Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- ριγώ,
- Ιερακοσ. 47426· εργώ, Φαλιέρ., Ιστ.2 106 κριτ. υπ.· εριγώ, Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 451-2 χφ Ρ κριτ. υπ., Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 833, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 15419· ριώνω, Δεφ., Λόγ. 381· μτχ. παρκ. ριγασμένος, Δευτ. Παρουσ. 163, Βίος αγ. Ιωάνν. Ελεήμ. 266.
Το αρχ. ριγώ (ριγέω/ριγόω). Ο τ. εργώ στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Γ́ 117, Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.)· βλ. και ΑΛΝΕ. Ο τ. εριγώ και σήμ. ιδιωμ. (Τσικής, Γλωσσ. Χίου). Ο τ. ριώνω και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., στη λ., όπου και τ. ριγώνω και ερ’γώνω). Η μτχ. ριγασμένος και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.) και ριγαμένο σήμ. ιδιωμ. (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. ριγάω). Τ. ριώ στο κυπρ. ιδίωμα (Λουκά, Γλωσσάρ., Σακ., Κυπρ. Β́ 770). Η λ. και σήμ.
1) α) Τρέμω από το κρύο, κρυώνω: λάμπουν οι τράπεζες, καθημερινόν, όρνιθες και αρνία,| ... και οι πτωχοί πεινούσιν,| και τρέμουσιν και εριγούν από το κρύο το τόσον Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 58· Επήραν το καπούτσιν σου, ερίγας την κορφήν σου (ενν. συ, καρκαρίνε),| εδέσαν τα ποδάρια σου και εστραγγούλισάν τα Πουλολ. (Τσαβαρή)2 248· β) τρέμω, έχω ρίγος (από πυρετό, αρρώστια): Όταν ριγεί ο ιέραξ υποχαλών τα πτερά αυτού, ορά λυπητικώς και ασθενώς, και απορρίπτει διεσπαρμένην και οδωδότα κόπρον Ιερακοσ. 47427. 2) Ανατριχιάζω, τρέμω από φόβο ή δυνατή συγκίνηση: Όλος επαραπάρθηκε (ενν. ο Ιωσήφ), τρομάρα του γυρίζει| και ρίγος αθανάσιμος, εργά και τουρτουρίζει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1917.στενοχωρία- η, Σπαν. A 18, Σπαν. B 22, Κομν., Διδασκ. Δ 26, Κομν., Διδασκ. I 15, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 23, Προδρ. (Eideneier)2 B́ 19, Γ́ 106, Ασσίζ. 13125, 1518, 22731, Διγ. A 4759, Ερμον. Ω 266, Ωροσκ. 3817‑391, Χρον. Μορ. H 672, 2934, Χρον. Μορ. P 2934, Λίβ. διασκευή α 29 κριτ. υπ., 2094, Λίβ. Esc. 1766, 1946, 2379, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 210, Διήγ. Βελ.χ 375, Μαχ. 5607, Δούκ. 2996, 3219, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 625, Διήγ. Αλ. G 272‑3, Hist. imp. (Iadevaia) IIa 1191, Σταυριν. 56, Ιστ. Βλαχ. 1197, Σουμμ., Ρεμπελ. 188, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 15r, Εις Θεοτ. 38, Διήγ. εκρ. Θήρ. 1114, Ροδινός (Βαλ.) 76, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 811, Διακρούσ. (Κακλ.) 1116, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κδ́ 29, Λουκ. κά́ 25, κβ́ 43, Παύλ. Κορ. Β́ β́ 4, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 3749· στεναχωρία, Γλυκά, Στ. 238, 288, Ασσίζ. 40220, 45821, Λίβ. Va 2212, 2243· στεναχωριά, Πεντ. Γέν. XLII 21 δις, Δευτ. XXVIII 53, 55, 57, XXXI 17, 21· στενοχωριά, Σκλέντζα, Ποιήμ. 154, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 3129.
Το αρχ. ουσ. στενοχωρία. Ο τ. στεναχωρία και σήμ. ιδιωμ. (Σιδηροπούλου, Λεξιλ. Κοτυώρων). O τ. στενοχωριά στο Κατσαΐτ., Θυ. Β́ 235 και σήμ. ιδιωμ. (Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., λ. στενοχώρια)· πβ. τ. στενοχωρκά σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 798). Τ. στεναχώρια και στενοχώρια σήμ. Η λ. και σήμ. (Κριαρ., Λεξ., ΑΛΝΕ).
