Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Αρσ., Βασ. Ρωσών

  • πολυχρονίζω,
    Νεκρολ. φ. 69r, 115v, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2437, Χρον. Τόκκων 1559, 1565, Χειλά, Χρον. 349, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 63, Αρσ., Βασ. Ρωσών 298, Αγαπ., Καλοκ. 343, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 147, Διακρούσ., Αφ. 103.
    Το μτγν. πολυχρονίζω. Η λ. και σήμ.
    α) Εύχομαι σε κάπ. να ζήσει πολλά χρόνια: πάντα μου ευχαρίστου σου κι επολυχρόνιζά σε,| γιατί τα μάτια μ’ άνοιξες Κατζ. Β́ 360· β) (προκ. για το Θεό, σε ευχή) χαρίζω μακροζωΐα: Παρακαλώ τον Κύριον να σας πολυχρονίσει| ως ’πιθυμείτε και οι δυο, αυτός να σας χαρίσει υγείαν και μακρόβιον Διακρούσ. 11911.
       
  • πρωτοκανονάρχης
    ο.
    Από το ά συνθ. πρωτο‑ και το ουσ. κανονάρχης. Η λ. σε έγγρ. του 14. αι. (LBG, TLG), στο Du Cange και στο Δημητράκ.
    (Εκκλ.) ο πρώτος τη τάξει κανονάρχης (βλ. ά.): Ο ανεψιός του πατριάρχου κυρ Δημήτριος, πρωτοκανονάρχης Αρσ., Βασ. Ρωσών 298.
       
  • ταψί
    το· ταψί(ο)(ν), Αρσ., Βασ. Ρωσών 298· ταψίν, Ιστ. πατρ. 10615, 18· ταψίον, Έκθ. χρον. 2921, Αρσεν., Κόπ. διατρ. [970]· τεψί(ο)(ν), Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 637.
    Από το τουρκ. tepsi (Redhouse λ. tepsi 1, ΛΚΝ στη λ.). Ο τ. ταψίν και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., ταψί(ν)). Ο τ. τεψί στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Κωστ., Λεξ. τσακων., στη λ., Παπαδ. Α., Λεξ., λ. τεψίν, κ.α.). Ο τ. τεψίν και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., ό.π., Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.). Πληθ. ταψία σε έγγρ. του 18. αι. (Apostolopoulos, Ελλην. 27, 1974, 113) και τεψιά σε έγγρ. του 17. αι. (Κώδ. Σισανίου (Πανταζόπ.) 54, 309). Η λ. στο Meursius και σήμ.
    Μεταλλικό αβαθές μαγειρικό σκεύος, συν. στρογγυλό, για ψήσιμο στο φούρνο: Τότε επίασε ο Αίσωπος να κενώσει τα ποδάρια (ενν. του χοίρου) εις το ταψί και επήγεν τα εις το τραπέζι Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 2221· Τῳ αυτῴ χρόνῳ, τον Ιούλιον, επάτησαν χαραμήδες τον Μανόλη εις το χωρίον Κρεβασμόνους και τεψία καμένα έβαναν εις την κοιλίαν του ... και πολλά μαρτύρια τον έκαμαν διά να τους ομολογήσει τον βίον του Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 55v.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης