Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγάπη
- η, Τρωικά (Praecht.) 52910, Μυστ. (Vogt) 59, Σπαν. (Hanna) A 92, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 81, 192, 194, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 75, Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 146, 147, Σπαν. (Hanna) O 71, 104, Σπαν. (Legr.) P 34, 90, 92, 93, 261, 262, 264, Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 19, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 106, 112, Hist. imp. (Mor.) 8, Ασσίζ. (Σάθ.) 2623, 862, 1012, 16222, 2195, 3361, 3515, 41410, 45429, Διγ. (Mavr.) Gr. I 72, II 44, 285, III 255, 319, IV 362, 546, VI 420, Διγ. (Καλ.) A 2312, 3206, 4517, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 242, 689, 720, 721, 1479, 2207, Mevlānā (Burg.-Mantran) 34α, Rebâb-nâmè (Burg.-Mantran) 7, Βέλθ. (Κριαρ.) 345, 884, 887, 895, 905, 1017, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 247, 697, 703, 2619, 2719, 4191, 4339, 4427, 7187, 8671, 8672, 8704, 8744, 8765, 8783, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2619, 3341, 3967, 3994, 4191, 6882, 7178, 8704, 8776, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9420, 9621, Chron. brève (Loen.) 48, 97, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 75, 90, 92, 1013, 1063, Φλώρ. (Κριαρ.) 183, 467, 967, 1016, 1156, 1216, 1446, 1512, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 256, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 284, 307, 310, 313, 506, 516, Απολλών. (Wagn.) 86, 108, 206, 374, Λίβ. (Μαυρ.) P 183, 467, 967, 1016, 1156, 1216, 1446, 1512, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1119, Λίβ. (Lamb.) Sc. 328, 329, 510, 2762, Λίβ. (Wagn.) N 168, 244, 397, 848, 972, Αχιλλ. (Hess.) N 839, 1027, 1069, 1229, 1377, 1413, Φυσιολ. (Legr.) 732, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 374, 375, 850, 851δις, Μαχ. (Dawk.) 10813, 11015, 13434, 35, 1568, 15831, 1666, 18627, 22616, 23013, 25630, 2883, 8, 36831, 42034, 5044, 59424, 64020, 30, 64815, 66220, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1028 C, 1029 A, 1030 C, 1052 A, 1053 B δις, 1057 Α, 1063 Β εξάκις, Ch. pop. (Pern.) 25, 30, 46, 64, 91, 114, 136, 185, 246, 355, Βουστρ. (Σάθ.) 432, 433, Αγν., Ποιήμ. (Ζώρ.) 50, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 472, 4, 9723, 1203, Έκθ. χρον. (Lambr.) 1211, 327, 4223, 4810, 768, 825, 9, Ριμ. Απολλων. (Morgan) 34, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 192, Βίος γέρ. (Schick) V 600, 602, Χρον. (Kirp.) 315, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 16322, Δωρ. Μον. (Buchon) XXVI, XXXIX, XLIII, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 187, 337, Β́́ 168, Γ́́ 41, 165, Δ́́ 357, Έ́ 322, 496, 499, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 26, Ά́ 32, 85, 198, 199, 396, Β́́ 480, 510, Γ́́ 104, 381, 486, 517, Δ́́ 42, 149, 164, 178, 179, 212, 248, 323, 331, 363, 371, Έ́ 35, 98, 169, 182, 347, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́ 223, 316, 328, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 230, Β́́ 101, Γ́́ 43, Δ́́ 61, 108, 386, 391, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 160, 174, 175, 182, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31410, 32016, 32617, 22, 3321, 33324, 27, 28, 29, 33420, 3356, 3526, 3551, 3609, 36310, 36526, 37222, 39530, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1503, 1690, 1970, Β́́ 223, 308, 316, 328, 1682, Έ́ 94, 207, 717, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 136, 289, Γ́́ 186, Ιντ. Β́́ 57, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 180, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 993, Φορτουν. (Ξανθ.) Δ́́ 51, 572, Έ́ 126, Ιντ. Β́́ 104, Ιντ. Γ́́ 45, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 77, Β́́ 343, Δ́́ 334, Έ́ 203, Διγ. (Lambr.) O 9, 56, 275, 299, 304, 446, 493, 1267, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 16317, 20723, 5489, 5514, 56520, 21, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7619, 8620, 11839, 1191, 3 κ.π.α.
Το μτγν. ουσ. αγάπη (Για τη λ. βλ. και Georgac., Glotta 36, 1957, 105-106). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Αγαθά, φιλικά αισθήματα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Μην προτιμάσαι συγγενούς αγάπην παρά φίλου Σπαν. P 90· Είχεν αγάπην στον λαόν και εις τον Θεόν φόβον Διγ. O 9· β) ερωτικό αίσθημα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Γίγνωσκε, Φαιδροκάζα μου, δύο χρόνι’ έχω και πλέον| που έχω αγάπην άπειρον ’ς Βέλθανδρον τον Ρωμαίον Βέλθ. 895· έζων ακαταδούλωτος …, |ερωτοακατάκριτος και παρεκτός αγάπης Λίβ. P 95· γ) πληθ. ερωτικά ενδιαφέροντα: Ετούτος ήπρασσε συχνιά στου ρήγα το παλάτι,| μ’ αγάπες δεν εγύρευγε, ουδέ φιλιές εκράτει Ερωτόκρ. Ά́ 1970· δ) εκδήλωση ερωτικού αισθήματος: Κόρη δε η πανεύγενος, ούτως αυτόν ιδούσα …,| αλλά ταχέως έστειλε προς αυτόν την αγάπην| πολλής χαράς ανάπλεων, ηδονής μεμειγμένην,| το δαχτυλίδιν έδωκε Διγ. Gr. IV 362· ε) πόθος (ερωτικός): θαύμασε και την σμέριναν …| ως αποκάτω εις τον βυθόν διά πόθον ανεβαίνει| και με τον όφιν σμίγεται δι’ ερωτικήν αγάπην Λίβ. N 168· στ) ό,τι αγαπά κανείς (πρόσωπο ή πράγμα) (πβ. ΙΛ στη λ. 3α): Η πόλις, η αγάπη σου, επήραν τήν οι Τούρκοι Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 375· Φεύγε, παιδί (έκδ. π. μου· χωρίς μου Μπουμπ., Κρ. Χρ. 9, 1955, 61) και αγάπη μου, μην πλανεθείς ποτέ σου Ζήν. Δ́́ 334· ότι έφθασεν η αγάπη της …,| ο Φλώριος επέσωσεν Φλώρ. 964· Πόθε μου, αγάπη μου καλή, ψυχή μου …,| επιθυμιά μου, Φλώριε Φλώρ. 1016· ζ) προσωποποίηση του έρωτα: Απ’ αυτήν την υπόληψιν είδα και την Αγάπην,| χαρτίν εις το χέριν να κρατεί Λίβ. Esc. 119. 2) Ομόνοια, συμπόνοια: κανείς να μηδέν σηκώσει ταραχήν κατά τον άλλον …, αμμέ να συνηθίζουν και να κρατούν καλήν αγάπην μέσο τους Ασσίζ. 45429· Επεί αν έχομεν ομού αγάπην, ως αρμόζει,| ο κάθε είς από εμάς να χρήζει δεκαπέντε από όσο έρχονται εδώ του να μας πολεμήσουν Χρον. Μορ. P 3994. 3) Ξεχωριστή αγάπη, εύνοια: και πὄναιν η Αγιά Σοφιά μετά την Οδηγήτριαν| οπού ’χες την αγάπη σου, δούκα μου, της Μπουργιούνιας; Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 374· όπου εύρει Απολλώνιον και ζωντανόν τόν παίρνει,| να ’χει πενήντα χρύσινα κι αγάπην Αντιόχου Απολλών. (Wagn.) 86. 4) Χατίρι: Άγομε πούρι κι έπαρ’ τσι γι’ αγάπη εδική μου Κατζ. Ά́ 337· Γί’ αγάπη σου, πουλί μου| του συμπαθώ Κατζ. Ε΄ 499· Για τούτην ήρθα από μακριά, γι’ αγάπη τζη πολέμου Ερωτόκρ. Έ́ 207. 5) α) Φιλικός τρόπος, προσήνεια: Ερωτά τον τοίνυν πάλιν ο τοπάρχης μετ’ αγάπης| τον σοφώτατον τον γέρον Βίος γέρ. V 600· ο βισκούντης εντέχεται … με αγάπην και καλόν πρόσωπον να ακούσει το έγκλημαν του αγκαλεσίου Ασσίζ. 2623· β) ειρηνικός τρόπος: ζητώντα να του δώσουν την Ατταλείαν με αγάπην, και α δέν ’ναι, θέλει την πάρει με το σπαθίν του Μαχ. 11015. 6) Συμφιλίωση, συνθηκολόγηση, ειρήνη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): ο νέος βασιλεύς κύρης Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος … εγένετο ένωσις και αγάπη μετά του βασιλέως του πάππου αυτού εν τῃ πύλῃ του Αγίου Ρωμανού Chron. brève (Loen.) 48· Τρέβαν εποίησε μετ’ αυτόν, αγάπην διά έναν χρόνον Χρον. Μορ. P 6882· και τες αγάπες και φιλιές να κάμουν εμιλούσαν Διγ. O 304· Κι αν γένει πάλιν εις ημάς αγάπη και ειρήνη Διακρούσ. 8620. 7) Το να αρέσκεται κανείς (να κάνει κάτι), προτίμηση (πβ. αγαπώ 3α): Αγάπην είχεν άπειρον να τρέχει μοναχός του| και μόνος του ανδραγαθείν χωρίς τινός συμμάχου Διγ. A 2312. 8) α) Επιθυμία (πβ. αγαπώ 4): του οποίου ανέβην τού μεγάλη αγάπη να πάγει εις τα Ιεροσόλυμα Μαχ. 6487· πόθον έσχεν αφόρητον και μεγίστη αγάπην| του ιδείν τον νεώτερον Διγ. Τρ. 1479· αγάπη έχω περισσή να πα’ να θανατώσω λιοντάρια Διγ. O 1267· β) όρεξη (για δράση): και τινάς δεν ήτον αράθυμος, αλλά ουδέ τινάς ενύσταξεν να κοιμηθεί, μόνον αγάπη ήλθεν εις αυτούς, η οποία δεν δύνομαι να την διηγηθώ Διγ. Άνδρ. 3356. 9) Χάρη, ευεργεσία (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Ε 1): Ετούτοι πάλε διά να του αντιμέψουν μέρος από τες χάρες και αγάπες οπού ελαβαίνανε Σουμμ., Ρεμπελ. 17419.άγωμε(ν),- Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 633 (έκδ. άγομαι· Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 555 σημ. 1 διόρθ.: άγωμε), Προδρ. (Hess.-Pern.) III 263 (χφ H) (κριτ. υπ.), Καλλίμ. (Κριαρ.) 1626, Διγ. (Καλ.) Esc. 525, 1352, Ακ. Σπαν. (Legr.) 286, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 101, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3787, 4127, 7700, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1387, 6547, 8209, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 768 (έκδ. άγομαι· Ξανθ., B-NJ 5, 1927, 366-367 διόρθ.: άγωμε), Gesprächb. (Vasm.) 561089, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 304, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1532, Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 618, Αχιλλ. (Hess.) L 783, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1436, Μαχ. (Dawk.) 15834, 50216, Καραβ. (Del.) 49521, Κάτης (Băn.) 49, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 29, Βίος γέρ. (Schick) V 130, 518, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 351, Β́́ 295, Δ́́ 395, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά́ 399, Γ́ 395, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 555, Β́́ 425, Έ́ 378, Πιστ. βοσκ. (Joann.) II 2, 278, III 2, 102, IV 7, 44, Θυσ. (Μέγ.)2 397, 442, 526, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 184, 223, 269, 519, 675, Δ́́ 517, Ε΄ 230, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 27028· αγώμεν, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 115· άμε, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 635, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 123, Διγ. (Καλ.) Esc. 1280, Βέλθ. (Κριαρ.) 1193, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 305, Ερμον. (Legr.) I 105, II 267, Σ 217, Βίος γέρ. (Schick) V 154, 542, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8209, Απολλών. (Wagn.) 145, 697, Λίβ. (Wagn.) N 1378, 2658, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 420, 1080, 1199, 2024, 2454, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 389, Μαχ. (Dawk.) 24227, 26615, 41012, 45613, Ch. pop. (Pern.) 53, Βουστρ. (Σάθ.) 535, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 307, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 8639, 15319, Συναξ. γυν. (Krumb.) 592, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΙ 1, ΧΧVII 9, XXXVII 14, Έξ. ΙΙ 9, ΙΙΙ 16, ΧΙΧ 24, Αρ. Χ 29, ΧΧΙΙΙ 13, Δευτ. Χ 27, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 629· [έκδ. κι άμε· γράφε κάμε βλ. Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 673], Αλφ. (Κακ.) 1087, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά 330, Β́ 227, 288, Γ́ 404, Δ́ 297, Έ 38, 48, Πανώρ. (Κριαρ.) Αφ. 45, Ά́́ 402, Γ́́ 338, 354, Δ́́ 383, Έ́ 176, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 337, Πιστ. βοσκ. (Joann.) IV 8, 173, Φαλλίδ. (Ξανθ.) 56, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 281, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 91, 1274, 1340, Γ́́ 624, 1583, 1638, Δ́́ 437, Έ́ 245, 629, 1133, Θυσ. (Μέγ.)2 104, 398, 399, 495, 532, 975, 1037, 1132, Ευγέν. (Vitti) 1364, Στάθ. (Μανούσ.) Γ́́ 353, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β́́ 109, Δ́́ 49, 137, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 119, 520, Δ́́ 238, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 301, Δ́́ 352, Έ́ 114, Διγ. (Lambr.) O 789, 857, 1636, 2128· άμες, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 49· άμετε, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5310, Αρμούρ. (Κυριακ.) 22, Αλφ. (Κακ.) 1530, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 41, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 342, Πεντ. (Hess.) Γέν. XXIX 7, XLI 55, XLV 17, Έξ. V 4, VIII 21, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ́́ 407, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 189· αγώμετε, Αχιλλ. (Hess.) L 1045, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 293 (διορθώσ. από αγωμέτε)· αμέτε, Ερμον. (Legr.) Ρ 326, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3799, 4245, Φλώρ. (Κριαρ.) 923, Αχιλλ. (Hess.) L 177, 825, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 504, 558, Μαχ. (Dawk.) 2821, 52810, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) II 33, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 570, 645, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 765, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 401, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ́́ 97, 401, 407, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 1, 5, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 554, Θυσ. (Μέγ.)2 549, Ευγέν. (Vitti) 294, 533, 955, 1475, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Ά́ 208, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 143, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 19327 δις, 19626, 22424, 53821, 56117, Διακρούσ. (Ξηρ.) 10411· αμέστε(ν), Διγ. (Lambr.) O 185, 1422.
Ο τ. άγωμε(ν) υποτ. του άγω. Ο τ. αγώμεν από μετρ. αν. Ο τ. άμε από το άγωμε κατά συγκ. (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 111). Ο τ. άμες κατά το δες, πες. Ο τ. άμετε από το άμε κατά το λέγε-λέγετε (Hatzid., BZ 4, 1895, 419). Ο τ. αμέτε από επίδραση προστ. που τονίζονται στην παραλήγουσα και όχι από το αγωμέτε κατά Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 98. Ο τ. αμέστε από το αμέτε κατά το πέστε. Οι τ. άγωμε, έμε, άμετε, αγωμέτε, αμέτε, αμέστεν και σήμ. (ΙΛ λ. άγω).
Α´ Προστ. β΄εν. προσ. 1) μετάφερε (κάτι) (πβ. ΙΛ λ. άγω 1): Πέζευσε σύντομα, γοργόν να επάρεις το δερμάτιν| και τους οδόντας του …| και απέκει άγωμέ τα τον Διγενήν Ακρίτην Διγ. (Hess.) Esc. 525· και συ άμε ’ς τση μαστόρισσας τα ρούχα Φορτουν. Γ́́ 119. 2) α) Πήγαινε (πβ. ΙΛ λ. άγω 2): Άγωμε, ατός σου, φέρε εδώ τη ντάμα Μαργαρίτα (παραλ. 1 στ.). Κι ο λογοθέτης παρευτύς απήλθεν κι έφερέν την Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7700· λέγει μου, αγώμε εις το χωριόν να κάμεις τες δουλειές σου Σαχλ., Αφήγ. 115· Άμε κι εσύ, ψυχούλα μου, όπου ’ν’ του ποθητού σου Βέλθ. 1193· άμε καλώς, η κόρη Απολλών. (Wagn.) 697· Μ’ ἀμες την προξενήτρα μου να βρεις για να γροικήσεις| το πράγμα αν εκατήστεσε Στάθ. Ά́ 49. σε φρ. για να δηλωθεί ευχή, προτροπή ή κατάρα : αγώμετε καλώς Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 293· άμε καλώς Απολλών. (Wagn.) 697, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 1199, Πανώρ. Ά́ 402, Πιστ. βοσκ. IV 8, 173· άγωμε στο καλό Κατζ. Δ́ 395, Πανώρ. Ά́ 399, Φορτουν. Δ́́ 517· άμε στο καλό Κατζ. Δ́́ 297· αμέτε στο καλό Τζάνε, Κρ. πόλ. 19327· άγωμε στη δουλειά σου Κατζ. Β́́ 295· άγωμε στην ευκή μου Θυσ.2 526· αμέτε στην κατάρα μου Πανώρ. Δ́́ 97· άμε στον κακό χρόνο Φορτουν. Δ́́ 238· άμε στ’ ανάθεμα Ch. pop. 53· άγωμε στ’ ανάθεμα Ακ. Σπαν. 286. άγωμε στα κομμάτια Φορτουν. Γ́́ 184· πβ. ύπα καλώς Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 190 κ.α. β) σε δήλωση αποχαιρετισμού (πβ. χαίρε): κι ά στερευτώ τό δείσ σου,| εννοιάζομαι στο σκότος να πεσώσω·| Άμε, ζωή Κυπρ. ερωτ. 8639· γ) έλα: άμε εδά μετ’ εμέν προς τόπον άλλον Πεντ. Αρ. ΧΧΙΙΙ 13. Β´ Προστ. β΄ πληθ. προσ. 1) α) Οδηγήσετε (κάποιον) (πβ. ΙΛ λ. άγω 1): Άρχοντες, άμετέ μας εκείσε| όπου ένι γαρ ο πρίγκιπας Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5310· β) μεταφέρετε (κάτι): Αμέτε τον στο σπήλαιον οπὄναι στο χαράκι| και μέσα αυτόνον θάψετε, τ’ άγιον παλληκαράκι Χούμνου, Π.Δ. ΙΙ 33. 2) Πηγαίνετε (πβ. ΙΛ λ. άγω 2): Αγώμετε, αδέλφια μου, εις τους γονείς σας Αχιλλ. L 1045· Άμετε στο πυρ, κατηραμένοι Αλφ. 1530· Αμέτε εις τον πρίγκιπα κι ειπέτε του … Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3799· Όμως αν θέλετε να πάτε, αμέτε εις το καλόν Μαχ. 52810· αμέστεν εις τα σπίτια σας Διγ. O 1422. Γ´ Παρακελευσματικά: άγωμε, καλέ πατέρα, καλοϊδές τήν την γυναίκα Βίος γέρ. V 518· Άμε να πας Μαχ. 41012· Φορτώσετε τ’ αγγά σας και άμετε, ελάτε εις την ηγή του Κεναάν Πεντ. Γέν. XLV 17· Αμέτε εσείς απού ’χετε σφαλίσει| το φοβερό θεριό …| δώσετε το σημάδι| … του κυνηγιού Πιστ. βοσκ. Ι 1, 1.ακίνητος,- επίθ., Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 96e, 100, G 100, 112, Δούκ. (Grecu) 4317, Βίος γέρ. (Schick) V 35, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 180 λζ΄· ακούνητος, Αλφ. ξεν. (Ζώρ.) 86.
Το αρχ. επίθ. ακίνητος. Η λ. και σήμ. ως λόγ. και σε ιδιώμ. (ΙΛ).
Προκ. για περιουσία που απαρτίζεται από σπίτια, αγρούς, κλπ. (Η σημασ. ήδη στον Ψευδο-Ναζιανζηνό, Sophocl. Πβ. Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Β΄ 109-110): Περί σημαδίου ακινήτου πράγματος, ότι διά σαράντα χρόνους ζητείται Βακτ. αρχιερ. 180 λζ΄. Το ουδ. του επιθ. ως ουσ. = ακίνητη περιουσία (η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. ακίνητον 1): ένδοξος τε και αγχίνους| πλούσιος εν βίοις πάσι| κινητοίς τε κι ακινήτοις Βίος γέρ. V 35· πριν φάγω και τ’ ακίνητα και πέσω κι αποθάνω Προδρ. ΙΙ G 112.αλυσώνω,- Πτωχολ. (Ζώρ.) N 166, Βίος γέρ. (Schick) V 173.
Από το ουσ. άλυσις. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Δένω με αλυσίδες (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): αλυσώνει, χεροψίζει (παραλ. 2 στ.) και αντάμα τονε παίρνουν| αλυσοχειροδεμένον Βίος γέρ. V 173. — Πβ. και αλυσιδιάζω.απορώ (I),- Κομν., Διδασκ. Δ 308, Σπαν. P 251, 267, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 540, Γλυκά, Στ. 257, 389, Γλυκά, Αναγ. 3, Προδρ. I 108, Μανασσ., Χρον. 1357, 1427, 2983, 5260, Καλλίμ. 345, Ελλην. νόμ. 55311, Διγ. Gr. VH 167, Ακ. Σπαν. 35222, Χρον. Μορ. H 8527, 8535, 8558, 8669, Χρον. Μορ. P 158, 2301, Πτωχολ. N 65, Φλώρ. 1242, 1335, Απολλών. (Wagn.) 698, Λίβ. Sc. 2813, Λίβ. N 2989, Αχιλλ. N 921, Ιμπ. 857, 886, Notizb. 85, Δούκ. 7915, 42912, Σφρ., Χρον. μ. 307, 7626, Χούμνου, Π.Δ. (Πολ. Λ.) [46], Κυπρ. ερωτ. 225, Έκθ. χρον. 149, 4714, 541, Ιμπ. (Legr.) 791, Συναξ. γυν. 332, 624, Ψευδο-Σφρ., 2044, Τριβ., Ρε 16, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 444, Βίος γέρ. V 60, Αχέλ. 681, 871, 2311, Παλαμήδ., Βοηβ. 151, Ιστ. Βλαχ. 898, 1186, 2190, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [170], Διακρούσ. 818, 9511, 9725, 988.
Το αρχ. απορέω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Βρίσκομαι σε αμηχανία η σύγχυση (Πβ. L‑S στη λ. II): ο λογισμός μου απορεί δεν ημπορώ να γράψω Διακρούσ. 9511· Η δε απόρει τα πολλά, ουκ είχεν τί ποιήσει Απολλών. 698. 2) (Με αντικ. η χωρίς αντικ. η με εμπρόθ. προσδ.) παραξενεύομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): πώς υπομένεις απορώ ταύτην την αδικίαν Γλυκά, Στ. 257· τόσα ’μορφα κινούσασιν ότ’ άνθρωπος απόριεν Παλαμήδ., Βοηβ. 151· απορώ και εξίσταμαι Ακ. Σπαν. 35222. καλάν όπ’ έκαμεν πολλά τα απορούσιν Ιστ. Βλαχ. 2190· Θαυμάζει την υπόθεσιν, πολλά απορεί το πράγμα Φλώρ. 1242· Ευρέθησαν κι οι δυο γυμνοί και εις τον άλλο εθώρει. Αδάμ το εξενίζετον, η Εύα το ηπόρει Χούμνου, Π.Δ. (Πολ. Λ.) [46]· θαυμάζουν, φρίττουν, απορούν πλέον εις το εγκόλπιν Ιμπ. 857. 3) Ανησυχώ, στενοχωριέμαι (Πβ. L‑S στη λ. ΙΙΙ): Ημέρας έκαμαν πολλάς όπου το πολεμούσαν | και τίποτας δεν έκαμναν και όλοι απορούσαν Διακρούσ. 818· μα την αλήθειαν, απορώ και ο πόνος της ψυχής μου πετά με εις Αδην Λίβ. Sc. 2813 (βλ. και αγκουσευω, αποκουντουρίζω 2, βαραίνω). 4) Αναρωτιέμαι, διερωτώμαι: από το κάστρον ιδόντες ημάς και απορήσαντες τι άρα και ένι … απέστειλαν ένα των αρχόντων Σφρ., Χρον. μ. 307. 5) Βρίσκομαι σε αδυναμία να …, αδυνατώ να …: μα την αλήθειαν, απορώ να σε τα καταλέξω Λίβ. N 2989· φράσαι δη όλως απορώ κινήματα της κόρης Διγ. Gr. VII 167. 6) α) (Ενεργ. και μέσ.) στερούμαι (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II): εσύ αποστέλνεις στον Μορέαν μπάιλον και ρογατούρους | και τυραννίζουν τους φτωχούς, τους πλούσιους αδικούσιν το διάφορον τους πολεμούν κι ο τόπος απορείται Χρον. Μορ. H 8558. και βιάζονται το διάφορον το εδικόν τους πάντα κι ο τόπος πάντα | απορεί, χάνεται, κιντυνεύει Χρον. Μορ. H 8527· εκ πάντων ουν απορηθείς ο Δαρδανίδης γέρων Μανασσ., Χρον. 1357· β) δυστυχώ (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. IV): εάν ο υιός μου λάβει γυναίκα με τον ορισμόν μου και απορεί καγώ ο πατήρ εύπορος υπάρχω, υπόκειμαι του τρέφειν τους παίδας του υιού μου Ελλην. νόμ. 55311· απορήσας τοίνυν ούτως και όπως ζήσειν ουκ είχεν Βίος γέρ. V 60. 7) Η μτχ. ηπορημένος, απορημένος = α) αμήχανος, που δεν ξέρει τι να κάμει: ο δε Ρουμπέρτος έμεινεν ωσάν απορημένος, ότι άλογα ουκ ηύρηκεν να επάρει μετά κείνον Χρον. Μορ. P 2301· β) φτωχές (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. IV πβ. και ΙΛ, λ. άπορος 1): ας έλαβες ομοίαν σου καπήλου θυγατέραν, | κουτσοπαρδάλαν τίποτε, γυμνήν, ηπορημένην Προδρ. I 108· γ) δυστυχισμένος (Πβ. ΙΛ, λ. άπορος 6α): εν σκοτεινοίς εκάθισε γυμνόν, ηπορημένον Γλυκά, Στ. 389 (βλ. και απολλύω μτχ., άπορος I 2).αποσώνω,- Προδρ. ΙΙ Η 25G, Καλλίμ. 2597, Διγ. Esc. 527, 836, 846, Διγ. Τρ. 901, Χρον. Μορ. H 500, 847, 2024, 2108, 3302, 3489, 4200, 4804, 5303, 6732, 6895, 6982, 8024, 8199, 8614, 9135, Χρον. Μορ. P 3730, Ορισμ. Μαμελ. 9616, Διήγ. Βελ. 73, Φλώρ. 87, 511, 1391,1648,1743, Περί ξεν. A 516, Λίβ. Sc. 1658, 2610, 2620, 2660, Λίβ. Esc. 3774, Λίβ. N 1778, Αχιλλ. N 1365 Ιμπ. 729, 880, Χρον. Τόκκων 1450, Μαχ. 1721, 1827, 41626, 6068, Σφρ., Χρον. μ. 2415, 3824, 5621, 6621, 8019, 8210, 9814, 12214, 13010, 1321, Θησ. Β΄ [507], Δ΄ [501], Γαδ. διήγ. 287, Κυπρ. ερωτ. 1311, 1713, 8638, Απόκοπ. 396, Κορων., Μπούας 136, Φαλιέρ., Ιστ. V 32, 38, Ψευδο-Σφρ. 24612, 28833, 29212,30626, 33434, 3387, 45810, 54625, Βίος γέρ. V 187, Θρ. Κύπρ. K 50, Άλ. Κύπρ. 1732, Κατζ. Ε΄ 299, Πανώρ. Β΄ 83, Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 77, Γ΄ 60, Βίος αγ. Νικ. 141, Ερωτόκρ. Δ΄ 1738, Λίμπον. 214 Φορτουν. Ε΄ 223, Λεηλ. Παροικ. 580, Ιωακ. Κύπρ. 512, Τζάνε, Κρ. πόλ. 15811, 23713, 2522, 26611, 36314, 43317, κ.π.α.· απεσώνω, Χρον. Μορ. P 2117, Απολλών. 830, Θησ. (Foll.) I 22, Βουστρ. 428, 447, Μαχ. 27430· ’πεσώνω, Βουστρ. 456, Κυπρ. ερωτ. 613, 8811· ’πεσών(ν)ω ή ’ποσών (ν )ω, Λίβ. Sc. 2107, Μαχ. 18622, 19019, 29213, 34031-2, 49233, 65215, Ριμ. Βελ. 810, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 505, 704· ’ποσώννω, Κυπρ. ερωτ. 12713 ’ποσώνω, Κάτης 87, Θρ. Κύπρ. M 232, Στάθ. Β΄ 241· μτχ. ’πεσωμένος, Κυπρ. ερωτ. 251· μτχ. ’ποσωσμένος, Θρ. Κύπρ. K 274.
Από το αρχ. αποσώζω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Α´ Μτβ. 1) Μεταδίδω (κ.) αμέσως, ανακοινώνω (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 4): τους λόγους του απεσώσαν Χρον. Μορ. H 2108· και τόσα τους απόσωσαν φεματινά μαντάτα Χρον. Μορ. P 3730 (βλ. και αβιζάρω α, ανατίθημι Β, αναφέρω Α1α). 2) α) Περατώνω, τελειώνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2α): άλλες δουλειές επόσωσα μεγάλες στον καιρό μου Στάθ. Β΄ 241 (βλ. και αποκάμνω Β2)· β) συμπληρώνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2): μα πάλι του Ρωτόκριτου η αντρειά της χάρης | απόσωνε σ’ ό,τι ήλειπε του άλογου ο καβαλάρης Ερωτόκρ. Δ΄ 1738 (βλ. και αναπληρώνω Α1α, ανασώνω 2α, αποκάμνω Β2)· γ) εξαντλώ (μέσ.) πεθαίνω (Πβ. ΙΛ στη λ. Β2): Σέρνοντας πόσοι πέφτανε τότες κι αποσωθήκαν, | πόσ’ αποθάναν με ραβδιές και πόσοι εκοπήκαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 26611 (βλ. και απεκδύομαι, αποβγαίνω 3, αποθαινίσκω, αποθαίνω Α1α, αποθνήσκω, αποκάμνω 1Α2, απομένω 8, απομεριμνώ 2, απορίχνω Α1 Φρ.)· δ) φθείρω, σπαταλώ: επέσωσες την άχαρήν μου νιότην Κυπρ. ερωτ. 613. 3) Επαρκώ: Αλήθεια, δίδεις με πολλά … (παραλ. 2 στ.)· τρισκαίδεκα γαρ είμεθα η πάσα φαμίλια | και αν εξετάσεις ακριβώς έμπροσθεν και τοις άνω, | και να νόησεις και τα πρόλοιπα το πώς με αποσώνουν Προδρ. II Η 25c. 4) α) Οδηγώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α7): Έννοια γλυκειά με την πικριά σμιμένη | τους αγαπούν εις τούτον αποσώνει | και δεν νιώθουν πώς ζουν αποθαμίνοι Κυπρ. ερωτ. 1713, 1311· απέσωσές μας ώδε να μας σκοτώσουν Μαχ. 41626· στην Θήβαν τους απέσωσεν και κατησφάλισέν τους Χρον. Μορ. H 3302· β) οδηγώ (κάπ.), στέλνω: πώς της θαλάσσου ο κίνδυνος, πώς η φορά τ’ ανέμου | στον Άδην μας απέσωσεν δίχως αιτίαν πολέμου Απόκοπ. 396 (βλ. και αναπέμπω 2, απομακρύνω Α1α1). Β´ Αμτβ. 1) α) Φτάνω, έρχομαι (Η σημασ., και σήμ., ΙΛ στη λ. Α10): χίλια καλώς απέσωσεν το παρηγόρημά μου Φαλιέρ., Ιστ. V 32· αφότου αποσώσασιν κι επιάσασιν κατούνες Χρον. Μορ. H 6732· Εις το Βρεντήσι απέσωσεν, ηύρεν τα πλευτικά του Χρον. Μορ. H 8614· επήγανε προπατηκτοί στη Σούδα αποσώσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 15811 (βλ. και ανασώνω 1, αναφαίνω Β β, αντεπέρχομαι)· β) (μέσ.) καταλήγω, βρίσκω καταφύγιο, θαλπωρή: μαννίτσα, το κεφάλι μου, το πολυπονεμένο | να ήτον και ν’ αποσώνετον εις τα γλυκά σου χέρια Περί ξεν. A 516· γ) (προκ. για πλοίο) προσορμίζομαι, καταπλέω: αφότου απεσώσασιν εκείσε εις τον λιμιώνα, την χώραν ετριγύρισαν της γης και της θαλάσσης Χρον. Μορ. H 847. 2) Προφταίνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 11): Σ’ έναν ανοιγοσφάλισμα των ομματιώ αποσώνω | και δίχως λύπηση καμιά τον άνθρωπο σκοτώνω Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 77 (βλ. και ανασώνω 2β). 3) (Ενεργ. και μέσ.) φτάνω στο σκοπό, κατορθώνω, πετυχαίνω: ’πέ το και πώς απέσωσες, πως ηύρες την Ροδάμνην Λίβ. Esc. 3774· επεσώθησαν τα κάτεργα να ρίψουν την παλαμάραν Μαχ. 34031-2 (βλ. και άκρα 9 φρ). 4) (Ενεργ. και μέσ.) καταλήγω, καταντώ: αρχή κακή πολλές φορές εις το κακό τελειώνει | και διά το τέλος το κακό και η αρχή κακά αποσώνει Λίμπον. 214· α στερευτώ το δεις σου εννοιάζομαι στο σκότος να ’πεσώσω Κυπρ. ερωτ. 8638· λέγει «κακά άπεσώθηκες» πρός Φλώριον η κόρη | και διά σε ολιγωρώ, πονώ, διχοτομούμαι Φλώρ. 1743 (βλ. και απογίνομαι 2γ, αποδίδω 6γ, αποκαταντώ, απομένω 7β).αποτώρα,- επίρρ., Λίβ. P 81, 2110, Λίβ. (Lamb.) N 100, Βίος γέρ. V 159· απετώρα, Λόγ. παρηγ. L 405, 648, Ασσίζ. 7018, Βέλθ. 574, Πτωχολ. P 824, Πτωχολ. N 152, 753, Λίβ. P 169, 2018, Λίβ. Sc. 1251, 1628, Λίβ. Esc. 2357, 3063, Λίβ. N 214, 453, 2621, Αχιλλ. N 1031· απουτώρα, Κυπρ. ερωτ. 9012.
Από τη συνεκφ. από τώρα. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Από αυτή τη στιγμή (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): και απετώρα, αυθέντη μου, δίδω σε την ψυχήν μου Αχιλλ. N 1031 (βλ. και αποτατώρα). 2) Ήδη, τώρα πια: γιατί τόσον έκλαψα κι απουτώρα | αργά ’ναι που ν’ αρκέψω πάσα φόρα | το κλάμαν με το γέλιον ν’ αγαλιάσω Κυπρ. ερωτ. 9012 (βλ. και απάρτι γ, απεδά 2γ, απεδάρε β).αραθυμώ,- Χρον. Μορ. P 4982, Αλφ. ξεν. 37, Περί γέρ. 161, Αιτωλ., Μύθ. 1199, Εκατόλ. M 33, Χριστ. διδασκ. 284· αροθυμώ, Κυπρ. ερωτ. 11111· ραθυμώ, Προδρ. ΙΙΙ 39, Διγ. Gr. IV 410, Διγ. Esc. 1143, Διγ. A 2948, Χρον. Μορ. H 4982, Πτωχολ. P 385, Πτωχολ. N 377, 391, Λίβ. Sc. 535, Λίβ. Esc. 3742, Λίβ. N 522, Αχιλλ. L 525, Δεφ., Σωσ. 285, Βίος γέρ. V 399, Διγ. Άνδρ. 3772, Ερωτόκρ. Α΄ 689, Διήγ. πανωφ. 58, 60.
Το αρχ. ραθυμέω με το προθετ. α. Για το ο του τ. αροθυμώ βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 245. Η λ. και οι τ. της και σήμ. (ΙΛ).
Α´(Αμτβ.) 1) Είμαι νωθρός, οκνηρός· τεμπελιάζω: Αν ραθυμήσω πώποτε και λείψω από τον όρθρον Προδρ. ΙΙΙ 39 (βλ. και αργώ). 2) Ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδες μου: τότε εραθυμήσαμεν και εις ύπνον εγυρίσθην Λίβ. Sc. 1535 (βλ. και ακουράζομαι I, αλαφρώνω Α2, ανακουμπίζω Β, ανασαίνω Α1, απορραθυμώ). 3) Λιποθυμώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2· βλ. και Ανδρ., Σημασ. εξ. 54): απόθαναν … έως είκοσι άνθρωποι, οι δε εκείνοι οπού εραθύμησαν ουκ έξεστι δυνατόν διηγήσασθαι Διήγ. πανωφ. 60· ν’ αραθυμάς εκ την χαράν και να μηδέν χορταίνεις Περί γέρ. 161 (βλ. και απαφήνω 5 Φρ. α, απολιγαίνω 2, απολιγώνω 2, αποξενώνω Β2, λιγώνομαι). 4) Ανυπομονώ, άδημονώ, έπιθυμώ (Βλ. Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ. σ. 682]): και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω,να κατέχω Ερωτόκρ. A΄ 689 όσοι τους βλέπουν λέγουσιν: αυτοί αραθυμούσιν να παν εις την πατρίδα τους Αλφ. ξεν. 37 (βλ. και αγκουσεύω, αναμένω 1γ, αποδέχομαι 5, αρίσκω, βαραίνω, βούλομαι, γυρεύω, θέλω, λαχταρίζω, λιγοψυχώ, ορέγομαι, πλήσκω). 5) Δυσανασχετώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, στη λ. 5· βλ. και Βογιατζ., Γλώσσα Άνδρ. 21): τι ραθυμάς, ω δέσποτα, Μεγάλε Δεμεστίκε; Χρον. Μορ. H 4982 (βλ. και αγανακτώ Α3γ, ακούω 8 Φρ., αποδυσπετώ, βαραίνω, βαριούμαι). Β´ 1) (Μτβ.) φοβούμαι κ. (Πβ. ΙΛ στη λ. 3): γυμνή οσκιά γή ονύπνιο μες στην σκότην | θωρώ κι αροθυμώ την κι όλην ’σπέραν | δεν πέφτω αχ την φοβέραν εις το χώμαν Κυπρ. ερωτ. 11111. 2) Λυπώ, στενοχωρώ (κάπ.) (Πβ. ΙΛ στη λ. 4): να λυπηθεί τινάς αληθινά μ’ όλην του την καρδίαν τες αμαρτίες του, οπού με τες οποίες εβάρυνε και αραθύμησε τον Θεόν Χριστ. διδασκ. 284. Βλ. και αγκυλώνω, αναγκάζω 2, ανακατώνω Α 5, ανατάζω 3, βάνω, θλίβω, κακοκαρδίζω, παραπονώ, πικραίνω.αργοκίνητος,- επίθ., Διήγ. παιδ. 801, Πτωχολ. Z 419, Βίος γέρ. V 425.
Από το επίρρ. αργά και το κινούμαι. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Βραδυκίνητος· νωθρός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): είσαι αργοκίνητη, αργή ώσπερ χελώνα Διήγ. παιδ. 801. — Βλ. και αργός (II) 2α.άρτι,- επίρρ., Γλυκά, Στ. 278, Προδρ. 132, ΙΙΙ 30, Ασσίζ. 41315, Διγ. Gr. Ι 13, IV 109, Διγ. Esc. 391, Διγ. Z 1580, 1995, 2171, 4112, Χρον. Μορ. P 4233, Πτωχολ. N 629, Λίβ. P 1742, 2214, 2762, 2796, Λίβ. Sc. 1009, 2113, 2846, Λίβ. Esc. 2083, 2254, Λίβ. N 440, 1148, 1830, 2821, 3026, 3452, Βίος γέρ. V 870· άρτε, Διγ. Esc. 1263, Λίβ. Esc. 1294, 1716, Φαλιέρ., Ιστ. A 537.
Το αρχ. επίρρ. άρτι. Ο τ. κατά άλλα επιρρ. σε ε, όπως τότε, πότε (Βλ. Γεωργακ., B-NJ 14, 1938, 145). Η λ. και ο τ. της και σήμ. σε ιδιώμ. (ΙΛ).
α) Τώρα, αυτή τη στιγμή (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. 1 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): ο σίτος έχρηζεν τότες πέρπυρα γ΄ τον μόδιν· άρτι χρήζει πέρπυρον α΄ τον μόδιν Ασσίζ. 41315· Προδότης εγώ δεν είμαι, αλλά ζητώ γενέσθαι| άρτι εν τῄδε τῃ μονῄ μεθ’ ημών απελάτης Διγ. Z 1580· β) ευθύς αμέσως (Βλ. L‑S στη λ. 3): Δηλώσω σοι γάρ τας αυτού πράξεις άρτι Διγ. Gr. I 13· είδησιν δίδουν παρευθύς Χρυσόν τον Βασιλέα·| εκείνος άρτ’ εμήνυσεν πάλε του Φερδερίχου Λίβ. Esc. 2254· βλ. και απάρτι δ, αρτίως β· γ) προ πολλού: Θαυμάζομ’ άρτι τον θυμόν της ερωτοκρατίας Λίβ. N 440· δ) τώρα πια, του λοιπού: άρτι προσκύνησον αυτήν, δουλώθησε εις αύτην Λίβ. P 2796· βλ. και αποτουνύν, πλιό· ε) (παρακελευσμ.): Άρτε, καλή μου, πέρασε τα κρυά και τα χιονάτα Διγ. Esc. 1263. Βλ. και άγωμε Γ.άρχω (I),- Λόγ. παρηγ. L 322, Προδρ. I 202, II 190, ΙΙΙ 33, 141 (χφφ. CSA) (κριτ. υπ.), 142, 191, 216 οο (χφ. g) (κριτ. υπ.), IV lyy (χφ. CSA) (κριτ. υπ.), Μανασσ., Χρον. 3149, Διγ. Gr. V 99, Διγ. (Hess.) Esc. 66, 154, Διγ. Τρ. 6, 1713, 2128, 2222, 2439, Διγ. A 415, Βέλθ. 82, 787, 910, 965, 999, 1281, Ερμον. Α 185, 236, Β 328, Γ 328, Ε 32, Ζ 193, Η 197, Τ 73, Χρον. Μορ. P 2128, 3824, 4027, Πουλολ. Αθ. 439, Πανάρ. 807, Λίβ. P 518, 567, 957, 1135, 1351, 2106, 2441, Λίβ. (Lamb.) N 25, 495, 658, Λίβ. Esc. 157 (κριτ. υπ.), 300 (κριτ. υπ.), 2175, 2591, Λίβ. N 1235, 1551, 2604, Αχιλλ. N 350, Χρον. Τόκκων 1472, 3449, Φυσιολ. (Zur.) Χ 2 β2, Δούκ. 318, 13113, 2092, Σφρ., Χρον. μ. 7014, 1184, Μάρκ., Βουλκ. 34115, Ριμ. Βελ. 44, Αλεξ. 2438, Έκθ. χρον. 3718, Ψευδο-Σφρ. 43028, Πεντ. Άρ. XXXI 14, Δευτ. ΧΧΧΙΙΙ 29, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 63, Βίος γέρ. V 29· αόρ. άρχησα, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 108v δις, 109r· μτχ. αρχομένος, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1054.
Το αρχ. άρχω. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.) και ΙΛ (λ. άρχομαι).
1) (Ενεργ.) είμαι αρχηγός, εξουσιάζω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II· και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 5): τον τόπον τούτον πλέον ουδέν ημπορεί να τον άρχεις Σφρ., Χρον. μ. 1184· ωσάν εσένα ’φτύχησα κι είχα εκείνα τά ’ρχεις Αλεξ. 2438. Φρ. άρχω την αρχήν = ασκώ την εξουσία: συ δε ενταύθα ευρισκόμενος άρχε καλώς την αρχήν σου και παύσε τας αδικίας Σφρ., Χρον. μ. 7014· βλ. και αρχηγετώ. Μτχ.: η άρχουσα = η αρχόντισσα: Και ην ίδειν … ανδραποδισμούς των ευγενών αρχουσών και παρθένων Ψευδο-Σφρ. 43028. 2) (Μέσ.) αρχίζω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ., ΙΛ, λ. άρχομαι): Λοιπόν και την αφήγησιν άρξομαι της αγάπης Λίβ. (Lamb.) N 25. Μτχ.: αρχομένοι = υπήκοοι (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II4· και σήμ. Δημητράκ. στη λ. 7): πάντες οι του ρωμαϊκού γένους εκλελεγμένοι,| άρχοντες ευγενέστατοι, ομού και αρχομένοι Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1054.ασκώ,- Πτωχολ. N 791, Διήγ. πόλ. Θεοδ. 116, Δούκ. 22921, Βίος γέρ. V 872, Γράμματα Μετεώρ. 24, Παϊσ., Ιστ. Σινά 156.
Το αρχ. ασκέω. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ., ΙΛ).
1) (Προκ. για ξένη γλώσσα) κατέχω, μιλώ: διά το ασκείν την των Τούρκων γλώτταν και επίστασθαι αυτήν, ως εχρήν, εστέλλετο συν τοις πρέσβεσι του βασιλέως Δούκ. 22921. 2) Ασκητεύω (Βλ. Lampe, Lex. στη λ. 3): Εν ταύτῃ είς των ασκητών … σαράντα χρόνους ήσκησεν μετά πολλού καμάτου Παϊσ., Ιστ. Σινά 156. Φρ. 1) ασκώ την σιωπήν = σιωπώ: ίνα με αφήσεις άρτι| υποστρέψαι εις τα παιδιά μου| και την σιωπήν ασκήσω Βίος γέρ. V 872. Βλ. και βουβαίνομαι, σιωπώ, σωπάζω· 2) ασκώ ξενιτείαν = ζω ως ξενιτεμένος: Ορώ σε ξένον και σοφόν, … ενδεδυμένον ράκια, ξενιτείαν ασκούντα Διήγ. πόλ. Θεοδ. 116.ασύστατος,- επίθ., Λόγ. παρηγ. O 2, 25, 735, 754, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 93, 382, Ελλην. νόμ. 5607, Βέλθ. 726, Χρον. Μορ. H 4987, Πτωχολ. N 510, Φλώρ. 1209, Λίβ. P 905, Λίβ. Sc. 1145, 2256, 2578, 3219, Λίβ. Esc. 2246, 3441, 3744, Λίβ. N 1979, 2030 (έκδ. ανίστατον· διορθώσ.), 3062, Δούκ. 2532, Βεντράμ., Φιλ. 2, Σοφιαν., Παιδαγ. 106, 119, Βίος γέρ. V 49, 51, 526, 656, Κατζ. Γ΄ 39, Ερωφ. Α΄ 447, Β΄ 42, 198, Γ΄ 204, 269, Πιστ. βοσκ. I 2, 185· II 2, 120΄ ΙΙΙ 8, 31, Ιστ. Βλαχ. 1186, Ροδολ. Α΄ [714], Β΄ [63], Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [313], Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [679], Β΄ [498], Γ΄ [1238], Δ΄ [1020, 1042], Ζήν. Γ΄ 257, Τζάνε, Κρ. πόλ. 5666.
Το αρχ. επίθ. ασύστατος. Το ουδ. ως ουσ. μτγν. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Που δεν έχει συνοχή, διάρκεια· φθαρτός: ά γαρ ούτ’ είδεν οφθαλμός ούτ’ ήκουσεν ωτίον| εις ασυστάτου πώς ανδρός εισδράμωσι καρδίαν; Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 93. Βλ. και άψυχος. 2) α) Ευμετάβλητος, ασταθής: ο ασύστατος ο χρόνος Λίβ. Sc. 2256· ο ασύστατος ο βίος Βίος γέρ. V 49· το ριζικό τ’ ασύστατο Ροδολ. Α΄ [714]· τύχη … ασύστατη Ερωφ. Β΄ 198· τῳ γυναικώ όλωνώ το νου μού φανερώνει| πως είν’ περίσσ’ ασύστατος Ερωφ. Γ΄ 204· βλ. και άστατος 1· β) ασυνεπής, άστατος (Πβ. L‑S στη λ. 2 μεταφ. και Δημητράκ. στη λ. 6 και 7): Ήν γαρ το γένος των Βλάχων ασύστατον και προς επιβουλίαν των ηγεμόνων ρέπον Δούκ. 2532· γυναίκα ασύστατη Πιστ. βοσκ. I 2, 185· πάθος … λωλό και ασύστατο Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [679]· αι ηδοναί είναι πράγμα ακράτητον και απολελυμένον και ασύστατον και έχει χρείαν χαλιναρίου Σοφιαν., Παιδαγ. 119· στόμα … ασύστατο Πιστ. βοσκ. III 8, 31· βλ. και άδηλος 1β, αστατώ 1α μτχ., άτυχος 7· γ) υπερβολικός: όταν είδα εγώ το κάλλος| το αμύθητον εκείνο,| το ασύστατον τό είχεν| το κοράσιον παρά φύσιν … Βίος γέρ. V 656. Βλ. και άμετρος 2, αναρίθμητος Ϛ́ ανείκαστος 1, περίσσιος. 3) Που δεν έχει υπόσταση· άκυρος (Πβ. L‑S στη λ. 4. Βλ. και Sophocl.): μέσον γάρ αδελφών ου συνίσταται γάμος, αλλά ασύστατός εστιν και εις ουδέν λογίζεται Ελλην. νόμ. 5607. Βλ. και άπιστος Α2α, αστερέωτος, ατελείωτος 1β, ατελής 1. Το ουδ. ως ουσ. = αστάθεια (Βλ. Δημητράκ. στη λ. 6): το ασύστατον της τύχης Λίβ. N 1979. Βλ. και άστατος ουδ., ασυστασιά 2.αυξάνω,- Σταφ., Ιατροσ. 7202, Σπαν. A 482, Κρασοπ. 55, Καλλίμ. 796, Ασσίζ. 31313, Ελλην. νόμ. 5452, Διγ. (Trapp) Gr. 3260, Διγ. Z 805, 2191, Χρον. Μορ. H 4141, Χρον. Μορ. P 2471, Πτωχολ. N 577, Φλώρ. 687, Λίβ. Esc. 3127, Φυσιολ. (Legr.) 418, Φυσιολ. 35326, Θησ. Ζ΄ [908], Μάρκ., Βουλκ. 34529, Χούμνου, Π.Δ. (Πολ. Λ.) [14], Κορων., Μπούας 15, 51, 61, 113, 123, Πένθ. θαν.2 533, Σοφιαν., Παιδαγ. 101, 105, 113, 119, Βίος γέρ. V 594, Ιστ. πατρ. 18813, Αλφ. 144, Τζάνε, Κρ. πόλ. 45423, κ.π.α.· αξαίνω, Χρον. Μορ. P 2440, Αλεξ. 233· αυξαίνω, Χρον. Μορ. H 3729, 7119, 8779, Χρον. Μορ. P 8561, Λίβ. Esc. 3635, Θησ. Δ΄ [805], Ε΄ [673], Αλεξ. 1605, Πικατ. 438, Ψευδο-Σφρ. 2122, Διγ. Άνδρ. 35314, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [534], [1093], Β΄ [55], Γ΄ [534], Δ΄ [1270], κ.π.α.· αυξάνω, Διγ. Z 1256 (αόρ. αυξυνθείς), Ερμον. X 136 (αόρ. αυξυνθεί), Χρον. Μορ. P 3143 (αόρ. αυξύνθη), Αχιλλ. O 41 (αόρ. αυξύνθηκε), Αχιλλ. N 72 (αόρ. ηυξύνθη), Χρον. Τόκκων 3107 (αόρ. αύξυνθη), Θησ. IB΄ [647] (αόρ. αυξύνθη), Έκθ. χρον. 4915 (αόρ. αυξυνθέντος), 6220, 634, Κορων., Μπούας 8, Σουμμ., Ρεμπελ. 158, Διγ. Άνδρ. 34114, 34732.
Το αρχ. αυξάνω. Ο τ. α(υ)ξαίνω από τον αόρ. α(ύ)ξησα κατά το σχήμα ωλίσθησα-ολισθαίνω, εσίγησα-σιγαίνω (Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 296). Ο τ. αυξύνω πιθ. από το μτγν. αόρ. ηυξύνθην (L‑S, λ. αυξύνω), που ίσως από επίδρ. ρ. σε ‑ύνω. Πβ. όμως ΙΛ, λ. αυξάνω, τυπολ., όπου σημερ. τ. ορθογραφείται αξήνω (με η). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Ενεργ. μτβ. α) (με αφηρημένα ουσ.) κάνω (κ.) πιο μεγάλο, πληθαίνω (Η σημασ., αρχ., L‑S στη λ. II· βλ. και ΙΛ στη λ. 1): ο καιρός, όποιος τα άλλα πάντα αφανίζει, εις το γήρας δίδει και αυξάνει περισσότερον την προκοπήν Σοφιαν., Παιδαγ. 105· το ’να αυξαίνει τον καημόν και τ’ άλλο την πληγήν μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [1270]· βλ. και αβγατίζω Α1, ανατρέφω Α1α· β) μεγαλώνω προσθέτοντας: όρισεν και ηύξησάν τον| άλλον έν αφράτον πάλιν Βίος γέρ. V 594· γ) γ1) (προκ. για τόπο, χώρα) επεκτείνω (Βλ. L‑S, λ. αυξύνω): ο Σάχ Ισμαήλ κυριεύει και αυξάνει τα όρια της ηγεμονίας αυτού Έκθ. χρον. 634· γ2) μεγαλώνω και ενισχύω (Βλ. την αρχ. χρ., L‑S στη λ. I2): να έχει έννοιαν και σκοπόν τον τόπον να αυξαίνει Χρον. Μορ. P 8561· βλ. και ανανεώ‑ώνω Α1, ανασταίνω 6, ανατρέφω Α2, αρματώνω Α1γ, δυναμώνω· δ) (προκ. για πρόσωπο) καθιστώ ισχυρό, προβάλλω, μεγαλύνω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. 2): τους χαμηλούς κι ολάτυχους στους ουρανούς αυξαίνει Θησ. Δ΄ [805]· ε) δυναμώνω, καθιστώ περισσότερο έντονο: Τόσον κι αυτή την λαύραν της αυξαίνει και πληθαίνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [55]· Είτα πάλιν αυξήσας γε επί πολύ τον θρήνον Διγ. (Trapp) Gr. 3260· βλ. και ανθώ Β2· ς) επιτείνω: την χάρην και την ηδονήν εις το λουτρόν αυξάνει Καλλίμ. 796· ζ) (προκ. για δουλειά) δίνω ώθηση, πρόοδο, διευρύνω (Βλ. και ΙΛ στη λ. 2): να αυξαίνει τες δουλείες του Χρον. Μορ. H 8779· η) παρατείνω (την προθεσμία): παρακαλεί τον εκείνον οπού του έδωκεν το αμάχι του να του αύξησει το τάρμε ιε΄ ημέρες Ασσίζ. 31313. Bλ. και ανασέρνω 2. εκφρ. αυξάνω, αυξάνομαι το όνομα, την τιμήν = προσδίνω μεγαλύτερη αίγλη, δόξα, σεβασμό στο πρόσωπό (μου): Σπαν. A 482, Χρον. Μορ. H 4141, Χρον. Μορ. P 2471, Θησ. Ζ΄ [908], Κορων., Μπούας 15, 51, 61, 113, 123. 2) Αμτβ. α) (ενεργ. και μέσ.) αυξάνομαι σε όγκο, μέγεθος, έκταση (Βλ. L‑S στη λ. III και II1· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): ο νέος ώσπερ το δενδρόν αύξυνε το κορμί του (ανακόλουθο) Κορων., Μπούας 8· Εκεί ηυρίσκονταν δενδρά, εις ώρας εξ αυξαίνουν,| σαν επατούσαν οι επτά αρχίζαν να λιγαίνουν Αλεξ. 1605· ηυξύνθη δε το κράτος του Αχιλλ. N 72· βλ. και ακρομεγαλώνω, αναβλαστάνω, αναγιώνω Β, ανατρέφω Β, ανδρειούμαι 1, ανδρειώνω Β2, αναλικιώνομαι· β) (ενεργ.) δυναμώνω (Πβ. L‑S στη λ. III): η ψυχή και ο νους αυξάνει με τους συμμέτρους κόπους Σοφιαν., Παιδαγ. 113· βλ. και ανδρειούμαι 2, ανθίζω Α2, δυνατεύω· γ) (μέσ.) επεκτείνομαι: Αφόντου γάρ εκέρδισεν ο πρίγκιπας Γουλιάμος| το κάστρον της Μονοβασίας, αυξύνθη η αφεντία του Χρον. Μορ. P 3143· δ) (ενεργ. και μέσ.) επιτείνομαι σε ένταση, σε συχνότητα, παίρνω μεγαλύτερες διαστάσεις (Πβ. ΙΛ στη λ. 1): οι στεναγμοί της αύξαιναν, επλήθαιναν, επήγαιναν εις πλέον Λίβ. Esc. 3635· περισσότερον αυξάνει η επιθυμιά τους Πένθ. θαν.2 533· ο πόλεμος ηυξάνετο και επλήθυνεν η μάχη Φλώρ. 687· βλ. και ανάπτω Β2γ, αναρριπίζω 1, ανεβαίνω 10α, αυξώ· ε) (ενεργ.) (προκ. για το ήθος) προάγομαι, εξελίσσομαι, ολοκληρώνομαι (Πβ. L‑S Κων/νίδη στη λ. II1): διά να αυξάνουν τα ήθη των νέων ορθά και καλά Σοφιαν., Παιδαγ. 101. ς) (μέσ.) πολλαπλασιάζομαι (Η σημασ. μτγν., Δημητράκ. στη λ. 3): αυξάνεσθε, πληθύνεσθε, νά ‘σθε χαριτωμένοι Χούμνου, Π.Δ. (Πολ. Λ.) [14]· πλατύνεσαι και αυξάνεσαι εις πλούτος και εις τέκνα Αλφ. 144· βλ. και ανδρειώνω Β3, αντρυνίσκω· ζ) (ενεργ.) (προκ. για διάδοση) μεγαλοποιώ: Του βασιλέως γάρ τον λαόν σφόδρα τον επαινούσαν| κι αυξαίνουσι κι ελέγασι διά το ένα πεντακόσια Χρον. Μορ. H 3729.αυτίκα,- επίρρ., Σπαν. B 498, Προδρ., Κατομυομ. 374, Προδρ. I 209, III 216x (χφ. g) (κριτ. υπ.), 222, 3251 (χφφ. CSA) (κριτ. υπ.), 363, IV 178, Διγ. Z 38, 2656, Βέλθ. 941, 1185, Ερμον. Κ 87, X 180, 189, 326, Αρμεν., Εξάβ. Δ΄ 132, Λίβ. P 1744, 1977, Βεν. 52, Θησ. Β΄ [936], Γεωργηλ., Βελ. 569, Βίος γέρ. V 330· άτικα, Ασσίζ. 34211· αυθίκα, Παλαμήδ., Βοηβ. 409· ευθίκα, Παλαμήδ., Βοηβ. 806, 1211.
Το αρχ. επίρρ. αυτίκα. Οι τ. αυθίκα, ευθίκα από επίδραση του επιρρ. ευθύς. Ο τ. άτικα ανάγεται στο αυτίκα (κατά προφορική ανακ. του Κ. Χατζηιωάννου) πιθ. αναλογ. προς το ατός (όπως αυτός‑ατός ταυτόσημα σημασιολογικά· πβ. και Χατζιδ., Αθ. 41, 1929,13 κέ.). Ο αναβιβ. του τόνου αναλογ. προς τα επιρρ. σε ‑α (άδικα, άστρωτα, αλογάριαστα, κλπ.). Πβ. τα ποντ. επιρρ. αυτίκοντα, αυτόκοντα και το επίθ. αυτίκοντος (ΙΛ).
1) Αμέσως, στη στιγμή (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II): Ο ρήγας ως εγροίκησε τους λόγους της Χρυσάντζας,| αυτίκα ανεπήδησε μετά θυμού μεγάλου Βέλθ. 941. Βλ. και αυθωρεί. 2) Τότε: και Μενέλαος αυτίκα| θέλων γάρ μη θέλων θέτει| τον αριστερόν του μήρον Ερμον. X 180· εις την πόλιν τον απήγαν| και τῃ πύλῃ μη χωρέσας| τας τε πύλας συν ταις φλίαις| εξεμόχλευσαν αυτίκα| και του τείχους ουκ ολίγον| εκατέρριψαν γάρ μέρος Ερμον. X 189. Βλ. και αυτόθι, αυτού II, ζιμιό, τότε, τοτεσάς, ώρα.αφανισμός- ο, Μανασσ., Χρον. 2920, 4037, Ηπειρ. 22513, 2384, Δούκ. 38513, Θησ. ΙΑ΄ [212], Έκθ. χρον. 916-7, 343, 7029, 7418, Κορων., Μπούας 138, Πένθ. θαν.2 568, Ψευδο-Σφρ. 40637, Βίος γέρ. V 652, Χρον. 309, Ιστ. πολιτ. 1220, 142, Ιστ. Βλαχ. 260, 642-3, 693, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3362, 39012, 5224, 5247, Διακρούσ. 8414, 8817, 10520.
Το μτγν. ουσ. αφανισμός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Όλεθρος, φθορά, καταστροφή, εξόντωση (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I και σήμ., ΙΛ): μέσον τούτου οι άνθρωποι γερούσιν και παλιώνουν,| παγαίνοντα εις αφανισμόν, οι μέρες τους τελειώνουν Πένθ. θαν.2 568· εις αφανισμόν τα τε χωρία και τα αμπέλια πάντα πεποίηκεν Ηπειρ. 22513· εγένετο αφανισμός μέγας Έκθ. χρον. 916-7· ότι αυτός έσεται ο αφανισμός του γένους αυτών Ψευδο-Σφρ. 40637. Βλ. και ανδροφθαρσία, αφάνισις β.αφράτος,- επίθ., Πτωχολ. Z 180, Πτωχολ. N 402, 697, Αγν., Ποιήμ. Β΄ 38, Βίος γέρ. V 478, 595, 773.
Από το ουσ. αφρός και την κατάλ. ‑άτος. Η λ. ήδη τον 6. ή 7. αι. (Sophocl.) και σήμ. (ΙΛ).
1) (Προκ. για ψωμί ή παξιμάδι) μαλακός σαν αφρός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2): έδωκέν τον ο αφέντης| άλλη μία κούπα κρασάκι| κι έν’ αφράτο παξιμάδι Πτωχολ. Z 180. Βλ. και αφρατούτσικος. 2) Άσπρος και ευτραφής (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A3): εις τα στήθη τα δροσάτα| τα μηλάρια σου τ’ αφράτα Αγν., Ποιήμ. Β΄ 38. Βλ. και άσπρος 1α. Το ουδ. ως ουσ. = αφράτο ψωμί, είδος ψωμιού (Για τη σημασ. βλ. και Καλιτσ., BZ 44, 1951, 311. Πβ. ΙΛ στη λ. Β): Και τον δίδει αφράτον ένα| καθ’ εκάστην την ημέραν| εις διοίκησίν του τάχα| του πτωχού του γεροντίου Πτωχολ. N 402. Βλ. και αφρατόζεστον.αφρατούτσικος,- επίθ., Προδρ. III 317 (χφφ. gV) (κριτ. υπ.), Πτωχολ. N 474 (έκδ. αφρατούτσια· διορθώσ. αφρατούτσικα), Βίος γέρ. V 482.
Από το επίθ. αφράτος και την κατάλ. ‑ούτσικος.
Αφράτος (Βλ. και Καλιτσ., BZ 44,1951, 311): να ’χει την ημέραν δύο| αφρατούτσικα ψωμία Βίος γέρ. V 482. Βλ. και αφράτος 1. Το ουδ. ως ουσ. = αφράτο ψωμί: εκείνοι (ενν. τρώγουν) τ’ αφρατούτσικον αεί με το σησάμιν Προδρ. III 317 (χφφ. g V) (κριτ. υπ.).αφροντισία- η, Συμεών Ευχ. (Βυζαντ. 2, 1970) 32625, Χρον. Μορ. H 1635, 1789, 9068, Πτωχολ. N 642, Βίος γέρ. V 720· αφροντισιά, Πόλ. Τρωάδ. 226.
Από το στερ. α‑ και το φροντίζω. Η λ. τον 11. αι. (Sophocl.) και σήμ. (ΙΛ, λ. αφροντισιά). Για τη λ. βλ. και Χαριτων., Πραγμ. Ακ. Αθ. 15, 1951, 7 και Αθ. 15, 1903, 396.
1) Έλλειψη φροντίδας, μέριμνας (Η σημασ. τον 11. αι. και σήμ., ΙΛ, λ. αφροντισιά 1): τοίς γαρ ησυχάζουσιν αρμόδιος η παντελής αμεριμνία των έξω και η αφροντισία Συμεών Ευχ. 32625· Οι Αρκαδικοί εζητήσασιν συμπάθιον να τους ποιήσει| αφροντισίαν να έχουσιν με τα υποστατικά τους·| όρκον εδώκασιν εντός κι εδώκασιν το κάστρον Χρον. Μορ. H 1789· βλ. και αμεριμνία α. 2) Ελευθερία κινήσεων, άδεια προσέλευσης (σε εχθρικό στρατόπεδο προκ. για αγγελιοφόρο): Απομακρόθεν τους λαλούν μαντατοφόροι είναι| και να τους δέξονται να ειπούν τά είναι ορισμένοι· όρισεν ο Δεμέστικος κι αφροντισίαν τους κάμνουν| και ήλθαν κι επλησιάσαν τον και λέγουν προς εκείνον Χρον. Μορ. H 9068· το πράγμα τους εδήλωσαν κι επληροφόρησάν τους·| αφροντισίαν τους έστειλαν από τον Καμπανέσην·| όσοι βούλονται απελθείν του να έχουν προσκυνήσει| τα ιγονικά τους να έχουσιν κι άλλα πλείον να τους δώσει Χρον. Μορ. H 1635. 3) Διαβεβαίωση (ένορκη) (προκ. για τήρηση υπόσχεσης): μεγάλα τάματα, ως ορώ, μου τάσσεται και λέγεις·| εάν τα στέργεις αληθώς πλεότερον ου θέλω,| αφροντισιάν μου ποίησον και τότε να ακούσω (παραλ.8 στ.)· την χείραν σου επάνωθεν θες του εικονισμάτου,| όμοσε διά πιστότατην γυναίκα να με επάρεις Πόλ. Τρωάδ. 226· Ορκωμοτικόν εποίκε| με τας ίδιας του τας χείρας| ο τοπάρχης παραυτίκα.| Εποίκεν αφροντισίαν| τον τοιούτον τον σοφόν τε.| Είτα λέγει μετά θάρρους Πτωχολ. N 642. Βλ. και ασσίζα 3.βαρύνω,- Σπαν. A 369, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 352, Προδρ. III 148, Μανασσ., Χρον. 1011, 6683, Διάτ. Κυπρ. 50823, 50921, Ιερακοσ. 40628, Χρον. Μορ. H 1196, 2400, 2531, 2770, 3064, 3071, 5779, Χρον. Μορ. P 3071, 3202, 4183, 7082, Act. Xér. 2626, Αρμεν., Εξάβ. Β΄ 4123, Παράρτ. 255 (σχόλ.), Πτωχολ. N 755, Φυσιολ. (Zur.) VI 2β2, Φυσιολ. (Offerm.) G 345, 1088, Βησσ., Επιστ. 364, Μαχ. 1023, 10830, 2121, 34228, 56618‑9, 56834, Δούκ. 40916, Αλφ. (Μπουμπ.) I84, Βίος γέρ. V 827, Αιτωλ., Μύθ. 4219, 1046, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [545], Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3713· αόρ. εβεβαρύνθην, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 235.
Το αρχ. βαρύνω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βαρένω).
I. (Ενεργ.) 1) α) Πιέζω με το βάρος μου (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι1 και σήμ., ΙΛ, λ. βαρένω Α2β): ώστε εξείναί μοι τας εμάς δοκούς τοις σοις επιτιθέναι οίκοις και τον σον βαρύνειν τοίχον Αρμεν., Εξάβ. Β΄ 4123· β) (μεταφ.) προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ, δυσαρεστώ (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι2 και σήμ., ΙΛ, λ. βαρένω Α2γ): Ο φόβος γή η αποκοτιά δεν ξεύρω αν τον βαρύνει Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ 545. Βλ. και βαρυκαρδίζω. 2) Επιρρίπτω σε κάπ. ευθύνη, κατηγορώ κάπ.: να μηδέν κατηγορούν εμάς μετά ταύτα, να μηδέ βαρύνουσί μας Βησσ., Επιστ. 364. Βλ. και βαραίνω Β1γ. 3) Κάνω κ. χειρότερο, επιδεινώνω (Πβ. τη μτγν. σημασ., L‑S στη λ. Ι2 και τη σημερ., Δημητράκ. στη λ. 5): εβάρυνον, επέτεινον ηύξανον τας κακώσεις Μανασσ., Χρον. 1011. 4) Χτυπώ: όπου πρώτα σκοτώνει τον άνθρωπον και τότε λαλεί του: «Βαρύνω σε θέλω» Μαχ. 56618‑19. Βλ. και ακροκοντώ α, απολύω Α16 φρ., αχαμνώ 3, βαρώ ΙΑ2α, βιτσώνω, βουτυπώ (μεταφ.), πατάσσω. 5) Έκφρ. βεβαρυμένος ύπνῳ = κοιμισμένος: εξυπνίζουσι τους βεβαρυμένους ύπνῳ Φυσιολ. (Offerm.) G 1088. II. (Μέσ.) Α´ (Αμτβ.) 1) Έχω βάρος (Πβ. ΙΛ, λ. βαρένω Α1β): δεύτερον περίχυμα, μαζός βεβαρυμένος Προδρ. III 148. 2) Ασκώ πίεση με το βάρος μου (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 1): πάντες, χριστιανοί τε και Τούρκοι, εις μίαν της διήρεως πλευράν βαρυνθέντες την τρόπιν άνω και τα στέγη κάτω τῳ βυθῴ παρέπεμψαν Δούκ. 40916. 3) Υφίσταμαι βάρος, πίεση, επιφορτίζομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): ουδέ ωφελείται, ειμή και μάλλον βαρύνεται φροντίδος αναδεξάμενος βάρος Αρμεν., Εξάβ. Παρ. 255 (σχόλ.)· προς τούτοις βαρύνομαι χρέους ένεκα πατρικού μου Act. Xér. 2626. 4) Γίνομαι βαρύς, εξασθενώ (Η σημασ. μτγν., Δημητράκ. στη λ. 3· πβ. και ΙΛ, λ. βαρένω Α3α αμτβ.): εάν γηράσει, βαρύνονται αυτού αι πτέρυγες Φυσιολ. (Zur.) VI 2β2‑3· προκατειλημμένος ήδη τῳ χρόνῳ φαίνεται και βαρυνόμενος Ιερακοσ. 40628. Βλ. και ατονώ, αχαμνίζω Α2β. 5) Δυσφορώ, δυσανασχετώ (Για τη σημασ. πβ. ΙΛ, λ. βαρένω Α2γ αμτβ.): αυτόν δε βαρυνόμενον και δυσανασχετούντα Μανασσ., Χρον. 6683. Β´ (Μτβ.) 1) Θλίβομαι, στενοχωρούμαι· βαρέως φέρω, οργίζομαι (Για τη σύντ. βλ. Ανδρ., Προσφ. Κυριακ. 53): πολλά εβαρύθην και τον θάνατον του βισκούντη Μαχ. 56834· μη το βαρυνθείς τό έδωκεν η κρίσις Χρον. Μορ. H 2400· εθλίβη γαρ και εχόλιασε, μεγάλως το εβαρύνθη Χρον. Μορ. H 3064. Βλ. και βαριούμαι Ι2, βαρυθυμώ. 2) Βαριέμαι κ., δεν μου αρέσει κ., αποφεύγω: ο μύθος λέγει πως πολλοί βαρύνονται τα λόγια Αιτωλ., Μύθ. 4219· οι δε καλοί βαρύνονταί σε ως άχρηστον την γνώμην Σπαν. A 369· ποτέ δεν βαρύνομαι εις του λόγου της Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3713. Βλ. και βαριούμαι IIβ. — Βλ. και βαραίνω, βαρυγγωμώ.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η, Τρωικά (Praecht.) 52910, Μυστ. (Vogt) 59, Σπαν. (Hanna) A 92, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 81, 192, 194, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 75, Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 146, 147, Σπαν. (Hanna) O 71, 104, Σπαν. (Legr.) P 34, 90, 92, 93, 261, 262, 264, Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 19, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 106, 112, Hist. imp. (Mor.) 8, Ασσίζ. (Σάθ.) 2623, 862, 1012, 16222, 2195, 3361, 3515, 41410, 45429, Διγ. (Mavr.) Gr. I 72, II 44, 285, III 255, 319, IV 362, 546, VI 420, Διγ. (Καλ.) A 2312, 3206, 4517, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 242, 689, 720, 721, 1479, 2207, Mevlānā (Burg.-Mantran) 34α, Rebâb-nâmè (Burg.-Mantran) 7, Βέλθ. (Κριαρ.) 345, 884, 887, 895, 905, 1017, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 247, 697, 703, 2619, 2719, 4191, 4339, 4427, 7187, 8671, 8672, 8704, 8744, 8765, 8783, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2619, 3341, 3967, 3994, 4191, 6882, 7178, 8704, 8776, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9420, 9621, Chron. brève (Loen.) 48, 97, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 75, 90, 92, 1013, 1063, Φλώρ. (Κριαρ.) 183, 467, 967, 1016, 1156, 1216, 1446, 1512, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 256, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 284, 307, 310, 313, 506, 516, Απολλών. (Wagn.) 86, 108, 206, 374, Λίβ. (Μαυρ.) P 183, 467, 967, 1016, 1156, 1216, 1446, 1512, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1119, Λίβ. (Lamb.) Sc. 328, 329, 510, 2762, Λίβ. (Wagn.) N 168, 244, 397, 848, 972, Αχιλλ. (Hess.) N 839, 1027, 1069, 1229, 1377, 1413, Φυσιολ. (Legr.) 732, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 374, 375, 850, 851δις, Μαχ. (Dawk.) 10813, 11015, 13434, 35, 1568, 15831, 1666, 18627, 22616, 23013, 25630, 2883, 8, 36831, 42034, 5044, 59424, 64020, 30, 64815, 66220, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1028 C, 1029 A, 1030 C, 1052 A, 1053 B δις, 1057 Α, 1063 Β εξάκις, Ch. pop. (Pern.) 25, 30, 46, 64, 91, 114, 136, 185, 246, 355, Βουστρ. (Σάθ.) 432, 433, Αγν., Ποιήμ. (Ζώρ.) 50, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 472, 4, 9723, 1203, Έκθ. χρον. (Lambr.) 1211, 327, 4223, 4810, 768, 825, 9, Ριμ. Απολλων. (Morgan) 34, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 192, Βίος γέρ. (Schick) V 600, 602, Χρον. (Kirp.) 315, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 16322, Δωρ. Μον. (Buchon) XXVI, XXXIX, XLIII, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 187, 337, Β́́ 168, Γ́́ 41, 165, Δ́́ 357, Έ́ 322, 496, 499, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 26, Ά́ 32, 85, 198, 199, 396, Β́́ 480, 510, Γ́́ 104, 381, 486, 517, Δ́́ 42, 149, 164, 178, 179, 212, 248, 323, 331, 363, 371, Έ́ 35, 98, 169, 182, 347, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́ 223, 316, 328, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 230, Β́́ 101, Γ́́ 43, Δ́́ 61, 108, 386, 391, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 160, 174, 175, 182, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31410, 32016, 32617, 22, 3321, 33324, 27, 28, 29, 33420, 3356, 3526, 3551, 3609, 36310, 36526, 37222, 39530, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1503, 1690, 1970, Β́́ 223, 308, 316, 328, 1682, Έ́ 94, 207, 717, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 136, 289, Γ́́ 186, Ιντ. Β́́ 57, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 180, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 993, Φορτουν. (Ξανθ.) Δ́́ 51, 572, Έ́ 126, Ιντ. Β́́ 104, Ιντ. Γ́́ 45, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 77, Β́́ 343, Δ́́ 334, Έ́ 203, Διγ. (Lambr.) O 9, 56, 275, 299, 304, 446, 493, 1267, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 16317, 20723, 5489, 5514, 56520, 21, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7619, 8620, 11839, 1191, 3 κ.π.α.