1) Στενότητα, έλλειψη χώρου: εν τῃ μήτρᾳ γαρ πεσούσα| η του άρρενος γαρ γόνη (παραλ. 3 στ.) διαπλάττεται προς μέλη,|κι εν στενότητι και σκότει| κι εν στενοχωρίᾳ πλείστῃ| έστιν γαρ εν τοις εγκάτοις Ερμον. Ω 280. 2) (Μεταφ.) α1) δύσκολη θέση, δυσάρεστη κατάσταση: Ακούσετε, παιδία μου, το τις είμαι και πόθεν,| και την στενοχωρία μου και τους παρεδαρμούς μου Λίβ. Esc. 2896· θεωράντα ο κοντοστάβλης την στενοχωρίαν της Αμμοχούστου, έκραξεν μερτικόν ανθρώπους ... και αννοίξαν τες πόρτες της Κάβας και μοναύτα εξέβησαν Μαχ. 3665‑6· αυτός (ενν. ο Λούπουλος) εστενοχώρησεν όλους πραγματευτάδες·| επήρεν τους αργύρια, πολλά χρυσά φλωρία,| είτι εζήτα εδίδαν εκ την στενοχωρία,| διότι τους απόκλεισεν εις ένα μοναστήρι (παραλ. 3 στ.)· πάντα τους εφοβέριζεν ότι, αν δεν του δώσουν,| να βάλει τα στρατεύματα να τους εθανατώσουν Ιστ. Βλαχ. 1106· φρ. πολεμώ στενοχωρίαν, βλ. ά. πολεμώ Φρ. 21· α2) ατυχία, κακοτυχία, «κακιά ώρα»: Εάν γίνεται περί καμμίας στεναχωρίας ότι είς γραμματικός δυναστείαν του βίου τό του δίδουν γράφει και ποιεί ένα άπιστον σιγίλλιον ..., το δίκαιον κρίνει και κελεύει ότι εκείνος ο γραμματικός εντέχεται να του κόψουν τον γρόθον τον δεξιόν Ασσίζ. 47729· β) οικονομική στενότητα, φτώχεια: Αφού δε γέγονα κἀγώ γραμματικός τεχνίτης,| επιθυμώ και το ψωμίν και του ψωμιού την μάνναν,| και διά την πείναν την πολλήν και την στενοχωρίαν| υβρίζω τα γραμματικά Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 83· Ένας πραγματευτής ... εδυστύχησε πολλά εις την πραγματείαν του. Και επτώχυνε πολλά. Και ήτον εις απορίαν και στενοχωρίαν πολλήν Βίος αγ. Ιωάνν. Ελεήμ. 267· γ) ενόχληση, δυσφορία: ήλθε μία βρόμα ... οπού έπεφταν οι άνθρωποι ως απεθαμένοι. Και όταν ήτον νότος, δεν τους επαράβλαβεν, όταν δε ήθελε γυρίσει γρέος, είχαν μεγάλην στενοχωρίαν Διήγ. εκρ. Θήρ. 1111· Και μίαν ημέραν, αφνίδια, ευρέθη αποθαμένος, χωρίς αστένειαν ή πόνον ή στενοχωρίαν. Και λέγουσι τινές ότι πως τον εφαρμακώσανε με βουλή του Μπαγιαζίτη Χρον. σουλτ. 13123· δ) (εδώ πιθ.) αναπνευστική δυσκολία (πβ. και ά. στενοχώρησις σημασ. 3): Περί φασιάσματος ... του μεν ξηρού εισί σημεία ταύτα. Ανοίγει και σφαλίζει (ενν. ο ιέραξ) το στόμα αυτού συχνά διά την στενοχωρίαν ην έχει Ορνεοσ. 58124. 3) Δυσάρεστη ψυχική κατάσταση· θλίψη, λύπη: Εγίνην αρχιερεύς εις τας Σέρρας ο κυρ Τιμόθεος ... Και με το να μην έχει άσπρα, εχριώθην ως υ’ χιλιάδες. Και ... πολλά άσπρα εξοδίασεν και ήτον πάσα ημέρα εις μεγάλην στενοχωρίαν· και από το πικρόν του έπεσεν εις ασθένειαν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 18v· να σηκωθούμε και να ανέβομε εις τη Βεθ Ελ, και να κάμω εκεί θεσιαστήρι του Θεού οπού απιλογάται εμέν εις την ημέρα της στεναχωριάς μου και ήτον μετά μεν εις τη στράτα ος επορπάτηξα Πεντ. Γέν. XXXV 3· απέ την λύπην την πολλήν και την στενοχωρίαν| το κάλλος του προσώπου της τελείως ηλλοιώθην Φλώρ. 74.συντρίβω,- Γλυκά, Στ. 529, Γλυκά, Αναγ. 133, 385, Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 192, 196, Ορνεοσ. αγρ. 5197, 5418, Διγ. (Trapp) Gr. 2584, Σπανός (Eideneier) A 64, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 11245, Ερμον. Σ 169, Βίος Αλ. (Aerts) 1584, 3099, Λίβ. Esc. 4098, Αχιλλ. L 66, Αχιλλ. (Smith) O 93, 259, Παρασπ., Βάρν. C 423, Αργυρ., Βάρν. K 322, Αλεξ.2 2924, Παλαμήδ., Βοηβ. 1010, Ιστ. Βλαχ. 157, 1952, Διγ. Άνδρ. 34430, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 1270, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 66, 386, Ροδινός (Βαλ.) 118, Διγ. O 2958, Διακρούσ. (Κακλ.) 121, 800, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κά́ 44, κ.α.· συντρίβγω, Πεντ. Έξ. XV 6, Αρ. XXIV 8, 17, Δευτ. I 44, XXXII 39, XXXIII 11· γ́ πληθ. μέσ. παρατ. εσυντριβγόντεσαν.
Το αρχ. συντρίβω. Ο τ. στο Somav. (στη λ.) και σήμ. ιδιωμ. στο μέσ. (Andr., Lex., στη λ.). Για το σχηματ. του γ́ πληθ. παρατ. βλ. Hesseling [Πεντ. Εισαγ. σ. LVII]. Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. 1) α) Σπάω κ. σε κομμάτια· θρυμματίζω, τσακίζω κ.: Εντούρησεν ο εσωτερικός τούρλος, ήγουν ο μέγας, ... χρόνους ιβ́. Και μετά τούτους, τρεις ώρας της ημέρας, έπεσεν και εσύντριψεν τον αξιοθαύμαστον άμβωνα και την σολέαν Hagia Sophia ω 53518· Τῳ αυτῴ χρόνῳ ... εχάλασαν οι Τούρκοι τον Ταξιάρχη την εκκλησίαν εις τους κηροπουλάδες εις τας Σέρρας και όλες τες εικόνες εσύντριψαν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 42v· (με σύστ. αντικ.): Μη προσκυνήσεις τα είδωλά τους και μη τα δουλέψεις ..., ότι χαλασμό να τα χαλάσεις και συντριμμό να συντρίψεις τα στέματά τους Πεντ. Έξ. XXIII 24· (σε μεταφ.): λέγει· δεν συντρίβω την θύραν, τουτέστι την καρδίαν του ανθρώπου, και εμπαίνω μέσα στανικώς, αλλά στέκω έξω και κρούω την καρδίαν, ότι ο Θεός τινά δυναστικώς δεν θέλει εις την βασιλείαν του Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 105· Γένος το μιαρότατον πολλά μας τυραννίζει,| ο Ισμαήλ χριστιανούς εις τέλος αφανίζει·| συ δε, Χριστέ μου, σύντριψον τα βέλη και τα τόξα| τα καθ’ ημών κινούμενα, την επηρμένην δόξα Ιστ. Βλαχ. 2565· β) (εδώ με αντικ. τις λ. βάρκα, καράβι) χάνω πλεούμενο σε ναυάγιο: έχω θάρρος εις τον Κύριόν μου και Θεόν ότι από την σήμερον πλέον δεν θέλεις κινδυνεύσεις, ουδέ να συντρίψεις καράβι. Και τούτο γίνωσκε πως δεν το έπαθες από άλλο, μόνον, διατί το καράβι σου δεν ήτον δικαίως ηγορασμένον Βίος αγ. Ιωάνν. Ελεήμ. 267· (σε μεταφ.): Ανεμοζάλη δυνατή με φοβερίζει| ’ς τόσον οπού βουλήθηκα, Χριστέ, να ρίψω| την άγκουραν στην θάλασσαν, πριν να συντρίψω| την πικραμμένην βάρκαμ μου που ’κόμη ολπίζει Κυπρ. ερωτ. 1437· γ) συνθλίβω, λιώνω κ. ή κάπ.: πτελέας αγρίας σπέρμα κόψας και συντρίψας μετά ελαίου, ποίει ως κολλούρια και χρῳ ανατρίβων την υπερώαν του ζώου Ιερακοσ. 42610· ο άρκος επιστραφείς και στόμα μέγα χάνας| όρμησε γαρ την κεφαλήν συντρίψαι του παιδίου Διγ. Z 1417· (σε μεταφ.): έστειλεν (ενν. ο Πατήρ) τον Υιόν Αυτού τον μονογενή και εσύντριψεν την κεφαλήν του διαβόλου Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 144· Εσύντριψε (ενν. η Παρθένος) με την ταπείνωσίν της την κεφαλήν του φιδιού, τουτέστι του υπερηφάνου διαβόλου Ροδινός (Βαλ.) 101· (σε παρομοίωση): να είδασιν τα ομμάτια μου το τις σε θέλει επάρειν (παραλ. 1 στ.), εάν ου τον εθανάτωνα ας με ελιθοβολούσαν·| ως μύρμηκα και κώνωπα ήθελα τον συντρίψει Αχιλλ. (Smith) N 1791. 2) α) Νικώ ολοσχερώς κάπ., κατατροπώνω: Από του ήλιου ανάτελμα έως ώρας ενάτης| επτά φοράς εσύντριψαν οι Ούγγροι τους Μουσουλμάνους Παρασπ., Βάρν. C 319· Γίνωσκε γουν, Αλέξανδρε, πάσης της γης τα πλάτη| και πάσα δύναμις ανδρών υφ’ ένα συνελθούσα| ούπω Περσών δυνήσεται συντρίψαι δυναστείαν Βίος Αλ. (Aerts) 1723· (σε παρομοίωση): εκ το πλήθος των Ρωμαίων όπου έδραμαν στους Φράγκους,| δεύτερον τους εκρότησαν κι οπίσω τους εστρέψαν (παραλ. 1 στ.) και ούτως τους εσύντριβαν ως φάλκονες κουρούνες Χρον. Μορ. P 5391· β) (γενικ.) εξουδετερώνω, καταστρέφω: εθυμώθη πολλά ο Θεός και είπε προς τον Μωυσήν· άφησέ με να τους συντρίψω και να τους αφανίσω από τον κόσμον. Ο δε Μωυσής ... τον μεν Θεόν δεν άφησε να συντρίψει τον λαόν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 51 δις· γ) (μεταφ. για συναισθήματα ή σκέψεις) καταπνίγω, εξαλείφω: Και πούρε μεν το πάθος μου με πάθος το συντρίβγω| και με το κλάμαν το πολλύν απού το κλάμα λείβγω Κυπρ. ερωτ. 13211· άλλο εβουλόντανε εκείνοι να κάμουν εναντίον των αρχόντων και άλλο τους εσυνέβη, και εσύντριψε (ενν. ο Θεός) τους άπρεπούς τους λογισμούς Σουμμ., Ρεμπελ. 185. 3) α) Καταβάλλω, εξαντλώ σωματικά: Πολλάκις υπό καμάτου πολλού συντριβείς (ενν. ο ιέραξ) ... εις το της απεψίας εμπίπτει πάθος Ιερακοσ. 45320· Ουδέν άλλο ... πιέζει και συντρίβει,| ειμή πόνος αφόρητος τα οστά μου απέσω Διγ. (Trapp) Gr. 3417· β) εξουθενώνω ψυχικά, καταρρακώνω: Οι πόνοι κατασφάττουσιν, συντρίβουν την καρδιάν μου,| ότι ο ημέτερος υιός χάνεται δι’ αγάπην,| διά πόθον της πανευγενούς καρδιοδιχοτομείται Φλώρ. 212. II. Μέσ. 1) (Αλληλοπ.) α) τρίβομαι πάνω σε κ.: τ’ άρματά του κτύπησαν, έμορφα κουδουνίσαν,| αλλήλως εσυντρίβονταν, γλυκόν κτύπον εποίκαν Θησ. Ζ́ [466]· β) (εδώ προκ. για δίδυμη κύηση, όπου τα παιδιά πιέζουν με δύναμη το ένα το άλλο, σαν να παλεύουν μέσα στην κοιλιά της μητέρας τους): εθελοποίθην αυτουνού ο Κύριος και εγγαστρώθην η Ριβκα η γεναίκα του. Κι εσυντριβγόντεσαν τα παιδιά μεσοθιό της και είπεν· αν έτσι, γιατί ετούτο; Κι εδιάβην να γυρέψει το Κύριο Πεντ. Γέν. XXV 22. 