Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 35 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Απολλών. (Janssen)

  • αζάπης (Ι)
    ο, Απολλών. (Janssen) 509, 717, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 103, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C 200, 323, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 193, 326, Μαχ. (Dawk.) 63010, 65430, Δούκ. (Grecu) 33712, 3631, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 5920, 11316.
    Από το αραβοτουρκ. ῾azab‑azap (για περισσότερες μνείες και σχετική βιβλιογραφία βλ. Mor., Byzantinot. II, λ. αζάπιδες και Thumb, BZ 2, 1893, 330). Η λ. στον τ. αζάπος σε έγγρ. του 1398 (Noiret, Documents inédits …, 1892, 127-8).
    α) Τούρκος στρατιώτης του πεζικού, πιθ. γενίτσαρος (Mor., Byzantinot. Β́́ λ. αζάπιδες, Miklosich, Türk. Elem. Β́́ 78 και Thumb, BZ 2, 1893, 330): Έπεσαν της Ανατολής όλα της τα φουσάτα,| το πεζικόν, οι αζάπηδες, όλοι οι ακιτήδες Αργυρ., Βάρν. K 326· Οι δε της αυλής του τυράννου αζάπηδες, οί και γενίτσαροι κέκληνται Δούκ. 3631· β) πιθ. πειρατής (βλ. και Dawk., Μαχ. Β́ 215): Οι Σαρακηνοί εγράψαν χαρτίν και επέψαν του ρηγός … λαλώντα ούτως: «Ενάρετε αφέντη, … να έλθεις προς εμάς να ποίσωμε δήμμαν κινούργιον … να μεν έχεις τους αζάπηδες και ετέρους κουρσάρους μηδέν μας πλημμελέψουν» Μαχ. 65430 (πβ. αζάπικος· για το πραγματολογικό περιεχόμενο της λ. βλ. Σφυρ., Πληρώμ. 21 σημ. 4).
       
  • άθλιος,
    επίθ., Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1245, Πουλολ. (Krawcz.) 384, 646 (βλ. και Πολ. Λ., Ελλην. 19, 1966, 177), Απολλών. (Janssen) 32, 354, Απαρν. (Πολ. Λ.) 18, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 14421, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 204, 269, Θρ. Θεοτ. (Μανούσ.) 47, Ιστ. Βατοπ. (Βαλ.) 39, Αχέλ. (Pern.) 1195, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 191, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 46, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 59· πληθ. αθλοί, Θησ. Δ΄ [156].
    Το αρχ. επίθ. άθλιος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Κακός, ελεεινός, απαίσιος (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): Έδε ανομία και αμαρτία, οπού έποικεν ο άθλιος,| να πνίξει τον αφέντην του, την αφεντίαν να επάρει Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1245.
       
  • ακμήν,
    επίρρ., Σπαν. (Μαυρ.) P 437, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 67, Διγ. (Mavr.) Gr. VI 133, VIII 190, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2018, Βέλθ. (Κριαρ.) 1238, Βίος Αλ. (Reichm.) 1103, 1705, 2323, 3546, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 310, 472, 513, 535, 598, 878, 888, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 241, 250, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1645, Δούκ. (Grecu) 14510, 28732, Ζήν. (Σάθ.) Α΄ 19 (διόρθ. Κριαρ., B-NJ 12, 1936, 57, από: ακόμηακμή, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 16, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 596· ακομήν, Φλώρ. (Κριαρ.) 1664· ακομή, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 178, Ασσίζ. (Σάθ.) 3016, 8525, 955, 11022, 1319, 1632, 5251, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 611, 796, 1028, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1028, Πτωχολ. (Ζώρ.) N 686, Φλώρ. (Κριαρ.) 1285, Λίβ. (Lamb.) Sc. 462, 2634, 3197, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3801 (έκδ. ακόμη· διόρθ. Πολ. Λ., Ελλην. 13, 1954, 421)· Λίβ. (Wagn.) N 3779, Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 617, Μαχ. (Dawk.) 3210, 35, 3813, 425, 4623, 4824, 521, 15, 5433, 606, 27816, 31837, 32826, 33432, 55021, 6025, 60831, Αχέλ. (Pern.) 203, 1228, 2280, 2429, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 8222, 1756, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 440, Γ΄ 270, Δ΄ 505, Ε΄ 366, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 168, III 5, 63, IV 5, 260· Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Χορ. [δ΄ 25], Ζήν. (Σάθ.) Γ΄ 327· ακόμη, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 65, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 67 (χφ Η) (κριτ. υπ.), Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 34537, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2629, 8669, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 184, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 256, 597, 605, 625, 628, 914, 920, Απολλών. (Janssen) 457, Λίβ. (Wagn.) N 480, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3801 (βλ. ακομή), Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 367, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 150, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 77, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 402, Πεντ. (Hess.) Γέν. IV 25, VII 4, VIII 12, 21, 22, IX 11, 15, XLVI 29, Λευιτ. XXV 51, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 222, Πανώρ. (Κριαρ.) Α΄ 251, 438, Β΄ 51, 248, Γ΄ 274, 278, 335, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 558, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 457, Δ΄ 45, Ροδολ. (Μανούσ.) Ε΄ 278, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 58, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 178, ρξθ΄, Λίμπον. (Legr.) 234, 298, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 286, Ζήν. (Σάθ.) Γ΄ 246 (βλ. και ακμήν), Ε΄ 315, Θυσ. (Μέγ.)2 303· ’κόμη, Πουλολ. (Krawcz.) 649 (έκδ. κόμη· βλ. και Πολ. Λ., Ελλην. 19, 1966, 178), Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1047, 1438· ακόμα, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 145, 474, Ζήν. (Σάθ.) Ε΄ 299· ακομά, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 3, 158 (χφ ακόμα· όχι πιθ. διόρθ. Κριαρ., B-NJ 19, 1966, 281, σε ακομή).
    Το αρχ. επίρρ. ακμήν (αιτ. του ουσ. ακμή). Η λ. ήδη στον Ξενοφ., Ανάβ. IV 3, 26 (βλ. και Κοραή, Λεξιλ. σημ., λ. ακόμη). Για τη χρήση της αιτιατ. του ουσ. ακμή βλ. Ανδρ., Σημασ. εξ. 67. Για το ο του τ. ακομή, καθώς και τον αναβιβ. του τόνου του τ. ακόμη, βλ. ΙΛ λ. ακόμη. Το α του τ. ακομά πιθανότερο αναλογικά προς πολλά επιρρ. σε α και όχι δωρικό (Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 55). Οι τ. ακόμη και ακόμα και σήμ. ως κοιν. και σε ιδιώμ., καθώς και οι τ. ακμήν και ακομή σε ιδιώμ. (ΙΛ λ. ακόμη). Για την προέλευση του τ. ακόμα βλ. και Joseph Brian, More on ακόμα (Die Sprache 26, τεύχ. 1, 1980, 58). Τ. αγμήν στο Ρωμανό (βλ. Μανδηλαρά, Αθ. 62, 1958, 336). Ο τ. ’κόμα στο Τραγ. Σούσ. (Δουλγ., Κρ. Χρ. 9, 1955, 369) και σήμ. σε ιδιώμ. (ΙΛ λ. ακόμη). Για τη νεωτερική εμφάνιση της λ. και το σχηματισμό των τ. της βλ. περαιτέρω ΙΛ λ. ακόμη (ετυμ.).
    1) (Χωρίς άρνηση) εξακολουθητικά, ακόμη (Η σημασ. ήδη στον Ξενοφ., Ανάβ. IV 3, 26· πβ. και ήλθον ακμήν γ’ επ’ αυτήν Ευριπ., Φοίν. 1081, και σήμ. ΙΛ στη λ. ακόμη 1): Οράς εκείνους, βασιλεύ, τους περιφλέκτους οίκους| ακμήν τους επιστάζοντας εξ ουρανού την μήνιν; Βίος Αλ. 2323· να ρίψω| την άγκουραν στην θάλασσαν, πριν να συντρίψω| την πικραμμένην βάρκαμ μου, που ’κόμη ολπίζει Κυπρ. ερωτ. 1438· εφοβήθην μήπως και καταστήσει καμίαν παραβουλίαν, ότι ακόμη εφοβάτον Μαχ. 6025· Έχουν τους πόνους μου ακόμη και αντίς μου αναστενάζουν Λίβ. Sc. 2634· πολλά ήσαν αλαζονικοί, ακόμη το κρατούσαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 796. 2) (Με και ή χωρίς και) επιπροσθέτως, επίσης (Η σημασ. ήδη στις αρχές 5. αι., Λαυσιακή ιστορία Παλλαδίου Ελενουπόλεως, ΝΕ 13, 1916, 137, και σήμ., ΙΛ στη λ. ακόμη 3): και αν την ολοσκοτώσει| μπορεί ακόμη τη ζήση| να την ξαναχαρίσει Πιστ. βοσκ. Ι 1, 168· Πέρσαι γε και Σαρακενοί, ακμή και άλλα γένη Διήγ. Βελ. 596· ακμήν και το δερμάτι μου έχουν το οι σουλτάνοι Διήγ. παιδ. 878· ακομή τον ιούλην μήναν αξνζ΄ Χριστού όρισεν ο ρε Ούγκες και εφουρκίσαν ρ΄ ανθρώπους εις την Αμόχουστον, εις την Κερυνίαν, εις την Πάφον Μαχ. 606· ακόμη ενθυμίζω σε και έχεις τα στον νουν σου Απολλών. 461· ωσάν φύσει φιλόπατρις δεν ήλλαξε την γνώμη| και με τους ίδιους άρχοντες εγύρισεν ακόμη| εις την Κων/πολιν εμπρός εις τον ευχούχον Λίμπον. 298· και απάντεξεν ακόμη εφτά μέρες Πεντ. Γέν. VIII 12· καθώς το γράφεται ακόμη ο Δούκας της Βενετίας Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1028. Πβ. αλλά 2. 3) (Χωρίς άρνηση) μόλις, προ ολίγου καιρού: Λέγει του: «Ναι, ακομή προχθές εξενοδόχησά τους» Φλώρ. 1285· της ηγεμονίας αυτού έτι μη παγιωθείσης, αλλ’ ακμήν εις σύστασιν προχωρησάσης Δούκ. 28732. 4) α) (Με συγκριτικά επίθ. ή επιρρ.) επιτατικό (Η χρήση ήδη στον 8. αι: ακμήν βαρύτερον, ΝΕ 12, 1915, 371 και σήμ., ΙΛ στη λ. ακόμη 3): ότι ακόμην ωραιότερο ουκ είδα γεννημένον Φλώρ. 1664· αν θέλει να κρατεί μάχην με τους Ρωμαίους,| ακόμη και χειρότερα θέλει απορήσει ο τόπος Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8669· β) (Με το και και με άλλα μέρη του λόγου, εκτός από συγκριτικά επίθ. ή επιρρ.) επιτατικό: και μάλιστα (Η σημασ. ήδη μτγν.· πβ. ο δε Ιησούς είπεν: ακμήν και υμείς ασύνετοι έστε; Ματθ. 15, 16): Ακομή και η βασίλισσα επήγεν μοναχή της εις τον καθέναν και επαρακάλεν το να τελειωθεί Μαχ. 32826· και να στραφούν τα βιβλία και γραφές της λόντζας, τά αρπάξαν ακόμη και από τα σεντούκια τους πραματευτάδες Μαχ. 31837. 5) (Με άρνηση) ακόμα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. ακόμη 2): Ο νους σου την αγάπην μας ακόμα να την μάθει; Φαλιέρ., Ιστ. V 474· τα γράμματα του τόμου ακομή δεν εστέγνωσαν Ιστ. πατρ. 1756· εάν ετελείωσεν εκείνην την δουλείαν ... και ουδέν επλερώθην ακομή και χρεωστεί του τα, εντέχεται να τον πλερώσει Ασσίζ. 8525· Μα τον Αρέτα ακομή δεν είδα να ’ρτει κάτω Στάθ. Α΄ 325.
       
  • ακρωτήρι(ν)
    το, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2842, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 84, 248, Ζ 204, Πουλολ. (Krawcz.) 76, 193, Απολλών. (Janssen) 492, 711, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1092, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 65, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 57, 59, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 541· ’κρωτήρι(ν), Πουλολ. (Ζώρ.) Z 288, Πουλολ. (Krawcz.) 90· ακριωτήρι, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3005.
    Το αρχ. ουσ. ακρωτήριον. Έχει και υποκορ. ακρωτηράκιν, Πορτολ. B (Del.) 2915. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Απαντά και επίρρ. κατακρώτησα στον Πορτολ. A 186, 11, κλπ. (όπου όμως εσφαλμ. εκδίδεται κατ’ ακρώτηρα· βλ. Τσοπ., Ελλην. 13, 1954, 187).
    Γλώσσα γης που εισδύει στη θάλασσα (Η λ. και ως τοπων., Σπυριδ., ΕΕΒΣ 23, 1953, 172): Ευρίσκονται αμφότερα τα κάστρη| εις ακρωτήριν του γιαλού και έχουσιν λιμιώνα Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2842· Εκεί ηύρε σπήλαιον φοβερόν εις ακριωτήρι απάνω Χρον. Μορ. P 3005· όπου καθίσεις, άτυχε, εις άμμον ή ακρωτήρι,| σηκώνεις το κεφάλι σου και πάλιν κρους το κάτω Πουλολ. Z 204.
       
  • αλλάσσω,
    Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 376, Ερμον. (Legr.) Λ 195, Απολλών. (Janssen) 391, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1712, Ιμπ. (Legr.) 337, Μαχ. (Dawk.) 839, 7839, 25413, 42412, Θησ. (Βεν.) Η΄ [948], Σαχλ. (Vitti) N 264, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 47, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 17, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 116, 274, 494, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 17, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 110, 224, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 58, Αχέλ. (Pern.) 1028, 1276, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 10713, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 183, 339, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 33, Α΄ 437, Β΄ 365, Γ΄ 213, 281, 290, 613, Δ΄ 93, 145, Ερωφ. (Ξανθ.) Πρόλ. Χάρου 19, Α΄ 319, 474, 642, Ιντ. α΄ 91, 146, Γ΄ 212, Δ΄ 285, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 2, 63, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 834, 1196, 1279, 1284, 1333, 1643, Β΄ 87, Γ΄ 361, 1323, 1370, 1675, Δ΄ 21, 403, 545, 841, 894, Ε΄ 225, 284, 722, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 281, Β΄ 40, Ιντ. β΄ 32, Γ΄ 31, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [168], Β΄ [1227], Φορτουν. (Ξανθ.) Πρόλ. 64, Ιντ. α΄ 134, Β΄ 315, 355, 420, Γ΄ 413, Ζήν. (Σάθ.) Β΄ 25, Δ΄ 44, Ε΄ 76, 295, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14417, 21824, 29813, 33724, 3555, 35926, 3633, 3983, 43710, 4474, 45124, 50818, 53223, 53510, 5394, 57226· αλλάττω, Ορνεοσ. αγρ. (Hercher) 55226, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 45· αλλάζω, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 11119, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 210, Μαρκάδ. (Legr.) 21, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7222· αλλάσσω ή αλλάζω, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 468, Προδρ., Σεβ. (Παπαδημ.) 23, Προδρ. (Hess.-Pern.) II GH 55, H 96g, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1335, Ασσίζ. (Σάθ.) 1321, 10613, 26, 17816, 25914, 35627-8, 3574, Ορνεοσ. αγρ. (Hercher) 55416, Κυνοσ. (Hercher) 59719, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 206, Διγ. (Hess.) Esc. 1194, Διγ. (Καλ.) Esc. 1194, 1779, Βέλθ. (Κριαρ.) 155, 1068, 1266, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 169, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2094, 5416, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2094, 5416, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 174, Πουλολ. (Krawcz.) 177, Πτωχολ. (Ζώρ.) N 747, Διήγ. Βελ. (Cant.) 431, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 256, Λίβ. (Μαυρ.) P 1958, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1694, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2850, Λίβ. (Lamb.) N 248, 779, Λίβ. (Wagn.) N 248, 3685, 3693, Αχιλλ. (Hess.) N 1534, Rechenb. 121, 371, Μαχ. (Dawk.) 18210, 25221, 29618, 51032, 64814, Δούκ. (Grecu) 22732, Θησ. (Βεν.) Η΄ [948], Ριμ. κόρ. (Pern.) 591, 667, Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 26, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 86, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 15628, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 878, Συναξ. γυν. (Krumb.) 194, 243, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 36, 38, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 306, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 47, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΧΧΙ 7, XXXV 2, Λευιτ. XXVII 10, Βίος γέρ. (Schick) V 817, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 7012, 752, 8712, 934, 10018, 1079, 10828, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 456, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 588, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 34626, 3472, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 30, 64, 65, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 173 ι΄, 212, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Αφ. [109], Β΄ [1213], Δ΄ [102], Ε΄ [237], Λίμπον. (Legr.) 297, Διγ. (Lambr.) O 605, 1747· ’λλάσσω ή ’λλάζω, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 505, Αχιλλ. (Haag) L 1228, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3569· ελλάσσω, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 5494· αλλάγω, Διγ. (Lambr.) O 1383· μτχ. αλλαγμένος, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 816· αλλαμένος, Ιμπ. (Legr.) 508, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 61157, Πανώρ. (Κριαρ.) Ε΄ 145, Ερωφ. (Ξανθ.) Β΄ 236, 258, Δ΄ 153, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 71, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 163, Θυσ. (Μέγ.)2 565, Στάθ. (Σάθ.) Β΄ 36, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [1039], Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. α΄ 98, Γ΄ 440, Δ΄ 471.
    Το αρχ. αλλάσσω. Όλοι οι τ. (εκτός του αλλάττω) απαντούν και σήμ. (ΙΛ, λ. αλλάζω). Για τον τ. αλλάγω βλ. επίσης Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 282 και για την επιθ. μτχ. αλλα(γ)μένος βλ. Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 8. Από το αλλάσσω (στη σημασ. 5α) παράγωγα και σύνθετα: απαλλάσσω (= βγάζω την επίσημη στολή), αλλάξιμον (= το σύνολο των επίσημων ενδυμάτων που φορεί κανείς) και αλλαξιμάριον (= ο τόπος όπου βάζει ο αυτοκράτορας την επίσημη στολή του) στον Πορφυρογ., Έκθ. (Vogt) Α΄ 24.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Αλλάζω, μεταβάλλω, τροποποιώ (κάτι) (Η σημασ. και αρχ. και σημερ., ΙΛ, λ. αλλάζω Α 1): γιατί ο καιρός τα πράγματα χίλιες φορές αλλάσσει Ερωτόκρ. Δ΄ 545· δεν τους έσμιξε με τους άλλους νόμους, διατί άλλαξε και το περί γάμου κεφάλαιον Βακτ. αρχιερ. 212· Σώπασε το τραγούδι σου και άλλαξε τη φωνή σου Ζήν. Β΄ 25· εχαμήλωσαν την φωνήν και τον σκοπόν αλλάξαν Απόκοπ. 274· τόσον εκοπιάσαν και αλλάξαν το κακόν θέλημαν του πάπα και επροσδέκτην τους Μαχ. 29618· Ναι, μοιρογράφημα κακόν, άλλαξε το κακόν σου (= την κακή σου διάθεση) Καλλίμ. 1335· Βουλή ν’ αλλάξομε μόδος κιανείς δεν έναι Φορτουν. Ιντ. α΄ 134· Οι λύκοι, κι α γεράσουσι, τη γνώμη δεν αλλάσσου Πανώρ. Γ΄ 281· εάν η τύχη πάλιν| αλλάξει το κακόγνωμον, το δείχνει προς εσένα Λίβ. (Wagn.) N 3685· Άλλαξ’ αυτό το λογισμό μηδέν κακαποδώσεις Ερωτόκρ. Α΄ 1643· ο Θεός τους ελυπήθηκε κι άλλαξε την βουλήν του Τζάνε, Κρ. πόλ. 29813· ως ψυχεροί και θαυμαστοί καρδίαν δεν αλλάσσουν Αχέλ. 1028· να κάμει τ’ άσπρο μελανό, την πρόσοψη ν’ αλλάξει Ερωτόκρ. Δ΄ 894· Σε λύκαινα μετά χαράς άλλαξες την μορφή σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [102]· ν’ αλλάξομεν την πίστην μας διά των Φραγκών την πίστην Χρον. Μορ. P 2094· τη στράτα κείνη την καλή βλέπω ήλλαξες την πρώτη Ερωτόκρ. Α΄ 834·   φρ. αλλάττω (ή αλλάσσω) (πάλιν) τον λόγον (μου) = (1) μεταθέτω το λόγο μου, αλλάζω κουβέντα: άπαντας ευχαρίστησε κι ευθύς τον λόγο (έκδ. λόγον) αλλάττει Κορων., Μπούας 45· (2) επαναφέρω το λόγο μου (σε κάτι): Έβγηκ’ απού τη συντυχιάν οπού ’χα αρχινισμένην (έκδ. αρχινισμένα· διορθώσ.),| ν’ αλλάξω πάλιν τον λόγον μου στην Κύπρον την καμένην Θρ. Κύπρ. M 456· β) μεταβάλλω στο χειρότερο: μα τάχα αυτός ο φαφλατάς άπρεπα μίλησέ σου| και τόση πίκρα σου ’δωκε και τη θωριά άλλαξέ σου; Στάθ. Β΄ 40. Πβ. άγνωρος , αλλοιώνομαι 2, αλλοτριωμένος, αλλοχροιαίνω, ασχημίζω. 2) Αντικαθιστώ, μεταλλάσσω (κάτι ή κάποιον) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλλάζω Α3): κι ώρες τις βάρδιες έλλασσα (μάλλον περιττή η διόρθωση Ξανθ., B-NJ 2, 1921, 74, ήλλασσα· πβ. Τζάνε, Κρ. πόλ. 5494) Στάθ. Γ΄ 31· ν’ αλλάξεις με τον θάνατον την ζωήν μου| ζημιά μας έναι Κυπρ. ερωτ. 878· την χαλκήν αρματωσίαν| μετά της χρυσής αλλάσσει Ερμον. Λ 195· κι εισέ χαρά την έγνοια μας την περασμένην αλλάσσει Ερωφ. Ιντ. α΄ 146· ν’ αλλάξουσίνε τη χαρά οπού έχουσι σε πίκρα Πανώρ. Δ΄ 145· κύρη, το πηγαδόσχοινον εκόπη και ας το αλλάξουν Προδρ. ΙΙ Η 55· Κύων, ίνα αλλάξῃ την τρίχα Κυνοσ. 59719· απ’ όλα τ’ άστρη του ουρανού το ’ναν που λάμπει εσύ ’σαι,| ποτέ μου δε να σ’ έλλαξα, μα του Χριστού την χάριν Ερωτοπ. 505· και άλλαξεν τον καπετάνον της Αταλείας και έβαλέν τον ... Μαχ. 18210· Φεύγουν τινές, γλυτώνουσι κινδύνους που λαχαίνουν·| ωσάν αλλάζουν τ’ όνομα εύκολα πετυχαίνουν Αιτωλ., Μύθ. 10828· έβαναν κάθε χρόνον τους δύο υπάτους οπού τους άλλαζαν Βακτ. αρχιερ. 210· από τότε έπεψεν δούκαν και κατά καιρόν άλλασσέν τον Μαχ. 839· Όλα της γης αλλάσσουν τα κινούμενα| ανάπαψην και ριζικόν την σήμερον Κυπρ. ερωτ. 9728· 3) (Με αιτ. πράγματος) βγάζω από πάνω μου (κάτι· φορεσιά, εξοπλισμό, κλπ.): της πίκρασής σου τ’ άρματα όλα τα θες αλλάξει Φαλιέρ., Ιστ. V 306· Και άλλαξεν και το καββάδιόν του και έβαλεν άλλον αλαφρόν διά το κατάψυχον Διγ. Άνδρ. 3472. 4) Εγκαταλείπω (κάτι): οι χριστιανοί οι θαυμαστοί ανδρείαν δεν αλλάσσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 26729· και άλλαξον το δύσπιστον και δεύτε ας στραφώμεν Βέλθ. 155. 5) α) (Με αιτ. πράγματος) ντύνομαι (φόρεμα), βάζω (πιο επίσημο ένδυμα) (Η σημασ. ήδη μτγν., Sophocl. στη λ. 2 και Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄, 6, 1955/6, 234· και σημερ., ΙΛ λ. αλλάζω Α 3β): τα ρούχα π’ ο Ρωτόκριτος ήλλασσε πάσα μέρα Ερωτόκρ. Δ΄ 21· και προς το Μέγα Σάββατον ουκ είχες τι ν’ αλλάξεις Πουλολ. 174· β) (χωρίς αντικ.) (Για τη χρήση πβ. αλλάξιμα ου γίνονται, ... αλλάσσει το κουβούκλιον μόνον Πορφυρογ., Έκθ. (Vogt) A΄ 130) ντύνομαι: Είχε λεκάνες έμορφες πορφύρα με μπαλάσι,| με τσάμπρες χρυσοπλούμιστες να μπαίνει εκεί ν’ αλλάσσει Δεφ., Σωσ. 58· να φέρω και ποκάμισον, ωσάν γευτείς, ν’ αλλάξεις Ερωτοπ. 256· επήγαν εις τον ναόν του αγίου Ευνομένος και άλλαξεν παπάς Μαχ. 5141· και ρούχα χρυσοτσάπωτα τον έφεραν ν’ αλλάξει Αχιλλ. N 1534. 6) (Με αιτ. προσ.) ντύνω (κάποιον) (πβ. Sophocl. στη λ. 2): και τους άλλους κυρίους των νηών αλλάξας στολαίς βαρυτίμοις Δούκ. 22733· αλλάσσουν την βασίλισσαν όλα τα νυμφικά της Απολλών. 391· και όταν τον επλύνασι, φόρεμα τον αλλάγουν| χρυσό Διγ. O 1383. 7) α) (Με αιτ. προσ. προκ. για άρρωστο) αλλάζω την πληγή κάποιου (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. αλλάζω 1): είχεν πληγήν εις την κεφαλήν, ... και εκείνος ο ιατρός επολόμαν ... να έλθει να τον αλλάξει Ασσίζ. 17816· άλλαττε δε αυτόν έως τρίτης ημέρας και εσθιέτω κρέατα χοίρεια θερμά Ορνεοσ. αγρ. 55226· β) (χωρίς αντικ.) κάνω αλλαγή κατά τη θεραπεία, κάνω αλλαγή στην πληγή: ομού ταύτα μείξας, έμπλαστρον ποιήσας και εις τον αυτόν τόπον θήσεις και διά πέντε ημερών αλλάξεις Ορνεοσ. αγρ. 55416· 8) (Προκ. για νόμισμα) αλλάζω, ανταλλάσσω (Η σημασ. αρχ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλλάζω Α2): Άνθρωπος τις έδωκεν προς τινά φλουριά β΄ να τον (= του) αλλάξει νομίσματα τρεις γενεάς Rechenb. 121· άνθρωπος τις έδωκεν προς τινά άσπρα ͵γεςβ΄ να τον αλλάξει φλουριά ανά άσπρα εγ΄ γ/η Rechenb. 371. 9) Εναλλάσσομαι (με έναν άλλον) σε κάποια απασχόληση: ο δε άρρεν (ενν. πελαργός) κομίζει βρώσιν και αλλάσσουσιν (αρσενικός και θηλυκός) αλλήλοις και την φωλεάν αυτών ουκ αθετούσιν Φυσιολ. ΙΧ11· και ούτως εσήκωσαν το λείψανόν του με τιμήν μεγάλην οι βασιλείς και οι μεγιστάνοι όλοι αλλάζοντάς τους και ήφεράν το εις την Παλαιστίνην Διήγ. Αλ. V 86. 10) Συμμερίζομαι (αισθήματα με κάποιον): Μοίραν και πόνους σήμερον αλλάσσω μετά σένα·| Πως η αγάπη εσένανε εγίνηκε δική μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [822]. 11) (Με αντικ. λ. που δηλώνει μονάδα χρόνου) περνώ (χρονικό διάστημα): επέρασαν κι εμίσευσαν, υπάγει το φουσσάτον (παραλ. 3 στ.), σαράντα ημέρας ήλλαζαν μετά σπουδής μεγάλης·| εσκότωσαν, επέμειναν όλα τα παλαφρέα Διήγ. Βελ. 431. Β´ Αμτβ. α) (προκ. για πρόσ.) γίνομαι διαφορετικός, αλλάζω ως προς την υπόστασή μου, μεταβάλλομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλλάζω Β1): Μ’ αν εφρονέψασι κι αυτοί, ν’ αλλάξουσι δαμάκι Πανώρ. Α΄ 437· Και α δεν αλλάξει με καλό πως κινδυνεύει πε του Ζήν. Δ΄ 44· Κι εις τούτο στέκεις σταθερός βέβαια και δεν αλλάσσεις; Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1227]· β) (προκ. για πρόσ.) γίνομαι «άλλος», μεταβάλλομαι ως  προς την εμφάνιση και την έκφραση, γίνομαι έξαλλος: Εμίλιε με τα κλάηματα, ήλλαξ’, εξαναγίνη Ερωτόκρ. Γ΄ 361· ’Σ τούτα τα λόγια συντηρώ δυο τρεις φορές κι αλλάσσει Ερωφ. Α΄ 319· γ) (προκ. για όψη, εμφάνιση, γνώμη, σκέψη, απόφαση, επιθυμία, συναισθήματα, κλπ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλλάζω Β1): μακραίνου γένεια και μαλλιά, αλλάσσ’ η στόρησή ντου Ερωτόκρ. Δ΄ 841· αλλάσσουν οι κακοί λογισμοί και κακές συνείδησες Μαχ. 25413· Και πώς αλλάσσ’ η φορεσά και πώς αλλάσσ’ η γνώμη Ερωτόκρ. Α΄ 1279· Μηδέ φοβάστε, χριστιανοί, κι αγάπη εγίνη ακόμη·| κι αλλάξανε τ’ Αγαρηνού η κάκητα κι η γνώμη Τζάνε, Κρ. πόλ. 57226· δεν ήλλαξεν ποττέ το θέλημάν του από τες εντολές του Θεού Μαχ. 64814· απόφασες γιαμιά γιαμιά χίλιες στο νου μ’ αλλάσσουν Ερωφ. Γ΄ 212· Θωρώ το σπλάχνος ήλλαξε κι εις όχθρητα γυρίζει Ερωτόκρ. Δ΄ 403· μήπως κι αλλάξουν οι καημοί των Κρητικών κι οι πίκρες Τζάνε, Κρ. πόλ. 4474· δ) (προκ. για τον κόσμο, τη φύση, τον καιρό, την τύχη) αλλάζω, παρουσιάζω, ποικιλία· μεταβάλλομαι: βρύσες να δεις και ποταμούς, χώρες, χωριά και δάση·| να σου φανεί παράξενο ο κόσμος πώς αλλάσσει Ερωτόκρ. Α΄ 1284· αμή θωρώ ότι ελλάξασι τα πράγματα του κόσμου Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 47· τη θάλασσα πολλές βολές άνεμος την ταράσσει| με βρουχισμούς και κύματα (έκδ. και βρουχισμούς με κύματα· διορθώσ.) κι εις ώρα λίγη αλλάσσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 3555· κι ας πορπατεί έτσ’ ο καιρός κι ο κύκλος θέλ’ αλλάξει Ερωτόκρ. Γ΄ 1323· και καταπώς τα πράγματα αλλάσσουν και περνούσι| τα γράμματά μου να ’ρχουνται να σου το ’μολογούσι Ερωτόκρ. Γ΄ 1675. II. Μέσ. α) α1) μεταβάλλομαι: Το μεν σώμα κατηλλάγην,| η δε φύσις ουκ ηλλάγην Πτωχολ. N 747· ο βίος ούτος άστατος· αλλάσσεται καθ’ ώραν Γλυκά, Στ. 376· από την ώραν οπού είδα το πρόσωπόν σου ωσάν φωτία εισέβη εις την ψυχήν μου· ελλάχθη ο λογισμός μου Διγ. Άνδρ. 3569· α2) μεταβάλλομαι, αλλάζω (στο χειρότερο): εκ της κακοπαθείας του ηλλάγην η μορφή του Βέλθ. 1266· φρ. αλλάσσεται η χρόα μου = αλλάζει το χρώμα μου (Η χρήση και σήμ., ΙΛ, λ. αλλάζω Α1): είδεν τον εις την θάλασσαν, η χρόα της αλλάχθη Πόλ. Τρωάδ. 169· β) αλλάζω ως προς τα αισθήματά μου: να μεταπέσει, ν’ αλλαγεί και να σε συμπαθήσει Λίβ. N 248· γ) γίνομαι έξαλλος: άλλος εξ άλλου γέγονας, ηλλάγης, μετεβλήθης Προδρ., Σεβ. 23· δ) αντικαθίσταμαι (πβ. ΙΛ, λ. αλλάζω Β3): να αλλαχτεί με άλλον άνθρωπον, οπού να πολεμήσει εις τον τόπον του Ασσίζ. 10620. Ιδιάζουσα χρήση: αλλάζω (κάτι) (για τον εαυτό μου): και ο βασιλεύς ας αλλαγεί το σχήμα από τότε,| ας γένηται ως πραματευτής Λίβ. P 1958· μην ξεύροντας τι θέλει γένει| αλλάχτησαν (ενν. ο Χάρος και ο Έρωτας) εις αύτου τους όλα τα βέλη Κυπρ. ερωτ. 1564. Η μτχ. αλλα(γ)μένος = α) (συχνά με το ουσ. όψη) διαφορετικός: κι έχει κλιτό το πρόσωπο, την όψη ντ’ αλλαμένη Ερωφ. Β΄ 236· Τόσα πολλά τονε θωρώ στην όψην αλλαμένο Ερωφ. Β΄ 258· πε μου την πρίκα απού κρατεί την όψη σ’ αλλαμένη Ερωφ. Δ΄ 153· Μα, φαίνεταί μου, βλέπω τσι στην όψη αλλαμένες Πανώρ. Ε΄ 135· και με βαρύν ανάβλεμμα και μ’ όψην αλλαμένη Ερωτόκρ. Α΄ 163· βαρά ’σανε τα μάτια ντου κι η όψη ντ’ αλλαγμένη Ερωτόκρ. Γ΄ 816· Το πρόσωπό σου συντηρώ, την όψη σου αλλαμένη Θυσ.2 565· αφήνοντας το θρόνο σου στην πρόσοψη αλλαμένος Φορτουν. Ιντ. α΄ 98· τα δάκρυα στα ματάκια σου, την όψην αλλαμένη Φορτουν. Γ΄ 440· β) αλλαγμένος (στο χειρότερο) (πβ. πώς είσαι τώρ’ από σε τον ίδιο αλλαμένος; Πιστ. βοσκ. Ι 1, 71): σαν αλλαμένη και κλιτή και δαμινή η λαλιά σου Στάθ. Β΄ 36. Πβ. αλλοτριωμένος· γ) (προκ. για ιερέα) ντυμένος με τα άμφιά του (Πβ. τη χρήση του ηλλαγμένος προκ. για το Βυζ. αυτοκράτορα και αξιωματούχους, Πορφυρογ., Έκθ. (Vogt) Α΄ 66, 76, 78, κλπ., καθώς και τη σημερ. χρήση της μτχ., ΙΛ, λ. αλλάζω Α3γ): να λειτουργούν τες εκκλησιές παπάδες αλλαμένοι Θρ. Κύπρ. K 61157· δ)  (προκ. για «άρχοντες») καλοντυμένος: να ’δες αρχόντισσες εκεί πώς ήσαν αλλαμένες Ιμπ. 508. — Πβ. και εξαλλάσσω, παραλλάσσω.
       
  • αμαρτία
    η, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 14404, Ασσίζ. (Σάθ.) 336, 465, 9828, 41418, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 1849, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 151, 156, 1257, 1853, 2109, 2738, 3780, 3977, 4165, 4173, 5532, 5534, 5571, 5750, 7203, 7213, 7233, 7632, 7656, 8580, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5414, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 257, Απολλών. (Wagn.) 504, Απολλών. (Janssen) 499, Χρον. Τόκκων (Schirò) 3452, Μαχ. (Dawk.) 9810, 25212, 46420, 22, 23, Δούκ. (Grecu) 5318, 18733, Θησ. (Schmitt) 343 ΙΙ 19a, Γεωργηλ., Θαν. (Legr.) 30, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 49, Έκθ. χρον. (Lambr.) 94, 1325, 445, Συναξ. γυν. (Krumb.) 23, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 70, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 124, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 676, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 1306, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 68, 14113, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 437, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 8024, 13223, Μ. Χρονογρ. (Τωμ.) 3416, 357, 14, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 559, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 422, 635, 1711, 2086, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 37326, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) ΙΙ 74, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 55, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 139 ιθ΄, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4796, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11526 κ.π.α.· αμαρτιά, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 663, 735, Θησ. (Foll.) Ι 30, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 122, 1220, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 204 (έκδ. Wagn. αρτιές· Wagn. προτ. αμαρτιές), Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 340, 856, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 401, Πένθ. θαν. (Knös) S 332, 425, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 221, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 51, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 262, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 257, 723, Πεντ. (Hess.) Έξ. XXII 8, Λευιτ. IV 3, V 6, 7,VII 1, 2, 5, XIX 21, Αρ. VI 12, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ε΄ 263, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ΄ [518], κ.π.α.
    Το αρχ. ουσ. αμαρτία. Η λ., καθώς και ο τ. αμαρτιά, και σήμ. (ΙΛ). Απαντά και επίθ. αμαρτώδης (ΝΕ 5, 1908, 277 σημ. 4).
    1) α) Παράβαση του θείου νόμου, των εντολών της θρησκείας (Πβ. L‑S στη λ. 2· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): οι αμαρτίες του λαού άναψαν τον θυμόν του Θεού Μ. Χρονογρ. 357· Χαριτωμένη, ... μεσίτευγε τον Κύριον μη ιδεί τες αμαρτίες μας Σκλέντζα, Ποιήμ.1220· Τούτα ούλα επήραν τα διά τας αμαρτίας μας οι Τούρκοι Μαχ. 9810· Εδώ ’ναι η μετάνοια τες αμαρτιές να λύσουν| και να ’βρουσιν συγχώρησιν αν μόνον το θελήσουν Πένθ. θαν. N 401· δόξες να έχει ο Θεός οπὄκαμε το θάμα| κι εβγήκα από την αμαρτιά οπού ’θελα να ποίσω Κατζ. Ε΄ 263. Πβ. αμαρτεμός, αμάρτημαβ) (σε περιληπτική χρήση) αμαρτήματα: δεν ακαρτερούσανε βοήθειαν ... από κανέναν τόπον, μόνε από τον Θεό. Αμή η αμαρτία του λαού δεν άφηνε Χρον. σουλτ. 8024· γ) η ευθύνη για το αμάρτημα, το κρίμα: ο Θεός να ποίσει κρίσην και η αμαρτία είναι απάνω σας και απάνω των παιδίων σας Μαχ. 25212· η αμαρτί’ αυτή ας είναι στην ψυχήν σας Παλαμήδ., Βοηβ. 559· αφότου ευρίσκετον στην φυλακήν δι’ εμέναν (παραλ. 1 στ.), πάλε η αμαρτία, το μέμψιμον έρχετον εις εμέναν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7656· δ) προπατορικό αμάρτημα (Η σημασ. ήδη μτγν., Lampe, Lex. στη λ. ΙΙ Β1β): σ’ εβάπτισε, σ’ εξέπλυνεν από την αμαρτίαν,| υιόν φωτός σε έκαμεν Ιστ. Βλαχ. 1711. 2) (Μετωνυμικά) εξιλασμός, εξιλαστήριο θύμα (πβ. κριάρι αμαρτιάς Πεντ. Λευιτ. XIX 21 = «κριόν πλημμελείας» ΠΔ [Tisch.] Λευιτ. XIX 21, της αμαρτιάς Πεντ. Λευιτ.VII 1 = «του κριού του περί της πλημμελείας» ΠΔ [Tisch.] Λευιτ. VI 31, την αμαρτιά Πεντ. Λευιτ. VII 2 = «τον κριόν της πλημμελείας» ΠΔ [Tisch.] Λευιτ. VI 32, καθώς και αμαρτιά Πεντ. Λευιτ. V 6, 7, για αμαρτιά Πεντ. Αρ. VI 12· πβ. και Bauer, Wört. στη λ. 4): Εις τόπο ος να σφάξουν το ολοκαύτωμα να σφάξουν την αμαρτιά και το αίμα του να ραντίσει ιπί το θεσιαστήρι τριγύρου Πεντ. Λευιτ. VII 2· να φέρει πρόβατο νιον του χρόνου του για αμαρτιά Πεντ. Αρ. VI 12. 3) α) Αθέμιτη συμπεριφορά (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 2): αφόν μας ήφερε η αμαρτία εδώ εις τους εχτρούς μας,| εξεύρετε ότι μακρέα απέχομεν του Μορέως Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3977· β) αδικία: Ομοίως οι δύο κακόγεροι που εκρίναν την Σωσάνναν| και το δικόν τους πταίσιμον απάνω της τό βάναν.| Και είπεν ο Θεός: «Τόση αμαρτιά να γίνει μην αφήσω» Φαλιέρ., Λόγ. 221· Έναν κεφάλαιο εγράψασιν στο προβελέντζι εκείνο,| εν ῳ ήτον τρόπος αμαρτίας και άδικον μεγάλον Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8580· γ) κακή σύμπτωση, κακοτυχία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): τι είναι η αμαρτία που γένεται εις εμένα| να μη πιαστεί εκ τους άρχοντες, απέ τους κεφαλάδες| ένας ή δύο να αλλαχτεί αφέντης ο αδελφός μου; Χρον. Μορ. P 5414· ως ήλθε από αμαρτίας κι ουκ είχεν κληρονόμον (παραλ. 3 στ.), τον τόπον του εμερίσασιν κι εποίκαν δύο μερίδια Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7233· Έτυχεν της αμαρτίας και ηυρέθην εις την Άρταν| και ένι ο τόπος βαρικός και στυπτικό το κάστρο Χρον. Τόκκων 3452. 4) Παρανομία, αδίκημα: αν γένηται ότι κανείς άνθρωπος πιαστεί εις καμμίαν άσχημην αμαρτία, καθάπερ εν μοιχείᾳ Ασσίζ. 41418· ιπί παν υπόθεση αμαρτιάς, ιπί βόδι, ιπί γαδούρι, ιπί πρόβατο, ... ιπί παν χάσιμο ος να πει ότι αυτό ’ναι ετούτο ως τους κριτάδες να έρτει υπόθεση των δυών τους Πεντ. Έξ. XXII 8· διά τα πράγματα τα ριζικάρικα ουδέν ένι τίποτες κρατημένος εις την αυτήν αμαρτίαν εάν ου μη γίνεται φανερή Ασσίζ. 465. Πβ. αμάρτημα 3. 5) α) Σαρκικό αμάρτημα (Για τη σημασ. στον Αριστοτέλη, Πολιτικά βλ. Glotta 19, 1931, 219· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Θέλομε πει πως σ’ εύραμε και ας είσαι συ αιτία| με ξένον άνθρωπον ’δεπά κι εκάμνες αμαρτία Δεφ., Σωσ. 124· Τες έσυρναν δεμένες από του φόρου και έκαμναν με ταύτες στανικώς την αμαρτίαν Μ. Χρονογρ. 3416· τ’ ανδρός της κάμνει κέρατα μεγάλα σαν λαμπάδα.| Με κείνον τον Νεκταναβόν που ’τονε οκ την ’Γυπτίαν,| μ’ αυτείνον καταπιάστηκε, κάμνει την αμαρτίαν Δεφ., Λόγ. 676· β) ερωτική επιθυμία: Εις τας δέκα (ενν. του μηνός) παύει (ενν. η φλεβοτομία) την αμαρτίαν Σταφ., Ιατροσ. 14404· γ) ερωτικές σχέσεις: Απ’ όντες ήμουν κοπελιά οκτώ χρονών ή δέκα| την αμαρτιάν ηγάπησα, τους καύχους επεθύμουν Σαχλ., Αφήγ. 856. 6)  Μειονέκτημα, ψεγάδι: Ριφίος ο εμορφότατος χωρίς καμιά ’μαρτία Θησ. (Schmitt) 343 ΙΙ 19α. Έκφρ. από αμαρτίας του τόπου = (πιθ.) από άσχημες συνθήκες του τόπου: Ενταύτα εσυνέβηκεν από αμαρτίας του τόπου (παραλ. 1 στ.), ο αφέντης της Καρύταινας, ο εξάκουστος εκείνος| έπεσε εις ζάλην φοβερήν, σ’ αστένειον βαρυτάτην Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7213.
       
  • άμετρος,
    επίθ., Απολλών. (Janssen) 210, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 274, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 452, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 1.
    Το αρχ. επίθ. άμετρος.
    1) (Προκ. για πράγμα, κλπ.) που δεν μπορεί να μετρηθεί, να υπολογιστεί (Η σημασ. αρχ.): Χρόνος εδώ ου γίνεται, ημέρα ου χωρίζει,| αλλά το σκότος τ’ άμετρον τρέχει και ομπρός τανύζει Απόκοπ. 452. 2) (Προκ. για πρόσ.) υπερβολικός, που υπερβάλλει (σε κάποιο συναίσθημα ή σε μια ιδιότητα): ν’ ανοίξει την καρδίτσαν σου εκ την πολλήν την λύπην| και συ εγένου λυπηρός και άμετρος της λύπης Απολλών. 210· Ύψιστε, μέγα βασιλεύ, άμετρέ τε (έκδ. Wagn., Carm. αμέτρετε· Μπουμπ. άμετρε των· λιγότερο πιθ. διόρθ. Κριαρ., Ελλην. 14, 1955, 495· ίσως προτιμητέα η ανάγνωση άμετρέ τε) θαυμάτων Σκλάβ. 1. 3) (Προκ. για πρόσ. επίσης) που δε μετρά τα λόγια του, ασύνετος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος (Για τη σημασ. πβ. ΙΛ, στη λ. αμέτρητος 2): Εσείς που με τα ώτα σας εμέν ακούτε| ανέρπαστος την γλώτταμ μου πώς κυματίζω| μετά δακρύων πληξικών και κατινίζω| στον λογισμόν σας γι’ άμετρον μεμ με ψηφάτε Κυπρ. ερωτ. 274. Πβ. αμέτρητος 2.
       
  • αμφιβάλλω,
    Καλλίμ. (Κριαρ.) 2280, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 55411, Απολλών. (Janssen) 41, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 34, 39, 67, 86, 93, 104, 116, 135, 136, 143· αμφιβάνω, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Χορ. γ΄ [93].
    Το αρχ. αμφιβάλλω. Πβ. αθιβάλλω (ετυμ.). Η λ. και σήμ. ως λόγ. Ο τ. αμφιβάνω και σήμ. σε ιδιώμ. (ΙΛ, λ. αμφιβάλλω).
    1) Αμφιβάλλω, αμφισβητώ (όπως και σήμ.) (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. III): ανθρώπου οπού αιχμαλωτιστεί η γυναίκα του ουδέν δύναται να ορμαστεί (= να παντρευτεί) έως ότου ακούει ότι ζει ο ανήρ αυτής· αμφιβαλλομένης της ζωής αυτού, χρήζει να καρτερέσει έως πέντε χρόνους Ελλην. νόμ. 55411· Σ’ όποιον δεν το πιστεύει, μ’ αμφιβάνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ΄ [93]. 2) Περιβάλλω, καλύπτω, επισκοτίζω (κάτι): επεί γαρ ουκ ηβούλετο ταύτην να υπανδρέψει| εις ’νίγματα και δείγματα και γαρ παραμυθίαν| αμφίβαλλεν την υπανδρειάν, να κρύψει την αισχύνην Απολλών. 41.
       
  • ανάβλεψις
    η, Απολλών. (Janssen) 200.
    Η λ. ήδη στον Αριστοτέλη και σήμ. ως λόγ. (Δημητράκ.). Για την πρόθ. ανά βλ. Κουκ., Αθ. 43, 1931, 78 κε.
    Το να βλέπει (κάποιος) προς τα επάνω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ.): ο δε Απολλώνιος ου κινεί εις ανάβλεψιν άνω Απολλών. (Janssen) 200. — Πβ. αναβλεματίζω α.
       
  • αναγιώνω,
    Ασσίζ. (Σάθ.) 2028, 12319, 12417-8, 2006-7 (χφ και έκδ. παρέχει όχι ασφαλή τ. αναγινούνται), 20011, 26126, 37510, 45112, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 56611, Απολλών. (Janssen) 426, Μαχ. (Dawk.) 1025, 3882, 48632-3, 54229.
    Από την πρόθ. ανά και το ουσ. υιός >γιος (Σακ., Κυπρ. B΄, λ. αναγυιώνω· ο Dawkins, Μαχ. B΄ 236, δε δέχεται την ετυμ.). Η λ. και σήμ. στην Κύπρο (ΙΛ, λ. αναγιών-νω)· και σύνθ. βυζαναγιώννω και βυζοτουλουπαναγιώνω (Ανδρ., Αφ. Τριαντ. 47). Μαρτυρείται και θηλ. του αμάρτυρου *αναγιώτης: αναγιώτρια (βλ. Du Cange, λ. αναγιότρια).
    Ά́ (Μτβ.) α) ανατρέφω (παιδιά) (Η σημασ. και σήμ. στην Κύπρο, ΙΛ, λ. αναγιώννω): Περί εκείνου του ανδρογύνου, τό εχωρίστην και έχου τέκνα, τις να τα αναγιώσει Ασσίζ. 26126· έκφρ. καλά αναγιωμένος = που έχει ανατραφεί με επιμέλεια (όπως οι «ευγενείς»): αμμ’ έχομεν καβαλάρηδες ευγενικούς λιζίους και πουρζέζηδες πολλά καλά αναγιωμένους Μαχ. 48632· β) εκτρέφω (ζώα) εκπαιδεύοντάς (τα): Περί των γερακιών, ... τά οι μπαρούνηδες και οι καβαλάριοι αναγιώνουν να κυνηγούν Ασσίζ. 2028. Β΄ (Αμτβ.) (προκ. για παιδιά) μεγαλώνω (Πβ. το σημερ. αναγιούμενος, Μενάρδ., Αθ. 37, 1925, 67): Και επόθανεν ο υιός τού ρε Ούγγε και ο υιός του αναγιώθην και εγίνετον καβαλάρης εις την Φραγκίαν Μαχ. 3882.
       
  • αναγκάζω,
    Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 187, Καλλίμ. (Κριαρ.) 671, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 53518, Ορνεοσ. αγρ. (Hercher) 57018, Διγ. (Hess.) Esc. 123, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 1172, 2653, Διγ. (Καλ.) A 994, 1733, 3824, Ερμον. (Legr.) Z 85, Τ 248, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2512, 2525, 6789, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 376, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 429, Πουλολ. (Krawcz.) 652, Λίβ. (Μαυρ.) P 2299, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1598, Αχιλλ. (Hess.) L 341, Ιμπ. (Κριαρ.) 167, 244, Χρον. Τόκκων (Schirò) 2118, Χειλά, Χρον. (Hopf) 352, Μαχ. (Dawk.) 444, 1601, 18015, 18430, 19821, 23025, 25431, 26228-36, 40814, 41212, 44223, 49810, 55223, 56829, 64019-20, 6642, 65210, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 242, 429, 688, 10013, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 2, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 10320, 1289, Έκθ. χρον. (Lambr.) 5416, Ιμπ. (Legr.) 271, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 112, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 108, Περί γέρ. (Wagn.) 110, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 69, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 6715, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 620, 1802, 1905, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 163, 170, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33110, 34710, 35128, 36912, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) E΄ 831, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Υπόθ. [72], E΄ [398], Λίμπον. (Legr.) 5, 254, Διγ. (Lambr.) O 592, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 44211, 5024· ’ναγκάζω, Απολλών. (Janssen) 486· ανεγκάζω, Διγ. (Lambr.) O 755, 817, 1347, 2501· ’νεγκάζω, Αχιλλ. (Haag) L 278, Συναξ. γυν. (Krumb.) 208, 316, Διγ. (Lambr.) O 444.
    Το αρχ. αναγκάζω. Για την τροπή του α της συλλαβής να σε ε βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ A΄ 30-1, Κουκ., Αθ. 43, 1931, 68 και Φιλ., Θρακ. 5, 1934, 271. Η λ., καθώς και οι τ. της, και σήμ. (ΙΛ).
    1) Πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω (κάποιον) (Η σημασ. αρχ. και σημερ., ΙΛ στη λ. A1): Λογιάζω, ανεγκάζει την στανιό της να την πάρει| στην Σοφία, τον τόπο του, διά να τηνε πάγει Διγ. O 755· και τούτο αναγκάζει με να ’μαι πάντα κλιαμένη Διγ. O 592· αναγκασθείς από του πολλού κακού έφυγεν από τον πατέρα αυτού και εις την των Ξανθοπούλων μονήν απήλθε Σφρ., Χρον. μ. 688. Όποιος κι αν ήθελε εβγεί έξω τον αναγκάζαν| να φάγει ’πού τα κρέατα γή όλοι τον ατιμάζαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 44211· Εγώ δεν σε ανέγκασα να έλθεις στανικώς σου Διγ. O 817· ουδέ μ’ αυτήν να κοιμηθώ εγώ ενέγκασά την Διγ. O 444· Όρεξή μου μ’ αναγκάζει να μουλλώσω μεν σε πλήξω Κυπρ. ερωτ. 1289. 2) Πιέζω στενοχωρώντας, στενοχωρώ, φέρνω σε δύσκολη θέση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A3· βλ. και Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 532 και Ερωτόκρ., σ. 489· συναφής σημασ.: «περιορίζω κάποιον σε κάτι» στα Αποφθ. πατέρ. 213): Πρικαίνεις κι αναγκάζεις με, άτιε κι εσύ Φροσύνη Ερωτόκρ. E΄ 831· τότε πολλά αναγκάσθησαν κλαίοντες την αδελφήν τους Διγ. Esc. 123· Από πολλές ανάγκασες, οπού τον αναγκάσαν Ιμπ. 167· ενέγκασεν τον άνδραν της και εις θάνατον τον βάνει Συναξ. γυν. 316· ει δε και αλλαχού ποθείς, ου μη σε αναγκάσω Διγ. Τρ. 1172· ανάγκαζε, τυράννει με, πίκραινε, φλόγιζέ με Λίβ. P 2299· αν εύρουν εις κατώφορον ψυχήν αναγκασμένην,| εκεί περισυνάγονται Γλυκά, Στ. 187· επολεμήσαν το κάστρον και εζημιώσαν τον λιμιώναν και το εξώκαστρον δεν ημπορήσα να το πάρουν, διατί αναγκάζουνταν Μαχ. 1601. Πβ. αναγκεύω. 3) (Με αντικ. τη λ. πόλη) πιέζω (ως εχθρός), πολιορκώ: ήλθαμεν ... με τον ορισμόν του ρηγός να μας παραδώσουν την Κερυνίαν και ας πάμε να την αναγκάσομεν Μαχ. 44223. 4) (Με αντικ. πράγμα ή γεγονός) πιέζω, ασκώ πίεση για να γίνει κάτι, επισπεύδω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A5): αναγκάζοντας ο αυθέντης ο πρεβεδούρος την δουλειά να γένει με πάσα σπουδή Σουμμ., Ρεμπελ. 163· συνεκατέβαινε το τοιούτον συμπενθέριον, εμού πλέον των άλλων συναινούντος τούτο και αναγκάζοντος Σφρ., Χρον. μ. 10013. 5) Επιβάλλω (κάτι): έριδας και μάχας πλείστας και θανάτους αναγκάζει Ερμον. Z 85· αύθις επαπειλάται μοι, τον γάμον αναγκάζει Καλλίμ. 671· και παραμπρός να σου το πω και μη μου τ’ αναγκάσεις Λίβ. Esc. 1598· ω Κύριε, που τ’ ανάγκασεν να μη ιδεί το θέρος Περί γέρ. 110· η ρμ́ Νεαρά ορίζει ότι και αμφότερα τα δύο πρόσωπα ημπορούν να σώζεται ο γάμος και να παρθενεύουν της συναφείας ουδείς αναγκάζει Ελλην. νόμ. 53518. 6) Αναζωπυρώ (προκ. για φωτιά) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A6): Μα την φωτιά ’ναγκάσετε και πλιο μηδέν αργείτε Σουμμ., Παστ. φίδ. E΄ [398]. 7) α) Επίμονα παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω (κάποιον) (Η σημασ. ήδη μτγν., Bauer, Wört. στη λ.· πβ. και ΙΛ στη λ. A1): Έκτωρ δε πάλιν τους Τρώας| αναγκάζει προς την μάχην Ερμον. T 248· ορέχτη κι ανγκάστηκεν από τους εδικούς του| να φουσσατέψει να ελθεί εκείσε εις την Πούλιαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6789· έσφιξεν τον σουλτάνον και ανάγκαζέν τον να πέψει την αρμάδαν εις την Κύπρον Μαχ. 65210· ο αφέντης της Σπάρας πολλά ανάγκαζεν τον πάπαν και τους αφέντες τους άλλους διά να γένει το πασάντζιν τούτον Μαχ. 19821· ο λογισμός μου εβιάζε με, ο νους μου ηνάγκαζέ με Σαχλ. Β′ (Wagn.) Pωσάν είδε το πλήθος το πολύ των Τούρκων δεν είχε τι κάμει, μόνε ηνάγκαζε να πολεμούνε Χρον. σουλτ. 6715· Πολλά τον ενεγκάσασιν ίνα τσαγκίν φορέσει Αχιλλ. L 278· Και πάλιν επορεύοντο μετά σπουδής τον δρόμον| αλλήλως τους (έκδ. αλλήλους τους· διορθώσ.) ηναγκάζοντο ταχύ να περιτρέχουν Διγ. A 994 β) Πιέζω με αλλεπάλληλες παρακλήσεις, προσπαθώ να πείσω: Πολλοί τον ηναγκάζασι να πάσιν μετ’ εκείνον Ιμπ. 244. 8) (Με αντικ. όν. ζώου ή πτηνού) ερεθίζω, παρακινώ (σε μια ενέργεια) (Για τη σημασ. πβ. ΙΛ στη λ. A2): ανάγκαζαν τον σκορδιαλόν διά να φιλονικήσει Πουλολ. Αθ. 429· το άλογον ανέγκασεν, τρέχει και τηνε σώνει Διγ. O 1347· Εκείνος το εννόησεν, αρχίζει ν’ ανεγκάζει| το άλογο και το ’δερνεν και πτερνιστήρια βάζει Διγ. O 2501· ανάγκασον φαγείν τον ιέρακα Ορνεοσ. 57018. 9) Θρηνώ (κάτι) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B2): εμήν την υποχώρησιν ηνάγκαζε βαρέως Διγ. A 3824. 10) (Απρόσ.) είναι ανάγκη: αμή νυν, αν το επάρω, αναγκάζει να διαφερόμεθα μετά τον αδελφόν μου Σφρ., Χρον. μ. 429. Πβ. αναγκαίος2. 11) (Ενεργ. και μέσ.) σπεύδω, βιάζομαι, είμαι βιαστικός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B1· για τη σημασ. βλ. και Ανδρ., Σημασ. εξ. 37): πριν τον καιρόν ανάγκαζα και επεθύμου να κτήσω το ρηγάτον Ιεροσολύμων Μαχ. 23025· εμήνυσεν του ρηγός μοναύτα ν’ αναγκαστεί να πέψει το πλέρωμάν τους Μαχ. 18015· ελάτε, αναγκαστείτε ωδά κοντά μου Κυπρ. ερωτ. 10320· Επειδή τούτον έβαλέν το ο Θεός εις τον νουν σου, αναγκάστου να στραφείς Μαχ. 55223. — Πβ. αναγκαστός, ανάγκη 5.
       
  • αναγνωρίζω,
    Καλλίμ. (Κριαρ.) 1526, 1699, 1726, 1824, Ασσίζ. (Σάθ.) 531, 17331, 3101, 4246, Απολλών. (Janssen) 802, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2612, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3355, 3776, Έκθ. χρον. (Lambr.) 1621, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) AN 275· ανεγνωρίζω, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2618, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 271.
    Το αρχ. αναγνωρίζω. Η λ. και σήμ. Ο τ. ανεγνωρίζω σε ιδιώμ. (ΙΛ, λ. αναγνωρίζω).
    1) Βεβαιώνομαι ότι κάτι ή κάποιος είναι γνώριμός μου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): βλέπει την κόρην, εκ παντός αναγνωρίζει ταύτην Καλλίμ. 1824· η κόρη| ανεγνωρίζει το όνομα, αναισθητεί και πίπτει Λίβ. Sc. 2618· εκείνος οπού είχεν το αυτό πράγμαν χαμένον, αναγνώρισέν το Ασσίζ. 4246. 2) Παραδέχομαι, ομολογώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): ο εγγυτής αρνάται την εγγυμασίαν εις την αυλήν και έπειτα αναγνωρίζει την εγγυμασίαν άνευ δυναστειόν μαρτύρων εις την αυλήν Ασσίζ. 3101.
       
  • αναζήτησις
    η, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 466, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 480, Απολλών. (Janssen) 37, 133, Λίβ. (Μαυρ.) P 303, 352, 457, 2003, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1418, 1754, 2036, 2240, Λίβ. (Lamb.) Esc. 549, 601, 2912, 3206, 3423, Λίβ. (Lamb.) N 340, 492, 587, 2259, 2297, 2856, 3043, 3819.
    Το αρχ. ουσ. αναζήτησις. Η λ. και σήμ. ως λόγ. (Δημητράκ.).
    1) Προσπάθεια για να βρεθεί κάτι (όπως και σήμ.): και όρμησε εις αναζήτησιν της κόρης τής Ροδάμνης Λίβ. (Lamb.) N 587. 2) Ανεύρεση: ελπίζεις εις αναζήτησιν και πάλιν του Λιβίστρου Λίβ. Esc. 3418. 3) Πρόταση γάμου: εκ γένους τε βασιλικού και εκ των μεγιστάνων| ήλθον εις αναζήτησιν, την κόρην να την πάρουν.| Εκείνος δε ...| ... ουκ ηβούλετο ταύτην να υπανδρέψει Απολλών. (Janssen) 37.
       
  • αναζητώ,
    Καλλίμ. (Κριαρ.)1353, 1435, 1437, 2181, Ασσίζ. (Σάθ.) 26220, Βέλθ. (Κριαρ.) 86, Απολλών. (Janssen) 610, Λίβ. (Μαυρ.) P 142, 564, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2006, 3235, Λίβ. (Lamb.) Esc. 827, 3176, 4376, Λίβ. (Lamb.) N 705, 827, Λίβ. (Wagn.) N 2826, 3817, Θησ. (Foll.) 29, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 119, 120, Φαλιέρ., Ενύπν. (Ζώρ.) 44, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 131, Τριβ., Ρε (Irmsch.) 158, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 202, Γ΄ 339, Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. α΄ 123, Γ΄ 252, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 178· 4, 121, Χίκα, Μονωδ. (Μανούσ.) 187, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 692, Δ΄ 772, 1654, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [943], Γ΄ [458], Φορτουν. (Ξανθ.) Δ΄ 45, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 74, Ε΄ 112, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 1814, 25327, 2776, 3078, 3701, 22, 42826, 57322· ανεζητώ, Ch. pop. (Pern.) 472, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 279, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) A΄ 683, 998, 1579.
    Το αρχ. αναζητώ. Ο τ. ανεζητώ από τον αόρ. ανεζήτησα (ΙΛ). Βλ. και Κουκ., Αθ. 43, 1931, 63. Η λ. και σήμ. κοιν. και στα ιδιώμ. (ΙΛ).
    1) Ζητώ να βρω, ψάχνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): αληθινά αναζήτουν σε να πάρεις την ευχή μου Κατζ. Γ΄ 339· ως αδελφοί τον αδελφόν ας τον αναζητούμεν Καλλίμ. 1353. 2) Ζητώ κάτι ή κάποιον με πόθο (Πβ. ΙΛ στη λ. 2· βλ. και Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄, 1955/56, 235 και Ανδρ., Σημασ. εξ. 40): την Αρετήν αναζητά, της Αρετής θυμάται Ερωτόκρ. Δ΄ 772· το λαγουτάρη ανεζητώ, του τραγουδιού θυμούμαι Ερωτόκρ. A΄ 998. Πβ. αποζητώ. 3) Διεκδικώ, ζητώ να αποκτήσω (κάτι): Περί του πραγμάτου τό εκαμώθην άδικα ού κάτινες αναζητούν το, ποταπόν δικαίωμαν εντέχεται να γένει Ασσίζ. 26220. 4) Ζητώ κάτι από κάποιον, παρακαλώ κάποιον για κάτι: υπήγα εις τον πατέρα μου, σκύφτω, παρακαλώ τον| και σταυρωτά τα χέρια μου χάριν αναζητώ τον Τριβ., Ρε 158. 5) Επιθυμώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): διά τούτο σας παρακαλώ, αναζητώ κι ορίζω ... Θησ. I 29. 6) Αισθάνομαι την απουσία προσώπου ή την έλλειψη πράγματος (Για τη σημασ. βλ. ΙΛ στη λ. 1): και τότες τονε παίρνουσι και παν και τονε θάπτου| και τον αναζητούσινε για τα καμώματά του Τζάνε, Κρ. πόλ. 2776. Η μτχ. αναζητημένος ως επίθ. = ποθητός, περιζήτητος: Χαριτωμένη μας κερά, πολλά αναζητημένη Ερωφ. Ιντ. α΄ 123· Ω κόσμε καλορίζικε, τόπε χαριτωμένε,| τω ζωντανώ παράδεισος, δίκια αναζητημένε Ερωφ. Γ΄ 252· τ’ άξο κορμί και τ’ αναζητημένο Φορτουν. Δ΄ 45.
       
  • ανακράζω,
    Σπαν. (Hanna) V 87, Ευγεν., Δρόσ. (Hercher) Ϛ΄ 29, Ασσίζ. (Σάθ.) 21230-31, Διγ. (Mavr.) Gr. II 239, Διγ. (Καλ.) A 353, Βέλθ. (Κριαρ.) 751, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7353, 7390, 7396, 7410, 7493, 7499, 7574, 8175, 9058, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 278, 7596, Απολλών. (Janssen) 154, 376, 702, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 110, Χρησμ. Ι118, Θησ. (Βεν.) H΄ [997], Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) IV 70, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1152, 223, 757, Ιμπ. (Legr.) 310, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) B΄ 1372, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 206, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ [1287].
    Το αρχ. ανακράζω. Η λ. και σήμ. στη λογοτεχν. και ιδιωμ. (ΙΛ).
    1) Φωνάζω (κάτι), λέγω: διά να αφκραστείς μετά κεινούς τά έχω ν’ ανακράξω Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7410· «άκουσέ μου, παιδάκι μου», τούτα της ανακράζει Ιμπ. 310. 2) Διεκδικώ: εις φυλακήν εκρατιέτον| κι ουδέν ημπόρει του να εξέβη ... διά να έλθει ανακράζοντα το ιγονικόν Ακόβης Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7493. 3) Κάνω έφεση (νομ.) (βλ. Ζέπο, ΕΕΒΣ 18, 1948, 210 και Αδαμαντίου, ΔΙΕΕΕ 6, 1902/6, 461, 524, 544): η υπόθεσις της Άκοβας, να μην την ανακράξει| στην κούρτην γαρ του πρίγκιπος εκείνου του Μορέως Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7390. Πβ. ανάκραξις 3. 4) Καταγγέλλω: τους καμπίτας τους κράζουν εις πόλεμον του φόνου ... εντέχεται να του δώσει η αυλή να φα και να πιει (έκδ. πει διορθώσ.) μέχρι μ’ ημέρας, εάν ετεσαύτα το ανέκραξαν εκείνον το κράξιμον Ασσίζ. 21230-31. 5) Καλώ κοντά μου (κάποιον) (πβ. ΙΛ στη λ. 1): Μυρτίνε, ανάκραξέ τονε μ’ εσένα να θελήσει| ... να πολεμήσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1287]· ... να τον ζητήσει (δηλ. τον λίζιο) ο αφέντης του και να τον ανακράξει Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7574· όταν σε ανακράζουσιν και θέλουν σε δι’ αφέντην Χρον. Μορ. P 278. Πβ. ανακαλώ Αβ. 6) Προσκαλώ: μηδέ εις κάλεσμαν ποτέ, αν ουδέν σε ανακράξουν Σπαν. (Hanna) V 87. —Συνών.: ανακαλώ Αα. 7) Επικαλούμαι: τον Έρωταν ανέκραξε, στον πόθο παραδόθη Ερωτόκρ. Β΄ 1372· και τ’ όνομά μου ανάκραζε λυπητερά εις εκείνο Στάθ. Γ΄ 206. 8) α) Επιζητώ, επιθυμώ: πλεονέκται και δυνάσται| ανακράζουν να την φάσιν Λέοντ., Αίν. I 110· β) επιζητώ, ακολουθώ: πάσα ποτάμιν ξέχωρα τον δρόμον του ανακράζει Χούμνου, Π.Δ. ΙV 70.
       
  • ανάπαυσις ‑ση
    η, Σπαν. (Hanna) A 200, Σπαν. (Hanna) O 217, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 213, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 161, Προδρ. (Hess.-Pern.) IV 46, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 5970, Καλλίμ. (Κριαρ.) 2032, 2331, 2416, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 786, 2561, Διγ. (Καλ.) A 3730, Επιθαλ. Ανδρ. Β' (Strzyg.) 551, Βέλθ. (Κριαρ.) 1086, Βίος Αλ. (Reichm.) 4738, Φλώρ. (Κριαρ.) 782, 1009, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 245, Απολλών. (Janssen) 146, Λίβ. (Μαυρ.) P 21, 388, 533, 2266, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2195, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3377, Λίβ. (Lamb.) N 47, 669, Αχιλλ. (Haag) L 111, 245, 248, Αχιλλ. (Hess.) L 465, 1128, Αχιλλ. (Hess.) N 1663, 1743, Ιμπ. (Κριαρ.) 705, Μαχ. (Dawk.) 2607, 35224, 55226, Δούκ. (Grecu) 30721, 35321, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 1205, 14428, Θησ. (Βεν.) Πρόλ. [247], Θησ. (Schmitt) 338 VII 108, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VII 67, ΙΧ 6, 30, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 526, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 105, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 171, 220, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 207, 326, 363, 366, 764, Αχέλ. (Pern.) 1349, 2162, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1997, Δωρ. Μον. (Buchon) XL, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1234, Ευγέν. (Vitti) 1291, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [670], Γ΄ [472, 812], Δ΄ [1513], Ε΄ [549], Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 22428, 2402, 2796, 35514, 38215, 41013, 48623, 51923, 55615, 5728· ανάπαψη, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5593, 5707, 6458, 6604, 6780, 6883, 7208, 8405, 8706, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1681, Θησ. (Foll.) Ι 108, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 355, 6924, 7526, 949, 9729, 1452, Ιμπ. (Legr.) 658, 797, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 381, Πεντ. (Hess.) Γέν. VIII 9, 21, XLIX 15, Έξ. XXIX 18, 41, Λευιτ. I 9, III 5, VIII 21, XV 7, XXVI 31, Αρ. XVIII 17, XXVIII 2, 24, Δευτ. XII 9, XXVIII 65, Αχέλ. (Pern.) 1389, Πανώρ. (Κριαρ.) Α΄ 88, 100, 148, 162, Β΄ 150, 366, 478, 577, 582, Γ΄ 202, 498, 555, Δ΄ 180, 426, Ε΄ 70, 90, 332, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 183, Ιντ. α΄ 53, 76, 84, 93, 169, Β΄ 367, 501, 513, Ιντ. β΄ 33, 164, Γ΄ 14, 42, 140, 263, 400, Δ΄ 67, 507, 530, Ε΄ 494, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 1, 379, (χφ και έκδ. ανάπασες· διόρθ. Κριαρ. B-NJ 19, 1966, 279)· 3, 191· ΙΙ 5, 3· 7, 64· IV 6, 39· 6, 42· V 1, 61, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 358, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 465, 491, 728, 891, 1109, Β΄ 563, Γ΄ 14, 169, 220, 343, Δ΄ 366, 840, 1198, Ε΄ 48, 1530, Θυσ. (Μέγ.)2 104, 111, 860, 866, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 307, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ΄ 18, Δ΄ 34, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [136], Δ΄ [37], Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [979, 1150], Ε΄ [242], Φορτουν. (Ξανθ.) Πρόλ. 28, 128, Α΄ 250, Β΄ 442, Γ΄ 124, 388, Ιντ. γ΄ 22, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 22, Α΄ 12, 161, 178, 264, Β΄ 10, 12, 106, 206, Ε΄ 80, Διγ. (Lambr.) O 276, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4484, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7080.
    Το αρχ. ουσ. ανάπαυσις. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. ανάπαψι).
    1) α) Ξεκούραση (Η σημασ. αρχ. και σήμ. ΙΛ, λ. ανάπαψι 1α): άρτον είχεν δάκρυα και πότον μοιρολόγια| και κλίνην αναστεναγμούς και ανάπαυσιν τας λύπας Αχιλλ. (Hess.) N 1743· Και τα καημένα μάτι’ απού τον ύπνο| και την ανάπαψή τως τ’ άλλα μέλη| κι εγώ ’μαθα και βγάνω Πιστ. βοσκ. Ι 3, 191· να πάρουσιν ανάπαυσιν εκ τον πολύν τον κόπον Αχιλλ. (Hess.) L 465· Δεν είν’ καιρός γι’ ανάπαψη, δεν είν’ καιρός για στρώμα Θυσ.2 111· Χριστέ μου, δος ανάπαυσιν, Χριστέ μου, δος υπνίτσιν Γλυκά, Στ. 161· —Συνών.: ανασασμός 1· β) ανακούφιση: Εκεί ’βρηκεν ανάπαψη και δρόσος του καημού τση Ερωτόκρ. B΄ 563· ανάπαψη ’ς τσι πόνους μου ποτέ μου δεν ολπίζω Πανώρ. A΄ 148· Λοιπόν την θλίψησ σου, πουλλίν, γροικώντα| εις την δικήμ μου ανάπαψην ευρίσκω Κυπρ. ερωτ. 7526· —Συνών.: αναπνοή 3, ανασασμός 2, ανακουφισμός, κουφισμός· γ) άνεση: Αυτή (δηλ. η καυχίτσα) και το τραπέζιν μου, αυτή και την στρωμνήν μου| και πάσαν μου ανάπαυσιν σώζει να την δουλεύει Καλλίμ. 2416· διδούς γαρ αυτοίς ανθρώπους ίνα μετά ανέσεως και αναπαύσεως απέρχονται την οδόν Σφρ., Χρον. μ. 1205· δ) ικανοποίηση, χαρά (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. B1, C3, H): οι Γενουβήσοι ... δεν παίρνουν άλλην ανάπαυσην παρού εις το πλούτος και εις τον κάματον Μαχ. 55226· Μα σαν εμίσσεψ’ από κεί και μπλιο δεν τον εθώρει| καμιάς λογής ανάπαψη δεν ηύρισκεν η κόρη Ερωτόκρ. Γ΄ 14· τη ζωή του πόθου τη δροσάτη,| οπού χαρές κι ανάπαψες πάσα καιρό εί’ γιομάτη Πανώρ. Γ΄ 202· άλλη ανάπαψη να πάρω δεν εμπόρου| παρά την ώρα μοναχάς που την κερά μου θώρου Ερωφ. A΄ 183· και να καπνίσεις όλο το κριάρι εις το θεσιαστήρι ολοκαύτωμα αυτό του Κύριου μυρωδιά, ανάπαψη, πυριά του Κύριου Πεντ. Έξ. ΧΧΙΧ 18 (πβ. εις οσμήν ευωδίας ΠΔ, Tisch, Έξ. ΧΧΙΧ 18). —Συνών.: αναγάλλιαση α· έκφρ. εις την ανάπαυσήν (μου) = για ικανοποίησή (μου): Χαίρου, καυχού και λέγε το (έκδ. ’λέγετο· διορθώσ.) εις την ανάπαυσήν σου Τζάνε, Κρ. πόλ. 41124· ε) ασφάλεια, εξάσφάλιση (Η σημασ. και σε έγγρ. του 1639, Χρ. Κρ. 1, 1912, 224): μόνο αγάπη, αν μπορείς, κάμε μ’ αυτόν για να ’χεις| ανάπαψην και αφοβιά εις όποιον τόπο λάχεις Διγ. O 276· ηύραν το πέλαγος κακόν, ουδέν είχεν λιμιώναν,| να πιάσουσιν τα πλευτικά κι ανάπαψη να έχουν Χρον. Μορ. P 1681· Ϛ́) εξασφάλιση (οικονομική κυρίως): Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 72112, 79517· κάμνει τον ... αγοραστήν την παρών σιγουριτάν και ανάπαψη πως έναι πλερωμένος Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 4876· ζ) περιποίηση: να ’ναι εις τα θελήματα και εις την ανάπαυσίν σου Σπαν. O 217·  ... την πάσαν σπουδήν εδείκνυτο ο Αθανάσιος χάριν της εις τον γέροντα αναπαύσεως και διακονίας Βίος οσ. Αθαν. 245. 2) Ησυχία, ηρεμία (Πβ. Lampe, Lex. στη λ.) (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ, λ. ανάπαψι 1β): Πότες κι εμέ τ’ αμμάτια μου μιαν ώραν εστεγνώσα;| Πότες γλυκιά τα σφάλισα κι ανάπαψη μου δώσα; Ερωφ. Γ΄ 14· Τούτ’ είν’ εκείνη απ’ αγαπώ, τούτ’ είναι απού ξετρέχω·| τούτ’ είναι απού για λόγου τση ανάπαψη δεν έχω Πανώρ. A΄ 100· και δεν ευρίσκει ανάπαψη στο στήθος η καρδιά μου Ερωτόκρ. Γ΄ 343· Σαν εσκολάσα οι σκοτωμοί ογιά την ώρα κείνη| και τον οχθρό ντου πασανείς σ’ ανάπαψην αφήνει Ερωτόκρ. Δ΄ 1198· Ωσάν το φυλλοκάλαμο σ’ ανέμου κακοσύνη,| οπού κιαμάν ανάπαψη να πάρει δεν τ’ αφήνει Ερωτόκρ. Γ΄ 220· ανάπαψην δεν βρίσκω,| γιατί στο μίσσεμάν της εσηκώθην| πάσα χαρά κι η πλήξη μου πιντώθη Κυπρ. ερωτ. 949· και παρευθύς η θάλασσα την πρώτην καλοσύνη (έκδ. καλοσύνην· διορθώσ.)| και την πολλήν ανάπαψην σε μια μεριά αφήνει (έκδ. αφήνειν· διορθώσ.) Τζάνε, Κρ. πόλ. 4484. Πβ. αναπαημός β· έκφρ. μ(ε) (την) ανάπαυσίν (ή ανάπαψή) (μου) ή μετά αναπαύσεως = (α) (απλώς) ήσυχα, με την ησυχία μου (για την επιρρ. έκφρ. μετά α. πβ. Lampe, Lex. στη λ. I): Δός μου καιρόν κιας τόσον| με την ανάπαψή μου να μιλήσω Πιστ. βοσκ. II 7, 64· (β) ήσυχα, όχι βιαστικά: νά ’ρθει με πλια του ανάπαψη κι όχι με σπούδα τόση Ροδολ. Γ΄ [136]. 3) Ειρηνικός βίος, ευημερία (ενίοτε χώρας) (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. C4, F): Εκράτει τα ρηγάτα του με ανάπαψην κι ειρήνην Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6780· ο βλέπων να είδεν ένωσιν αστέρων δύο μεγάλων| δηλούσαν ανάπαυσιν και πλατυσμόν Ρωμαίων Επιθαλ. Ανδρ. Β′ 551· Και άκουσον την βιοτήν τσαγγάρου και να μάθεις| την βρώσιν και ανάπαυσιν τήν έχει καθ’ εκάστην Προδρ. IV 46· χαίρουνται την ανάπαψην τα έθνη εις πάσα τόπον Ζήν. 22· δεν ήρθετε ως τώρα προς την ανάπαψη και προς την κλερονομιά Πεντ. Δευτ. XII 9. 4) Σταμάτημα, διακοπή (Πβ. συγγενική αρχ. χρήση, αλλά και στον Ευστ., Άλ. 13417: ανάπαυσις αιχμαλωσίας): και κείτομαι δίχως καμιάν ανάπαυσιν και κλαίγω Φαλιέρ., Ιστ. V 105· πβ. αναπαημός α. 5) Σταμάτημα, στήριγμα (Πβ. στάσις ΠΔ, Tisch. Γέν. VIII 9): δεν ηύρεν η περιστερά ανάπαψη εις απαλάμη του ποδαριού της Πεντ. Γέν. VIII 9· να μην είναι ανάπαψη εις την απαλαμιά του ποδαριού σου (πβ. στάσις ΠΔ, Tisch., Δευτ. XXVIII 65), Πεντ. Δευτ. XXVIII 65. 6) Ευκολία, ευκαιρία: Ετούτο μ’ άλλη ανάπαψην θέλομε το λογιάσει Σουμμ., Παστ. φίδ. B΄ [979]· Με άλλην σου ανάπαυσιν τά ’παθες θες μιλήσεις Ευγέν. 1450. 7) Τοποθέτηση, κατάσταση: Όλα της γης αλλάσσουν τα κινούμενα| ανάπαψην και ριζικόν την σήμερον Κυπρ. ερωτ. 9722. 8) Οκνηρία, τεμπελιά: η δείλιαση, η ανάπαψη, πως η αναμελιά τως| είναι αφορμή και στέκουσι πάντα τως ξεπεσμένοι Φορτουν. Πρόλ. 28· ότι διά την ανάπαυσιν πολλοί παραστρατίζουν Δεφ., Λόγ. 326· από την ανάπαψην εκείνη| την άκαρπη και ανέργα, οπού μισά (έκδ. μοσά· διορθώσ.) τον κόπον Πιστ. βοσκ. IV 6, 39· Εις την οκνιάν και ανάπαυσιν πολλά κακά ακλουθούσι Δεφ., Λόγ. 207. —Συνών.: ακαμασιά. 9) α) Κρεβάτι: Σμίγουσι ξύλα και καρφιά κι απάνω τονε βάνου| και με μεγάλη μαστοριά ανάπαψη του κάνου,| να μη σαλεύγει το κορμί Ερωτόκρ. E΄ 48· εις την μονήν, εις την στρωμνήν, εις την ανάπαυσίν του Καλλίμ. 2331· Δότε τ’ ανδρός ανάπαυσιν μετά της γυναικός του Χούμνου, Π.Δ. VII 67· την κεφαλή σου κλίνε την εις την ανάπαψή σου Θυσ.2 866· —Συνών.: κλινάρι(ν), κράβατος, κραβάτι(ν)· β) κατοικία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ· πβ. Lampe, Lex. στη λ. 6): Ενταύτα απηλογίασεν ο πρίγκιπας τον λαόν του| κι εδιάβηκεν ο καταείς εις την ανάπαψήν του Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5707· Γροικώντα την μαντατοφορίαν όρισεν και εδώκαν του ανάπαυσην Μαχ. 35224· Ανάπαυσην τους έδωκε και σπίτια να σταθούσιν Τζάνε, Κρ. πόλ. 51923· —Συνών.: οσπίτιον· γ) κατασκήνωση: διά να έχουν τα φουσσάτα τους ανάπαψην κι απλίκιν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6604· ήτον χώρα εύκολη διά ανάπαψην φουσσάτου Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5593. 10) α) Θάνατος (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. C 1,2 και ΙΛ, λ. αναπαμός 2 και Σπυριδ., ΕΕΒΣ 20, 1950, 101 σημ. 5): έστιν ημίν ανάπαυσις και τάφος μετά ταύτα Βίος Αλ. 4738· διά αναπαύσεις πολλών αρχιερέων και άλλων τιμίων προσώπων Ιστ. πατρ. 1997· Στου Αβραάμ και Ισαάκ εκεί να ’ναι η ψυχή του| στους κόλπους των προπάτορων με την ανάπαψή του Ζήνου, Πρόλ. (Legr., BH 1, 239)· β) μεταθανάτια, μακάρια ζωή (πβ. Lampe, Lex. στη λ. C 1,8,10· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2, Άσμ.): Και του Μαρτζέλλου ανάπαυση ο Θεός να του χαρίσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 38215· τση δείχνουσι την παράδεισον, τον κόλπον του Αβραάμ, την σύναξην των δικαίων και την ανάπαψη Αποκ. Θεοτ. II 95· γ) τάφος (βλ. Κοραή, Άτ. Δ΄ 13): και νά ’ρθα ν’ ανεπάηκα εις την ανάπαψή σου Θυσ.2 860. — Πβ. θεράπευσις, θεράπειο.
       
  • ανασπάζω,
    Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 568, Ασσίζ. (Σάθ.) 10929, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 600, Ιμπ. (Legr.) 207, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 178· ’νεσπάζω, Απολλών. (Janssen) 614.
    Από τον αόρ. του ανασπώ.
    1) (Προκ. για τρίχες, γένια, κλπ.) τραβώ, ξεριζώνω: ο άνδρας της οκ την πικριά τα γένια του ανασπάζει Δεφ., Σωσ. 178. Πβ. ανασπώ Α1α. 2) Αποσπώ, επιτυγχάνω (κάτι δικαστικώς): το δίκαιον ορίζει ότι εκείνος οπού έβαλεν το βολίκιν του σκεπαστά μέσα εις άλλον τοίχον ουδέν ανασπάζει τίποτες εις την αυλήν Ασσίζ. 10929. Πβ. ανασπώ Α2γ.
       
  • ανάστασις -ση και Ανάστασις -ση
    η, Απολλών. (Janssen) 647, 781, Ριμ. κόρ. (Pern.) 601, Ρίμ. θαν. (Κακ.) γ 57, Συναξ. γυν. (Krumb.) 276, Θυσ. (Μέγ.)2 1134.
    Το αρχ. ουσ. ανάστασις. Η λ. και σήμ. ΙΛ (λ. Ανάστασι).
    1) Η Ανάσταση του Χριστού: κι ήτον διπλή η εορτή Ανάστασης Κυρίου Απολλών. (Janssen) 781. 2) (Θρησκ.) ανάσταση των νεκρών, δευτέρα παρουσία: αείποτε να στεκόμαστε εις τον Άδην αποκάτω,| ήγουν εις την ανάστασιν την μέλλοντα να γένει Συναξ. γυν. 276· Κι εις καιρόν αναστάσεως, ημέρα πικραμένην,| όταν το βούκινον φανεί σ’ όλην την οικουμένην Ρίμ. θαν. γ 57. 3) Ανάσταση (πεθαμένων): Όντε βρεθεί για τους νεκρούς ανάστασης βοτάνι Ριμ. κόρ. 601. —Συνών.: αναβίωσις. 4) Η εορτή του Πάσχα: και το ταχύ να κάμομε τσ’ Ανάστασης τη σκόλη Θυσ.2 1134· Ουκ ένι θλίψις σήμερον, αλλά χαρά μεγάλη·| παγκόσμιος Ανάστασις Χριστού του ζωοδότου Απολλών. (Janssen) 647.
       
  • ανατρέφω,
    Ιερακοσ. (Hercher) 37523, 49918, Διγ. (Hess.) Esc. 613, Διγ. (Καλ.) Esc. 613, Βέλθ. (Κριαρ.) 362, 886, Gesprächb. (Vasm.) 1082514, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1079, Λίβ. (Wagn.) N 2806, Αχιλλ. (Hess.) L 539, Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 52, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1085, 1738, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 373· αναθρέφω, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3054, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 8048, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 213, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 259, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) 163 χιζ́, Φλώρ. (Κριαρ.) 144, 154, 417, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 159, Απολλών. (Janssen) 431, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1113, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3155, Αχιλλ. (Haag) L 33, 720, Αχιλλ. (Hess.) L 700, Αχιλλ. (Hess.) N 996, Ιμπ. (Κριαρ.) 50, Αλφ. ξεν. (Ζώρ.) 58, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1208, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) ΧΙΙΙ 46, Φαλιέρ., Ενύπν. (Ζώρ.) 43, Sprachlehre 132, Περί γέρ. (Wagn.) 35, Πεντ. (Hess.) Λευιτ. X 6, ΧΧΙ 10, Αρ. VI 5, Δευτ. XXI 12, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 122, Κατζ. (Πολ. Λ.) Á́ 236, Δ́ 282, É́ 170, 466, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́ 67, Ερωφ. (Ξανθ.) Á́ 150, Γ́ 154, 276, Δ́ 124, 143, 379, 659, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 197, V 5, 118, 253, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 448, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 34221, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Á́ 142, 1015, B́ 599, 829, Γ́ 90, Δ́ 617, 1213, Θυσ. (Μέγ.)2 769, 807, Στάθ. (Σάθ.) Á́ 254, Ιντ. β́ 72, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 149, Φορτουν. (Ξανθ.) Á́ 18, Ιντ. ά́ 167, Γ́ 380, 616, Δ́ 571, É́ 125, Ζήν. (Σάθ.) É́ 60, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 13416, 1788, 58528· αναθρέβω, Λίβ. (Wagn.) N 1897.
    Το αρχ. ανατρέφω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αναθρέφω).
    Ά́́ Ενεργ. 1) α) Ανατρέφω, μεγαλώνω (κάποιον) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αναθρέφω 1): Για να με δώσεις τση φωτιάς μ’ ενέθρεφες, γονή μου; Θυσ.2 807· εγώ ’μαι οπού σε ενέθρεψα και εκατεκάλλυνά σε Αχιλλ. N 996· Στα χέρια σου μ’ αναθρεψες, μεγάλον έκαμές με Ερωφ. Δ́ 659· —Συνών.: αναγιώνω Αα, ανασταίνω 4· β) (προκ. για φυτά) περιποιούμαι (Για τη σημασ. πβ. ανατρέφω άμπελον Trinchera, Syll. 400, 289): και του δενδρού τ’ οπωρικό τ’ ανάθρεψεν η κόρη| με προσοχή και με τιμή Περί γέρ. 35· γ) (προκ. για κόμη) τρέφω: να αναθρέψει ανάθρεμμα τρίχα του κεφαλιού του Πεντ. Αρ. VI 5. 2) Ενισχύω, επαυξάνω: Τους πόνους και τας συμφοράς ή ξενιτειά αναθρέφει Αλφ. ξεν. 58. 3) (Με βιασμό αντί του ανατρέπω) αφαιρώ την «κίδαριν» (πβ. αποκιδαρώσετε ΠΔ, Tisch., Λευιτ. X 6· βλ. Dieterich, IF 24, 1909, 109): τα κεφάλια σας μη αναθρέψετε και τα ρούχα σας μη ξεσκίσετε Πεντ. Λευιτ. X 6. (Μέσ.) αυξάνομαι, μεγαλώνω· α) (προκ. για πρόσωπα) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αναθρέφω): και ενεθράφην το παιδίν, γίνη χρονών τεσσάρων Αχιλλ. (Haag) L 33· Αμ’ όποιος σε φτωχειά πολλή αναθραφτεί (παραλ. 2 στ.), του ριζικού την όργητα ποτέ δεν τη φοβάται Ερωτόκρ. Δ́ 617· παπάδες, γέροντες κι εσείς αναθρεμμένοι νέοι| του Χάντακος Τζάνε, Κρ. πόλ. 13416· —Συνών.: αναγιώνω Β· β) (προκ. για πτηνά): βρέχε αυτόν (δηλ. τον ιέρακα) μετά ελαίου χλιαρού και ύδατος και ανατραφήσεται Ιερακοσ. 49918· γ) (προκ. για φυτά): ώσπερ το ρόδον άσπρον έν’ και κόκκινον και ωραίον,| ούτως το κάλλος έπλασεν η φύσις και των δύο·| κρινοτριανταφυλλόροδα, ερωτοαναθρεμμένα,| αναθρεμμένα σύντομα, ερωτοηγαπημένα Φλώρ. 154· Σταφύλι να αναθραφεί εις την άμουλα Ιατροσ. κώδ. 163 χιζ́́.
       
  • ανδρόγυνον
    το Ασσίζ. (Σάθ.) 1133, 12125, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 53523, Βέλθ. (Κριαρ.) 970, Ωροσκ. (Λάμπρ.) 3815, 4219, 4526, Αχιλλ. (Hess.) N 31, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 5, Ιμπ. (Κριαρ.) 39, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 337, Ιμπ. (Legr.) 37, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 277, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 233, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 36621, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 176, 179, 181, Διγ. (Lambr.) O 508· ανδρόγενο, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 192· ανδρόυνο, Ασσίζ. (Σάθ.) 37614· αντρόγυνο(ν), Ασσίζ. (Σάθ.) 1139, 14, 21, 26, 26012, 36413, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5967, 7974, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3276, Απολλών. (Janssen) 525, 818, Σαχλ. (Vitti) N 393, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 472, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 28, Κατζ. (Πολ. Λ.) Πρόλ. 18, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ΄ 382, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 6, 337, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 39, Β΄ 664, Ε΄ 1511, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ 132, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 582, Άσμα πολ. (Ψιλ.) 359· αντρόγενο, Γύπ. Δ΄ 326, Θυσ. (Μέγ.)2 385· αντρόυνο, Πανώρ. (Κριαρ.) Ε΄ 372, Θυσ. (Μέγ.)2 1143, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 555.
    Πιθ. νεότερη σύνθ. από τα ουσ. άνδρας και γυνή> γυναίκα (αν όχι από το αρχ. ανδρόγυνον). Η λ. στο ουδ. δηλώνοντας άνδρα και γυναίκα (όχι όμως σε συζυγικό δεσμό) και στον Παλλάδιο, Βίος Ιωάνν. Χρυσοστ. (PG 47, 47)· βλ. και Lampe, Lex.· και σήμ. (ΙΛ, λ. αντρόγυνο).
    Η γυναίκα και ο άντρας σε συζυγικό δεσμό (Η σημασ. ήδη στον 4. αι., Lampe, Lex., λ. ανδρόγυνος): αγαπημένο αντρόγυνο ήτονε πλια παρ’ άλλο Ερωτόκρ. Α΄ 39· Πόση χαρά τ’ αντρόγενο επήραμεν αντάμι| όντα μας είπεν ο Θεός το πως σε θέλω κάμει Θυσ.2 385.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης