Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 6 εγγραφές  [0-6]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Βίος Ευθυμ. πατριάρχ.

  • αποστροφή
    η, Βίος Ευθυμ. πατριάρχ. 4121, Γλυκά, Στ. 527, Προδρ. I 34, Ασσίζ. 47724, Ιερακοσ. 350, Βίος οσ. Αθαν. 256, Λίβ. Sc. 903, 946, 971, Λίβ. Esc. 2026, 2047, Ψευδο-Σφρ. 20625, Αχέλ. 2409, Βοσκοπ. 324· απεστροφή, Λίβ. Esc. 1986.
    Το αρχ. ουσ. αποστροφή. Η λ. και σήμ. σε ιδιώμ. (ΙΛ), καθώς και από τη λόγια παράδοση. Βλ. και Dieterich, IF 24, 1902, 102.
    1) α) Κατεύθυνση, πορεία: να βάλει αυτήν την κακήν υπόθεσην εις καλήν ειρήνην και εις καλήν αποστροφήν και εις τον νόμον Ασσίζ. 47724· της μακροτάτης γαρ οδούς αποστροφήν επιάσα | και τώρ’ αυτείνην παντελώς για να την ξετελειώσω (έκδ. τετελειώσω· διορθώσ.) μηδέν γενεί πλέ’ άργητα Αχέλ. 2409 (βλ. και αλητύςβ) κατεύθυνση προς τον ενάρετο βίο· σωτηρία (ψυχική): ου θέλει (ενν. ο Κύριος) τον αμαρτωλόν θανάτω συσχεθήναι προς την αυτού μετάνοιαν και την αποστροφήν του Γλυκά, Στ. 527 (βλ. και ανασωσμός). 2) Επιστροφή (Η σημασ. μτγν., Bauer, Wört.)· (εδώ) μετάβαση: της αποστροφής εις την ανατολήν και πάλιν ελεύσεως αυτού Ψευδο-Σφρ. 20625 (βλ. και ανάκαμψις, αντιστροφή 2). 3) Καταφύγιο (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II 2· πβ. ΙΛ στη λ. 3γ· βλ. και Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912,310 και Αλεξίου Στ. [Βοσκοπ. σ. 35]): εγιάγειρα εις την αποστροφή μου Βοσκοπ. 324 (βλ. και ακουμπιστήρι Β, αποκούμπι α, απακούμπισμα, απαντοχή γ). 4) Αποφυγή (κάπ.)· απέχθεια, αντιπάθεια (προς κάπ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 6): ελεώ σε τόν ελύπησα με την αποστροφήν μου (κριτ. ύπ.· χφ σου) Λίβ. Esc. 2026· μίσος και αποστροφήν προς αυτόν επεδείκνυε Βίος οσ. Αθαν. 256 (βλ. και ανοστάδα). 5) α) Στροφή προς κάπ. για τιμωρία: της της ψυχής σου κηδόμενος σωτηρίας και την του Θεού προς σε δεδοικώς αποστροφήν, ου μην αλλά και την των ανθρώπων κατάγνωσιν Βίος Ευθυμ. πατριάρχ. 4121· β) έλεγχος, «κατσάδα»: φοβούμαι γαρ το στόμαν της, φοβούμαι την οργήν της, τας απειλάς της δέδοικα και την αποστροφήν της Προδρ. I 34.
       
  • αρέσκεια
    η, Βίος Ευθυμ. πατριάρχ. 1324, 555, 1396, Ελλην. νόμ. 55322, Αρμεν., Εξάβ. A΄ 91, 14 (σχόλ.), Λίβ. Sc. 1263, Λίβ. Esc. 2369, Λίβ. N 2098.
    Η λ. στον Αριστοτέλη και σήμ. (ΙΛ, λ. αρεσκειά).
    1) Κολακεία, φιλοφρόνηση (Πβ. L‑S στη λ. 1 και 3): Ας παραδράμω τα πολλά τα τότε λαληθέντα| εκάστου την απόκρισιν ως προς τον βασιλέαν· ενός εκάστου την βουλήν επαίνους και αρεσκείας· πράξεις και λόγους Λίβ. N 2098. Βλ. και απλαζίρι(ν). 2) α) Προτίμηση, έπιθυμία (Πβ. ΙΛ, λ. αρεσκειά 1): η δε ση βούλησις, μάλλον δε αρέσκεια και έφεσις Βίος Ευθυμ. πατριάρχ. 1324· εώ γάρ λέγειν αρεσκείας και θελήσεις σου Βίος Ευθυμ. πατριάρχ. 1396· βλ. και αρεσιά, αρέσκια· β) θέληση, συγκατάθεση: εάν μη γένεται η ορμασία εξ αρεσκείας αμφοτέρων Ελλην. νόμ. 55322· Αρμεν., Εξάβ. A΄ 91. Βλ. και θέλημα.
       
  • αρκώ,
    Βίος Ευθυμ. πατριάρχ. 157, Σπαν. A 34, 434, Σπαν. B 518, Σπαν. V 28, Κομν., Διδασκ. Δ 264, 401, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 36, 368, Μιχ. ιερομ. 18, Λόγ. παρηγ. L 693, Προδρ. I 65, 117, II Η 26η, Προδρ., Κατομυομ. 333, Μανασσ., Αρίστ. I γ΄ 44, Καλλίμ. 1386, 1654, 1836, Ιερακοσ. 3992, 48414, 4907, 4977, Κυνοσ. 59424, Ορνεοσ. αγρ. 5462, Διγ. Gr. ΙΙ 6, IV 491 (έκδ. ηρκέσθη· Τσοπ., Ελλην. 17,1962, 85, προτ. ηρέσθη ή ηράσθη· βλ. και Eideneier Ν., Ελλην. 23, 1970, 309), Διγ. Z 538, 2102, Χρον. Μορ. H 2582, 4116, Χρον. Μορ. P 4159, Εξήγ. πέτρ. 276, Διήγ. παιδ. 263, 357, 815, 981, Διήγ. Βελ. (Cant.) 68, Βίος οσ. Αθαν. 244, Λίβ. P 206, 1554, 1691, 2091, Λίβ. Esc. 450 (κριτ. υπ.), Λίβ. N 1566, 2100, 2706, Φυσιολ. B 1119, Βησσ., Επιστ. 3511, Δούκ. 18128, 1971, 3473, Ριμ. Βελ. 114, 672, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 659, Αιτωλ., Μύθ. 5715, 1072, Ιστ. πολιτ. 699, Διακρούσ. 1002.
    Το αρχ. αρκέω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Είμαι αρκετός, είμαι επαρκής, επαρκώ (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρκέω III 1 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): τα γονικά σου πράγματα και η οικοσκευή σου | αρκούν τας θυγατέρας σου να τας εξωπροικίσεις Προδρ. I 65· σώνει ο κόπος ο πολύς, αρκεί η παίδευσή σου Διακρούσ. 1002· βλ. και αποσώνω A3· β) (απρόσ.) είναι αρκετό, φτάνει (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρκέω III 5 και σήμ., ΙΛ, στη λ. 1): αρκεί· το λοιπόν βαίνε μη περαιτέρω· ήδη βλέπω γαρ άγγελον ταχυδρόμον Προδρ., Κατομυομ. 333· πάλε ουδέν σε άρκησε να έλθεις εις εμένα (παραλ. 1 στ.), αλλά ήλθες στον αφέντη μου … να επάρεις το βασίλειόν του Χρον. Μορ. H 4116. Βλ. και ακανητός Β απρόσ., αυταρκώ, σώνω. 2) (Μέσ.) μένω ικανοποιημένος, αρκούμαι (σε κ.) (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρκέω IV και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): το πλήθος ουκ ηρκήθηκεν εις την βουλήν εκείνη Ριμ. Βελ. 672· Ο μύθος λέγει: οι πτωχοί πρέπει τους να αρκούνται, | ότι οι άρχοντες πολλά τα κίνδυνα φοβούνται Αιτωλ., Μύθ. 5715· Επαίνει πάντα το καλόν, πλην μη αρκεσθείς εν τούτῳ Σπαν. (Λάμπρ.) Va 368· πυκνότερον διήρχοντο (ενν. συγγενείς βασιλέων) του οίκου μου πλησίον, | αλλ’ ουδενί το σύνολον ηρκέσθη ο πατήρ μου Διγ. Gr. IV 491.
       
  • ασηκρήτις
    ο, Μανασσ., Χρον. 4114 (άκλιτο), Βίος Ευθυμ. πατριάρχ. 8710.
    Το λατιν. a secretis. Η λ. ήδη τον 6. αι. (Sophocl.).Βλ. και Lampe, Lex., Καραγ., Βυζ. διπλ. 123, 125, 129, Κουκ., ΒΒΠ Ϛ΄ 45, καθώς και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 620.