2) α) Κομματιάζομαι, θρυμματίζομαι: εν Βαβυλώνι δε Διός άγαλμα συνετρίβη Βίος Αλ. (Aerts) 6050· ήλθε το μιαρόν ποντίκιν| κι έφαγε το βάσταμά της| και συντρίβην η κανδήλα Χρησμ. VIII 6· (προκ. για κάταγμα): τον Ιωαννάκιον έκρουσα άνωθεν του αγκώνος| εν τῃ χειρί τῃ δεξιᾴ μετά μικράς ισχύος·| οστέα συνετρίβησαν, η χειρ όλη ηπλώθη Διγ. Z 3104· β) (προκ. για καράβι) τσακίζομαι, καταστρέφομαι: πληρώσας την θυσίαν| εις την Σπάρτην εδιέβην| μετά νήων γαρ τεσσάρων·| η δε μία συνετρίβη,| σύμβολον γαρ του κινδύνου| ήτον η τριφθείσα νήα Ερμον. Β 145· γ) (προκ. για άνθρωπο) σκοτώνομαι από πτώση, «τσακίζομαι»: Ένας δε από εκεινούς, οπού ανέβαζαν τους λίθους, από την αλαζονείαν του, βαστώντας τους λίθους εβλασφήμησεν και διά θαύμα ευθύς έπεσεν από άνω κάτω και συνετρίβη Hagia Sophia ω 51719· οι Τούρκοι τρέχοντες ... έπιπταν μέσα εις τους σκοτεινούς λάκκους, όπου ήσαν στημένα τα σουβλερά ξύλα, και ή εσυντρίβοντο ή εσουβλίζοντο, και ούτως εσκοτώνοντο πολλοί Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 414. 3) Θλίβομαι υπερβολικά, εξουθενώνομαι ψυχικά, καταρρακώνομαι: Εκείνη λέγει προς αυτόν: «από ’να λόγον μόνον| εσυνετρίβης την ψυχήν, εθλίβης την καρδίαν; ...» Καλλίμ. 1608· (σε παρομοίωση): Ημείς ... και εν άρμασι και εν ίπποις υπερέχομεν τους υπεναντίους και, μόνον ενωτισθέντες την ημετέραν άφιξιν, ο νους αυτών ως κάλαμος συντριβήσεται Δούκ. 2139· (σε προσωποπ.): Πάντες διασκορπίζονται εν μέσῳ του δρυμώνος (παραλ. 1 στ.), όταν θελήσει να εβγεί (ενν. ο αυθέντης μου) να πα να κυνηγήσει.| Και τα βουνά συντρίβονται, τα όρη συντρομάσσουν Συναξ. γαδ. (Moennig) 37. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) (Προκ. για μαγειρικά υλικά) ανακατεμένος, «χτυπημένος»: Το δε σφουγγάτον ηξεύρετε τι είναι: αυγά συντριμμένα και τηγανημένα με κρομμύδια και άλλα μυρωδικά Δαμασκ. Στουδ., Θησαυρ. 193. 2) (Προκ. για κτίσμα) ερειπωμένος, κατεστραμμένος: Όταν ως τόξου δε βολήν διέλθεις, κατοπτεύσεις| του Κλίμακος την φυλακήν ...| Συντετριμμένη και φθαρτή εκ της πολυκαιρίας| πέλει και ανεπίβατος Παϊσ., Ιστ. Σινά 1731. 3) (Προκ. για πρόσωπο) εξουθενωμένος, «τσακισμένος»: Tον καρπό της ηγής σου και όλο τον κόπο σου να φάει λαός ος δεν ήξερες, και να είσαι μόνε αδικημένος και συντριμμένος όλες τις ημέρες Πεντ. Δευτ. XXVIII 33· ηύρηκα πάλιν, ήξευρε, πιττάκιν άλλον ένα,| ονειδισμούς είχε γράμματα και συνεπόνεσά τον,| γράμματα μετά στεναγμούς, καρδία συντετριμμένη Λίβ. Esc. 1675.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Ιερακοσ. 47426· εργώ, Φαλιέρ., Ιστ.2 106 κριτ. υπ.· εριγώ, Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 451-2 χφ Ρ κριτ. υπ., Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 833, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 15419· ριώνω, Δεφ., Λόγ. 381· μτχ. παρκ. ριγασμένος, Δευτ. Παρουσ. 163, Βίος αγ. Ιωάνν. Ελεήμ. 266.