Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγόρι(ν)
- το, Προδρ. (Hess.-Pern.) IV 41, Χρον. Τόκκων (Schirò) 3471, Rechenb. 45, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 264· αγούρι(ν), Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 210, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 643.
Υποκορ. του ουσ. άγορος. Ο τ. αγούριν από τον τ. άγουρος. Βλ. και Χατζιδ., Αθ. 41, 1929, 22. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αγώρι).
1) Παλληκάρι, πολεμιστής: το δειλινόν εζήτησεν το πρώτον του αγούρι| να σμίξουσιν να δώσουσιν αλλήλως κονταρέες| μετά Αχιλλέως του θαυμαστού Αχιλλ. O 643· (πβ. άγουρος ο 2, παλληκάρι(ν), παλληκαρίτσι(ν). 2) Αρσενικό παιδί (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αγώρι 2): Αγάπα και την όρνιθα, αγάπα τον Περδίτση (έκδ. Παρδίτση· διόρθ. Πολ. Λ., Μετά Άλ., σ. 114) κι ωσάν παιδιά της τα ’βλεπεν, αγόρι και κορίτσι Γαδ. διήγ. 264. 3) Με χρήση επιθετ. = αρσενικός (βλ. και ΙΛ λ. αγώρι 6): εάν κάμει η γυναίκα μου αγόρ(ι) παιδί, να έχει το παιδί από τον βίον μου μερτικόν ένα, … ει δε ποιήσει θηλυκόν Rechenb. 45. εκφρ. (1) παιδί(ν) αγόρι: Προδρ. IV 41, Χρον. Τόκκων 3471· (2) παιδίν αγούριν: Γλυκά, Στ. 210 (βλ. και αγορίτσιν).άγουρος (ΙΙ)- ο· άγορος, Διγ. (Hess.) Esc. 503, Φλώρ. (Κριαρ.) 136, 1608, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2031, Λίβ. (Wagn.) N 36, 392, 682, 750, 1030, 1209, 1532, 3625, Αχιλλ. (Haag) L 67, 162, 415, 436, 806· άγουρος, Πρόδρ. (Legr.) 12, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 136, III 373, Διγ. (Mavr.) Gr. II 156, III 22, 48, 61, 83, 93, IV 247, 256, VI 428, VIII 140, Διγ. (Hess.) Esc. 24, 31, 47, 199, 205, 308, 364, 487 δις, 500, 505, 515, 567, 580, 730, 895, 944, 1032, 1302, 1601, 1715, Διγ. (Καλ.) A 359, 381, 392, 950, 999, 1218, 1672, 1905, 1925, 2004, 2040, 2302, 2317, 2438, 2443, 2548, 3401, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 85, 665, 679, 699, 1021, 1768, 2312, Φλώρ. (Κριαρ.) 488, 607, 1434, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 164, Λίβ. (Μαυρ.) P 10, 569, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 1651, Αχιλλ. (Hess.) N 114, 140, 218, 925, 939, 1006, 1428, 1459, 1535, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 75, 268, 292, 300, 393, 620, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 231, 289, Ch. pop. (Pern.) 385, Ριμ. κόρ. (Pern.) 665, 730, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 118, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3245, 33410, 34723, 3561, 37023· άγγουρος, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1653, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 9, 2249, Γ́́ 1562, Δ́́ 1940, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́́ 188, 194, Έ́ 92, Φορτουν. (Ξανθ.) Β́́ 313, κ.π.α.
Από το αρχ. επίθ. άωρος (Hatzid., Einleit. 119, Χατζιδ., ΜΝΕ B́́ 326, Χατζιδ., Αθ. 41, 1929, 21-22. Βλ. όμως και Kretschmer, Glotta 20, 1932, 239-240 και Κοραή, Άτ. Ά́ 88). Ο τ. άγουρος και στο Γεώργ. Συνεχ. (Mor.) Á́ 85, τον Πορφυρογ., Έκθ. (Βόνν.) 47113 και την Άννα Κομν. VII VII 3. H λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Νέος, παλληκάρι: πόθος εκατεκράτησεν αγόρου την ψυχήν μου Λίβ. Sc. 2031. Συνών. αγουρίτσης, νέος, νεούτσικος, νεώτερος ο, παλληκάρι(ν), παλληκαρίτσι(ν)· β) νέος τοποθετημένος στην υπηρεσία του παλατιού: και οι βάγιες του παλατιού μετά και τους αγόρους| χαράν εκαταστήσασιν Φλώρ. 136. 2) Παλληκάρι, πολεμιστής: ομπρός υπάν οι αγούροι του και ο αμιράς οπίσω Διγ. (Hess.) Esc. 205· τον Μελεμέντζην κράζει,| ον είχεν πρώτον άγουρον, έξαρχον απελάτων Διγ. A 3401· και τους αγούρους ελάλησεν και ταύτα τους ελάλει (παραλ. 1 στ.): «Λόγον έχω, συντρόφοι μου, θέλω να σας συντύχω» Αχιλλ. O 393· μη τινάς επαγόμενος μαχίμους στρατιώτας (παραλ. 2 στ.), μηδέ πεζών επιδρομήν σφενδονητών αγούρων Προδρ. Ι 136 (πβ. αγόρι(ν) 1, παλληκάρι(ν), παλληκαρίτσι(ν)). 3) Το κατ’ εξοχήν «παλληκάρι», γενναίος (πβ. ΙΛ στη λ. Β 2β): και αν ένι τις και δόκιμος και έχει ψυχήν θρασείαν (παραλ. 2 στ.) και αποκοτήσει ως άγουρος και επιλαλήσει εις μέσην … Προδρ. ΙΙΙ 373.ακαταδούλωτος,- επίθ., Βέλθ. (Κριαρ.) 150, Λίβ. (Μαυρ.) P 94, 1774, Λίβ. (Lamb.) Esc. 94, 1704, Λίβ. (Wagn.) N 113, 1895, Αχιλλ. (Haag) L 695, Αχιλλ. (Hess.) N 837, 889, 967, 1016, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 363.
Η λ. ήδη σε σχόλ. (L‑S).
α) Που δεν έχει υποδουλωθεί, ελεύθερος, ανεξάρτητος: Δούλος γαρ θέλεις να γενείς προς βασιλείς τους άλλους; (παραλ. 3 στ.) Βέβαιον, ακαταδούλωτε, να δουλωθείς προκρίνεις Βέλθ. 150· β) που δεν έχει υποκύψει (στον έρωτα): του να είμαι ακαταδούλωτος και παρεκτός (χφ πάρεκτος· διορθώσ.) αγάπης Λίβ. Esc. 1704· όλη ακαταδούλωτος του έρωτος τυχάνω Αχιλλ. O 363. — Πβ. και ακαταδούλευτος, ακατάκριτος, ποθοακαταδούλωτος, ποθοακατάκριτος.ακροδειλιάζω,- Αχιλλ. (Hess.) N 191, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 126.
Από το ακρο‑ και το δειλιάζω. Για το ακρο‑ βλ. ακροβλαστημώ (ετυμ.).
Δέχομαι (κάτι) με φόβο, φοβούμαι κάτι λίγο: τούτους ακροδειλίασεν ο βασιλεύς τους λόγους Αχιλλ. O 126. — Πβ. και ακροφοβούμαι.αναίσθητος,- επίθ. Σπαν. (Hanna) A 21, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 29, 34, Σπαν. (Μαυρ.) P 11, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1058, 1421, 1745, Διγ. (Καλ.) A 107, 4118, Βέλθ. (Κριαρ.) 80, 864, 865, 1154, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 113, Λίβ. (Μαυρ.) P 200, 2296, 2448, Λίβ. (Lamb.) Sc. 734, 2237, 2411, 2705 (έκδ. Lamb. αναίσθητα· έκδ. Μαυρ. Ρ 2448 αναίσθητη), Λίβ. (Wagn.) N 175, 318, 3116, Αχιλλ. (Hess.) N 898, 956, 1721, Ιμπ. (Wagn.) 405, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 472, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 58, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ [970]· αναίστητος, Λίβ. (Lamb.) Sc. 892, Λίβ. (Lamb.) Esc. 159, 3420, 3593, 3837, Λίβ. (Wagn.) N 1634, 3040, Αχιλλ. (Hess.) N 554, 1029, 1666, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 448, 763, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C 187, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 243, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [1177].
Το αρχ. επίθ. αναίσθητος. Η λ. και ο τ. της και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Που έχει χάσει τις αισθήσεις του παροδικά (από συναισθηματική αντίδραση), λιπόθυμος (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. 1 και τη σημερ., ΙΛ στη λ. 1): και αφ’ την θλίψην την πολλήν αναίσθητος εγίνη (παραλ. 1 στ.). Και μόλις εσυνέφερε τον νουν της η Χρυσάντζα ... Βέλθ. 1154· ενθυμηθείς εκείνην| αυτίκα ολιγοθύμησεν, έπεσεν προς την κλίνην| και εκείτεντον αναίσθητος επί πολλάς ημέρας Αχιλλ. N 898· φωνάζω, κράζω και ου λαλείς, και ευθύς κεντού με πόνοι| και γίνομαι αναίσθητος, κρύσταλλον παγωμένον Σπαν. P 11· Γίνομαι ώσπερ άφωνος και αναίσθητος, κυρά μου,| έρχομαι στην κατούνα μου, ολιγωρώ και πίπτω Ερωτοπ. 113· β) εξουθενωμένος, απονεκρωμένος (συναισθηματικά): όλου καθόλου εξεστηκόν εργάζεσαι τον νουν μου| και παντελώς αναίστητον το πάθος σου ποιεί με Αχιλλ. N 1666· Δέξου απ’ αναίστητον ψυχήν αισθήσεως πονοχάρτιν| και από καρδίαν ολόνεκρον γραφήν εμψυχωμένην Λίβ. Sc. 892· γ) που έχει χάσει τις αιθήσεις και τη συνείδηση (Η σημασ. και η χρήση ήδη μτγν., L‑S στη λ. 1· η έκφρ. νεκρός κι αναίσθητος και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): νεκρός τε και αναίστητος ήθελεν μεταπνεύσει Ιμπ. (Wagn.) 405· και είδες πως απόθανεν, νεκρόν ετήρησές τον,| άψυχον, ανενέργητον, αναίστητον τελείως Λίβ. Esc. 3420. Πβ. νεκραναίσθητος. 2) α) (Προκ. για τα άψυχα) που είναι δίχως ζωή, δίχως αισθήσεις, άψυχος (Πβ. αναίσθητος τόπος = βουβός, απαθής, Θεοδόσιος Διάκονος, Παναγιωτάκης, Α΄ 245): ει μη ψυχρόν και αναίσθητον, κρυσταλλωμένον ύδωρ Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 34· κι εκείνα τα μηχανικά και αναίσθητα πουλία Διγ. A 107· Και ως χαράκι αναίσθητον θέλει να στέκει ακόμη Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [970]· Μόνον σ’ αναίστητα μαλλιά κάθε σου πόθον βάνεις Σουμμ., Παστ. φίδ. A΄ [1177]· β) (προκ. για τα ζώα και τα φυτά) που δεν έχει συνείδηση, λογικό, σκέψη: και ως ζώα, που είναι αναίσθητα, δεν εγροικούν το τι έχουν Πένθ. θαν. N 472· και από τα καταφιλήματα και τας περιπλοκάς τους| τα δένδρα τα αναίστητα αντοδονούσιν πλέον Αχιλλ. O 448· Έρως, ... των αναισθήτων αρχηγέ, των αισθητών κατάρχα Λίβ. P 200. 3) Ασυγκίνητος (ηθικά), ανάλγητος, σκληρός (Βλ. Ευστ., Opusc. (Tafel) 69, 10. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): είσαι αναιστητότερος και παρά το λιθάριν Λίβ. Esc. 3593. 4) α) Που βρίσκεται σε σύγχυση, που σαστίζει: Τίνος ψυχή να ηυρίσκετον στην ώραν εδεκείνην| να μην εμετατέρπετον και αναίστητος να γένει; Παρασπ., Βάρν. C 187· τον νουν να χάσει παρευθύς, αναίστητος να γένει Αργυρ., Βάρν. K 243· β) που έχει χάσει το λογικό του, τρελός (από έρωτα) (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. 2): νεκρός ο βασιλεύς εξ ερωτοληψίας| και παντελώς αναίσθητος εκ της απελπισίας Καλλίμ. 1058· ως άνθρωπος αναίσθητος, παραπεφρονημένος Καλλίμ. 1745.αναπέμπω,- Μυστ. (Vogt) 59, Διγ. (Mavr.) Gr. ΙΙ 268, V 33, VI 411, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 439, 2001, Διγ. (Καλ.) A 892, 2965, Βίος Αλ. (Reichm.) 3160, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 319, Φυσιολ. (Zur.) ΧΙΙΙ 120, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 459, Ανάλ. Αθ. 49, Μάρκ., Βουλκ. (Λάμπρ.) 35128.
Το αρχ. αναπέμπω. Η λ. και σε δημοτ. τραγ. (Δημητράκ. στη λ. 11).
Α´ Ενεργ. 1) α) Εκπέμπω, αναδίδω (Η σημασ. ήδη μτγν.): ήχον ανέπεμπον τερπνόν ορέων αντηχούντων Διγ. Τρ. 2001· εξ οφθαλμών απόρρητον ανέπεμπε την χάριν Διγ. Gr. VI 411· Πάλιν Αθήνα οδυρμούς εκ βάθους αναπέμπει Ανάλ. Αθ. 49· β) (εκκλησ.) απευθύνω (Η σημασ. ήδη μτγν., Lampe, Lex. στη λ. 3): ... ίνα και ημείς δι’ ευχών εκτείνομεν τας χείρας και αναπέμψομεν ευωδίαν πνευματικήν διά πολιτείας αγαθής Φυσιολ. XIII 120· δόξαν ανέπεμψεν θεῴ και πάντες οι εδικοί του Αχιλλ. O 319. 2) Στέλνω (Η σημασ. σε επιγρ., Δημητράκ. στη λ. 5): περιβαλών αυτόν εσθήτα λαμπράν ας αναπέμψει αυτόν προς τον Πιλάτον Μυστ. 59. 3) (Νομ.) ζητώ αναβολή, αναβάλλω: εντέχεται να πει ο μαντατοφόρος του εμπαλή: «Κύριε, ο κύρης μου χαιρετά σε και αναπέμπει την ημέραν του ως εκείνος όπου ένι ασθενής και ουδέν ημπορεί να έλθει εις την ημέραν του Ασσίζ. 8919. B’ (Μέσ.) εκπηδώ, προβάλλω (Η σημασ. αρχ.): και εκ της ρίζης θαυμαστή ανεπέμπετο βρύσις Διγ. Gr. V 33.ανατρανίζω,- Λίβ. (Μαυρ.) P 399, Λίβ. (Lamb.) Sc. 419, Λίβ. (Lamb.) N 204, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 738, Ιμπ. (Κριαρ.) 200, Αλφ. (Κακ.) 1437, Στάθ. (Σάθ.) Ιντ. α΄ 7, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ε΄ [426]· ανετρανίζω ή ’νετρανίζω, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31616.
Από την πρόθ. ανά και το τρανίζω <τρανώ (Κοραή, Άτ. A΄ 112). Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Πβ. ανεντρανίζω.
1) α) (Χωρίς αντικ.) υψώνω το βλέμμα μου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Πώς ετόλμησες και ενετράνισες εις εμένα; Διγ. Άνδρ. 31616. Πβ. ανεντρανίζω 1α· β) κοιτάζω με προσοχή: από μακρά ανετράνισα και βλέπω αρματωμένους Λίβ. N 204. Πβ. αναβλέπω 2. 2) (Με αντικ.) κοιτάζω, ατενίζω, παρατηρώ (με προσοχή) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): στήκω, θεωρώ τον Έρωτα, την κόρη ανατρανίζω Λίβ. P 399· ουκ ημορούν τα μάτια μου να σε ανατρανίσουν Αχιλλ. O 738· τ’ αμμάτια σου ανατράνισε τα γλυκοσοθέμενα Στάθ. (Σάθ.) Ιντ. α΄ 7· εύρε μνημείον ανοικτόν και ανατράνισέ το Αλφ. 1437. Πβ. ανατηρώ, ανεντρανίζω 2.ανεβαίνω,- Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 404, 455, 698, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 34, Προδρ. (Hess.-Pern.) Ι 131, 261, ΙΙΙ 335 (χφ g) (κριτ. υπ.), 340c (χφ V) (κριτ. υπ.), 344α (χφ Η) (κριτ. υπ.), Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 5803, 6562, Παράφρ. Μανασσ. (Praecht.) Β 300, Διγ. (Καλ.) Esc. 1397, Διγ. (Καλ.) A 104, 120, 2275, Βέλθ. (Κριαρ.) 491, 1139, 1144, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 168, Πανάρ. (Λαμψ.) 772, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 109, Απολλών. (Wagn.) 543, Απολλών. (Janssen) 663, Λίβ. (Μαυρ.) P 931, 1061, Λίβ. (Lamb.) Sc. 3167, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2044, 2132, 2780, 3044, Λίβ. (Lamb.) N 167, Λίβ. (Wagn.) N 1401, Αχιλλ. (Haag) L 270, Αχιλλ. (Hess.) L 250, Αχιλλ. (Hess.) N 1403, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 275, Χρον. Τόκκων (Schirò) 3004, 3119, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 1013, Θησ. (Βεν.) Β΄ [435], Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VII 31, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 739, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 237, Βουστρ. (Σάθ.) 502, 526, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 142, 438, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 63, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 15111, 15625, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 385, Έκθ. χρον. (Lambr.) 4414, 19, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 35, 37, Πικατ. (Κριαρ.) 113, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 69, 77, 145, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 234, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΙΙ 6, ΧΙΙΙ 1, ΧΙΧ 15, ΧΧΧΙ 10, XLI 5, XLIV 34, Έξ. ΙΙ 23, XXXII 30, ΧΧΧΙΙΙ 5, Αρ. ΙΧ 17, 21, Χ 11, ΧXVII 12, Δευτ. Ι 4, ΙΧ 9, XVII 8, XXV 7, ΧΧΙΧ 22, Αχέλ. (Pern.) 692, 1766, 2111, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 83, 1014, 1027, 1223, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 466, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1138, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 247, Γ΄ 480, Ε΄ 25, 410, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ΄ 351, Ερωφ. (Ξανθ.) Γ΄ 341, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙΙΙ 3, 179· IV 5, 102· 5, 106, Χίκα, Μονωδ. (Μανούσ.) 178, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1964, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31426, 36127, 37925, 3874, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 2119, Β΄ 2304, Γ΄ 398, Ευγέν. (Vitti) 1374, Στάθ. (Σάθ.) Ιντ. β΄ 116, Γ 49, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Δ΄ 135, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 151, Λίμπον. (Legr.) 370, 511, Φορτουν. (Ξανθ.) Πρόλ. 49, 53, Ζήν. (Σάθ.) Δ΄ 136, 294, 361, Ε΄ 25, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 511, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15513, 16624, 17020, 18316, 2007, 25520, 28111, 2923, 30421, 3164, 38613, 4207, 43016, 48919, 55519, 57918, Διακρούσ. (Ξηρ.) 944, 9625· ’νεβαίνω, Ανακάλ. (Κριαρ.) 28, Μαχ. (Dawk.) 811, 3610, 4636, 15227, 18620, 20422, 2066, 3243, 32629, 33833, 4106, 41426, 44417, 54827, 55027, 55411, 58211, 58415, Βουστρ. (Σάθ.) 418, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 899, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 17614· αναβαίνω, Σπαν. (Hanna) A 592, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 192, 358, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 424, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙΙ 333, Ιατροσ. (Legr.) 1949, Ιερακοσ. (Hercher) 38132, Κυνοσ. (Hercher) 5974, Λίβ. (Lamb.) Sc. 439, Έκθ. χρον. (Lambr.) 7918, Πεντ. (Hess.) Δευτ. ΙΧ 23, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 137· ’ναβαίνω, Αλφ. (Mor.) IV 74· ανηβαίνω, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙΙ 340 c (χφ g) (κριτ. υπ.), Διγ. (Hess.) Esc. 1077, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5372, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2503, 3284, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 1004, Θησ. (Βεν.) Ζ΄ [1297], ΙΑ΄ [265]· ’νηβαίνω, Διγ. (Lambr.) O 58, 1896, 2725.
Το αρχ. αναβαίνω. Για τον τ. ανηβαίνω βλ. Hatzid., Einleit. 65, Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 33, 187 και Αθ. 20, 1908, 574, καθώς και Κουκ., Αθ. 43, 1931, 69. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Ανεβαίνω (κάπου) (Η σημασ. αρχ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1): εσίμωσε του παλατιού, ανέβηκε τη σκάλα Ερωτόκρ. Α΄ 2119· και τότε αποσκαλώσαμεν και ανέβημαν το βράχος Λίβ. Esc. 2780· άρχισαν ν’ ανηβαίνουν το ανήβα του Μακρυπλαγίου Χρον. Μορ. P 5372· Ευθύς τ’ ανέβην, ώρμησα και την τροφήν ωρέχθην Απόκοπ. 35· Κατζούρμπο, ας έβγομε από δώ μάνητα πλιο μην πάρω| κι ανέβω απάνω σπίτι τση και πιάσω και τη γδάρω Κατζ. Γ΄ 480· δεν ανέβηκα εις άλογο Διγ. Άνδρ. 37915· την όρθωσιν, το δύσφορον ν’ ανάβω της οδύνης Λόγ. παρηγ. O 424· του πόνου το ανώφορον ήρξου, ψυχή, αναβαίνειν Γλυκά, Στ. 192. Πβ. ανατρέχω 2· —Συνών.: ανάγω 1β· φρ. (1) ανεβαίνω στη μπερλίνα = διακωμωδούμαι (πβ. και μπαίνω στη μπερλίνα Κατζ. Α΄ 362): θε να σε κάμω ν’ ανεβείς σήμερο στη μπερλίνα Κατζ. Ε΄ 410· (2) ανεβαίνω στον κόσμο (ενν. από τον Άδη): Έχεις ελπίδα, λέγε μου, στον κόσμον πλέον ν’ ανέβεις; Πικατ. 113· β) υψώνομαι: αν έχει ως όρος αναβήν, ως κέδρος ανυψώσαι,| χαλάσειν έχει οψέποτε, κατακλιθήν και πέσειν Γλυκά, Στ. 358· γ) ανεβαίνω (με κατεύθυνση προς το Θεό) (Πβ. Lampe, Lex., λ. αναβαίνω Β 6b): πιστεύω και το δίκιο μου εις το Θεό ν’ ανέβει Τζάνε, Κρ. πόλ. 55519· Εσείς εφταίξετε φταίσιμο μεγάλο και τώρα θα ανέβω προς τον Κύριο να τύχει να συμπαθήσω για το φταίσιμό σας Πεντ. Έξ. XXXII 30· δ) ανεβαίνω (με κατεύθυνση προς την καρδιά, το νου, κλπ.) (Η χρ. ήδη μτγν., L‑S, λ. αναβαίνω ΙΙΙ b και Lampe, Lex., λ. αναβαίνω ΙΙ Β): αναβαίνουσι καπνοί δριμύτατοι εις τον εγκέφαλον αυτών και υπό τούτου αλγούσιν Ιερακοσ. 38132· μέρεμνα γαρ ερωτική τον νουν μου ουκ ανέβη Λίβ. Esc. 2132· Τούτα ’πασιν οι επαοιδοί, λέγω οι αστρολόγοι,| κι εις του ρηγός την φρόνησιν ενήβαιναν οι λόγοι Διγ. O 58· ως όταν ετελείωνα μια λέξιν τε και άλλην| και άλλες ανηβαίνασιν εις τον εγκέφαλόν μου Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 1004· κι εμένα πλέο τρομάρα| μ’ ανέβαινε θωρώντας την και ήρχομου εις λιγωμάρα Φαλιέρ., Ιστ. V 234· εκείνη ανέβην εις θυμόν και λέγει Λόγ. παρηγ. L 698. Πβ. ανεβάζω 3α· ε) (υποκ. φωνή, κραυγή, κλπ.) ανεβαίνω: ένθα σημαντηρίου φωνή ουκ αναβαίνει Ιατροσ. 1949· ανέβην η κραυγή τους προς τον Θεό Πεντ. Έξ. ΙΙ 23· μέσον Ρωμαίων και Περσών άγριος θρους ανέβη Μανασσ., Χρον. 6562· ς) προέρχομαι (από χαμηλότερο χώρο): η πύρωσις ανέβαινε εκ των σωληναρίων Διγ. A 120· — Η μτχ. ανεβασμένος όπως και σήμ.: Απανωθιόν των ουρανών, δέσποιν’, ανεβασμένη Σκλέντζα, Ποιήμ. 739. —Συνών.: ανασπώ ΙΙ 3, ανατέλλω Α3. 2) (Με εμπρόθ. προσδιορ.) μπαίνω, εισχωρώ, εισβάλλω, επιτίθεμαι: Θωρώ οι Τούρκοι ’νέβησαν εις την αγίαν Πόλην| και τώρα αφανίζουσιν εμέν και τον λαόν μου Ανακάλ. 28· Τα τρις αλλάγια έδειραν και ανέβησαν ως άνδρας Αχιλλ. O 275· οι δώδεκα ανέβησαν θαρρώντες προς εκείνον Αχιλλ. N 1403· όσοι κι αν ανεβήκανε όλοι νεκροί απομείνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 3164· Έκαναν λάκκους τρίγυρα αν τύχει ν’ ανεβούσι (ενν. οι εχθροί) Τζάνε, Κρ. πόλ. 15513. 3) α) Πηγαίνω, έρχομαι: Πάτερ, πετσίν ουδέν έχω να ανάβω να αγοράσω Προδρ. III 333· πάγιλος και ο ποδεστάς ενέβησαν εις την Λευκωσίαν ζητώντα τους μαντατοφόρους Μαχ. 2066· εκείνος μεν εξελθών από του κατέργου ανέβη εις τένδας, ας αυτῴ προητοίμασαν Σφρ., Χρον. μ. 1013· ω κοινή του γένους ψυχή, που ανέβης και άφησες το σώμα ωσάν νενεκρωμένον και ανενέργητον; Χίκα, Μονωδ. 178· Μέσα σ’ ετούτ’ απόκρυφοι σ’ άλλη μερά ’νεβήκαν Αχέλ. 692· Αναβάτε και κλερονομήσετε την ηγή ός έδωκα εσάς Πεντ. Δευτ. IX 23· φρ. ανέβην (και) εκατέβηκα = επήγα και ήρθα, ενδιαφέρθηκα, προσπάθησα: εξέβηκα εκ την θάλασσαν, επάτησα την άμμον, ανέβην κι εκατέβηκα να ιδώ αν εκομπώθην Λίβ. Esc. 3044· ανέβην, εκατέβηκα να παίζω το σπαθίν μου Λίβ. P 931. Πβ. ανατρέχω 1α· β) παρουσιάζομαι (Πβ. L‑S, λ. αναβαίνω ΙΙ 3): όνταν ενέβην ομπρός του αμιράλλη είπεν του Μαχ. 4106· ανέβησαν έμπροσθεν του ρηγός και της βουλής του και ανάφεράν του την μαντατοφορίαν τους Μαχ. 32629· εκείνοι μόνον οι δώδεκα ανέβησαν θαρσουμένοι,| εγλήγορα τον εχαιρετίσασιν κι επροσκυνήσασίν τον Αχιλλ. L 250· Και ανέβην μέσον τους ο κούντης ντε Ρουχάς Βουστρ. 526. 4) Επιβιβάζομαι (σε πλοίο): ενέβην εις το κάτεργον και επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν Μαχ. 811· ενέβησαν απάνω και έποικαν άρμενα Βουστρ. 418· εις την κοιλίαν του καραβιού ανέβηκεν η κόρη Απολλών. 663· εις το καράβι τ’ αφεντός Καπέλλου ανεβαίνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 17020. 5) Φυτρώνω (Πβ. L‑S Κων/νίδη, λ. αναβαίνω ΙΙΙ α): ιδού εφτά στάχα ανεβαίνουν εις καλάμι ένα, εύρωστα και καλά Πεντ. Γέν. XLI 5· να μη φυτρώσει και να μην ανέβη εις αυτήν παν χορτάρι Πεντ. Δευτ. ΧΧΙΧ 22· τούτο δε ποιήσεις επί δέκα ημέρας και αναβήσεται ο όνυξ Κυνοσ. 5974. Πβ. ανατέλλω Α2. 6) Ανατέλλω (Η σημασ. ήδη στο Θεοφ., Χρον. (De Boor) 47011 και σήμ.· βλ. και Θαβώρ., Προσδιορ. ημερον. 95, και ΙΛ στη λ. 1): ο αυγερινός ανέβην Πεντ. Γέν. ΧΙΧ 15. 7) Προάγομαι, τιμώμαι (Η σημασ. και σήμ.· πβ. και ΙΛ στη λ. 5): Περί απειθών κληρικών οπού δεν πείθονται να αναβούσιν εις μεγαλύτερον βαθμόν Βακτ. αρχιερ. 137 να επαινούνται πανταχού κι εις δόξες ν’ ανεβαίνουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 57912· και τώρα το μειράκιον, το σιχαντό το έθνος,| ενέβηκεν, εψήλωσεν, εγίνη αυθέντης μέγας Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 490. Πβ. ανεβάζω 4. 8) α) (Προκ. για θάλασσα) φουσκώνω: Και είπαν πως ανέβηκε η θάλασσα παραπάνω Διήγ. ωραιότ. 151· β) (προκ. επίσης για θάλασσα) πλημμυρίζω: Ως ήβγαλε, ερχίνησε η θάλασσα κι ενέβη| απάνω στα χωράφια και πάλε εκατέβη Διήγ. ωραιότ. 899· γ) (προκ. για φωτιά) δυναμώνω: Όσ’ η φωτιά ανεβαίνει| και το νερό γυρεύγει| πάντα να κατεβαίνει Πιστ. βοσκ. III 3, 179. 9) α) (Προκ. για χρηματ. ποσό) αυξάνομαι, συμποσούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 7): η προίκα του ανέβαινε εξήντα μυριάδας Διγ. A 2275. Πβ. αναβιβάζω 5, ανεβάζω 5· β) (προκ. για μη υλικά πράγματα) αυξάνομαι (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S , λ. αναβαίνω ΙΙ 8): αναβαίνει ο έπαινος, πληθύνετ’ η τιμή σου Σπαν. A 592.αντικοττώ,- Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 46, Βίος Δημ. Μοσχ. (Knös) 487· αντικοντώ, Φλώρ. (Κριαρ.) 829.
Από την πρόθ. αντί και το κοττώ. Για το β΄ συνθ. βλ. Κουκ., Αθ. 30, 1919, ΛΑ 22-4 και ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄ 6, 1955 /6, 237, πβ. όμως και Φάβ., Αθ. 30, 1919, 11. Η λ. και σήμ. και με τους δύο τ. στα ιδιώμ. (ΙΛ, λ. αντικοτώ).
Αντανακλώ· παραβγαίνω, συναγωνίζομαι με επιτυχία (Πβ. ΙΛ, λ. αντικοτώ 3β): Πανέμορφον, ’πιτήδειον υπήρχε το παιδίον,| ουδέ κόρη ευρίσκετο διά να τον συνερίσειν· τον ήλιον αντικοττεί και αυτήν την Αφροδίτην Αχιλλ. O 46· τα ωραία τα τραχήλια τους και πόδας των χιονάτους| (χιόνι και γάλα και χαρτί αντικοντούν οι πόδες) Φλώρ. 829. — Πβ. και αντερίζω.απαντέχω,- Σπαν. (Hanna) A 49, 515, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 273, 281, 536, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 280, 444, 552, Διγ. (Καλ.) Esc. 1421, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 406, 411, Περί ξεν. (Wagn.) V 264, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2664, 3005, Λίβ. (Lamb.) Esc. 4173, Αχιλλ. (Hess.) N 1091, 1094, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 484, Ιμπ. (Κριαρ.) 621, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 367, Αλφ. (Μπουμπ.) Ι 24, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 195, Συναξ. γυν. (Krumb.) 631, Πένθ. θαν. (Knös) S 332, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 301, Πεντ. (Hess.) Γέν. VIII 10, 12, XLIX 18, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 38, 346, 536, 9018, 10110, Αλφ. (Κακ.) 113, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 728, 1018, Σταυριν. (Legr.) 301, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 732, 773, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32922, 34123, 35228, 38726, 31, 38813, 39033, 39228, Ευγέν. (Vitti) 808, 1253, 1261, Ροδολ. Α΄ [374, 494], Β΄ [513], Φορτουν. (Ξανθ.) Γ΄ 461, Ζήν. (Σάθ.) Α΄ 100, Γ΄ 102, Δ΄ 303, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15910, 24930, 54814, 5642, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7211, 732· ’παντέχω, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 59, Ασσίζ. (Σάθ.) 15812, 20018, Διγ. (Καλ.) Esc. 167, Ερμον. (Legr.) ΙΙ 230, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3571, 8519, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2116, 2882, 6230, Σπαν. (Ζώρ.) V 32, 46, 47, 50, 402, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 263, Χρον. Τόκκων 435, 626, 725, 1139, 1151, 1849, 2102, Μαχ. (Dawk.) 4413, 1063, 34231, 3569, 10, 37825, 42014, 5483, 58030, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [782], Ϛ΄ [47], Θ΄ [672], Θησ. (Schmitt) 335 ΙΙΙ 75, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 73, Βουστρ. (Σάθ.) 424, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 471, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 9513, 1317‑8, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 28810, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.) 2145, Αλφ. (Μπουμπ.) Ι45, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 10426, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 3412, 4314, 34, 7212, 7710, 1097, 10, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 1313 , Σταυριν. (Legr.) 405, 627, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1514, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 35410, 36712, 3701, 3791, 5, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 56, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ [1247], Μαρκάδ. (Legr.) 114, 282. Διγ. (Lambr.) O 1767, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14628, 32712· ’μπαντέχω, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1319 (κριτ. υπ.)· υπαντέχω, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 380v.
Από το αρχ. *υπαντέχω (Βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ κε. και 297 [πβ. και Χατζιδ., Παρνασσ. 16, 1894, 335-351], όπου απορρίπτεται γνώμη του Κοραή, Άτ. Β΄ 52, δεκτή όμως από το Wagn. Le rοman de Imbérios 58). Βλ. και Georgac., Glotta 36, 1957, 186, 186. Κατά Τραχίλη, Αθ. 45, 1923, 225, η λ. από συμφυρμό του υπαντώ και του δέχομαι· βλ. και Blanken, Dial. Cargèse 210. Για τον τ. υπαντέχω βλ. Georgac., Glotta 36, 1957,186. Ο τ. ʼπαντέχω, καθώς και τ. μαντέχω, και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 713, λ. παντέχω, Φαρμακ., Γλωσσάρ. 416). Η λ. και σε κείμ. του 13. αι. (Βλ. Trapp, ΕΕΦΣΠΚ 5, 1989, 189)
1) Βρίσκομαι σε κατάσταση αναμονής, περιμένω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): επαρήγγειλέν τους να απαντέχουν εκεί έως ου να τους μηνύσουν Διγ. Άνδρ. 38726· το μεσονύκτιον έρχομαι, κόρη, απάντεχέ με Αχιλλ. O 484. Βλ. και αγαλώ, ακροκαρτερώ, αναμένω 1α. 2) Ελπίζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β· πβ. Χατζιδ., Αθ. 25, 1913, 207): και τα τειχιά μου ερίξανε κι είντα καλό απαντέχω Τζάνε, Κρ. πόλ. 54814· και την τιμήν απάντεχεν γλήγορα να ακούσει Αιτωλ., Μύθ. 9018· όσο που σύρνει τον καιρό τον γλυτωμό απαντέχει Ζήν. Δ΄ 303. Βλ. και αναμένω 1β. 3) (Με εμπρόθ. προσδιορ.) έχω εμπιστοσύνη (σε κάποιον): μηδ’ απαντέχει εις συγγενήν ότι ήλλαξεν ο κόσμος Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 195· μόνον τα λόγια έχασες ’παντέχοντα εις εκείνον Σπαν. V 402. 4) Σκοπεύω να ... : επάντεχε να τους κατηχήσει και να τους γροικήσουν Μαχ. 35610. Βλ. και αναμένω 2. 5) Φοβούμαι (κάτι) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): παραβλέπεις τον κριτήν, κρίσην ουκ απαντέχεις Αλφ. I 24. Βλ. και ακροδειλιάζω. 6) α) Υπομένω, εγκαρτερώ, αντέχω: νύκτας και ημέρας απαντέχει να πολεμεί Διγ. Άνδρ. 34123· βλ. και αντέχω· β) (αμτβ.) κάνω υπομονή: Απάντεχε, παιδάκι μου, και ώρες δεν παιρνούσι| που λέγω πως τα μάτια σου βλέπου τό ’ποθυμούσι Ευγέν. 1253· γ) στέργω, ανέχομαι (κάτι): Ωσάν τον είδεν ο Ερμής την γνώμην όπου έχει| και την δικαιοσύνη του, τ’ άδικον δεν ’παντέχει·| τα τρία τα τσικούρια τότε εχάρισέν τα Αιτωλ., Μύθ. 4314· βλ. και αναφέρω Α 5. 7) Έχω τη γνώμη, υποθέτω, νομίζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): έτσι πως είμεστα κι εμείς θαρρούσι κι απαντέχου,| γιατί θαρρεί τα έργα του πως όλοι ο κλέφτης έχου Φορτουν. Γ΄ 461· ’παντέχοντα ο πρίντζης ότι ήτον λυμένη η καρδία της ρήγαινας διά τον όρκον Μαχ. 5483· να ξεύρει πως ρίμεστεν υποτακτικοί του, μηδέν ’παντέχει ότι ερεβελιάσαμεν Μαχ. 37825· εις την ψυχή του φέρνασι πολλά μεγάλη ζάλη,| γιατί δεν ήτον δυνατόν τον πόθον του να έχει| ωσάν οπού ’τον Οβριά, δύσκολον τό ’παντέχει Μαρκάδ. 114. Βλ. και αγροικώ Ι 3α, αναθιβάλλω Β2. 8) Προσέχω: και απαντέχων προς αυτήν τι ένι το θέλει ορίσειν Λόγ. παρηγ. O 444· και τώρα ας ’παντέξομεν μη λαθαστούμε πάλι Αιτωλ., Μύθ. 10910. Βλ. και αγροικώ ΙΙΙ 1δ, αγρυπνώ 2.απέμπροσθεν,- επίρρ., Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 467· απέμπροστε, Χρον. Τόκκων 8906· απόμπροσθεν, Συναξ. γυν. (Krumb.) 128 (έκδ. από ’προσθεν· διορθώσ.), Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 481· αποόμπροστε, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΙΙΙ 8, ΧΧΙΙΙ 3, XLV 3, Αρ. XVII 11, 24, ΧΧΙΙ 3, ΧΧΧΙΙΙ 52, Δευτ. Ι 17, VI 19, XXVI 4, XXVIII 20· απεόμπροστε, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΙΙΙ 8, ΧΧΙΙΙ 3, ΧLV 3, Αρ. ΧVII 11, 24, ΧΧΙΙ 3, ΧΧΧΙΙΙ 52, Δευτ. Ι 17, VΙ 19, ΧΧVΙ 4, ΧΧVΙΙΙ 20· απεόμπροστε, Πεντ. (Hess.) Γέν. VΙΙ 7.
Από συνεκφ. της πρόθ. από και του επιρρ. έμπροσθεν. Η λ. και στον Κεκ., Στρατ. (Wass.-Jern.) 1521.
Απομπροστά: διέβηκεν απέμπροσθεν της κόρης Αχιλλ. O 467. — Βλ. και απεμπρός 1.απήτις,- σύνδ., Διγ. (Καλ.) Esc. 1577, Βεν. (Λάμπρ.) 34, Ch. pop. (Pern.) 36, 231, 508, 575, 612, 748, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 109, Χ 35, Σαχλ. (Vitti) N 275, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 246, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 110, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 59, 237, 273, 313, 323, 379, 380, 421, 453, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 9, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 62, 295, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) AN 253, L 67, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 295, Περί γέρ. (Wagn.) 45, Αχέλ. (Pern.) 896, 1882, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 246β 17, φ. 335α 6, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 169, Δ΄ 75, 302, Ε΄ 11, 521, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 33, Β΄ 421, Γ΄ 633, Ε΄ 329, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 565, Β΄ 15, 348, Γ΄ 185, Δ΄ 207, Ε΄ 127, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 2, 75· ΙΙ 1, 228, 257· ΙΙΙ 1, 25· 2, 54· IV 5, 309· V 3, 60· 4, 106· 6, 194, 380, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 297, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 191. 617, 953, 1382, Βίος αγ. Νικ. (Legr.) 163, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1221, 1399, 2097, Β΄ 1661, 2103, Γ΄ 1006, Δ΄ 1205, 1374, Ε΄ 175, 625, 1025, 1056, Θυσ. (Μέγ.)2 77, 769, 850, 880, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 22, 39, Β΄ 299, Γ΄ 41, 117, 242, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ΄ 49, Δ΄ 109, δ 55, Ροδολ. Α΄ [129, 595], Β΄ [12], [247, 297, 304], Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) ΙΙ 9, Φορτουν. (Ξανθ.) Πρόλ. 63, Α΄ 2, Ιντ. α΄ 3, 168, Β΄ 35, 370, 496, Ιντ. β΄ 58, Γ΄ 617, 751, Ιντ. γ΄ 5, 77, 117, Ιντ. δ΄ 148, Ε΄ 175, 313, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 182, Α΄ 320, Β΄ 397, Γ΄ 127, 366, Δ΄ 96, Ε΄ 224, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 25, 95, 237, 353, 467, 627, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14321, 1471, 1497, 18019, 2018, 20625, 21419, 22919, 23315, 24520, 25119, 25711, 27511, 2811, 2874, 3001, 30419, 31521, 3495, 35725, 36717, 3748, 37523, 38521, 4078, 40924, 41516, 42421, 44111, 44219, 44315, 44623, 44823, 45521, 4747, 4807, 5003, 5007, 50515, 51815, 5255, 5358, 5399, 54316, 54925· απήτι, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 103, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 33, Αχέλ. (Pern.) 1140, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ΄ 621, Φορτουν. (Ξανθ.) Β΄ 222, Ε΄ 109· απήντις, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 151, 219, 399· αφήτις. Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 967, 10335, 10465, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 33, Τριβ., Ρε (Irmsch.) 174· αφόντις, Αχιλλ. O 252· αφούτις, Λίβ. Esc. 536, 1435· αφουτίς, Ασσίζ. (Σάθ.) 482· απέτις, Λίβ. (Lamb.) Esc. 4064· επήτις, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2887.
Από το σύνδ. απής κατά συμφ. προς το απότις (ΙΛ, λ. αφήτι) ή κατ’ αναλογία προς άλλα επιρρ. σε ‑τις (Βλ. Ξάνθ., Κρ. Χρ. 1, 1912, 270).Η λ. και οι τ. της και σήμ. (ΙΛ, λ. αφήτι). Για τον τ. αφουτίς πβ. τ. αφούτις (ΙΛ, λ. αφήτι).
1) α) Όταν, αφού (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφήτι 2α): Κι απήτις εθρηνήσαμεν κι εκλάψαμεν ομάδιν,| τότε την ερωτήσαμεν: «Και συ πότε στον άδην;» Απόκοπ. 421· Κι απήτις μας ευχίστηκεν, εδάκρυσεν κι εξέβην Απόκοπ. 323· απήτις φτάξει σε καιρό παιδιά να φανερώσει Φορτουν. Α΄ 2· βλ. και άμα Γ1, αν 5· β) μόλις (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφήτι 2β): γιατί αφήτις, αφέντη, σε βιγλίσει,| στον ουρανό πηγαίνει τραγουδώντας Κυπρ. ερωτ. 10465· κι απήτις μας εγνώρισεν, ήρθεν κι εσίμωσέ μας Απόκοπ. 380· γ) από τη στιγμή που, αφότου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφήτι 1): και αφήτις εγεννήθηκες ποτέ καλό δεν είδα Τριβ., Ρε 174· Απήτις ανετράλισα τα ερωτικά σου κάλλη ...,| ο νους μου βιάζει με ... Ch. pop. 231· Κι απήτις εσκλαβώθηκα κι οι Τούρκοι μ’ επατήσαν,| ... βλάστησαν τα δέντρη μου Τζάνε, Κρ. πόλ. 18019. 2) (Χρον., αιτιολ.) αφού, μια και: Όσοι κι αν εγλυτώσανε, απήτις τους νικήσαν,| τους πήρανε για το κουπί Τζάνε, Κρ. πόλ. 41516· Μ’ απήτις εξημέρωσε κι άργησα να σε ιδούσι| τα μάτια του προσώπου μου, ήθελα να χυθούσι Κατζ. Β΄ 169. 3) (Πολλές φορές με επόμενο το σύνδ. και) μια και, επειδή (Η σημασ. και σε κρητ. δημ. τραγ., Ακ. Αθ., Δημ. τραγ. Α′ 222 και σήμ., ΙΛ, λ. αφήτι 3): μ’ απήτις θέλει ο βασιλιός, δεν ημπορά γενεί άλλο Φορτουν. Ιντ. δ΄ 148· Μ’ απήτις με κακήν καρδιά στέκεται, θα τση στείλω Ερωφ. Β΄ 15· Μ’ απήτις έφταξα εδεπά, θα πάγω να χτυπήσω| την πόρτα να μ’ ανοίξουσι Κατζ. Ε΄ 11· Αφέντη, λαμπιρή για μας κράζεται τούτ’ η μέρα,| απήτις κι έτοιον όμορφο μαντάτο μας εφέρα Ερωτόκρ. Δ΄ 1374. Βλ. και ανίσως 3. 4) (Με επόμενο το σύνδ. και) ακόμη και αν: γιατί, σα με νικήσουνε, όλοι σας θα κοπείτε,| απήτις κι εις τα μνήματα μπείτε να φυλακτείτε Τζάνε, Κρ. πόλ. 5358. Βλ. και ανίσως 2. — Βλ. και απής.απλός,- επίθ., Σπαν. (Hanna) V 65, Γλυκά, Στ. Β′ (Ευστρ.) 55, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 125, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1594, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 6603, Λίβ. (Lamb.) Esc. 609, Αχιλλ. (Haag) L 77, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 70, Φυσιολ. (Zur.) LIII10, Δούκ. (Grecu) 12134, 26122, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 111, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 692, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 47, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1919· απλύς, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1740, 6603, Χρον. Τόκκων 1948· συγκρ. απλούσθερος.
Το αρχ. επίθ. απλόος. Για τη λ. απλός βλ. L‑S, λ. απλόος. Για τον τ. απλύς (κατά το βαθύς κ.τ.ό.) βλ. Χατζιδ., Αθ. 25, 1913, 292.
1) (Προκ. για πρόσ. ή ανθρώπινη ενέργεια) ειλικρινής, τίμιος, ευθύς (Η σημας αρχ., L‑S, λ. απλόος ΙΙb· πβ. και τη σημασ. «δίκαιος» στον Αριστοτέλη· η σημασ. «ειλικρινής», κλπ., και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Ην γαρ ο Μουσουλμάν τοσούτον αγαθόν και απλούστατος, όσον ο Τζινεΐτ πονηρός και περίεργος Δούκ. 12134· ήτον απλός εις έρωταν, ασύγκριτος εις (έκδ. και· διόρθ. Κριαρ., Αθ. 50, 1940, 184) κάλλος Αχιλλ. O 70. Βλ. και άδολος, ακέραιος 4, αληθής 1· έκφρ. απλό χέρι = γεναιόδωρο χ.: να είν’ απλόν το χέρι σου στην ελεησμοσύνην Ιστ. Βλαχ. 1919. 2) Απλοϊκός, αφελής, ανόητος (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. απλόος ΙΙc· βλ. και Lampe, Lex. λ. απλούς Β1b· και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): αι δε καρδίαι αυτών ώσπερ λύκοι αρπάζοντες τους απλουστέρους απολούσι τας ψυχάς αυτών Φυσιολ. LIII10. Βλ. και απλόψυχος. 3) (Προκ. για γλωσσ. ύφος) ανεπιτήδευτος, απλός στη διατύπωση (Η σημασ. ήδη τον 4. αι., Lampe, Lex., λ. απλούς D· και σήμ., Δημητράκ., λ. απλούς 2): εμετέβαλα εις λέξην απλήν (ενν. παλαιότερα και αρχαϊστικότερα κείμενα) Κώδ. Χρονογρ. 47. 4) Αγράμματος: μηδείς ουν των σοφών καταφρονήσει της αμαθείας μου, ότι διά τους απλούσθερους, τους όντας ως εμέ, έγραψα ούτως, μηδέ τας ορθάς των γραμμών ίδῃ, διά το είναι με αγράμματον Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 297. 5) (Προκ. για χρον. διάστημα) (πιθ.) σύντομος: και ήτον απλόν (χφ Ρ απλώς) το διάστημα εκείνης της ημέρας Λίβ. Esc. 609. 6) Που δεν έχει δεσμεύσεις, απεριόριστος (Πβ. L‑S, λ. απλόος ΙΙΙ2 και σήμ., Δημητράκ., λ. απλούς 5): ο βασιλεύς δε του ’δωκε απλήν την εξουσίαν| να πάγει όπου βούλεται, να δείξει ανδραγαθίαν Κορων., Μπούας 111. Βλ. και απειρόμετρος. 7) Απλωτός, απλόχωρος (πβ. Lampe, Lex., λ. απλούς F· και ΙΛ στη λ. 3): να απέλθουν εις το Νίκλι| ... διά το ένι απλύς ο τόπος| διά να έχουν τα φουσάτα τους ανάπαψην και απλίκιν Χρον. Μορ. H 6603· είδαν (ενν. οι Φράγκοι) τον τόπον έμνοστον, απλύν, χαριτωμένον Χρον. Μορ. H 1740.από (I),- πρόθ., Φυσιολ. (Karn.) Μ 326, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 249, Σπαν. (Hanna) Α 18, 131,164, 524, 532, 551, Β 124, 347, Σπαν. (Ζώρ.) V 69, Σπαν. (Hanna) V 122, 126, 167, Σπαν. (Hanna) Ο 53, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 457, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 493, 626, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 120, Προδρ. (Hess.-Pern.) II G 18, III 45, Καλλίμ. (Κριαρ.) 193, 284, 2271, Έκφρ. ξυλοκ. (Λάμπρ.) 156, Ασσίζ. (Σάθ.) 611, 75 , 8921, 1443, 18711, 40030, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 53720, Ορνεοσ. άγρ. (Hercher) 51924, 53714, 5392, Διγ. (Mavr.) Gr. IΙΙ 266, IV 131, 926, VIII 43, 185, Διγ. (Hess.) Εsc. 136, 138, 1316, 1589, 1759, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2835, Διγ. (Καλ.) Α 1440, 2113, 3759, Βέλθ. (Κριαρ.) 71, 248, 249, 328, 405, 530, 538, 566, 700, 714, 914, 1213, 1277, Εβρ. έλεγ. (Παπαγ.) 174, Ερμον. (Legr.) Λ 70, Ν μετά στ. 392, Ξ 73, 105α, Ψ 317, Χρον. Μορ. (Καλ.) Η 439, 940, 1255, 1599, 1675, 1713, 2562, 2738, 2827, 2918, 3531, 4969, 5797, 6107, 6534, 6549, 7290, 7625, 8420, 8683, Χρον. Moρ. (Schmitt) Ρ 3865, Πουλολ. (Krawcz.) 213, Βίος Αλ. (Reichm.) 3661, Φλώρ. (Κριαρ.) 494, 1264, Σπαν. (Ζώρ.) V 41, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 275, 400, Περί ξεν. (Wagn.) V 31, 404, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 133, Λίβ. (Μαυρ.) P 61, 1867, Λίβ. (Lamb.) Sc. 933, 2213, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1077, 3262, 4019, Λίβ. (Lamb.) N 46, 155, Λίβ. (Wagn.) N 838, 1889, Αχιλλ. (Haag) L 284, Αχιλλ. (Hess.) N 39, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 106, 149, 266, 347, Ιμπ. (Κριαρ.) 178, 233, 434, Γράμμ. κρ. διαλ. (Μανούσ.) σ. 7, Χρησμ. (Trapp) I207, V3, VI28, VII14, IX11, Φυσιολ. (Zur.) I 2α5, Χειλά, Χρον. (Hopf) 356, Μαχ. (Dawk.) 803, 25410, 3204, 3729, 57822, 38626, 42010, 42214, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 628, 83, 10, 23, 1010, 34, 1212, 28, 31, 1418, 29, 32, 1082, 1149, 1244, 26, 1264, 12617, 12829, Θησ. (Foll.) I 125, Θησ. (Schmitt) 339 IV 5, Ch. pop. (Pern.) 20, 30, Καραβ. (Del.) 49226, 49316, 30, Γεωργηλ., Θαν. (Legr.) 197, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 683, Βουστρ. (Σάθ.) 414, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 46, 53, Σοφιαν., Παιδαγ. (Legr.) 92, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 14715, 14811, Αγν., Ποιήμ. (Ζώρ.) 16, Σαχλ. (Vitti) N 93, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 535, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 395, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 771, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 3, 13, 31, 120, 197, 448, 479, 485, 487, Ριμ. Απολλων. (Morgan) 356, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 183, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 212, 343, 344, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 10, 360, Θρ. Θεοτ. (Μανούσ.) 119, Πεντ. (Hess.) Γέν. IΙΙ 1, VIII 8, XIV 20, XX 6, XXVII 30, Έξ. I 9, XIV 5, XXX 2, Αρ. XIII 25, XXII 16, 23, XXIV 11, XXXIII 8, Δευτ. IX 1, XX 1, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 511, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 7916, 12425, 1497, Μηλ., Οδοιπ. (Παπαγ. Σπ.) 636, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 282, 1307, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 78, Β΄ 98, 387, Γ΄ 378, Δ΄ 291, Ε΄ 188, 209, 453, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 397, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 195, 440, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 754, Γ΄ 696, 1501, Στάθ. (Σάθ.) Πρόλ. 19, Α΄ 239, 272, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 29, 55, 67, Ροδολ. Α΄ [68], Ε΄ [549], Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 76, 428, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ΄ [506], χορ. δ΄ [8 ], Λίμπον. (Legr.) Αφ. 38, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 44, 77, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 670, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 26017, Αλφ. (Mor.) ΙΙΙ 10· ’πό, Διγ. (Καλ.) A 1908, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 393 (μετά διόρθ. Ξανθ., Παναθήν. 18, 1909, 180· έκδ. παραλ.), Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 33, 1003, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 295, 468, 803, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 222, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 44525· αποτά, Φαλιέρ., Ιστ.2 740 χφ V· απού, Ασσίζ. (Σάθ.) 828, 129, 2125, 3114, 4131, 5531, 8327, 924, 934, 9710, 10618, 1092, 1272,1446, 2203, 3122, 34022, 3526, 38829, 40130, 4145, 4212, 4619, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1357, Μαχ. (Dawk.) 223, 226, 3826, 701, 19631, 25410, 3404, 36231, 36417, 4066, 45615, 47211, 52235, 6064, 60832, 62011, 16, 63038, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 137, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 28, 1513, 1613, 248, 578, 588, 766, 771, 805, 9131, 923, 9361, 9914, 22, 10823, 10930, 38, 11030, Αχέλ. (Pern.) 310, Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 447, Γ΄ 180, Ερωφ. (Ξανθ.) Αφ. 42, Α΄ 488, Β΄ 254, 385, 410, Γ΄ 272, Δ΄ 120, Ιντ. δ΄ 109, Ε΄ 142, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 2, 208· III 6, 8· V 6, 329, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 85, Επιστ. Ηγουμ. 168, 175, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 217, 314, 507, 512, 565, 732, 919, 926, 1200, Β΄ 1283, Ε΄ 470, Θυσ. (Μέγ.)2 24, 31, 288, 814, 1079, Στάθ. (Σάθ.) Ίντ. α΄ 11, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [9, 66, 173], Δ΄ [119], Ε΄ [272], Ροδολ. Α΄ [344], Ε΄ [588], Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) II 12, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 144, Γ΄ 57, Δ΄ 407, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 59, Β΄ 196, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 634, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 28714, 3038, 5473, Διακρούσ. (Ξηρ.) 8022, Αλφ. (Mor.) III 48· ’πού, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 211, 2, 325, 351, 592, 643, 9232, 9444, 965, 10624, 1073, 25, 11031, 34, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 197, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 32217, 3787· απέ, Ιων. (Hess.) 2168, Ασσίζ. (Σάθ.) 49, 1521, 1612, 1923, 2214, 3516, 27, 386, 391, 413, 12, 4514, 4710, 5114, 552, 6416, 653, 6915, 803, 6, 8, 11, 8230, 889, 8921, 9022, 9121, 9831, 1098, 11415, 1214, 12413, 12721, 14217, 15028, 15227, 15422,1593, 16322, 17622, 1784, 17922, 2286, 23711, 25413, 2618, 27121, 28227, 30226, 3049, 32329, 3414, 35318, 3591, 3624, 3777, 41024, 4137, 41524, 4166, 13, 4219, 17, 4234, 4799, 4813, 5217, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 52014, 55125, 57714, Βέλθ. (Κριαρ.) 574, 978, Ακ. Σπαν. (Legr.) 167, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 138, 153, 572, 641, 687, 794, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 570, 3175, 6519, 6864, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 4159, 4901, 6226, 6687, 6808, 8967, Πτωχολ. (Schick) P 144, Διήγ. Βελ. (Cant.) 23, Φλώρ. (Κριαρ.) 74, 108, 306, 547, 681, 730, 896, 916, 1020, 1064, 1082, 1454, 1549, 1617, 1797, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 317, Απολλών. (Janssen) 770, Λίβ. (Lamb.) Esc. 4207, Λίβ. (Lamb.) N 155, Λίβ. (Wagn.) N 247, 1631,1948, 2167, 2405, Αχιλλ. (Hess.) L 271, 582, 713, Αχιλλ. (Hess.) N 278, 316, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 13, 477, Ιμπ. (Κριαρ.) 209, 343, 358, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1392, Ανακάλ. (Κριαρ.) 11, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 120, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C 191, 423, Μαχ. (Dawk.) 48, 22, 64, 1020,1823, 2013, 2622, 3812, 18631, 30626, 3641, 37032, 34, 37237, 41223, 43611, 4664, 46835, 48232, 53221, 55815, 59014, 67626, Θησ. (Foll.) I 5, 30, 58, 63, 64, 75, 96, 132, Θησ. (Βεν.) Πρόλ. 127, 154, 192, Β΄ [96], [104], Βουστρ. (Σάθ.) 413, 417, 452, 456, 46828, 50223, 51921, 53411, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 704, Πικατ. (Κριαρ.) 417, Συναξ. γυν. (Krumb.) 99, 871, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 14, Πεντ. (Hess.) Γέν. II 6, 9, IV 13, XVI 2, XXVI 10, Αρ. X 12· ’πέ, Αχιλλ. (Hess.) L 1134, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 128· απ’ (μπροστά από φωνήεν), Σπαν. (Hanna) V 24, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 82, Ασσίζ. (Σάθ.) 1818, Διγ. (Καλ.) A 242, Βέλθ. (Κριαρ.) 366, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 378, Απολλών. (Wagn.) 550, Λίβ. (Lamb.) Esc. 974, Λίβ. (Lamb.) N 836, 841, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 33, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 197 (έκδ. αποκάτω· διόρθ. Ειδική Χρήση: Ξανθ., Κρ. Λαός 1, 1909, 10, σε απ’ εκατόν), Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 418, Ερωφ. (Ξανθ.) Αφ. 50, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 2071, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Δ΄ 62, Λίμπον. (Legr.) 68 κ.ά.· απ’ (μπροστά από τ), Χρον. Τόκκων (Schirò) 2009, Ερωφ. (Ξανθ.) Αφ. 50, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 2071, Γ΄ 67· ’π’ (μπροστά από φωνήεν), Κορων., Μπούας (Σάθ.) 50, Λίμπον. (Legr.) 262, κ.ά. ’π’ (μπροστά από σύμφωνο), Αλφ. (Κακ.) 1158· αφ’ (μπροστά από τ), Βέλθ. (Κριαρ.) 442, 1154, 1279, 1312, Σωσ. (Legr.) 53, 73, Χρησμ. (Trapp) I 302, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 419, 428, Γεωργηλ., Θαν. (Legr.) 32, 408, 459, 460, 493, 637, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 8636, Διγ. (Lambr.) O 722, 1705, 2414.
Η αρχ. πρόθ. από. Για τη νεωτερ., ιδίως τη νεοελλην. χρ. της, βλ. Άμ., ΛΑ 5, 1918/20, 132 κέ. Για τους τ. της βλ. επίσης Άμ., ΛΑ 5, 1918/20, 132 κέ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 478, Χατζιδ., ΕΕΠ 7, 1910/11,83 και ΙΛ στη λ., ετυμολ. Για την παλαιότ. σύνταξη και χρ. της πρόθ. βλ. Hatzid., Einleit. 224 Jannaris, Hist. Gramm. 373, Raderm., Neutest. Gramm. 21925, 143, Treu (Aus der Byz. Arbeit der DDR 1, 1957, 17-23), Mihevc (Ziva antika 15, 1966, 355), Lampe, Lex. στη λ. VI και Sophocl. στη λ. 13. Για τη σημερ. σύνταξη της απόβλ. ΙΛ στη λ. (ετυμολ.) και για τη χρ. της με γεν. σε ορισμένες νεοελλ. εκφρ. βλ. Κριαρ., ΕΕΦΣΠΘ 8, 1960, 221. Για τον τ. απού μπροστά από τ βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 478 και Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ., σ. 388. Η άποψη του Ξανθ. ορθότερη.
1) α) Απομάκρυνση από πρόσωπο, τόπο, πράγμα, ενέργεια, κλπ. (Η χρ. μτγν., Bauer, Wört. στη λ. IΙΙ, Lampe, Lex. στη λ. I Α2, Sophocl. στη λ. 5 και σήμ.,ΙΛ στη λ. Α14α [α]): έκλινεν το μουλάρι από τη στράτα Πεντ. Αρ. XXII 23· να τον διώξουν απέ το ρηγάτον Ασσίζ. 2286· σηκώνετ’ αφ’ την κλίνην του Διγ. O 1705· με το γλυκύν το δείσ σου δώσ’ μου θάρος| … και θέλει λείψειν απού μεν ο χάρος Κυπρ. ερωτ. 9922· οι Γενουβήσοι, διά να μηδέν δράξουν τον ρήγα απού τα χεργία τους οι Βενέτικοι εις το έλα του, αρματώσαν ϛ΄ κάτεργα Μαχ. 6064. τώρα είναι καιρός να μού βουθήσετε και να με αποβγάλετε απέ το πρόσωπον τους Γενουβήσους Μαχ. 53221· Σηκώσου απού τα πόδια μου, τίβοτας μη φοβάσαι Ερωφ. Ιντ. δ΄ 109· ώσπερ από πορνείαν φεύγε, (ώ) υιέ, ώσπερ από φαρμάκι Σπαν. O 53΄ και το καλό απού το κακό ποιόν είναι δε γνωρίζεις Ερωτόκρ. A΄ 1200· έβγαλε τέτοιο λογισμό απού την όρεξή σου Θυσ.2 814· από τα μάτια μου εχάθηκεν το ’λάφιν Απόκοπ. 13· και είπεν ή Σαρράι … εμπόδισε με ο Κύριος απέ του γεννήσει Πεντ. Γέν. XVI 2· απεστείλαμε (= ελευθερώσαμε, απαλλάξαμε) το Ισραέλ από να μας δουλέψουν Πεντ. Έξ. XIV 5· Αρ. XIII 25· φρ. (1) βγάνω από τον νουν μου, την όρεξη, κτλ. =λησμονώ: απολησμόνει το γουργόν, έβγαλ’ τ’ από τον νουν σου Σπαν. B 347· Θυσ.2 814· (2) βγαίνω από τον νουν μου = τα χάνω, σαστίζω, γίνομαι «αλλόφρων»: απέ τον νουν του έβγαινεν απέ τόν πόνον οπού είχεν Θησ. I 58· Ιμπ. 178· (3) βγαίνει (κάτι) από τον νουν μου = ξεπερνά το μυαλό μου, δεν το θυμούμαι: εις το με βιάζεις να σε πω τούτο πότες εγίνη | λανθάνομ’ από τον καιρόν και από τον νουν μου εβγαίνει Απόκοπ. 448· (4) βγαίνω από τα πρόσωπα του … και συνεπαίρνω από τα πρόσωπα = απομακρύνομαι, φεύγω από (κάποιον) Πεντ. Γέν. XXVII 30, Αρ. XXXIII 8· (με επιρρ. όπως έξω, μακρά, παρέξω, πέρα, κλπ.): είσ’ άπ’ την περηφάνεση μακρά του κόσμου …| τη σκοτεινή Ερωφ. Αφ. 50· σκλερόν είναι πολλά να παραδώσω| έξ’ άφ’ την δούλεψήσ σου Κυπρ. ερωτ. 8636· Αχιλλ. L 582· Διακρούσ. 8022· Ασσίζ. 828· ξεχωριστά από = εκτός από: Πόσες φτωχές εκακομοιριαστήκα| ξεχωριστά ’πού τσ’ άνδρες που πιαστήκα Λεηλ. Παροικ. 634· β) απόσταση (Η χρ. μτγν.· βλ. Κριαρ., Ελλην. 12, 1953, 378): απεξέβηκαν ως από μίλιν ένα Διγ. Esc. 1316. 2) Απαλλαγή (Η χρ. μτγν., L‑S στη λ. 110· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. I C1· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 13): εις είντα μόδον να γλυτώσουν απέ τούτην (την) ταραχήν Μαχ. 1020· Χάρε, … απού τα τόσα πάθη λύτρωσέ με Κυπρ. ερωτ. 578, σ’ έβγαλεν ο Θεός άφ’ τον ζυγόν τον ένα Γεωργηλ., Θαν. 408· Σπαν. A 532· Ασσίζ. 6915· Θρ. Θεοτ. 119· Ερωφ. Δ΄ 120· Διγ. O 2414. 3) Στέρηση (Η χρ. και παλαιότ., Sophocl. στη λ. 9): ακληρήθη η αρχόντισσα, η ντάμα Μαργαρίτα,| από το κάστρον κι αφεντίαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7625· οι Τούρκοι ωσάν είδασι κι ήτονε νικημένοι| κι απού τα τείχη έρημοι Τζάνε, Κρ. πόλ. 28714· λείποντας ξύλ’ απού το καμίνι Ροδολ. Ε΄ [272]· Γεωργηλ., Θαν. 197· Ριμ. Βελ. 683, Πεντ. Αρ. XXIV 11. 4) Αλλαγή (Η χρ. μτγν., L‑S στη λ. 19 και Lampe, Lex. στη λ. I D2): δύνεσαι απού νεκρόν να μ’ αναστήσεις Κυπρ. ερωτ. 588. 5) α) Προέλευση από πρόσωπο ή τόπο (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. III 4 και III 1b, 5· πβ. και Bauer, Wört. στη λ. IV, Lampe, Lex. στη λ. ΙΙb και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1): επήρεν ορισμόν η άγια δέσποινα Ελένη … απέ τον υιόν της Μαχ. 48· επερίλαβεν τίποτες απέ τον απεθαμένον Ασσίζ. 17922· το θάνατό μου επήρα (παραλ. 1 στ.) απού τον απονώτατο τον ίδιον αδερφό μου Ερωφ. Γ΄ 272· απέ γυναίκα τίποτε τόσον κακόν ούκ ήλθεν Πόλ. Τρωάδ. 794· ο κοντοσταύλης … εστράφην απού την Κερυνίαν Μαχ. 36417· ως αστραπή ’π’ Ανατολής τρέχει να πάει στην Δύσην Κορων., Μπούας 50· να φέροσι τον Μουσταφάν από τον Μυζήθρα Σφρ., Χρον. μ. 1212· τότες απού το χάλασμα βγαίνουν οι αντρειωμένοι Ερωτόκρ. Α΄ 565· βάλε και καβούρους από ποταμού και κρασί και ας βράσουν Σταφ., Ιατροσ. 249· να δω παιδία έμορφα ’πέ (έκδ. απέ· διορθώσ.) τα εδικά σας μέλη Αχιλλ. L 1134· Κυπρ. ερωτ. 766· Αχιλλ. O 33· εκφρ. (1) από λόγου μου = από δικό μου, εγώ ο ίδιος, από δική μου πρωτοβουλία: λάλησε και από λόγου σου· είπε τους πονεμένους Απόκοπ. 487· Όρα τί είπαν οι πρέσβεις τον Αχιλλέαν από λόγου τους χάριν διδασκαλίας Ερμον. Ν τίτλ.· (2) από δικού μου = εγώ μόνος μου (πβ. το αρχ. άφ’ εαυτού, L‑S στη λ. Α6): ας το λογιάσει κι ας το δει κι από δικού ντ’ ας κρίνει Ερωτόκρ. Γ΄ 1501· (3) από ’ξαυτόν μου ή από ’ξαύτου μου = από εμένα, από κοντά μου: Γιατί κυρά μου φεύγει απού ’ξαυτόν μου,| ήλθα, πουλλιά, μ’ εσας να καταντήσω Κυπρ. ερωτ. 771· Κυπρ. ερωτ. 1513· (4) από μέρους μου, από το μέρος μου, από την μεριάν μου ή απέ την μερίαν = από μέρος μου, στη θέση μου (πβ. Lampe, Lex., λ. μέρος D7a): είπες του από το μέρος μου αν χρήζει πλέον φουσάτα,| ας έχω είδησην μικρήν κι ευθέως να του αποστείλω Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6549· (5) (και με το σύνδ. ως) ως από = σαν από: ως από λόγον μας γραφές αυτές βάστα μετ’ εσού Απόκοπ. 485· (6) οι από ξένης = οι ταξιδιώτες, οι οδοιπόροι Λίβ. Sc. 2213· (7) (με επιρρ. όπως απέσω, από πάνω, μέσα, πάνω) απέσω απέ = μέσα από: ως ήλιος εμπρόβαλεν απέσω απέ το νέφος Αχιλλ. L 271· (8) μέσα από = από: ας μπαίνει ο ένας έκ τ’ άλλου μέσα απού την αγκάλη Ροδολ. Γ΄ [66]· έλεγες ότι αστράπτουσιν από το χιόνι μέσα Λίβ. N 889· (9) απ’ όνομα· βλ. ά. όνομα Έκφρ. 2· (10) πάνω από = από: αρχίσανε οι λουμπαρδές ’πού τα καράβια πάνω Τζάνε, Κρ. πόλ. 3787· (11) αποπάνω από = από: αποπάνω από το παλούκι πολλά τους ονειδούσεν και έβριζεν Συναδ., Χρον. 29· β) εξουσιοδότηση, εντολή (Για την έκφρ. ως από προσώπου ή ως εκ προσώπου στην επιστολογραφία βλ. Τωμ., Βυζ. επιστολογραφία 3 Γ΄ 95-6 και Τωμ., Αθ. 64, 1960, 8-11): τιμητικά τόν χαιρετούν (ενν. τον βασιλέα) από τους κεφαλάδες Χρον. Μορ. (Καλ.) H 570· Αφέντη, εγώ λαλώ σου από τον ρήγαν ότι εσού ήσουν η αφορμή … Μαχ. 3201· παρακαλούν και λέγουν τον … απέ τον ρήγαν Ιμπ. (Wagn.) 371· ου λέγω εξ εμού άλλ’ από της κυρας μου, … Χρυσάντζας της ωραίας Βέλθ. 914· 6) Καταγωγή (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. III Ια και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1β): αν ένι γνήσιες και από ενού πατρός και απέ μιας μητρός Ασσίζ. 42117· ψουμάτους καβαλάρηδες απού μεγάλην γενιάν Μαχ. 3404· Ημεις γάρ ευρισκόμεθα από γενεάς μεγάλης Διγ. Esc. 136· Γνωρίζω τη, και πούρι δα δεν είμαι απού τα όρη Φορτουν. Α΄ 144· Ασσίζ. 889· Διήγ. Αλ. V 53· Κατζ. Ε΄ 209. 7) α) Αφετηρία (ιδίως χρον.) ήδη από … (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. II· βλ. και Bauer, Wört. στη λ. II, Lampe, Lex. στη λ. II A3, Sophocl. στη λ. 4· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 14β [α]): απέ κείνην την ημέραν ευρίσκουνταν καβαλάρηδες εις την Κύπρον Μαχ. 55815· απού την πρώτ’ αργατινή πού ’παίξε το λαγούτο| ελόγιασά το κι είπα το: για μένα είναι τούτο Ερωτόκρ. A΄ 919· οι άνθρωποι του νόμου απού ιδ΄ ετών και η γεναίκα απέ ιβ΄ ετών ημπορούν καλά να ποίσουν διαθήκην Ασσίζ. 40130· απέ το τάρμενον τών ζ΄ ημερών Ασσίζ. 14217· εποίκαν … διαλαλημόν: «Πάσα άνθρωπος απού ιε΄ χρονών και απάνω να έλθουν να τους δώσουν όρδινον» Μαχ. 36231· απέ ένα μάρκον ασήμιν και άνων Ασσίζ. 4234· Κατζ. Β΄ 387· εκφρ. (1) από την πρώτη = ήδη από την αρχή: αρχή μικρή κι αψήφιστη ήτον απού την πρώτη,| μα εδά ’χει τόση δύναμη κ’ έτσι μεγάλη εγίνη … Ερωτόκρ. Α΄ 314· (2) από καιρό(ν) = όπως και σήμ.: ερώτουνα (διορθ.) και από καιρό μου ’λεγες κ’ ήχασές το Στάθ. Α΄ 239· Κυπρ. ερωτ. 9131· σώζεται όμως και η σύνταξη με γεν.: από καιρού, Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ., σ. 501· β) (αφετηρία με δήλωση και τέρματος)· από … έως (Η χρ. μτγν., L‑S στη λ. I 8, Sophocl. στη λ. 5β): τα κάγκελα εξηλώθησαν άπ’ άκρας έως άκραν Προδρ. I 82· απέ το Νίκλι έως την Λακιδαιμονίαν ένι δασώδης τόπος Χρον. Μορ. P 6687· επηγαίναν οι ανθρώποι απού τόπον εις τόπον με τα κτηνά τους να εύρουν νερόν Μαχ. 226· είδαμ’ από γης ως γή τον άθρωπο να πέσει Ερωτόκρ. Α΄ 754· ξεφάντωσ’ απού το ταχύ ως το βραδίν εκράτει Ερωτόκρ. Α΄ 512· έριξεν τες σαγίτες της απ’ ύστερην ως πρώτην Απόκοπ. 418· Βέλθ. 366· φρ. (1) (Προκ. για κτήριο και με ρ. όπως κατεδαφίζω, αφανίζω, κλπ.) από τα θεμέλια — συθέμελα, σύριζα· εντελώς, ολοκληρωτικά (πβ. το αρχ. και μτγν. εκ θεμελίων και το σημερ, από θεμελίου· για το τελευταίο βλ. Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ. σ. 501): Κατηδάφισαν … και το του αγίου Δημητρίου μοναστήριον από τα θεμέλια Ηπειρ. 25116·. (2) (Με ρ. όπως ποιώ, κτίζω, κλπ.) απού γής = από τα θεμέλια: όρισεν και εποίκαν εκκλησίαν απού γης Μαχ. 3826· Μαχ. 701·. (3) Αποκάτω από τον πάτο = σύριζα· ολοκληρωτικά: την χώραν την αφάνισεν ’πουκάτω ’πού τον πάτο|· τα σπίτια και τα τείχη της έβαλεν άνω κάτω Παλαμήδ., Βοηβ. 197. 8) Διαμέσου τόπου (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 14α [β]): ας υπαγαίνωμεν … από της στερέας Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1599· τα έστελναν … εις την Κωνσταντινούπολη από θαλάσσης Διήγ. Αγ. Σοφ. 14811· έφυγαν και επεράσαν απέ το ρηγάτον Ασσίζ. 25413· από το πόρτο τσ’ Άγουσας εβγαίνει| τότε και από τη Μύκονο παγαίνει Λεηλ. Παροικ. 670· περάσαντος τον Παϊζίτη από το επάνω Στενόν εις την Δύσιν Σφρ., Χρον. μ. 1231. 9) Εξάρτηση (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2): κρέμμασεν και κείνον απέ τα ποδία Βουστρ. 456· απέ το χέριν τόν κρατεί Φλώρ. 1454· ’πού τα μαλλιά τες σύρνουσιν Θρ. Κύπρ. M 765· βουηθάτε μου να σηκωθώ· κράτει μ’ απού το νώμο Θυσ.2 1079· τόν ανακρεμάσαντα τον ουρανόν από της γής Φυσιολ. M 326. 10) Ύστερα από, μετά (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. II· και παλαιότ. βυζ., Lampe, Lex. στη λ. I Bl, Sophocl. στη λ. 6· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 14 β [δ]: από θανάτου του ρέ Πιέρ … αρμάστην με τον υιόν του πρίντζη Μαχ. 57822· Ασσίζ. 40030· Η Σωφροσύνη απ’ αυτήν (= μετά τη Δικαιοσύνη) ανέβη εις γήν ολίγον Λίβ. Esc. 974· Λίβ. N 836, 841· έκφρ. απέ τούτον (ουδ.) = κατόπιν· έτσι: παρακαλεί σας να πιάσετε την εζήτησήν του, αν φανεί της αυλής. Και απέ τούτον εμπαίνει εις την αυλήν Μαχ. 30626. 11) Ποιητ. αίτ. (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. III 4· βλ. και Bauer, Wört. στη λ. V 6, Lampe, Lex. στη λ. III Β και Sophocl. στη λ. 1· και σήμ., ΙΛ στη λ. A3): Κατεφρονέθης απ’ εμού, δέσποτα αυτοκράτορ Διγ. A 242· απέ τους αρχιερείς Λατίνων να χειροτονούνται διάκονοι Μαχ. 2622· αφ’ τον Θεόν και αφ’ τους αγιούς τέλεια ευλογημένος Γεωργηλ., Θαν. 493· απ’ ολωνών των βασιλιών του κόσμου ζηλεμένος Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 62· Πιστ. βοσκ. I 2, 208· Κυπρ. ερωτ. 1073. 12) Αναγκ. αίτ. (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. III 6· βλ. και Bauer, Wört. στη λ. VI και 3, Lampe, Lex. στη λ. II Α2· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α4): Μιαν από κόπου νύσταξα να κοιμηθώ εθυμήθην Απόκοπ. 3· μίαν σκλάβαν απού πέφτει απού κακήν αρρωστίαν Ασσίζ. 4131· από την αστένειαν σου πολλά το λυπούμεθαν Μαχ. 3729· απού την πείνα την πολλή συχνιά το νου μου χάνω Φορτουν. Γ΄ 57· από νερό διψούσαν Αιτωλ., Μύθ. 511· ήρξατο από πόνου του τα τέτοια να τον λέγει Λόγ. παρηγ. L 457· Πολλά ’μαι κουρασμένος ’πό τα όρη Βοσκοπ. 222. από άμετρου και πολλής πεσούσα αθυμίας| επί του νέου συμπαθώς εξέπνευσεν η κόρη Διγ. Gr. VIII 185· εξέβηκα από λύπης μου και κόσμον περιεπάτουν Λίβ. N 46· τρέμει αφ’ τον φόβον Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 428· απέ τας πικρίας λιγνεύω Συναξ. γυν. 871· Αν είχεν είσταιν χιόνιν, ώ κυρά μου,| έλυεν απού τον πόθον κι αχ την βράστην Κυπρ. ερωτ. 10938· ο πλούτος, το λογάριν σου ως άνεμος παγαίνουν,| λαχαίνουσιν και χάνονται από φωτιά ή κούρσας Σπαν. V 41· περί των πραγμάτων τών να ρίξουν εις την θάλασσαν από κακού καιρού Ασσίζ. 75· απέ τον μέγαν πλούτον τόν είχαν εκαταφρονούσαν τους λας Μαχ. 4664· επίασε το Εξαμίλιον και έκτισεν αυτό, κακώς δε από της συντομίας Σφρ., Χρον. μ. 12829· απού το δείσ σου πάντα μαρτυρίζω, αλλ’ όμως ο φτωχός πάντα ποθώ το Κυπρ. ερωτ. 9914· είχα εις τον νουν μου| να οικοδομήσω εκκλησίαν, να ποιήσω μοναστηρι κι ουδέν το εκατευόδωσα από τες αμαρτίες μου Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2738· Δεν έχω παραπόνεσην ’πού σέναν,| άμμε ’πού το πικρόν το ριζικόν μου Κυπρ. ερωτ. 212· ποντίκιν κακορίζικον από την κακοτύχην Πουλολ. 208· Σπαν. (Hanna) V 122· Σπαν. A 18, 524· Προδρ. Η G 18· Ασσίζ. 1092, 1272· Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2918, 8420· Λίβ. Esc. 4019· Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 419· Γεωργηλ., Θαν. 32· Κυπρ. ερωτ. 1613, 248· Σκλάβ. 183· Αχέλ. 310· Κατζ. Α΄ 78, Β΄ 98, Γ΄ 378, Δ΄ 291, Ε΄ 453, υμείς από κάπου εστέ και από οδού πολλής Νικήτα, Βίος Φιλαρ. 13927· (με το σύνδ. ως) ως από ομαλότητος και του πολλού του κάλλους| ύδωρ εμφαίνειν πεπηγός και καθαρώτατόν τε Διγ. Τρ. 2835· Απόκοπ. 120· έκφρ. απέ τούτο = γι’ αυτό Ασσίζ. 8921. 13) Αφαίρεση από το όλον (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. 16· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. I A1, I D1, καθώς και Psich., Qu. tr. 862· και σήμ., ΙΛ στη λ. AΙΙ): αυτή δε ήτο ονομαστή από τους ανδρειωμένους Διγ. A 3759· πολύν φουσάτον σύντριψαν οι Τούρκοι απέ τους Ούγγρους Παρασπ., Βάρν. C 423· ο ρήγας μια απού τσί πολλές εθέλησε να μάθει … Ερωτόκρ. Α΄ 507· Εάν τύχει … και ρίψει απέ το γομάριν του … διά να αλαφρύνει το καράβιν Ασσίζ. 4710· δεν δίδει τίποτες απέ το εδικόν του … Ασσίζ. 28227· ο πουλητής οπού πουλεί σιτάριν δείχνει του (ενν. του αγοραστή) απέ το σιτάριν Ασσίζ. 4514· έλα στο θάνατό μου| να πιείς από το αίμα μου Πανώρ. Β΄ 447· ηύρασιν πολλά πράγματα απού τες πρα(μα)τείες τους Σαρακηνούς Μαχ. 63038· Ταύτα εγράψαμεν απά των καθ’ εαυτόν και τινων μερικών γεγονότων Σφρ., Χρον. μ. 22· να έχει ο εις ώσπερ τον άλλον απέ τά αγαθά εκείνης της οικίας … Ασσίζ. 4166· απέ τα δέκα ου μη εδυνήθη| να ’γράψε θρήνον, τον εποίκαν Πόλ. Τρωάδ. 687· ουδετίποτε θέλει να ποιήσει απού όσα να του ειπεί η αυλή Ασσίζ. 4619· Καλλίμ. 2271· Ασσίζ. 23711· κάνει (ενν. η αρετή) τον άνθρωπο κι άνθρωπον τόνε κράζου κι από τα ζώα τ’ άλογα λόγιον τον ονομάζου Πρόλ. κωμ. 34. 14) (Επιμερισμός) (Η χρ. μτγν., Lampe, Lex. στη λ. II Al, IV, Sophocl. στη λ. 8·βλ. και Δημητράκ. στη λ. 18) (προκ. για πολλούς ή σαν να πρόκειται για πολλούς) ο καθένας τους: εκείνος εγλυκάθηκε και απ’ εκατόν (πβ. ίσως και από δεκάξι 190) θα βάλει Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 197 (πβ. φρ. από ολίγον-ολίγον = λίγο-λίγο, σιγά-σιγά: με θέλει καταπιεί από ολίγον-ολίγον Φυλλ. Αλ. (Πάλλης) 143)· Μοιράζουσιν και άλευρον από μισόν ποτήρι Παϊσ., Ιστ. Σινά 1307· τους τριακόσιους αφήνω σας από ενός φαριού Διγ. Esc. 1759· οι εξής ας δίδουσιν απ’ ενός δηναρίου Απολλών. (Wagn.) 553. 15) Σύγκριση (Για τον υπερθετ. βλ. Κριαρ., Αθ. 45, 1933, 242-45 και Lampe, Lex. στη λ. V· η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α9): σοφώτερη καμιά δεν βρίσκεται απ’ εκείνης Λίμπον. Αφιέρ. 68· τους Αλαμάνους είχασιν κάλλιον απέ τους Φράγκους Χρον. Μορ. P 6808· και θέλει τον καλύτερο απού τσι δυο να γνώσει Ερωφ. Β΄ 254· εναι γληγορώτερον, πονετικόν απ’ όλα (ενν. το τρυγόνι) Περί ξεν. A 378· το φίδι ήτον πονηρό από παν αγρίμι Πεντ. Γέν. IΙΙ 1· κορνέλα … μακρέα από την άλλην τόσον όσο … Καραβ. 49226. πλι’ άπονη απού τον άδην Πιστ. βοσκ. ΙΙΙ 6,8· ουδέ να ένι άνθρωπος ανήλικος παρακάτω από ιδ΄ χρονών Ασσίζ. 1443· τούτη ζωή ’ν’ θλιμμένη| πως δεν ’παντά περίτου ’πού μιάν ώραν Κυπρ. ερωτ. 9232· κείνα τόσον απού ’ξίζουν| κάλλιον παρά ’πού τούτα Κυπρ. ερωτ. 9444· Πεντ. Γέν. IV 13· Πιστ. βοσκ. V 6, 329. 16) α) Ύλη (συστατική) (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. ΙΙΙ 2· βλ. και Sophocl. στη λ. Β· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 10): ημφιεσμένους περσικήν στολήν από βλαττιού Διγ. Gr. IV 926· Και εκ της φισκίνας το πλευρόν, εκ το δεξιόν της μέρος| ήτον αμπέλιν ριζωτόν απού υαλίου εκείνο Λίβ. Sc. 1357· Ητον το τρικλινόκτισμα από ζαφείρου λίθων Βέλθ. 328· έλαιον παλαιόν από καρύιον μετά βουτύρου συμμίξας τον ουρανίσκον του ιέρακος τρίβε Ορνεοσ. αγρ. 5392· Βέλθ. 248, 538, Πεντ. Έξ. XXX 2· β) περιεχόμενο (Πβ. ΙΛ στη λ. 10): το άλλον της (ενν. χέρι) εβάσταζεν χαρτίν από γραμμάτων Λίβ. N 838. 17) Όργανο, μέσο, τρόπος (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. III 3· βλ. και Bauer, Wört. στη λ. V2, Lampe, Lex. στη λ. IΙΙ Α· Sophocl. στη λ. 10· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α7): να ζούσιν απού τα καλά της (=της εκκλησίας) Ασσίζ. 3114· Καλέ, παρά να με θανατώσεις απού την πείναν όρισε είντα να γενεί Μαχ. 4066· να θανατωθούν απού κακού θανάτου Ασσίζ. 2125. από βίας τον στρέφεται, θεωρεί με Λίβ. P 61· Προσέχω, ιχνεύω, κυνηγώ, πουλιά κρατώ από τέχνης Λίβ. N 933· Οφρύδια κατάμαυρα εφύσησεν η τέχνη,| γιοφύρια κατεσκεύασεν από πολλής σοφίας Βέλθ. 700· χαίρομαι και ζώ απέ την γραφήν σου Λίβ. N 1631· Τα μήλα της εφέγγασιν από ψιλής θεωρίας Βέλθ. 714· άνθη και φύλλα γέμων (ενν. ο «παράδεισος») από πνοής την ηδονήν υπέρ τον λόγον έχων Καλλίμ. 284· αφύρωσέν τα (δηλ. τα κάστρα) σφόδρα| από λαόν κι από τροφής να ζουν να τα φυλάττουν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3531· Λόγ. παρηγ. O 626· Αχιλλ. O 149· Ιμπ. 233 Βέλθ. 249, 530, 700· εκφρ. (1) (με ρ. όπως αγαπώ, αναστενάζω, βρυχούμαι, θρηνώ, κλαί(γ)ω, κράζω, κράζω (μετά θρήνων), ’παινώ, προσεύχομαι, στενάζω, κλπ.) από καρδιάς = έντονα, επίμονα, «σφόδρα» (πβ. το αρχ. εκ της καρδίας φιλείν Αριστοφ., από καρδίας φιλέειν Θεόκρ.· εξ όλης της καρδίας, βλ. Lampe, Lex., λ. καρδία Α4· πβ. επίσης από καρδίας μέσης Βέλθ. 1277· η χρ. και σήμ. ΙΛ, λ. από Α7): ν’ αναστενάζω από καρδιάς, πολλά και να θρηνήσω Περί ξεν. A 275· γιατ’ ήκουσά τον από καρδιάς πολλά να σέ ’παινέσει Ερωτόκρ. Γ΄ 696· Αλφ. III 10, Βίος Αλ. 3661, Ροδολ. Ε΄ [549], Διήγ. ωραιότ. 428, Περί ξεν. V 31, Ριμ. Απολλων. 356, Στάθ. Α΄ 272, Σπαν. V 126, κ.π.α. (2) από βάθους (ενν. καρδίας) = έντονα, επίμονα (πβ. βάθος καρδίας ανθρώπου ΠΔ Ιουδ. 8, 14· βλ. και Lampe, Lex., λ. βάθος 2· εκ βάθους αναστέναξεν ψυχής Διγ. (Καλ.) A 1589· βλ. και ΙΛ, λ. βάθος Ια: τσή καρδιάς τα βάθη): από βάθους στενάξασα Διγ. Gr. 43· (3) από ψυχής = με ζήλο, επίμονα, έντονα (πβ. το νεώτ. με την ψυχή μου): ψάλλε από ψυχής και φώναζε μεγάλως Προδρ. III 45· χαιρετισμόν από ψυχής πέμπω σου, καλή κόρη Ερωτοπ. 133· (με το αναστενάζω:) να αναστενάζει από ψυχής , να αναθυμάται εσένα Φλώρ. 1264· Βέλθ. 566 (πβ. και το από ψυχής καημένης Βέλθ. 1213)· (με το τάσσομαι = υπόσχομαι): Και από την χείρα τον κρατεί, καλά τον συμβουλεύει| και τάσσεταί του από ψυχής, πάντα να τον δουλεύει Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 395· (4) από προαιρέσεως = θεληματικά, αυτοβούλως (πβ. το εκ προαιρέσεως = Lampe, Lex., λ. προαίρεσις I G): ουδ’ από προαιρέσεως αφήνεις τα κακά σου Πένθ. θαν. N 344· (5) από ριζικού = κατά τύχην: Εάν γίνεται απού ριζικού ότι εις άνθρωπος ου μία γυναίκα έχει καμμία αστένειαν … Ασσίζ. 38829· Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4969, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [503]· (6) περνώ (κάποιον) από σπαθί ή από σπαθίου (ή σπαθιού) = σφάζω (πβ. Από σπαθιού Μαλάλ., Βόνν., 49320): από σπαθιού επέρασεν όλους τους Σιλιστριώτες Παλαμήδ., Βοηβ. 195· (7) από σπουδής (πβ. L‑S, III 6) = γρήγορα, αμέσως: Εκείνος δε από σπουδής εξάπλωσε την ράβδον Διγ. A 1440· (8) από πτερού πετώντας: και από πτερού εκατέφυγεν εις τον κόλπον σου απέσω Λίβ. (Μαυρ.) P 1867· (9) από κακού = με δυσμενή προκατάληψη Επείρασί με από κακού Χειλά, Χρον. 356· (10) από κομματιού — κομματιαστά Χρησμ. (Trapp) VI28, VII14· (11) (καμιά φορά και με το σύνδ. ως) ως από βιας = σαν ύστερα από βία, πίεση, βιασύνη: ως από βίας ηκούμπησα του περιανασάνω Απόκοπ. 31· (12) (προκ. για εξόρμηση ίππων) από περιστηθίου = ακάθεκτα, ακατάσχετα πβ. το αρχ. από ρυτήρος): ως αστραπή εξεπήδησεν από περιστηθίου Διγ. Gr. IV 118· φρ. (1) διαβαίνω από σπαθί = σφάζομαι: έξω ο κόσμος να χαθεί| κι εγώ να διάβω από σπαθί Αγν., Ποιήμ. Α 16· (2) πιάνω ή παίρνω χώραν από σπαθίου = καταλαμβάνω, κυριεύω: Εν τούτω οι Φράγκοι πρόθυμα μετά σπουδής μεγάλης| πεζεύουν εκ τα κάτεργα, την χώραν πολεμούσιν| από σπαθίου την έπιασαν, της Βενετίας την δίδουν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 439· Τούτος ο σουλτάνος επήρε την Μεθώνη από σπαθίου, οπού την όριζαν οι Βενέτικοι Ιστ. πατρ. 1497· 18) Συνοδεία (Για τη χρ. βλ. Lampe, Lex. στη λ. ΙΕ και Sophocl. στη λ. 6· βλ. και το θεωρήσασα η σύμβιος αυτού από υποκαμίσου όντα, δηλ. ότι φορεί μόνο πουκάμισο Βίος αγ. Φιλαρέτου, Byz. 9, 1900, 17· απίθ. ότι πρόκειται για ξενισμό, όπως δέχεται ο Αλεξίου Στ., Κρ. Χρ. 6, 1952, 409 σημ. 25· βλ. και Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ. σ. 501, λ. από και σ. 426, καθώς και ΙΛ στη λ. 6β) με: Εκεί ’τον κι ο Ρωτόκριτος κι ο ρήγας άπ’ τ’ αμάξι| να δούσι το Χαρίδημο σήμερο πως θα διάξει Ερωτόκρ. Β΄ 2071· η Κατερίνα η μαστόρισσα από τ’ οξύ μαντίλι Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 535 (περιττή κάθε διόρθ., βλ. Λαογρ. 3, 1911, 616-7 )· Ερωτόκρ. Β΄ 1283, 2071, Γ΄ 67. 19) α) Το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος: Λοιπόν λέγω να ’ξηγηθώ απέ τους δυο Θηβαίους Θησ. Πρόλ. [154]· περί της αμαρτωλής γυναικός και απ’ εκείνον το της δίδουσιν αν ημπορεί πλείον να της το πάρουν Ασσίζ. 1818· επήγε να τον ιδεί και ερωτήσαν τον απέ τους δικούς του Μαχ. 46835· μ’ αυτόν εσύντυχαν από πολλών πραγμάτων Θησ. I 125· β) αναφορά (Η χρ. μτγν., L‑S στη λ. III 2· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. II Β1· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α8 και Δημητράκ. στη λ. 19): κανέναν αγκάλεμαν το να ποίσει η γυναίκα απέ τον άνδραν της ή ο άνδρας απέ την γυναίκαν του Ασσίζ. 12721· ένας … ο ποιός ήτον καβαλλιέρης και καλός απέ το κορμίν του Βουστρ. 534· ημπορεί να φέρουν μαρτυρίαν τοιούτοι άνθρωποι εις την αυλήν απού πάσα πράγμαν Ασσίζ. 10618· επούλησες την μούλαν διά πέρπυρα ρ΄ απέ τῳ ποιών σου ήμουν εγγυητής Ασσίζ. 6416· είναι έτοιμος να τον απολογηθεί απού πάσα ζήτημαν όπου να του ζητήσει Μαχ. 19631· Περί το δίκαιον το εμπαίνει του αυθέντη απέ όλην του την γην Ασσίζ. 2214· μαύρον φαρίν τον έστρωσαν το πολυαγαπημένον,| μέγαν από του σχήματος, φριχτόν από της θέας Αχιλλ. L 284· Εσύ ομνύεις εις τα άγια του Θεού Ευαγγέλια απέ το σε θέλομεν ερωτήσειν να ειπείς την αλήθειαν; Ελλην. νόμ. 5217· απέ το λαλείτε να σας ποίσωμεν όρκον είμεστεν έτοιμοι Βουστρ. 502· απέ το μηνά η αφεντιά, της δια τα άλογα έμεις άλλα δεν έχουμε να καβαλικεύσωμεν Βουστρ. 519· αν εθυμάται από γονιούς τίποτες ρώτηξέ τη Κατζ. Β΄ 188· Ασσίζ. 9029· 3624· Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6864· Βέλθ. 405. 20) Με ουσ. = γενική ιδιότητας (Πβ. ΙΛ στη λ. Α 16): όλοι από μίαν γνώμην ήσαν Σοφιαν., Παιδαγ. 92· ήσαν όλοι απόκοτοι και από καλήν καρδίαν Πόλ. Τρωάδ. 518. — Βλ. και επίρρ. με α΄ συνθ. την από, όπως απαρχής, απεδώ, αποκάτω, απομέσα, κλπ.αποθαίνω,- Σπαν. (Ζώρ.) V 512, Σπαν. V Suppl. 174, Ασσίζ. 5312, 654, Διγ. (Hess.) Esc. 159, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 493, 1134, Χρον. Μορ. P 4085, Περί ξεν. A 444, Ερωτοπ. 231, Απολλών. (Wagn.) 452, Αχιλλ. O 366, Μαχ. 36614, Θησ. (Foll.) I 12, Βουστρ. 483, Αγν., Ποιήμ. Β’ 74, Συναξ. γυν. 994, Κορων., Μπούας 133, Φαλιέρ., Ρίμ. AN 38, Τριβ., Ρε 89, Τριβ., Ταγιαπ. 226, Αχέλ. 2321, Θρ. Κύπρ. K 746, Ανων., Ιστ. σημ. ρμά́, Παϊσ., Ιστ. Σινά 2182, Αλφ. (Κακ.) 153, Κατζ. Β́ 36, 91, Έ́ 270, Πανώρ. Δ΄ 437, Ερωφ. Ά́ 204, Πιστ. βοσκ. V 3, 85, Βοσκοπ. 190, 352, Παλαμήδ., Βοηβ. 182, Ιστ. Βλαχ. 1280, Σουμμ., Ρεμπελ. 167, Ερωτόκρ. Ά́ 379, 954, Δ΄ 1086, Θυσ.2 152, 304, 656, 683 896, Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά́ 69, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́ [284], Έ́ [235], Ροδολ., Αφ. Φλαγγ. [9], Ροδολ.,Αφ. Φιορ. [5], Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [204], χορ. δ́ [82], Λίμπον. Εισαγ. 53, 365, Ζήν. Δ́ 380, Διγ. O 1872, Τζάνε, Κρ. πόλ. 18016, 23818, 4408, κ.π.α.· απεθαίνω, Ασσίζ. 11815, 18526, 2191, 26324, Ερμον. Ρ 247, Μαχ. 37425, 4743, Πεντ. Γέν. II 47, XLVIII 21, IX 4, XXI 20, Αρ. XXVI 65, Δευτ. XXIV 16, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1, Άλ. Κύπρ. 1502, Διγ. Άνδρ. 34329, κ.α.· πεθαίνω, Ασσίζ. 22330, 26717, Αχιλλ. N 565, Μαχ. 187, 7213, 4383, 46628, 6144, 6429, Συναξ. γυν. 209, Πεντ. (Hess.) Γέν. II 17, V 11, VII 22, XLII 2, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1478], κ.α. ΄ποθαίνω, Ασσίζ. 1293, Διγ. (Hess.) Esc. 121, Χρον. Μορ. P 7206, Αχιλλ. L 745, 1358, Αχιλλ. (Hess.) L 725, Μαχ. 29, 308, 11815, 36426, 48216, 59227, 61019, Βουστρ. 474, Κυπρ. ερωτ. 86, 914, 467, 816, 1233, Συναξ. γυν. 1093, 1146, Κορων., Μπούας 130, Θρ. Κύπρ. K 526, Κατζ. Ά́ 310, Γ́ 90, Ερωφ. Β́ 341, Έ́ 295, Πιστ. βοσκ. III 3, 39, Βοσκοπ. 438, Ερωτόκρ. Ά́ 611, 744, 1960, Β́ 1612, Δ́ 1070, Θυσ.2 189, 205, Ευγέν. Πρόλ. 90, Στάθ. Γ́ 228, Φορτουν. Γ́ 261, Ιντ. δ́ 173, Ζήν. Πρόλ. 52, Τζάνε, Κρ. πόλ. 38415, Διακρούσ. 11728, κ.π.α.· μτχ. απεθαμένος, Λίβ. N 2572, 3111, Αχιλλ. (Hess.) L 434, Θησ. Β́ [457], ΙΆ́ [57], Πεντ. Έξ. XII 30, Αρ. XII 12, XVII 13, 14, Σταυριν. 404, 1022, Διήγ. πανωφ. 58, Διήγ. ωραιότ. 800, Λίμπον. 212 κ.ά. απεθαμμένος, Ασσίζ. 17923, 35014, 39314, 46918, απεθανόντας, Κατζ. Έ́ 370· αποθαμένος, Διγ. (Hess.) Esc. 190, Διγ. A 3001, 3627, Βέλθ. 1149, Πόλ. Τρωάδ. 822, Ερωτοπ. 112383, Απολλών. (Wagn.) 710, Λίβ. Sc. 1402, Λίβ. Esc. 3466, Λίβ. N 3089, Ιμπ. 647, 651, Χούμνου, Π.Δ. II 23, Άσμα σεισμ. 9, Κορων., Μπούας 51, 97, 137, Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 240, Τριβ., Ρε 238, Πεντ. Έξ. XIV 30, XXI 34, Αχέλ. 439, Αιτωλ., Μύθ. 2711, Βοσκοπ. 30, Κατζ. Γ́ 49, 112, Ερωφ. Γ́ 108, Πιστ. βοσκ. II 2, 33, Σταυριν. 490, Ερωτόκρ. Ά́ 826, Γ́ 772, 974, Έ́ 753, Θυσ.2 311, 1004, Συναδ., Χρον. 70, Ροδολ. Ά́ [102, 538], Αποκ. Θεοτ. II 11, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [522], Τζάνε, Κρ. πόλ. 16218, 2658, 45516, 5618, κ.π.α.· αποθαμμένος, Ασσίζ. 10510, 20613, Κυπρ. ερωτ. 1713, 2314, 6916· αποθάνοντας, Ερωτόκρ. Γ́ 108· μτχ. αποθανόντας, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 206v· πεθαμένος, Αιτωλ., Μύθ. 1366· πεθαμμένος, Ασσίζ. 20613· ’ποθαμένος, Θησ. Β́ [772], Κορων., Μπούας 79, Πικατ. 34, Αιτωλ., Μύθ. 7210, Ερωτόκρ. Γ́ 744, Ευγέν. 674, Τζάνε, Κρ. πόλ. 29016· ’ποθαμμένος, Κυπρ. ερωτ. 254, 7022, 8812, 9470, 10429, Θρ. Κύπρ. K 838.
Από τον αόρ. απέθανον του αρχ. αποθνήσκω. Βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 214, Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 8, Κριαρ., Ελλην. 22, 1969, 167, Ανδρ., Αθ. 47, 1937, 189. Βλ. και μισαποθαμένος. Για τη μτχ. αποθάνοντας και τα συναφή βλ. Λαμπρινός, Ελλην. 33, 1981, 270.
Α´ Αμτβ. 1) Πεθαίνω: πολλοί επεθάναν εις το μαρτύριον Μαχ. 4383· ζώντας μου κι αποθάνοντας κατάρα θέλω αφήσει Ερωτόκρ. Γ́ 108· την ημέρα όπου φας απ’ αυτό απεθαμό ν’ απεθάνεις Πεντ. Γέν. II 47· φρ. αποθαίνω μόνος μου = προκαλώ το θάνατό μου: μόνος σου γάρ να φονευτείς, μόνος σου ν’ αποθάνεις Αχιλλ. O 366. Βλ. και αναπαύω Β9, ανθυποκρύπτομαι, απαφήνω φρ. β, απεκβαίνω γ, απεκδύομαι, απέρχομαι 4, αποβγαίνω 3, αποθαινίσκω. 2) (Προκ. για τον ήλιο) σβήνω, χάνομαι, βασιλεύω: ελπίζομ’ ότι ο ήλιος π’ αποθαίνει| το βράδυ προς τη δύση, πάλιν| εις την ανατολήν να ξαναγένει Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. δ́ [82]. Βλ. και αναπληρώνω Β2). Β´ Μτβ. 1) Σκοτώνω, φονεύω (κάποιον) (Για τη σημασ. πβ. Kaps., Vorunters. 102 κ.ε.): μην τ’ αποθάνεις το παιδί με δίχως να σου πταίσει,| κύρη άπονο και αλύπητο μην κάμεις να σε λέσι Θυσ.2 683. Βλ. και αναλώνω A2, αποβάλλω 3, αποθανατώνω, αποκάμνω Β4, αποκοιμίζω 2. 2) Εξαφανίζω, εξαλείφω: αυτός ασήκωσε τες αμαρτίες μας εις το σώμα του, απάνω εις το ξύλον, διά να αποθάνομεν τες αμαρτίες και να ζήσομεν εις την δικαιοσύνην Χριστ. διδασκ. 80. Βλ. και αφανίζω Α1γ.αποκάτω (I),- επίρρ., Καλλίμ. 1751, Εγκ. αγ. Δημ. 111208, Ασσίζ. 2131, 15322, 22021, 2861, Ιατροσ. 2086, Πουλολ. 81, Απολλών. 142, Λίβ. N 167, Τζαμπλάκ. 61, Λέοντ., Αιν. (Knös) I 183, Χρησμ. I 191, 207, Μαχ. 3525, Θησ. (Foll.) I 27, Καραβ. 50018, Διήγ. Αλ. V 42, 62, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15623, Πικατ. 63, Συναξ. γυν. 111, 217, 225, 276, Κορων., Μπούας 7, Πεντ. Έξ. XXVI 24, XXXIX 20, Αιτωλ., Μύθ. 253, 3511, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 398, 407, Δωρ. Μον. XIX, XXIX, Ερωτόκρ. Β́ 177, 310, 515, 669, 2154, Δ́ 929, 1546, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́ [470], Δ́ [291 ], Αποκ. Θεοτ. II 48, 216, 220, Διήγ. ωραιότ. 846, Φορτουν. Πρόλ. 100, Β́ 48, Ζήν. Έ́ 215, Τζάνε, Κρ. πόλ. 27113, 42010, 44816, 58220· απακάτω, Ασσίζ. 47424, Διγ. (Hess.) Esc. 647· απεκάτω, Χρον. Μορ. H 2195, Λίβ. Esc. 151· αποκάτου, Ελλην. νόμ. 55318, Λίβ. Esc. 322, Αχιλλ. O 425, Διήγ. Αλ. V 39, 46, 65, Σαχλ. Α′ (Wagn.) M 197, Πεντ. Γέν. I 7, Δευτ. IV 39, Σουμμ., Ρεμπελ. 163· απουκάτω, Ασσίζ. 3712, 16028, 20420, 2705, 47118, Gesprächb. 72l523, Μαχ. 6210, 2722-3, 47236, 55430, 6401, 65435, Βουστρ. 501· ’ποκάτω, Θρ. Κύπρ. K 65, Ερωτόκρ. Β́ 1890, Διήγ. ωραιότ. 26, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1087], Τζάνε, Κρ. πόλ. 27726, 29110 ’πουκάτω, Κυπρ. ερωτ.1102, Παλαμήδ., Βοηβ. 197.
Από την πρόθ. από και το επίρρ. κάτω ή το επίρρ. υποκάτω ανάλογα με τη σημασ. Πβ. και L‑S, λ. αποκάτω. Η λ. και οι τ. της (εκτός από τον τ. απακάτω) και σήμ. (ΙΛ).
1) α1) (Προκ. για στάση) κάτω (σε αντίθεση προς το επάνω) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): το κάτεργον έσπασεν απεκάτω Χρον. Μορ. H 2195· βλέπω κι έχουμε τα κύματ’ αποκάτω Ροδολ. Δ΄ [291 ]· εκφρ. (1) με έναρθρο το επίρρ. αποκάτω = που βρίσκεται στο κάτω μέρος: τούτα παν εις την σκάλαν την αποκάτω Καραβ. 50018 (2) το αποκάτω (ενός αντικειμένου) = το κάτω τμήμα του Το … θαλασσίδιον το αποκάτω της αγίας τραπέζης Διήγ. Αγ. Σοφ. 15623· α2) (προκ. για ρούχα) απομέσα (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): ρούχον λατινόκοπον εφόριεν αποκάτου Λίβ. Esc. 322· 2) α) (Προκ. για κίνηση προς τόπο) κάτω (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): εβούλησα κι εδιάβηκα στον Άδην αποκάτω Πικατ. 63· β) (προκ. για κίνηση από τόπο) αποκάτω: Λάζαρος ενεστάθη και εσηκώθηκεν ορθός, ’ποκάτω ’πού τα βάθη Διήγ. ωραιότ. 26· γ) (προκ. για προέλευση ανέμου, αλλά και προσώπου, κλπ.) από το νότιο τμήμα: κι εδιπλοσφύριξε ο βορράς κι ο νότος αποκάτω Τζάνε, Κρ. πόλ. 44818. 3) (Προθετικώς) α) (με γεν.) (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3α): το πεύκιν να το απλώσωμεν απουκάτω σου Μαχ. 65435· εκείνοι οπού ήσαν εις το αυτόν κακόν εντέχεται να τούς φυτέψουν ολοζώντανους απακάτω της γης Ασσίζ. 47424· εκεί ’ποκάτω του τειχιού τρύπες βαθειές να κάνουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 27726· φρ. (1) έχω αποκάτω μου = έ. στην εξουσία μου, στην προστασία μου: ακόμη και την Ελλάδα έχε την αποκάτω σου Διήγ. Αλ. V 62, Ελλην. νόμ. 55318· Σουμμ., Ρεμπελ. 16315· Ασσίζ. 3712, 2861· (2) βάνω αποκάτω μου = υποτάσσω: έβαλεν απουκάτω του ο σουλτάνος όλα τα ρηγάτα της Συρίας Μαχ. 6401· (3) είμαι ή ευρίσκομαι αποκάτω (κάποιου ) = είμαι κάτω από την εξουσία ή την προστασία (κάποιου) (Πβ. ΙΛ στη λ. 3β): εάν εποίησεν ... κανέναν κακόν, ή κλεψίαν,όσο που ένι απουκάτω του πατρός του Ασσίζ. 16028· όποιος αποκάτω της ευρίσκεται είναι καλά φυλαμένος Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 407· (4) καταλακτίζω (κάποιον) απουκάτω των ποδιών μου = κ. με τα πόδια μου, ποδοπατώ: εκαταλάκτισέν τον απουκάτω των ποδιών του Ασσίζ. 20420 β) (με απλή αιτ. αντί γεν.) κάτω από ...: ήλθαμεν και επέσαμεν αποκάτου το κάστρον τους και ατιμώθημεν Διήγ. Αλ. V 46· φρ. είμαι αποκάτω, είμαι αποκάτω τον ορισμόν, αποκάτω το χέριν (κάποιου) = είμαι στην εξουσία (κάποιου): είμεσθεν αποκάτου τον Δάρειον Διήγ. Αλ. V 65· είμαι αποκάτω τον ορισμόν σου Διήγ. Αλ. V 42· εσείς αποκάτου το χέρι του Αλεξάνδρου είσθεν Διήγ. Αλ. V 39· γ) (με προσδιορ. με την πρόθ. από ) (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3β) κάτω από ...: Ε (έκδ. αί) και το πυρρόν ακάνθιν αποκάτω από πελάγου| ήπλωσεν κι έπιασεν τόπον Χρησμ. I 207· έκφρ. (προκ. για καταστροφή οικοδομημάτων, πολιτείας, κλπ.) αποκάτω από τον πάτο = από τα θεμέλια, ολοκληρωτικά: την χώραν την αφάνισεν ’πουκάτω ’πού τον πάτο Παλαμήδ., Βοηβ. 197· δ) (με προσδιορ. με την πρόθ. εις>σ) (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3γ) κάτω από ...: να πα να τον αγκαλιαστείς εις το δέντρο αποκάτω Ερωτόκρ. Δ΄ 1546· ήλθε κι ετέντωσε σιμά στα τείχη μ’ αποκάτω Τζάνε, Κρ. πόλ. 58220· φρ. (1) (με ρ. όπως απομένω, δουλώνομαι, είμαι, κλπ.) αποκάτω σε ... = βρίσκομαι, πέφτω στην εξουσία: απομένει| στ’ εχθρού αποκάτω κι άπονα στα χέρια του αποβαίνει Ροδολ. Γ΄ [470]· δεν δουλωνόμασθεν στους ανδρες αποκάτω Θησ. I 27· ήσαν αποκάτω εις το ρηγάτον του Δωρ. Μον. XIX· (2) αποκάτω στο όνομα = με την προστασία που παρέχει το όνομα (κάποιου) ή κάποιος: ’ποκάτω στο δικό σου| τ’ όνομα το περίφημον Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [1090 ]· ε) (με προσδιορ. με την πρόθ. εκ) κάτω από …: ως αποκάτω εκ τον βυθόν διά πόθον ανεβαίνει Λίβ. N 167.απολογούμαι,- Αιν. άσμ. 137, Hist. imp. (Rochow) 34, Ασσίζ. 2626, 3222, 505, 854—5, 8714, 913, 16030, 1629, 31414, 3408, Ελλην. νόμ. 5182-3, 5736, Διγ. Esc. 874, Σπαν. (Ζώρ.) V 583, Πτωχολ. P 8, Απολλών. (Wagn.) 61, 665, Απολλών. 119, Μαχ. 2026, 265, 19631, 31822, 45612, 59630, Σφρ., Χρον. μ. 243, 949, Σκλέντζα, Ποιήμ. 155, Βουστρ. 450, 458, Αλφ. (Μπουμπ.) I 79, Πένθ. θαν.2 500, Τζάνε, Κρ. πόλ. 20717· απιλογούμαι, Καλλίμ. 1107, Διγ. Esc. 148, 326, 652, Βέλθ. 188, 885, 963, 986, 1269, Χρον. Μορ. H 7865, Διήγ. παιδ. 116, Διήγ. Βελ. 200, Συναξ. γαδ. 20, Φλώρ. 651, 656, 745, 945, Λίβ. (Lamb.) N 69, Λίβ. Esc. 3776, Αχιλλ. (Haag) L 247, Αχιλλ. N 157, Αχιλλ. O 109, Ιμπ. 168, Θρ. Κων/π. B 60, Παρασπ., Βάρν. C 163, Αργυρ., Βάρν. K 155, Θησ. (Foll.) I 68, Θησ. Β΄ [284, 874], Γ΄ [171], Ch. pop. 451, Χούμνου, Π.Δ. VII 27, Σκλέντζα, Ποιήμ. 141, Σαχλ. N 349, Σαχλ., Αφήγ. 366, Έκθ. χρον. 415, Απόκοπ. 157, 286, 393, Πικατ. 192, 306, Πένθ. θαν.2 69, Βεντράμ., Φιλ. 19, Διήγ. Αλ. G 28922, Τριβ., Ρε 211, Πεντ. Γέν. XXXIV 13, XXXV 3, Έξ. XIX 19, XX 16, Αρ. XXXV 30, Δευτ. I 41, V 17, XIX 16, 18, XXXI 21, Αιτωλ., Μύθ. 69, 989, Αιτωλ., Βοηβ. 180, Αλφ. 1493, Πανώρ. Α΄ 420, Πιστ. βοσκ. I 2, 350, Βοσκοπ. 113, Σουμμ., Ρεμπελ. 175, Ερωτόκρ. Β΄ 2268, Γ΄ 194, 622, Δ΄ 1491, Ε΄ 393, Ευγέν. 689, Ροδολ. (Μανούσ.) Ε΄ [245], Λεηλ. Παροικ. 381, Τζάνε, Κρ. πόλ. 19315· απιλογούμαι, Πιστ. βοσκ. V 5, 222, Ερωτόκρ. Β΄ 847, 950· απολοούμαι, Πιστ. βοσκ. X 1, 99· επιλογούμαι, Αρμούρ. 30· ’πιλογούμαι, Ιων. 2153, Βέλθ. 531, Αχιλλ. (Haag) L 218, Ιμπ. 305, Θρ. Κων/π. διάλ. 58, Χούμνου, Π.Δ. II 5, VII 66, X 7, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1201, Ριμ. κόρ. 597, Ερωτόκρ. Α΄ 248, 2160, Β΄ 1726, Γ΄ 581, 1722· ’πιλοούμαι, Ερωτόκρ. Α΄ 250, Β΄ 1940, 2114, Γ΄ 772, 1540, Φορτουν. Δ΄ 28· ’πολογούμαι, Μαχ. 2848, 32822, 37815, 3905, 4728, Βουστρ. 422, Κυπρ. ερωτ. 7718.
Το αρχ. απολογούμαι. Για τους τ. απιλογούμαι, ’πιλογούμαι βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ A 33, Αθ. 24, 1912, 50, 57 και Φάβη, Αθ. 29, 1917, ΛΑ 42-43. Η λ. και οι περισσότεροι από τους τ. της και σήμ. (ΙΛ, λ. απολογειέμαι).
1) α) Απολογούμαι στο δικαστήριο υπερασπίζοντας τον εαυτό μου, αποκρούω κατηγορία (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ., ΙΛ, λ. απολογειέμαι 1): Κατά του λιβέλλου του προσκομισθέντος κατ’ εμού … απολογούμαι καγώ δείνα εν πρώτοις μου δικαιώμασιν και λέγω ως ότι … Ελλην. νόμ. 5736· ο αγκαλόμενος ζητά της αυλής ημέραν δια να απολογηθεί Ασσίζ. 3408· β) λογοδοτώ: Λοιπόν ας ενθυμούμεστεν δια να ’κονομηθούμεν εις τον Αδέκαστον Κριτήν τι ν’ απολογηθούμεν Πένθ. θαν.2 500. 2) Υπερασπίζομαι κάποιον (Πβ. την αρχ. χρ. L‑S στη λ. I): τι διά την κατάκριτον θέλεις απιλογάσθαι Φλώρ. 651· να κάμω εκεί θεσιαστήρι τον Θεόν οπού απιλογάται εμέν εις την ήμερα της στεναχωριάς μου Πεντ. Γέν. XXXV 3. 3) Αναλαμβάνω ευθύνες, υποχρεώσεις: άπελθε να ’σ’ ελεύθερη κι εγώ ν’ απολογούμαι, | τα στάμενα που έδωκεν ο κύρης Μαρκιόνης | εγώ να τα πλερώνω Απολλών. (Wagn.) 665. 4) Εκθέτω, εξιστορώ: έπεψαν και έταζαν τον αφέντην της Σπάρας να έλθει, ότι ήλθεν ο ρήγας και είναι έτοιμος να τον απολογηθεί απού πάσα ζήτημαν όπου να του ζητήσει Μαχ. 19631 (βλ. και αναβάλλω 3, Αναφέρω Α1β, ανιστορώ 1β). 5) Καταθέτω δυσμενώς, ψευδομαρτυρώ: ότι να σηκωθεί μάρτυρας άδικος είς ανήρ να απιλογηθεί εις αυτόν έγνεμα Πεντ. Δευτ. XIX 16· μην απιλογηθείς εις το σύντροφό σου μάρτυρας ψεματένιους Πεντ. Δευτ. V 17 (βλ. και αποδίδω 4). 6) Αποκρίνομαι, απαντώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. απολογειέμαι 2): με κλάημα κι αναστεναμό του φίλου ’πιλοήθη Ερωτόκρ. Α΄ 250· τότε απιλογήθησαν οι άρχοντες και λέγουν Βέλθ. 963· Ερώτησέν τους παρευθύς αν είναι εκ του Κάδμου| το αίμα κι ένας απ’ αυτούς όντως απιλογήθη Θησ. Β΄ [874]· με τέχνη βγάνου τη μιλιά, με τέχνη απολογούνται Πανώρ. Α΄ 420 (βλ. και αντιγράφω 1, αντιλαλώ Βα, αντιλογούμαι, αντιμηνύω 1). Η μτχ. απολογούμενος = κατηγορούμενος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I): έπειτα εντέχεται ο βισκούντης να ορίσει τους κριτάδες να ποιήσουν την κρίσιν τον ζητούντος και του απολογούμενου Ασσίζ. 2626.απόμακρα,- επίρρ., Γλυκά, Στ. 119, 124, Διγ. Gr. IV 402, VI 724, Κυπρ. ερωτ. 437, Αχέλ. 1395, Ερωτόκρ. Α΄ 875, 1136, Γ΄ 911, Ε΄ 323· απομακρά, Διγ. (Hess.) Esc. 428, Βέλθ. 751, Λίβ. P 2404, Λίβ. Sc. 992, Λίβ. N 1918, 3162, Φυσιολ. 37118, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 427, Μαχ. 65416, Σαχλ. N 95, Ιμπ. (Legr.) 429, Κορων., Μπούας 78, Πένθ. θαν. N 346, Αιτωλ., Μύθ. 1147, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 41, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 393, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 422, Βίος Δημ. Μοσχ. 496, Ιστ. Βλαχ. 319, 2813, Ερωτόκρ. Α΄ 480, Γ΄ 497, 536, Δ΄ 5, Ε΄ 207, 1534, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [818], Λίμπον. 54, Φορτουν. Δ΄ 480, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2138, 22512, 40815· απομακράν, Διγ. Z 2157, Λίβ. P 1734, Αχιλλ. O 670, Κορων., Μπούας 33, 71, 97, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1786· απομακράς, Απόκοπ. 36, Φαλλίδ. 13, Ερωτόκρ. Α΄ 656, Θυσ.2 1015, Φορτουν. Γ΄ 79· απουμακρά, Μαχ. 58813, Κυπρ. ερωτ. 698, 7722, 1218. ’πουμακρά, Κυπρ. ερωτ. 1813.
Από τη συνεκφ. από μακρά. Πβ. όμως και Βογιατζ., Αθ. 27, 1915, ΛΑ 132· 133. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Οι τ. απομακρά, απομακράς, απουμακρά και σήμ. (ΙΛ, λ. απόμακρα η απομακράς).
1) Μακριά, σε μεγάλη απόσταση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Λοιπόν αν είμ’ απόμακρα ’χ το δείσ σου Κυπρ. ερωτ. 437· Όστις φιλήσιεν εγγύς τον ύπνου ουχ υστερείται, | ο δε φιλών απόμακρα μη αμελεί τας νύκτας Διγ. Gr. IV 402 (βλ. και αλάργα). 2) α) Απομακριά, από μεγάλη απόσταση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α· πβ. και ΙΛ, λ. απομακράς): και να φωνιάξει απομακράς: Δόξα Θεόν και χάρη! Εγλύτωσεν ο Ισαάκ κι εσφάγη το κριάρι Θυσ.2 1015· Αν ιδείς εις το πέλαγος καράβιν κινδυνεύον, | εσυ γελάς απόμακρα κι εκεί μεγάλη τσίκνα· εσύ λέγεις «αιλίμονον» κι εκεί θεωρούν αγγέλους Γλυκά, Στ. Γ24· Τζάνε, Κρ. πόλ. 1786 (βλ. και αποανάγναντις 3, απομακριά, αποστάδην)· β) (μεταφ.) με υπονοούμενα, με υπαινιγμούς: Μ’ αθιβολές απόμακρα εσίμωνε κοντά τση Ερωτόκρ. Α΄ 875· λογιάζου για την προξενειά πώς να τση τήνε πούσι | κι αρχίζουσιν απόμακρα Ερωτόκρ. Ε΄ 323 (βλ. και αναγυριστικά).απομακρόθεν,- επίρρ., Σπαν. V 156, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 166, Διγ. Esc. 1262, Α 1412, 2047, Πουλολ. 629, Φλώρ. 1345, Περί ξεν. A 369, Λίβ. P 2112, Αχιλλ. L 289, Αχιλλ. O 196, Φυσιολ. 3703, Δούκ. 40717 (έκδ. απομικρόθεν· διορθώσ.), Διγ. Άνδρ. 32022, 3444, 40131, απομακρόθες, Λίβ. Esc. 3065· απουμακρόθεν, Μαχ. 58815.
Το μτγν. απομακρόθεν. Η λ. στην ΚΔ (Μάρκ. 5, 6) και σήμ. (ΙΛ).
1) (Προκ. για κίνηση) από μακρινή απόσταση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): μαντατοφόροι ήλθασιν τούτων απομακρόθεν Αχιλλ. L 289· τον λαόν ελθόντα απομακρόθεν Διγ. A 2047· Διγ. Άνδρ. 40131. 2) (Προκ. για στάση) απομακριά, σε κάποια απόσταση: Ήτον απομακρόθες μας ποτάμι να έχει δένδρα Λίβ. Esc. 3065.— Βλ. και αποανάγναντις, απόμακρα 2α, αποστάδην.απομένω,- Σπαν. A 529, Σπαν. V 173, Σπαν. V Suppl. 83, Διδ. Σολ. Ρ 16, Προδρ. III 419η (χφφ G VCSA) (κριτ. υπ.), Καλλίμ. 680, 1611, 2572, Ασσίζ. 1726, 13317, 26425, 38318, 4024, 4611, Διγ. Gr. VI 710, Διγ. Esc. 409, 1250, Διγ. A 2017, Βέλθ. 955, Χρον. Μορ. H 607, Ρ 2732, 5093, Πουλολ. 561, Διήγ. Βελ. 180, Φλώρ. 1634, 1634, Σπαν. (Ζώρ.) V 51, Περί ξεν. A 92, 51, Ερωτοπ. 244, 689, Απολλών. 843, Λίβ. Sc. 1905, Λίβ. Esc. 3064, Αχιλλ. N 1288, Ιμπ. 568, 836, Χρον. Τόκκων 2137, Ανακάλ. 32, Θρ. Κων/π. H 159, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 161, Βησσ., Επιστ. 2314, Αργυρ., Βάρν. K 134, Σφρ., Χρον. μ. 831, 2419-20, Μαχ. 1807-8, Θησ. (Foll.) I 12, Χούμνου, Π.Δ. VIII 98, Διήγ. Αλ. V 24, Διήγ. Αγ. Σοφ. 1605, Σαχλ., Αφήγ. 564, Κυπρ. ερωτ. 745, Έκθ. χρον. 104, 643, 7715-6, Ριμ. Απολλων. 38, Κορων., Μπούας 59, 66, 84, Φαλιέρ., Ρίμ. L 147, Διήγ. Αλ. G 27725, Σοφιαν., Παιδαγ. 100, Δεφ., Λόγ. 398, Πεντ. Γέν. VII 23, XXXII 9, XLIV 20, Εξ. VIII 5, Λευιτ. V 9, X 12, 16, XXVI 36, 39, Δευτ. IV 27, XXVIII 62, Αχέλ. 442, Αιτωλ., Μύθ. 1013, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 373, Αλφ. (Κακ.) 1014, 373, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 420, 427, 439, Δωρ. Μον. XIX, Κατζ. Β΄ 42, Γ΄ 159, 553, Δ΄ 385, Πανώρ. Α΄ 122, 416, Β΄ 364, Ερωφ. Γ΄ 167, 285, Δ΄ 213, 742, Ιντ. δ΄ 3, Ε΄ 463, Πιστ. βοσκ. II 5, 185· 7,173· III 6,68, 335· IV3, 142· V 1, 76· 5, 12, 333, Φαλλίδ. 58, Ιστ. Βλαχ. 2270, Διγ. Άνδρ. 3377, Ερωτόκρ. Α΄ 784, 1859, 2028, Β΄ 1788, 2236, 2431, Γ΄ 229, 478, 612, 994, 1253, 1740, Δ΄ 540, 1238, Ε΄ 1068, Θυσ.2 190, Ευγέν. 338, 1142, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 140, Δ΄ 18, 50, Ροδολ. Ά [403], Β΄ [212], Ε΄ [322], Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [137], Διήγ. εκρ. Θήρ. 11016, Διήγ. ωραιότ. 529, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [548], [917], Γ΄ [1298], Δ΄ [604], Λίμπον. Αφ. 54, Φορτουν. Αφ. 28, Β΄ 94, 237, 460, Δ΄ 540, Ε΄ 336, Ζήν. Β΄ 68, 253, Δ΄ 64, Ε΄ 107, Λεηλ. Παροικ. 448, Διγ. O 2623, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1349, 17126, 22211, 2835, 3164, 3416, 36911, 5081, 52420, 5302, 53817, 54810, Διακρούσ. 1011, Αλφ. (Mor.) IV 85· απεμένω, Καλλίμ. 680· ’πομένω, Διγ. A 985, 3146, Χρον. Μορ. H 5093 (υπόμεινεν κατά λάθος αντιγρ. ή από άτοπη επίδρ. του υπομένω), Αχιλλ. O 226, Κορων., Μπούας 64, Αλφ. (Κακ.) 1024, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 404, 413, 420, 430, 457, Ερωφ. Β΄ 155, Ερωτόκρ. Α΄ 440, 774, 775, 838, Β΄ 2367, Γ΄ 766, 1480, Δ΄ 178, Ε΄ 7, 616, 689, 699, 1036, Στάθ. Β΄ 216, Διήγ. ωραιότ. 634, Φορτουν. Πρόλ. 70, Γ΄ 693, Δ΄ 443, Λεηλ. Παροικ. 463, Διγ. O 426· μτχ. απομονάμενος, Θρ. Κων/π. B 20.
Η λ. στον Αριστοτέλη. (L‑S Κων/νίδη). Επίδρ. του υπομένω για ορισμένες σημασ. Βλ. και Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ., σ. 504, καθώς και ΙΛ στη λ. (έτυμολ.) και Καψ., ΛΔ 3, 1941,96.
1) α) (Προκ. για πράγμα) υπολείπομαι (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 1 και L‑S, λ. υπομένω I. Η σημασ. και σήμ. ΙΛ στη λ. 1): του σκουταριού το κράτημα επόμεινεν στο χέρι Διγ. A 3146· είντ’ άλλο μπλιό μου ’πόμεινε ωσάν έχασα εσένα; Ερωτόκρ. Ε΄ 1036· και το τειχιό χαλάσανε, τα χώματ’ απομείνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 171226· β) (προκ. για γεγονός η αίσθημα) μένω: Επόμεινέ τζ’ η πεθυμιά του τραγουδιού ν’ ακούσει Ερωτόκρ. Α΄ 775· απόμεινέ μου μοναχός η όρεξη κι η γλύκα Κατζ. Γ΄ 553· ουδεκιαμιά άλλη ολπίδα απόμεινέ μας Ερωφ. Δ΄ 742· Τι γαρ απέμεινε μόνον του πιάσαι τον αυθέντην ιδίαις χερσίν; Έκθ. χρον. 104· και πόση ακόμη στράτα μ’ απομένει Πιστ. βοσκ. V 1, 76· γ) (προκ. για πρόσ. η και πράγμα) μένω, παραμένω (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 1 και ΙΛ στη λ. 2α): Μισσεύγει κι αποχαιρετά κι η ’Αρετή ’πομένει Ερωτόκρ. Ε΄ 689· ας απομείνομεν εδώ στα ιγονικά μας Χρον. Μορ. H 607· ο Αχιλλεύς επόμεινεν και συβουλήν εποίκεν Αχιλλ. O 226· τα κάστρα ν’ απομείνουν στου πρίντσιπε την εξουσία Τζάνε, Κρ. πόλ. 53817. σα μποθρακός δε βγαίνεις | ποτέ σου μέσα οχ τα πηλά, μα μέσα ’κεί απομένεις! Κατζ. Β΄ 42 να βρ’ άλλα μέρη αδιάβατα κι εις κείνα ν’ απομείνει Ερωτόκρ. Γ΄ 1740· και τα καράβια στην Αξιάμ εις το νησί απομένα Τζάνε, Κρ. πόλ. 3416 (βλ. και αβαντζάρω, αναμένω 5, αναπαύω Β6)· φρ. απομένω να μην = παραλείπω να …: ούτε αυτείνοι επομείνασι να μην πάσινε εκεί Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 457. 2) α) Μένω σε μια κατάσταση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): θανατικόν … τόσον ότι οι άνθρωποι απόμειναν άταφοι Διήγ. Αγ. Σοφ. 1605· αδείπνητ’ απομένει Ερωτόκρ. Α΄ 784· να κάμεις την κερά Μηλιά κοντέντα ν’ απομείνει Φορτουν. Β΄ 460· ο ρήγας δεν αφήνει | αγδίκιωτος σ’ έτοια δουλειά μεγάλη ν’ απομείνει Ερωτόκρ. Α΄ 2028· ωσάν το λίθο ’πόμεινε κι ουδ’ αναπνιά γροικάται Ερωτόκρ. Ε΄ 7· Ω χώρα, χήρα απόμεινες και κλαίγε πρικαμένη Ροδολ. Ε΄ [322]· εις εντροπήν παντοτινήν η κόρη μ’ απομένει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1298]· β) μένω ζωντανός (Πβ. L‑S, λ. υπομένω I): εφόνευσαν τους άρχοντας, τους βαρυγογεμένους | και τους απομονάμενους να πορπατούν ως ξένοι Θρ. Κων/π. B 20· ο αδερφός του απέθανεν και απόμεινεν αυτός μοναχός του της μάννας του Πεντ. Γέν. XLIV 20· Λευιτ. X 12, 16, XXVI 36, XXVI 39· για να ζυγιάσω τα ’καμες και πλιό να μεν ’πομείνεις Αλφ. 1024, Τζάνε, Κρ. πόλ. 54810 (βλ. και αισθάνομαι Β). 3) Διατηρούμαι (Πβ. και L‑S, λ. υπομένω II 3): στο νου τ’ ανθρώπου ό,τ’ ήλεγε με λύπηση ’πομένα Ερωτόκρ. Α΄ 440· Μόνε το όνομα καλόν εκείνο π’ απομένει Σπαν. V 173· Τα όνειρα εις το ύστερον πάλ’ όνειρα απομένουν Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [917]· και να στραφού (ενν. τα μάτια σου) να μη με δου κι ο τόπος ν’ απομείνει | που κείτομου, που κάθομου μ’ εσέ, μάννα Φροσύνη Ερωτόκρ. Γ΄ 1253· Πάντα σε θέλω καρτερεί ζώντας κι αποθαμένη, γιατί μια ’γάπη μπιστική στα κόκκαλα ’πομένει Ερωτόκρ. Γ΄ 1480 (βλ. και απαντώ 7β, αποκρατώ Β1). 4) α) (Αμτβ.) σταματώ (Πβ. ΙΛ στη λ. 2γ): Ήκούσας τούτο ο πρίγκιπας απόμεινεν εκείσε κι εστράφη εις το σπίτιν του Χρον. Μορ. P 5093 (βλ. και ανακόπτω 1, αναπαύω Β5, ανασαίνω Α5, αποβγάζω, αποκόπτω 5γ)· β) μένω ακίνητος (κάπου) (πβ. L‑S, λ. υπομένω ΙΙ3), καθυστερώ, κολλώ (στο έδαφος): Οι γαρ τόποι εκείνοι είσι βαλτώδεις και απέμειναν ίπποι και κάμηλοι και άμαξαι Έκθ. χρον. 7715‑6· ως είδε ότι απόμεινες, πολλά σ’ εκατηράσθη Πουλολ. 561. 5) Μένω κάπου προσωρινά, καταλύω (Πβ. ΙΛ στη λ. 4): και λέγω του τον Λίβιστρον: «Τι λέγεις απετώρα; που ν’ απομείνεις;» Λίβ. Esc. 3064· εισέ ψηλότατον γκρεμνόν να πάγεις ν’ απομείνεις (έκδ. απαμείνεις πιθ. κατά τυπογρ. λάθος διορθώσ.) Ευγέν. 1142. 6) Μένω ενεός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ 2β): Λόγιασε πώς απόμεινα πριχού το πω απατός μου Ερωφ. Δ΄ 213· έτοιας λογης απομεινε σ’ ό,τι τ’ αφτιά τζ’ ακούσα Ερωτόκρ. Ε΄ 1068. 7) α) Γίνομαι) (κ.): και δουλευτής παντοτινός τση χάρης σου απομένω Φορτουν. Άφ. 28· ο γιός σου | το σήμερον γαμπρός θέλει απομείνει Πιστ. βοσκ. IV 3, 142· αν του σιμώσεις, κάτεχε πως κάρβουν απομένεις Ερωτόκρ. Γ΄ 478· αθάνατον απόμεινε και στέκει τ όνομά του Τζάνε, Κρ. πόλ. 1349· και πάντησμ’ όντε το κακό γένει κι οι πονεμένοι | αργήσου να το μάθουσι, λιγότερο ’πομένει; Ερωτόκρ. Ε΄ 616· β) καταντώ (Πβ. ΙΛ στη λ. 3): μα δίχως γλώσσ’ απόμεινες και πώς να μου μιλήσεις Ερωφ. Ε΄ 463· ολόγυμνος απέμεινα διά την ονειδισίαν Προδρ. III 419η (χφφ gV) (κριτ. υπ.)· η πεθυμιά τ’ ανθρώπου σαν γεράσει | φύση ζιμιόν αλλάσσει | και παιδωμή και ψέγος απομένει Πιστ. βοσκ. III 6, 68· τα κάλλη τζ’ απομείνασιν ωσάν αποθαμένα Ερωτόκρ. Β΄ 2431· όσοι κι αν ανεβήκανε, όλοι νεκροί απομείνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 3164· Πεντ. Δευτ. XXVIII 62 (βλ. και αποδίδω 6γ, αποκαταντώ)· γ) περιορίζομαι: Μια κάποια λίγη πεθυμιά θυμούμαι κι ήρχισέ μου (παραλ. 1 στ.) κι ελόγιαζα κι η πεθυμιά σε λίγο ν’ απομείνει, μα πλήθυνε με τον καιρό Ερωτόκρ. Γ΄ 229· Ετούτα λέγει μοναχάς για την φοράν εκείνη κι ογιά την πρώτην ως εκεί εβάλθη ν’ απομείνει Ερωτόκρ. Γ΄ 612· δ) αναδεικνύομαι: ακόμη δεν κατέχου | ποιος απομένει νικητής από τους δυο που τρέχου Ερωτόκρ. Β΄ 1788. 8) «Μένω στον τόπο», σκοτώνομαι, πεθαίνω: και τουφεκιάν του ’δώκασι κι εκεί ’χεν απομείνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 2855, έξω μπασάδες πέφτουνε, σπαχήδες απομείναν, | αγάδες και τσαούσηδες νεκροί στη γην εμείναν Τζάνε, Κρ. πόλ. 5081 (βλ. και αναπαύω Β9, ανθυποκρύπτομαι, απαφήνω 5 φρ. β, απεκβαίνω γ, απεκδύομαι, απέρχομαι 4, αποβγαίνω 3, αποθαινίσκω, αποθαίνω Α1α, αποθνήσκω, αποκάμνω ΙΑ2, απόλλομαι). 9) Εναπόκειμαι (Η σημασ. στον Πόντο, ΙΛ στη λ. 2ζ): αποτουνύν απέμεινε στο μέγα σου το κράτος Βέλθ. 955· αποτουνύν απέμεινεν τα περί τούτον πάντα | προς την καλήν προαίρεσιν και την καλήν την γνώμην | της αυτοκρατορίας σου Καλλίμ. 2572· ει δε πάλιν εκείνος αθετήσει τους όρκους τον, απέμεινεν εις τον Θεόν τον πολλά πλείον δυνάμενον εκείνου Σφρ., Χρον. μ. 831· Λίμπον. Αφιέρ. 54. 10) Περιμένω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 6· πβ. L‑S, λ. υπομένω): και ν’ απομένει τον καιρόν, να καρτερεί τον χρόνον Ερωτοπ. 689· τούτο γροικάς και δε μιλείς; σιωπάς … και τί απομένεις; Ζήν. Β΄ 253 (βλ. και αγαλώ, ακροκαρτερώ, αναμένω 1α, απαντεχαίνω α, απαντέχω 1, αποδέχομαι 5, αποκαρτερώ). 11) α) Ανέχομαι, υπομένω (κάπ. η κ.) (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. υπομένω II 2): Περίσσια σ’ απομένω (έκδ. απομένει· διορθώσ.) και ογιά τούτο πλιότερα μας πειράζεις Πιστ. βοσκ. V 5, 12· Ωχ, οϊμέ, ζωή κριμένη, | τις μπορεί να σ’ απομένει! Φαλλίδ. 58· ο βασιλιάς μπορεί να τ’ απομείνει, | να δώσει τη γυναίκα ντου να θέσει εις άλλη κλίνη; Ροδολ. Α΄ 403· Θεέ μου, πώς απέμεινες την τόσην ανομίαν; Θρ. Κων/π. H 159· Αλλά εκείνος δύναμιν ουκ είχεν απομένειν, | ουδέ βαστάζειν στέρησιν της ποθουμένης κόρης Καλλίμ. 1611 (βλ. και αισθάνομαι Α2β, αναφέρω Α5, ανέχω Α2β, αντέχω, απαντέχω 6α, β, αποδέχομαι 4)· β) συγκατανεύω, κάνω παραχώρηση: Χριστέ μου, και ν’ απόμενες τρεις ώρες διά να ζήσω, | να φέρω τον ζαγορεντήν παπά να κοινωνήσω Αλφ. IV 85 (βλ. και ακολουθώ 5, αποκληρώνω 3)· γ) κάνω υπομονή: Για την τιμήμ μου απόμεινε μεν εν’ χαμένη Κυπρ. ερωτ. 745· ο καπετάνος εκουβερτίαζέν τους με γλυκεία λόγια ν’ απομείνουσιν και δεν ημπόρε να τους ταπείνωσει Μαχ. 1807-8 (βλ. και αισθάνομαι Α2β, αντέχω, απαντέχω 6α)· δ) παραδέχομαι, εγκρίνω (κ.): τα τέκνα ουδέν ημπορούν να χωρίσουν το μερτικόν τους απέ το μερτικόν τον πατρός τους, έως όπου ο πατήρ τους ζει, άνευ αν θελήσει ο πατήρ να το απομείνει με το ίδιόν του θέλημαν Ασσίζ. 38318· Περί εκείνου, οπού ένι ελεύτερος και απομένει να τον πουλήσουν με το θέλημάν του σκλάβος, τουτέστιν Σαρακηνός Ασσίζ. 4024 (βλ. και αναγνωρίζω 2, αναφέρω Α2, ανομολογώ, αποδέχομαι 1β).Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- το, Προδρ. (Hess.-Pern.) IV 41, Χρον. Τόκκων (Schirò) 3471, Rechenb. 45, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 264· αγούρι(ν), Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 210, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 643.