Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- σβήνω,
- Ερωτοπ. 285, Φαλιέρ., Ιστ.2 259, 348, κ.α. Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 171, 326, Μαχ. 6729, Χούμνου, Κοσμογ. 2736, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4799, Ριμ. κόρ. A 147, V 25, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 119v, Μορεζ., Κλίνη φ. 191v, 289r, v, Κυπρ. ερωτ. 8312, 1494 κ.α., Πανώρ.2 Ά 227, Β́ 483, Δ́ 306, κ.α., Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. Χάρ. 79, 133, Γ́ 24, κ.α., Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 17, κ.α., Πιστ. βοσκ. III 6, 36, IV 5, 69, κ.α., Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 15414, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1131, 1964, Δ́ 641, κ.α., Στάθ. (Martini) Ά 6, κ.α., Ροδολ. (Αποσκ.) Πρόλ. Μέλλ. 41, Β́ 28, Δ́ 98, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [809], Γ́ [440], Έ [1410], κ.α., Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 194, 214, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 214, Δ́ 22, Έ 44, κ.α., Λεηλ. Παροικ. 541, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3559, κ.π.α.· εσβένω, Φλώρ. 1809· εσβήνω, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 901, Δεφ., Λόγ. 432, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 173, 186 δις, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 116, Γ́ 905· σβένω, Θησ. Γ́ [434], Ριμ. κόρ. V 129, Κορων., Μπούας 152, Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 63, Μορεζ., Κλίνη φ. 140r, Πιστ. βοσκ. II 1, 307, Διγ. Άνδρ. 3277, 4048, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 260, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [321], Λίμπον. 456, Προσκυν. α′ 11222, 24, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 161, Ροδινός (Βαλ.) 78, κ.α.· σβήννω, Κυπρ. ερωτ. 855, 15116, Θρ. Κύπρ. M 546· μτχ. παρκ. σβεμένος, Θησ. Δ́ [726]· σβημένος, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 757, Στάθ. (Martini) Ά 10, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [999].
Από το γ́ πληθ. έσβησαν του αόρ. έσβην (> έσβησα> ενεστ. σβήνω κατά τα ρήμ. σε -ω) του αρχ. σβέννυμι με μεταπλ. (Ανδρ., Λεξ., Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 55, 288, Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 202, 511, Β́ 576, 597). Ο τ. εσβήνω (με διατήρηση της αύξησης ε‑, Hatzid., Einleit. 70) σε κείμ. του 17. αι. (Αγαπητ., Εις αγ. Δέκα 105, 114) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ. λ. σβήνω, Τσικής, Γλωσσ. Χίου, λ. σβη’ω). Ο τ. σβένω (<αόρ. έσβησα και αναλογ. προς τα ρήμ. σε –αίνω/‑ένω, Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 295, Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Β′ 157, Jannaris, Hist. Gramm. 902) τον 11. αι. (TLG, βλ. και LBG λ. σβέν(ν)ω), στο Βλάχ. (λ. σβήνω), στο Κατσαΐτ., Ιφ. Έ 128, Θυ. Γ́ 138 κ.α., σε κείμ. του 18. αι. (Προσκυν. β′ 136) και σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, Καλαντζάκος, Λεξ. ρουμελ., Δημητρίου, Λεξ. Σάμ. (τ. σβένου) λ. σβω)· πβ. τ. ησβένω το 17. αι. (Αγν., Θρησκ. δράμ. 285). Ο τ. σβήννω σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. B́ 777, Χατζ., Γραμμ. κυπρ. διαλ. 161, 166). Η μτχ. σβημένος (<σβησμένος με ανομ., Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Β′ 490) στο Somav. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
Ά Μτβ. 1) Κάνω κ. να πάψει να καίει, να λάμπει ή να φωτίζει: αν είχεν μείνειν το λαμπρόν, ούλη η χώρα εκαίγετον, αμμέ εσβήνναν το οι χριστιανοί τέσσερα μερόνυκτα Μαχ. 6729 χφ O· Έρχεται ο πορτάρης του Αγίου Τάφου και σβένει όλα τα κανδήλια Προσκυν. α′ 11220· (σε μεταφ.): Το πνεύμα μην το σβήνετε Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Θεσσ. Ά έ 19· ήριχνε σπίθες στην καρδιά ο πόθος να με κάψει,| με λογισμούς κι εντήρησες τες σπίθες ήσβηνά του Στάθ. (Martini) Β́ 211· πώς παράκαιρα εχάθης και έσβησες των οφθαλμών μας το φως! Διγ. Άνδρ. 32221. 2) (Μεταφ.) κάνω λιγότερο έντονο, καταπραΰνω, καταπαύω (κυρίως για οργανικές εκδηλώσεις, αισθήματα και συναισθήματα): με γλυκό και κρύο νερό την δίψα του να σβήσει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 317· περί τας ημέρας του χρόνου ..., πότε να φλεβοτομεί ο άνθρωπος ... Εις τας κδ́ σβήνει την χολήν Σταφ., Ιατροσ. 15418· όλα σου τα πεισματικά κι όλες οι όργητές σου| δε θέλουσι μπορεί ποτέ τον πόθο μου να σβήσου Πανώρ.2 Β́ 403· να κάμεις με τα δάκρυα σου μια πρικαμένη βρύση| να τρέξει, και τη μάνητα την πλήσα να του σβήσει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 418· (σε υπερβολή): ήτονε ο πυρετός απού είχεν τόσα πολύς, απού όλα τα νερά των βρυσών δεν εδύνουντανε να της τονε σβήσουν Μορεζ., Κλίνη φ. 191r. 3) Εξαλείφω κ. γραμμένο, ζωγραφισμένο, χαραγμένο: από τες εκκλησίες έσβησε (ενν. ο Κοπρώνυμος) τους αγίους και έγραψε άλογα και κυνήγια Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 316v. 4) (Μεταφ.) εξαφανίζω, εξαλείφω, σταματώ κ.: να σβήσεις (ενν. Δέσποτά μου) και να παύσεις ετούτον το σκάνδαλον οπού μέλει να ξάψει του άνωθεν μοναστηρίου Βλαστού, Επιστ. 17732· αρχίζει με γνωστικά λόγια να τόνε νουθετά (ενν. η τιμία γυναίκα) ... αναθυμίζοντάς του και την αιωνίαν κόλασιν απού του προξενά αυτείνη η πονηρά επεθυμία, ... και να τηνε σβήσει να μην τον αφήσει να τονε νικήσει Μορεζ., Κλίνη φ. 68v· τον παπα-Μάρκον ..., του οποίου οι δέκα χρόνοι απού είναι απόσταν εκοιμήθην δεν εδυνηθήκασι να του σβήσουσι την θύμησιν Μορεζ., Κλίνη φ. 491r· το κακό, ως κι αν είν’ μικρό κι άφαντο στην αρχή του,| α δεν το σβήσεις, γίνεται πολύ στην τέλειωσή του Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 282 κριτ. υπ.· φρ. σβήνω το βιο/τη ζωή κάπ.= σκοτώνω κάπ.: τσ’ οχθρούς όλους θα τους νικήσω,| τον ’να να θάψω ζωντανό, τ’ αλλού το βιο να σβήσω Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 112· οι αναστεναγμοί μας| μίνα να δώσου στην καρδιά να σβήσουν τη ζωή μας Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1958. 5) Βυθίζω κ. πυρακτωμένο σε υγρό: να πίνει νερόν ή κρασί οπού να σβησθεί σίδηρον ή τζελίκι εις αυτό πολλές φορές Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 25· Το όμοιον κάμνει και η πέτρα να την πυρώνεις να την σβήνεις εις το ξίδι Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 244. 6) Διαλύω ασβέστη σε νερό: Ασβέστην άσβηστον σβήσε εις το νερόν, ανακάτωσέ τον, βάλε τον εις το βαρέλι Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 171· Στούπισε τον χόρτον, οπού λέγουν υπερικόν ..., και με τον ζουμόν του σβήσε ασβέστην και τρίψον τας τρίχας σου μετ’ αυτόν να ψοφήσουν (ενν. οι κόνιδες) Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 248. Β́ Αμτβ. (ενεργ. και μέσ.) 1) Παύω να καίω, να φωτίζω, να λάμπω: Προστάσσει ο Θεός ... τα ξύλα από το θυσιαστήριον να μην λείψουσι, και η φωτία ποτέ να μην σβέσει Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 61· ωσάν ψηλώσει τση φωτιάς η φλόγα τση η μεγάλη,| και ξύλα δεν τση ρίξουνε, σβήνεται αγάλι αγάλι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 52718· πολυτίμητον διαμάντι (παραλ. 20 στ.) κι είχεν ένα σκωληκάκι| οπού το ’διδε την λάμψην· (παραλ. 18 στ.) και ψοφίσθη το σκωλήκι| και τυφλώθηκεν ο λίθος (παραλ. 6 στ.) Και περάσαν δύο μήνες αφού σβήστηκεν ο λίθος Πτωχολ. A 183· σε σχ. αδυνάτου: όντε το φέγγος τ’ ουρανού πέσει στη γη να σβήσει,| τότες εσέν, αφέντη μου, θέλω γλυκοφιλήσει Ριμ. κόρ. A 25· (σε προσφών.): ήλιε μου, μαυροφόρεσε, οι ακτίνες σου ας σβήσουν Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 378· ω λύχνε φωταυγέστατε, πώς εσβέσθηκες και μας άφησες; Χίκα, Μονωδ. 179· (σε παρομοίωση): αγάλια αγάλια εχάνετο, σαν το κερί όντε σβήνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 923· Ως γαρ ένα κηρίν μικρόν την νύκτα αναμμένον,| όταν λαμπάδα φέρουσι, κείνο μένει σβεσμένον,| τούτῳ τῳ τρόπῳ η περισσή ανδρεία του Μερκουρίου, (παραλ. 1 στ.) ανδρείαν των άλλων σκοτεινήν και εις ουδέν την δείχνει Κορων., Μπούας 145· (σε μεταφ.): να θρηνήσεις τον ήλιον της εκκλησίας οπού έσβεσε σήμερον Χίκα, Μονωδ. 142· Το δέντρον όπου μ’ έσκεπε πούρου τσακκίστη,| κι η φωτεινή λαμπάδα μου μοναύτα σβήστην Κυπρ. ερωτ. 1468· προκειμένου για το αιώνιον/ατελεύτητον πυρ· βλ. και ά. πυρ 2 εκφρ. (1): στο σκότος το εξώτερον και εις το πυρ, στην φλόγα,| οπού ποσώς δε σβήνεται ποτέ εις τον αιώνα Περί ξεν. (Μαυρομ.) 472· προκ. για τα μάτια, για να δηλωθεί ότι κάπ. είναι νεκρός: Τα μάτια τως εσβέσασιν τα ωραιοπλουμισμένα·| το χώμαν τα εσκέπασεν κι είναι κατακλεισμένα Απόκοπ. (Vejleskov) Α 497. 2) (Μεταφ.) ηρεμώ, καταπραΰνομαι, καταλαγιάζω: την ίδιαν ώραν εκείνην της σβήνει όλη η καΐλα και ιατρεύεται το θανατερόν νόσημα Μορεζ., Κλίνη 191v· η πεθυμιά τση γδίκιας ..., ξεύρε, ποτέ δε σβήνει Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 49· Τυραννισμένη μου καρδιά ...,| ..., ζήση μου πρικαμένη, (παραλ. 2 στ.) πότε να πάψου οι πόνοι σας ...,| ... να σβήσουν οι καημοί σας; Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 368· να βρούμ’, Αφέντη, την οργή και το θυμό σβησμένο| της αφεντιάς σου, να μπορού τα δάκρυα τα δικά μας| να κάμου να ’χεις λύπηση στον πόνο τση κεράς μας Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 424. 3) (Μεταφ.) εξαφανίζομαι, χάνομαι: Ωσάν ξυράφι η γλώσσα του ήσφαξε την καρδιά μου,| οπού μου εχάθη η εμιλιά κι εσβήστη η αναπνιά μου Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 184· η δύναμις οπού του έδιδε την ζωήν εσβήσθηκε, τα μέλη του όλα ενεκρώθησαν Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 11530· Ω, γιάντα τόσες αρετές κι ύψιστα τόσα κάλλη (παραλ. 2 στ.) να σβήσου, να ψυγούσινε κι άδικα να τελειώσου; Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 562· Δε θέλ’ αφήσει να χαθεί, ουδεποτέ να σβήσει| το γένος μας από την γην Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1095]· (σε υπερβολή): λουμπάρδες τότες άρχισαν ... (παραλ. 2 στ.) Από το τόσον βρόντισμα πολύς καπνός, εσβέστη ο κόσμος Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1303· φρ. σβήνει η ζωή μου = πεθαίνω: Φρικτός πόλεμος έγινεν ...| και η ζωή τως έσβηνεν του κόσμου του παρόντος Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6546. Φρ. 1) Άφτω και σβήνω ή η όψη άφτει και σβήνει = το πρόσωπό (μου) κοκκινίζει και χλομιάζει εξαιτίας ψυχικής ταραχής (πβ. σήμ. φρ. αλλάζω χρώματα): Άφτει και σβήνει, δέρνεται και απού τη μάνητάν του,| απ’ την πολλήν του ανάγκαση και την αγριότητάν του,| ένα μαχαίρι ελόγιασε στα χέρια του να πιάσει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1934· Ως ήκουσ’ είντα τση ’πα, άφτει και σβήνει·| ωσάν το σφακολούλουδον εγίνη·| τα ρόδα τση επληθύνασι κι εφάνη| ωσάν εις το σκοτίδι πυροφάνι Βοσκοπ.2 205· το γέλιο του ’δωκε τση κακοσύνης τόπο| κι η όψη του άψε κι έσβησε, να λέγει σ’ τέτοιο τρόπο (παραλ. 4 στ.) «Σκύλε, ...,| γδίκια να πιάσω απάνω σου ...» Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 66. 2) α) Σβήνω το όνομα, βλ. Επιτομή όνομα Φρ. 7α· β) Σβήνει/σβήνεται το όνομα, βλ. Επιτομή όνομα Φρ. 7β. 3) α) Σβήνω την οργή/όργητα, βλ. Επιτομή οργή Φρ. 2, όργητα Φρ. 8· β) σβήνει η οργή, βλ. Επιτομή οργή Φρ. 15. 4) Σβήνεται η όψις κάπ. = χάνεται η ζωντάνια της έκφρασης του προσώπου κάπ. εξαιτίας φόβου κλπ. (πβ. Επιτομή όψις II 2γ φρ.): κι από τον φόβον τον πολλύν η όψις του εσβήσθην Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 76.σήμερα,- επίρρ., Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 123 χφ Ρ κριτ. υπ., Χρον. Μορ. P 5277, Απόκοπ. (Vejleskov) A 477, Απόκοπ. (Παναγ.) 477, Πεντ. Δευτ. XXVI 3, XXX 15, 16, Πανώρ.2 Δ́ 132 κριτ. υπ., 318 κριτ. υπ., Στάθ. (Martini) Γ́ 407.
Από το αρχ. επίρρ. σήμερον κατά τα χρον. επιρρ. σε ‑α (Ανδρ., Λεξ.)· πβ. αρχ. επίρρ. τήμερα (L‑S, λ. σήμερον). Τ. τασήμερα σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. σήμερον). Η λ. στο Somav. και σήμ.
Σήμερα· α) η σημερινή ημέρα: Λέσι (ενν. ο Νικόδημος κι ο Ιωσήφ): «Πιλάτο, το κορμί απού ’ν’ θανατωμένο| και εκ τους Εβραίους σήμερα άδικα φονεμένο, (παραλ. 1 στ.) δω μας το να το θάψoμε Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3847· β) η παρούσα χρονική στιγμή, τώρα: να ακούσεις εις τη φωνή του Κύριου του Θεού σου, ... ως εγώ παραγγέλνω σε σήμερα Πεντ. Δευτ. XXVIII 1· γ) η τρέχουσα χρονική περίοδος: έναι (ενν. ο δούκας) γενναίος και ευγενικός και φυσικός αφέντης| παρά κανέναν σήμερα όλου του δεσποτάτου Χρον. Τόκκων 1366· με το άρθρο το = τώρα, την παρούσα χρονική περίοδο της ζωής κάπ.: εγώ, οπ’ πάντα μου ’μου από χίλιους αγαφτικούς τση χώρας, χαϊδεμένους,| άξιους κι ευγενικούς ...,| ..., τόσους χρόνους συχνοπολεμισμένη| δίχως ποτέ κιανείς να με νικήσει,| ... τώρα| να μείνω από ένα μπόθο| βοσκού άψηφου πιασμένη| με τέτοιον τρόπο, οϊμέ, και νικημένη ...| Ω πλιά παρά κιαμιά άλλη κακομοίρα| Κορίσκα, τι θέλ’ είσται ογιά σένα,| αν είναι και το σήμερα είχα στέκει| με δίχως άλλον αγαφτικόν κανένα; Πιστ. βοσκ. I 3, 100. Έκφρ. ως τα σήμερα = μέχρι και τη σημερινή ημέρα, μέχρι και τη σημερινή χρονική περίοδο: Νεμάλον ήτον όσον επολέμησαν τα δύο φουσσάτα ως τα σήμερα. Και από την σήμερον ημέραν ας πολεμήσομε οι δύο μας Διήγ. Αλ. G 28634· με το ουσ. ημέρα, πβ. λ. σήμερον, έκφρ. 1: Επήγαινεν ο Πιαλές να την πάρει (ενν. την αρμάτα) (παραλ. 1 στ.) ..., αμή ’χε τον ’μποδίσει| άνεμος και κακός καιρός κι οπίσω είχε γυρίσει. (παραλ. 4 στ.) Αμή αν των έκαμνε καιρός, η αρμάτα ’τον χαμένη| και ως τα σήμερα μερού απ’ αύτονε παρμένη Άλ. Κύπρ. 1545.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
- Ερωτοπ. 285, Φαλιέρ., Ιστ.2 259, 348, κ.α. Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 171, 326, Μαχ. 6729, Χούμνου, Κοσμογ. 2736, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4799, Ριμ. κόρ. A 147, V 25, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 119v, Μορεζ., Κλίνη φ. 191v, 289r, v, Κυπρ. ερωτ. 8312, 1494 κ.α., Πανώρ.2 Ά 227, Β́ 483, Δ́ 306, κ.α., Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. Χάρ. 79, 133, Γ́ 24, κ.α., Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 17, κ.α., Πιστ. βοσκ. III 6, 36, IV 5, 69, κ.α., Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 15414, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1131, 1964, Δ́ 641, κ.α., Στάθ. (Martini) Ά 6, κ.α., Ροδολ. (Αποσκ.) Πρόλ. Μέλλ. 41, Β́ 28, Δ́ 98, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [809], Γ́ [440], Έ [1410], κ.α., Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 194, 214, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 214, Δ́ 22, Έ 44, κ.α., Λεηλ. Παροικ. 541, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3559, κ.π.α.· εσβένω, Φλώρ. 1809· εσβήνω, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 901, Δεφ., Λόγ. 432, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 173, 186 δις, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 116, Γ́ 905· σβένω, Θησ. Γ́ [434], Ριμ. κόρ. V 129, Κορων., Μπούας 152, Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 63, Μορεζ., Κλίνη φ. 140r, Πιστ. βοσκ. II 1, 307, Διγ. Άνδρ. 3277, 4048, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 260, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [321], Λίμπον. 456, Προσκυν. α′ 11222, 24, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 161, Ροδινός (Βαλ.) 78, κ.α.· σβήννω, Κυπρ. ερωτ. 855, 15116, Θρ. Κύπρ. M 546· μτχ. παρκ. σβεμένος, Θησ. Δ́ [726]· σβημένος, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 757, Στάθ. (Martini) Ά 10, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [999].
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης