χρον. Τόκκων 717, 984, 1243, 1863, 2763, Σφρ., Χρον. (Maisano) 14417, Θησ. Β΄ [493], Ε΄ [255], Θ΄ [838], Θησ. (Foll.) I 18, 38 δις, Θησ. (Morgan) XI 37, Θησ. (Schmitt) VII 108, Διήγ. Αλ. V 28, Άνθ. χαρ. 2934, 29723, Πικατ. 414, Κορων., Μπούας 55, Βεντράμ., Φιλ. 8, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 11118, 20, 24713, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 24225, 2441, Διήγ. Αλ. G 2705, 28312, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. IϚ΄ [142], Αχέλ. 888, 1797, 2477, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1827, 3719, κ.α.· αρθώνω, Αχέλ. Πρόλ. 36· αρτώνω, Μαχ. 58814· ορτώνω, Λόγ. παρηγ. O 723, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 56v· μτχ. παθητ. ενεστ. ορτουμένος, Άνθ. χαρ. 2888.
    Το αρχ. ορθόω. Οι τ. αρτώννω και ορτώνω και σήμ. σε ιδιώμ., όπου και άλλοι τ. (Andr., Lex., λ. ορθώ). Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Στήνω κάπ. ή κ. όρθιο: Θησ. Β΄ [422], Διήγ. Αλ. G 2856· β) έχω κ. σε όρθια θέση: Αλεξ. 1654· γ) (μεταφ.) υψώνω: να μη στοχάζομαι ποτέ εις τούτα τα χαμερπή και γήινα πράγματα, ορθώνοντας πάντοτε τον λογισμόν μου εις την θεωρίαν των ουρανίων και θείων πραγμάτων Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 347· δ) (μεταφ.) στηρίζω, δυναμώνω: Ας είσαι μάρτυρας λοιπόν, ω Άρη ξεκομμένε,| εις τ’ άρματά σου τα φρικτά, αφήγηση ν’ αρχίσω,| κι εσύ, κυρά μου δέσποινα, του Έρωτος η μάννα (παραλ. 2 στ.), ορθώσετε το χέρι μου και την φωνήν μ’ ομοίως,| εμένα που γροικώ να πω τα συνεργήματά σας Θησ. (Foll.) I 3. 2) (Προκ. για κτίσμα) α) επισκευάζω, επιδιορθώνω: Βακτ. αρχιερ. (κώδ. 1373, ΕΒΕ) 27· β) κτίζω: Θησ. Ζ΄ [1147]. 3) α) Ετοιμάζω: Κράζει τον μισίρ Ανσελήν τον πρωτοσύμβουλόν του,| παρακαλεί κι ορίζει τον να ορθώσει τα φουσσάτα| διά να κινήσουν το πρωί Χρον. Μορ. H 5288· καλά ορθώσετε ζώα άξια να το ποίσω,| ολόκαυτα και με τιμήν να του τα προσκομίσω (ενν. του Ερμή) Θησ. I΄ [897β) ευπρεπίζω, συγυρίζω: Σύρτε και ορθώσετε τες αλλαγές (ενν. της θεάς) όλες,| και είτι άλλο κάμνει χρεία, θέλω να προσκυνήσω Θησ. Ζ΄ [775]. 4) (Προκ. για στρατό) α) οργανώνω, συγκροτώ: οργής και δόλου κινηθείς Τουρκών ο βασιλέας| μεγάλον στόλον όρθωσε στην Μάλτα για να στείλει Αχέλ. 45· β) παρατάσσω: Αλέξανδρος όρθωσεν το φουσσάτο του εις τρία τάγματα Διήγ. Αλ. G 28427· όρθωσέν τους (ενν. ο Αριστοτέλης) να πολεμήσουν και αράδιασέν τους ίσα προς ίσα τα παιδία … Και τόσον έμορφα τους όρθωσεν, ότι οπού είδεν ο κόσμος και εθαύμασαν θαύμα μέγα πολλά Διήγ. Αλ. F (Lolos) 11018, 21· γ) εφοδιάζω, εξοπλίζω: Λοιπόν εγώ ευρίσκομαι εις όλα μου αρχάρης| κι ουδέν έχω τα πράγματα όπου με κάμνουν χρεία,| ούτως ως έχω θέλημα εις το ταξίδι ετούτο (παραλ. 4 στ.)· διά τούτο λέγω προς εσάς, αξιοπαρακαλώ σας,| να έχω συμπάθειαν απ’ εσάς ημέρες δεκαπέντε| να ορθώσω τα φουσσάτα μου και να σας καταφτάσω Χρον. Μορ. P 720· χρειάζεται πολλά πράματα εις τον στόλον| και απ’ εδώ και απ’ εκεί να τον ορθώσει όλον Αχέλ. 500. 5) α) Τακτοποιώ: Στρέφομαι εις το ξενοδοχειόν να αναπαυτώ την νύκταν,| να ορθώσω και την συνοδειάν τήν έχω μετά μένα Φλώρ. 1466· β) τακτοποιώ, οργανώνω: ούτως τότε όρθωσεν το μέρος το εκείθεν·| να είναι όλοι εις ορισμόν μεγάλου κοντοστάβλου,| την Άρταν δε να μάχονται της γης και της θαλάσσης Χρον. Τόκκων 2293· γ) διευθετώ, διακανονίζω: εκείνη εζήτησε χάριν τέρμενον ημέρας οκτώ, διά να υπάγει εις το σπίτιν της να ορθώσει τες δουλείες της Άνθ. χαρ. 29717· δεν έν καιρός να αφκραστώ εδά την ομιλιάν σου,| άμε και αλλότες διάγειρε, να ορθώσω την δουλειάν σου Σαχλ., Αφήγ. 377· Ο πλούσιος αν ψυχομαχεί, πολλοί τον παραστέκουν (παραλ. 2 στ.) και δείχνουσιν ότι αγαπούν και ταύτα τον λαλούσιν:| «αυθέντη, κάμε διάταξιν, όρθωσε τα καλά σου» Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 122· δ) διοργανώνω: για να τον τιμήσουσι, για πλέα τιμή μεγάλη,| πολλά παιγνίδια όρθωσαν να γένουν και παλαίστρες Θησ. ΙΑ΄ [592Χαράν μεγάλην όρθωσαν να ποίσουν όταν έλθει| και παρευθύς αρχίνησαν την πόλιν να στολίζουν Θησ. Β΄ [193ε) διορθώνω, τακτοποιώ, αποκαθιστώ (Για τη σημασ. βλ. και Krumb., BZ 15, 1906, 711): έδε κείνες τας πουτάνες,| όπου εκρυφογαμηθήκαν,| και όταν θέλουν να παντρευτούσι,| πάσχουν τάχα να κρυπτούσι·| πιάνουσι να γιατρευτούσι| και παρθένες να φανούσι·| βάνουν, κλείουν και ματώνουν| και την τρύπαν τους ορθώνουν Συναξ. γυν. 667. 6) α) Διορίζω: όρισε (ενν. ο ρήγας), γράφουσι γραφάς, πιττάκια εις τον Πάπα·| μαντατοφόρους όρθωσε και εις αυτόν αποστέλνει Χρον. Μορ. H 480· Η μάννα τους τους όρθωσεν να είναι και οι δύο,| και τον Γιαγούπην έκαμεν αφέντην εις την Άρταν,| και τους Ρωγούς εδώκασιν του Καρούλου αυθεντίαν Χρον. Τόκκων 2096· Ο καπετάνιος όρθωσεν έντιμους εις την χώραν| και τα χαρτιά τούς έδωκεν να υπάσιν εις τον δούκα Χρον. Τόκκων 1446· β) αναθέτω, εξουσιοδοτώ, επιφορτίζω: ορθώσασιν τους δώδεκα εκείνους,| όπου έκλεξαν τον βασιλεύ, την μοιρασία να ποίσουν| του τόπου της Ανατολής κι όλης της Ρωμανίας Χρον. Μορ. P 1018· όρθωσεν κόντον τον αδελφόν του| τα ξύλα να αρματώσουσιν, τα πλευτικά τους όλα,| άλογα να βαστάξουσιν, να έβγουν εις την Πάργαν Χρον. Τόκκων 1475. 7) Ορίζω, διατάζω: Εις την αρχήν εις μιαν ομνεί (ενν. ο αβουγαδούρος) να κάμει εμπιστευμένα| εις το καπιτουλάριν του τά έχει η αυθεντιά ορθωμένα Σαχλ., Αφήγ. 353· ολονεμπρός επήγαιναν οι κάλλιοι καβαλλάροι| κι εις τέτοιον τρόπον γλήγορα, ως τ’ όρθωσεν εκείνος Θησ. (Foll.) I 51. 8) α) Δείχνω: πρόβοδον μ’ εδώκασιν την στράταν να με ορτώσει Λόγ. παρηγ. O 723· β) υποδεικνύω: ο Ιασούς εξέβηκεν, την αλοιφήν αλείφτη·| το εγκόλφιν εθυσίαζεν, τό έδωκεν η Μηδεία·| απάνω εγγίζει του έλμου του, ως τον έδειξεν εκείνη,| και τους θεούς θυσιάζει, ως τον όρθωσεν η κόρη Πόλ. Τρωάδ. 324· γ) κατευθύνω, καθοδηγώ: του δούκα το έδειξαν (ενν. το παραγιάλι) κι αυτός με παρρησίαν| τον στόλο εκείθεν όρθωσεν χωρίς ανορεξίαν Θησ. (Foll.) I 44· δ) καθοδηγώ με επιτυχία: Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ΄ [124]· ε) (ειρων.) διδάσκω, διαπαιδαγωγώ: Φοβήθηκα τον θάνατον, μήπως και αποθάνω| και ’κούσω ανάθεμα πολύ, που μαθητήν δεν έχω,| να τον ορθώσω σαν εμέ, διά να τον αφήσω| και να τον ευλογήσω, διά να με θυμάται πάντα,| να μη χορταίνει το κρασί, αν πίνει νύκτα μέρα Κρασοπ. (Eideneier) L 63· ϛ) καθοδηγώ, συμβουλεύω, «δασκαλεύω»: να εύρουν εκ τους γέροντες τον κάλλιον του κάστρο,| άνθρωπον επιτήδειον, να ηξεύρει να συντύχει| τους λόγους, την ορμήνειαν, οπού το θέλουν βάλει,| εις τον Γιαγούπη να υπά, να του τα αποσώσει. (παραλ. 10 στ.) Ούτως τον εδιόρθωσαν τον άνθρωπον εκείνον. (παραλ. 2 στ.) Κρυφά ανέβη (ενν. ο κοντόσταβλος) εις τον γουλάν και εσύντυχεν μετ’ αύτον (ενν. το Γιαγούπη)| και άρξετον να του λαλεί ως ήτον ορθωμένος Χρον. Τόκκων 2710. 9) Αποφασίζω: ελάλησαν να συναχτούν οι πάντες του φουσσάτου,| να ηκούσουν την απόκρισιν, τά είπαν και ορθώσαν,| του βασιλέως την εκλογήν, ποίος μέλλει να γένει Χρον. Μορ. P 971· οι δε, οι φρονιμότεροι οπού ’σαν πονεμένοι,| ορθώσασι να απελθούν στην Λακιδαιμονίαν,| επεί ήτο η χώρα εύκολη δι’ ανάπαψιν φουσσάτου Χρον. Μορ. P 5592. 10) Δέχομαι, συναινώ, στέργω: «διά τούτο λέγω προς εσάς, αξιοπαρακαλώ σας,| να έχω συμπάθειον απ’ εσάς ημέρες δεκαπέντε| να ορθώσω τα φουσσάτα μου και να σας καταφτάσω».| Οι Φράγκοι το ορθώνουσιν, κινούν και υπαγαίνουν Χρον. Μορ. P 721. 11) α) Ρυθμίζω, κανονίζω, φροντίζω: όρθωσε, καλέ αδελφέ, να έχει το μοναστήρι| ψάλτες καλούς και λειτουργούς …| του να μας μνημονεύουσιν εις αιώνα αιώνος Χρον. Μορ. P 2745· β) σχεδιάζω, οργανώνω: Αν χάσω το κεφάλι μου τελείως εκ το κορμί μου,| την Πλάτζια-Φλώρα βούλομαι να ορθώσω να συντύχεις Φλώρ. 1563· να μάσει το φουσσάτο του αφέντης ο Γιαγούπης| και να υπά διανυκτού πλησίον εις την Άρταν (παραλ. 1 στ.) και να εβγεί ο άνθρωπος μετ’ αύτον να συντύχει| και να ορθώσειν την δουλειάν πώς να τον βάλει μέσα Χρον. Τόκκων 2743· γ) (με σύστ. αντικ.) καταστρώνω σχέδιο: το τι δε πράξιν έκαμεν και πλάνον ο δεσπότης| και τι δε εύρε δοκιμήν και ενθύμησιν ο νους του| και όρθωμα τό όρθωσε· και να απορήσει ο νους σου| το πώς επιτηδεύτηκε στο δίκτυ να τον βάλει (ενν. τον Γιαγούπην) Χρον. Τόκκων 2671· ο βασιλεύς …| κάθεται, συμβουλεύεται με την ομόζυγόν του| και μετά δόλου ορθώσασιν όρθωμαν το τοιούτον Φλώρ. 251. 12) Φροντίζω, περιποιούμαι, διατηρώ σε καλή κατάσταση: Να υπάγει ο καθείς εις τον τόπον του και να αναπαυθείτε μήνας έξι· και θρέψετε τα άλογά σας καλά και τα άρματά σας ορθώσετε καλά· και ας είσθε έτοιμοι πάλιν εις το φουσσάτον να υπαγαίνομεν Διήγ. Αλ. E (Lolos) 20722. 13) Αποδίδω τιμές: Τότε ήλθαν οι βασιλείς και ο λαός ο δόλιος| και με παιγνίδια θλιβερά όλους γαρ τους ορθώνουν| τους ρόγους (ενν. των νεκρών) και τριγύρου τους ήσαν με τον λαόν τους·| κι αφόν τους ετιμήσασι, ως έπρεπε καθέναν| από στεφάνια κι άρματα και έκλαμπρα στολίδια Θησ. Ι΄ [52]. 14) Μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ: Όμως ουδέ λανθάνει σε το πώς με τέχνες τόσες| το άλετρον ορθώνουν το, ολού του κόσμου γλώσσες| και με τα συνεργήματα το πώς τη γη όλη σκίζει Θησ. Πρόλ. 136. 15) Κατορθώνω, επιτυγχάνω: Εσείς δε να προσέξετε μη πιάσει και πιέτε| τόσον κρασίν μετ’ εκεινούς του να σας σκανταλίσει| και χάσομεν τά ελπίζομεν να έχομεν ορθώσει Χρον. Μορ. H 8304. 16) Πραγματοποιώ, εκτελώ: την πεθυμιά μου όρθωσε και τέλειωσε ως θέλω Θησ. Ι΄ [503ήκουσον πρώτον να ειπώ την πράξιν οπού λέγω| και εάν σε φανεί καλόν, ούτως να το ορθώσω Χρον. Μορ. P 6961. 17) Προσπαθώ· (σε σχήμα αδύνατου): την θάλασσαν την άμετρον ορθώνω να γλυκάνει| και λύκον λέγω πρόβατα ποτέ να μη δαγκάνει Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 18. 18) Πείθω: εύκολα όρθωσεν (ενν. ο δεσπότης) τότε τους Αλβανίτας.| Ιδούν εδιορθώσασιν στον αμιράν να πέμψουν Χρον. Τόκκων 3076. 19) Τεκμηριώνω, υποστηρίζω με παραδείγματα: εσύναξα από τα βιβλία οπού λέγουν διά τες χάριτες και ελαττώματα και θέτω και αποδείχνω την χάριν και ορθώνω την με τες γραφές των φρονίμων και με την θείαν Γραφήν Άνθ. χαρ. 28910. 20) Ταξινομώ, αριθμώ: μοιράζω τούτο το βιβλίον εις κεφάλαια ορθωμένα διά πλέον σύντομον και γοργότερον Άνθ. χαρ. 28913. 21) Τιμωρώ: ο νέος νόμος του Χριστού ετούτο βεβαιώνει·| ότι αν μοιχεύσει (ενν. η γυνή) μίαν φοράν, πικρά σού την ορθώνει (ενν. ο νόμος)·| επαίρνει από την προίκαν της και δίδει την του ανδρός της,| και βασανίζεται, ώστε ζει, πεινώντας ο λαιμός της Συναξ. γυν. 104. 22) Εμπεδώνω, εδραιώνω, σταθεροποιώ: μας εξόρισες (ενν. εσύ, χρόνε) την τεχνικήν γνώσιν των γραμμάτων και ομάδι ομάδι ίσως και την φυσικήν, ωσάν εκείνη οπού ορθώνεται από εκείνην Χίκα, Μονωδ. 3692. 23) Επιτρέπω: βιαζόμενον το σώμα (ενν. του νεκρού) υπό του εντός πνεύματος, ήτοι της υγρότητος, γυρίζεται ως ορθώσει αυτό η φύσις και το κοίλωμα του τάφου ή τους πόδας ολίγον ανωφερές και την κεφαλήν κάτω Μάρκ., Βουλκ. 34513. 24) Ζωγραφίζω: Είχεν (ενν. το παλάτι) και τες ώρες ορθωμένες, πάσα ώρα καθώς τρέχει του καθενού μηνός Διήγ. Αλ. G 28827. Β´ Αμτβ. 1) Ετοιμάζομαι: αυτούς εκλέξαν να υπάν στον ρήγα αποκρισάροι.| Ορθώσαν και επέρασαν εκείθε εκ το Βροτήσι, (παραλ. 1 στ.) οδέψαν και απήλθασιν ολόρθα εις τον ρήγαν Χρον. Μορ. P 6343· όσον εφουσσάτεψαν, ορθώσαν και υπαγαίναν Χρον. Μορ. H 2022· (με επόμ. εμπρόθ. προσδιορ.): Ο Αμίμαντος επήρεν τα φουσσάτα και επέρασεν τον Ευφράντην ποταμόν και είδεν το φουσσάτον του Αλεξάνδρου και όρθωσε εις τον πόλεμον Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2451· την Κυριακήν γαρ το πρωί προς πόλεμον ορθώνουν Χρον. Μορ. P 3951. 2) Ορίζω, διατάζω: όρθωσεν (ενν. ο πρίγκιπας) κι εστράφησαν εκείσε εις τον ρήγαν| του να στρέψουν απόκρισιν, να τον πληροφορέσουν,| το πως ο πρίγκιπας Μορέως οι συμφωνίες του αρέσουν Χρον. Μορ. H 6413. 3) Κατευθύνομαι: Ατός του ο Αλέξανδρος εσέβην εις την μεγάλην κόκκαν και έριξεν τα καράβια όλα εις την θάλασσαν. Και αρχίνισεν άνεμος μέγας και όρθωσαν προς την Ανατολήν Διήγ. Αλ. E (Lolos) 19321. 4) Αποφασίζω: Όρθωσεν, οικονόμησεν έναν του καπετάνον Χρον. Τόκκων 1059. 5) Φροντίζω, κανονίζω: Αφού εσυμβιβάσθηκεν με τον Μουρίκη Σπάτα| και συμφωνίες έκαμαν το πού να ενωθούσιν,| όρθωσεν και εσύναξεν φουσσάτο όσον είχεν Χρον. Τόκκων 1050. 6) Μπορώ, καταφέρνω: έφθαναν (ενν. τα ζώα) και εδάγκαναν και ετινάσσασίν τα,| οι μεν από τον σφόνδυλον, οι δ’ άλλοι από την ράχη,| άλλοι δ’ από τα ’μίκωλα και από την κοιλίαν,| έτεροι δε ως έφτασαν και όποθεν ορθώσαν Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 999 χφ Ρ κριτ. υπ. 7) Εμφανίζομαι στον ορίζοντα (Για τη σημασ. βλ. και Dawkins [Μαχ. Γλωσσ. σ. 239]): απού μακρά άρτωσεν έναν καράβιν και ήλθεν κοντά εις την Βενετίαν Μαχ. 58814. IΙ. Μέσ. 1) Σηκώνομαι: Πόλ. Τρωάδ. 122, Χρον. Μορ. P 3852. 2) Ετοιμάζομαι: Οι καβαλλάροι δ’ άξιοι την άργητα θωρώντες| και τίποτι βοήθειαν να δώσουν πεθυμώντες,| «πριν τύχει το ενάντιον», ελέγαν, «τό μισούμεν,| οπού θεός να μην το πει, εμείς ας ορθωθούμεν» Αχέλ. 1237· Απήν λοιπόν ορθώθησαν οι Τούρκοι ’ς κάθε πράμα,| το πού να κρούσουν πρότερα συμβούλιον εκάμα Αχέλ. 297· (με επόμ. εμπρόθ. προσδιορ.): Ο Μίμαντος ηπήρεν το φουσσάτο του και … είδεν τα φουσσάτα του Αλεξάνδρου και ορθώθην εις τον πόλεμον Διήγ. Αλ. G 26911· (με αντικ. βουλητική πρόταση): Ο Αλέξανδρος ορθώνετον να υπάγει εις το μέρος της Ολυμπιάδας Διήγ. Αλ. E (Lolos) 12315. 3) Παρατάσσομαι: όρισεν (ενν. ο Αλέξανδρος) και ορθώθη το φουσσάτον το ιδικόν του με τιμήν μεγάλην Διήγ. Αλ. E (Lolos) 18316. 4) Καταστρώνω σχέδιο: Ο ’πιτραπέζης δολερήν συκοφαντίαν μ’ εποίκεν,| ορθώθηκεν, βουλεύτηκεν μετά του βασιλέως·| τάχατα ότι ήθελα εγώ τον βασιλέα| δολίως μετά μηχανής εκείνον φαρμακώσει Φλώρ. 560. 5) Συμβαίνω, λαμβάνω χώρα, πραγματοποιούμαι: Όταν εξήλθεν ο χειμών. κατέλαβεν το έαρ, (παραλ. 2 στ.) εις εκείνονε τον καιρόν, τον έμνοστον, ωραίον,| ορθώθηκεν η υπόθεσις Ελλήνων προς την Τρωάδα Πόλ. Τρωάδ. 350. Φρ. 1) Ορθώνω τες βίγλες, βλ. βίγλα 3γ. 2) Ορθώνω (την) κατούναν = «σηκώνω», διαλύω το στρατόπεδο (με σκοπό να μετακινηθώ κάπου αλλού): « … υπάμεν να εύρομε αλλαχού να ζούμε ωσάν στρατιώτες».| Εις την κατούναν ήλθασιν, ευθέως βουλήν απήραν·| ορθώσαν την κατούναν τους, πηδούν, καβαλλικεύουν.| Από το Νίκλι εξέβησαν, επιάσαν την οδόν τους Χρον. Μορ. H 5146. 3) Ορθώνω τον νουν, βλ. νους Φρ. 50. Η μτχ. παθητ. παρκ. ως επίθ. = 1) Έτοιμος: τα πλευτικά ηυρήκασιν, τά ήσαν ορθωμένα Χρον. Μορ. H 6389· τον ναόν παστρέψασι (ενν. οι δούλες) και κατεστόλισάν τον| με χάσδια χρυσοράντιστα κι ευθύς κατά της ώρας| έφθασεν η Αιμίλια και ηύρεν ορθωμένα| απ’ ό,τι χρείαν έκαμνε να ποίσει την θυσίαν Θησ. Ζ΄ [783]. 2) Έκφρ. αρθωμένος σε ρίμα = ομοιοκατάληκτος: όλην την μάχην εις λεπτόν ξηγά σε μετρημένον| στίχον, με κόπον του πολύν σε ρίμαν αρθωμένον Αχέλ. Πρόλ. 36.
       
  • παραθύριον
    το, Προσκυν. Λαύρ. 874 9825, Προσκυν. α′ 11528, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1337, Μπερτόλδος 61, Μπερτολδίνος 164 δις· παραθύρι, Βέλθ. 831, Gesprächb. 498, Σαχλ. N 72, Σαχλ. Α′ (Wagn.) M 82, Σαχλ., Αφήγ. 450, Θησ. Β́ [202], Συναξ. γυν. 634, Ριμ. κόρ. 578, 618, 700, Πεντ. Γέν. VIII 6, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 771, Παϊσ., Ιστ. Σινά 330, 512, 1144, 1308, Πορτολ. A 1517, Δωρ. Μον. (Βαλ.) 44, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1128, Β́ 110, Γ́ 553, 663, 1567, Στάθ. (Martini) Ά́ μετά στ. 160, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 707, Βακτ. αρχιερ. (κώδ. 1373, ΕΒΕ) 26, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 252, Χριστ. διδασκ. 124, Ροδινός (Βαλ.) 70, 96, 135, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20915, 4911· παραθύριν, Ασσίζ. 11023, 3611, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 854 κριτ. υπ., Φλώρ. 1617, Ερωτοπ. 612, 702, Ιμπ. 343, Μαχ. 47625, 60029, Ch. pop. 33, Απόκοπ.2 200· παρεθύρι, Φαλιέρ., Ιστ.2 367 κριτ. υπ., 377 κριτ. υπ., 393 κριτ. υπ., Θησ. Γ́ [143], [313], ΙΒ́ [661], Ch. pop. 249, 286, 327, 413, 461, Διήγ. Αλ. V 31, Συναξ. γυν. 612, 811, 931, Χρον. βασιλέων 1245, Zygomalas, Synopsis 211 K 34· παρεθύριν, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1447, 1613, Θησ. Γ́ [834], Ριμ. κόρ. 618 κριτ. υπ.
    Το μτγν. ουσ. παραθύριον (TLG). Ο τ. παραθύρι στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. παραθύριν και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Σακ., Κυπρ. Β́ 712). Ο τ. παρεθύρι στο Du Cange· για το σχηματ. του βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 189. Ο τ. παρεθύριν και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.). Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Σακ., Κυπρ., Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. παραθύρι).
    1) Παραπόρτι, πλαϊνή είσοδος: ηύρεν (ενν. ο σιρ Τζουάν Κουράπ) το παραθύριν, την πόρταν του κούντη, ανοικτόν και απέζευσεν και ανέβην και ερωμανίστην Μαχ. 38611. 2) Παράθυρο: Σαν πέρδικαν εις το κλουβί στέκεις στο παρεθύρι,| λάμπουσιν και τα μάτια σου σαν άδολον ζαφείρι Ch. pop. 293· Στο παραθύρι η Αρετή ήστεκε κι ανιμένει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 567· ο Αχιλλεύς καθήμενος εκ των παραθυρίων| ευφραίνεντον και ηγάλλεντον βλέποντας τους αγούρους Αχιλλ. N 1463.
       
  • πάτος (I)
    ο, Προδρ. (Eideneier) I 76, Καλλίμ. 800, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 225, Θεολ., Τζίρ. 35623, Διγ. Z 3813, Σαχλ., Αφήγ. 449, Λίβ. P 2722, Λίβ. Esc. 256, 2455, Βεν. 18636, Hagia Sophia φ1 50122, 50425, Θησ. ΙΆ́ [271], Πικατ. 278, Hagia Sophia α 45713, 4654, 11, 4674, k 48321, 48611, 4877, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Δ́ [3], Πεντ. Αρ. V 17, Βυζ. Ιλιάδ. 51, Αχέλ. 400, 1041, Προσκυν. Ιβ. 845 289, Hagia Sophia ω 51814, 5273, 5304, Βοσκοπ.2 153, Διγ. Άνδρ. 39827, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 359, Διαθ. Νίκωνος 252, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 292, Βακτ. αρχιερ. (κώδ. 1373, ΕΒΕ) 27, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. ά́ 96, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 8, 260, Λεηλ. Παροικ. 659, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 27128, 27924, κ.α.
    [Το αρχ. ουσ. πάτος. Η λ. και σήμ.]
    1) Επιφάνεια της γης, έδαφος: να τρέχουσι τα δάκρυα σου χάμαι στση γης τον πάτο Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 453· ο πλάστης τότε εκέλευσε κι ήρθε στον κόσμον κάτω| κι επιάσε χώμα και νερόν από της γης τον πάτο| και εκ τον πηλόν των έκαμεν τον πρώτον των ανθρώπων Πικατ. 424. 2) α) Δάπεδο, πάτωμα: Τον δε πάτον (ενν. της εκκλησίας) διά ποικίλων μαρμάρων κατέστρωσε Hagia Sophia k 4836· Ήτον το τρικλινόκτισμα από ζαφείρου λίθων,| λίθων μεγάλων και λαμπρών, τεχνολατομημένων.| Το στέγος δε του κτίσματος τις να το αφηγείται; (παραλ. 5 στ.) ο δ’ έσω πάτος κόκκινος, σεληνοβεβαμμένος Βέλθ. 336· Ο πάτος της της φυλακής αγκάνθια ’χει και τριβόλια Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 232· β) όροφος: Εις το σπίτι του πας άνθρωπος όσους πάτους θέλει να το ανεβάσει τινάς δεν τον εμποδίζει μόνον μη θέσει βάρος πολύ και συν αυτά πέσουσι και άλλα πλησίον Βακτ. αρχιερ. (κώδ. 1373, ΕΒΕ) 27· Και ωσάν ήφεραν το κτίσμα έως τον δεύτερον πάτον και εγύρισαν τες απάνω κολόνες και τες υψηλές καμάρες Hagia Sophia ω 52112· (εδώ προκ. για κατάστρωμα πλοίου): σ’ τέτοιο καράβι θαυμαστό, Τούρκοί ’τονε γεμάτο,| νεκρά κορμιά και ζωντανοί εις τον απάνω πάτο Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2436. 3) Το χαμηλότερο σημείο χώρου ή αντικειμένου α) βυθός· πυθμένας: ωσάν από ψηλό βουνό χοντρό χαράκι πέσει ... εις του γιαλού τη μέση,| ανακατώσει τα νερά και κάμει αφρούς κυμάτω| γενεί μεγάλη ταραχή στης θάλασσας τον πάτο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 2150· κι εχάνετον η θάλασσα κι εφαίνετον ο πάτος Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 33312· όλοι ήτανε πνιγμένοι εις τον πάτον του βιβαρόπουλου Μπερτολδίνος 126· δράκοντα είδα φοβερόν στου πηγαδιού τον πάτον| κι έχασκεν κι εκαρτέρει με πότε να πέσω κάτω Απόκοπ.2 61· στραφείς κάτω εις τον πάτον του βόθρου θεωρεί ένα δράκοντα φοβερόν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 6335· β) (προκ. για κτίσμα) υπόγειο: Έπιασεν την αρχόντισσαν, του Πέτρου τη γυναίκα,| στον πάτον την απόκλεισεν του πύργου αποκάτω Χρον. Τόκκων 898· Στην πλια βαθύτερη μερά, στου παλατιού τον πάτο,| σ’ τουνού του πύργου του ψηλού το βάθος αποκάτω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 41· γ) (προκ. για πλοίο) αμπάρι: Τους Τούρκους κάτω ρίξανε στον πάτο σαν τους πιάσα,| κι αποδεκεί τους πήρανε, στα κάτεργα τους μπάσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 39415· τσι Τούρκους εκρεμίσανε από τσι πόρτες κάτω| κι εκατασκοτωθήκανε στων καραβιώ τον πάτο Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 44418· δ) δ1) (προκ. για την κατώτερη εσωτερική επιφάνεια αντικειμένου): διά να μη κολλήσει εις τα αγγεία (ενν. το φύραμα) βάνε ολίγον αλεύρι ψιλόν εις τον πάτον τους Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 226· να ήνοιγα το αρμάριν μου, να το ηύρισκα γεμάτον, (παραλ. 2 στ.) παρ’ ότι τώρα ανοίγω το, βλέπω τους πάτους όλους Προδρ. (Eideneier) III 95· Επόμεινεν ο Κρητικός στου γαβαθιού τον πάτο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 2267· δ2) βάση: βάλε ένα τσουκάλιον άνω κάτω, ήγουν το στόμα του εις την γην ... και ο πάτος του να είναι απάνω Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 158· κάμε τον πάτον του (ενν. του φαναριού) ξύλινον και με βίδα να στρουφίζει στενά Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 245· Ωσά λαήνι οπού γενεί πολλά πλατύ στον πάτο| κι εις το λαιμό πολλά στενό κι είναι νερό γεμάτο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 591· ε) (προκ. για υποδήματα) σόλα: όλην την μέσην ζώνεται και φθάνει έως κάτω, (ενν. η καδένα)| και ξετελεύει άκρατα στου καλικιού τον πάτον Γεωργηλ., Θαν. 145· στ) (εδώ προκ. για την κάτω άκρη ενδύματος) στρίφωμα: άλλην τίποτες μαντείαν κάμνουσι διαβολικήν διά ταύτα ή από το ποκάμισον αυτών τον πάτον και άλλα τα τοιαύτα ποιούσιν Νομοκ. 38616. 4) α) Αυτό που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της γης: απαυτού βλέπεις μέσα την σχισμάδα της πέτρας ... οπού καταβαίνει αποπάνω από τον Γολγοθάν και υπάγει εις τον πάτον της γης οπού ήτον η κάρα του Αδάμ θαμμένη Προσκυν. Κουτλ. 390 13338· κι εκτίσασιν (ενν. οι Τούρκοι) όλον εκεί κάτω τση γης τον πάτο,| κι ολημερνίς εσκάφτασι κι εστέκαν αποκάτω Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 21114· β) ο κάτω κόσμος, ο Άδης: Μάνα μου, επά ’ν’ το τέκνο σου, όλο χαρές γεμάτο·| ανάστησέν το ο Θεός απού τση γης τον πάτο Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 1118· εφάνη μου εγκρεμνίστηκα στης μαύρης γης τον πάτο| κι εβούλησα κι εδιάβηκα στον Άδην αποκάτω Πικατ. 62. 5) Οπίσθια, πρωκτός: βρέχε κομμάτι πανί εις το άνωθεν ξίδι και βάνε το εις τον πάτον σου Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 233· πλύνε τον πάτον σου με ξίδι και νερόν ζεστόν Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 234. Εκφρ. εκ του πάτου, ’κ τον πάτον, ’πού τον πάτο = από τα θεμέλια, εντελώς, ολοκληρωτικά: και Τόπριτσα και Ζαχαρά χάλασεν εκ του πάτου Σταυριν. 202· τα μοναστήρια τ’ άγια άνω κάτω βαλμένα,| και τα κάστρη των χριστιανών ’κ τον πάτ’ αφανισμένα Παλαμήδ., Βοηβ. 246· την χώραν την αφάνισεν ’πού κάτω ’πού τον πάτο| τα σπίτια και τα τείχη της έβαλεν άνω κάτω Παλαμήδ., Βοηβ. 197.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης