Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Βίος Αλ.2

  • ξεσπαθώνω,
    Χούμνου, Κοσμογ. 689, Αλεξ. 1346, 1400, Σταυριν. 983, Ζήν. Γ́ μετά στ. 94, μετά στ. 96· εξεσπαθώνω, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 127, Φλώρ. 1391 κριτ. υπ., Λίβ. P 2695, Αλεξ. 373, Σταυριν. 1083, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 677· ηξεσπαθώνω, Βίος Αλ.2 126.
    Από το ξε‑, το ουσ. σπαθί και την κατάλ. ‑ώνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    Ά́ Αμτβ. 1) α) Σύρω, τραβώ το σπαθί μου έξω από το θηκάρι (έτοιμος να επιτεθώ): σα δράκος ξεσπαθώνει· και σμίγουν τα γδυμνά σπαθιά, σηκώνουν τα σκουτάρια Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1052· οι νέοι ξεσπάθωσαν και πόλεμον εποίκαν Βεντράμ., Φιλ. 283· με χολή ξεσπάθωσε, όλος εξαγριωμένος Θησ. Έ́ [644Τότες ξεσπαθώνει και του δίνει μια και πέφτει χάμαι Ζήν. Ά́ μετά στ. 178· β) (τιμητικά σε συνοδεία νεκρού): Ο Αλέξανδρος, ως είδεν ότι απέθανεν ο Δάρειος, ητοίμασεν να τον θάψει και όρισε τους μεγιστάνους του και τους άρχοντας με όλον το φουσσάτον να πηγαίνουν όλοι ξεσπαθωμένοι εμπροστά Βίος Αλ.2 110. 2) (Συνεκδ.) μονομαχώ: Χαρίδημος γυρεύει θέλημα του βασιλέως για να ξεσπαθώσει με το Σπιθόλιοντα Ευρετ. Ερωτοκρ. 773155. 3) Στασιάζω: βασιλεύ Αλέξανδρε, τα φουσσάτα σου στέκουν έξω αρματωμένοι ... και δεν ησυχάζουν, αλλά θέλουν να ηξεσπαθώσουν και κανείς να μην απομείνει ζωντανός Βίος Αλ.2 126. Β́ (Μτβ. με σύστ. αντικ.) σύρω, τραβώ (το σπαθί) έξω από το θηκάρι: κατέβα και ξεσπάθωσε μια νύκτα το σπαθί σου| και σφάξε και ʼξολόθρεφε τα σπίτια τα δικά σου Τζάνε, Κρ. πόλ. 22021· είχαμεν όλοι τα σπαθιά έξω ξεσπαθωμένα Τζάνε, Κρ. πόλ. 20411.
       
  • περιλαμβάνω,
    Καλλίμ. 1443, 1731, Ασσίζ. 598, 15715, 16026, 20026, 2633, 2918, 3054, 32719, 38620, 40730, 42114, Διγ. (Trapp) Gr. 581, 2999, Διγ. Z 1211, 3595, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 287, 533, 1783, Βέλθ. 73, 862, 1311, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 323, 10846, Ερμον. Γ́ 150, Βίος Αλ.2 115, Φλώρ. 269, 1811, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 300, Ερωτοπ. 400, Λίβ. P 2405, Λίβ. Sc. 1093, 2551, Λίβ. Esc. 2171, 3716, Λίβ. N 1101, Αχιλλ. (Smith) N 170, 1158, Αχιλλ. (Smith) O 105, Ιμπ. 882, Χρον. Τόκκων 527, Μαχ. 1031, 5620, 1602021, 20610, 22616, 33820, 37032, 3729, 47432, 59621, 6066, Θησ. ΙΒ́ [697], Χούμνου, Κοσμογ. 1169, Βουστρ. (Κεχ.) 1941213, 19834, Απόκοπ. (Παναγ.) 172, Ιμπ. (Legr.) 1036, Χρον. σουλτ. 7016, 921112, 11323, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17514, κ.π.α.· περιλαμπαίνω, Σπαν. (Ζώρ.) V 372, 609· περιλαμπάνω, Βέλθ. 1014, Φλώρ. 1670, Σαχλ. N 245, 265, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 397, Σαχλ., Αφήγ. 620, Ερωτοπ. 352, 547, Λίβ. Esc. 4106, 4183, Λίβ. N 1911, 3163, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2050, Αχιλλ. L 173, 927, 1204, Αχιλλ. (Smith) O 616, 664, 703 (περιλαπάνω χφ και έκδ.· διόρθ. Κριαρ., Αθ. 50, 1940, 193, 195), Τζαμπλάκ. (Λαμπ.) 46, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 316, 389, Φαλιέρ., Ιστ.2 519, Χούμνου, Κοσμογ. 1449, Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1656], Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1055, 1379, Δ́ 1510, Έ 1186, 1384, 1455, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 456, κ.α.· αόρ. επεριλαμπάθηκα, Αχιλλ. (Smith) O 529 (επεριλαπάθηκαν χφ και έκδ.· για τη διόρθ. βλ. Κριαρ., Αθ. 50, 1940, 192)· περιλαμπάσσω, Ερωτοπ. 134, 364· πιριλαμπάνω, Σαχλ., Αφήγ. 786· αόρ. επερλάμπασα, Πεντ. Γέν. XXIX 13, ΧΧΧΙΙΙ 4· υποτ. περιλαμπαστώ, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 1125· περιλάμπω, Ch. pop. 491· προστ. περιλάμπασε, Ch. pop. 838.
    Το αρχ. περιλαμβάνω. Ο τ. περιλαμπάνω και σήμ. ιδιωμ. (Pern., Ét. linguist. III 502). Για τον αόρ. επερλάμπασα πβ. Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 501. Τ. περιλαβαίνω σε έγγρ. του 18. αι. (ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 380, Μπόμπου-Σταμάτη, Πρακτ. Ε′ Παν. Σ, 472) (πβ. και μτχ. περιλαβασμένος σε έγγρ. του 17. αι., Δικαιοπρ. έγγρ. (Σερ.) 135) και σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων., Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν.), όπως και τ. περιλαβαίννω και περιλαμπάζω (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Καταλόγ., Λαογρ. 24, 1966, 33) και πιριλαβαίνου (Τάσιος, Γλωσσ. Πολυγ., Χαντζιάρας, Θεσσαλ. γλωσσάρ., κ.α.). Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) Περικλείω· (συμ)περιλαμβάνω (εδώ με τη δοτ. τῳ λόγῳ· η σημασ. και χρ. ήδη αρχ.): Γλυκά, Στ. 460. 2) Κλείνω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω: Βέλθ. 47· Κρατεί, περιλαμπάνει με, μυριοκαταφιλεί με Λίβ. N 2739· Οι νες, οπού εχηρέψασιν, αλλών χείλη φιλούσιν| άλλους περιλαμπάνουσιν κι εσάς καταλαλούσιν Απόκοπ.2 172· Περιλαμπάνει και φιλεί και δεν τονε χορταίνει| τον φίλο του τον ακριβό και δάκρυα τονε ραίνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 1455. 3) Σφίγγω κάπ. στην αγκαλιά μου, τον πιάνω, συμπλέκομαι μαζί του, παλεύω: έρχεται ένας άγγελος και περιλαμπάνει τον και παλαίει με τον Ιακώβ και ο Ιακώβ με τον άγγελον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 144v· (εδώ προκ. για ζώο κατά τη διάρκεια κυνηγιού): Ο ... Ακρίτης εγληγόρευσεν και περιλαμβάνει την (ενν. την θηλείαν άρκον) και έσφιξέν την εις το στήθος του και εβγήκαν τα έντερά της έξω Διγ. Άνδρ. 34422. 4) (Βλ. και παραλαμβάνω (Ι) Ά1)   α1) παίρνω, κάνω κ. δικό μου: εάν επερίλαβεν (ενν. ο ιατρός) τίποτες απέ τον απεθαμένον πρέπει να στραφούν εις τους συγγενείς του τεθνεώτος απέ τα αγαθά του ιατρού Ασσίζ. 17922· α2) (με αντικ. αφηρημένο ουσιαστικό) παίρνω, δέχομαι: Εκείνος οπού πολομά κακόν άλλου, εκείνος θέλει το περιλάβειν μοναχός του και δεν να το δει αππόθεν του έρχεται Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 119· Ποίσε τιμήν άλλου, ότι η τιμή ένι εκείνου απού την πολομά και όχι εκείνου απού την περιλαμβάνει Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 139· Οποιός (ενν. ο Θεός) σκορπίζοντα, διαμοιράζοντα και διδόντα τες χάριτές του περίτου χαίρεται και αγάλλεται παρά εκείνον οπού τες περιλαμβάνει διά μεγαλότατήν του σωτηρίαν Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 446· β) παίρνω πίσω κ.: εκείνος οπού δανείζει το εδικόν του ουδέν ένι παντός κρατούμενος με δίκαιον, αν ουδέν θέλει να περιλάβει έτερον πράγμα παρά εκείνον τοιούτον ως γιον εδάνεισεν Ασσίζ. 30018· γ) γίνομαι νόμιμος κύριος περιουσιακών στοιχείων (μέσω κληρονομίας, δωρεάς, προίκας, κ.τ.ό.): ημπορούν να το περιλάβουν (ενν. το πράγμα) οι κληρονόμοι του τεθνεώτος Ασσίζ. 1236· Περί την δωράν τήν διδοί είς άνθρωπος ετέρου ανθρώπου, να το περιλάβει διά λόγου του και διατί του χρεωστεί Ασσίζ. 188· αν δε γράψει μόνον ότι υπεδέξατο προίκα και ουδέν επερίλαβεν, ουδέ απαιτείται προίκαν ως μη δεξάμενος Ασσίζ. 5287· δ) δέχομαι, παραλαμβάνω αλληλογραφία (συνήθ. με τα ουσ. γραφή/‑ές, χαρτίν/‑ία): διά τούτον μηνούμεν σου, όσον περιλάβεις την γραφήν μας, ... να εβγείς νά ’ρτεις ίτσου Μαχ. 37214· όσον επεριλάβαν οι αφέντες οι Kυπριώτες τα χαρτία, εμήνυσέν τους να ποίσουν εκείνον τό ποίκασιν Βουστρ. (Κεχ.) 18216. Φρ. περιλαμβάνω όρκον = ορκίζομαι: μετά ταύτα ένι κίτες, εφειδήν εκείνος επερίλαβεν τον όρκον εξαυτόν του εις την αυλήν Ασσίζ. 46914· περιλαμβάνω την βασιλείαν/της βασιλείας = καταλαμβάνω την εξουσία: οι άθεοι Τούρκοι επερίλαβαν την βασιλείαν από τας χείρας των Ρωμαίων Προσκυν. Κουτλ. 390 12726· Διήγησις βασιλέων των Ισμαηλιτών· εις πόσα έτη επεράσαν και επερίλαβαν βασιλείας της οικουμένης όλης Μικρ. χρον. Yale 69r· περιλαμβάνω την εξουσίαν κάπ. = γίνομαι κύριος κάπ.: Ο δε Ζηνάς, ως εξαίφνης επερίλαβε την εξουσίαν του Αισώπου, εχάρη κατaπολλά Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 436. 5) α) Παραλαμβάνω κάπ. (από κάποιο σημείο): το κάτεργο έστεκε εκεί αντίκρυτα του μοναστηρίου διά ναν τα περιλάβει (ενν. τα παιδία)  Σουμμ., Ρεμπελ. 179· β) υποδέχομαι, δεξιώνομαι: ο ρήγας θέλει σας περιλάβειν με μεγάλην χαράν, και θέλει σας μερετιάσειν πασανού κατά τό πρέπει Μαχ. 4565· ο Μπαγιαζίτης έστειλε ένα φλαμπουριάρη με πολλούς Τούρκους και επερίλαβε την αφεντία της Χρον. σουλτ. 326. 6) Δέχομαι, υφίσταμαι (τιμωρία, αδικία, κ.τ.ό.): Απ’ εκείνον ζήτα να ’χαμεν άγιταν, απέ τον ποιον ο άνθρωπος ένι άξιος να περιλάβει πέναν. Εγδέχου να περιλάβεις απού άλλον εκείνον τό να ποίσεις εσού άλλου Ξόμπλιν φ. 127v δις· Ειπέ, αδελφέ, το δίκαιόν σου, τίποτε μη φοβάσαι| να περιλάβεις άδικον εσύ ποτέ απ’ εμέναν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1023· φρ. περιλαμβάνω κρίμα = παίρνω το φταίξιμο, καθίσταμαι υπεύθυνος: αν πέσω ν’ αποθάνω,| επερίλαβες το κρίμα Ch. pop. 167. 7) Κυριεύω, καταλαμβάνω: να είπει ...| ... πώς την επερίλαβαν οι ασεβείς την Πόλιν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 169· με τούτες τις δύναμες και βοήθεια επερίλαβε ο Μουσάς τις χώρες και τόπους της Ρούμελης Χρον. σουλτ. 4321· Ωσάν εδιάβ’ Αλέξανδρος στην χώρα Βακτηρίνη,| αυτήν την επερίλαβε μ’ αγάπη και με ’ρήνη Αλεξ. 1084· (εδώ μεταφ. προκ. για συναίσθημα): σκύψε και καταφίλησε τα μάτια μου, αυθέντη,| τά επερίλαβεν ο ερωτικός σου πόθος Αχιλλ. L 1269· επερίλαβεν άπαντας φόβος και τρόμος εις τόσον μέγα κακόν, οπού εγένηκε εις μίαν ώρα Διήγ. πανωφ. 60· ως ήκουσε ταύτα ο αυθέντης του, επερίλαβέν τον θυμός πολύς Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Δ́ 9520. 8) Αναλαμβάνω θέση ή αξίωμα: Αυτή (ενν. η Ιππόλυτα), καλά κι αν ήτονε γυναίκα από φύσης| (παραλ. 1 στ.)| την αυθεντιά επερίλαβε με άνδρειαν καρδίαν,| κι ολότελα έβγαλε απ’ αυτήν το δείλος το γυναίκειον Θησ. (Foll.) I 10· Τώρα με λείπει να σε ειπώ ως διά το αναβασίδι,| τό επιάσα, τό επερίλαβα, τό εκράτουν ως και τώρα,| είχα το εις ανακουφισμόν και εις παραδιαβασμόν μου Ντελλαπ., Ερωτήμ. 529. 9) α) Αποδίδω σε κάπ. αξίωμα, ιδιότητα, αποδέχομαι κάπ. σε μία θέση: α θελήσουν οι Γενουβίσοι να τον αφήσουν μοναχόν, τότες να τον περιλάβομεν δι’ αφέντην μας Μαχ. 59610· β) (απο)δέχομαι κάπ. ως μοναχό/ή: Εάν γένηται ότι είς άνθρωπος λάβει παρθένον δυναστικού τρόπου ... εντέχεται να την ποίσει μοναχήν, και πάντα όσα ζητήσει η μονή διά να την περιλάβει και να την εντύσουν, πάντα όλα εντέχεται να τα πλερώσει Ασσίζ. 9712. 10) α) Αποδέχομαι κάπ. ως νόμιμο μάρτυρα ενώπιον του δικαστηρίου: Εάν γένηται ότι οκάτις άνθρωπος του κανόνος, λεγόμενος εντερελετζιούν, έλθῃ εις την αυλήν και θέλει να φέρει μαρτυρίαν, ουδέν ημπορεί να το ποίσει, ουδέ η αυλή εντέχεται να του γροικήσει, ουδέ να τους περιλάβει καταπρόσωπα παντός ανθρώπου κοσμικού, ουδέ ιερέαν, ουδέ αναγνώστην ομοίως Ασσίζ. 1084· Εάν γίνεται ότι είς άνθρωπος θέλει να σύρει μαρτυρίαν διά ένα άλλον άνθρωπον, και έχει μέρος εις το αυτόν έγκλημαν οπού θέλει να σύρει την μαρτυρίαν, ού σύρνει μαρτυρίαν άπιστη ..., το δίκαιον ορίζει ότι οι κριτάδες ουδέν πρέπει να τους περιλάβουν διά μάρτυρας τοιούτους λας, με το κείμενον Ασσίζ. 3517· β) αποδέχομαι έγγραφο ως νόμιμη μαρτυρία: Εάν γίνεται ότι κανείς άνθρωπος, ού καμμία γυναίκα φέρνει εις την αυλή κανένα γράψιμον εις μαρτυρίαν, οι κριτάδες, ουδέ η αυλή εντέχουνται να το περιλάβουν, ουδέ να του ακούσου, ουδέ να του πιστεύσου, κατά το δίκαιον, εάν ουκ έστι προβελίτζιν εσφραγισμένον Ασσίζ. 35328. Β́ (Αμτβ.) αγκαλιάζομαι: όλες της ακλουθήσασιν και αλλήλως εμιλούσαν| σφικτά πιριλαμπάνασιν και τότες εφιλούσαν,| από την τόσην των χαράν όλες των εγελούσαν Σαχλ., Αφήγ. 786· κρατούν, περιλαμβάνουσι, σφικτά συμπεριπλέκουν,| καταφιλούν ενήδονα, και το φιλίν εκείνο| Έρωτος ήτον ηδονή και πράγμαν Αφροδίτης Λίβ. Sc. 2685. IΙ. Μέσ. Ά (Μτβ.) αγκαλιάζω: Γιε μου, ας σε περιλαμπαστώ κι ας σε γλυκοφιλήσω,| τ’ Αφέντη οπού σ’ εγλύτωσε ας πα να φκαριστήσω Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 1125. Β́ (Αμτβ.) αγκαλιάζομαι: Σφικτά επεριλαμπάθηκαν, γλυκέα καταφιλούνται Αχιλλ. (Smith) O 529· Ένας τον άλλον να θωρεί, κλαίσι και συγχωρούνται| περιλαμπάνουνται γλυκία, και σπλαγχνικά φιλούνται Ριμ. Απολλων. (Βεν.) 298. — Βλ. και περιλαμπώνω.
       
  • πρωτοκαβαλάρης
    ο, Διήγ. Αλ. V 39, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 14810, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 12115, 19323· πληθ. πρωτοκαβαλαραίοι, Βίος Αλ.2 104, 115,126, Διήγ. Αλ. V 23, 31, 37, 39, Διήγ. Αλ. G 26916, 28324, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 226, 2812, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 927, 28218‑9, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 235, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 9512, 1217, 12, 2616, 29320, Διήγ. Αλ. Yal. 220.
    Από το ά συνθ. πρωτο‑ και το ουσ. καβαλάρης.
    α) Αξιωματικός επικεφαλής έφιππης στρατιωτικής δύναμης: εζύγωσαν οι πρωτοκαβαλαραίοι της Ρώμης και επροσκύνησαν τον Αλέξανδρον Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1855· β) αρχηγός του ιππικού: Ο Ηράκλειος ο βασιλεύς και πρωτοκαβαλάρης Διήγ. Αλ. E (Konst.) 2912.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης