Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 119 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Βίος Αισώπ. (Eideneier)

  • ράμμα
    το, Ιερακοσ. 45924, 48326, 28, Ιατροσ. κώδ. χκγ́, Gesprächb. 5414, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 14214, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 28110, Ζήνου, Βατραχ. 310, Λεξ. Μακεδ. 152, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΓ́ [337], Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1015, Hagia Sophia ω 51423, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 187, Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 24213· ράμμαν, Ασσίζ. 49212, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 97· γεν. εν. ραμμάτου, Ασσίζ. 24112, 49212.
    Το αρχ. ουσ. ράμμα. Ο τ. ράμμαν και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. ράμμα(ν), Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. ράμμα(ν), Φαρμακ., Γλωσσάρ. 213). Λ. ράμματον στο Meursius εσφαλμ. Η λ. και σήμ.
    1) Ραφή: Έσω ήτον (ενν. το ρούχον), ήξευρε, με γούναν ενδυμένον,| οίαν ο κόσμος πούπετε ουκ είδε να φορέσει·| όλη μία ευρίσκετον δίχως ράμμα ή κομμάτι Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 5725. 2) Νήμα, κλωστή: Εάν έμαθον την ραπτικήν εντέχνως επιστήμην| μετά βελόνης ταρτερού και ράμματος σταμένου| και ψαλιδόπουλον καλόν, να ήμουν οικοδεσπότης Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 159· ράψον την πληγήν ράμματι λινῴ μετά βελόνης Ιερακοσ. 4856‑7· Βράσε ένα δεμάτι φασκομηλέαν και δύο διπλά όργον άψητον, οπού κάμνουν τες κλωστές, ήγουν ράμματα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 267· έκφρ. ράμμα δαμασκηνό = κλωστή κατασκευασμένη στη Δαμασκό: Το δικαίωμαν του ραμμάτου του δαμασκηνού λεγόμενον φίλι τουμάς, δικαίωμαν σωστόν Ασσίζ. 49212‑13. Φρ. κρέμομαι εις ένα ράμμα = διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω (πβ. κρεμώ Φρ. 2): Ο Κανταρκούσης είπεν· «Ετούτος ο αποκρισάρης ατός του έναι ο Αλέξανδρος ...». Ο Τάρειος ... είπεν· «Αν έναι ευτός ο λόγος αληθινός, εγώ την σήμερον ημέραν εγίνηκα ολονού του κόσμου αυθέντης ... Αμή ουδέν πιστεύω τους λόγους σου, ολονού του κόσμου το κεφάλιν να κρεμασθεί εις ένα ράμμα» Διήγ. Αλ. F (Lolos) 28011.
       
  • ρευματώδης,
    επίθ.
    Η λ. στον Ιπποκράτη και σήμ. με διαφορ. σημασ. (Μπαμπιν., Λεξ.).
    Που έχει δυνατά θαλάσσια ρεύματα: Σύρτη δε είναι και αυτή εις τα μέρη της Βαρβαρίας, και είναι τόπος ρευματώδης, οπού κατασύρνει τους πλέοντας και χάνουνται Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 2444.
       
  • ρήτωρ
    ο, Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 273-11 χφ P κριτ. υπ., Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 1007, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 68· ρήτορας, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 890, 1443, Απόκοπ.2 470· ρήτωρ ‑ορας, Προδρ., Στ. δεητ. 47, Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 20, 24, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 13, Δεφ., Σωσ. 37, Μαλαξός, Νομοκ. 517, Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 1849, Ροδολ. (Αποσκ.) Αφ. τίτλ.
    Το αρχ. ουσ. ρήτωρ. Ο τ. ρήτορας στο Βλάχ. και σήμ.
    1) Αυτός που μιλά μπροστά σε ακροατήριο αναπτύσσοντας τα επιχειρήματά του για ένα θέμα, δημόσιος ομιλητής: Ερμον. Β 104, Βίος Αλ. 2558. 2) Δάσκαλος της ρητορικής: Οι παιδευταί, ήγουν των μαθημάτων διδάσκαλοι, των ελευθέρων τεχνών ..., ωσάν ιατροί, γραμματικοί, γεωμέτραι, ρήτορες, δι’ εκείνα που σπουδάζουσι και μανθάνουσι τους νέους, λαμβάνουσι το ανήκον και πρέπον Zygomalas, Synopsis 266 Π 42. 3) Εκκλησιαστικό αξίωμα: Αι ενέργειαι των οφφικίων: ... κζ́ ο ρήτωρ, εις το ερμηνεύειν τας γραφάς Μαλαξός, Νομοκ. 519· (τίτλ.) μέγας ρήτωρ = ανώτερη βαθμίδα του αξιώματος του ρήτορα: ο σοφότατος και θεολογικότατος κύρης Μανουήλ, ο μέγας ρήτωρ της μεγάλης εκκλησίας, ο Πελοποννησιακός Ιστ. πατρ. 14112. 4) Δικηγόρος, συνήγορος: Πρέπει τους δικολόγους που λέγουν τας υποθέσεις, τους ρήτορας ή αβουκάτους λεγομένους, με ευχαριστίαν να δέχονται ... την πληρωμήν εκείνην που τους δίδουν διά τον κόπον τους Zygomalas, Synopsis 165 Δ 10. Η λ. ως κύρ. όν.: Ιατροσ. κώδ. ροθ́.
       
  • ριζικόν
    το, Σπαν. A 577, Σπαν. (Ζώρ.) V 344, 348, Διδ. Σολ. Ρ 52, Ασσίζ. 501, 14610, κ.α., Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 597, Χρον. Μορ. H 6648, Χρον. Μορ. P 4904, 5098, 6648, Φλώρ. 217, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1217, Αχιλλ. L 8, Ιμπ. 63, 366, 769 κριτ. υπ., Χρον. Τόκκων 437, 519, 600, κ.α., Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 23 κριτ. υπ., Lettres 1453 15, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 46, 84, 87, Μαχ. 2626, 62232, Θησ. Γ́ [682], Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 483, Βουστρ. (Κεχ.) 11415, 30010, Διήγ. Αλ. V 27, 42, 84, Κακοπ. 71, Βυζ. Ιλιάδ. 531, 632, Μαλαξός, Νομοκ. 417, 447, Αχέλ. 861, 1831, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 618, 3111, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2818-9, Πηγά, Χρυσοπ. 318 (2) (τετράκις), Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 8336, Κυπρ. ερωτ. 91, 7818, 9729, κ.α., Πιστ. βοσκ. IV 4, 57, IV 5, 96, Ιστ. Βλαχ. 1226, Διγ. Άνδρ. 32322, 36624, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 715, 1538, Β́ 2091, 2243, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 859, Νομοκ. 38624, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [394], [427], [892], κ.α., Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 134, Μπερτόλδος 54, 62 δις, Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 20915, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2973, 8107· εριζικό, Χρον. Μορ. P 2482· εριζικό(ν), Χρον. Μορ. P 5627· εριζικόν, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 4899, 11181, 11605, Χρον. Μορ. H 1373, 1601, 2482, 5098, 7946, Χρον. Μορ. P 167, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 309, 697, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 10514, 1075, 1257, 28716‑17· ριζικό, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 2740, Χρον. Μορ. P 280, 1373, Φαλιέρ., Ιστ.2 137, 152, 299, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 224, Θησ. Γ́ [636], Έ [111], Ί [803], Ch. pop. 557, Κάτης (Τικτοπούλου) 106, Αλεξ.2 269, 2356, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 650, 1301, Βεντράμ., Φιλ. 17, 278, Διήγ. Αλ. G 28530, 34, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 190v, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 523, 809, 1929, Πανώρ.2 Ά 27, 190, 269, Β́ 63, 244, Γ́ 118, κ.α., Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 48, 105, 447, 565, κ.α., Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 91, Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 86, 105, Δ́ 53, 156, Πιστ. βοσκ. I 2, 72, Ι 2, 371, Ι 4, 15, Βοσκοπ.2 270, 308, 456, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 211, 592, 1320, 1877, κ.α., Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 97, Στάθ. (Martini) Ά 236, Β́ 280, κ.α., Ροδολ. (Αποσκ.) Στ. Φιορέντζα Ά 4, Ά 108, 363, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 31, Ά 154, 258, κ.α., Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 99, 173, 208, κ.α., Λεηλ. Παροικ. 5, 601, Διγ. O 1624, 2242, 2872, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22226, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1794· ριζικό(ν), Χρον. Μορ. P 5525, Φαλιέρ., Ιστ.2 245, Θησ. Θ́ [745], Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3532, 4121, Πηγά, Χρυσοπ. 318 (2) δις, (4), Πανώρ.2 Έ 122, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 115, Πιστ. βοσκ. IV 5, 93, Κανον. διατ. Α 227, 1085, Β 505-6, 739, Παλαμήδ., Βοηβ. 627, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1829. ρίζικον·
    Το ουδ. του μτγν. επιθ. ριζικός ως ουσ. (Ανδρ., Λεξ., Κουκ., ΒΒΠ Ε’ Παράρτ. 44-45, Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 176, Χατζιδ., ΛΑ 6, 1923, 486-87)· κατά Κοραή, Άτ. 2, 138, Meyer, NS 4, 76-77, Τριαντ., Άπ. 1, 397-8, 439 από ιταλ. risico (<υστλατ. risicum <ουδ. του μτγν. επιθ. ριζικός)· για διαφορ. ετυμ. από το αραβ. rizq βλ. Kahane, Sprache 378, 452-453, Kahane, Ill. Class. St. 3, 1978, 216, 218, 6, 1981, 399· συνοπτική έκθεση των διαφορ. ετυμολ. βλ. Kahane, Graeca et Romanica I 483-491. Για το προθετ. ε στους τ. εριζικό, εριζικόν βλ. Τριαντ., Άπ. 1, 344 και Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 684-685]. Ο τ. ριζικό στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ρίζικον (<ιταλ. risico, Kahane, Graeca et Romanica I 489) στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS 4, 76)· πβ. τ. ρίζικο (Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Α΄ 359 σημ. 11, Meyer, NS 76) και επίθ. ρίζικος (Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ.) σήμ. ιδιωμ.· τ. ρίζιγο (<ιταλ. risico, Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 176, Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 685] ή <βενετ. risego, Kahane, Graeca et Romanica I 281) σε έγγρ. του 17. αι. (Κουρσάρ. 811), του 18. αι. (Σφυρόερας, ΕΕΚυκλ.Μ 5, 1966, 643, 645, Γκίνης, ΕΕΒΣ 39/40, 1972/73, 230, Κολιός, Θησαυρ. 18, 1981, 330) και σήμ. ιδιωμ. Τ. ρέζεγο στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS 76-77), όπως και τ. ρέζιγο και ρίζεγο (<βενετ. risego, Kahane, Graeca et Romanica I 489· πβ. και γενουατ. rezego, Meyer, NS 77). Τ. ριτσικόν σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS 76). Η λ. στον Ευστάθιο, στο Βλάχ., σε κείμ. του 18. αι. (Φυλλ. Αλ. 88, 89, 136) και σήμ. ιδιωμ. (Λουκά, Γλωσσάρ., Παπαδ. Α., Λεξ., λ. ριζικός, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. ριζικό(ν)).
    1) α) Μοίρα, τύχη, πεπρωμένο: εκάλεσεν ο βασιλεύς όλους τους μάγους, αστρονόμους και αστρολόγους και φιλοσόφους ... και ... λέγει τους: ... θέλω να στέκεστεν εδώ έως να γεννηθεί το παιδίον, να μου ειπείτε το ριζικόν του Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 7523· Τον άνθρωπον λέγεις, πως δεν έχει αυτεξούσιον; Ασεβίζεις! Οι ασεβείς λέγουσιν πως είναι ... το ριζικόν, την μοίραν, οπού μου εκάμασι θεάν Πηγά, Χρυσοπ. 318 (2)· εκείνοι οπού ... τύχην, τουτέστιν ριζικόν, λέγουν ότι έχει ο άνθρωπος, ... να κανονίζονται χρόνους πέντε Μαλαξός, Νομοκ. 418· (συχν. με τα επίθ. καλό, πικρό, κακό, άτυχο, άπονο κλπ.): θωρούμεν ότι ριζικόν καλόν και τύχην έχεις Συναξ. γαδ. (Moennig) 69· Ο Τάρειος πολλά αρίθμητα φουσσάτα ήφερεν απάνω μας· αμή το φουσσάτον το πολύν ουδέν νικάει, αμή το καλόν εριζικόν νικάει Διήγ. Αλ. E (Lolos) 24925· Δεν έχω παραπόνεσην απού σέναν| αμμέ ’πού το πικρόν το ριζικόν μου Κυπρ. ερωτ. 212· τούτον τον πόνον μ’ έδωκεν … το ριζικόν μου το κακό Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 380· τ’ άτυχό μας ριζικό Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ´ 290· τ’ άπονον ριζικό μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [339]· (σε αναδίπλωση με τη λ. μοίρα, τύχη κλπ.· βλ. όμως και A. F. van Gemert [Mαρίνος Φαλιέρος, Iστορία και Όνειρο, σ. 24-25]): Ως δε είναι τα εριζικά κι η τύχη των ανθρώπων,| άλλα σκοπούσιν να γενούν και άλλα τους ευρίσκουν Χρον. Μορ. P 5627· κι αγανακτά την μοίραν του, και κλαι το ριζικόν του Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 182· εβάραινε στο ριζικό και στην πρικιά της μοίρα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ´ 734· τούτον τον πόνον μού ’φερεν η τύχη μου η καμμένη,| το ριζικόν μου το κακόν ετούτο μου προξένει Σαχλ., Αφήγ. 605· Λοιπόν την τύχην μέφου αυτήν, ψέγε το ριζικόν σου Ντελλαπ., Ερωτήμ. 81· Το ριζικό κι η μοίρα σας πάντα ας παιδογγονούσι Στάθ. (Martini) Γ́ 521· προκ. για τον τροχό της τύχης (για μεταβολή, αλλαγή μιας κατάστασης, βλ. και έκφρ. 4): Λίγος καιρός απέρασε, άρχισε να γυρίζει| ξανέστροφα το ριζικόν κι η τύχη ν’ αφανίζει Βεντράμ., Φιλ. 254· εγύρισεν το ριζικό κι η τύχης με τα πάθη Βεντράμ., Φιλ. 314· Εγύρισεν το ριζικόν του αφεντός του δούκα| να ανέβη εις το πλεότερον, την αφεντίαν να επάρει Χρον. Τόκκων 2017· σε μεταφ.: φυσούσι και τα ριζικά σαν κάνου κι οι γιανέμοι Στάθ. (Martini) Ά 64· με εγέλασεν το εριζικόν μου και εφάνη μου ώσπερ της όχεντρας το φαρμάκιν! Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2599· μεστό το ’πωρικό του ριζικού σου Πιστ. βοσκ. I 2, 132· σε προσωποπ.: Το ριζικό ’μαι, ως βλέπετε Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β´ 25· Τα ονόματά μου είνιαι πολλά: Τύχη πολλοί με κράζου| κι άλλοι πάλι Ριζικό και Μοίρα μ’ ονομάζου Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 18· εφάνη μου στον ύπνο μου κι ήλθε το Ριζικό μου Φαλιέρ., Ιστ.2Με τι ρούχα περβατεί ενδυμένον τούτο το καλόν ριζικόν, διά να ημπορέσω εγώ να το γνωρίσω ...; Μπερτολδίνος 101· σε αποστροφή: Ω μαυρισμένο ριζικό, ω τύχη θαμπωμένη Λίμπον. 405· Ωφού, πρικύ μου ριζικό κι αντίδική μου μοίρα,| πόσα γοργό μ’ εκάμετε νύφη γιαμιά και χήρα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 485· Ω ουρανέ, ω ριζικόν, εις ποίον μπορώ να ’λπίσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1179]· Καταραμένο ριζικό! Στάθ. (Martini) Ά 83· σε (γαμήλιες) ευχές: ας είναι καλοπόδαρο πολλά το ριζικό σας Φορτουν. (Vinc.) E´ 351· Το ριζικό κι η μοίρα σας στη δόξα να ριζώνου,| βλαστούς να ρίκτου της τιμής, στον κόσμο να ξαπλώνου (παραλ. 2 στ.) Το ριζικό κι η μοίρα σας να αθιού μαργαριτάρια (παραλ. 11 στ.). Το ριζικό κι η μοίρα σας να τρέχουσι μοσκάτα,| και πάντα νά ’ναι τα βουτσά, να πίνομε, γεμάτα Στάθ. (Martini) Γ́ 509, 513, 525· σε παροιμ. φρ. (βλ. και Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. Παροιμ. σ. 774-782]): όποιος σε φτωχότητα αναθραφεί, ... (παραλ. 1 στ.) ... κι αν τρώγει κι αν κοιμάται,| του ριζικού την όργητα ποτέ δεν τη φοβάται Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 620· οι φρόνιμοι πολλές φορές τα δύσκολα νικούσι·| κι οπού κατέχει και γροικά, εις έτοια πάθη α λάχει,| αντριεύγει και κερδαίνει τη του ριζικού τη μάχη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 692· Ω ριζικό ακατάστατο, αναπαημό δεν έχεις,| μα επά κι εκεί σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις.| Όντε στα ύψη μας πετάς, τα χαμηλά γυρεύγεις,| κι όντε μας δείχνεις το γλυκύ, τότε μας φαρμακεύγεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 717· δεν είν’ στον Άδη ριζικά, δεν είν’ στον άδη μοίρες,| δεν είν’ στον Άδη κέρδητα, και σώνει σ’ ό,τι πήρες Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 1033· β) καλή, ευνοϊκή τύχη: Ο Φλώριος είχεν ριζικόν και ήτον επιδέξιος Φλώρ. 668· ουδέν έχουν ριζικόν να έχουν καλόν αφέντη Χρον. Μορ. P 7946· ει μεν τους έλθει το ριζικόν τον πόλεμον κερδίσουν,| ελπίζουν να ενεμείνουσιν της Ρωμανίας αφέντες Χρον. Μορ. H 3692· τον Θεόν πρέπει να ευχαριστάς ομοίως και το ριζικόν σου Χρον. Μορ. H 280· (εδώ σε αναδίπλωση): Εβασίλευσεν αυτός εις ευτυχίαν και ριζικόν των Ρωμαίων Hist. imp.γ) κακή, δυσμενής τύχη, ατυχία: ως είδεν (ενν. ο μισίρ Ντζεφρές) γαρ το εριζικόν, τον θάνατον του κόντου,|ανέλαβεν την υπόθεσιν το του πασσάτζου εκείνου Χρον. Μορ. H 167. 2) (Προκ. για ανύπαντρη κοπέλα) γάμος, τυχερό: την ομορφιά της καταλεί και φθείρετ’ η καημένη (ενν. η κοπελιά)·| κι εις τέτοιον τρόπον το λοιπόν χάνοντας τον καιρόν της,| ομάδι με την νιότη της χάνει το ριζικόν της Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1080]· ΣΤΑΘΗΣ: Θα ξετελειώσω την παντρειά τση Φέντρας μου, να ζήσω,| ΑΛΕΞΑΝΤΡΑ: (παραλ. 2 στ.) Σήμερο εθώρουν απατά, να ζήσω, τ’ όνειρό ντης,| μόνο γιατ’ είναι ογλήγορα, θαρρώ, το ριζικό ντης Στάθ. (Martini) Ά 236. 3) Ρίσκο, κίνδυνος: της μάχης τα εριζικά κοινά είναι εις τους πάντας Χρον. Μορ. H 5525· ου ξεύρεις εις εριζικόν κοίτεται η στρατεία;| κι όποιος εξεύρει μηχανίαν και πράττει με πονηρίαν| τους αντρειωμένους καταλυεί κι επαίρνει την αντρείαν τους Χρον. Μορ. H 4904· και όταν ήλθε ο Δαβίδ ομπρός εις τον Σαούλ και ηβλέπει τον έτσι νέον έμορφον, ... τον εψυχοπονέθη και δεν ηθέλησε να τον βάλει εις το ριζικόν, να μην τον σκοτώσει ο Γολιάθ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 190r· Και τότες λέγει ο Ιούλιος: Αδελφοί και φίλοι, ει τις θέλει να πάγει, ας υπάγει εις καλήν ώραν, και είτις θέλει να μείνει, ας μείνει ... Και πολλοί απ’ αυτούς εμίσεψαν, αμή οι περισσότεροι έμειναν μετ’ αυτόν εις το ριζικόν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 222v. 4) Μερίδιο, μερτικό: χρυσάφιον … και σπίτια θαυμαστά … έλαχαν εις το ριζικόν της πολυαγαπημένης μου θυγατρός, και τα άλλα πάλιν κρύβω τα διά τα άλλα μου παιδία Διγ. Άνδρ. 36018· να υπάμεν την νύκτα να τον πλακώσομεν εύκολα και εξαφνικά. ... Και η κόρη εκείνη η ωραία να είναι εις το ριζικόν σου, σένα, Ιωαννίκιε, να την έχεις διά το γήρας σου Διγ. Άνδρ. 38429. Η γεν. του ριζικού ως επίρρ. (τροπ.) = στην τύχη (για τη σημασ. βλ. Αλεξίου [Ερωτόκρ. σ. 431], Ξανθουδίδης, [Ερωτόκρ. σ. 683], Kahane, Ill. Class. St. 3, 1978, 216-17): Παν τα μαντάτα εδώ κι εκεί, παντόθες το μαθαίνου,| πολλοί κινούν του ριζικού κι εις τα φουσσάτα πηαίνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 872. Εκφρ. 1) (Συν. με προηγ. αν γένηται/γίνεται/λάχει) από/απού (αφορμάς του) (ε)ριζικού, από/απού κανέναν ριζικόν, διά κανενός ριζικού, εις/με κανέναν ριζικόν = (αν) κατά τύχη (συμβεί) (βλ. και από I 17 φρ.): Εάν γίνεται από ριζικού ότι έναν μου αμάλωτον ένι αστενής απού κοιλιακόν ... Ασσίζ. 43412· Εάν γένηται απού ριζικού ότι είς κλέπτης εμπαίνει εις κανέναν σπίτι ... Ασσίζ. 1905· ... ειδέ απού αφορμάς του ριζικού, ουδέν ένι εκείνος κρατούμενος ... Ασσίζ. 2948‑9· αν λάχει από του εριζικού τον πρίγκιπα να πιάσεις,| κι αφόν τον πιάνεις, έχε τον, κερδαίνεις και τον τόπον Χρον. Μορ. H 4969· Εάν γένηται από κανέναν ριζικόν ότι ... Ασσίζ. 1824· Εάν γένηται από κανέναν κακόν ριζικόν ... Ασσίζ. 16218· αν γίνεται απού κανένα κακόν ριζικόν, ότι ο υιός ού η κόρη βάλλει χείραν επί τον πατέρα του ... Ασσίζ. 43812· Εάν γένηται ότι απού κανέναν ριζικόν ... Ασσίζ. 10721· Εάν γίνεται διά κανενός ριζικού ότι οκάτινες άνθρωποι, ού οκάτινες γυναίκες, παίρνει ού κλέπτει τας όρνιθάς μου ... Ασσίζ. 45023· Εάν γένηται εις κανέναν ριζικόν ότι ... Ασσίζ. 1775· Εάν γένηται με κανέναν ριζικόν ... Ασσίζ. 14031. 2) Διά του ριζικού μου, του κλπ., διά/με το ριζικόν/ρίζικόν μου, του κλπ. = για/κατά καλή/κακή μου, του κλπ. τύχη (βλ. και σημασ. 1β, 1γ): εάν εκείνος ο βαπτισμένος, ή βαπτισμένη είχαν κάμειν αφού ελευθερώθησαν, χωρίς πράγμα του κυρίου τους, αμμέ παρά του νου τους, και διά του ριζικού της ... ορίζει το δίκαιον ότι όλον να ένι των τέκνων του εκείνον το είχεν, με δίκαιον Ασσίζ. 14511· διά τα γραψίματα, απού έπεψα, ετραβενίασεν το σκάνταλον, διά το ρίζικόν μου. Έχετε ολλίγην απομονήν! Βουστρ. (Κεχ.) Β 3019‑10· ο είς έχει πλείον παρά τον άλλον απέ τό έκαμεν, ... ή εδόθην του, ή εύρεν τα με το ριζικόν του Ασσίζ. 1694. 3) Εις εριζικόν = στην τύχη: Μετά μεγάλης των χολής, μετά πολλής πικρίας| υπάγουσι εις εριζικόν όπου και ως τους ρίψει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 13056. 4) Κύκλος του ριζικού, βλ. κύκλος 5 έκφρ. Φρ. Σύρε εις το (ε)ριζικό(ν) (το δικό) μου/πάγω στο ριζικό σου (προκ. για εκτέλεση διαταγής, βούλησης ανωτέρου): σύρε, όπου εύρεις τον υιόν του Φιλίππου τον Αλέξανδρον, και να μου τον φέρετε εις την βασιλείαν μου ... Και σύρε εις το ριζικό το δικό μου και ο Θεός της Περσίας μετά σου Διήγ. Αλ. G 2698‑9· σύρε εις το εριζικόν μου και ο θεός της Περσίας να ένι βοηθός σου Διήγ. Αλ. E (Lolos) 24320· Με δύναμιν του Ιησού Χριστού πάγω στο ριζικό σου,| αυθέντα μου εκλαμπρότατε, ο δούλος ο δικός σoυ Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2115.
       
  • ρογχάζω·
    ροχάζω.
    Το μτγν. ρογχάζω (Preisigke-Kiessling Suppl. 1). Ο τ. ροχάζω σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Andr., Lex., στη λ., Παπαδ. Α., Λεξ.) και στο ΑΛΝΕ (λογοτ.). Πβ. λ. ρεγχάζω σήμ. λόγ. (Μπαμπιν., Λεξ.). Τ. ρουχάζου (Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., Δουγά-Παπαδ.-Τζιτζιλής, Γλωσσ. ιδίωμ. ορ. Πιερίας) και ρουχάζω (Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ., Παπαθαν., Γλωσσ. ρουμελ.) σήμ. ιδιωμ. Η λ. στον Ησύχ. και σε κείμ. του 15. αι. (TLG)· βλ. και LBG.
    Ροχαλίζω: Ο δε Ξάνθος τους λέγει: ‑Άραγε εκοιμάσθε ή έξυπνοι το είδατε; Οι δε σχολαστικοί είπαν: ‑Εάν δεν εροχάζαμεν, φανερά το εβλέπαμε Βίος Αισώπ. (Eideneier) Κ 1853 κριτ. υπ.
       
  • ροχαλίζω,
    Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 232, Gesprächb. 2722, Κακοπ. 51, Γιατροσ. Ιβ. 78 δις, Βίος Αισώπ. (Eideneier) Κ 1853· ρουχαλίζω, Βίος Αισώπ. (Eideneier) I 26937.
    Από το ρογχαλίζω (απ. σε Γλωσσάρ. (L‑S) και σε σχόλ. (TLG)). Ο τ. ρουχαλίζω στο Βλάχ. και σήμ. (Κριαρ., Λεξ.). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (λογχαρίζω (Χατζ., Λεξ.), ροχανίζω (Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., στη λ.), ρουχχανίζω (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου), ροχχαλίντζω (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου), ροχχαλλdίζω (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.) κ.ά.). Η λ. σε σχόλ. (TLG), στο Βλάχ. (λ. ρουχαλίζω) και σήμ.
    Αναπνέω με θόρυβο καθώς κοιμάμαι, ροχαλίζω: Υπάγω εις το στρώμα του (ενν. του ανθρώπου) εκεί όπου κοιμάται·| δαγκάνω τον στο δάκτυλο και δεν ανανοάται·| δαγκάνω και την φθέρνα του, τίποτες δεν το χρήζει,| αμή κοιμάται νόστιμα τόσ’ ότι ροχαλίζει Ζήνου, Βατραχ. 84.
       
  • ρυπώ,
    Διήγ. σεβαστ. Θωμά 261, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2893, 3055, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 448, Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 245.
    Το αρχ. ρυπόω - ρυπάω. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., στη λ.).
    (Μτβ.) βρομίζω, λερώνω: Αλλ’ ύπαγε εις την τέντα μου και φέρε μου ν’ αλλάξω| και τά φορώ τα ερύπησα εις το αίμα των ανθρώπων Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1195· (μεταφ.): ως διά να σώσω την ψυχήν, οπού τοσούτους χρόνους| εμόλυνα, ερύπωσα με τρόπους αμετρήτους Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2305. Οι μτχ. ενεστ. και παρκ. ως επίθ. = α) βρώμικος, ακάθαρτος: Ο δε Έρμιππος υπήγεν κατά της ώρας και ήφερε τον Αίσωπον και τον επαρέστησεν έμπροσθεν του βασιλέως ρερυπωμένον και μουχλιασμένον από την αναλλαξίαν Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 1944· β) (μεταφ., προκ. για την ψυχή) αμαρτωλός: θωρών (ενν. ανδρόφονος κακούργος) τας χείρας εαυτού φονίους ῃμαγμένας,| το συνειδός ελέγχει τον, καν θέλει καν ου θέλει,| λοιπόν αναμιμνήσκεται και τόπου και προσώπου.| Ούτως εννόησον και συ περί ψυχής ρυπώσης Ντελλαπ., Ερωτήμ. 3094· Τότε η ψυχή εθυμώθηκεν προς το κορμίν και λέγει: (παραλ. 18 στ.) ώστε οπού να είμαι μετά σεν εγώ συνδεδεμένη,| ρερυπωμένη και σαπρά πάντοτε θέλω υπάρχειν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 211. — Βλ. και ρυπαίνω.
       
  • σακί
    το, Ιων. III 6, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 474, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 189v, Πεντ. Γέν. XXXVII 34, Μπερτόλδος 60, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ί 13, Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 2142· σάκι, Πεντ. Γέν. XLII 25, 35, Λευιτ. XI 32·  σακί(ν), Αχέλ. 435, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1963, 25112, 28115, 3863, 42712, 48310, κ.α.· σακίν, Σπανός (Eideneier) Α 457, Β 141, Χούμνου, Κοσμογ. 1818, 1873, 1876, Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 345· σακκί(ν), Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 1015· σακκίν, Ασσίζ. 23830, 48914· σακί(ο)ν, Διήγ. Αλ. V 40, 41 τρις, Sprachlehre 88, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1539, 17, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1528, 15, 17, Μπερτολδίνος 113, 114· σάκιον, Μπερτόλδος 36· σακίον, Μπερτόλδος 56 δις, 57, 60 δις· σακκί(ο)ν, Μαχ. 59420·  πληθ. σάκα, Πεντ. Γέν. XLII 35· σακά, Ιων. III 8.
    Από το αρχ. ουσ. σακκίον. Ο τ. σάκι στο Du Cange (λ. σακή, γρ. -κκ-). Ο τ. σακίν τον 7. αι. (TLG, γρ. -κκ-), στο Du Cange (λ. σακή) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. σάκκος, γρ. -κκ-)· βλ. και LBG (λ. σακκίν). Ο τ. σακκίν και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 774, Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου). Ο τ. σακίον (αρχ. -κκ-) στο Du Cange. Η λ. στο Meursius (λ. σακή) και σήμ.
    1) α) Θήκη για τη φύλαξη ή μεταφορά αντικειμένων, σακί, τσουβάλι: Κάποιοι άρχοντες επήγασι στα σπίτια τως κι εκλαίγα,| πως έχου να μισέψουσι των γυναικών τως λέγα,| να μπάσουνε εις τα σακιά τα ρούχα τωνε πάλι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1935· επτά σακκιά γεμάτα βουλλωμένα με μολύβιν τα έκρυψαν (ενν. οι δουλευτάδες) εις κάποιον καλαμιώνα Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 1011· (εδώ σε σχ. αδύνατον): Δίδομεν δε και έτερα ουκ ολίγα, ήγουν ... σακίν τζυκάλια, βρακίν πεύκινον, κάλτσας ιδρέινας Σπανός (Eideneier) D 1711· β) (ειδικ.) σακούλι για τη φύλαξη χρημάτων, πουγγί: Πολλοί άπλωσαν τα χέρια τους και εδέχθησαν χαρίσματα άδικα, όθεν συνέβη και έχασαν την δόξαν και την τιμήν όπου είχασι πρότερον· ωσάν ο Γύλιππος, ο στρατηγός των Λακεδαιμονίων, είχε λύσει τα σακία των σταμένων, και επήρεν όσα του εφάνη, και διά τούτο εξορίσθη της πατρίδος Σοφιαν., Παιδαγ. 115. 2) (Συνεκδ.) το περιεχόμενο ενός σακιού, η αντίστοιχη χωρητικότητα: Σύρε, παιδί μου, εις τα φουσσάτα και ιδές τι κάμουν οι αδελφοί σου ... και έπαρέ τους πέντε δέκα κομμάτια τυρί και ένα σακί ψωμί και μίαν βαρέλα κρασί Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 189v· ... να τους πέψουν έως δέκα σακία αλεύρι και δέκα βουτσία κρασίον Μπερτολδίνος 168. 3) Τραχύ ένδυμα το οποίο φορούσαν οι Ιουδαίοι ως σύμβολο πένθους, μετάνοιας: Κι επίστεψαν άντρες Νινβε έν θεόν κι εδιαλάλησαν νηστεία κι εφόρεσαν σακί από μέγα αυτών και ως μικρόν αυτών Ιων. III 5· και εξέσκισεν ο Ιαακοβ τα ρούχα του και έβαλεν σακί εις τ’ απάκα του, και εθλίβην ιπί τον υιό του μέρες πολλές Πεντ. Γέν. XXXVII 34. Φρ. Μπαίνω μέσα στο σακί = βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, διακινδυνεύω (για τη σημασ. βλ. Παναγιωτάκης [Φαλλίδ. σ. 274], Κουκ., ΒΒΠ Έ Παράρτ. 90· πβ. νεοελλ. φρ. δε βάζω το κεφάλι μου στο σακί (Κριαρ., Λεξ.)): Τις μου το ’θελε ειπεί| να ’μπω μέσα στο σακί,| γιατί εγύρισε ο τροχός,| κι εφαλίρισα ο φτωχός Φαλλίδ. (Παναγ.) 203.
       
  • σακούλιον
    το, Ορνεοσ. 58226, 27, Λεξ. IV 445· σακούλι, Σαχλ. N 396, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 360, Πηγά, Χρυσοπ. 65, 161, Κατζ. Δ́ 136, Φαλλίδ. (Παναγ.) 68, 321, Στάθ. (Martini) Γ́ 355, Διαθ. 17. αι. 3294, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 339, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ί 10, Λουκ. ί 4, Ιω. ιγ́ 29· σακούλιν, Ορνεοσ. αγρ. 55714, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 333 κριτ. υπ., Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 259, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 942, Απόκοπ. Επίλ. I 538, Ροδινός (Βαλ.) 131· σακούλι(ο)(ν), Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.), 267 κριτ. υπ.), Βίος Αισώπ. (Eideneier) É 28923.
    Από το ουσ. σάκος και την κατάλ. –ούλιον (ΛΚΝ, λ. σακούλι). Ο τ. σακούλι στο Βλάχ. (σακκούλι) και σήμ. Ο τ. σακούλιν στο Du Cange (λ. σάκουλον) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., σακκούλιν). Τ. σακκούλλιν (Λουκά, Γλωσσάρ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου), σακκούλdι(ν) (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.) σήμ. ιδιωμ. Η λ. το 10.-11. αι. (TLG, σακκούλιον), στο Meursius (λ. σάκκουλον) και σε σχόλ· βλ. και LBG.
    1) α) Μικρό σακί, σακούλι: Παραλαβών ουν αυτόν (ενν. τον Στρατήγιον) ο ευνούχος ο Βασίλειος απέρχονται εις την τέντα του Ααρών κοιμωμένων απάντων και λαβών σακούλιν γεμάτον τα χαρτία απελθών δίδωσι ταύτα τῳ βασιλεί Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 315· ωσάν γιατρός, ως διά να τον γιατρέψει (ενν. η Μέδεα τον Γιασό) (παραλ. 1 στ.) ... πιάνει οκ το σακούλι της, ’κ την πόλβερην εβγάνει| και δίδει του διά να το φα, λέγει του θέλει γιάνει Δεφ., Λόγ. 605· εάν θέλεις να το κάμεις (ενν. το κρασί) να ευωδιάζει ως το μόσχον, μάζωξε άνθος πολύ από τα αγριοστάφυλα, ..., και φύλαξέ το εις ένα σακούλι και βάλε τα άνθη εκείνα μέσα εις το βουτσί Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 165· (σε μεταφ., ειρων.): Χαρά εις την χήναν την καλήν, την χήναν την μουσούναν,| οπού φορεί την τσαπερούν την ανασκομπωμένην,| και οπίσω προς τον κώλον της σακούλιν να βαστάζει Πουλολ. (Τσαβαρή)2 104· β) (συνεκδ.) το περιεχόμενο ενός σακουλιού, η αντίστοιχη χωρητικότητα: Τις καβαλάρης έτυχεν στην θαυμαστήν στρατείαν| ο Βονινσένιας κι έδιδεν μεγάλην τιμωρίαν| εις τους εχθρούς τους άπιστους, κι εκείνοι από την λύσσαν| ένα σακούλι μπόλπερη στο φως του τ’ απολύσαν Αχέλ. 2099. 2) α) (Ειδικ.) σακούλι για τη φύλαξη χρημάτων, πουγγί (βλ. ά. σημασ. 1β· για το πράγμα βλ. Κουκ., ΕΕΚΣ 3, 1940, 45, ΒΒΠ Β2 54): Οπόταν θέλ’ ειπείν τινάς άνθρωπος προκομμένος, (παραλ. 3 στ.) εις τα πτωχά και ορφανά, τάχα να πει να δώσουν (παραλ. 1 στ.), ευθύς ακούς και κλαίουσιν, άνδρες τε και γυναίκες,| οι πλούσιοι και οι πτωχοί και λέγουν, ουδέν έχουν.| Εις καπηλεία με χαράν λύουσιν το σακούλιν,| εις εκκλησίαν δυνατά δένουν το και φυλάσσουν Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 78· ου καταδέχομαι να λάβω το φλουρίν σου·| στρέψε το στο σακούλιν σου Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 748· Ανίσως κι εκουδούνιζε στο σπίτι μου αποκάτω| μιαν ώρα το σακούλι του με κίτρινα γεμάτο,| δεις ήθελες πως τ’ άνοιγα Κατζ. Ά 196· (μεταφ.): αυτήν την Πάτραν την πτωχήν είχες παρηγοριάν σου (ενν. συ, ω Κόρινθος),| πουγγίν σου και σακούλιν σου εις όλες τες δουλειές σου Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 89· Πουλήσετε τα υπάρχοντά σας και δότε ελεημοσύνην. Κάμετε εις του λόγου σας σακούλια οπού δεν παλαιώνουν· θησαυρόν οπού να μην λείπει —εις τον ουρανόν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ιβ́ 33· β) (συνεκδ.) περιουσία, πλούτος: αν εγροικούν (ενν. οι φυλακατόροι) τον άνθρωπον νἄχει καλόν σακούλι,| ανακατώνουνται πολλά, φωνάζουν, κατακρούσιν,| σφικτοκλειδώνουν τον καλά, δείχνουσι μανισμένοι Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 274. 3) Η εξωτερική σκληρή φλούδα κάποιων καρπών όπως το αμύγδαλο, το φουντούκι κ.ά., τσόφλι: ηύρε λοιπόν (ενν. ο στρατοκόπος) φοινίκια, μύγδαλα, με σακούλι,| κι έκατσε και καθάρισε και έβγαλε τα φλούδη Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 465. Φρ. 1) Έχω καλόν σακούλι(ν) = είμαι πλούσιος (πβ. νεοελλ. φρ. έχω γεμάτο/φουσκωμένο πορτοφόλι, Κριαρ., Λεξ. λ. πορτοφόλι): Όντε φέρουσι ... τινά να φυλακίσουν,| στοχάζονται (ενν. οι φυλακατόροι) το κάμωμα, ανέν και έναι πλούσιος (παραλ. 1 στ.) Αν εγροικούν τον άτυχον, να έχει καλόν σακούλιν,| ανακατώνονται πολλά Σαχλ., Αφήγ. 491. 2) Κάνω σακούλι(ν) = μαζεύω χρήματα, κάνω περιουσία (πβ. έκφρ. κάνω πουγγί, ά. πουγγί 3): αν θέλεις να κερδαίνεις,| πάσχε και πλούσιους και πτωχούς πάντας να τους εγδέρνεις.| Έπαιρνε απ’ όλους πλήρωμα, κάμε καλόν σακούλιν Σαχλ., Αφήγ. 291.
       
  • σαλαμούρα
    η.
    Από το βενετ. salamora (Boerio). Η λ. σε έγγρ. του 17.αι. (Μαυρομάτης, Θησαυρ. 20, 1990, 484), στο Du Cange και σήμ.
    Άλμη· εδώ πιθ. είδος σάλτσας: Και επήγε (ενν. ο Αίσωπος) και αγόρασε γλώσσας χοιρινάς και ορδίνιασέν τες καλώς. Και εκάθισαν εις το τραπέζι, και έφερε καθενός γλώσσαν οπτήν με την σαλαμούραν Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 22442.
       
  • σαλάτα
    η, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 201, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6903.
    Από το βενετ. salata (Boerio· βλ. και Spadaro, Sic. Gymn. 21, 1968, 260). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    Λαχανικά κομμένα και σερβιρισμένα με αλάτι και καρυκεύματα· σαλάτα: Ο ... κηπουρός εθέρισε ένα δεμάτι λάχανα και άλλα όσα κάμνουν χρείαν διά σαλάτα ... και έδωκεν τον Αίσωπον Βίος Αισώπ. (Eideneier) Κ 16329-30.
       
  • σαλεύω,
    Σπαν. B 468, Σπαν. (Μαυρ.) P 129, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 517, Hist. imp. 54, Ιερακοσ. 46413, Διγ. (Trapp) Gr. 3167, Διγ. Z 2832, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 873, Χρον. Μορ. P 7547, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1595, 2753, Αχιλλ. L 1277, Φυσιολ. 35223, 36612, Δούκ. 19126, Αλεξ.2 829, Απόκοπ.2 44, Βίος Αισώπ. (Eideneier) E 2885, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 266, Κορων., Μπούας 120, Αχέλ. 998, Πηγά Μ., Περί σοφ. 688, Λαυρ., Οπτασία Σ. 106, 113, Πιστ. βοσκ. I 1, 322, IV 2, 22, IV 7, 29, Χίκα, Επίγρ. 10, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1036, 12423, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [253], Γ́ [1393], Δ́ [80], Δ́ [1106], Χριστ. διδασκ. 204, Μαρκάδ. 433, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4469, κ.α.· εσαλεύω· σαλεύγω, Μαχ. 3229, Μορεζ., Κλίνη φ. 540v, 541v, Πανώρ.2 Γ́ 57, Δ́ 122, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 1, Έ 129, Κατζ. Γ́ 68, Πιστ. βοσκ. III 9, 54, 67, Παλαμήδ., Βοηβ. 588, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 11817, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 353, 1394 κριτ. υπ., 1406, 1435, 1696, Δ́ 1657, Έ 49, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 135, Δ́ 265, Έ 55, Φορτουν. (Vinc.) Ά 319· μτχ. ενεστ. σαλεύοντα, Χούμνου, Κοσμογ. 483· μτχ. παρκ. σαλεμένος.
    Το αρχ. σαλεύω. Ο τ. εσαλεύω με προθετ. ε. Ο τ. σαλεύγω στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ 136, Κωστ., Λεξ. τσακων., Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης Γ́ 121). Η μτχ. παρκ. σαλεμένος στο Somav. και σήμ. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) α) Κάνω κ. να κουνηθεί πέρα δώθε, σείω: Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1224· Τα οποία (ενν. τα λόγια των Γαλιλαίων) ... ευκολότερα θέλουσι χαλασθεί παρά οπού σαλεύγει ο άνεμος το φύλλο Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 11617· (προκ. για σεισμό): Σκλάβ. 241· Η γη οπού είναι άγλωσσος βοά και μας λέγει| για τις δικές σας αμαρτίας Κύριος με σαλεύγει Διήγ. ωραιότ. 230· (προκ. για φυσικά καιρικά φαινόμενα): Κι ως αστραπή ’π’ ανατολής τρέχει να πάει στην δύσιν,| που ξεριζώνει τα δενδρά, σαλεύει και την κτίσιν,| τοιουτοτρόπως όρμησε μετά την συντροφιάν του,| Μερκούριος ο θαυμαστός Κορων., Μπούας 50· εφαίνονταν ότι βροντές τον κόσμον εσαλεύαν Χρον. Μορ. P 3723· φρ. (1) σαλεύω την γλώσσαν = μιλώ: Τότες η Αλήθεια εστράφηκεν με ταπεινόν το σχήμα, (παραλ. 1 στ.) και με πολλήν γλυκύτητα εσάλεψεν την γλώσσαν| και λέγει ... Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2313· (2) σαλεύγω το κονδύλι = γράφω: Φευ, ... λιγότερον σαλεύγω το κονδύλι| παρ’ όλοι κείνοι τ’ άρματα οι λυσσασμένοι σκύλοι Αχέλ. 413· β) (μεταφ.) προκαλώ συναισθηματική ταραχή, συγκινώ: Έγεμε το ροδόσταμα, εδόκει κυματίζειν·| εκόχλαζεν, εκάπνιζεν καπνόν οκάτι ξένον,| καπνόν φρικτόν δυνάμενον σαλεύειν την καρδίαν Καλλίμ. 327· ο λόγος του (ενν. του Βελισαρίου) ην φοβερός, το πρόσταγμα γενναίον,| πάντα άνθρωπον εσάλευε, και γέροντα και νέον Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 200. 2) α) Κινώ, μετακινώ, μετατοπίζω κ.: Φυσιολ. (Legr.) 122· (προκ. για κίνηση του σώματος ως ένδειξη χαιρετισμού): Πάγει στου ρήγα το ζιμιό, με γνώση χαιρετά τον,| λίγα σαλεύγει το κορμί, λίγα το κλίνει κάτω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 408· (σε μεταφ.): τέτοιας λογής ερχίσασι οι λογισμοί κι εμένα| και ταραχής σαλεύουσι κύματα θυμωμένα Στάθ. Β́ 8· φρ. (1) σαλεύγω τ’ άρματα/πόλεμο/φουσσάτα = προετοιμάζομαι για πόλεμο: κι όντεν εκείνος ήτονε δοσμένος να σαλεύγει| πολέμους, και τσι νίκες του και τρόπαια να γυρεύγει Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 379· με δίκιον του τον πόλεμο και άρματα να σαλεύγει (ενν. ο βασιλιός),| ανέν και νίκη πεθυμά να πάρει, ωσά γυρεύγει Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́ 11· Και ούτως ως το εσκόπησεν (ενν. ο Θησεύς), σαλεύγει τα φουσσάτα| να παν προς την Ιππόλυταν, κι αυτός υπᾴ μετ’ αύτα Θησ. (Foll.) Ι 85· (2) δε σαλεύγω πόδα, βλ. ά. πόδας Φρ. 6· β) (με αντικ. τις λ. γνώμη, ριζικόν κ.τ.ό.) αλλάζω, μεταβάλλω: οι Ρωμαίοι ακόμη| με νόμους και με γράμματα έχουν την ίδια γνώμη,| εκείνην οποὒχαν παλαιά και δεν την εσαλεύσαν| ουδέποτε των αλλωνών ταις γνώμαις επιστεύσαν Λίμπον. 45 Επίλ.· Απώρας βάλε την βουλήν, με την καλήν την ώραν,| κοπιάσε με τα γόνατα, με τ’ άγιον κορμί σου,| και τῃ βουλῄ σου μάζωξε, σάλευσε ριζικόν σου,| άγιε και πανάγιε, και κορυφή της Ρώμης Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 632· γ) (εδώ) ανακατεύω: τότε έχε μαζωμένες τες ελίες την ώρα εκείνην, ρίξε τες μέσα να κάμουν οκτώ ώρες ή δέκα το περισσότερον και σάλευέ τες συχνά και ελαφρά ... με κομμάτι ξύλον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 212. 3) (Με αντικ. πρόσωπο) α) κάνω κάπ. να μετακινηθεί από τη θέση του, ξεκουνώ: κι εσύ, Ρινάλδο, κείτεσαι σ’ ανάπαψη μεγάλη (παραλ. 1 στ.) κι οι κόσμοι απ’ όλοι στ’ άρματα μάχουνται και τρομάσσου| να σε σαλέψου δε μπορού, στρατιώτη ’νούς κοράσου! Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 112· Ηθέλησεν ομού τους δυο εκ της ζωής χωρίσαι,| όμως δε πάλιν εν καρδιᾴ φείδεται της μανίας| και ουδέν σαλεύει κἂν ποσώς κανέναν εκ τους δύο Φλώρ. 1709· β) κλονίζω την ισορροπία κάπ., κάνω κάπ. να πέσει: κι η κοπανιά τον ήσωσεν εις το δεξό του αμμάτι·| πόνο μεγάλο του ’δωκε, μα δεν τονε σαλεύγει| και με μεγάλη προθυμιά να γδικιωθεί γυρεύγει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1885· (μεταφ.): Τούτον (ενν. τον άνθρωπον) μηδέ οι πειρασμοί ... μηδέ κίνδυνοι και θάνατος δεν τον σαλεύγουν ... εις την ημέραν την φοβεράν της Κρίσεως Πηγά Μ., Περί σοφ. 688· Έχε γουν την πίστιν εις την καρδίαν σου στερεάν, και μη σε σαλεύσει λογισμός εναντίος Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 1327· Ταύτα και άλλα πλείονα λέγουσα (ενν. η κορασίδα) ... άρχισε με τοιαύτα δίκτυα να σαλεύει τον πύργον της ψυχής αυτού, και έγινε μαλακοτέρα η γνώμη του Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 18633. Β́ Αμτβ. 1) α) Κουνιέμαι, σείομαι: Θωρεί εσαλεύγαν τα κλαδιά, τα δεντρουλάκια εκλίνα·| ’λάφι γή αγρίμι ελόγιασε πως να ’τονε σ’ εκείνα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 699· πως βλέπω φαίνεταί μου| μέσα σε κείνα τα κλαδιά σαν κάποιο| τίβοτας που σαλεύγει Πιστ. βοσκ. IV 7, 144· Θαύμα παράδοξον να σαλεύγουσι αι πτέρυγες της χρυσής περιστεράς! Μορεζ., Κλίνη φ. 253v· (προκ. για το σφυγμό ανθρώπου): εις ... το στήθος αυτού σιμά εις την κλείδωσην ήτον ολίγον ζεστός, και ολίγον εσάλευεν ο σφυγμός Λαυρ., Οπτασία Λ. 376· β) κουνιέμαι πέρα δώθε, ταλαντεύομαι: σαν πύργος ήτο δυνατός εις το φαρίν απάνω·| στο ύστερον εσάλεψε κι ήπεσε απ’ τ’ άλογό του Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2095. 2) α) Κινούμαι, μετατοπίζομαι ελαφρά, αλλάζω θέση: Πα να ξυπνήσω το παιδί, θωρώ το και σαλεύγει| και πασπατεύγει να με βρει, καμμυώντας με γυρεύγει Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 737· βλέπει τον νεκρόν και αρχίζει και εσάλευγε και σφίγγουσιν αι σάρκες του και γέρνεται ομπροστά του Μορεζ., Κλίνη φ. 91r· β) απομακρύνομαι, φεύγω: και σαν τους είδ’ ο Στέφανος άρχισε να σαλεύει,| την στράταν στο Μπραΐλοβον γοργά την εγυρεύει·| εντροπιασμένος έφυγε ...| διότι δεν ημπόρησε για να την πολεμήσει (ενν. την Δόμνα) Ιστ. Βλαχ. 651· Και πάσα πρωτογεννηθέν από τα παιδία μου να το ελευθερώνω, και να έναι διά σημάδι εις τας χείρας σου και να μην σαλεύει από ομπρός από τα μάτια σου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 169v· έτσι τον ορδίνιασε γονατιστός να στέκει| τρεις ώρες και να δέεται, να μη σαλέψει απέκει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 440· (μεταφ.): πάντοτε να προσέχομεν και ο νους να μη σαλέψει| ποτέ από τούτον τον σκοπόν Πένθ. θαν.2 514· Τότ’ είς εκ πάντων άριστος εις θεωρίαν και πράξιν (παραλ. 1 στ.) ανίστατο δε ταπεινώς κι αφόβως τούτο λέγει,| κι εκ της βουλής του πράγματος ουδόλως δεν σαλεύει Κορων., Μπούας 53· πολλοί πολλά ωφελήθησαν και εβεβαιωθήκασι και δεν εσαλέψαν από την αληθινήν πίστιν Μορεζ., Κλίνη φ. 183v. 3) Αλλάζω, μεταβάλλομαι: Τώρα βλέπω, σαν το λέγουν,| πως τα πράγματα σαλεύουν,| πως η δόξα δεν εμμένει| και οπού στραβά παγαίνει| εις πολλά κακά σεβαίνει Αιτωλ., Βοηβ. 226· Γυρεύουσιν, αφέντη μου, γυναίκα να με πάρουν,| κι εγώ, αφέντη μου, ως το ’κουσα, πολύν κακόν μ’ εφάνη (παραλ. 1 στ.) διατί ουκ εσάλευσεν η περισσή σου αγάπη,| να ρίξω αλλού το βλέμμα μου κι εσέν να λησμονήσω Ερωτοπ. 76. IΙ. Μέσ., αμτβ. 1) α) Κουνιέμαι, κινούμαι: Μα τι θωρώ μου φαίνεται, βλέπω στην μάζα κείνη,| σαν πράγμα και σαλεύεται, κι ανασασμόν να δίνει.| Κι ως λύκος έχει την θωριάν, αλήθεια λύκος είναι Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1198]· (προκ. για πλοίο μέσα στη θάλασσα): Επί τούτοις σαλεύονται και των ηϊονίων τα μέγιστα των αντιπάλων σκάφη και αι τριήρεις και αι γέφυραι αι εν τῳ λιμένι τοις τείχεσι και ταις ακταίς προσπελάζουσι Ψευδο-Σφρ. 42231· καθώς ένα μεγάλον ξύλον, βαλμένον μέσα εις την θάλασσαν, εύκολα σαλεύεται, και χωρίς κόπον το σύρνεις όπου θέλεις, αμή, όταν εβγεί έξω εις τη στεριάν, αν τύχει τέσσερα ζευγάρια βόδια δεν εμπορούν να το σαλέψουν Ροδινός (Βαλ.) 68. 2) (Μεταφ., προκ. για πρόσωπο) α) ξεκουνιέμαι., κινητοποιούμαι: εάν ου συγκροτήσετε και σεις να είστε πρώτοι,| ν’ απώσετε να σώσετε εις όλους τους ρηγάδες (παραλ. 1 στ.) τινάς ουκ εσαλεύεται απ’ όλους τους αυθέντας Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 929· Άρχοντες, γνήσιοι, συγγενείς, χρεία ’ν’ να σαλευθούμεν,| καιρός μάς επανέβηκεν να επιμεληθούμεν,| με του Θεού την δύναμιν να πέψομεν τον στόλον,| ίν’ ακουστεί η φήμη μας τώρα στον κόσμον όλον Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 161· β) κλονίζομαι: Μη θροηθείς, μη σαλευθείς, μη νικηθείς, μη ενδώσεις,| μη κάμψεις γουν μηδαμώς, μη χαλασθείς κατά τι Γλυκά, Στ. 332· κι ορκώ σου κατά του Χριστού κι εις την ψυχήν σου απάνω,| εσέν κι όσοι καθέζονται μετά σε εδώ εις την κούρτην (παραλ. 2 στ.). Μη σαλευτείτε τίποτε διά φτόνον ή φιλίαν·| προσέχετε μη σφάλετε απάνω εις τας ψυχάς σας Χρον. Μορ. H 7547· Μη σαλευτείς στο στένεμα, στο βάθος μη δειλιάσεις,| μην αφουκράσαι τες φωνές, α θέλεις να περάσεις Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 302. Το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως επίθ. = (με άρν.) ακίνητος, αμετάβλητος: ο λόγος όντα ονόμασε τα αιώνια και μη σαλευόμενα και μη όντα ονόμασε την ζωήν ετούτην την πρόσκαιρην Ιστ. Βαρλαάμ 269. Το αρσ. της μτχ. παρκ. ως επίθ. = που είναι ψυχικά διαταραγμένος: Ζάλην έχω εγώ, κυρά μου,| κι ο νους μὂναι σαλεμένος Ch. pop. 106· Διαθήκη λέγεται το δίκαιον θέλημα του ανθρώπου, οπού θέλει να γένει μετά τον θάνατόν του ..., αμή κάμνει χρεία να είναι ο νους του στερεωμένος, να μη είναι σαλευμένος Νομοκριτ. 108. Φρ. 1) α) Σαλεύ(γ)ω την αίσθησιν/τον νου(ν)/τας φρένας = (α) ταράζω, αναστατώνω, συγχύζω κάπ.: Οι λογισμοί του (ενν. του Φορτουνάτου) είνιαι απατά εκείνοι απού σαλεύγου| το νου μου, και τα μέλη μου κρίνουσι και παιδεύγου Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 635· σαλεύει μου την αίσθησιν (ενν. το θέαμα) σαλεύει μου τας φρένας Καλλίμ. 451· Το πυρ γαρ ξύλα δαπανεί, θυμός δε την καρδίαν| και λογισμόν καταθολεί, σαλεύει και τας φρένας,| θερίον άγριον ποιεί τον άνθρωπον εξαίφνης Κομν., Διδασκ. Δ 238· (β) τρελαίνω κάπ.: πολλών μεν εσάλεψε (ενν. ο βασιλεύς) τον νουν, άλλοι δε πάλιν, δεν ημπορούντες να υπομείνουσι τας βασάνους, εσυγκαταβαίνασιν εις το παράνομόν του πρόσταγμα Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3229· β) σαλεύει ο λογισμός/ο νους μου = συγχύζομαι, αναστατώνομαι, ταράζομαι: Οϊμένα, απού τη χαρά γροικώ κι απολιγαίνω,| κι ο λογισμός μου εσάλεψε κι από το νου μου εβγαίνω Στάθ. Γ́ 308· ωσάν άκουσα εγώ εκείνης της φοβεράς ... φωνής, εσάλευσε και ετρόμαξεν ο νους μου και εγύρευα να κρυφτώ Λαυρ., Οπτασία Σ. 112. 2) Σαλεύω επί τινι τας ελπίδας = εναποθέτω τις ελπίδες μου σε κάπ.· στηρίζομαι σε κάπ. (η σημασ. μτγν· βλ. L‑S, λ. σαλεύω II2): Συμεών ... μνηστεύεται Θωμαΐδα ούτω καλουμένην, ορφανήν εκ πατρός ούσαν, επί μητρί δε μόνῃ τας ελπίδας σαλεύουσαν Ιστ. Ηπείρ. II5. 3) Σαλεύομαι εν διχοστασίαις = διχογνωμώ, διαφωνώ: Τότε ο βασιλεύς Μανουήλ ορών τον δήμον εν διχοστασίαις σαλευόμενον ... βουλήν βουλεύεται σοφοτάτην και μάλα συνετικήν Δούκ. 8318.
       
  • Σαμίτης
    ο, Βίος Αισώπ. (Eideneier) I 2734, 16, 29, 2741, 25· γεν. πληθ. Σαμίτων, Βίος Αισώπ. (Eideneier) I 27236.
    Από το αρχ. τοπων. Σάμος και την κατάλ. ‑ίτης. Πβ. λ. Σαμιώτης σήμ. (Κριαρ., Λεξ., Μπαμπιν., Λεξ., λ. Σάμος).
    Ο κάτοικος της Σάμου: ο λαός όλος με μίαν φωνήν εφώναξαν: ‑Ελευθέρωσε, Ξάνθε, τον Αίσωπον, επάκουσον τους Σαμίτες Βίος Αισώπ. (Eideneier) I 27229.
       
  • σανδάλι(ον) (II)
    το, Έκθ. χρον. 737· σανδάλι, Χρον. Τόκκων 2446, 2455, 2459, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. κά 3, Μάρκ. ά 19, Ματθ. δ́ 21· σαντάλι, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 177, 629, 1099· σαντάλι(ν), Πορτολ. A 1675, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 39522· σαντάλιν, Βίος Αισώπ. (Eideneier) E 29328.
    Το αρχ. ουσ. σανδάλιον. Ο τ. σαντάλιν (με τροπή του νδσε ντ‑) σε έγγρ. του 13. αι. (Act. Xér. 919) και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα, όπου και τ. σαντάλι (Παπαδ. Α., Λεξ.). Τ. σανδάλιν τον 7. αι. (TLG). Η λ. σανδάλι και σήμ. με διαφορ. σημασ. και ως τοπων. (Συμεων., Ετυμολ. λεξ. νεοελλ. οικων. 1241, λ. Σανδάλιον Β).
    Μικρό και ευκίνητο πλοιάριο, χωρίς καρίνα, κατάλληλο για ποταμούς, λίμνες, αλλά και θάλασσα (για το πράγμα βλ. Kahane-Tietze, Lingua Franca 564-67, Ahrweiler, Byz. et Mer 409-10): Κίνησαν, έφθασαν εκεί, πλησίον εις τον πύργον·| και τα σανδάλια εγέμισαν λαόν και τζακρατόρους,| όπως να περιπλεύσουσιν εκ τα στενά κανάλια Χρον. Τόκκων 388· Η Καμενίτζα έχει ένα ποτάμι όπου εμπαίνουν τα σανδάλια και τα μονόξυλα Πορτολ. A 21215· Το κάστρον ένι αφυρόν, απέσω εις λίμνην στέκει (παραλ. 1 στ.). Με το γιοφύρι εμπαίνουσιν οι εκείσε κατοικώντες·| με τα σαντάλια εμπάζασιν του κάστρου την σωτάρχειον Χρον. Μορ. H 8800.
       
  • σαπρός,
    επίθ., Ντελλαπ., Ερωτήμ. 213, Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 15821, Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 15423, 26.
    Το αρχ. επίθ. σαπρός. Η λ. και σήμ. λόγ.
    1) α) Καταπονημένος, ταλαιπωρημένος: Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 918· β) που υπόκειται σε φθορά, σε αποσύνθεση: Αμέ μηδέν το βαρεθείς, κορμί μου, το σε λέγω:| εσύ σαπρόν, εσύ φθαρτόν, εσύ θνητόν υπάρχεις Ντελλαπ., Ερωτήμ. 151· γ) αποκρουστικός, σιχαμερός: ο σαπρός ετούτος και σιγχαμένος έκαμε πλέον φρονιμότερα από όλους Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 21332. 2) (Μεταφ.) α) ακάθαρτος, βρόμικος: Τότε η ψυχή εθυμώθηκεν προς το κορμίν και λέγει: (παραλ. 18 στ.) ώστε οπού να είμαι μετά σεν εγώ συνδεδεμένη,| ρερυπωμένη και σαπρά πάντοτε θέλω υπάρχειν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 211· β) σαθρός, αβάσιμος, ανόητος: Οίτινες (ενν. οι ρήτορες) νικηθέντες έμειναν άφωνοι μη δυνάμενοι να αντιλαλήσουν, ειμή μόνον σαπρά τινα και άχρηστα λόγια Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 17412.
       
  • σείσμα
    το, Βέλθ. 645, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 594, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1321· σείσμαν, Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 273-71 κριτ. υπ., Αχιλλ. L 825, Γεωργηλ., Θαν. 116.
    Το μτγν. ουσ. σείσμα. Ο τ. σείσμαν και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. B́ 778). Η λ. και σήμ. (Μπαμπιν., Λεξ.).
    α) Σείσιμο, κούνημα: Τους φίλους σου πάντοτε, όταν τους απαντάς, γλυκοχαιρέτα τους, διότις και του σκύλου το ψωμί το σείσμα της ουράς του το δίδει Βίος Αισώπ. (Eideneier) Κ 19524· το σανιδοκράββατον αψάμενος της κλίνης (ενν. ένας των παιδοπούλων)| ολίγον συνετάραξεν άπαξ και δις και τρίτον. (παραλ. 3 στ.) Όμως μετά την ταραχήν την τρίτον επανέστη (ενν. ο άναξ),| ήνοιξε και τους οφθαλμούς, ηρώτησε να μάθει| τον τρόπον, την υπόθεσιν, το σείσμαν το της κλίνης Καλλίμ. 1106· β) το λίκνισμα, η χαριτωμένη κίνηση του σώματος ιδ. κατά το βάδισμα, συχν. με επόμ. τα ουσ. λύγισμα, διώμα: Η συντυχία της θαυμαστή, ζαχαρογλυκεράτη,| το σείσμαν και το λύγισμαν ανθρώπους κατασφάζει,| το κλίμαν του τραχήλου της και το υπολύγισμάν της| ψυχάς ανέσπα σύρριζας και εκαταφόνευέν τους Αχιλλ. (Smith) N 882· Φροσύνη, ποιος σου φαίνεται να ’ν’ κάλλιο παλληκάρι| στο σείσμα και στο λύγισμα και στης αντρειάς τη χάρη; Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1320· Κυρά μου, εσύ ’σαι ο ποταμός ο χρυσομελιτάρης,| οπού έχει κλώσματα πολλά με σείσμαν και με διώμαν Εκατόλ. M 556.
       
  • σημάδι
    το, Σπαν. (Ζώρ.) V 233, Χρον. Μορ. H 4451, Χρον. Μορ. P 4451, Λίβ. διασκευή α 1837, Λίβ. Esc. 1726, 1727, 1935, Λίβ. Va 1586, 1633, 1669, Αχιλλ. L 377, Αχιλλ. (Smith) N 532, Χρον. Τόκκων 2523, 2777, 3664, Φαλιέρ., Ιστ.2 171, 404, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 28, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 152, Θησ. Δ́ [484], Ζ́ [967], ΙΒ́ [273], Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 77, 1119, 1973, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 313, 337v, Πεντ., Γέν. ΙΧ 13, 17, Έξ. III 12, Αρ. II 2, Δευτ. IV 34, κ.α., Αχέλ. 1629, 1630, 1803, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 13625, Χρον. σουλτ. 395, 5223, 24, 755, 9627‑28, Zygomalas, Synopsis 136 Α 86, 145 Β 22, 158 Γ 27, κ.α., Μορεζ., Κλίνη φ. 29v, 80r, 367v, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 21920, Πανώρ. Β́ 214, 277, Δ́ 204, Έ 422, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 111, Δ́ 697, Έ 155, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 121, Δ́ 29, 39, Κατζ., Πρόλ. 21, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 13123, Πιστ. βοσκ. I 1, 3, II 1, 358, III 6, 192, Παλαμήδ., Βοηβ. 588, Σουμμ., Ρεμπελ. 185, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1511, Β́ 223, Γ́ 258, κ.α., Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Εισαγ. 18, Ματθ. ιβ́ 39, Πράξ. Ά 3, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 16224, 29‑30, 30, 18345, Ροδολ. (Αποσκ.) Αφ. 31, Ά 517, Β́ 63, Διήγ. ωραιότ. 303, 307, 655, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 12137, 37124, 398, κ.α., Νομοκριτ. 70 δις, 77, 95 πολλ., κ.α., Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [19], Ά [3], Β́ [166], κ.α., Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 131, 280, 357, Φορτουν. (Vinc.) Αφιερ. 55, Προλ. 7, Δ́ 445, Ροδινός (Βαλ.) 90, 92 δις, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 898, 10321, 26, 10734, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 31, Β́ 431, 441, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2708, 28524, 32913, κ.π.α.· σημάδι(ν), Χρον. Μορ. H 4495, Χρον. Μορ. P 4495, Απολλών. (Κεχ.) 774, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 818, Αχέλ. 1446, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1188, 1830, 3443, κ.α.· σημάδιν, Τρωικά 5349, Αιν. άσμ. 129, Παράφρ. Μανασσ. 313, Ασσίζ. 21511, Χρον. Μορ. H 8261, Χρον. Μορ. P 8261, Σαχλ., Αφήγ. 185, Λίβ. διασκευή α 1874, 1875, κ.α., Λίβ. Esc. 3676, 3700, Αχιλλ. L 378, Αχιλλ. (Smith) N 533, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 292, 949, Μαχ. 45812, 48635, 51033, Θησ. Ζ́ [1101], Θησ. (Foll.) I 13, Βουστρ. (Κεχ.) Β 31514, Λίβ. Va 1621, 3386, Απόκοπ.2 401, 417, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 13335, 14228, 14439, Δεφ., Λόγ. 93, Πορτολ. A 165, Αχέλ. 1007, Μορεζ., Κλίνη 184v, 192r, 235r, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 9515, Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 22921, Κυπρ. ερωτ. 11, 101, 15115, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 264· σημάδι(ον), Metrol.2 473, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 36· σημάδι(ο)(ν), Hist. imp. 4, Πορτολ. A 1613, Διγ. Άνδρ. 3713· σημάδιον, Διγ. Άνδρ. 3328, Διαθ. Νίκωνος 259.
    Από το μτγν. ουσ. σημάδιον. Ο τ. σημάδιν το 10. αι. (LBG, λ. σημάδιον), στο Meursius (στη λ.) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Σακ., Κυπρ. B́, 780, Λουκά, Γλωσσάρ.). Η λ. στο Meursius και σήμ.
    1) α) Σημείο, ορισμένη θέση στο χώρο: κινάται κατ’ ανάγκην (ενν. ο ήλιος), και μεταβαίνει από σημάδι εις σημάδι, και βασιλεύει και ανατέλλει, διά να θερμαίνει τα δένδρη και τα σπέρματα Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1045· β) διαχωριστική γραμμή, όριο: Και εσημείωσε ο Μωυσής το γύρο όλο το βουνό του Σινά, ότι να μηδέν ημπορούν να απεράσουν από εκείνο το σημάδι, διότι έτσι του είπεν ο Θεός, και ει τις ήθελεν εγγίξει το βουνό να απεθάνει Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 174v. 2) α) Σχέδιο, (γραμμική) παράσταση, απεικόνιση: ο τσουκαλάς έχει μεγάλην άδειαν,| και κάμνει αγγεία εύμορφα, χυτά με τα σημάδια Γεωργηλ., Θαν. 245· β) σχήμα, περιγραμμένη επιφάνεια: Νυν ιδείν και του σημαδίου τον τόπον. Έχει η κεφαλή ν́ και η πόδωσις ν́ ... έχει και το έν πλάγιον σχοινία π́ και το έτερον π́ ... και πολυπλασίασον τα ν́ με τα π́ και γίνονται ͵δ. Ιδού τοσούτων μοδίων εστίν η τοιαύτη γη και το μέτρον του σημαδίου Metrol.2 5617, 23· γ) μονάδα μέτρησης μήκους (1 σημάδι = 3,5 πήχες, Schilbach [Metrol.2 σ. 187]): Το σχοινί ί σημάδια ένι, το σημάδι γ́ć́ ́ πήχες Metrol.2 473. 3) α) Ένδειξη, δείγμα, απόδειξη: Η ζήλα τήν έχει ο άνθρωπος εις την γυναίκαν του ού η γυναίκα εις τον άνθρωπον ένι σημάδιν της αγάπης Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 1235· Χίλια σημάδια να θωρεί άθρωπος, να κατέχει| άδολα πως τον αγαπά, αναπαημό δεν έχει· μα λέγει και ξαναρωτά και ξαναδικιμάζει| τήν αγαπά αν τον αγαπά και πάντα του λογιάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 737· σε τούτο σε παρακαλώ για σημάδιν φιλίας| πεντακοσίους διαλεκτούς άνδρας Αλαμανίας| σιδερωμένους δέομαι να τους δώσεις εμένα,| για να γνωρίσουν οι εχθροί πως είμεσθε το ένα Παλαμήδ., Βοηβ. 1245· β) (νομ.) τεκμήριο, απόδειξη: Όταν είναι φανερά τα τεκμήρια, ήγουν τα σημάδια διά τα οποία ο κατηγορούμενος βασανίζεται, τότε και δεύτερον βασανίζεται και τιμωρείται και παιδεύεται ο τοιούτος, αν αντιλέγει και εναντιείται εις τα φανερά σημάδια τα καταπάνω του Zygomalas, Synopsis 196 Ζ 14 δις· οπού σημάδια πεπλασμένα ποιεί και δόλια, ως πλαστογράφος κρίνεται και παιδεύεται Zygomalas, Synopsis 269 Π 64. 4) Αντικείμενο που επιδεικνύεται ως επιβεβαίωση ενός γεγονότος, απόδειξη: να την πάγεις εις τόπον έρημον και εκεί να τηνε θανατώσεις ... και οδιά σημάδι θέλω να κόψεις τα χέρια της να μου τα βαστάς Μορεζ., Κλίνη 235r· λέγω την: «Δος με και συ σημάδιν| διά γνωριμίαν σου να κρατώ, να μάθει ότι ηύρηκά σε».| Και το δακτυλιδόπουλον εβγάνει παραυτίκα,| το την απέστειλεν αρχήν με το ερωτοπιττάκιν Λίβ. διασκευή α 3832· γράφω σε, δεσποτεία μου, μυριοπαρακαλώ σε,| πέψε σημάδιν εις εμέν να το έχω αντί εσένα Λίβ. διασκευή α 1955· να βλέπεις το σημάδιν μου και να παρηγορήσαι Λίβ. διασκευή α 2083· προκ. για το δαχτυλίδι του αρραβώνα: Πιάσ’ και το δαχτυλίδι μου, και ας είναι ογια σημάδι| και μαρτυριά τση παντρειάς που μελετούμε αμάδι Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 481· (εδώ πιθ. δηλωτικό εξουσιοδότησης ή εντολής, βλ. και Lurier, Chron. Mor. 202): ο αφέντης της Καρύταινας ... εβάστα τα σημάδια,| τά έδωκεν ο πρίγκιπας να δώσει των καστελλάνων Χρον. Μορ. P 4495· και πηγαίνοντα το κοπέλλιν και έδειξέν του το σημάδιν του Πρεμερά, αφήκεν τον και ’πήρεν άλογα ιγ́ Μαχ. 4967. 5) Εγγύηση δανεισμού, υποθήκη, ενέχειρο: Δεν ορίζει η διάταξις, να πουλεί ο άνδρας της γυναικός του τα είδητα, είτε κινητά, είτε ακίνητα, ούτε να τα θέσει σημάδι, ήγουν τα προικιμαία Νομοκριτ. 94· Κυρίως ενέχυρον λέγεται το σημάδι οπού δώσει ο άνθρωπος εις τα χέρια του ανθρώπου οπού δανείζει, ήγουν κούπα, ή πεύκι, ή φορεσία και απλώς όλα τα κινητά πράγματα, οπού επάρει τινάς εις τα χέρια του σημάδι, ενέχυρον λέγεται Νομοκριτ. 95· Τα δε ακίνητα πράγματα οπού δεν σαλεύουνται από τον τόπον τους, όσα σημάδι και πάλιν εις τούτον τον τόπον τους στέκουνται, ήγουν αμπέλια, χωράφια, σπίτια, κήπους, και τα όμοια, υποθήκη, ήγουν σημάδια λέγουνται Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 636, ιά 11· σημάδιν μάς άφηκες το κάλλιον σου φαρίτσιν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 1005. 6) α) Φυσικό σημείο ή περιστατικό που εκλαμβάνεται ως προάγγελος (συχν. με τον προσδ. καλό, κακό) ή ακόμη και αιτία πρόκλησης καλού ή κακού γεγονότος, οιωνός: Ύπαγε προς την πόρτα και ίδε. Και εάν ίδεις δύο κουρούνας, έλα να με το ειπείς, ότι καλόν σημάδι έναι. Ειδέ και ιδείς μία, κακόν είναι η ορνεοσκοπία Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 18214· ετούτα τα πουλιά, που εσμίξαν έτσι ομάδι,| χαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 800· Λέγουσι· «συναπάντημα είναι κακόν μεγάλον| αν απαντήσεις τον παπάν ή ιερωμένον άλλον» (παραλ. 2 στ.) αντίς να κράξουν ιερείς για να τους ευλογήσουν,| να πάγουν στο ταξίδι τους, καλά να ευτυχήσουν,| αυτοί τον αποστρέφονται διά κακόν σημάδι Ιστ. Βλαχ. 1739· β) υπερφυσικό σημείο, φαινόμενο: με θαμάσματα πολλά και με σημάδια εσέβη,| όντεν ο Θεός εθέλησε στον κόσμο κι εκατέβη Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1538· Πολλά σημάδια εφάνησα τη νύκτα αυτή, την ώρα| απού εγεννήθη ο Χριστός ...| Στη Ρώμη τότε εφάνηκε ετούτο το σημάδι:| μια βρύση φοβερότρομη κι ήρρικτε όξω λάδι.| Και δεύτερο ο βασιλιός απού ’τονε στη Ρώμη| ένα σημάδι φοβερό είδε αυτός ακόμη.| Εστράφην εις τον ουρανό, θωρεί λαμπρό σημάδι,| γυναίκα τέκνο και κρατεί κι εστέκασι ομάδι Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2122, 2124, 2127, 2128· Πόλεμοι μυριαρίφνητοι, χρόνοι καταραμένοι,| πάντοτες να ’ναι οι Χριστιανοί εις το κακό δοσμένοι.| Σημάδια θέλουσι φανεί στον ουρανό κι εις τ’ άστρη| κι εις κάθα χώρα και χωριό, ’ς κάθα πόλη και κάστρη Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4734· (εδώ) τέρας: εκείνοι οπού ήσαν ομού με τον Ξάνθον, όταν είδαν τον Αίσωπον και εγέλασεν και εφάνησαν τα δόντια του, εφάνη τως πως είδαν τίποτες μεγάλον σημάδιν Βίος Αισώπ. (Eideneier) I 25230. 7) α) Διακριτικό ή αναγνωριστικό σημείο: να κάμετε ένα σημάδι απάνω εις τες πόρτες σας με το αίμα, διότι εγώ θέλω απεράσει τούτην την νύκταν από την μέσην της Αιγύπτου, και οι πόρτες οπού θέλουν είσταιν σημαδεμένες κακόν δεν θέλουν πάθει ουδένας Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 163r· θέλει είσταιν το αίμα αυτό εις εσάς διά σημάδι εις τα σπίτια σας ... και θέλω ιδεί το αίμα και θέλω σας φυλάξει και κακόν εις εσάς δεν θέλει είσταιν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 166r· β) (προκ. για φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό): Ο Αλέξανδρος ασηκώθηκε και ωσάν αποκρισάρης αρχίνισε να λέγει της βασίλισσας. Και εθαύμαζέ τον η βασίλισσα τους λόγους οπού ελάλει και σημάδια του προσώπου του εδοκήθη και έβαλε κατά νουν της· «Μήνα ένι τούτος ο βασιλεύς ο Αλέξανδρος της Μακεδονίας ο αυθέντης;» Διήγ. Αλ. E (Konst.) 13712· εκείνη δε (ενν. η κόρη) τον Βέλθανδρον εκατεσκόπησέν τον·| σημάδια του προσώπου του, τα ά είχεν εις νουν της,| είδε κι εκαλογνώρισεν, όλα πιστώθηκέν τα Βέλθ. 819· γ) (προκ. για χαρακτηριστικά τόπου): αρμένιζαν, κάτεργα και καράβια,| έως οπού γνωρίσασιν του τόπου τους σημάδια Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1188· Η Χίος εις το ακρωτήριν του μαστόρου έχει βουνίν υψηλόν ... εκείνον το βουνίν έναι το σημάδιν της Χίος... θωρείς το απομακρέα ωσάν τρούλον Πορτολ. A 1083· εις το ακρωτήριν της Βίγλας έχει λιμνιώναν και έναι ακρωτήριν στρογγυλόν και απάνω του στέκει το σημάδιν ωσάν τρουλίν Πορτολ. A 37. 8) Σύμπτωμα ασθένειας: ώσπερ άνωθεν η διάγνωσις της αιτίας, ήγουν τα σημάδια της ασθενείας, προηγήσαντο της θεραπείας, πρέπον και ενταύθα αυτό τούτο ποιήσαι Επιστ. ιατρ. ποδ. 39· Εις το ρίγος ωφελεί, προτού να του έλθουν τα σημάδια του ρίγους, να του δώσεις του ανθρώπου ένα δράμι και μισό από την αντίδοτον οπού ονομάζεται σωτήριος με κρασί και να τον σκεπάσεις να ιδρώσει Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 36. 9) Οτιδήποτε απομένει από όπου πέρασε ή έγινε κ., κατάλοιπο, ίχνος: εκλαίγασι λογιάζοντας πως να το ηύρεν το παιδίον τίποτας θηρίον και έφαγέν το, και πάλι άλλοι ελέγασι ότι πως το θηρίον ήθελεν αφήσει καν τα κόκαλα και αυτείνοι εγύρεψαν όλον το όρος και δεν είδασι τίποτας σημάδι Μορεζ., Κλίνη φ. 136r· Κάποια γυναίκα εντόπια, ... ήτον βαρυνομένη καταπολλά από το πάθος του Καρκίνου, και εκινδύνευε τον θάνατον ... Η οποία μόνον οπού αλείφθηκε με το θείον Μύρον ... τόσον ιατρεύθη καταπολλά, ώστε πούπετε δεν έμεινε σημάδιον του πάθους Διαθ. Νίκωνος 259· πολλοί τινες αρχιερείς απιστούσαν το πως είναι αχειροποίητη η εικόνα και με το μαχαίρι έσκαφταν και επελεκούσαν την εικόνα πολύ βαθέα, ως τάχα είναι με χρώμα ιστορισμένη· ... και φαίνουνται τα σημάδια ως και την σήμερον το πως την επελεκούσαν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. 199v· Ο Έκτορας δύο σπαθές τον έδωκεν (ενν. τον Αχιλλεύ) εις το έλμον·| το σημάδιν τους φαίνοταν επάνω εις το κεφάλιν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 6099. 10) α) Ουλή, σημάδι στο δέρμα: Παρευθύς του έπεσεν όλη η λέπρα ... και επόμεινεν η σάρκα του καθαρότατη, απού δεν είχεν απάνω του ... ούτε καν σημάδι κανένα Μορεζ., Κλίνη 80r· Αν δεν ιδώ εις τα χέρια του τα σημάδια των καρφίων, και αν δεν βάλω το δάκτυλόν μου εις τα σημάδια των καρφίων ... δεν θέλω πιστεύσει Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. κ́ 25· ο δαίμων ... του έδωκεν πληγές τες οποίες ανθρώπινος επιμελεία δεν εδύνετονε να τες ιατρεύσει, καθώς εμαρτυρούσαν ..., ακομή και τα σημάδια απού του επόμειναν Μορεζ., Κλίνη 282r· Δακάνω σε και δάκα με και ας κάμομεν ομάδι| μ’ ένα γλυκότατο φιλί ο είς τ’ αλλού σημάδι Φαλιέρ., Ιστ.2 684· β) (μεταφ.) στίγμα: εάν εγώ έκαμα τέτοιον πράγμα, να πέψει ο Θεός φωτία να με καύσει, και να γενώ σημάδιον εις τον κόσμον, ως διά να μη φυλάξω τα μυστήρια του ανδρός μου, και να με ιδούν άλλες να φυλαχθούσιν Διγ. Άνδρ. 3328. 11) Σύνθημα α) έναρξης (κυρίως μάχης, πολέμου): σημάδι δίδει ετότες| κι ευθύς επεταχτήκασι με τα σπαθιά οι στρατιώτες Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 321· ηρματώθησαν τα φουσσάτα και εδώκαν τα βούκινα και εσηκώθησαν τα φλάμουλα εις σημάδι πολέμου Χρονογρ. (Λαμψ.) 227· Η σάλπιγγα εδευτέρωσε τση μάχης το σημάδι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1659· β) σινιάλο, νεύμα: το σημάδιν του Τρίστα ήτον να πυριοβολήσει εις τον γιαλόν, για να πάγει η βάρκα, να τον πάρει εις το ξύλον Βουστρ. (Κεχ.) Β 31517· Αμή ας ποίσομεν καπνόν να έλθουν οι απελάτες (παραλ. 2 στ.) Και εις το βουνίν υπήγασιν και εποίκαν το σημάδιν| και τρία μερόνυκτα ήπτασιν, κανείς ουδέν εφάνη Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1346· Τριγύρου (ενν. στο σπήλαιο του ύπνου) στέκ’ η σιωπή τού καθενός να δώσει| σημάδι να ’ναι απόμακρα κι εκεί να μη σιμώσει Αχέλ. 1395. 12) α) Σύμβολο: να ομοφωνήσουσιν οι χριστιανοί τε όλοι,| και να σηκώσουν τον σταυρόν, του Χριστού το σημάδι,| με λιτανείες, δέησες, προσευχές και δακρύων Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 292· β) έμβλημα: έβαλεν απανωκλίβανον, σημάδι μακιδονίτικο, απάνωθεν τα άρματα Διήγ. Αλ. G 27311, 15· φλάμπουρον με τα σημαδία του ρηγός Μαχ. 37617· Ο Έκτωρ έφθασε κρατώντα το κοντάριν (παραλ. 1 στ.) σκουτάριν είχε ολόχρυσον, σημάδιν δύο λεοντάρια·| ούτως και εις το κοντάριν του είχε το πανιτσέλιν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3143· τον σταυρόν να βάλετε σημάδι στ’ άρματά σας Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 960· Εφόριεν στο κεφάλιν του κασσίδιν ωραιωμένον (ενν. ο Ιμπέριος)·| κόρακαν είχεν εγκοφτόν στου κασσιδίου την τρούλλαν| και εις του πουλίου την κεφαλήν, στην κορυφήν του απάνω| είχεν πτερόν του παγωνιού βαμμένον κιτρινόχροιον.| Τούτο ήτον το σημάδιν του τό σύρνει εις τα άρματά του. Ιμπ. 394· γ) σημαία, λάβαρο: ορισμόν του ζήτησαν (ενν. οι ναύτες), να μπουν εις τον λιμνιώνα·| και αυτός (ενν. ο Απολλώνιος) ορίζει ... να εμπούν χωρίς σημάδιν,| χωρίς σημάδιν φλάμπουρον, όλοι μαυροφορούσαν Απολλών. (Κεχ.) 639, 640· επέψαν τους μαντατοφόρους τους ... εις τον ρήγα παρακαλώντα τον να έχει καλήν αγάπην μετά τους και εταχθήσα ... να βάλει τα σημαδία του εις τους τόπους τους, και να είναι ανθρώποι του Μαχ. 10814· εδώ σε μεταφ.: Α δενδρόν μου πανσέληνον, του σπιταλιού σημάδιν,| του κοντοστάβλη γιασιμίν, έλα, ’φέντη μου, ας φιλούμεν Ερωτοπ. 450. 13) α) Σημείο σκόπευσης, στόχος: άλλοι στο πάλεμα συμπολεμούν ομάδι| και το κοντάρι άλλοι πετούν, να ’βρουσι το σημάδι Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [72]· (σε μεταφ.): Φόβος και πόθος πολεμά, και εγώ ’μαι το σημάδι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1657· Οι λογισμοί είναι σαϊτιές, καρδιά μου είν’ το σημάδι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 269· αγάλια αγάλια σώνει| εις το σημάδι το μακρύ (ενν. την προξενιά του γάμου), κι ήρχισε να ξαμώνει (ενν. ο Πεζόστρατος).| Αποκοτά δυο τρεις φορές να το ξεφανερώσει| κι οπίσω τον εγιάγερνε κι εκράτιε τον η γνώση Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 914· β) σκοπός: τα οπίσω αλησμονώ και απλώνομαι εις τα μπροστινά, τρέχω εις το σημάδι, εις το βραβείον του καλεσμού του Θεού, οπού μας καλεί απάνου εις τον Χριστόν Ιησούν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Φιλ. γ́ 14· προς το σημάδι τούτο,| ... να ζεις στον κόσμον θέλω Πιστ. βοσκ. IV 8, 264. Έκφρ. Μηδέ για σημάδι = κανείς (πβ. σημερ. έκφρ. ούτε για δείγμα): το κάστρο μ’ όλο το λαό παντελώς ν’ αφανίσεις,| κούρτες και μοναστήρια, κανένα μην αφήσεις,| μόν’ να τους κόψεις, λέγω σου, να πάνε εις τον Άδη,| να μη φανεί μηδέ τινάς απ’ αυτούς για σημάδι Διακρούσ. (Κακλ.) 98. Φρ. 1) Δείχνω σημάδι, βλ. Επιτομή, λ. δείχνω IΆ 9 Φρ. 2) Δίδω σημάδι = εκδηλώνω, φανερώνω: ΚΑΡΠΟΦΟΡΟΣ: Κι εσένα μπορεζάμενο πώς ήτονε τση τόσης| φωτιάς, οπού σ’ επαίδευγε, σημάδι να μη δώσεις;| ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ: Οι φρόνιμοι τα πάθη τως κουρφότατα κρατούσι,| κι όντε πονούσι στην καρδιά, τα χείλη τως γελούσι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 232· ανάμεσα στα χείλη μου στέκεται κι ανιμένει (ενν. ο πόθος)| πότες να δει την κόρη μου σημάδι να τση δώσει| το πως για κείνη σε φωτιά βρίσκομαι τώρα τόση Πανώρ. Γ́ 411· ανέν και τονε σφάξω εδώ, τ’ αίμα του θέλει δώσει| σημάδι εις το πράγμ’ αυτό, και να με φανερώσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1306]. 3) Λέγω το σημάδι = εκβάλλω πολεμική κραυγή: Πολυδαμάς εστρίγγισε, λέγει και το σημάδιν| στην μέσην εκατέβηκε, πόλεμον κάμνει μέγαν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3635. 4) Κάνω σημάδι, βλ. Επιτομή κάμνω, Φρ. 101.
       
  • σημείον
    το, Σπανός (Eideneier) A 215, 217, D 615, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3534, Βίος Αλ. 2487, 3450, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 198, Θρ. Κων/π. Πολλ. 24816, Δούκ. 33917, Αλεξ.2 759, Κορων., Μπούας 21, 32, 33, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 210v, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ή [137], [147], Αχέλ. Πρόλ. 22, 1311, 2415, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 12617, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 42, Θρ. Κύπρ. M 1, 145, Ιστ. πολιτ. 426, 669, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1481], Ροδινός (Βαλ.) 120, Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 445561, 447626, κ.α., Μορεζ., Κλίνη φ. 23r, Προσκυν. Κουτλ. 390 14930, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 3154, 4150, 4485, 5948, 6464, 7488, Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 1513, 18722, 28, 31· σημείο(ν), Ασσίζ. 1848, Ιερακοσ. 42924, Ορνεοσ. αγρ. 54711, Ορνεοσ. 57913, Ωροσκ. 4114, Χούμνου, Κοσμογ. 2188, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 158r δις, 164v, 196r, 326v, Χρησμ. (Brokkaar) 12, 68, 145, 149, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2134, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 997, 1120, Zygomalas, Synopsis 145 Β 22, 147 Β 30, Κανον. διατ. Β 791, Ψευδο-Σφρ. 32417 (έκδ. σημείας· διορθώσ. κατά το κριτ. υπ.), Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1144], Τζάνε, Κατάν. 149, Σατιρ. ποίημ. 294, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 6627· σημείο, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 114v, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2141· πληθ. σημειά, Πεντ. Δευτ. VI 22, VII 19, XXVI 8, XXIX 2· ?σημειέ, Sprachlehre 150.
    Το αρχ. ουσ. σημείον. Ο τ. σημείο και σήμ.
    1) Διακριτικό σημάδι, χαρακτηριστικό, γνώρισμα: Ιστ. Βλαχ. 1666, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 488. 2) α) Θεϊκό σημάδι, οιωνός: Βίος Αλ. 2475· (σε μεταφ.): Χρόνον έλαμνεν ο σεισμός κι η γη χάμ’ εβρυκάτον,| η θάλασσα ’ταράττετο ... (παραλ. 1 στ.) Σημείον ήτον δυνατόν, κανείς δεν το ’φφοράτον,| να ’ν’ έξαφνά ’τσι να φανεί του Τούρκου το φουσσάτον Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 43· β) σημάδι που φανερώνει ότι κ. συγκεκριμένο θα συμβεί σύντομα· προμήνυμα: Διήγ. Βελ. N2 211, Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 447622. 3) α) Παράδοξο και θαυμαστό γεγονός, υπερφυσικό φαινόμενο, θαύμα: ποίος να έφαγεν ποτέ πέτραν για να χορτάσει (παραλ. 1 στ.); Ή τις είδε καράβια και αρμάδες αυθεντάδων| στα όρη ν’ αρμενίσουσιν κι εις τα βουνά και κάμπους;| Αν ευρεθεί άνθρωπος τινάς να με το μαρτυρήσει,| ότ’ είδεν οφθαλμοφανώς εκείνα τα σημεία,| να πω κι εγώ: «Αλήθειαν, έχουν καλόν οι ξένοι ...» Περί ξεν. (Μαυρομ.) 178· Τις είδε τέτοια φοβερά σημεία στον καιρόν μας,| ωσάν μας τα ’δειξεν εμάς εφέτος ο Θεός μας,| να πέφτουν τ’ άστρα του ουρανού, οι μέρες να μαυρίζου,| τα τίμια ξύλα του σταυρού και εικόνες να γυρίζου; Σκλάβ. 139· (με το ουσ. θαύμα, σε σχ. έν διά δυοίν): ακούομεν ταύτα πάντα τα περί των αγίων και σεβασμίων τόπων τα σημεία και τα θαύματα, οπού εγίνονταν έως την σήμερον δυνάμει Χριστού Προσκυν. Κουτλ. 390 (Σινά) 1503· εκφρ. σημεία και τέρατα (ήδη αρχ.), τέρατα και σημεία: Διήγ. εκρ. Θήρ. 1091· Τον Ιησούν τον Ναζωραίον, άνδραν δόκιμον ... με χάριτες, δύναμες, αρετές και τέρατα και σημεία ... τον εκαρφώσετε και εθανατώσετε Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) 44v· β) θαυμαστή εκδήλωση ικανότητας· μεγάλο κατόρθωμα: αυτά όλα είναι θελήματα Θεού, ότι τέτοιον μικρότατον παιδίον να ποιήσει τόσα μεγάλα σημεία (ενν. να φθάσει την έλαφον χωρίς άλογον) Διγ. Άνδρ. 34514. 4) Σημάδι που δείχνει, φανερώνει κ.· ένδειξη· απόδειξη: Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 128, Σπαν. A 641, Κορων., Μπούας 104· (εδώ σε σχ. υπαλλαγής): και εις το προς έναν γόνατον του ερωτοκρατούντος| των δύο τα χέρια κείτουνται επάνω εις τα δεξιά των,| όρκου σημείον ερωτικόν εις ευυποληψίαν Λίβ. διασκευή α 542· (νομ.): Σκοπείται δε και θεωρείται η διάθεσις και η γνώμη του τύψαντος ... από το όργανον ... Και εκ τούτου ή και άλλων τινών σημείων ... φαίνεται είτε εβούλετο φονεύσαι, είτε ουδόλως εβούλετο Zygomalas, Synopsis 300 Φ 9. 5) α) Σύνθημα: Δούκ. 21535· β) σινιάλο: Ούτως είπεν ο Πηλείδης κι ασηκώθη ευθύς ο Αίας| κι αυτός Οδυσσεύς ο σώφρων ...·| και σταθέντες κατά τάξιν, Αχιλλεύς δίδει σημείον| κι όλοι με σπουδή ετρέξαν Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΓ́ [318]. 6) α) Σημαία με διακριτικά σύμβολα ή εμβλήματα: Ψευδο-Σφρ. 32415· β) λάβαρο, θυρεός ευγενούς: η Σεμιράμις έδειξε των γυναικών να βαστούν τα άρματα ... Και πάντοτες εβάστανε την ένδειξιν του ανδρός τους, ήγουν το σημείο του Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 114v· γ) (στον πληθ.) τα σύμβολα μιας πόλης: αφόν οι κατάδικοι του Τιμίου Σταυρού επήραν το Ιεροσόλυμαν, εδώκαν την αξίαν των Ιεροσολύμων και τα σημεία εις την Αμόχουστον Μαχ. 30830. 7) Σύμβολο· (εδώ προκ. για το χριστιανικό σταυρό): Η χάρις του Πανάγιου Πνεύματος και του σταυρού σημείο| να σου είναι βοήθεια Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2141· Λατίνοι και Ρωμαίοι τε, ...| που το σημείον του σταυρού έχουν ενδεδυμένοι| σε πίστιν την αμώμητον είναι βεβαιωμένοι Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4683. 8) α) Ορόσημο: Metrol.2 8612· β) μέρος, τόπος περιορισμένης έκτασης, που ορίζεται με ακρίβεια: μέσον γαρ εκείσε τούτου (ενν. του οίκου)| είν’ οι θησαυροί κρυμμένοι·| ένεστιν τόδε σημείον·| κείται μέλαινα ... πέτρα (παραλ. 1 στ.) υπερέχουσα της γαίας Ερμον. Ω 195· γ) ορισμένο σημείο, συγκεκριμένη θέση στο χώρο: μέλλων γαρ γεωμετρήσαι πρώτον τίθει σκόπελον εν τῳ χωρίῳ εκείνῳ, ο βούλει μετρήσαι, αφ’ ού από σημείου ερχόμενος ... τας ευθείας ... έστω ποιείν και ταύτας προς αλλήλους  ... πολλαπλασιάζων, έξεις το εμβαδόν Metrol.2 892. 9) α) (Στον πληθ.) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου: έχει δε ούτος σημεία· ο όνυξ του μεγάλου δακτύλου του δεξιού ποδός,| τήλομα έχων· λαλιά αυτού ηδεία· η όψις αυτού ευειδής Χρησμ. (Brokkaar) 25· β) σημάδι στο σώμα: συκοφαντήσαντες αυτόν (ενν. οι κληρικοί τον Διονύσιον), ότι εστί περιτετμημένος ..., εγερθείς ... έδειξε πάσι τας σάρκας αυτού ...· ου γαρ ην σαρκός σημείον εν αυτῴ, ει μη μόνον άκρον δέρματος Έκθ. χρον. 315. 10) Σωφρονιστικό παράδειγμα: Εάν εβγάλει τινάς ανθρώπου οφθαλμόν, ας εβγάλουσι και αυτού τον ένα οφθαλμόν· ... να φαίνεται καλόν σημείον, άλλος άλλου οφθαλμόν μη εβγάλει Νομοκριτ. 91· (σε κατάρα): έξελθε, πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα, ... φύγε απ’ εμού, σημείον του κόσμου, όνειδος των πολιτικών και μύσος Σπανός (Eideneier) B 42. 11) (Ιατρ.) σύμπτωμα: Εάν ιέραξ έχει χολήν, τα σημεία ταύτα ποιεί, ξερά φλέγματα πράσινα Ορνεοσ. αγρ. 52723· διεμηνύσατο (ενν. ο σουλτάν Μπαγιαζίτης) τοις Βενετίκοις, έχων φιλίαν μετ’ αυτών, ίνα φαρμάκῳ διαφθείρωσιν αυτόν (ενν. τον Τζεμ σουλτάν) ... Έπεμψαν γαρ προς αυτόν άρχοντά τινα ..., ος δη και φιλίαν υποκριθείς έφαγε και έπιε μετ’ αυτού. Και ούτω συνδιάγων εφάνη τελευτήσας επί σημείοις φαρμακών Ιστ. πολιτ. 543. 12) (Εδώ) το προσωπικό αντικείμενο που χρησιμοποιείται ως λαχνός: ο καθείς λαχνόν εποίσε·| κι εις την περικεφαλαίαν του Ατρείδου βασιλέως| είχαν βάλει το σημείον Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ή [131].
       
  • σήπω — σαπαίνω,
    Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 10216, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 434, Λέοντ., Αίν. Ι 6, Λαυρ., Οπτασία Λ. 376· σέπομαι, Ασσίζ. 17818, 18211, Ιατροσ. κώδ. ͵αιγ́, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 1216, Συναξ. γυν. 101, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 236v, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 12726‑27, 1298, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 133, 151· υποτ. παθητ. αορ. (να) σαπηθώ, Μορεζ., Κλίνη φ. 80v· γ́ εν. υποτ. παθητ. αορ. (να) σάπει, Ch. pop. 259· μτχ. παρκ. σαπημένος, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 444, Gesprächb. 426, 11011, Χούμνου, Κοσμογ. 494, 1780, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 8215, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 130, Μορεζ., Κλίνη φ. 83r Πιστ. βοσκ. ΙΙ 8, 40, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5440, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1303], Φορτουν. (Vinc.) Β́ 494, Λεηλ. Παροικ. 659, Τζάνε Εμμ., Μοιρολ. 1386, Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 1527, Ι 26931· σεσαπημένος, Ιστ. πατρ. 194910· σεσηπωμένος, Γιατροσ. Ιβ. 22.
    Το αρχ. σήπω. Η λ. σαπαίνω από τον αόρ. εσάπησα (<γ́ πληθ. εσάπησαν του σήπω) αναλογ. προς ρ. σε ‑αίνω (βλ. Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ.). Αόρ. εσάπηκα (Σκουβαρά, Ολυμπιώτ. 510· πβ. Ανδρ., Λεξ. λ. ‑ηκα) και εσαπήθην (Έγγρ. Σαντορ. 3891) σε έγγρ. του 18. αι. Η μτχ. σαπημένος στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. σαπαίνω, Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης). Τ. σέπω σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., λ. σήπω). Ο τ. σέπομαι (<σήπομαι, βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 567) και σήμ. Το μέσ. σήπομαι και σήμ. λόγ. Η λ. σαπαίνω στο Βλάχ. (όπου και μέσ. σαπαίνομαι) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Κουβέλης, Λεξιλόγιο Ξηρομέρου, Μπασέα-Μπεζαντάκου, ΛΔ 15, 1985, 139, Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ.).
    Ά́ (Μτβ) κάνω κάπ./κ. να αποσυντεθεί, να σαπίσει: Μα εγώ δεν έχω πλέον ελπίδα της υγείας μου, διότις όλον με έχει η λέπρα σαπημένον Μορεζ., Κλίνη φ. 80r. Β́ (Αμτβ.) α) (για πτώμα) αποσυντίθεμαι, σαπίζω· αφού αποθάνεις και σαπείς, πότε να εξαναζήσεις; Γλυκά, Στ. 221· ο υιός μας δεν απέθανεν, ουδέ αφανίσθη ουδέ εσάπη εις τον τάφον, ... αμή ζει και είναι εις τον τόπον οπού έχει μεγάλην χαράν και ευφροσύνην Λαυρ., Οπτασία Σ. 106· Και … μεν το σώμα το πλασθέν από της γης, χωρισθείσης της ψυχής, υποστρέφει εις την γην, από την οποίαν έγινεν, και σαπαίνεται και γίνεται χώμα· η δε ψυχή, καθώς είναι αθάνατος, πορεύεται όπου την θέλει προστάξει εκείνος οπού την ήκτισεν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5428· Ειδέ και το ακάθαρτον εκείνον ζώον σεσαπῄ μέσα εις το αγγείον και κάμει και σκώληκας, ό,τι αν είδος έχει αυτό το αγγείον, να το ρίχνουν εις ένα μέρος να μηδέν φαγωθεί Μαλαξός, Νομοκ. 455· β) καταστρέφομαι, φθείρομαι, χαλάω: Μετά μολύβδου έξωθεν (ενν. η τούρλα του ναού) είναι εσκεπασμένη,| φυλάττεται από βροχήν, όπως να μη σαπαίνει Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 94. Εάν γίνεται από ριζικού ότι έναν μου αμάλωτον ένι αστενής απού κοιλιακόν, και είς γιατρός … δίδει του βοτάνια προφορητικά ού πράγματα θερμά διά τα ποία το συκώτιν του σέπεται ... το δίκαιον κρίνει και κελεύει ότι αυτός ο γιατρός ένι κρατούμενος εναντίον του σκλάβου μου Ασσίζ. 43417· Ειδέ πάλιν και θέλεις να φυλάξεις τα αγγούρια πολύν καιρόν να μη σαπηθούσι, κάμε λάκκον εις τόπον, οπού να μη δίδει ο ήλιος, βάλε τα μέσα και βάλε τους καμπόσην άμμον και αποπάνω τα σκέπασε με ξηρόν χορτάριον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 210· πολλά σταφύλια εσαπήθηκαν από την πολλήν βροχήν και ο χειμώνας έγινεν πολλά αχαμνός, αμή τον Μάρτιον και τον Απρίλιον μήνα πάλιν πολύ κρύωμα με χιόνι έκαμεν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 81v· (μεταφ.): Αφού γηράσεις και σαπῄς, πότε να γίνεις νέος; Γλυκά, Στ. 220· εάν κάμετε ούτως, θέλετε φορέσει παρά Θεού τον αμαράντινον της δόξης στέφανον … Αμαράντινος λέγεται, οπού ποτέ δεν σέπεται, να χαλάσει, μόνον πάντοτε ανθεί και βλαστάνει Μαλαξός, Νομοκ. 111· Οι μτχ. παρκ. σαπημένος, σεσαπημένος ως επίθ. = 1) Σάπιος, που βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης: Τότε ευθύς το πρόβατον ταύτα απιλογήθη:| «Ω μιαρέ σκατόχοιρε, βορβοροκυλισμένε| που τρώγεις πάντα τα κακά και άχρηστα του κόσμου,| σκουλήκια και κόπρια, κρέατα ψοφισμένα| οφίδια και ερπετά και σαπημένα κρέη …» Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 439· εκήρυττον (δηλ. οι αιρετικοί επίσκοποι Γάιος και Θεόδωρος) … πως οι απεθαμένοι πλέον δεν ανασταίνονται, επειδή ήτον αδύνατον (κατά την μιαράν αυτών γνώμην τουτέστιν) σαπημένον σώμα, και χώμα γενόμενον, να ανασταθεί ως το πρότερον Αγαπ., Καλοκ. 340. 2) Φθαρμένος, σαθρός: τα γεροντικά σώματα, κυρ Αλέξανδρε, παθαίνουσιν εύκολα από πάσαν αφορμήν, ή, να ειπώ με ολίγον παράδειγμα, το νέον ρούχον, αν το πιάσει η βάτος ή ο παλίουρος, δεν ημπορούν να το χαλάσουν τόσον ... αμή, αν πιάσουσι σαπημένον παλαιόρουχον, περισσότερον κρατούσι παρά όπου αφήνουσιν Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 5825· Μόνον έστοντας (ενν. ο Φώτιος) ωσάν εις αμμουδερό και σαπημένο θεμέλιο, θέλω να ειπώ την κοσμικήν σοφίαν και κενοδοξίαν, ... εσίμωσεν εις την υπερηφανείαν οπού είναι του Θεού εχθρά, από την οποίαν έμαθε κάθε λογής κακοσύνην και πάσαν υπόθεσιν των σκανδάλων Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 767. 3) Άρρωστος, νοσηρός: Και ανίσως και συνευρεθεί η γυναίκα μετά του ανδρός αυτής εις τα εμμήνια αυτής ... γίνεται το βρέφος σεσαπημένον ... Και ωσάν γεννηθεί γίνεται λωβόν ή λεπρόν ή άλλη ασθένεια έχει εις το κορμί του Γιατροσ. Ιβ. 22· (εδώ μεταφ.): και να μην τύχει κανένα καιρόν διαμέσου του μέλους ετούτου του σαπημένου και ανιατρεύτου κινδυνεύσει το επίλοιπον όλον κορμί της Εκκλησίας και το όνομα του Θεού να βλασφημάται Χριστ. διδασκ. 418. — Βλ. και σαπίζω, σαπήνω.
       
  • σιμά,
    επίρρ., Σπαν. (Ζώρ.) V 320, Λόγ. παρηγ. L 304, Λόγ. παρηγ. O 310, Καλλίμ. 1278, Ασσίζ. 12919, 22418, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 273, Χρον. Μορ. H 5788, 8210, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 AZ 62 κριτ. υπ., Σαχλ., Αφήγ. 694, Απολλών. (Κεχ.) 93, Λίβ. Esc. 2972, Χρον. Τόκκων 786, Φαλιέρ., Ιστ.2 537, Μαχ. 34012, Θησ. ΙΆ [377], Ιμπ. (Legr.) 666, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 280r, 402r, Πεντ. Γέν. XLI 3, Πορτολ. A 2915, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 24, Αχέλ. 748, Χρον. σουλτ. 964, Ιστ. πατρ. 1231, Μορεζ., Κλίνη φ. 137r, 502r, Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 15718, Κυπρ. ερωτ. 15113, Πανώρ.2 Ά 264, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 47, Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 77, Χίκα, Μονωδ. 15, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1092, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 207, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 995, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 81,· Στάθ. (Martini) Β́ 95, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 8114, 12130, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 27r, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 950 ρέ 4, 1585 λζ́ 12, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [804], Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 730, Δ́ 377, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 306, Β́ 270, Διγ. O 2614, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 451, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18318, 5137, Hagia Sophia f 58516, κ.π.α.· σίμα, Πεντ. Αρ. XXIV 17, Διήγ. ωραιότ. 566.
    Από το αρχ. επίθ. σιμός (για πιθ. πρωιμότερη μνεία βλ. TLG). Για τον τ. σίμα πβ. τ. πάρα της πρόθ. παρά. Η λ. στο Meursius και σήμ. λαϊκ.
    I. Επίρρ. Ά Τοπ. 1) α) Σε μικρή απόσταση, από μικρή απόσταση, κοντά: έτυχε κάποιος νέος θρασύς και μιαρός να τον λακτίσει (ενν. τον Σωκράτη) και όσοι έτυχαν σιμά και τον είδαν ελυπήθησαν πολλά Σοφιαν., Παιδαγ. 115· Στην Μάλτα πλησιάσασιν ως δέκα μίλια, για να| δούσιν από τους έσωθεν το τι σημάδι ’πιάνα,| αν τους δείξουν να στρέψουσι, γή μέσα να σεβούσιν,| και με φρεγάδα διάβησαν σιμά τινές να δούσιν Αχέλ. 1627· Χρεία είναι μου νά ’βγω απεδώ και τα κλαδιά ν’ αφήσω,| και στανικώς μου να διαβώ σιμά να του μιλήσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [172]· (μεταφ., προκ. για αφήγηση): εισέ σαράντα δύο χρόνους οπού ο Οκτάβιος Καίσαρ είχεν βασιλεύσει έγινε η σάρκωσις του Υιού του Θεού, ώσπερ σας το θέλω ειπεί εδώ σιμά Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 224v· β) (με εμπρόθ. τοπ. προσδ., προκ. να δηλωθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια ο τόπος) κοντά· δίπλα: τούτο το βουνό (ενν. ο Βίσκος) είναι σιμά εις τον παράδεισον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 119v· εις ... τόπους ψυχρούς πρέπει να φυτεύετε τες κιτρίες και λεμονίες σιμά εις τον τοίχον ή εις τες καμάρες διά να τες σκεπάζετε τον χειμώνα με ψάθες να μη παγώνουσι Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 151· είδεν δενδρόν πολλά ψηλόν σιμά προς το ποτάμιν,| οπού την Εύα εδόλεψεν ο όφις στο καλάμιν Χούμνου, Κοσμογ. 341· να εύρουν επιτήδειον και άξιον ζωγράφον να ζωγραφίσει με ψηφίον μωζαϊκόν ... αρχίζοντας σιμά από την θήκην των αγίων λειψάνων Ιερομν., Επιστ. 179· πήγε (ενν. ο βασιλεύς) και εκάθισε στον υψηλόν τον θρόνον,| και πατριάρχης έκατσε σιμά από τον θρόνον Αρσ., Κόπ. διατρ. [401]· (μεταφ.): εφαίνουντον η θάλασσα τριγύρου εις το νησί πότε κόκκινη, πότε πράσινη και μελανή, και μάλιστα εκεί σιμά εις το κακό εφαίνουνταν η θάλασσα εκατόν λογιών Διήγ. πανωφ. 60· Προσωδία έναι κάποια εξάπλωσις της φωνής όπου κάνει την λέξιν μακρότερην, και λέγεται προσωδία διότι έναι σιμά στην ωδήν Σοφιαν., Γραμμ. 37. 2) (Προκ. για εγγύτητα σε πρόσωπο)   α1) δίπλα σε κάπ.: εσίμωσε και κάθισε σιμά με τα παιδιά της,| ηγέρθη κι είπε τό ’θελεν κι ηκούσθη η ομιλιά της Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 456· α2) στο περιβάλλον κάπ.: ο κυρ Δανιήλ ... ήτον άνθρωπος ... προβλεπτικός, φιλόξενος, και το περισσότερον ήτον εις την Πόλη σιμά εις τον πατριάρχη, διότι δεν εμπορούσεν ο πατριάρχης να κυβερνήσει το Πατριαρχείο από το πολύ το χρέος Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 34r· β) ενώπιον, μπροστά σε κάπ.: Περί εξομολογουμένων, ότι από ποίαν ηλικίαν κρίνονται σιμά εις τον Θεόν τα αμαρτήματα του ανθρώπου Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 72210· γ) (σε αρνητ. πρόταση) συγκριτικά με κάπ.: σιμά εις την δύναμιν της Παρθένου Μαρίας ουδένα δεν είναι αδύνατον ούτε άπιστον ούτε περίσσον Μορεζ., Κλίνη φ. 443v· οπίσω ως τώρα μ’ έσυρνε η διάκρισις του νου μου,| το πώς δεν έχω μέριτο σιμά στην αφεντιά σου| και ως άτακτο στο ύστερο με διώξει η αρχοντιά σου Λεηλ. Παροικ. Αφ. 9. 3) Δίπλα (σε κ.)· συγκριτικά: Τέτοιας λογής ... και πλέον χειρότερη και σιχαδερή εστίν και η καθ’ ημάς ζωή σιμά εις εκείνα τα μέλλοντα αγαθά οπού διδάσκουσιν οι θεαταί της θείας δόξης Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 7119· αν ήξερες την σήμερον πώς βρίσκομ’ ο καημένος,| χαρά ’χες πει την πρίκα σου σιμά στην εδική μου| κι ήθελες το ’χει θάμασμα το πώς κρατεί η ζωή μου Πανώρ.2 Ά 69. 4) Επιπροσθέτως, επιπλέον, παραπάνω: τα άλλα κατορθώματα τα πολεμικά της υψηλότητός τους είναι περίφημα και εξάκουστα· έτσι, σιμά εις εκείνα, και τούτο το κατόρθωμα ... να είναι εδικόν τους, εις παντοτινόν μνημόσυνον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Εισαγ. 19· καιρός επέρασε, μήνας απάνω κάτω,| που ο Ρώκριτος δεν ήπεψε του φίλου του μαντάτο.| Τούτο το μάκρος του καιρού, σιμά στο δακτυλίδι,| το ’να και τ’ άλλο σφάζει τη και θάνατο της δίδει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 581. Β́ (Χρον.) α) σε μικρό χρονικό διάστημα, σύντομα: σιμά η μέρα της θλίψης τους και γλήγορα τα μελλόμενα εις αυτουνούς Πεντ. Δευτ. XXXII 35· Ουδέ μιλήσειν ήθελα σήμερον τον καημόν μου| ανέν και δεν εγροίκουνα σιμά τον θάνατόν μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [346]· Ελέγασίν του πολλοί πως γυρεύγει αδύνατον πράγμα τόσος καιρός απού επέρασε, και ετύχαινε, αν ήθελε να το κάμει, να το ήθελεν κάμει τότες σιμότερα, μα εις χρόνον περασμένον δεν θέλει εύρει τίβετας Μορεζ., Κλίνη φ. 137r· (με ακόλουθο εμπρόθ. προσδ.): ήλθα εδώ, ... διότι σε βλέπω συγχυσμένον, και σιμά εις το να κλάψεις, διά να μην ανακατέψω την χαράν με τα κλάηματα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 138· έκφρ. σιμά σιμά = τακτικά· συχνά: Δεν είστ’ εσείς (ενν. μάτια μου) οπού ’χετε την πεθυμιά μεγάλη| σιμά σιμά να βλέπετε τα πλουμιστά τση κάλλη;| Τώρα γιατί τη φεύγετε, γιάντα τηνε φοβάστε; Πανώρ.2 Β́ 176· β) πριν από λίγο: Καθώς εδώ σιμά ’κουσα από ’ναν Τούρκο τώρα,| μια κορασιά θα κάψουσι χριστιανή στη χώρα Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 77· γ) (πριν από χρον. πρόταση) λίγο πριν: με έργον εφανέρωσεν (ενν. ο Κύριος ημών), οπού ανέσταισε πολλούς νεκρούς, και σιμά όταν ήθελε να σταυρωθεί, ανέσταισεν έναν νεκρόν, ονόματι Λάζαρον Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5625· λέγουν ότι τούτη η μάννα τους όταν ήτονε σιμά οπού να τα γεννήσει, ο Ιακώβ ήτονε να γεννηθεί ομπρός ... και ... ο Ησαύ τον εκράτησεν από τα ποδάρια και εταύρισέ τονε οπίσω διά να γεννηθεί αυτός ομπρός Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 135v. II. Ως πρόθ. Ά Δηλώνει τόπο 1) α) Κοντά σε κάπ. ή κ.: Εις τούτο εσυμβιβάστηκεν αυτός ο Παλαιολόγος| με το κουμούν της Γένοβας, τον Γαλατάν τους δίδει,| που ένι σιμά της Πόλεως εκείθεν του λιμνιώνος Χρον. Μορ. P 1279· o κυρ Τζανής Παπαγιαννόπουλος ... δίδει ... εις αλλαξά αιωνίως του κυρ Νικολό Παπαγιαννόπουλου ... το σώχωρο οπού έχει ... το ποίο είναι σιμά τω σπιτίω των λεγομένω Χελιδόνω Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 325· Και ωσάν είδεν τον νεούτσικον, τρέχει να πάει σιμά του,| και ο νεούτσικος τα όμοια εζύγωσε κοντά του Τριβ., Ρε 285· έκφρ. σιμά της γης = στο ύψος της επιφάνειας της γης· σύρριζα: τότε κι οι μπουμπαρδάροι τους ποσώς να μην κοιμούνται,| ως κάτωθεν σιμά της γης τα τείχη να χαλούνται Αχέλ. 975· β) δίπλα σε κάπ. ή κ.: Ει μεν εξεύρεις γράμματα, πιάσε ν’ αναγινώσκεις·| είτε είσαι πάλι αγράμματος, κάθου σιμά μου, αφκράζου Χρον. Μορ. H 1352· και το ξενοδοχείον της καινούργιον να το κτίσει,| να ’χει σιμά του και λουτρόν να λούονται οι ξένοι Λίβ. διασκευή α 3100. 2) α) Στο περιβάλλον κάπ.: ο πατριάρχης, εγνωρίζοντα αυτόν δίκαιον, τον είχε πάντοτε σιμά του και τον εσυμβουλεύετον Ιστ. πατρ. 9823· Όλα μας είπεν ο Θεός να ’ναι στην εξουσιά μας,| μόνον της γνώσης το φυτόν να μην γενεί σιμά μας Βεστάρχης, Πρόλ. Θεοτ. 44· β) μαζί με κάπ.· πάνω σε κάπ.: Τούτ’ είδα με τα μάτια μου και ήκουσα με τ’ αυτιά μου·| να, και ο Κλεόπας μαρτυριά, οπού ’τονε σιμά μου Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. 422· γρήγορ’ ας κράξου τσι γιατρούς και τα βοτάνια ας βρούσι| τω φαρμακιών ογλήγορα σιμά τως να βαστούσι Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 256· (μεταφ.): Τιμητικ’ αναθρέφετον (ενν. ο νέος) και φρόνιμα περπάτεν,| και των γερόντων την βουλήν σιμά του την εκράτεν Κορων., ΜπούαςΚι αν έναι και πρικαίνεσαι, γιατί το φταίσιμό μου| τόσα θωρείς πως έκαμε βλάψιμον εδικό μου,| για χάρη κι όχι βλάψιμο το ’χω η φτωχή σιμά μου,| κι άφης σε τέτοιο κόμπωμα να χαίρεται η καρδιά μου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 367· φρ. στέκομαι σιμά κάπ. = συμπαρίσταμαι σε κάπ., είμαι στο πλευρό του: εσύ να την παρηγοράς και να σταθείς σιμά τση| ίδια ωσά να ’χα ζει κι εγώ, πιστή και φίλαινά τση Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 497· (εδώ σε μεταφ.): Την αρετήν πολλά ’χουσι και στέκεται σιμά τως| και σμίγουσι συβαστικά κι είναι στην συντροφιά τως Τζάνε, Κατάν. Αφ. 35. 3) Ενώπιον, μπροστά σε κάπ.: ο Θεός αγαπώντας τον βασιλέα τον Ιωάθαμ ... και τον παππούν του τον Οζίαν, οι οποίοι ήτονε καλοί και δίκαιοι και αρεστοί σιμά του Θεού ... πέμπει τον Ησαΐαν τον προφήτην Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 437297. Β́ (Χρον.) κοντά: Όχι μόνο πρωτύτερα ... εφανερώνετονε εις τους προφήτας, μα και ύστερα, σιμά του καιρού, όταν είχε να κτιστεί αυτόνο το θαυμαστότατον παλάτιον Μορεζ., Κλίνη φ. 5r. Γ́ (Με αριθμητ. ουσ. ή επίθ., σε κατά προσέγγιση υπολογισμό) περίπου, σχεδόν: Η συντροφιά τού φάνηκε του Ιούδα να ’ναι ελίγη·| ’ς τσι αρχιερέους εμήνυσε και πέμπου άλλους τόσους| κι ήσυρνε ο Ιούδας μετ’ αυτό σιμά άντρες πεντακόσους Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3007· επολέμα (ενν. ο σουλτάν Μουράτης) και την αυτήν πόλιν σιμά χρόνους τρεις και δεν εδυνήθη να την επάρει Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 15· Εσύ εξεύρεις, αφέντη μας, ότ’ οι εκκλησίες κρατούσιν| σιμά το τρίτον του Μορέως, όλου του πριγκιπάτου Χρον. Μορ. H 2633. Έναρθρ. ως επίθ. = κοντινός, γειτονικός: από τα είδωλα των θεών ός τριγύροθε σας οι σιμά προς εσέν γή οι μακρύ από εσέν από άκρη της ηγής και ως άκρη της ηγής Πεντ. Δευτ. XIII 8.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης