Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- ανατρυχώνω,
- Απόκοπ. (Legr.) 225, εσφαλμ. γρ. αντί ανατριχώνω.
αργώνω·- Απόκοπ. (Legr.) 437, πιθ. εσφαλμ. γρ. αντί αργήσεις (βλ. Απόκοπ. 437, κριτ. υπ.).
(μην) αργώσεις,ευρίσκω,- Καλλίμ. 1902, Ασσίζ. 1922, Διγ. Z 2081, Βέλθ. 1052, Χρον. Μορ. H 5874· Μαχ. 1342 (αόρ. ευρήθησαν), Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 334, Ερωφ. Δ́· 582, Ερωτόκρ. Ε΄ 94, Τζάνε, Κρ. πόλ. 46625, κ.π.α.· βρέθομαι, Θρ. Κύπρ. K 147· βρέσκομαι, Ευγέν. 788· βρέσκω, Τριβ., Ρε 22, 147, Τριβ., Ταγιαπ. 59, Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [106]· βρίσκω, Αχιλλ. L 822, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 304, Κυπρ. ερωτ. 15413, Ερωφ. Β΄ 291, Ερωτόκρ. Α΄ 1120, Στάθ. (Martini) Α΄ 267, Φορτουν. (Vinc.) A΄ 152, Ζήν. Ε΄ 70, Λεηλ. Παροικ. 329, Τζάνε, Κρ. πόλ. 5336, κ.π.α.· ευρέσκω, Χρον. Μορ. H 3690, Χρον. Μορ. P 2502, Τριβ., Ρε 56, 86, Σουμμ., Ρεμπελ. 189· ευρήκω, Ασσίζ. 2298· ευρίσχω, Χρον. Τόκκων 2591· ηυρέσκω, Έγγρ. του 1659 (Αβούρης, Κρ. Χρ. 25, 1973, 22020)· ηυρίσκω, Ερμον. Π 240, Χρον. Μορ. P 2309, Θησ. (Foll.) I 108, Έγγρ. του 1506 (Μανούσ., Πρακτ. Γ′ Παν. Σ 1, 1967, 22415), Αλεξ. 594, 721, 803, 907, 1810, 1910, 1981, 2096, 2498, Επίλ. 12, Βεντράμ., Φιλ. 114, Δαρκές, Προσκυν. 206, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1285]· μτχ. παρκ. βρεμένος, Κατζ. Δ΄ 417, Θυσ.2 600.
Το αρχ. ευρίσκω. Οι τ. βρέθω, βρέσκω και σήμ. σε ιδιώμ., ΙΛ, λ. βρίσκω (Βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 406). Τ. βρεθούμαι και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 498). Ο τ. ευρήκω και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (ΙΛ, λ. βρίσκω· βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 279). Για τον τ. βρέθομαι βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 104. Ο τ. βρίσκω και σήμ. (ΙΛ, λ. βρίσκω).
Α´ Ενεργ. 1) α) Βρίσκω (Η σημασ. και σήμ.): ηύρες γράμμα και χαρτιά και λόγια της αγάπης Ερωτόκρ. Α΄ 1503· Ήλπιζα εύρειν θησαυρόν κι ηύρα καρβούνιν μέγα Σπαν. A 29· (σε χαιρετισμό) (Η χρ. και σήμ.): Καλώς ηύρα την λυγερήν, την γλυκοαπαντοχή μου! Φλώρ. 1672· χίλια καλώς ευρήκαμεν εδώ την αφεντιά σου Γαδ. διήγ. 50· (σε κατάρα): αν άδικα την κρένομε, εμείς να το ευρούμε Δεφ., Σωσ. 174· απάνω σου δεν έρχομαι με το σπαθί να ξεύρεις,| μόνο με δύναμιν Θεού απ’ αύτον να το εύρεις Ιστ. Βλαχ. 148· (με σύστ. αντικ.): να ευρείτε εύρεμαν δίχως κανέναν κόπον Απόκοπ. (Legr.) 122533· β) βρίσκω, ανακαλύπτω· (Η σημασ. και σήμ.): ʼς ποια σπήλια νά ʼμπω να χωστώ, ʼς ποιά δάσητα να δώσω| για να μηδέ με βρούσινε τούτοι που με ξεδράμου; Ιντ. κρ. θεάτρ. δ΄ 21· αυγήν τον πόρον ηύραμεν, σύντομα τον περνούμεν Λίβ. P 2476· γ) αποκαλύπτω, αποδεικνύω (Η σημασ. και σήμ.): να μη βρεθείς επίβουλος στην εδικήν μου αγάπην Ερωτοπ. 660· το μεν σκήμα φίλος σου φαινόμενος εκείνος,| εχθρός ηυρέθην ύστερον Ντελλαπ., Ερωτήμ. 832. 2) α) Συναντώ (Η σημασ. και σήμ.): Εις την Τοσκάνα διάβηκε, το ρήγα της ευρήκε Βεντράμ., Φιλ. 235· Αλέξη, ας πάμε ογλήγορα τσι λυγερές να βρούμε Πανώρ. Δ΄ 441· Μα χαίρομαι πως σ’ ηύρηκα και θες με συντροφιάσει Πανώρ. Γ΄ 479· β) συναντώμαι για να επιτεθώ: πέντε χιλιάδες μας ηύρηκαν και ου κατεχώρισάν μας Διγ. (Trapp) Esc. 1312· Ει δε και πας να τους ευρείς, κείνους δεν θες νικήσει Κορων., Μπούας 120. 3) Επινοώ: Εύρον … μίαν μηχανήν, που θέλετε την μάθει Κορων., Μπούας 47· ελόγιαζε ότι να εύρει στράτα και μέθοδο να διορθώσει την δουλειά ετούτη Σουμμ., Ρεμπελ. 160. 4) Σκοπεύω καί βρίσκω το στόχο (Η σημασ. και σήμ.): παρευθύς απόθανεν (ενν. ο Ναλούζος), ότ’ εις καρδιάν τον εύρε Κορων., Μπούας 120. 5) (Τριτοπρόσ.) Τυχαίνει, συμβαίνει (Η σημασ. και σήμ.): Τι σε ηύρεν, ω τέκνον μου, και πικραίνεσαι έτσι; Διγ. Άνδρ. 3537· εσένα πρίκες σ’ ηύρασι, θανάτοι σε πλακώσα Ερωφ. Ε΄ 657· αν η αγάπη σ’ έπιασε, κάμε να την αφήσεις,| να μη σε βρούνε δάκρυα Δεφ., Λόγ. 480. 6) Θεωρώ (Η σημασ. και σήμ.): να τους ευρείς ως θησαυρόν τους στίχους μου, παιδίν μου Σπαν. A 679. Β´ Μέσ. 1) α) Βρίσκομαι (Η σημασ. και σήμ.): στα χέρια τα δικά σου| βρίσκεται μόνο η γιατρειά Ερωφ. Δ΄ 333· μηδέ θαρρείς κι εχάσεν τα, πού βρίσκουνται κατέχει Ερωτόκρ. Γ΄ 254· Το λοιπόν ευρισκομένου του αφέντη του πρίντζη εις το Κούρικος Μαχ. 17627· Στην Ανδραβίδα ευρέθηκεν ο μισίρ Ντζεφρές ετότε Χρον. Μορ. H 2226· στο θέλημά σου βρίσκετο θάνατος και ζωή μου Ερωτόκρ. Ε΄ 992· β) βρίσκομαι (σε κάπ. κατάσταση): το σφάλμα μου γνωρίζω το, πώς βρίσκομαι κατέχω Ερωτόκρ. Α΄ 1235· Λοιπόν, σεις που ευρίσκεστε την σήμερον στα πλούτη Βεντράμ., Φιλ. 7· Με κλάματα ευρίσκονται νύκταν και την ημέραν Θρ. Κύπρ. M 479. 2) α1) Είμαι: Εσύ γαρ όπου ευρίσκεσαι αυτάδελφος Δεσπότου Χρον. Μορ. H 4157· Η θυγατέραν του δουκός … (παραλ. 1 στ.) τιμητική ηυρίσκετον Χρον. Τόκκων 1128· την παρθενίαν φύλαττε, …| ότι αυτή ευρίσκεται κορώνα της ψυχής σου Ιστ. Βλαχ. 1948· α2) κατάγομαι (Η σημασ. και σήμ. σε ιδιώμ., ΙΛ, λ. βρίσκω Β 2ε): Ημείς γαρ ευρισκόμεθα από γενεάς μεγάλης Διγ. (Trapp) Esc. 130· β) υπάρχω (Η σημασ. και σήμ.): να πάρεις και την προίκα σου … και σπίτια θαυμαστά με των ευρισκομένων ζώων Διγ. Άνδρ. 36014· ουδέ κανείς ευρίσκεται διά να με πολεμήσει Αχιλλ. O 685· άλλη ομορφιά δε βρίσκεται σαν τούτη έτσι μεγάλη Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. α΄140. 3) Συναντιέμαι (Η σημασ. και σήμ.): Σήμερον … έχουσι δοσμένον| λόγον στο σπήλιο ετούτο να βρεθούσι Πιστ. βοσκ. III 6, 389· Οϊμένα, αφέντρα μου ακριβή, και πότες να βρεθούμε,| να σμίξουσι τα χείλη μας; Στάθ. (Martini) Α΄ 287· σαν αϊτοί βρεθήκασι στον κάμπο κι εσμιχτήκα Ερωτόκρ. Β΄ 2300. 4) Συμβαίνει, τυχαίνει (να βρίσκομαι): οι αφρικοί τόποι, ήγουντης Μπαρμπαρίας, ηυρισκόμενοι να έχουν πλησίον λαόν κουρσάρων Σουμμ., Ρεμπελ. 157. 5) Συνευρίσκομαι (Η σημασ. και σήμ., σε ιδιώμ., ΙΛ, λ. βρίσκω Γ 6): όσοι ευρίσκονται με τες γυναίκες αυτών να μηδέν το επαίρνουν (ενν. το αντίδωρον) εκείνην την ημέραν Βακτ. αρχιερ. 137· είπε του πατρός της πως είναι μία μεγάλη θεά, οπού του έχει πολλή αγάπην και θέλει να ευρεθεί μετ’ εκείνον Ροδινός Νεόφ. 229. Η μτχ. ευρισκόμενος με το ουσ. χρόνος = το παρόν: ως χρόνοι είναι γ΄ εν τῳ κόσμῳ, ο περασμένος, ο ευρισκόμενος και ο ερχόμενος Μαχ. 14.μυρτέα- η· μερτέ, Θησ. Ζ΄ [543], ΙΑ΄ [245]· μερτία, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε' [680]· μερτιά, Σαχλ., Αφήγ. 459, Απόκοπ. (Legr.) 491, Δεφ., Σωσ. 46, Πιστ. βοσκ. I 1, 250, V 5, 135, 160· 6, 357, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [687]· μυρτία, Πορτολ. A 2242· μυρτιά, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 240, Δεφ., Σωσ. 89, Πανώρ. Γ΄ 572, Βοσκοπ.2 161, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ΄ 423.
Από το ουσ. μύρτον (Βλ. Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 53 και Shipp 396). Ο τ. μερτιά και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 656· για τη μετατροπή του υ σε ε βλ. Μενάρδ., Αθ. 6, 1896, 147). Ο τ. μυρτία στον Ησύχ. (L‑S). Ο τ. μυρτιά στο Βλάχ. και σήμ. Τ. μερτέα σήμ. ιδιωμ. (Βλ. Βαγιακ., Πρακτ. Β′ Συμπ. Γλωσσολ. Bορειοελλ. Χώρου 15). Τ. μυρτέ σήμ. στην Κρήτη (Χατζιδ., ό.π. 77). Η λ. σήμ. ιδιωμ. (Χατζιδ., ό.π. 475).
α) Το φυτό μυρτιά: κι ώρα στην δάφνην στέκεται (ενν. το πουλί) κι ώρα στον βάτον μπαίνει| κι ώρα εις την μερτιά πηδά ή σ’ άλλο δένδρον εμβαίνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Α [202]· Και μέσα σ’ όλα τα δενδρά, οπού ʼσασιν εις πλήθος,| απ’ άλλο τίποτες πολλές μερτές ήσαν με τ’ άνθος Θησ. Ζ΄ [578]· παρμπέρες, μαξελλάρια, κουρτίνες και μαντήλια| με κυδωνιές, τριαντάφυλλα, κλήματα και σταφύλια,| άνθη και ρόδα και μυρτιές, πασίλογα λουλούδια| με πόθον να πλουμίζουσιν, με χαρές και τραγούδια Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 178· β) κλωνάρι μυρτιάς: έπειτα τους ναούς όλους| εστεφάνωσαν με δάφνη| και μυρτίες ωσάν η τάξις Λουκάνη, Άλ. Τροίας [643]· γ) φύλλο μυρτιάς: σπουδαστικά να τρέχουσιν (ενν. οι πρωτινοί άνθρωποι) εις τους αρρωστημένους| με τες μυρτιές τες καπνιστές κι εις τους φυλακισμένους Γεωργηλ., Θαν. 615.νίπτω,- Διγ. Z 1490, Συναξ. γυν. 921, Διγ. Άνδρ. 37821-2· νίβγω, Gesprächb. 327, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 351, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 266· νίπτω - νίβω, Αχιλλ. L 466, Αχιλλ. N 600· μέσ. νίβομαι, Αχιλλ. L 689, Κατζ. Α΄ 302· προστ. παθητ. αορ. νίφθησαι, Gesprächb. 616.
Η λ. τον 4.-3. αι. π.Χ. (L‑S, λ. νίζω)· μέσ. νίπτομαι ήδη στον Ιπποκράτη (L‑S, ό.π.). Ο τ. νίβγω στο Meursius (λ. νίβγειν) και σήμ. στην Κύπρο, όπου και τ. νίβκω (Σακ., Κυπρ. Β΄ 674). Το ενεργ. νίβω (για το σχηματ. του οποίου βλ. Ανδρ., Λεξ., λ. -βω) στο Lampe, Lex. και σήμ. Τ. νίφτω στο Somav. (λ. νίβγω) και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).
I. Ενεργ. 1) α) Πλένω μέρος του σώματος (κυρίως τα χέρια ή το πρόσωπο): Έπιαν, εφάγασιν καλά, ...| ηγέρθησαν εκ το φαγείν, τα χέρια των ενίψαν Σαχλ., Αφήγ. 801· το ταχύ την Κυριακήν την όψιν τους να νίβγουν| και σκολινά να βάνουσι, στην εκκλησίαν παγαίνουν Απόκοπ. (Legr.) 117· την κεφαλή τ’ άλλ’ έπλυναν, τα χέρια τ’ άλλ’ ενίβγαν| και άλλοι τα ποδάρια του με το νερό ετρίβγαν Διγ. O 1381· το Μαντείον τού είπε ότι, εάν νίψει τα ομμάτιά του με ούρον γυναικός ..., θέλει αναβλέψει Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 237· β) (θρησκ. προκ. για το «Νιπτήρα», δηλ. το πλύσιμο των ποδιών των Αποστόλων από το Χριστό): έσκυψεν (ενν. ο Χριστός) και ένιψεν και τους πόδας των Αποστόλων Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 347v· γ) βοηθώ κάπ. να πλύνει τα χέρια του: άπελθε, ευθείασε θερμόν και νίψον τους πατέρας Προδρ. IΙΙ 107· υπά (ενν. η κόρη) προς την φισκίναν| νερό να φέρει προς αυτόν, τας χείρας του να νίψει Καλλίμ. 1299. 2) Καθαρίζω από κ., ξεπλύνω: έλα να υπάμεν εις το κρύον νερόν διά να νίψεις το πρόσωπόν σου από τους πολλούς ιδρώτας Διγ. Άνδρ. 34625. 3) Ραντίζω, ραίνω με ... : η κόρη δε, ως είδε με, ...| εξήλθεν εις απάντησιν χαράς εμπεπλησμένη,| ροδόσταμά μοι ένιπτεν μετά χειρών των δύο Διγ. Z 2938. 4) Βρέχω, μουσκεύω: να λυπηθεί, να κλάψει (ενν. η κυρά) ...| δάκρυα, το πρόσωπόν της| του πόθου να το νίψει Κυπρ. ερωτ. 9511. 5) Καλλωπίζω, «φτιασιδώνω», μακιγιάρω (Η σημασ. στο Somav., λ. νίβγω): Αυτές (ενν. οι πόρνες) άλλον δεν εργάζουνται ειμή με το νιψίδι| να νίψουσι το πρόσωπον, να φθειάνουσι τ’ αφρύδι Βεντράμ., Γυν. 182. IΙ. Μέσ. 1) α) Πλένω τα χέρια ή το πρόσωπό μου, πλένομαι: Εις γιόμα μου και εις δείπνον μου αντάμα τρώμε πάντα·| εμπρός (εκείνος) νίβγεται, ομπρός καθίζει εις την τάβλα Σαχλ., Αφήγ. 575· Αφού δε παραθέσουσι (ενν. το τραπέζι) και νίψεται και κάτσει Προδρ. IV 64· (εδώ πιθ. λούζομαι): ήτον απαρηγόρητος (ενν. ο Αχιλλεύς) ... και ... όμοσε ούτε να φάγει, ούτε να κοιμηθεί, ουδέ να νιφθεί έως ού να εκδικήσει το αίμα του ανεψιού του Τρωικά 53010· στολίζεσαι και είσαι άσκημος, νίβγεσαι και μαυρίζεις Ερωτοπ. 327· β) (μτβ.): ας νιπτεί η γυναίκα το πρόσωπόν της Ιατροσ. 2199· αφότου γουν επλήρωσεν η κόρη το τραγούδιν,| ροδόσταμαν ενίψατο λαβών εκ την φισκίναν Αχιλλ. N 986· γ) (εκκλ. για ιερέα) πλένω τα χέρια μου πριν από τη θεία Λειτουργία ή πριν από την τέλεση της θείας Ευχαριστίας (Για τη σημασ. βλ. και Lampe, Lex. στη λ. 4b): Περί χωνευτηρίου του βήματος, οπού να νίβουνται οι ιερείς Βακτ. αρχιερ. 188. 2) Καθαρίζω, ξεπλύνω το πρόσωπό μου (από κ.): Ρωτόκριτος νίβεται και ασπρίζει Ευρετ. Ερωτοκρ. 771482. 3) Καλλωπίζομαι, «φτιασιδώνομαι», μακιγιάρομαι (Η σημασ. στο Somav., λ. νίβγομαι): αλλάσσουσι| τας φορεσίας αυτών και στολίζονται και νίβονται| παθητικώς Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι V 45· είναι πολλά εγνοιασμένες (ενν. οι γυναίκες)| να ʼχουσι τσ’ ασκημάδες τως πάσ’ ώρα σκεπασμένες·| νίβγουνται, κοκκινίζουνται και μοσκολαντουρούνται Πανώρ. Α΄ 419· φρ. νίβγομαι τ’ αλεύρι = αλείφω το πρόσωπό μου με αλεύρι ανακατεμένο με νερό για καλλωπισμό (Για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Δ΄ 382 και Karaiskakis, Λαογρ. 11, 1934, 53): κάλλιον καθενός έναι να μην ηξεύρει| αν έναι άσπρη η γυναίκα του ή α νίβγεται τ’ αλεύρι Δεφ., Λόγ. 518.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Απόκοπ. (Legr.) 225, εσφαλμ. γρ. αντί ανατριχώνω.