    Ιδιαίτερος γραμματέας του αυτοκράτορα (Βλ. Καραγ., Καραγ., Βυζ. διπλ. 123, 125, 129): ανάκτων υπογραμματεύς, ον φασιν ασηκρήτις Μανασσ., Χρον. 4114.
       
  • αυτοκατάκριτος,
    επίθ., Βίος Ευθυμ. πατριάρχ. 8316, Έγγρ. του 1600 (ΕΜΑ 12, 1962 <1965> 12242, 132).
    Το μτγν. επίθ. αυτοκατάκριτος.
    Αξιοκατάκριτος (Η σημασ. μτγν., L‑S): οι ιερομόναχοι και ημέτεροι υιοί, ούς οι κακόφρονες και αδόκιμοι και κεκαυτηριασμένοι την συνείδησιν, διό αυτοκατάκριτοι, συκοφαντούσι Έγγρ. του 1600 (ΕΜΑ 12, 1962 <1965> 12242, 132).
       
  • ξύλο(ν)
    το, Σπαν. A 244, Σπαν. P 131, Προδρ. (Eideneier) I 254, IV 112, Καλλίμ. 119, Ασσίζ. 4631, 2451, 4963, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 2933 (Δωδώνη 8,1979, 379), Χρον. Μορ. H 1694, 2036, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 6, Περί ξεν. A 464, Απολλών. (Wagn.) 526, Λίβ. P 646, Αχιλλ. N 377, Χρον. Τόκκων 1476, Φαλιέρ., Ιστ.2 201, Μαχ. 6211, 1066, 11035, 15010, Θησ. (Foll.) I 13, 53, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 253, Βουστρ. 423, 456, Γαδ. διήγ. 18, Byz. Kleinchron. Ά́ 2232, Συναξ. γυν. 909, Κορων., Μπούας 36, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 241v, 253v, Θρ. Θεοτ. 94, Πεντ. Δευτ. XIX 5, XXVIII 64, Τριβ., Ταγιαπ. 59, Βυζ. Ιλιάδ. 27, Πορτολ. A 18714, Αχέλ. 2368, Αιτωλ., Μύθ. 113 Παϊσ., Ιστ. Σινά 1333, Πανώρ. Γ́ 195, Έ́ 101, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 129, Έ́ 90, Ιστ. Βλαχ. 2653, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 61, 708, Έ́ 1527, Στάθ. (Martini) Ά́ 255, Γ́ 327, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 259, Γ́ 382, Διήγ. ωραιότ. 800, Ροδινός (Βαλ.) 89, Λεηλ. Παροικ. 582, Τζάνε, Κρ. πόλ. 14725, 36115, 5756, κ.π.α.
    Το αρχ. ουσ. ξύλον. Η λ. ξύλο και σήμ.
    1) α) Η σκληρή ουσία από την οποία αποτελείται ο κορμός και τα κλαδιά των δέντρων: ξύλα (έκδ. ξυλά) εδρινά Πεντ. Έξ. XXV 10· β) ξύλο χλωρό (εδώ σε μεταφ.): Εδά ’ν’ το ξύλο δροσερό και σάζεις το, α θελήσεις·| σαν ξεραθεί, δεν ημπορείς παρά να το τσακίσεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 279· γ) κομμένο ξύλο κατάλληλο για την κατασκευή αντικειμένων ή κτηρίων: Διήγ. Αγ. Σοφ. 15131· θα χαθούν οι τέχνες σας που κάνετε με ξύλα Τζάνε, Κρ. πόλ. 55226· να δουλέψεις εκεί είδωλα άλλα, ξύλο και πέτρα Πεντ. Δευτ. XXVIII 36· (εδώ προκ. για πολύτιμο ξύλο): Αι θύραι πάλιν του λουτρού σύγκραμα μέγα, ξένον·| ξύλον υγρόν εκ της Ινδών και της Αράβων χώρας Καλλίμ. 334· δ) κομμάτι ξύλου χρήσιμο για καύση, καυσόξυλο: Ιστ. Βλαχ. 2803, Τζάνε, Κρ. πόλ. 40223, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1855· (εδώ σε ιδιάζ. χρ.): βλέπω υμάς την αγίαν Κυριακήν έχοντας μεγάλους περισπασμούς και δουλείας αναγκαίας, εις ξύλα, εις μύλους και άλλα πολλά έργα Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι IX 5· (εδώ σε μεταφ.): Νένα, λογιάζω να θαρρείς πως με το θέλημά μου| βάνω τα ξύλα στη φωτιά και καίγω την καρδιά μου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 196· α λάχει ξύλον ή κλαδί, όντεν αναστενάζω,| βγαίνει έτοια φλόγα και καημός που καίγω τα, λογιάζω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 345. 2) (Ειδικότερα) κομμάτι, βέργα από κορμό ή κλαδί δέντρου ή φυτού: Φυσιολ. (Offerm.) G 3812· εισέ ψηλό ερμοχάρακον τα ξύλα αυτά (ενν. τον πεύκο, τον κέδρο και το κυπαρίσσι) φυτεύουν Χούμνου, Κοσμογ. 1174· λέγει του μετ’ εντολής στον ποταμό Ιορδάνη| να πα να φέρνει το νερόν, στα ξύλα να το βάνει Χούμνου, Κοσμογ. 1178· (σε μεταφ.): η τύχη θέλησε ξύλα ξερά ν’ ανθίσου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 275. 3) Ξυλεία: ειδέ ξύλα μέλλεις εισαγάγειν, οφείλεις αντί φϟδ́ μοδίων εισαγάγειν πήσας νθ́c΄΄ Metrol.2 1311. 4) (Μεταφ. και σε μεταφ., για κ. που αποκτα ξυλώδη υφή, που γίνεται σκληρό και. άκαμπτο): επέσαν οι ολπίδες μου σαν του δέντρου τα φύλλα,| όντε τα ψύγουν οι χιονιές και κάνουσί τα ξύλα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 118· (εδώ προκ. για προσ.): Σηκώσετε με, δούλες μου, βάλτε με στο κρεβάτι,| ότ’ από την πικρίαν μου είμαι ξύλον κομμάτι Αιτωλ., Βοηβ. 283· Ο κρουσμένος, όταν κοιμάται,| ως το ξύλον δεν γροικάται Συναξ. γυν. 760. 5) Ραβδί· μπαστούνι: Τζάνε, Κρ. πόλ. 22528, Ιστ. Βλαχ. 831, Ζήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν.2 145. 6) α) Δοκός: Χωνιάτη, Παράφρ. III 77· β) σανίδα: ξύλα να μαζώνουσι ʼπού τες σπασμένες βάρκες Τζάνε, Κρ. πόλ. 32812. 7) (Συνεκδ. ) ξυλοκόπημα, ξυλοδαρμός: επαίδευσέ σας ... διά δαρμού και ξύλου Σπαν. B 429 8) (Συνεκδ., ως μέσο βασανιστηρίου ή θανάτωσης) α) αγχόνη, κρεμάλα: <να> έχουσιν τας χείρας του (ενν. του κακούργου) εξάγκωνα δεμένας| και να τον υπαγαίνουσιν εις το της φούρκας ξυλον Ντελλαπ., Ερωτήμ. 3088· β) σταυρός: να κρεμάσει (ενν. ο Φαρώ) εσέν ιπί ξύλο να φάει το πουλί το κρέας σου Πεντ. Γέν. XL 19. 9) (Συνεκδ. προκ. για τον Τίμιο Σταυρό): τον Σωτήρα βλέπουσα (ενν. η Θεοτόκος) κρεμάμενον εν ξύλῳ Θρ. Θεοτ.Ασπάζομαί σε, ω σταυρέ, πεποθημένον ξύλον Θρ. Θεοτ. 91· εκφρ. (1) ζωοποιόν ξύλον = ο Τίμιος Σταυρός: ένας παπάς Λατίνος ... τη νύκταν έκλεψεν τον ζωοποιόν ξύλον Μαχ. 629· (2) τίμιον ξύλον = μικρό κομμάτι του Τίμιου Σταυρού: το τίμιον και άγιον ξύλον του Τιμίου Σταυρού Σεβήρ., Διαθ. 191. Διά των τιμίων ξύλων και αγίων λειψάνων Κώδιξ Βιβλιοθήκης μονής Πάτμου 512. 10) α) (Συνεκδ.) δέντρο: Φυσιολ. 3456, Καλλίμ. 97· (εδώ προκ. για την κληματαριά): Πωρικ. V 85· β) ο καρπός του δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού: ως έκαμε η Εύα με τον Αδάμ και έφαγε το ξύλον της παραδείσου εναντίον της θελήσεως του Θεού Σουμμ., Ρεμπελ. 167· διά να φάγει (ενν. ο Αδάμ) από το ξύλον, εβγήκεν από τον παράδεισον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 94v. 11) (Συνεκδ.) α) πλοίο: εις ολίγες ημέρες ήρτεν ένα ξύλον από την Συρίαν πραματευτάρικον Βουστρ. 441· τότε το ξύλον έπεσεν στ’ αριστερόν το πλάγι| κι εποίκεν κτύπον φοβερόν και, ως έδειξεν ερράγην Απόκοπ.2 357· β) (γενικά) πλεούμενο: διά τούτο έκαυσα τα ξύλα και τα πλοία Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 286· αρματώσας ο βασιλεύς κάτεργα δύο και ξύλα μικρά ικανά Πανάρ. 712. 12) (Συνεκδ.) σήμαντρο: ο δε παρευθύ κελεύει το ξύλον κρουσθήναι και της ενάτης τελεσθείσης συνεπάδεσθαι και το λυχνικόν Βίος Ευθυμ. πατριάρχ. 5735. 13) (Συνεκδ.) ξύλινο μουσικό όργανο: άλλος να παίζει τεχνικά καλάμιν απέ πόθου| και το καθέναν των ηχών του καθενός του ξύλου| ήκουες πώς εφώναζαν εκ την φοράν (έκδ. φθοράν· διορθώσ.) του ανέμου Λίβ. Esc. 933. 14) Ξύλινο κοντάρι: κινούντες αυτό (ενν. χελώνην μετά του κριού) μετά ξύλων και ετέρων μηχανημάτων επί τα τείχη του κάστρου προσήγγισαν Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 325. 15) (Προκ. για τόξο): έπαρ’ την παίδα σήμερον, ξύλον καταραμένον,| κι ως για να μην μπορείς ποτέ σαΐτα πλιο να σέρνεις (παραλ. 1 στ.), να που σε κόφτω Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1450]. 16) Ξύλινη πολεμική μηχανή: πλοιάρια συζεύξας (ενν. ο βασιλεύς) και επάνω τούτων τα πετρο<βόλα στήσας> ξύλα έρριπτε τα των κάστρων τείχη Χωνιάτη, Παράφρ. I 48. 17) Μονάδα μέτρησης μήκους: Μέτρων είδη εστίν τάδε: δάκτυλος, παλαιστής, λιχνάς, σπιθαμή, πους, πυγών, πήχυς, βήμα, ξύλον Metrol.2 4322· τῳ δε ξύλῳ καταμετρείται τα ναύβια, το μεν βασιλικόν εστί πηχών γ́ Metrol.2 4311. 18) (Μεταφ., προκ. για χαρακτηρισμό προσ.) α) που μένει εμβρόντητος, αποσβολωμένος: Ασάλευτη εστοχάζετο, με δίχως να μιλήσει| κι οπού την ήθελεν ιδεί δεν ήθελε γνωρίσει| γή άνθρωπος είν’ γή ζγουραφιά γή ξύλο είναι γή λίθος Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 965· β) που είναι σκληρός, ασυγκίνητος: Είτις ποτέ ουκ έκλαυσεν δάκρυα από καρδίας,| αν ήτον λιθοκάρδιος ή φύσιν είχε ξύλον, ... Αχιλλ. N 1591. Εκφρ. το ξύλον της ζωής = η Θεοτόκος: χαίρε, ζωής το ξυλον Εις Θεοτ. 100. Φρ. 1) Μένω, απομένω ή γίνομαι (ω)σάν ξύλο = «μαρμαρώνω», μένω άναυδος (από θαυμασμό, πίκρα ή φόβο): στο νου τα παινεμένα τση κάλλη να ζγουραφίζω| κι όλος εμεταστάθηκα κι επάμεινα σαν ξύλο Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 220· ωσάν ιδει τον άντρα της, πλήσκει και βαλαντώνει (έκδ. καλοντώνει· διορθώσ.)| κι εισμιόν ταχύ μετανογά, ωσάν το ξύλο μένει (έκδ. ωσάν τ’ οξύ λιμόνι· διορθώσ., βλ. ά. λιμάνι) Περί γέρ. 70· Οι κληρικοί εδύνονταν στα μάτια να με ιδούσι| οπ’ όλοι εκινδύνενε σαν ξύλα να γενούσιν; Αιτωλ., Βοηβ. 190. 2) Στέκω ως ξύλον ή κείτομαι ωσάν ξύλον = μένω ακίνητος: στρέφομαι προς τον Λίβιστρον, βλέπω τον στέκει ως ξύλον (παραλ. 1 στ.)· είχεν μεγάλην ταραχήν και φόβον η ψυχή του Λίβ. N 2674· ωσάν το ξυλ’ αν κείτεσαι, ωσάν ασκί αν γένεις,| εδώ ποτέ από ημάς τινάν μην αναμένεις Αιτωλ., Μύθ. 2717.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης