Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 68 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.)

  • αήρ — αέρας
    ο, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 5841, Διγ. (Καλ.) A 27, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1075, 1691, Λίβ. (Lamb.) Sc. 584, 1285, Λίβ. (Wagn.) N 154, Αχιλλ. (Hess.) N 494, Χρον. Τόκκων (Schirò) 2113, 3456, Θησ. (Βεν.) Γ́́ [441], Ch. pop. (Pern.) 239, 318, Αρμούρ. (Κυριακ.) 34, 158, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 731, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 51, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 15717, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 346, 893, 1031, 11126, 33, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 91, Πικατ. (Κριαρ.) 2, Ιμπ. (Legr.) 977, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 228, 284, 368, Φαλιέρ., Ενύπν. (Ζώρ.) 7, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 259, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 96, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 509, 575, Αχέλ. (Pern.) 1276, Δωρ. Μον. (Buchon) XXXII, Ερωφ. (Ξανθ.) Αφ. 75, Πιστ. βοσκ. (Joann.) II 1, 423, III 5, 146, III 5, 149, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 35, Βίος αγ. Νικ. (Legr.) 168, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 39130, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́́ 120, 1787, 1823, 1825, 2214, Γ́́ 328, Θυσ. (Μέγ.)2 769, Ευγέν. (Vitti) Πρόλ. 100, 294, 598, 712, Στάθ. (Σάθ.) Β́́ 4, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 370, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 20417, 2098, 22815, 37114, 39326, 39426, 53219· αγέρας, Συναξ. γυν. (Krumb.) 1030.
    Το αρχ. ουσ. αήρ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αέρας).
    1) Ο αέρας της ατμόσφαιρας, ο αέρας που αναπνέομε (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): κι ως έβγουσ’ από την καρδιά και μες στο στόμα μπούσι (ενν. οι αναστεναγμοί), με τον αέρα βγαίνουσι κι αέρα πα να βρούσι Ερωτόκρ. Γ́́ 328. 2) α) Η ατμόσφαιρα, το κενό, ο αέρας που περιβάλλει τη γη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α): Βλέπεις ετούτο το πουλίν, λέγει με, το τρυγόνιν;| Πάντως εις όρος πέτεται και εις αέραν τρέχει Λίβ. N 154· μου κτίζει πύργους στο γιαλό, περβόλια στον αέρα| κι ό,τι τη νύκτα μεριμνά χάνουνται την ημέρα Ερωφ. Αφ. 75· β) ο άερας του επάνω κόσμου: Διατί, Χάρων, δεν μ’ έπαιρνες εκείνη την ημέραν| οπού έβγαλες την μάννα μου οκ του κόσμου τον άεραν; Ευγέν. 598· Τώρα ο Χάρος κάνει σε να χάσεις τον αέρα Ευγέν. 712. 3) α) Ρεύμα από αέρα, άνεμος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 8): και με την ώρα μάχεται και μ’ αφρισμένη χέρα| ράσσει να κάμει πόλεμο στο πρόσωπο του αέρα Στάθ. Β́́ 4· Σαρακηνοί έχουσιν φαρία οπού διώχνουν τους αέρες Αρμούρ. 34· κι οι Τούρκοι εκαρτερούσανε αέρα να κινήσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 37114· β) σε κατάρα (Κουκ., ΒΒΠ Γ́́ 329. Η χρήση και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Και να σέ ’χε πάρει αγέρας| τότες, όταν εγεννήθης Συναξ. γυν. 1030. 4) Ανασασμός, αναψυχή, ανακούφιση (κυρίως στη φρ.: παίρνω αέρα): Τώρα λοιπόν ανάσανα κι επήρα λίγο αέρα| απέ τα τόσα βάσανα, τά έχω νύχτα μέρα Φαλιέρ., Ενύπν.και επαραλαφρώθηκε κι επήρε σαν αέρα Βίος αγ. Νικ. 168· Πότε μιαν ώρα, μια στιγμή γη πούρι μιαν ημέρα| ν’ αλαφρωθούν οι κρίσεις σας, να πάρετε αέρα Φορτουν. Γ́́ 370. 5) Παράστημα, ύφος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2γ): έχεις πανώριαν ηλικιάν, βασιλικόν αέρα| κι οι άγγελοι των ουρανών την εμορφιάν σου ηφέρα Ch. pop. 239. 6) Ατμόσφαιρα, «φόντο» (προκ. για ζωγραφικό πίνακα): Το δε σημάδιν σταυραετός ολόχρυσος υπάρχει| και λέων το στόμα κόκκινος εις κίτρινον αέραν Αχιλλ. N 494. 7) Ύφασμα που καλύπτει τον άγιο δίσκο και το άγιο ποτήριο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 6): και εσύναζον ό,τι τους ήρεσεν … θυμιατά, μανουάλια διάχρυσα, ωραία βημόθυρα, ποδιές, αέρας Δωρ. Μον. ΧΧΧΙΙ. Φρ. διώχνω τους αέρας = είμαι τόσο γρήγορος που φτάνω τον άνεμο (Βλ. Αλεξίου Στ. [Αρμούρ. σ. 181]): Σαρακηνοί έχουσιν φαρία τά διώχνουν τους αέρας Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 34.
       
  • αλαφροκοπώ,
    Αρμούρ. (Κυριακ.) 109, Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 113.
    Από το επίθ. αλαφρός και την παραγ. κατάλ. ‑κοπώ. Για την παραγ. κατάλ. βλ. Χατζιδ., Αθ. 22, 1910, 245 κε. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Κάνω κάτι ελαφρό, ανεκτό: είτ’ είναι βαρέα τα σίδερα, να τ’ αλαφροκοπήσουν Αρμούρ. (Κυριακ.) 109.
       
  • ανανοώ,
    Προδρ., Ροδ. (Hercher) H΄ 213· ανανογούμαι, Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 68· ανανοούμαι, Ερμον. (Legr.) Ξ 24, Λίβ. (Μαυρ.) P 1672, Θησ. (Βεν.) Δ΄ [667]. H΄ [476ανανούμαι, Gesprächb. 1035.
    Το μτγν. ανανοώ. Για τη λ. βλ. Φάβ., Αθ. 27, 1915, ΛΑ 149-50. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Ανακαλώ στη μνήμη μου, αναλογίζομαι, σκέπτομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. ανανογιέμαι 3): βλέπει την και αναστενάζει·| ανανοάται τά επικράθηκε Λίβ. P 1672· Αλήθεια πριν να κοιμηθεί ατός του ανανοάτον·| με την  αγάπη αρχίνιζε, μ’ αυτήν παραπονάτον Θησ. Δ΄ [667επεί Ροδάνθην εις ανάμνησιν λάβοι (ενν. ο Δοσικλής) ταις παρθένοις γαρ την εαυτού παρθένον| ανανοών έκλαιεν εν τῃ καρδίᾳ Προδρ., Ροδ. H΄ 213. 2) Αισθάνομαι, νιώθω: δαγκάνω τον στο δάκτυλο και δεν ανανοάται Ζήνου, Βατραχ. 82. —Συνών.: αναθιβάλλω Α2, αναθυμούμαι 1, αναμνίζω 1, αναπολώ, ανιστορώ, θυμούμαι.
       
  • αναρμάτωτος,
    επίθ., Τρωικά (Praecht.) 5321, Ερμον. (Legr.) Φ 272, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 489 κριτ. υπ., Φλώρ. (Κριαρ.) 1389, Αχιλλ. (Hess.) N 423· ανερμάτωτος, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 229· αρμάτωτος, Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 70.
    Από το στερ. αν‑ και το αρματώνω. Για τον τ. αρμάτωτος βλ. Αλεξίου Στ. [Αρμούρ. σ. 183 σχόλ. στ. 70]. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Άοπλος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): μόνος και αναρμάτωτος υπάγει προς τον πύργον Φλώρ. 1389· και να τους περιπέσουσιν αμέριμνα ως κοιμούνται| κι εξαίφνης ανερμάτωτους και να τους κατελύσουν Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 229.
       
  • ανεψιά
    η, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 7428, 8864, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 2421, 1124, Θησ. (Foll.) Ι 8, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 710· ανεψία, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7428, 8864· ανιψία, Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 196· ανιψιά, Ασσίζ. (Σάθ.) 11929.
    Το αρχ. ουσ. ανεψιά. Για τον τ. ανεψία βλ. Χατζιδ., ΕΕΠ 12, 1915 /6, 14-5. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ., ΙΛ, λ. ανεψιός).
    1) Εξαδέλφη (Η σημασ. αρχ. και σήμ., ΙΛ, λ. ανιψιός 1): εντέχεται να το έχει όλον εκείνον τό της αφήκεν ο πατήρ ή η μήτηρ του τεθνεώτος ... ή τα αδελφοτέκνια του ή αδελφότεκνές του ή οι ανιψιοί του ή ανιψιάδες του Ασσίζ. 11929. 2) Η κόρη του αδελφού ή της αδελφής (Η σημασ. και σήμ.): ευρίσκεται γαρ ανεψία του αφέντου της Ακόβου Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7428.
       
  • αποθέτω,
    Διγ. (Hess.) Esc. 1116 (έκδ. αποδέρνει· διόρθ. Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 559 σε αποθέτει ή απολέρνει· πβ. Καλονάρο, Διγ. Β΄ 174 σημ. στ. 1116), 1666, Διγ. Esc. 937, Διγ. Z 1996, Απόκοπ. 214, Διήγ. Αλ. G 2814, 2886-7, Πεντ. Δευτ. XXVI 4, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1335], Φορτουν. Ιντ. β́ 39· ’ποθέτω, Κάτης 59, Πικατ. 171, Διγ. O 1855.
    Από το αρχ. αποτίθημι. η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Τοποθετώ, βάζω (πβ. L‑S, λ. αποτίθημι 11. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1 ): του Πώρου το λείψανο ηπήρεν το εις χρυσό κρεβάτι και απόθηκέν το εις το σκαμνί του την Ηλιόπολιν Διήγ. Αλ. G 2886-7·  μέσα επόθηκέν την| εις τες αγκάλες του τες δυο κ’ εκατεφίλησέν την Διγ. O 1855. Βλ. και ακουμπιζω Β3α, ακουμπώ Β, ανακουμπίζω Α. 2) Κληροδοτώ: Τον βιόν οπού σου βρίσκεται, πράγματα τα φυλάσσεις,| απόθεσέ τα εις εκκλησιές και σύντομα ν’ αγιάσεις Απόκοπ. 214. Βλ. και απαριάζω 2, απαφήνω 4, αποδίδω 2β. 3) Αναθέτω (πβ. ΙΛ στη λ. Α4β): σ’ ένα βοσκό άγνωστο σαν εμένα| να θέλου ν’ αποθέσουσι τη διαφοράν εκείνη Φορτουν. Ιντ. β́ 39. Βλ. και αναγράφω 4β. 4) Βάζω κάπ. να πλαγιάσει· τον ρίχνω κάτω: Έθεσεν και αποθέσεν τους, κανένα δεν αφήκε Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 90.
       
  • αριθμισμός
    ο, Αχιλλ. O 183· αριφνισμός, Χρον. Μορ. H 2410, 3281, 3770, 6655, 6809, Αρμούρ. 67.
    Από το αριθμίζω. Η λ. ίδιωμ. και ο τ. της στη λογοτεχνία (ΙΛ, λ. αριθμημός).
    Αρίθμηση, υπολογισμός (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ, λ. αριθμημός): τόσα φουσσάτα εσώρεψεν, αριφνισμόν ουκ είχαν Χρον. Μορ. H 6809· Φουσσάτα είδε κι εγνώμιασεν, αριφνισμόν ουκ είχαν Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 67. — Βλ. και αγνώμιαση, αριθμημός, αριθμοσύνη.
       
  • άστοχα,
    επίρρ., Ιμπ. 425, Ιμπ. (Lambr.) 405, Παρασπ., Βάρν. C 188, Αργυρ., Βάρν. K 6, 179, Αρμούρ. 133.
    Από το επίθ. άστοχος. Η λ. ήδη τον 12. αι. (Παπαδ. Α., ΛΔ 2, 1940, 24) και σήμ. (ΙΛ).
    1) Χωρίς πολλή σκέψη, πρόχειρα(;): Μα την αλήθειαν, άρχοντες, άστοχα σας το λέγω Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 133. 2) Χωρίς επιτυχία· αδέξια (Πβ. ΙΛ στη λ. 2· για τη σημασ. βλ. Αλεξίου Στ. [Αρμούρ. σ. 187 σχόλ. στ. 133]: Μα την αλήθειαν, άρχοντες, άστοχα το συγγράφω Αργυρ., Βάρν. K 179. Βλ. και απλώς 1α. 3) Με άσχημο τρόπο (Πβ. ΙΛ στη λ. 3): άστοχα τον επέταξεν συσσελοαρματωμένον Ιμπ. 425. Βλ. και άτυχα.
       
  • αποδρομού,
    επίρρ.
    Από την πρόθ. από και τη γεν. του ουσ. δρόμος.
    Με κυνήγι, τρέξιμο: και τον λαγόν στο ανήφορον αποδρομού τον σώνουν Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 36.
       
  • Αρμουροπούλης
    ο.
    Από το κύρ. όνομ. Αρμούρης και την κατάλ. ‑πούλης (<πούλος).
    Γιος του Αρμούρη: και τότε πάλιν το παιδίν, και τότε ο Αρμουροπούλης Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 147.
       
  • βαρέα (Ι),
    επίρρ. Διγ. Z 687, Διγ. (Trapp) Esc. 373, Διήγ. παιδ. 950, Διγ. Άνδρ. 4016· βαρά, Χούμνου, Π.Δ. IX 26, Ερωτόκρ. Δ΄ 1189, 1421, 1980, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [9], Αποκ. Θεοτ. II 114, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 745· βαρεά, Γλυκά, Στ. 293, Περί ξεν. V 534· βαρία, Θησ. Γ΄ [498βαριά, Διγ. (Trapp) Esc. 302, Περί ξεν. A 49, 527, Ερωτοπ. 148, Αχιλλ. L 1247, Αχιλλ. N 1703, Κορων., Μπούας 32, Μαρκάδ. 81, Χριστ. διδασκ. 246, 300.
    Από το επίθ. βαρύς. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βαρεά).
    1) Δυνατά: έδε και τι χολομανώ και τι βαρεά στριγγίζω Γλυκά, Στ. 293. Βλ. και βαρέως 2, βροντηδόν· να δώσουν τα όργανα βαρέα, τα βούκινα μεγάλα Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 118. 2) Πολύ, σε μεγάλο βαθμό (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βαρεά 4): το τρίτον τον πατέρα του βαρέα να τον λυπάται Περί ξεν. V 534. 3) (Προκ. για αρρώστια) επικίνδυνα, σοβαρά (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βαρεά 5α): ήκουσεν ότι ασθενεί ο πατήρ του και ότι ασθενεί βαρέα Διγ. Άνδρ. 4016. Βλ. και άσχημα 3. 4) Τραχιά, σκληρά (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βαρεά 5γ): βαρία τον λόγον έβγανε Θησ. Γ΄ [498]. 5) Βαθιά (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βαρεά 6α): αν νυστάξεις πάμπολλα και κοιμηθείς βαρέα Διήγ. παιδ. 950. Βλ. και βαρέως 3, 4, βύθιος ουδ. 6) Με στενοχώρια (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βαρεά 6): Ταύτ’ η κόρη ως ήκουσεν, βαρέα αναστενάζει Διγ. Z 687· βαρά βαρά αναστέναζε, φαρμακεμένα κλαίει Ερωτόκρ. Δ΄ 1421. Βλ. και βαρέως 5.
       
  • βαρύς (Ι),
    επίθ., Γλυκά, Στ. 248, Προδρ. I 16, Μανασσ., Χρον. 3116, 4368, 5442, 6225, 6561, 6660, Καλλίμ. 1475, Έκφρ. ξυλοκ. 178, Ιερακοσ. 3787, 37912, 42721, Ορνεοσ. αγρ. 5497, Διγ. (Trapp) Gr. IV 379, 797, Διγ. (Trapp) Esc. 1725, 1792, Διγ. A 984, 1854, Ακ. Σπαν. 34202, Αχιλλ. L 101, 447, Αχιλλ. O 119, Ανακάλ. 9, Δούκ. 42121, Θησ. Β΄ [173], Γ΄ [617], Ιμπ. (Legr.) 393, Κορων., Μπούας 134, 142, Φαλιέρ., Ιστ. V 109, Ψευδο-Σφρ. 2345, Σοφιαν., Παιδαγ. 104, Πεντ. Γέν. XIII 2, XLI 31, L 9, Έξ. IX 18, 24, XII 38, XVI 12, XVIII 18, XIX 16, Αρ. XX 20, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1143, Αχέλ. 786, Ιστ. πατρ. 15216, Πανώρ. Δ΄ 100, Παλαμήδ., Βοηβ. 681, Ιστ. Βλαχ. 1304, 2222, Ερωτόκρ. Β΄ 501, 725, 1395, 1576, 2145, Γ΄ 2, 816, 1143, 1631, Δ΄ 50, 1410, 1556, 1756, Ε΄ 1063, Θυσ.2 143, 567, 691, Μεταξά, Επιστ. 48, Ροδολ. Α΄ [12, 51], Β΄ [332], Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [1016], Β΄ [1273], Γ΄ [1365, 1386], Δ΄ [310, 618, 653], Ε΄ [150, 203, 808, 973], Διγ. O 1563.
    Το αρχ. επίθ. βαρύς. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Που έχει βάρος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι1 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1α): Δίδει κι ο μαύρος κοπανιά με το βαρύ κοντάρι Ερωτόκρ. Β΄ 2145· για να μπορώ να βγάλω| ετούτο το πολλά βαρύ χαράκι το μεγάλο Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1386]· β) βραδύς (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι1 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2): βαρά βαρά ’ν’ τα ζάλα σου Θυσ.2 567. Βλ. και βαρύκωλος. 2) α) Που έχει δύναμη (Η σημασ. αρχ. L‑S στη λ. Ι1 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1δ): Έχοντες τα κοντάρια τους εις τα βαριά των χέρια Κορων., Μπούας 142· βλ. και αρχιδάτος, αφυρώνω I μτχ. γ· είχεν και κύματα βαρέα (ενν. ο Αφράτης), ήτον και αποχυμένος Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 44· β) ισχυρός, δυνατός: κτύπημα να πάρουσι βαρύ Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [310]· Βαρέαν ραβδέαν τὄδωσεν απάνω εις το κεφάλι Διγ. A 984· μη δοκιμάσομε βαρύς αν είναι αμύγδαλός του Πανώρ. Δ΄ 100. Βλ. και αποπατητός. 3) (Μεταφ.) α) δυσβάσταχτος, επαχθής, καταθλιπτικός (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι2 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α8): να δώσετε το βαρύν και ανεκδιήγητον τέλος τριών χρόνων χαράτσιν Ακ. Σπαν. 34202· εις φυλακήν αποκλεισθείς εις σίδηρα βαρέα Γλυκά, Στ. 248· Όσο μου λες πως έν’ βαρύ ετούτο το μαντάτο Θυσ.2 143· αλόγιαστα να πηαίνει| εις κάποια πράγματα βαριά οπὄρχονται και σώνουν Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [973]· απού δεν είχες μάθει| πόσο βαρά ειναι η ζήση μας και πόσα σέρνει πάθη Ροδολ. Β΄ [332]· βλ. και βαθύς 6β, βαρέος 2, βαρόςβ) προσβλητικός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1Ϛ): συμβουλεύει με λόγια άσχημα και βαρέα, αλλ’ όμως αληθινά και βέβαια Σοφιαν., Παιδαγ. 104. Βλ. και άτιμος 2. 4) Δύσπεπτος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι2 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α3): εις κόρον δε και αυτό (δηλ. το ελάφειον κρέας) βαρύτατόν εστι Ιερακοσ. 3787. Βλ. και αργός (I) Α2α. 5) Πυκνός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α4): Έρκομαι ακ τ’ ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος Ανακάλ.ήτον φωνές και βροντές και σύννεφο βαρύ ιπί το όρος Πεντ. Έξ. XIX 16· ξεσκέπασε τον ήλιον οπού ’ναι σκοτισμένος,| με το βαρύ το σύγνεφον βρίσκεται σκεπασμένος Ιστ. Βλαχ. 2222. Βλ. και βαθύς 2. 6) (Προκ. για οσμή) δυνατός· δυσάρεστος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. III2 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α5α): Χνότα φυσά τόσον βαριά με τόσην βρόμ’ ομάδι Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [203]. 7) Υπερβολικός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α9): ποία λωλάδα έτσι βαρειά επήρε το μυαλόν της; Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [150]· σε κίνδυνον πολλά βαρύ μέλλει να κινδυνέψει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [808]· διά βαρύ φταίσιμον μου το ρίχνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [618]. Βλ. και αναπτός β, ανέκφραστος β, ασύστατος 2γ, άφατος, βασιλικός 5α, μεγάλος. 8) (Προκ. για ύπνο) βαθύς (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α10): Μ’ ύπνον βαρύν, καθώς θαρρείς, πνιμένες οι ψυχές μας Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [1016]· σα νά ’χεν αποκοιμηθεί σ’ ύπνο βαρύ του φάνη Ερωτόκρ. Β΄ 1576. Βλ. και βαθύς 4 9) Δυσοίωνος: τότες όνειρο βαρύ είδεν η Αρετούσα Ερωτόκρ. Δ΄ 50. Βλ. και απαίσιος 1. 10) Δύσκολος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α12): ότι βαρύ από εσέν το πράμα μη να μπορέσεις να το κάμεις αμοναχός σου Πεντ. Έξ. XVIII 18. Βλ. και βαρύμοχθος. 11) (Προκ. για λόγια) σοβαρός, σημαντικός (Πβ. ΙΛ στη λ. Α13γ): Τούτα τα λόγια τα ’γνοιανά τα πλια βαρά ’πό τ’ άλλα Ερωτόκρ. Γ΄ 1143. Βλ. και βαρετός 2. 12) Δεινός, κακός: Οϊμέ τι πέσιμον βαρύ! Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1273]· βλ. και βλαβερός 1α· (προκ. για ασθένεια) κρίσιμος, επικίνδυνος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α15): έπεσεν ο πατριάρχης εις βαρέαν ασθένειαν Ιστ. πατρ. 15216. 13) Θλιμμένος, πικραμένος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α17): πάντα μετά λόγου σου βαράν καρδίαν να ’χει Θυσ.2 691· μέσα καρδιά της ήτονε βαρά και φουσκωμένη Ιμπ. (Legr.) 393. Βλ. και βαριούμαι Ι2 μτχ., βαρύκαρδος. Φρ. πιάνω βαρύ το πράμα = στενοχωρούμαι: τόσο το ’πιασε βαρύ το πράμαν οπού γίνη Ερωτόκρ. Β΄ 725. 14) Δριμύς (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α18): τον χειμώνα τον βαρύν και την εκείθεν βίαν Μανασσ., Χρον. 5442. 15) (Προκ. για πόλεμο) σφοδρός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α20): να δώσει πόλεμον βαρύν με πάσα δύναμίν του Αχέλ. 786· βαρύς μεν εκατέρωθεν πόλεμος ανερράγη Μανασσ., Χρον. 6561. 16) Πλούσιος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α23): ο Αβράμ βαρύς πολλά εις το ζωντόβολο, εις το ασήμι και εις το μάλαμα Πεντ. Γέν. XIII 2. Βλ. και βαθυκτήμων. 17) (Προκ. για τον έρωτα) ισχυρός, πανίσχυρος: έγνων, φησί, τον Έρωτα, βαρύς θεός τυγχάνει Διγ. O 1563. 18) Πολυάριθμος: εβγήκεν συναπαντίς του με λαό βαρύ Πεντ. Αρ. XX 20· απατά ανακάτωμα πολύ ανέβην μετά αυτουνούς και ποίμνιο και βουκόλιο ζωντόβολο βαρύ πολλά Πεντ. Έξ. XII 38. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = δυσκολία: με τον καιρό τα δύσκολα και τα βαρά ’λαφραίνου Ερωτόκρ. Γ΄ 1631. Βλ. και βαριοσύνη 2.
       
  • γονάτιον
    το, Φλώρ. 531, Αρμούρ. 96, 162· γονάτι, Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 96α, 162.
    Το μτγν. ουσ. γονάτιον.
    Μέρος της πανοπλίας που καλύπτει το γόνατο: βραχιόνια ολάργυρα και σιδερά γονάτια Φλώρ. 531.
       
  • λωρικώνομαι·
    λουρικώνομαι, Ιμπ. (Legr.) 108, Ριμ. Βελ. 146, Άλ. Κύπρ. 1211, Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 72, 140.
    Από το ουσ. λωρίκιν και την κατάλ. ‑ώνω.
    Οπλίζομαι με θώρακα: Σαρακηνοί, αρματώνεσθε …·| λουρικωθήτε γλήγορα Αρμούρ. 73· σφικτά λουρικωθήκαν| και τα σπαθιά δακάνουσιν Ριμ. Βελ. 369.
       
  • Μικροαρμουροπούλιν
    το.
    Από το επίθ. μικρός και το κύρ. όν. *Αρμουροπούλιν (<Αρμουρόπουλος ή Αρμουροπούλης).
    Ο μικρός γιος του Αρμούρη: το παιδίν, το Μικροαρμουροπούλιν Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 15.
       
  • μοσχοκαπνίζω,
    Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 112α.
    Από το ουσ. μόσχος και το καπνίζω.
    Αρωματίζω ένα κλειστό χώρο καίοντας αρωματική ύλη, μόσχο (Για τη σημασ. βλ. Αλεξίου Στ. [Διγ. Esc. σ. 261]): Είτε βρομεί του η φυλακή, να την μοσχοκαπνίσουν Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 108.
       
  • μπήγω,
    Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1483, Λίβ. Esc. 4012, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 428, Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [170], Πανώρ. Γ΄ 374, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ΄ 19, Θ΄ 370, Πιστ. βοσκ. III 9, 53, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 446, Δ΄ 1159, κ.α.· εμπήγω, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 264266, Προσκυν. Κουτλ. 390 13240· μπήζω, Κορων., Μπούας 123· μπήσσω, Ερωφ. Β΄ 158 κριτ. υπ.· μπήχνω· μπήχτω, Ερωτόκρ. Δ΄ 1159· σμπήγω, Ερωφ. Β΄ 158 κριτ. υπ.· σπήγω, Προδρ. IV 130α χφφ CAS κριτ. υπ.· αόρ. έμπησα, Αχέλ. 669· προστ. έμπηξον· μτχ. παθητ. παρκ. μπημένος, Κορων., Μπούας 80, Αχέλ. 689· πηγμένος, Προσκυν. Ιβ. 535 195, Παϊσ., Ιστ. Σινά 609· αόρ. έπηξα, μτχ.  πήξας και παθητ. παγείς (από το αρχ. πήγνυμι), Προδρ. III 165 χφ g κριτ. υπ., Αχιλλ. O 437, Προσκυν. Ιβ. 535 18821, Προσκυν. Ιβ. 845 22119, Διγ. Άνδρ. 36821, Καλλίμ. 273, 2532, Διγ. (Trapp) Gr. 2009, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Δ΄ 117.
    Από τον αόρ. έμπηξα < ενέπηξα του αρχ. εμπήγνυμι (Ανδρ., Λεξ.). Για τον τ. εμπήγω βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 219-220. Τ. εμπήχνω στο Somav. (λ. μπήχνω). Ο τ. μπήσσω πιθ. από το μτγν. πήσσω. Τ. μπήχνω, για το σχηματ. του οποίου βλ. Χατζιδ., ό.π. 291, στο Βλάχ. και σήμ. Για τον τ. μπήχτω, που απ. και σήμ., βλ. Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 621] και Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Β′ 196. Για το σχηματ. των τ. σμπήγω και σπήγω βλ. Ανδρ., Λεξ., λ. σ‑ προθετικό. Η μτχ. μπημένος στο Βλάχ. Η μτχ. πηγμένος στο Meursius, όπου και μτχ. εμπημένος (λ. εμπιμένος). Τ. μπήω σήμ. στην Κύπρο (Λουκά, Γλωσσάρ. 324) και τ. σπήω στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.). Η λ. στο Du Cange (λ. μπήγνειν) και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) α) Μπήγω, στερεώνω κ. (στο έδαφος ή σε στερεό σώμα): τον μεν ίππον έδησα εις του δένδρου τον κλώνον,| το δε κοντάριν έπηξα εις την αυτού τε ρίζαν Διγ. Z 2507· αυτού είναι η αγία τρύπα, όπου έμπηξαν τον Σταυρόν οι άνομοι Εβραίοι Προσκυν. α′ 11516· παλούκια πλήθος έμπηξε τριγύροθεν της τέντας Αργυρ., Βάρν. K 313· Γείτοναν έχω κοσκινάν ... | απ’ αυτούς οπού μπήγουσιν κατά κάμπου ματσούκαν Προδρ. IV 130α χφ g κριτ. υπ. έτσε να σε αρπάξω,| να μπήξω το κοντάρι μου στο κάστρον να πηδήσω Αχιλλ. L 655· Τότε γράφουν έναν κακόν χαρτίν και βάλλουν το εις την μούττην τον κονταρίου και εμπήγουν το εις τον λιμνιώναν της Αλεξάνδρας Μαχ. 2826· Χοίρου αφόδευμα έμπηξαν εις καλάμιν Ιατροσόφ. (Oikonomu) 6111· αγριόχοιρους ήθελα θανατώνει, |να μπήσσω το κεφάλι τως επάνω εις το βερτόνι Ροδολ. (Αποσκ.) Β΄ 470· (εδώ για διαπόμπευση ύστερα από αποκεφαλισμό): ειδέ απετύχει το αίνιγμα και τα ρωτήματά του,| να μπήγουν το κεφάλιν του απάνω εις προχώνια Απολλών. 47· ειδέ κι ουδέν δύνασαι να είπεις την αλήθειαν, |να μπήξω το κεφάλιν σου απάνω εις το κάστρον Απολλών. 71· απήν με βασανίσουσιν και τυραννίσουσίν με,| να κόψουν το κεφάλιν μου, να μπήξουν εις κοντάριν Ανακάλ. 53· β) (για μέρος του σώματος) μπήγω· χώνω με ορμή ή βίαια: αναγέμισον τον αυτόν όνυχα μετά του αίματος και έμπηξον εις τον τόπον εξ ου εξέβη Ορνεοσ. αγρ. 55629· Ο Τρωγλοδύτης έπειτα έμπηξε το κοντάρι στο στήθος τον Πηλείονος Ζήνου, Βατραχ. 341· Ατός μου με τα χέρια μου μαχαίριν είχα πάρει| να εμπήξω εις την καρδίαν μου, να σέβω εις τον Άδην Ιμπ. 144· τη μούρην του προς τση καρδιάς τα μέρη| μπήχνει κι αυτό (ενν. το περιστέρι) και σφάζεται για τ’ ακριβόν του ταίρι Ερωφ. Β΄ 158· γ) (σε συνεκδ. χρ.): δόλιον μαχαίριν δίστομον εξανασπά εκ της ζώνης,| τον Αχιλλέα εκ πλευρού σφαγέντα τον εμπήγει| ο Πάρης Βυζ. Ιλιάδ. 984· δ) (εδώ σε σεξουαλικό υπονοούμενο· βλ. και Vincent [Φορτουν. σ. 179]): Tω σκολάρων του τον κώλο, λέει, θ’ ανοίξει| και πως μια κουρατόρικη μέσα θε να τως μπήξει Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 308· ε) (σε μεταφ.): Τέσσαρους πάλους έμπηξαν απάνου στην καρδιά μου Εκατόλ. M 6830. 2) Στήνω: Εισελθών δε εν τῳ λιμένι και τένταν πήξαντες εν τη ξηρᾴ εξήλθε Δούκ. 4177· και πεσώννοντα εις την φούρκαν των κονταρίων, τήν έμπηξεν ο αυτός Τιπάτ Μαχ. 5763· κατελθών ουν εν τῃ γῃ και πήξας κλίμακα και κατοικίαν τινά σκευασάμενος ῴκησεν εκείσε Εξήγ. πέτρ. 274. 3) Φυτεύω: ρουκανοτέκτων| ερουκανοετούρνευσεν, σταθμίσας έπηξέν τα (ενν. τα δένδρη) Βέλθ. 290. 4) (Προκ. για ρούχα) στερεώνω, «πιάνω»: τις Ακρίτης …| … τας ποδέας του να έμπηξε, να επήρε το ραβδίν του| και να τους εσυνέτριψεν τους παλαμναίους μίσσους! Προδρ. III 165· Μπήξε το κονταράκιν σου στης φοινικέας την ρίζαν| και μπήξε και τα ρούχα σου ομπρός στο μπροστοκούρβιν Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 51· επέζευσε και λύει το ζωνάριν,| εκδύει το υπολούρικον ...| και τας ποδέας οχυρώς πήξας εις το ζωνάριν Διγ. (Trapp) Gr. 1067. 5) Καρφώνω: ούτε καρφίν ηγόρασας να εμπήξεις εις σανίδιν Προδρ. I 87· καρφιά μπηγμένα εις την γην Προσκυν. α′ 1174. 6) α) Χώνω, βάζω κ. πολύ κοντά σε κ. άλλο: ωσάν εσίμωσε, έμπηξε την κεφαλήν του μπροστά εις τα ποδάρια τον αγίου Ροδινός (Βαλ.) 233· β) (εδώ) χαμηλώνω, σκύβω: εμούλωσε (ενν. η Αρετή) την κεφαλή, στα χαμηλά τη μπήχνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 1524. 7) Χώνω κάπ. κάπου βίαια: Τραβίζοντάς σε οχ τα μαλλιά εκεί (ενν. στο σπήλιο) θε να σε μπήξω Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1161]. 8) Ράβω (κ. διακοσμητικό πάνω σε ύφασμα): Η δε τραχηλία του έγεμεν άμπαριν και μόσχον και ήσαν εμπηγμένα εις αυτήν μαργαριτάρια Διγ. Άνδρ. 3475. 9) (Μεταφ. για γνώσεις) διδάσκω, μεταδίδω με το ζόρι: Δάσκαλε τη latinità ...| κάτεχε τω σκολάρω σου ... να τως τηνε μπήχνεις| στον ομυαλό Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 224. IΙ. Μέσ. 1) Είμαι χωμένος, κείμαι: ο άγιος λίθος είναι πηγμένος κάτω εις την γην και φαίνεται απέξω όσον μίαν πιθαμήν Προσκυν. Κουτλ. 390 12712. 2) Σφηνώνομαι: Λύκος κομμάτι κόκκαλον είχεν εις τον λαιμόν του (παραλ. 1 στ.). Ότι εμπήχθηκε κακά δεν είχε τι να ποίσει Αιτωλ., Μύθ. 1433.
       
  • μυριοευχαριστώ,
    Χρον. Μορ. P 1888, Φλώρ. 1449, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 263, 521, 1432, 2233, 3165, Ιμπ. 173 κριτ. υπ., Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 47· μυριευχαριστώ· μυριοφχαριστώ, Χρον. Μορ. H 3453 χφ Τ κριτ. υπ.
    Από το μυριο‑ και το ευχαριστώ.
    I. Ενεργ. 1) Ευχαριστώ πολλές φορές κάπ.: Τίμιε Σταυρέ, δοξάζω σε και μυριοευχαριστώ σε Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 567· ο Μέγας Κύρης| τον ρήγαν επροσκύνησεν και μυριοευχαριστά τον Χρον. Μορ. H 3453. 2) Εκφράζω άπειρες ευχαριστίες για κ.: Αφέντρια, μυριοευχαριστώ πολλά τη διδαχή σου Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2641. IΙ. (Μέσ.) ευχαριστιέμαι πάρα πολύ: μέσα της εχαίρετον (ενν. η ρήγισσα) και μυριοευχαριστείται Τριβ., Ρε 326. Η μτχ. ως επίθ. = κατευχαριστημένος: Μισεύγω εκ το παλάτι του (ενν. του σουλτάνου) μυριευχαριστημένος Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1292.
       
  • μυρίος,
    επίθ., Γλυκά, Στ. 383, Προδρ. II Η 3, Διγ. (Trapp) Gr. 1600, 2503, Αχιλλ. N 751, Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 65, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 74v, 345r, 346v, 375v, Αιτωλ., Μύθ. 8610, Μορεζίν., Λόγ. 469· μύριος, Ερμον. Ο 225, Λίβ. Esc. 4034, Φαλιέρ., Ιστ.2 646, Χούμνου, Κοσμογ. 776, 2518, 2646, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 275r, 305v, Σοφιαν., Παιδαγ. 98, Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 110, Δ΄ 78.
    Το αρχ. επίθ. μυρίος. Ο τ. σήμ. στην Κρήτη (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Γ΄) και στον πληθ. κοιν.
    1) Άπειρος, αναρίθμητος α) (με περιληπτικό ουσ.): Χούμνου, Κοσμογ. 476, 561· (συνηθέστ. στον πληθ.): Αχιλλ. L 487, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 494, Προδρ. III 329, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 305r, 392r· β) (ως σύστ. αντικ.): Η δε κόρη ... εγέλασεν γλυκέα (παραλ. 3 στ.). Μυρία δε φιλήσαντες ήλθομεν εις την τένταν Διγ. Z 2950· γ) (με προηγ. το αριθμτ. χίλιοι, ‑ες, ‑α): Εκείνη η νύκτα ... χρόνος μακρύς τση φάνη| και χίλιους μύριους λογισμούς κακούς στο νου τση βάνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ε΄ 702· απόκει ομπρός και οπίσω της πάντα τσι ξατιμώνου (ενν. τους γέροντες)| και χίλιες μύριες εντροπές και βούλλες τσι κουκλώνου Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 398· (εδώ ως σύστ. αντικ.): λαλεί και λέγει χίλια μύρια Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1045. 2) Πολύ μεγάλος, τεράστιος· (εδώ μεταφ.) πολύ αξιόλογος, σπουδαίος: Λέγω πως η τέχνη σου είναι μύρια,| πως ʼπιδεξεύγεσαι καλά και βάνεις τα γλυστήρια Φορτουν. (Vinc.) A΄ 174. Το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ. = πάρα πολύ: εις τά δοκείς ότι πονείς και ουδέν σε συμπονούσιν,| πονώ τα εγώ διπλότερα και μύρια τα στενάζω Λίβ. Sc. 2845.
       
  • μωρέ,
    επιφ., Χρον. Μορ. H 4819, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 235, 241, 248 κριτ. υπ., Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 99, 127, 166, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 520· βρε, Βουστρ. 474· μπρε, Πηγά, Χρυσοπ. 169 (58).
    Η κλητ. του επιθ. μωρός ως επιφ. (Ανδρ., Λεξ.· βλ. και Shipp 398). Για τους τ. βλ. Hatzid., BZ 4, 1895, 412-9. Η λ. και οι τ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βρε).
    Κλητικό επιφ. συν. με προσβλητική ή επιτιμητική χροιά: Ειπέ, μωρέ Σαρακηνέ, πού έναι τα φουσσάτα; Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 58· μπρε ουδετιποτένιε, έγινες και άνθρωπος και φιλούν και το χέρι σου Συναδ., Χρον. 57.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης