Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγγελικός,
- επίθ., Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 257, Ιμπ. (Κριαρ.) 398, Φυσιολ. (Legr.) 247, Φυσιολ. (Pitra) 35513, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1053 Α, Αρμούρ. (Κυριακ.) 49, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XII 48, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 11, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 122, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 9457, Αλφ. (Κακ.) 2334, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 99, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β́́ 186, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά 83, 313, Β́ 463, 583, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 246, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 268, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1798, 1849, 1951, 2404 [ = Γέν. Ρωμ. (Λάμπρ.) 46], Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) δ́́ 48, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) 49662, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 166 λδ΄, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 46.
Το μτγν. επίθ. αγγελικός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Που ανήκει στους αγγέλους, που έχει σχέση με αγγέλους (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β1): Του ήλθε φωνή αγγελική εξ ουρανού απάνω Αρμούρ. 49· τα τάγματα τ’ αγγελικά και πάντων των αγίων Θρ. Κύπρ. K 99· β) ωραίος όπως όσα σχετίζονται με τους αγγέλους (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β2, ΙΛ στη λ. 2): είχεν θεωρίαν αγγελικήν, μεγάλη εμορφοσύνην Ιμπ. 398· τα κορμιά τ’ αγγελικά εκείνα Γεωργηλ., Θαν. 122· αλλ’ άκουε τον αγγελικόν τον ύμνον οπού ψάλλουν Φυσιολ. (Legr.) 247. 2) Αγνός, ενάρετος, χρηστός: έχουν ζωήν αγγελικήν, έχουν ταπεινοσύνην,| έχουν και καθαρότητα, πολλήν αγιοσύνην Ιστ. Βλαχ. 1849. 3) Καλογερικός, μοναχικός (βλ. και Hatzid., άγγελος 10-11, πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β7 και ΙΛ στη λ. 1): αγία δέσποινα, η διά του θείου και αγγελικού σχήματος μετονομασθείσα Υπομονή μοναχή Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1053 Α· το σχήμα το αγγελικόν μη το καταφρονήσεις,| τους επτωχούς τους μοναχούς για δεν τους αγαπάτε Ιστ. Βλαχ. 1798.αδελφή- η, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 306, Δούκ. (Grecu) 11122, Νικήτα, Βίος Φιλαρ. 14133, Θησ. (Βεν.) Ζ́́ [726], Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 198, Πιστ. βοσκ. (Joann.) II 1, 164· αδελφή, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΧ 2, Έξ. XXVI 3, 5, 6, Δευτ. XXVII 22, Πανώρ. (Κριαρ.) Αφ. 47, Ά́ 391, Γ́́ 455, Έ́ 83, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) 493159.
Το αρχ. ουσ. αδελφή. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αδερφός). Ο πληθ. αδελφίδων (Δούκ. 11122) μάλλον άσχ. προς το ουσ. αδελφίς (L‑S addenda). Πβ. Αποκ. Θεοτ. 493159 και σημερ. πληθ. αδερφήδες, ΙΛ λ. αδερφός.
1) Για δήλωση ομοιότητας (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S λ. αδελφός 6. Πβ. και ΙΛ λ. αδερφός 4): Και να κάμεις πενήντα κομπιά μαλαματένια και να κολλήσεις τα βηλάρια γεναίκα προς την αδερφή της με τα κομπιά Πεντ. Έξ. XXVI 6. 2) Φίλη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αδερφός 5): Πιάστε, αδελφάδες μ’ όλες, τη βουλή μου Πιστ. βοσκ. ΙΙ 1, 164.ακολουθία- η, Ταμυρλ. (Wagn.) 81, Δούκ. (Grecu) 3120, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1192, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 280, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 1244, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 2260, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 42, 48, 52, 69, 71, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) I 174, 176, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 137 ρκζ΄, ρκη΄· ακουλουθία, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 2986.
Το αρχ. ουσ. ακολουθία.
1) α) Διαδοχή, εναλλαγή: κατά τας των χρόνων ακολουθίας συμψηφίσαντες εύρωμεν από του Αδάμ έως του Χριστού έτη εϞ΄ Δούκ. 3120· β) ειρμός: και τι γαρ λέγω τα πολλά και τι παραπλατύνω| της συγγραφής μου τον κορμόν και την ακολουθίαν; Ταμυρλ. 81. 2) Τελετή της Εκκλησίας με ορισμένο τυπικό (Για το πράγμα βλ. Θρησκ. και ηθ. εγκυκλοπ. στη λ.· βλ. και ΙΛ στη λ. 2): Εκεί συμψάλλουν άπαντες εις μίαν εκκλησίαν| της τε ημέρας και νυκτός πάσαν ακολουθίαν Παϊσ., Ιστ. Σινά 2260· Έπειτα ήρχονταν πάλιν εις την επίκλησιν και ετελείωναν την ακολουθίαν Συναδ., Χρον. 69· Αν πέσεις εις υποταγήν πνευματικού πατέρα,| στην ακ(ο)λουθία πρόθυμος ας είσαι πάσα ημέρα (έκδ. ημέραν) Δεφ., Λόγ. 280.αλαργώ,- Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) II 138· ’λαργώ, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 702.
Από το επίρρ. αλάργα. Πβ. το σημερ. αλλαργώνω (ΙΛ).
Απομακρύνομαι, πηγαίνω μακριά: Τότες ο Θεός αλαργά τσι απ’ αυτούς και καταφρονά αυτούς Αποκ. Θεοτ. ΙΙ 138· εφώναζε: «’λαργάτε, θε να δράμω»| κι εκείνη εγκρεμνοβόλησε εκεί πέρα τον άμμο (έκδ. άμμον) Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 702. — Πβ. και αλαργάρω.αμαρτία- η, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 14404, Ασσίζ. (Σάθ.) 336, 465, 9828, 41418, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 1849, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 151, 156, 1257, 1853, 2109, 2738, 3780, 3977, 4165, 4173, 5532, 5534, 5571, 5750, 7203, 7213, 7233, 7632, 7656, 8580, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5414, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 257, Απολλών. (Wagn.) 504, Απολλών. (Janssen) 499, Χρον. Τόκκων (Schirò) 3452, Μαχ. (Dawk.) 9810, 25212, 46420, 22, 23, Δούκ. (Grecu) 5318, 18733, Θησ. (Schmitt) 343 ΙΙ 19a, Γεωργηλ., Θαν. (Legr.) 30, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 49, Έκθ. χρον. (Lambr.) 94, 1325, 445, Συναξ. γυν. (Krumb.) 23, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 70, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 124, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 676, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 1306, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 68, 14113, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 437, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 8024, 13223, Μ. Χρονογρ. (Τωμ.) 3416, 357, 14, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 559, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 422, 635, 1711, 2086, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 37326, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) ΙΙ 74, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 55, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 139 ιθ΄, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4796, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11526 κ.π.α.· αμαρτιά, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 663, 735, Θησ. (Foll.) Ι 30, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 122, 1220, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 204 (έκδ. Wagn. αρτιές· Wagn. προτ. αμαρτιές), Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 340, 856, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 401, Πένθ. θαν. (Knös) S 332, 425, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 221, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 51, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 262, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 257, 723, Πεντ. (Hess.) Έξ. XXII 8, Λευιτ. IV 3, V 6, 7,VII 1, 2, 5, XIX 21, Αρ. VI 12, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ε΄ 263, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ΄ [518], κ.π.α.
Το αρχ. ουσ. αμαρτία. Η λ., καθώς και ο τ. αμαρτιά, και σήμ. (ΙΛ). Απαντά και επίθ. αμαρτώδης (ΝΕ 5, 1908, 277 σημ. 4).
1) α) Παράβαση του θείου νόμου, των εντολών της θρησκείας (Πβ. L‑S στη λ. 2· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): οι αμαρτίες του λαού άναψαν τον θυμόν του Θεού Μ. Χρονογρ. 357· Χαριτωμένη, ... μεσίτευγε τον Κύριον μη ιδεί τες αμαρτίες μας Σκλέντζα, Ποιήμ.1220· Τούτα ούλα επήραν τα διά τας αμαρτίας μας οι Τούρκοι Μαχ. 9810· Εδώ ’ναι η μετάνοια τες αμαρτιές να λύσουν| και να ’βρουσιν συγχώρησιν αν μόνον το θελήσουν Πένθ. θαν. N 401· δόξες να έχει ο Θεός οπὄκαμε το θάμα| κι εβγήκα από την αμαρτιά οπού ’θελα να ποίσω Κατζ. Ε΄ 263. Πβ. αμαρτεμός, αμάρτημα 1· β) (σε περιληπτική χρήση) αμαρτήματα: δεν ακαρτερούσανε βοήθειαν ... από κανέναν τόπον, μόνε από τον Θεό. Αμή η αμαρτία του λαού δεν άφηνε Χρον. σουλτ. 8024· γ) η ευθύνη για το αμάρτημα, το κρίμα: ο Θεός να ποίσει κρίσην και η αμαρτία είναι απάνω σας και απάνω των παιδίων σας Μαχ. 25212· η αμαρτί’ αυτή ας είναι στην ψυχήν σας Παλαμήδ., Βοηβ. 559· αφότου ευρίσκετον στην φυλακήν δι’ εμέναν (παραλ. 1 στ.), πάλε η αμαρτία, το μέμψιμον έρχετον εις εμέναν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7656· δ) προπατορικό αμάρτημα (Η σημασ. ήδη μτγν., Lampe, Lex. στη λ. ΙΙ Β1β): σ’ εβάπτισε, σ’ εξέπλυνεν από την αμαρτίαν,| υιόν φωτός σε έκαμεν Ιστ. Βλαχ. 1711. 2) (Μετωνυμικά) εξιλασμός, εξιλαστήριο θύμα (πβ. κριάρι αμαρτιάς Πεντ. Λευιτ. XIX 21 = «κριόν πλημμελείας» ΠΔ [Tisch.] Λευιτ. XIX 21, της αμαρτιάς Πεντ. Λευιτ.VII 1 = «του κριού του περί της πλημμελείας» ΠΔ [Tisch.] Λευιτ. VI 31, την αμαρτιά Πεντ. Λευιτ. VII 2 = «τον κριόν της πλημμελείας» ΠΔ [Tisch.] Λευιτ. VI 32, καθώς και αμαρτιά Πεντ. Λευιτ. V 6, 7, για αμαρτιά Πεντ. Αρ. VI 12· πβ. και Bauer, Wört. στη λ. 4): Εις τόπο ος να σφάξουν το ολοκαύτωμα να σφάξουν την αμαρτιά και το αίμα του να ραντίσει ιπί το θεσιαστήρι τριγύρου Πεντ. Λευιτ. VII 2· να φέρει πρόβατο νιον του χρόνου του για αμαρτιά Πεντ. Αρ. VI 12. 3) α) Αθέμιτη συμπεριφορά (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 2): αφόν μας ήφερε η αμαρτία εδώ εις τους εχτρούς μας,| εξεύρετε ότι μακρέα απέχομεν του Μορέως Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3977· β) αδικία: Ομοίως οι δύο κακόγεροι που εκρίναν την Σωσάνναν| και το δικόν τους πταίσιμον απάνω της τό βάναν.| Και είπεν ο Θεός: «Τόση αμαρτιά να γίνει μην αφήσω» Φαλιέρ., Λόγ. 221· Έναν κεφάλαιο εγράψασιν στο προβελέντζι εκείνο,| εν ῳ ήτον τρόπος αμαρτίας και άδικον μεγάλον Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8580· γ) κακή σύμπτωση, κακοτυχία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): τι είναι η αμαρτία που γένεται εις εμένα| να μη πιαστεί εκ τους άρχοντες, απέ τους κεφαλάδες| ένας ή δύο να αλλαχτεί αφέντης ο αδελφός μου; Χρον. Μορ. P 5414· ως ήλθε από αμαρτίας κι ουκ είχεν κληρονόμον (παραλ. 3 στ.), τον τόπον του εμερίσασιν κι εποίκαν δύο μερίδια Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7233· Έτυχεν της αμαρτίας και ηυρέθην εις την Άρταν| και ένι ο τόπος βαρικός και στυπτικό το κάστρο Χρον. Τόκκων 3452. 4) Παρανομία, αδίκημα: αν γένηται ότι κανείς άνθρωπος πιαστεί εις καμμίαν άσχημην αμαρτία, καθάπερ εν μοιχείᾳ Ασσίζ. 41418· ιπί παν υπόθεση αμαρτιάς, ιπί βόδι, ιπί γαδούρι, ιπί πρόβατο, ... ιπί παν χάσιμο ος να πει ότι αυτό ’ναι ετούτο ως τους κριτάδες να έρτει υπόθεση των δυών τους Πεντ. Έξ. XXII 8· διά τα πράγματα τα ριζικάρικα ουδέν ένι τίποτες κρατημένος εις την αυτήν αμαρτίαν εάν ου μη γίνεται φανερή Ασσίζ. 465. Πβ. αμάρτημα 3. 5) α) Σαρκικό αμάρτημα (Για τη σημασ. στον Αριστοτέλη, Πολιτικά βλ. Glotta 19, 1931, 219· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Θέλομε πει πως σ’ εύραμε και ας είσαι συ αιτία| με ξένον άνθρωπον ’δεπά κι εκάμνες αμαρτία Δεφ., Σωσ. 124· Τες έσυρναν δεμένες από του φόρου και έκαμναν με ταύτες στανικώς την αμαρτίαν Μ. Χρονογρ. 3416· τ’ ανδρός της κάμνει κέρατα μεγάλα σαν λαμπάδα.| Με κείνον τον Νεκταναβόν που ’τονε οκ την ’Γυπτίαν,| μ’ αυτείνον καταπιάστηκε, κάμνει την αμαρτίαν Δεφ., Λόγ. 676· β) ερωτική επιθυμία: Εις τας δέκα (ενν. του μηνός) παύει (ενν. η φλεβοτομία) την αμαρτίαν Σταφ., Ιατροσ. 14404· γ) ερωτικές σχέσεις: Απ’ όντες ήμουν κοπελιά οκτώ χρονών ή δέκα| την αμαρτιάν ηγάπησα, τους καύχους επεθύμουν Σαχλ., Αφήγ. 856. 6) Μειονέκτημα, ψεγάδι: Ριφίος ο εμορφότατος χωρίς καμιά ’μαρτία Θησ. (Schmitt) 343 ΙΙ 19α. Έκφρ. από αμαρτίας του τόπου = (πιθ.) από άσχημες συνθήκες του τόπου: Ενταύτα εσυνέβηκεν από αμαρτίας του τόπου (παραλ. 1 στ.), ο αφέντης της Καρύταινας, ο εξάκουστος εκείνος| έπεσε εις ζάλην φοβερήν, σ’ αστένειον βαρυτάτην Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7213.ανάγκη- η, Τρωικά (Praecht.) 53120, 53427, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 253, 4104, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 142, Προδρ., Σεβ. (Παπαδημ.) 18,167, Προδρ. (Hess.-Pern.) IV 282, Καλλίμ. (Κριαρ.) 263, 1131, 1340, Ιερακοσ. (Hercher) 4643, Διγ. (Hess.) Esc. 1193, 1840, Διγ. (Καλ.) Esc. 803, 1193, 1736, Βέλθ. (Κριαρ.) 777, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) Α΄ 208, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) κε΄, λ΄, Φλώρ. (Κριαρ.) 314, 1689, Λίβ. (Μαυρ.) P 921, 2090, Λίβ. (Lamb.) Sc. 204, 2008, 2225, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2266, 3179, Λίβ. (Wagn.) N 3720, Ιμπ. (Κριαρ.) 767, Μαχ. (Dawk.) 1105, 49027, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 10034, Μάρκ., Βουλκ. (Λάμπρ.) 3419, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 22, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 168, 288, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 92, Θρ. Θεοτ. (Μανούσ.) 119, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 3011, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 14310, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 18217, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 988, 1227, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32329, 32722, 3294, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ΄ 258, Θυσ. (Μέγ.)2 42, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) I 37, II 51.
Το αρχ. ουσ. ανάγκη. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Πίεση, εξαναγκασμός: ανάγκην, λέγει, έχομεν εκ της Ουγγριάς το μέρος Ιστ. Βλαχ. 988· και ουδέν ημπόρουν να βαστώ του πόνου την ανάγκην Σαχλ., Αφήγ. 22· Πόσην γαρ βίαν και ανάγκην υπέστησαν οι πατέρες ημών οι άγιοι, ίνα δογματίσωσι ταύτα Μάρκ., Βουλκ. 3419· έκφρ. κατά πάσαν ανάγκην = οπωσδήποτε: Κατά πάσαν ανάγκη να τον ευρείτε Χρον. σουλτ. 14310· πβ. αναγκάζω 1, αναγκαίος 1α. 2) α) Δύσκολη περίσταση, στενοχώρια, θλίψη, σκοτούρα (Η σημασ. αρχ. και σημερ., ΙΛ στη λ. 3): ανάγκην γαρ ερωτικήν παρηγορεί και λόγος Καλλίμ. 1131· τρέχετε προς Καλλίμαχον, δεινήν ανάγκην έχει Καλλίμ. 1340· Εις δε μικρόν ανασασμόν εις παρηγόρημά σου| ιδού το δακτυλίδιν μου τούτο χαρίζομαι σοι, αν εις ανάγκην, μνήσθητι και παρηγορηθήσει Καλλίμ. 263· πρόφθασον εν ανάγκαις νυν, πρόφθασον εν τῃ θλίψει Διγ. Esc. 1840· και πόσας τρικυμίας υπέμεινα, πόσας βαρέας ανάγκας Διγ. Esc. 1736· έπαθεν πόνους φοβερούς και ανάγκας υπεστάθην Λίβ. Esc. 2266· είναι εκεί μεγάλα κλάηματα και μεγάλη ανάγκη Αποκ. Θεοτ. I 37· συ μόνος υπερασπιστής των εν ανάγκαις βίου Προδρ. IV 282· Σώζε ημάς, πανάχραντε, από πάσης ανάγκης Θρ. Θεοτ. 119· β) (πληθ.) δεινά: πολλάς ανάγκας έπαθεν διά την εμήν φιλίαν Λίβ. P 2090· Πόσας ανάγκας έπαθον, πόσας υπέστην βίας Προδρ., Σεβ. 18· Τους πειρασμούς, τας φυλακάς, τας βίας, τας ανάγκας Προδρ., Σεβ. 167· και να παύσουσιν οι πόλεμοι και αι ανάγκαι Τρωικά 53120· Και έπαθεν εις την θάλασσαν πολλάς ανάγκας και συμφοράς από τους χειμώνας και τους μεγάλους κλύδωνας Τρωικά 53427· να λέγει τας ανάγκας του, τας θλίψεις, τας πικρίας Ιμπ. 767. Πβ. αναγκάζω 2. 3) Προσπάθεια, αγώνας, περιπέτεια: απόστρωσε τον μαύρον μου και στρώσε μου τον γρίβαν (παραλ. 4 στ.), ότι εις ανάγκην φοβεράν και εις αρπαγήν υπάγω Διγ. Esc. 803· οκάποτε ηύρεν τό ήθελεν μετά πολλής ανάγκης Λίβ. Esc. 3179. 4) α) Αρρώστια (Η σημασ. αρχ. και σημερ., ΙΛ στη λ. 4· βλ. και Χρυσάνθης, Κυπρ. Σπ. 7, 1943, 76, 78, 83): αρρωστιά εσυνέβη της κόρης ... και τέτοια ανάγκη δυνατή πειράζει το κοράσιον Φλώρ. 1689· Πόσις εις την αυτήν ανάγκην Ιατροσ. κώδ. κε΄· Μηδέν την κάμεις να γενεί ανάγκη και κατάρα Θυσ.2 42· β) πόνος (σωματικός): Στραγγουρία δε ένι όταν κατουρεί και στάζει ολιγούτσικον ολιγούτσικον μετά πόνου και ανάγκης Σταφ., Ιατροσ. 253. Πβ. λοιμοαναγκαιωμένος. 5) Σπουδή, βιάση: Και οι λας εξέβησαν καβαλάρηδες και απεζοί και εδώξαν τους και απέ την ανάγκην τους αφήκαν τας τέντας τους και το δικόν τους Μαχ. 1105· αφήκαν τον τόπον και με μεγάλην ανάγκην επήγαν εις την Λευκωσίαν Μαχ. 49027· φρ. ως εξ ανάγκης = αμέσως, βιαστικά: ως εξ ανάγκης και σπουδής στον άδην να στραφείτε Απόκοπ. 168· θέλω σου τ’ αναγγείλει| ως εξ ανάγκης από ’δά με τα πικρά τα χείλη Απόκοπ. 288. Πβ. αναγκάζω 11. 6) Δικαιολογία, αίτιο (Για τη σημασ. πβ. L‑S στη λ. 2): ποια ανάγκη να με χωρίσει εκ της αγάπης σου; Διγ. Άνδρ. 3294· πώς ήθελα κουρασθεί δίχως καμίας ανάγκης Διγ. (Καλ.) Esc. 1193. 7) (Απρόσ. σύνταξη με το είναι ή χωρίς αυτό) είναι απαραίτητο, χρειάζεται (Η χρήση και αρχ. και σημερ., Δημητράκ., στη λ. 8): ανάγκη ήτον και είτι ήθελεν με ειπεί να μην τον ακούσω κιόλα; Διγ. Άνδρ. 32722· και τώρα πάσαν ανάγκην να μας δώσεις την αδελφήν μας Διγ. Άνδρ. 32329. Πβ. αναγκάζω 10, αναγκαίος 1β2, χρεία.αναμάρτητος,- επίθ., Θρ. Θεοτ. (Μανούσ.) 95, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 103, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 61, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) II 36.
Το αρχ. επίθ. αναμάρτητος.
α) Που δεν έχει αμαρτήσει (Η σημασ. ήδη μτγν., Lampe, Lex. στη λ. 2 και Bauer, Wört.): Μα ανισωστάς και βρεθεί πάλι η ψυχή να είναι καθαρά και αναμάρτητος Αποκ. Θεοτ. ΙΙ 36· β) (προκ. για το Θεό): ότι ο αναμάρτητος Θεός και ποιητής μου| ως κλέπτης και κατάδικος επάνω σου ηπλώθη Θρ. Θεοτ. 95· γ) αθώος: Και τ’ αναμάρτητα παιδιά για να μην σκλαβωθούσιν Θρ. Κύπρ. K 103. — Πβ. αναιτίατος β.ανασταίνω,- Βέλθ. (Κριαρ.) 1274, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8670, Φλώρ. (Κριαρ.) 416, Χειλά, Χρον. (Hopf) 350, 351, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1147, 174, Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 4, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 30, 40, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 486, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) A 296, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 294, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 202, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 611, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 184, Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 205, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 7, 34, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 4099, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1816, Γ΄ 744, 1486, Δ΄ 297, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) ΙΙ 111· αναστήννω, Ασσίζ. (Σάθ.) 42, 2712, 2604, 26211, Μαχ. (Dawk.) 6105, 62623, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 588· ανεσταίνω, Θυσ. (Μέγ.)2 288· ’νεσταίνω, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ε΄ 470, 754, 763, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 25135·
Από την πρόθ. ανά και το σταίνω. Όλοι οι τ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αναστένω).
1) Σηκώνω ψηλά (κάτι): την βασιλικήν σημαίαν ανασταίνει και φύλακας επρόσταξεν εκείσε διαμένειν Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 611· (μέσ.) σηκώνομαι, προετοιμάζομαι (για κάτι): Ανάστα γουν, ω δούκα μου, σύρε στον βασιλέα Κορων., Μπούας 40. 2) α) Χτίζω, οικοδομώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αναστένω 1β): Περί του ρημαδίου οπού ουδέν είχεν απού πολύν καιρόν σπίτια και τώρα βούλονται αναστήσαι και οικοδομήσαι τείντα δίκαιον εντέχεται να γένει Ασσίζ. 2604· της θάλασσας τα κύματα θέλει για ν’ αναστήσει| και τον αφρόν της θάλασσας θεμέλιον να τον στήσει Δεφ., Λόγ. 113· β) ξαναχτίζω, ανοικοδομώ, ανακαινίζω (Πβ. Κατσουρ., Έγγρ. 84): να αναστήσει το μοναστήριον τούτο το παλαιόν Χειλά, Χρον. 351. —Συνών.: ανακαινίζω Α1. 3) α) Ξαναφέρνω στη ζωή από τον Άδη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αναστένω 2α): παρηγοριά του δώκασι τούτ’ όλα κι ανεστάθη| κι επλήθυν’ η ολπίδα ντου Ερωτόκρ. Γ΄ 1486· δύνεσαι απού νεκρόν να μ’ αναστήσεις Κυπρ. ερωτ. 588· Αναστεμένον τον Ιησούν εξώθηκες η πρώτη να τον ιδείς Σκλέντζα, Ποιήμ. 1147· με μίαν σου φωνήν Λάζαρος ενεστάθη Διήγ. ωραιότ. 25135· πβ. αναζώ Αα, αναζωώ α· β) ξαναφέρνω στη ζωή το γονιό με την παρουσία του τέκνου (που παίρνει το όνομά του) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αναστένω 2γ): να σμίξετε, γιατί σ’ εσέ είν’ όλα μας τα θάρρη| τον κύρη και τη μάννα σου με τέκνα ν’ ανασταίσεις Ερωτόκρ. Δ΄ 297. 4) Ανατρέφω, μεγαλώνω (παιδί) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αναστένω 6· πβ. ΙΛ, λ. αναστητής): ανάστησα κι εποίκα την και αποκατέστησά την Φλώρ. 416. —Συνών.: αναγιώνω Αα, ανατρέφω Αα. 5) Συντελώ στην προαγωγή κτήματος, δάσους (Βλ. Κουκ., Ευστ. Λαογρ. A΄ 267 και του ίδιου ΒΒΠ E΄ 426 και σημ. 3 και 4· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αναστένω 7α): ανάστησεν έναν όμορφον περιβόλιν και έναν όμορφον απλίκιν εις την ποταμίαν Μαχ. 6105· ανασταίνουν δένδρα Χειλά, Χρον. 350· όρη και κάμπους και βουνά και δάση αναστημένα Φαλιέρ., Ρίμ. AN 206. 6) Ενισχύω (γενικώς) (κάτι) (Η σημασ. και σε έγγρ. του 1382 και σε άλλα μτγν. (Μανούσ., Θησαυρ. 3, 1965, 89) και σήμ., ΙΛ, λ. αναστένω 5α): να καταλύσει τα κακά κουστούμια (=συνήθειες) και τα καλά να τα αναστήσει Ασσίζ. 2712. 7) Ανασυγκροτώ (τόπον): αλλά αν θέλει, βούλεται τον τόπο ν’ αναστήσει,| αγάπη ας ποιήσει μετ’ αυτούς ειρηνικήν στερέαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8670. 8) Εμποδίζω, ματαιώνω: ο γλυκύς λόγος αναστήνει τα μαλώματα Ξόμπλιν φ. 134v.άνεσις —ση- η, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 8215, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 327, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙΙ 117, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 317, Ακ. Σπαν. (Legr.) 31110, 46558, Φλώρ. (Κριαρ.) 95, 783, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 307, 495, 524, Αλφ. ξεν. (Ζώρ.) 92, Χειλά, Χρον. (Hopf) 348δις, 350, Μαχ. (Dawk.) 5476, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 1204‑5, Θησ. (Βεν.) Η΄ [1117], Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 434, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 44, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 1142, Αχέλ. (Pern.) 997, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1547, 2544 [= Γέν. Ρωμ. (Λάμπρ.) 134], 2568 [= Γέν. Ρωμ. (Λάμπρ.) 154], Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 36817, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) ΙΙ 84, 120, 161, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 57, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 47, 533, Λίμπον. (Legr.) Εισαγ. 45, 523, Ζήν. (Σάθ.) Β΄ 211, Διγ. (Lambr.) O 2119, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14214, 22019, 31016.
Το αρχ. ουσ. άνεσις. Η λ. και σήμ. κοιν. (ΙΛ, λ. άνεσι).
1) (Προκ. για πυρετό) ελάττωση, μείωση (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη 2, χωρίο Γαληνού): Τριταίος πυρετός δε ένι όταν μίαν ημέραν έχει άνεσιν, την δε άλλην πυρέσσει Σταφ., Ιατροσ. 8215. 2) α) Ανάπαυση (Η σημασ. και στο Σοφιαν., Παιδαγ. (Legr.) 113 και σήμ., ΙΛ, λ. άνεσι 1): Κι άνεσην πήραν τ’ άλογα, που ήσαν κοπιασμένα Κορων., Μπούας 44· εις τες φροντίδες άνεσην έπαιρναν κι εις τους κόπους Αχέλ. 997· για νά ’βρει ελίγη άνεση η κούρασή του η τόση Ζήν. Β΄ 211· —Συνών.: ανάπαυσις 1α· β) ανακούφιση: να βρουν καμπόσην άνεσην εκ τες πολλές τες θλίψεις Περί ξεν. A 307· Δώσ’ τους ολίγη άνεσην εις τα πολλά τα βάρη Ιστ. Βλαχ. 1547· —Συνών.: ανάπαυσις 1β. γ) απουσία στενοχώριας, ευθυμία, χαρά: Άνεσιν έχω και χαράν πολλήν εις την ψυχήν μου Φλώρ. 783· Ονταν επεσώσαν εις την αυλήν του ρηγός, εννοιάζουνταν πως θέλουν τους γλυτώσειν ο ρήγας και είχαν μικρήν άνεσην Μαχ. 5746· αλλ’ όμως θέλει σ’ άνεσην τρέψει την τόσην λύπη Λίμπον. Εισαγ. 45· πβ. ανάπαυσις 1δ. 3) Ικανοποίηση: Και γαρ ο φέρων πειρασμόν και λύπας υπομένων| εκδέχεται την άνεσιν της μισθαποδοσίας Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 317. 4) Ασφάλεια· έλλειψη φόβου: διδόντος γαρ αυτοίς ανθρώπους, ίνα μετά ανέσεως και αναπαύσεως απέρχωνται την οδόν την φέρουσαν εις τον έξω τόπον Σφρ., Χρον. μ. 1204-5. Πβ. ανάπαυσις 1ε. 5) Αναπνοή (Η σημασ. και σημ., ΙΛ, λ. άνεσι 2· βλ. και Κληρίδη, Κυπρ. Σπ. 8, 1944, 105)· φρ.: παίρνω άνεση = κάνω διακοπή, ξεκουράζομαι (Πβ. ΙΛ, λ. άνεσι 2, φρ.): οι μπουμπαρδάροι άνεση καθόλου δεν επαίρναν Τζάνε, Κρ. πόλ. 31016. 6) Ευκολία ζωής (Η σημασ. και σημ. στον πληθ.): μη έχοντες γην έξωθεν του ναού ιδίαν του Μοναστηρίου δι’ άνεσιν μερικήν Χειλά, Χρον. 350. 'Εκφρ.: προς άνεσιν = ελεύθερα, ανεμπόδιστα: φύλακας κατασταίνωσιν εκείσε των παιδίων,| ως ίνα μη τολμήσοσιν δακρύσαι ή στενάξαι| ή το σημείον του σταυρού προς άνεσιν χαράξαι Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1142.ανθρώπινος,- επίθ., Σπαν. (Hanna) V 94, 121, 98, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 60, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 882, 9014, Πιστ. βοσκ. (Joann.) IV 2, 52, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 121· ανθρωπινός, Αχιλλ. (Hess.) N 993, Θησ. (Βεν.) Πρόλ. [79], Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 714, Πικατ. (Κριαρ.) 45, Ερωφ. (Ξανθ.) Γ΄ 381, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 5, 334· 6, 319, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 1120, Θυσ. (Μέγ.)2 776, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [326], Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) 7531, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [203]· αθρωπινός, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1034, Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 298, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 1120.
Το αρχ. επίθ. ανθρώπινος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Που ανήκει, αναφέρεται σε άνθρωπο ή σχετίζεται μ’αυτόν: τη σάρκα την ανθρωπινή βαστώ και τυραννούμαι Θυσ.2 776· εκείνον (δηλ. το γεράκιν) λέγει προς αυτήν ανθρωπινήν λαλίαν Αχιλλ. N 993. Πβ. ανθρωπικός. 2) Που ταιριάζει σε άνθρωπο πολιτισμένο: απαίδευτος από καλογερική τάξη και πράξιν ανθρωπίνην Κώδ. Χρονογρ. 60. Το ουδ. ως ουσ. 1) ο τρόπος των ανθρώπων, τα καθιερωμένα για τους ανθρώπους (Πβ. L‑S, λ. ανθρώπινος): απέθανε (ενν. ο Ιησούς) κατά το ανθρώπινον υπέρ του σωθήναι τον κόσμον Ιστ. πατρ. 882. 2) Το ανθρώπινο γένος: Και ουκ έστι γαρ αντάλλαγμα της καθαράς αγάπης| και ουκ έστιν εις τ’ ανθρώπινον ειμή τιμήν να δίδει Σπαν. V 121.άνθρωπος- ο, Σπαν. (Hanna) A 222, Σπαν. (Hanna) B 85, Σπαν. (Hanna) V 52, Σπαν. (Hanna) O 53, Σπαν. (Legr.) P 29, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 172, 226, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 544, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 2, Προδρ. (Hess.-Pern.) Ι 67, ΙΙ G 71, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 2096, 6125, 6132, 6150, Παράφρ. Μανασσ. (Praecht.) 312, Ασσίζ. (Σάθ.) 1512, 664, 23, 10616, 13528, 23612, 26011, 2733, 34316, 3632, 3, 4017, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 5247, 5258, 52717, 53620, 57820, 58013-4, Διγ. (Mavr.) Gr. V 159, Διγ. (Καλ.) Esc. 386, Α 2654, Ερμον. (Legr.) Δ 60, Ω 356, Ωροσκ. (Λάμπρ.) 391, 7, 4323, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 158, 621, 1373, 1464, 1583, 1869, 2416, 3144, 3982, 4726, 5042, 5105, 5185, 5697, 6323, 6972, 7786, 8583, 8709, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 83, Πουλολ. (Krawcz.) 350, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) 160 υϞ΄, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 430, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 455, Λίβ. (Μαυρ.) P 300, Λίβ. (Lamb.) Sc. 224, 685, 2121, Λίβ. (Lamb.) Esc. 541, 2461, Αχιλλ. (Hess.) N 1574, Ιμπ. (Κριαρ.) 15, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1189, 3470, Μαχ. (Dawk.) 625, 86, 24, 2925, 36419, 40628, 4541, 48820, 55225, 57420, 28, 63218, 26, 6662, 66815, Δούκ. (Grecu) 3579, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 126, 1627, 181, 7033, 11827, Θησ. (Βεν.) Β΄ [862], Ϛ΄ [553], Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1200, Γεωργηλ., Θαν. (Legr.) 404, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 29, 85, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 15032, 1546, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 14119, Έκθ. χρον. (Lambr.) 721, 528, 10, 7616, Συναξ. γυν. (Krumb.) 72, 204, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 18, 24, 25, 39, 53, 125, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 130, Πένθ. θαν. (Knös) S 130, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 4, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙ 5, Έξ. XVI 20, Λευιτ. XVI 17, Δευτ. ΧΧΧΙΙ 8, Βίος γέρ. (Schick) V 827, Αχέλ. (Pern.) 346, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1014, Αιτωλ., Μύθ. (Legr.) 22, 83, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 58, 62, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 4920, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 8212, Αλφ. (Μπουμπ.) Ι 95, Δωρ. Μον. (Hopf) 237, Δωρ. Μον. (Buchon) ΧΧΙΙΙ, Πανώρ. (Κριαρ.) Α΄ 36, 197, 284, Β΄ 202, Δ΄ 271, Ερωφ. (Ξανθ.) Πρόλ. Χάρ. 14, Ε΄ 11, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 188, Χίκα, Μονωδ. (Μανούσ.) 131, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 185, 186, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31819, 33431, 36321, 39324, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1203, 2237, Γ΄ 313, Δ΄ 546, Ε΄ 1420, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 266, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 27, 68, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) ΙΙ 73, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 146, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 158, 173, Λίμπον. (Legr.) 307, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 339, Γ΄ 458, Πρόλ. κωμ. (Βεργ.) 33, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 16319, 21412, 27414, 3312, 37420, 39625, 39814, 52614, 55523· άνθρουπος, Μαχ. (Dawk.) 1846· άθρωπος, Πεντ. (Hess.) Γέν. Ι 26, ΙΧ 5, ΧΙΙΙ 8, XVIII 2, ΧΙΧ 5, 10, ΧΧ 8, XXVI 7, ΧΧΧΙΙ 29, XXXIV 7, XXXVII 28, XLVII 6, Έξ. IV 19, VIII 13, ΙΧ 10, XVI 20, Λευιτ. ΧΧΙΙ 5, Αρ. VIII 17, ΧΙΙΙ 32, ΧΧΧΙ 11, 35, 49, XXXIV 17, Δευτ. V 21, ΧΙΙΙ 14, XXV 11, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 597, Δ΄ 130, 138, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 76, 235, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1344, Β΄ 243, Γ΄ 313, Θυσ. (Μέγ.)2 58, 304, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) ΙΙ 206, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. α΄ 23, 94, β΄ 107, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 33214.
Το αρχ. ουσ. άνθρωπος. Ο τ. άθρωπος ήδη στον 3. αι. μ.Χ. σε επιγρ. (Dieterich, Unters. gr. Spr. 116). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α1) Άνθρωπος (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Και τι και πώς πανθάνουσιν οι άνθρωποι του κόσμου Ιμπ. 15· α2) (ο εν. περιληπτ.) οι άνθρωποι, το ανθρώπινο γένος (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Κάτεχε πως εισέ πολλά το ζο τ’ ανθρώπου μοιάζει Ερωτόκρ. Α΄ 1203· α3) (με το τόσος) ανθρώπινο πλήθος ως πλήρωμα πλοίου, κλπ.: να χάσουν τόσον άνθρωπον και τα πλεούμενά της Τζάνε, Κρ. πόλ. 39625· άναψε και το κάτεργο γιαμιά την ώρα εκείνη,| οπού ’χε τόσον άνθρωπον κι ήτον αρματωμένον Τζάνε, Κρ. πόλ. 39814· α4) (με άλλο ουσ., οπότε το άνθρωπος διακοσμητικό· η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α, Φρ.): παιδίος άνθρωπος Μαχ. 625· απαίδευτοι να πολεμούν μετά Φράγκους ανθρώπους Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4726· από του νυν άνθρωπός μου είσαι λίζιος Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1869 (πβ. homme lige)· β΄ μάρτυρας ανθρώπους Ασσίζ. 13528· Δασκάλοι αθρώποι φρόνιμοι κομπώνονται και σφάνου Ερωτόκρ. Γ΄ 313· άνθρωπος ληστής Λίβ. Sc. 224· άνθρωπον πολεμιστήν Δούκ. 3579· α5) κάτοικος: Ελθόντος ... του αμιρά και εις ... αυτό το Λεοντάριν και ευρών αυτό έρημον ανθρώπων Σφρ., Χρον. μ. 11827· α6) (με γεν. ιδιότητας) ικανός, κατάλληλος (για κάτι) (Πβ. τη σημερ. όμοια χρ. για να δηλωθεί το «άξιος να πάθει κάτι», ΙΛ στη λ. 1α, Φρ.): άνθρωπος της κατσάνης Πουλολ. 350· ανθρώπους των αρμάτων Μαχ. 824· Εγέμισε το πέλαος ανθρώπους του πολέμου Τζάνε, Κρ. πόλ. 37420· πβ. άγρυπνος, αμφοτεροδέξιος· εκφρ. (με επίθ.) (1) τοπικός άνθρωπος = εντόπιος: ήσαν τοπικοί άνθρωποι όπου εγνωρίζαν τους τόπους και τα διάβατα Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5042· (2) μεγάλος άνθρωπος = σημαντικός άνθρωπος, αξιωματούχος: οι μεγάλοι άνθρωποι, οι κεφαλάδες όλοι Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5697· όρισεν δύο αμιράδες μεγάλους ανθρώπους να έλθουν μαντατοφόροι Μαχ. 2925· (3) μικρός άνθρωπος = ταπεινός ως προς την προέλευση άνθρωπος: απ’ αρετές φτωχότερος παρά μικρούς αθρώπους Ερωφ. Δ΄ 308· (4) τρανός άνθρωπος = ηλικιωμένος άνθρωπος: έτερον εις τρανόν άνθρωπον που δεν ημπορεί να ουρήσει Ιατροσ. κώδ. 160 υϞ΄· φρ. δεν είμαι μπλιο άνθρωπος = δεν υπάρχω πια, χάνομαι: αν είχες πει τ’ όχι κι εδά, άνθρωπος μπλιο δεν ήμου Ερωτόκρ. Ε΄ 1420· β1) (χωρίς άρν.) κάποιος, καθένας (Πβ. ΠΔ, Tisch., Αρ. XXIV 2): όταν δε θέλεις κτήσασθαι προς άνθρωπον φιλίαν ... Σπαν. P 29· έβαλεν άνθρωπον κι εσκότωσέν τον Κώδ. Χρονογρ. 62· είδα χαρτίν ερωτικόν τάφος να γένει ανθρώπου Λίβ. Sc. 685· και χίλιες γνώμες άνθρωπος έχει ώστε να γεράσει Ερωτόκρ. Δ΄ 546· Δευτερογαμών ο πατήρ χρήσιν έχει να δώσει προς τα παιδία άνθρωπον να βλέπει τα πράγματα των παιδίων Ελλην. νόμ. 57820· και επέρσεψαν ανθρώποι από αυτό ως το πουρνό Πεντ. Έξ. XVI 20· β2) (με άρν.) κανείς, ούτε ένας: δίχως να σφάξουν άνθρωπον έλα να το νικήσεις Τζάνε, Κρ. πόλ. 27414· στέκουν ρημασμένα| και άνθρωπος δεν κατοικά, γιατί ’ναι χαλασμένα Τζάνε, Κρ. πόλ. 3312· γιατί άθρωπος με λίγωμα ποτέ δεν αποθαίνει Θυσ.2 304· Του λέει: «Γιε μου, τα κλειδιά αθρώπου δεν τ’ αφήνω» Ερωτόκρ. Α΄ 1344· —Συνών.: ανήρ· β3) (με τη μτχ. «γεννημένος» για να δηλωθεί κατάφαση· βλ. Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 535) οποιοσδήποτε, καθένας: τον λόγον| όπου ειπεί κι επισχεθεί ανθρώπου γεννημένου Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5185· αν τα είπα εγώ των αδελφών μου ή αν τα εμολόγησα ανθρώπου γεννημένου Διγ. Esc. 386· β4) (σε αρνητ. φράση με τη μτχ. «γεννημένος» για να δηλωθεί ισχυρή άρν.· βλ. Ξανθ., ό.π.· πβ. και Διγ. Esc. 386) κανείς απολύτως: ανδρείαν τόσην οπού δεν ευρίσκεται εις γεννημένον άνθρωπον Διγ. Άνδρ. 36321. 2) Άνθρωπος καθώς πρέπει, με ανθρωπιά (Η σημασ., και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): Και λέγει των μετά χολής: «Ουκ είστε γαρ ανθρώποι να εντρέπεστε κι αισχύνεστε ρόγαν να με ζητάτε ...» Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5105. 3) Κάτοχος, κυρίαρχος: πολλών πραγμάτων άνθρωπον θέλω σε καταστήσει,| χώρας μεγάλης δέσποινα σε θέλω καταστήσει Λίβ. Sc. 2121. 4) α) Άνδρας (Η σημασ. ήδη σε Σχολ. Αριστοφ., Θεσμ. 682, στον Προκόπ., Ανέκδ. 50Α και στο Μαλάλ., Βόνν., 6610· βλ. Δημητράκ. στη λ. 9· και σήμ. στη Θράκη, Κύπρο κ.α., ΙΛ στη λ. 2· πβ. το γαλλ. homme και το ιταλ. uomo): ποταπής ηλικίας μέλλει να ένι ο άνθρωπος και η γεναίκα πριν ορμαστούσιν Ασσίζ. 3633· περί των δωρεών, τών δίδει ο άνθρωπος της γυναικός του, αφού την πάρει Ασσίζ. 1512· β) άνδρας, «παλληκάρι»: αλλά ας σταθούμε ως άνθρωποι, στρατιώτες παιδεμένοι Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3982. Πβ. αγόρι(ν) 1. 5) Βοηθός, υπηρέτης (πβ. Μαλάλ., Βόνν., 3253, Δημητράκ. στη λ. 8): έστειλε κρυφά άνθρωπον εδικό του εμπιστεμένο εις τον βεζίρ πασά Χρον. σουλτ. 4920· εζήτησαν (ενν. οι Πιζάνοι) βοήθειαν ώσπερ υπόκλιτοί τους (δηλ. των Βενετιών),| δούλοι πιστότατοι αυτών και άνθρωποι εδικοί τους Κορων., Μπούας 18· Το κάστρον ένι του αυθέντη μας του ρηγός και εμείς ανθρώποι του Μαχ. 4541. 6) Υποτελής, τιμαριούχος (βλ. Αδαμαντίου, ΔΙΕΕΕ, 1902 /6, 543 και Ζέπο, ΕΕΒΣ 18, 1948, 207· πβ. και Άννα Κομν. 10, 289· η χρ. και σε σιγίλλ. 10. και 11. αι., Schlumberger, Nic. Phoc. 725, Sigillographie 480 και Κωνσταντόπουλου, Βυζ. μολυβδόβουλλα, Διεθν. εφημ. Νομ. Αρχ. Ϛ΄, 1903, 87, αρ. 335): εποίησε (ενν. ο Γοδεφρείδος Β΄ Βιλλαρδουΐνος) την συμβίβασιν κι εγίνη άνθρωπός του (δηλ. του Λατίνου αυτοκράτορα της Πόλης) Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6323. Πβ. ανθρωπέα, λίζιος. 7) Στρατιώτης, πολεμιστής: έφθασαν τα κάτεργα όλα κι εμαζωχτήκαν (παραλ. 2 στ.) κι ανθρώπους έξω βγάλασι ογιά να πολεμούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 21412. Διά τούτο ας χωρίσομεν από όλα μας τα αλλάγια| ’λαφρούς ανθρώπους, φρόνιμους, στρατιώτες παιδεμένους Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6972. —Συνών.: αγόριν 1, αδνουμιάτης. — Πβ. και αζάπης ο.ανίσως,- σύνδ., Ασσίζ. (Σάθ.) 3810, 15, 31, 3918, 416, 474, 491, 7218, 737, 30817, Διγ. (Καλ.) A 2727, Μαχ. (Dawk.) 33637, Βουστρ. (Σάθ.) 422, 450, 472, 475, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 179, 435, 541, 6917, 8711, 9135, 9358, 993, 1026, 22, 10455, 67, 77, 1117, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 742, Ποίημ. Αλ. Κύπρ. (Τζεδ.) 1194, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 195, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙΙΙ 4, 19, Ευγέν. (Vitti) 1364, 1391, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 59, Β΄ 51, 135, 150, Γ΄ 325, Ιντ. γ΄ 133, 161, Δ΄ 524, Ιντ. δ΄ 102, Αλφ. (Mor.) IV 67· ανισώς, Μαχ. (Dawk.) 164, 2021, 23, 13616, 35, 15812, 16811, 19016, 20818, 24611, 25620, 32213, 3383, 40421, 50226, 51619, 56222, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 263, 737, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [5], Δ΄ [25, 485], Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 225, 268, Δ΄ 39, Ε΄ 357, Ερωφ. (Ξανθ.) Β΄ 59, 457, Ιντ. γ΄ 2, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 1, 186, 1, 342· 5, 186, ΙΙ 3, 26, ΙΙΙ 5, 64, IV 1, 39· 3, 9, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Α΄ 59, Β΄ 99, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ε΄ [340, 1272]. Φορτουν. (Ξανθ.) Γ΄ 425 (έκδ. ανίσως· διόρθ. Αλεξ. Στ., Κρ. Χρ. 8, 1954, 271), Ιντ. γ΄ 122, Δ΄ 112· ανοσώς, Μαχ. (Dawk.) 2764· ανισωστάς, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ΄ 689, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) ΙΙ 44, 55, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 130, 241, 292.
Από τον υποθ. σύνδ. αν και το επίρρ. ίσως. Ο τ. ανισωστάς κατά παρέκταση από αναλογία προς άλλα επιρρ. όπως διχωστάς, μαλλιοστάς κ.τ.ό. (Βλ. Χατζιδ., ΕΕΠ 7, 1910 /11, 80 και Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ. σ. 496). Για τη λ. και τους τ. βλ. Ψάλτη, ΛΑ 5, 1918 /20, 41 κε. Για τον τ. ανισώς πβ. δίχως - διχώς. Η λ. ήδη στη Διαθ. Νίκων. (Λάμπρ.) 228 και σήμ. (ΙΛ).
1) (Υποθ. με επόμ. συνήθως το σύνδ. και ή ενίοτε τον ότι, αν [ή τον ότι να, και να με υποτακτ.]) αν τυχόν, αν συμβεί να ..., αν (Η σημασ. ήδη στη Διαθ. Νίκων. (Λάμπρ.) 228 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): ανίσως και είσαι αληθώς εκείνος ο Ακρίτης,| λάλησόν με, αυθέντα μου, διά τον ποθητόν μου Διγ. A 2727· ανίσως ότι κάτεργα αρματωμένα γενουβήσικα να έλθουν εις την Κύπρον και να μηδέν έχουν πραματείες, να μηδέν είναι κρατούμενοι να εμπούν εις την Αμόχουστον Μαχ. 13635· ανίσως ότι εκείνος ού εκείνη οπού αγκαλέ τον αρεστιασμένον ουδέν έχουν εξουσίαν εις εκείνον Ασσίζ. 30817· ανίσως ο κύρης ή η κυρά αν τον δέρνουν Ασσίζ. 737· ανίσως και ποτέ να καταντήσεις| εκεί που να θαφτούν τα κόκκαλά μου, μηδέν είσαι τόσον σκλερός μιτά μου Κυπρ. ερωτ. 10477· θάνατος μόνο το λοιπό, τούτ’ ανισώς και λάχει,| να δώσει τέλος ’ς τση καρδιάς μπορεί μόνο τη μάχη Ερωφ. Β΄ 457· κι εσύ ανισώς και κάμωμα σαν τούτο είχες γροικήσει,| πιστεύγω πως ως μάννα μου γλυκειά είχες μ’ αμποδίσει Ροδολ. Δ΄ [485]· ανίσως κι είναι βασιλιός, το σφάλμα του ας παιδέψει Φορτουν. Ιντ. γ΄ 133· σου τάσσω ανισωστάς και βγούμενε με νίκη| οξώτου από ταχιά κι αργά θες τρώγει να χορταίνεις Φορτουν. Α΄ 130. Πβ. αν 1, ανέ(ν) 1· έκφρ. ανίσως και ... ή = είτε ... είτε: Ανίσως κι είμαι ζωντανός ή αποθαμμένος Κυπρ. ερωτ. 6917. Πβ. αν, Εκφρ. 2) (Εναντιωμ., παραχωρητ. με επόμ. συνήθως το σύνδ. και) αν και, μολονότι, ενώ, ακόμη και αν: δεν είχα ζήλαν κείνους που γελούσαν,| ότι, ανισώς και χαίρουνται, ποθούσιν,| τίτοιες χαρές δεν μοιάζουν της χαράς μου Κυπρ. ερωτ. 263· ανίσως και καθ’ ώραν δεν βιγλούνται (ενν. οι καρδιές που ποθούνται),| η πεθυμιά διά κείνον δεν γυρίζει Κυπρ. ερωτ. 435· ανισώς να ’χαμεν λείπειν εθέλετ’ έχειν πρόφασην Μαχ. 32213· Ανισωστάς κι οι άγνωστοι χάνονται, δε ’φελούσι,| οι φρόνιμοι πολλές φορές τα δύσκολα νικούσι Ερωτόκρ. Δ΄ 689. Πβ. αν 2, ανέ(ν) 2. —Συνών.: αγκαλά. 3) (Αιτιολ. με επόμ. συνήθως το σύνδ. και) επειδή: Ανίσως, ω κυρά μου, κι όμορφ’ είσαι| τόσον ... (παραλ. 2 στ.) δεν έν’ θαύμα αν είσαι| αξ αύτου μου περίτου αγαπημένη Κυπρ. ερωτ. 8711· μην το ’χεις για μεγάλο| ’ς τούτο ανισώς τον πόλεμον ήρθα κι εγώ να βάλω (παραλ. 1 στ.) ... ’ς κίνδυνο το κορμί μου Ερωφ. Ιντ. γ΄ 2· παραπόνεση σ’ εμέ κιαμιά μην έχεις| ανίσως και τα πάθη μου ακόμη δεν κατέχεις Φορτουν. Β΄ 150. 4) (Απορημ. με επόμ. το σύνδ. και) μήπως και, εάν (εισάγοντας εξαρτημένη πρότ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): να δω ανισώς και θέλουσι να στρέψουσιν οπίσω| την Έλεναν Φορτουν. Ιντ. γ΄ 122· να του μηνύσεις ανισώς και ο όρκος εγίνην έμπροσθέν σου Μαχ. 51619· να πέψει μαντατοφόρους εις τον σουλτάνον ανισώς και θέλει να ποίσει την αγάπην Μαχ. 16811. Πβ. αν 4, ανέ(ν) 4. —Συνών.: αμή 5.απαράκλητος,- επίθ., Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 371, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 242 (βλ. απαράκλιτος), 244, 245, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) Ι 134.
Το αρχ. επίθ. απαράκλητος. Επίρρ. απαράκλητα στην Άννα Κομν. (Αντωνιάδ., Μνήμ. Λάμπρ. 372).
Απαρηγόρητος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II): είχον απαράκλητον το πένθος οι γενάρχαι Μανασσ., Χρον. 371.απαρηγόρητος,- επίθ., Τρωικά (Praecht.) 5308, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 12, Λίβ. (Μαυρ.) P 45, Λίβ. (Lamb.) Esc. 33, Λίβ. (Lamb.) N 67, Θησ. (Βεν.) ΙΑ΄ [251], Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 53, Ιερόθ. Αββ. (Legr.) 332, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) 49037-8, Λίμπον. (Legr.) 508.
Το αρχ. επίθ. απαρηγόρητος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Που δε βρίσκει ή δεν επιδέχεται παρηγορία (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. Ι και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): ήτον απαρηγόρητος, έως ότι επαρεκάλεσάν τον να φάγει Τρωικά 5308 συμφορά ... απαρηγόρητος Κώδ. Χρονογρ. 53· απαρηγόρητον κλάψιμο Θησ. ΙΑ΄ [251]· να είσαι απαρηγόρητος (ενν. ξένε) εδώ εις την ξενιτείαν Λίβ. (Lamb.) N 67.απεδεκεί,- επίρρ.· αποδεκεί, Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 424, Δ΄ 278, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 131, Γ΄ 382, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 4, 11· ΙΙΙ 3, 176· ΙV 3, 159· V 5, 217 (χφ αποδεκεί· έκδ. εσφαλμ.’ποδεκεί), Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 2019, Δ΄ 773, Ε΄ 942, Στάθ. (Σάθ.) Πρόλ. 30, Β΄ 5 (έκδ. απώδε-κει), 97, Γ΄ 32, 33, 63, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ΄ 28, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) ΙΙ 35, 99, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. α΄ 22, Β΄ 85, Γ΄ 134, 341, 553, Ιντ. γ΄ 63, Δ΄ 421, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 21920, 26124, 26227, 26427, 29322, 32318, 33010, 3412, 3478, 37616, 39626, 40026, 41525, 44320, 44510, 45224, 46110, 46214, 5042, 55613· ’ποδεκεί, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3827.
Από την πρόθ. από και το επίρρ. εδεκεί. Κατά ΙΛ, λ. *απεδώ-εκεί από τα επίρρ. απεδώ και εκεί. Τ. απέδεκει και σήμ. (ΙΛ, λ. απεδώ-εκεί).
1) α) (Προκ. να δηλωθεί κίνηση) από εκείνο το μέρος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, ό.π. 1): πρι μισσέψ’ αποδεκεί του Κρητικού σιμώνει Ερωτόκρ. Β΄ 2019· αποδεκεί ποτέ μην πάρεις ζάλο Στάθ. Γ΄ 63· αποδεκεί με προθυμιά μισσεύγω μανισμένος Φορτουν. Β΄ 85· βλ. και απεδεκείθεν, απεκείσε· β) (προκ. για ενέργεια που γίνεται από κάποιον που βρίσκεται μακριά) από εκείνο το μέρος: Θεά μου, απού τον ουρανό τον τρίτο κατοικίζεις| κι αποδεκεί τα πράματα όλου του κόσμου ορίζεις Πανώρ. Δ΄ 278· Στην Έγριπο κατοίκησε κι αποδεκεί λογιάζει Ερωτόκρ. Δ΄ 773· και χίλια στήθη αποδεκεί πληγώνω πάσα μέρα Στάθ. Πρόλ. 50· κάτω στη γη αποδεκεί χαρίζω| κάθα πραμάτου τη θροφή, χορτώ, δεντρώ κι αθρώπω Φορτουν. Ιντ. α΄ 22· Θεά μου, οπού στον ουρανό το τρίτο η κατοικιά σου| ευρίσκεται κι αποδεκεί πλουμίζει η ομορφιά σου·| και αποδεκεί τα πράματα του κόσμου διαφεντεύγεις Φορτουν. Ιντ. γ΄ 63· εσύρνομου και αποδεκεί τ’ αμμάτια μόνο επαίζα Στάθ. Γ΄ 32. Βλ. και απεκείσε β. 2) Απ’ αυτό (= γεγονός που μνημονεύτηκε): και αποδεκεί (ενν. από τις ομορφιές σου) θες γνώσει| πόσες φωτιές με καίγουσι Πιστ. βοσκ. ΙΙΙ 3, 176. 3) Διαμέσου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. *απεδώ-εκεί 2): Γνωρίζεις τη πολλά καλά και αποδεκεί σιμά τση| συχνά περνάς καθημερνό κι από τη γειτονιά τση Φορτουν. Γ΄ 553· κι ωσάν δεν είδαν τίποτας, αποδεκεί περνούνε Τζάνε, Κρ. πόλ. 44510. 4) Από σημείο (όπου προγγίζει κανείς): μ’ αν το πιάσεις (ενν. το μαχαίρι)| αποδεκεί οπού κόβγει| μπορεί να σε πληγώσει Πιστ. βοσκ. Ι 4, 11. 5) Φρ. αποδεκεί που = ενώ, μολονότι: αποδεκεί που δε θαρρεί τινάς, τ’ ακούσιν άλλοι Ερωφ. Α΄ 131.απεκεί,- επίρρ., Τρωικά (Praecht.) 52328, Σπαν. (Hanna) B 445, Ασσίζ. (Σάθ.) 2128, 1753, 19731, 20121, Βέλθ. (Κριαρ.) 283, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 1053, Λίβ. (Wagn.) N 281, Χρησμ. (Trapp) Ι 383, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 866, Μαχ. (Dawk.) 4686, 62813, Θησ. (Βεν.) Β΄ [63], Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 55827, Αχέλ. (Pern.) 2535, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 54, κ.π.α.· απέκει, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 693, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 465, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙ G 65, ΙΙΙ 158 (χφ g) (κριτ. υπ.), 211, 216Ι (χφ g) (κριτ. υπ.), 222 (χφ g) (κριτ. υπ.), 223, 398, 400q (χφ Η) (κριτ. υπ.), Ασσίζ. (Σάθ.) 38017, 46412, Διγ. (Hess.) Esc. 525, Διγ. (Καλ.) Esc. 303, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 861, 968, 1398, 2038, 3309, 3370, 4211, 4806, 6038, 6039, 6067, 6724, 8772, 8913, 8915, 9023, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 235, Φλώρ. (Κριαρ.) 1381, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1048, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1186, Λίβ. (Wagn.) N 135, 225, 511, 870, 2429, Ταμυρλ. (Wagn.) 87, Αχιλλ. (Haag) L 388. 961, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 251, Λέοντ., Αίν. (Legr.) ΙV 11, Θησ. (Βεν.) Β΄ [951], Καραβ. (Del.) 50017, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 267, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 156, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 68, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 132, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 7, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 245, Πένθ. θαν. (Knös) S 332, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1133, 12610, 1383, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 229, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 371, Αλφ. (Κακ.) 1178, Ρίμ. θαν. (Κακ.) 116, Άλ. Κύπρ. 2470, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 588, Σταυριν. (Legr.) 992, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 139, 150, Λίμπον. (Legr.) 89, Μαρκάδ. (Legr.) 695, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 21321, κ.π.α.· απέκεις, Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. β΄ μετά στ. 62, 122· αποκεί, Ασσίζ. (Σάθ.) 527, Μαχ. (Dawk.) 4926, Καραβ. (Del.) 49310, 49520, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 68, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 2736, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 1469, Δ΄ 1184, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) ΙΙ 72, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3128, 36027, 4028, 52123, κ.π.α.· ’ποκεί, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 230, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ε΄ 676· απόκει, Ch. pop. (Pern.) 675, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 9262, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 646, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 563, Ανων., Ιστ. σημ. (Σάθ.) ρμα΄, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ΄ 239, Ε΄ 96, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙV 2, 192 (έκδ. αποκιράσει· γράψαμε απόκει ’ράσσει), Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1481, Β΄ 318, 1135, Γ΄ 1362, Δ΄ 69, 506, Ε΄ 240, 1538, Ευγέν. (Vitti) 336 Ροδολ. Α΄ [198], Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ [594]. Φορτουν. (Ξανθ.) Β΄ 397, Γ΄ 393, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 30823, 47022, 4771, 53213, 5345, κ.π.α.· απόκεις, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 13, Γ΄ 167, Δ΄ 44, Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 21, 554, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 200, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 2098, Γ΄ 451, Δ΄ 1686, Ε΄ 976, 1389, Ευγέν. (Vitti) 204, 244, 1082, 1454, Στάθ. (Σάθ.) Β΄ 72, 289, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β΄ μετά στ. 100, Γ΄ μετά στ. 88, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ μετά στ. [550], Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 292, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [23], Β΄ [578], Ε΄ [472, 502], Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 169, Ιντ. α΄ 131, Γ΄ 703, Δ΄ 401, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 184, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4226, 49522, κ.π.α.· απόκειας, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) Ι 169.
Από την πρόθ. από και το επίρρ. εκεί. Στους τ. απέκει, απόκει(ς), απόκειας, ο αναβιβασμός του τόνου αναλογικά προς άλλα χρον. επίρρ. Για τον τ. απέκει πβ. τον τ. εδέκει του εδεκεί. Ο τ. απόκεις κατά άλλα χρον. επίρρ. (ύστερις, κλπ.). Ο τ. απόκειας κατά τα επίρρ. σε ‑ας. Βλ. και Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 29, Μενάρδ., Αθ. 6, 1894, 146, Παπαδ. Α., Αθ. 29, 1917, ΛΑ 112-3. Η λ. και στον Πορφυρογ., Έκθ. (Vοgt) 158· βλ. και Du Cange, λ. απέκει. Η λ. και Οι τ. της και σήμ. στα ιδιώμ. (ΙΛ)· ο τ. απόκειας και σε κρητ. δημ. τραγ. (Ακ. Αθ., Δημ. τραγ. Α′ 14135).
Α´ Τοπ. α) (Κίνηση από τόπο) από εκείνο το μέρος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): εμίσσεψα απέκει Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6067· β) (κίνηση διά τόπου) από εκεί, διά μέσου: ήθασιν κι απέρασαν απέκει και εις τον Μορέαν εφτάσασιν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1398· γ) (προέλευση): Έλπιζε εις τον ουρανόν να βοηθηθείς απέκει Λίβ. (Wagn.) N 870· φρ. (προκ. για αποπομπή) πηγαίνω απεκεί που έρχομαι: να πάσιν απεκεί που ήλθαν έως Μονοδενδρίου Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 866· δ) (προκ. Για στάση· ενίοτε με το λείπω· η χρ. και προκ. να δηλωθεί τοπικά διαίρεση, χωρισμός) από εκείνο το μέρος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): όταν δε γίνηται βουλή, ποτέ απεκεί μη λείπεις Σπαν. (Hanna) B 445· βλέπεις τον ευνουχόπουλον οπού προσκύπτει απέκει; Λίβ. Esc. 1186· εμπρός μας έναι θάλασσα, κρεμνός απέκει πάλιν Λίβ. N 2429· φρ. αποκεί και απάνω = από ένα σημείο και πέρα: αποκεί και απάνω θέλει να ένι οργιές δεκαέξι Καραβ. 49310. Β´ Χρον. α) Έπειτα, κατόπιν, ακολούθως (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2β): ανέγνωθεν τα γράμματα και απέκει εφίλησέν τα Διγ. Esc. 303· θώριε τον μπούσουλά σου| να μη παραστρατήσομεν κι απέκει, σφάκελά σου Γαδ. διήγ. 156· έστεκεν ως ένι το μάρμαρον· να είπες υπετάγην| ουκ είχα απέκει σπαραγμόν Λίβ. Sc. 1048· απέκ’ ύστερα γίνονται τα μήλα και τα φύλλα Κορων., Μπούας 7· β) φρ. απεκεί και ομπρός = από τότε και ύστερα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α): ημπορεί να το πουλήσει απεκεί και ομπρός Ασσίζ. 20121. Γ́. Γ´ 1) (Ως επακόλουθο μιας προϋπόθεσης) αποκεί και πέρα, κατόπιν: Μόνον ας έναι ευγενική κι απόκει αν σφάλλει σ’ άλλα| να τ’ απομένεις δύνεσαι Δεφ., Λόγ. 563· Τη χώρα ας μου δώσουσι κι απόκει ό,τι μ’ ορίσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 5345. 2) (Με το σύνδ. και) ακόμη, προσέτι: έπειτα ο γεωργός να ’ναι καλός τεχνίτης και απεκεί ο σπόρος καλός Σοφιαν., Παιδαγ. 97. 3) (Με το σύνδ. και) επομένως (Πβ. το σημερ. απεκεί = λοιπόν, στην Κορσική, Blanken, Dial. Cargése 211): και απεκεί ουδέν είπεν καλά και αρμόδια; Σοφιαν., Παιδαγ. 102. Εκφρ. 1) Τα απέδω και τα απέκει = τα πoικίλα Προδρ. ΙΙ G 65. 2) Αποεκεί απού = ενώ, μολονότι Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 396. — Βλ. και εκεί.απήτις,- σύνδ., Διγ. (Καλ.) Esc. 1577, Βεν. (Λάμπρ.) 34, Ch. pop. (Pern.) 36, 231, 508, 575, 612, 748, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 109, Χ 35, Σαχλ. (Vitti) N 275, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 246, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 110, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 59, 237, 273, 313, 323, 379, 380, 421, 453, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 9, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 62, 295, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) AN 253, L 67, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 295, Περί γέρ. (Wagn.) 45, Αχέλ. (Pern.) 896, 1882, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 246β 17, φ. 335α 6, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 169, Δ΄ 75, 302, Ε΄ 11, 521, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 33, Β΄ 421, Γ΄ 633, Ε΄ 329, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 565, Β΄ 15, 348, Γ΄ 185, Δ΄ 207, Ε΄ 127, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 2, 75· ΙΙ 1, 228, 257· ΙΙΙ 1, 25· 2, 54· IV 5, 309· V 3, 60· 4, 106· 6, 194, 380, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 297, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 191. 617, 953, 1382, Βίος αγ. Νικ. (Legr.) 163, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1221, 1399, 2097, Β΄ 1661, 2103, Γ΄ 1006, Δ΄ 1205, 1374, Ε΄ 175, 625, 1025, 1056, Θυσ. (Μέγ.)2 77, 769, 850, 880, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 22, 39, Β΄ 299, Γ΄ 41, 117, 242, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ΄ 49, Δ΄ 109, δ 55, Ροδολ. Α΄ [129, 595], Β΄ [12], [247, 297, 304], Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) ΙΙ 9, Φορτουν. (Ξανθ.) Πρόλ. 63, Α΄ 2, Ιντ. α΄ 3, 168, Β΄ 35, 370, 496, Ιντ. β΄ 58, Γ΄ 617, 751, Ιντ. γ΄ 5, 77, 117, Ιντ. δ΄ 148, Ε΄ 175, 313, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 182, Α΄ 320, Β΄ 397, Γ΄ 127, 366, Δ΄ 96, Ε΄ 224, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 25, 95, 237, 353, 467, 627, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14321, 1471, 1497, 18019, 2018, 20625, 21419, 22919, 23315, 24520, 25119, 25711, 27511, 2811, 2874, 3001, 30419, 31521, 3495, 35725, 36717, 3748, 37523, 38521, 4078, 40924, 41516, 42421, 44111, 44219, 44315, 44623, 44823, 45521, 4747, 4807, 5003, 5007, 50515, 51815, 5255, 5358, 5399, 54316, 54925· απήτι, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 103, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 33, Αχέλ. (Pern.) 1140, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ΄ 621, Φορτουν. (Ξανθ.) Β΄ 222, Ε΄ 109· απήντις, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 151, 219, 399· αφήτις. Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 967, 10335, 10465, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 33, Τριβ., Ρε (Irmsch.) 174· αφόντις, Αχιλλ. O 252· αφούτις, Λίβ. Esc. 536, 1435· αφουτίς, Ασσίζ. (Σάθ.) 482· απέτις, Λίβ. (Lamb.) Esc. 4064· επήτις, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2887.
Από το σύνδ. απής κατά συμφ. προς το απότις (ΙΛ, λ. αφήτι) ή κατ’ αναλογία προς άλλα επιρρ. σε ‑τις (Βλ. Ξάνθ., Κρ. Χρ. 1, 1912, 270).Η λ. και οι τ. της και σήμ. (ΙΛ, λ. αφήτι). Για τον τ. αφουτίς πβ. τ. αφούτις (ΙΛ, λ. αφήτι).
1) α) Όταν, αφού (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφήτι 2α): Κι απήτις εθρηνήσαμεν κι εκλάψαμεν ομάδιν,| τότε την ερωτήσαμεν: «Και συ πότε στον άδην;» Απόκοπ. 421· Κι απήτις μας ευχίστηκεν, εδάκρυσεν κι εξέβην Απόκοπ. 323· απήτις φτάξει σε καιρό παιδιά να φανερώσει Φορτουν. Α΄ 2· βλ. και άμα Γ1, αν 5· β) μόλις (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφήτι 2β): γιατί αφήτις, αφέντη, σε βιγλίσει,| στον ουρανό πηγαίνει τραγουδώντας Κυπρ. ερωτ. 10465· κι απήτις μας εγνώρισεν, ήρθεν κι εσίμωσέ μας Απόκοπ. 380· γ) από τη στιγμή που, αφότου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφήτι 1): και αφήτις εγεννήθηκες ποτέ καλό δεν είδα Τριβ., Ρε 174· Απήτις ανετράλισα τα ερωτικά σου κάλλη ...,| ο νους μου βιάζει με ... Ch. pop. 231· Κι απήτις εσκλαβώθηκα κι οι Τούρκοι μ’ επατήσαν,| ... βλάστησαν τα δέντρη μου Τζάνε, Κρ. πόλ. 18019. 2) (Χρον., αιτιολ.) αφού, μια και: Όσοι κι αν εγλυτώσανε, απήτις τους νικήσαν,| τους πήρανε για το κουπί Τζάνε, Κρ. πόλ. 41516· Μ’ απήτις εξημέρωσε κι άργησα να σε ιδούσι| τα μάτια του προσώπου μου, ήθελα να χυθούσι Κατζ. Β΄ 169. 3) (Πολλές φορές με επόμενο το σύνδ. και) μια και, επειδή (Η σημασ. και σε κρητ. δημ. τραγ., Ακ. Αθ., Δημ. τραγ. Α′ 222 και σήμ., ΙΛ, λ. αφήτι 3): μ’ απήτις θέλει ο βασιλιός, δεν ημπορά γενεί άλλο Φορτουν. Ιντ. δ΄ 148· Μ’ απήτις με κακήν καρδιά στέκεται, θα τση στείλω Ερωφ. Β΄ 15· Μ’ απήτις έφταξα εδεπά, θα πάγω να χτυπήσω| την πόρτα να μ’ ανοίξουσι Κατζ. Ε΄ 11· Αφέντη, λαμπιρή για μας κράζεται τούτ’ η μέρα,| απήτις κι έτοιον όμορφο μαντάτο μας εφέρα Ερωτόκρ. Δ΄ 1374. Βλ. και ανίσως 3. 4) (Με επόμενο το σύνδ. και) ακόμη και αν: γιατί, σα με νικήσουνε, όλοι σας θα κοπείτε,| απήτις κι εις τα μνήματα μπείτε να φυλακτείτε Τζάνε, Κρ. πόλ. 5358. Βλ. και ανίσως 2. — Βλ. και απής.από (I),- πρόθ., Φυσιολ. (Karn.) Μ 326, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 249, Σπαν. (Hanna) Α 18, 131,164, 524, 532, 551, Β 124, 347, Σπαν. (Ζώρ.) V 69, Σπαν. (Hanna) V 122, 126, 167, Σπαν. (Hanna) Ο 53, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 457, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 493, 626, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 120, Προδρ. (Hess.-Pern.) II G 18, III 45, Καλλίμ. (Κριαρ.) 193, 284, 2271, Έκφρ. ξυλοκ. (Λάμπρ.) 156, Ασσίζ. (Σάθ.) 611, 75 , 8921, 1443, 18711, 40030, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 53720, Ορνεοσ. άγρ. (Hercher) 51924, 53714, 5392, Διγ. (Mavr.) Gr. IΙΙ 266, IV 131, 926, VIII 43, 185, Διγ. (Hess.) Εsc. 136, 138, 1316, 1589, 1759, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2835, Διγ. (Καλ.) Α 1440, 2113, 3759, Βέλθ. (Κριαρ.) 71, 248, 249, 328, 405, 530, 538, 566, 700, 714, 914, 1213, 1277, Εβρ. έλεγ. (Παπαγ.) 174, Ερμον. (Legr.) Λ 70, Ν μετά στ. 392, Ξ 73, 105α, Ψ 317, Χρον. Μορ. (Καλ.) Η 439, 940, 1255, 1599, 1675, 1713, 2562, 2738, 2827, 2918, 3531, 4969, 5797, 6107, 6534, 6549, 7290, 7625, 8420, 8683, Χρον. Moρ. (Schmitt) Ρ 3865, Πουλολ. (Krawcz.) 213, Βίος Αλ. (Reichm.) 3661, Φλώρ. (Κριαρ.) 494, 1264, Σπαν. (Ζώρ.) V 41, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 275, 400, Περί ξεν. (Wagn.) V 31, 404, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 133, Λίβ. (Μαυρ.) P 61, 1867, Λίβ. (Lamb.) Sc. 933, 2213, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1077, 3262, 4019, Λίβ. (Lamb.) N 46, 155, Λίβ. (Wagn.) N 838, 1889, Αχιλλ. (Haag) L 284, Αχιλλ. (Hess.) N 39, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 106, 149, 266, 347, Ιμπ. (Κριαρ.) 178, 233, 434, Γράμμ. κρ. διαλ. (Μανούσ.) σ. 7, Χρησμ. (Trapp) I207, V3, VI28, VII14, IX11, Φυσιολ. (Zur.) I 2α5, Χειλά, Χρον. (Hopf) 356, Μαχ. (Dawk.) 803, 25410, 3204, 3729, 57822, 38626, 42010, 42214, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 628, 83, 10, 23, 1010, 34, 1212, 28, 31, 1418, 29, 32, 1082, 1149, 1244, 26, 1264, 12617, 12829, Θησ. (Foll.) I 125, Θησ. (Schmitt) 339 IV 5, Ch. pop. (Pern.) 20, 30, Καραβ. (Del.) 49226, 49316, 30, Γεωργηλ., Θαν. (Legr.) 197, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 683, Βουστρ. (Σάθ.) 414, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 46, 53, Σοφιαν., Παιδαγ. (Legr.) 92, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 14715, 14811, Αγν., Ποιήμ. (Ζώρ.) 16, Σαχλ. (Vitti) N 93, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 535, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 395, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 771, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 3, 13, 31, 120, 197, 448, 479, 485, 487, Ριμ. Απολλων. (Morgan) 356, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 183, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 212, 343, 344, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 10, 360, Θρ. Θεοτ. (Μανούσ.) 119, Πεντ. (Hess.) Γέν. IΙΙ 1, VIII 8, XIV 20, XX 6, XXVII 30, Έξ. I 9, XIV 5, XXX 2, Αρ. XIII 25, XXII 16, 23, XXIV 11, XXXIII 8, Δευτ. IX 1, XX 1, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 511, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 7916, 12425, 1497, Μηλ., Οδοιπ. (Παπαγ. Σπ.) 636, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 282, 1307, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 78, Β΄ 98, 387, Γ΄ 378, Δ΄ 291, Ε΄ 188, 209, 453, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 397, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 195, 440, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 754, Γ΄ 696, 1501, Στάθ. (Σάθ.) Πρόλ. 19, Α΄ 239, 272, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 29, 55, 67, Ροδολ. Α΄ [68], Ε΄ [549], Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 76, 428, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ΄ [506], χορ. δ΄ [8 ], Λίμπον. (Legr.) Αφ. 38, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 44, 77, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 670, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 26017, Αλφ. (Mor.) ΙΙΙ 10· ’πό, Διγ. (Καλ.) A 1908, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 393 (μετά διόρθ. Ξανθ., Παναθήν. 18, 1909, 180· έκδ. παραλ.), Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 33, 1003, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 295, 468, 803, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 222, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 44525· αποτά, Φαλιέρ., Ιστ.2 740 χφ V· απού, Ασσίζ. (Σάθ.) 828, 129, 2125, 3114, 4131, 5531, 8327, 924, 934, 9710, 10618, 1092, 1272,1446, 2203, 3122, 34022, 3526, 38829, 40130, 4145, 4212, 4619, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1357, Μαχ. (Dawk.) 223, 226, 3826, 701, 19631, 25410, 3404, 36231, 36417, 4066, 45615, 47211, 52235, 6064, 60832, 62011, 16, 63038, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 137, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 28, 1513, 1613, 248, 578, 588, 766, 771, 805, 9131, 923, 9361, 9914, 22, 10823, 10930, 38, 11030, Αχέλ. (Pern.) 310, Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 447, Γ΄ 180, Ερωφ. (Ξανθ.) Αφ. 42, Α΄ 488, Β΄ 254, 385, 410, Γ΄ 272, Δ΄ 120, Ιντ. δ΄ 109, Ε΄ 142, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 2, 208· III 6, 8· V 6, 329, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 85, Επιστ. Ηγουμ. 168, 175, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 217, 314, 507, 512, 565, 732, 919, 926, 1200, Β΄ 1283, Ε΄ 470, Θυσ. (Μέγ.)2 24, 31, 288, 814, 1079, Στάθ. (Σάθ.) Ίντ. α΄ 11, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [9, 66, 173], Δ΄ [119], Ε΄ [272], Ροδολ. Α΄ [344], Ε΄ [588], Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) II 12, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 144, Γ΄ 57, Δ΄ 407, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 59, Β΄ 196, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 634, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 28714, 3038, 5473, Διακρούσ. (Ξηρ.) 8022, Αλφ. (Mor.) III 48· ’πού, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 211, 2, 325, 351, 592, 643, 9232, 9444, 965, 10624, 1073, 25, 11031, 34, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 197, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 32217, 3787· απέ, Ιων. (Hess.) 2168, Ασσίζ. (Σάθ.) 49, 1521, 1612, 1923, 2214, 3516, 27, 386, 391, 413, 12, 4514, 4710, 5114, 552, 6416, 653, 6915, 803, 6, 8, 11, 8230, 889, 8921, 9022, 9121, 9831, 1098, 11415, 1214, 12413, 12721, 14217, 15028, 15227, 15422,1593, 16322, 17622, 1784, 17922, 2286, 23711, 25413, 2618, 27121, 28227, 30226, 3049, 32329, 3414, 35318, 3591, 3624, 3777, 41024, 4137, 41524, 4166, 13, 4219, 17, 4234, 4799, 4813, 5217, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 52014, 55125, 57714, Βέλθ. (Κριαρ.) 574, 978, Ακ. Σπαν. (Legr.) 167, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 138, 153, 572, 641, 687, 794, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 570, 3175, 6519, 6864, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 4159, 4901, 6226, 6687, 6808, 8967, Πτωχολ. (Schick) P 144, Διήγ. Βελ. (Cant.) 23, Φλώρ. (Κριαρ.) 74, 108, 306, 547, 681, 730, 896, 916, 1020, 1064, 1082, 1454, 1549, 1617, 1797, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 317, Απολλών. (Janssen) 770, Λίβ. (Lamb.) Esc. 4207, Λίβ. (Lamb.) N 155, Λίβ. (Wagn.) N 247, 1631,1948, 2167, 2405, Αχιλλ. (Hess.) L 271, 582, 713, Αχιλλ. (Hess.) N 278, 316, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 13, 477, Ιμπ. (Κριαρ.) 209, 343, 358, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1392, Ανακάλ. (Κριαρ.) 11, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 120, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C 191, 423, Μαχ. (Dawk.) 48, 22, 64, 1020,1823, 2013, 2622, 3812, 18631, 30626, 3641, 37032, 34, 37237, 41223, 43611, 4664, 46835, 48232, 53221, 55815, 59014, 67626, Θησ. (Foll.) I 5, 30, 58, 63, 64, 75, 96, 132, Θησ. (Βεν.) Πρόλ. 127, 154, 192, Β΄ [96], [104], Βουστρ. (Σάθ.) 413, 417, 452, 456, 46828, 50223, 51921, 53411, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 704, Πικατ. (Κριαρ.) 417, Συναξ. γυν. (Krumb.) 99, 871, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 14, Πεντ. (Hess.) Γέν. II 6, 9, IV 13, XVI 2, XXVI 10, Αρ. X 12· ’πέ, Αχιλλ. (Hess.) L 1134, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 128· απ’ (μπροστά από φωνήεν), Σπαν. (Hanna) V 24, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 82, Ασσίζ. (Σάθ.) 1818, Διγ. (Καλ.) A 242, Βέλθ. (Κριαρ.) 366, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 378, Απολλών. (Wagn.) 550, Λίβ. (Lamb.) Esc. 974, Λίβ. (Lamb.) N 836, 841, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 33, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 197 (έκδ. αποκάτω· διόρθ. Ειδική Χρήση: Ξανθ., Κρ. Λαός 1, 1909, 10, σε απ’ εκατόν), Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 418, Ερωφ. (Ξανθ.) Αφ. 50, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 2071, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Δ΄ 62, Λίμπον. (Legr.) 68 κ.ά.· απ’ (μπροστά από τ), Χρον. Τόκκων (Schirò) 2009, Ερωφ. (Ξανθ.) Αφ. 50, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 2071, Γ΄ 67· ’π’ (μπροστά από φωνήεν), Κορων., Μπούας (Σάθ.) 50, Λίμπον. (Legr.) 262, κ.ά. ’π’ (μπροστά από σύμφωνο), Αλφ. (Κακ.) 1158· αφ’ (μπροστά από τ), Βέλθ. (Κριαρ.) 442, 1154, 1279, 1312, Σωσ. (Legr.) 53, 73, Χρησμ. (Trapp) I 302, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 419, 428, Γεωργηλ., Θαν. (Legr.) 32, 408, 459, 460, 493, 637, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 8636, Διγ. (Lambr.) O 722, 1705, 2414.
Η αρχ. πρόθ. από. Για τη νεωτερ., ιδίως τη νεοελλην. χρ. της, βλ. Άμ., ΛΑ 5, 1918/20, 132 κέ. Για τους τ. της βλ. επίσης Άμ., ΛΑ 5, 1918/20, 132 κέ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 478, Χατζιδ., ΕΕΠ 7, 1910/11,83 και ΙΛ στη λ., ετυμολ. Για την παλαιότ. σύνταξη και χρ. της πρόθ. βλ. Hatzid., Einleit. 224 Jannaris, Hist. Gramm. 373, Raderm., Neutest. Gramm. 21925, 143, Treu (Aus der Byz. Arbeit der DDR 1, 1957, 17-23), Mihevc (Ziva antika 15, 1966, 355), Lampe, Lex. στη λ. VI και Sophocl. στη λ. 13. Για τη σημερ. σύνταξη της απόβλ. ΙΛ στη λ. (ετυμολ.) και για τη χρ. της με γεν. σε ορισμένες νεοελλ. εκφρ. βλ. Κριαρ., ΕΕΦΣΠΘ 8, 1960, 221. Για τον τ. απού μπροστά από τ βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 478 και Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ., σ. 388. Η άποψη του Ξανθ. ορθότερη.
1) α) Απομάκρυνση από πρόσωπο, τόπο, πράγμα, ενέργεια, κλπ. (Η χρ. μτγν., Bauer, Wört. στη λ. IΙΙ, Lampe, Lex. στη λ. I Α2, Sophocl. στη λ. 5 και σήμ.,ΙΛ στη λ. Α14α [α]): έκλινεν το μουλάρι από τη στράτα Πεντ. Αρ. XXII 23· να τον διώξουν απέ το ρηγάτον Ασσίζ. 2286· σηκώνετ’ αφ’ την κλίνην του Διγ. O 1705· με το γλυκύν το δείσ σου δώσ’ μου θάρος| … και θέλει λείψειν απού μεν ο χάρος Κυπρ. ερωτ. 9922· οι Γενουβήσοι, διά να μηδέν δράξουν τον ρήγα απού τα χεργία τους οι Βενέτικοι εις το έλα του, αρματώσαν ϛ΄ κάτεργα Μαχ. 6064. τώρα είναι καιρός να μού βουθήσετε και να με αποβγάλετε απέ το πρόσωπον τους Γενουβήσους Μαχ. 53221· Σηκώσου απού τα πόδια μου, τίβοτας μη φοβάσαι Ερωφ. Ιντ. δ΄ 109· ώσπερ από πορνείαν φεύγε, (ώ) υιέ, ώσπερ από φαρμάκι Σπαν. O 53΄ και το καλό απού το κακό ποιόν είναι δε γνωρίζεις Ερωτόκρ. A΄ 1200· έβγαλε τέτοιο λογισμό απού την όρεξή σου Θυσ.2 814· από τα μάτια μου εχάθηκεν το ’λάφιν Απόκοπ. 13· και είπεν ή Σαρράι … εμπόδισε με ο Κύριος απέ του γεννήσει Πεντ. Γέν. XVI 2· απεστείλαμε (= ελευθερώσαμε, απαλλάξαμε) το Ισραέλ από να μας δουλέψουν Πεντ. Έξ. XIV 5· Αρ. XIII 25· φρ. (1) βγάνω από τον νουν μου, την όρεξη, κτλ. =λησμονώ: απολησμόνει το γουργόν, έβγαλ’ τ’ από τον νουν σου Σπαν. B 347· Θυσ.2 814· (2) βγαίνω από τον νουν μου = τα χάνω, σαστίζω, γίνομαι «αλλόφρων»: απέ τον νουν του έβγαινεν απέ τόν πόνον οπού είχεν Θησ. I 58· Ιμπ. 178· (3) βγαίνει (κάτι) από τον νουν μου = ξεπερνά το μυαλό μου, δεν το θυμούμαι: εις το με βιάζεις να σε πω τούτο πότες εγίνη | λανθάνομ’ από τον καιρόν και από τον νουν μου εβγαίνει Απόκοπ. 448· (4) βγαίνω από τα πρόσωπα του … και συνεπαίρνω από τα πρόσωπα = απομακρύνομαι, φεύγω από (κάποιον) Πεντ. Γέν. XXVII 30, Αρ. XXXIII 8· (με επιρρ. όπως έξω, μακρά, παρέξω, πέρα, κλπ.): είσ’ άπ’ την περηφάνεση μακρά του κόσμου …| τη σκοτεινή Ερωφ. Αφ. 50· σκλερόν είναι πολλά να παραδώσω| έξ’ άφ’ την δούλεψήσ σου Κυπρ. ερωτ. 8636· Αχιλλ. L 582· Διακρούσ. 8022· Ασσίζ. 828· ξεχωριστά από = εκτός από: Πόσες φτωχές εκακομοιριαστήκα| ξεχωριστά ’πού τσ’ άνδρες που πιαστήκα Λεηλ. Παροικ. 634· β) απόσταση (Η χρ. μτγν.· βλ. Κριαρ., Ελλην. 12, 1953, 378): απεξέβηκαν ως από μίλιν ένα Διγ. Esc. 1316. 2) Απαλλαγή (Η χρ. μτγν., L‑S στη λ. 110· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. I C1· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 13): εις είντα μόδον να γλυτώσουν απέ τούτην (την) ταραχήν Μαχ. 1020· Χάρε, … απού τα τόσα πάθη λύτρωσέ με Κυπρ. ερωτ. 578, σ’ έβγαλεν ο Θεός άφ’ τον ζυγόν τον ένα Γεωργηλ., Θαν. 408· Σπαν. A 532· Ασσίζ. 6915· Θρ. Θεοτ. 119· Ερωφ. Δ΄ 120· Διγ. O 2414. 3) Στέρηση (Η χρ. και παλαιότ., Sophocl. στη λ. 9): ακληρήθη η αρχόντισσα, η ντάμα Μαργαρίτα,| από το κάστρον κι αφεντίαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7625· οι Τούρκοι ωσάν είδασι κι ήτονε νικημένοι| κι απού τα τείχη έρημοι Τζάνε, Κρ. πόλ. 28714· λείποντας ξύλ’ απού το καμίνι Ροδολ. Ε΄ [272]· Γεωργηλ., Θαν. 197· Ριμ. Βελ. 683, Πεντ. Αρ. XXIV 11. 4) Αλλαγή (Η χρ. μτγν., L‑S στη λ. 19 και Lampe, Lex. στη λ. I D2): δύνεσαι απού νεκρόν να μ’ αναστήσεις Κυπρ. ερωτ. 588. 5) α) Προέλευση από πρόσωπο ή τόπο (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. III 4 και III 1b, 5· πβ. και Bauer, Wört. στη λ. IV, Lampe, Lex. στη λ. ΙΙb και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1): επήρεν ορισμόν η άγια δέσποινα Ελένη … απέ τον υιόν της Μαχ. 48· επερίλαβεν τίποτες απέ τον απεθαμένον Ασσίζ. 17922· το θάνατό μου επήρα (παραλ. 1 στ.) απού τον απονώτατο τον ίδιον αδερφό μου Ερωφ. Γ΄ 272· απέ γυναίκα τίποτε τόσον κακόν ούκ ήλθεν Πόλ. Τρωάδ. 794· ο κοντοσταύλης … εστράφην απού την Κερυνίαν Μαχ. 36417· ως αστραπή ’π’ Ανατολής τρέχει να πάει στην Δύσην Κορων., Μπούας 50· να φέροσι τον Μουσταφάν από τον Μυζήθρα Σφρ., Χρον. μ. 1212· τότες απού το χάλασμα βγαίνουν οι αντρειωμένοι Ερωτόκρ. Α΄ 565· βάλε και καβούρους από ποταμού και κρασί και ας βράσουν Σταφ., Ιατροσ. 249· να δω παιδία έμορφα ’πέ (έκδ. απέ· διορθώσ.) τα εδικά σας μέλη Αχιλλ. L 1134· Κυπρ. ερωτ. 766· Αχιλλ. O 33· εκφρ. (1) από λόγου μου = από δικό μου, εγώ ο ίδιος, από δική μου πρωτοβουλία: λάλησε και από λόγου σου· είπε τους πονεμένους Απόκοπ. 487· Όρα τί είπαν οι πρέσβεις τον Αχιλλέαν από λόγου τους χάριν διδασκαλίας Ερμον. Ν τίτλ.· (2) από δικού μου = εγώ μόνος μου (πβ. το αρχ. άφ’ εαυτού, L‑S στη λ. Α6): ας το λογιάσει κι ας το δει κι από δικού ντ’ ας κρίνει Ερωτόκρ. Γ΄ 1501· (3) από ’ξαυτόν μου ή από ’ξαύτου μου = από εμένα, από κοντά μου: Γιατί κυρά μου φεύγει απού ’ξαυτόν μου,| ήλθα, πουλλιά, μ’ εσας να καταντήσω Κυπρ. ερωτ. 771· Κυπρ. ερωτ. 1513· (4) από μέρους μου, από το μέρος μου, από την μεριάν μου ή απέ την μερίαν = από μέρος μου, στη θέση μου (πβ. Lampe, Lex., λ. μέρος D7a): είπες του από το μέρος μου αν χρήζει πλέον φουσάτα,| ας έχω είδησην μικρήν κι ευθέως να του αποστείλω Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6549· (5) (και με το σύνδ. ως) ως από = σαν από: ως από λόγον μας γραφές αυτές βάστα μετ’ εσού Απόκοπ. 485· (6) οι από ξένης = οι ταξιδιώτες, οι οδοιπόροι Λίβ. Sc. 2213· (7) (με επιρρ. όπως απέσω, από πάνω, μέσα, πάνω) απέσω απέ = μέσα από: ως ήλιος εμπρόβαλεν απέσω απέ το νέφος Αχιλλ. L 271· (8) μέσα από = από: ας μπαίνει ο ένας έκ τ’ άλλου μέσα απού την αγκάλη Ροδολ. Γ΄ [66]· έλεγες ότι αστράπτουσιν από το χιόνι μέσα Λίβ. N 889· (9) απ’ όνομα· βλ. ά. όνομα Έκφρ. 2· (10) πάνω από = από: αρχίσανε οι λουμπαρδές ’πού τα καράβια πάνω Τζάνε, Κρ. πόλ. 3787· (11) αποπάνω από = από: αποπάνω από το παλούκι πολλά τους ονειδούσεν και έβριζεν Συναδ., Χρον. 29· β) εξουσιοδότηση, εντολή (Για την έκφρ. ως από προσώπου ή ως εκ προσώπου στην επιστολογραφία βλ. Τωμ., Βυζ. επιστολογραφία 3 Γ΄ 95-6 και Τωμ., Αθ. 64, 1960, 8-11): τιμητικά τόν χαιρετούν (ενν. τον βασιλέα) από τους κεφαλάδες Χρον. Μορ. (Καλ.) H 570· Αφέντη, εγώ λαλώ σου από τον ρήγαν ότι εσού ήσουν η αφορμή … Μαχ. 3201· παρακαλούν και λέγουν τον … απέ τον ρήγαν Ιμπ. (Wagn.) 371· ου λέγω εξ εμού άλλ’ από της κυρας μου, … Χρυσάντζας της ωραίας Βέλθ. 914· 6) Καταγωγή (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. III Ια και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1β): αν ένι γνήσιες και από ενού πατρός και απέ μιας μητρός Ασσίζ. 42117· ψουμάτους καβαλάρηδες απού μεγάλην γενιάν Μαχ. 3404· Ημεις γάρ ευρισκόμεθα από γενεάς μεγάλης Διγ. Esc. 136· Γνωρίζω τη, και πούρι δα δεν είμαι απού τα όρη Φορτουν. Α΄ 144· Ασσίζ. 889· Διήγ. Αλ. V 53· Κατζ. Ε΄ 209. 7) α) Αφετηρία (ιδίως χρον.) ήδη από … (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. II· βλ. και Bauer, Wört. στη λ. II, Lampe, Lex. στη λ. II A3, Sophocl. στη λ. 4· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 14β [α]): απέ κείνην την ημέραν ευρίσκουνταν καβαλάρηδες εις την Κύπρον Μαχ. 55815· απού την πρώτ’ αργατινή πού ’παίξε το λαγούτο| ελόγιασά το κι είπα το: για μένα είναι τούτο Ερωτόκρ. A΄ 919· οι άνθρωποι του νόμου απού ιδ΄ ετών και η γεναίκα απέ ιβ΄ ετών ημπορούν καλά να ποίσουν διαθήκην Ασσίζ. 40130· απέ το τάρμενον τών ζ΄ ημερών Ασσίζ. 14217· εποίκαν … διαλαλημόν: «Πάσα άνθρωπος απού ιε΄ χρονών και απάνω να έλθουν να τους δώσουν όρδινον» Μαχ. 36231· απέ ένα μάρκον ασήμιν και άνων Ασσίζ. 4234· Κατζ. Β΄ 387· εκφρ. (1) από την πρώτη = ήδη από την αρχή: αρχή μικρή κι αψήφιστη ήτον απού την πρώτη,| μα εδά ’χει τόση δύναμη κ’ έτσι μεγάλη εγίνη … Ερωτόκρ. Α΄ 314· (2) από καιρό(ν) = όπως και σήμ.: ερώτουνα (διορθ.) και από καιρό μου ’λεγες κ’ ήχασές το Στάθ. Α΄ 239· Κυπρ. ερωτ. 9131· σώζεται όμως και η σύνταξη με γεν.: από καιρού, Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ., σ. 501· β) (αφετηρία με δήλωση και τέρματος)· από … έως (Η χρ. μτγν., L‑S στη λ. I 8, Sophocl. στη λ. 5β): τα κάγκελα εξηλώθησαν άπ’ άκρας έως άκραν Προδρ. I 82· απέ το Νίκλι έως την Λακιδαιμονίαν ένι δασώδης τόπος Χρον. Μορ. P 6687· επηγαίναν οι ανθρώποι απού τόπον εις τόπον με τα κτηνά τους να εύρουν νερόν Μαχ. 226· είδαμ’ από γης ως γή τον άθρωπο να πέσει Ερωτόκρ. Α΄ 754· ξεφάντωσ’ απού το ταχύ ως το βραδίν εκράτει Ερωτόκρ. Α΄ 512· έριξεν τες σαγίτες της απ’ ύστερην ως πρώτην Απόκοπ. 418· Βέλθ. 366· φρ. (1) (Προκ. για κτήριο και με ρ. όπως κατεδαφίζω, αφανίζω, κλπ.) από τα θεμέλια — συθέμελα, σύριζα· εντελώς, ολοκληρωτικά (πβ. το αρχ. και μτγν. εκ θεμελίων και το σημερ, από θεμελίου· για το τελευταίο βλ. Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ. σ. 501): Κατηδάφισαν … και το του αγίου Δημητρίου μοναστήριον από τα θεμέλια Ηπειρ. 25116·. (2) (Με ρ. όπως ποιώ, κτίζω, κλπ.) απού γής = από τα θεμέλια: όρισεν και εποίκαν εκκλησίαν απού γης Μαχ. 3826· Μαχ. 701·. (3) Αποκάτω από τον πάτο = σύριζα· ολοκληρωτικά: την χώραν την αφάνισεν ’πουκάτω ’πού τον πάτο|· τα σπίτια και τα τείχη της έβαλεν άνω κάτω Παλαμήδ., Βοηβ. 197. 8) Διαμέσου τόπου (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 14α [β]): ας υπαγαίνωμεν … από της στερέας Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1599· τα έστελναν … εις την Κωνσταντινούπολη από θαλάσσης Διήγ. Αγ. Σοφ. 14811· έφυγαν και επεράσαν απέ το ρηγάτον Ασσίζ. 25413· από το πόρτο τσ’ Άγουσας εβγαίνει| τότε και από τη Μύκονο παγαίνει Λεηλ. Παροικ. 670· περάσαντος τον Παϊζίτη από το επάνω Στενόν εις την Δύσιν Σφρ., Χρον. μ. 1231. 9) Εξάρτηση (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2): κρέμμασεν και κείνον απέ τα ποδία Βουστρ. 456· απέ το χέριν τόν κρατεί Φλώρ. 1454· ’πού τα μαλλιά τες σύρνουσιν Θρ. Κύπρ. M 765· βουηθάτε μου να σηκωθώ· κράτει μ’ απού το νώμο Θυσ.2 1079· τόν ανακρεμάσαντα τον ουρανόν από της γής Φυσιολ. M 326. 10) Ύστερα από, μετά (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. II· και παλαιότ. βυζ., Lampe, Lex. στη λ. I Bl, Sophocl. στη λ. 6· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 14 β [δ]: από θανάτου του ρέ Πιέρ … αρμάστην με τον υιόν του πρίντζη Μαχ. 57822· Ασσίζ. 40030· Η Σωφροσύνη απ’ αυτήν (= μετά τη Δικαιοσύνη) ανέβη εις γήν ολίγον Λίβ. Esc. 974· Λίβ. N 836, 841· έκφρ. απέ τούτον (ουδ.) = κατόπιν· έτσι: παρακαλεί σας να πιάσετε την εζήτησήν του, αν φανεί της αυλής. Και απέ τούτον εμπαίνει εις την αυλήν Μαχ. 30626. 11) Ποιητ. αίτ. (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. III 4· βλ. και Bauer, Wört. στη λ. V 6, Lampe, Lex. στη λ. III Β και Sophocl. στη λ. 1· και σήμ., ΙΛ στη λ. A3): Κατεφρονέθης απ’ εμού, δέσποτα αυτοκράτορ Διγ. A 242· απέ τους αρχιερείς Λατίνων να χειροτονούνται διάκονοι Μαχ. 2622· αφ’ τον Θεόν και αφ’ τους αγιούς τέλεια ευλογημένος Γεωργηλ., Θαν. 493· απ’ ολωνών των βασιλιών του κόσμου ζηλεμένος Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 62· Πιστ. βοσκ. I 2, 208· Κυπρ. ερωτ. 1073. 12) Αναγκ. αίτ. (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. III 6· βλ. και Bauer, Wört. στη λ. VI και 3, Lampe, Lex. στη λ. II Α2· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α4): Μιαν από κόπου νύσταξα να κοιμηθώ εθυμήθην Απόκοπ. 3· μίαν σκλάβαν απού πέφτει απού κακήν αρρωστίαν Ασσίζ. 4131· από την αστένειαν σου πολλά το λυπούμεθαν Μαχ. 3729· απού την πείνα την πολλή συχνιά το νου μου χάνω Φορτουν. Γ΄ 57· από νερό διψούσαν Αιτωλ., Μύθ. 511· ήρξατο από πόνου του τα τέτοια να τον λέγει Λόγ. παρηγ. L 457· Πολλά ’μαι κουρασμένος ’πό τα όρη Βοσκοπ. 222. από άμετρου και πολλής πεσούσα αθυμίας| επί του νέου συμπαθώς εξέπνευσεν η κόρη Διγ. Gr. VIII 185· εξέβηκα από λύπης μου και κόσμον περιεπάτουν Λίβ. N 46· τρέμει αφ’ τον φόβον Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 428· απέ τας πικρίας λιγνεύω Συναξ. γυν. 871· Αν είχεν είσταιν χιόνιν, ώ κυρά μου,| έλυεν απού τον πόθον κι αχ την βράστην Κυπρ. ερωτ. 10938· ο πλούτος, το λογάριν σου ως άνεμος παγαίνουν,| λαχαίνουσιν και χάνονται από φωτιά ή κούρσας Σπαν. V 41· περί των πραγμάτων τών να ρίξουν εις την θάλασσαν από κακού καιρού Ασσίζ. 75· απέ τον μέγαν πλούτον τόν είχαν εκαταφρονούσαν τους λας Μαχ. 4664· επίασε το Εξαμίλιον και έκτισεν αυτό, κακώς δε από της συντομίας Σφρ., Χρον. μ. 12829· απού το δείσ σου πάντα μαρτυρίζω, αλλ’ όμως ο φτωχός πάντα ποθώ το Κυπρ. ερωτ. 9914· είχα εις τον νουν μου| να οικοδομήσω εκκλησίαν, να ποιήσω μοναστηρι κι ουδέν το εκατευόδωσα από τες αμαρτίες μου Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2738· Δεν έχω παραπόνεσην ’πού σέναν,| άμμε ’πού το πικρόν το ριζικόν μου Κυπρ. ερωτ. 212· ποντίκιν κακορίζικον από την κακοτύχην Πουλολ. 208· Σπαν. (Hanna) V 122· Σπαν. A 18, 524· Προδρ. Η G 18· Ασσίζ. 1092, 1272· Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2918, 8420· Λίβ. Esc. 4019· Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 419· Γεωργηλ., Θαν. 32· Κυπρ. ερωτ. 1613, 248· Σκλάβ. 183· Αχέλ. 310· Κατζ. Α΄ 78, Β΄ 98, Γ΄ 378, Δ΄ 291, Ε΄ 453, υμείς από κάπου εστέ και από οδού πολλής Νικήτα, Βίος Φιλαρ. 13927· (με το σύνδ. ως) ως από ομαλότητος και του πολλού του κάλλους| ύδωρ εμφαίνειν πεπηγός και καθαρώτατόν τε Διγ. Τρ. 2835· Απόκοπ. 120· έκφρ. απέ τούτο = γι’ αυτό Ασσίζ. 8921. 13) Αφαίρεση από το όλον (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. 16· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. I A1, I D1, καθώς και Psich., Qu. tr. 862· και σήμ., ΙΛ στη λ. AΙΙ): αυτή δε ήτο ονομαστή από τους ανδρειωμένους Διγ. A 3759· πολύν φουσάτον σύντριψαν οι Τούρκοι απέ τους Ούγγρους Παρασπ., Βάρν. C 423· ο ρήγας μια απού τσί πολλές εθέλησε να μάθει … Ερωτόκρ. Α΄ 507· Εάν τύχει … και ρίψει απέ το γομάριν του … διά να αλαφρύνει το καράβιν Ασσίζ. 4710· δεν δίδει τίποτες απέ το εδικόν του … Ασσίζ. 28227· ο πουλητής οπού πουλεί σιτάριν δείχνει του (ενν. του αγοραστή) απέ το σιτάριν Ασσίζ. 4514· έλα στο θάνατό μου| να πιείς από το αίμα μου Πανώρ. Β΄ 447· ηύρασιν πολλά πράγματα απού τες πρα(μα)τείες τους Σαρακηνούς Μαχ. 63038· Ταύτα εγράψαμεν απά των καθ’ εαυτόν και τινων μερικών γεγονότων Σφρ., Χρον. μ. 22· να έχει ο εις ώσπερ τον άλλον απέ τά αγαθά εκείνης της οικίας … Ασσίζ. 4166· απέ τα δέκα ου μη εδυνήθη| να ’γράψε θρήνον, τον εποίκαν Πόλ. Τρωάδ. 687· ουδετίποτε θέλει να ποιήσει απού όσα να του ειπεί η αυλή Ασσίζ. 4619· Καλλίμ. 2271· Ασσίζ. 23711· κάνει (ενν. η αρετή) τον άνθρωπο κι άνθρωπον τόνε κράζου κι από τα ζώα τ’ άλογα λόγιον τον ονομάζου Πρόλ. κωμ. 34. 14) (Επιμερισμός) (Η χρ. μτγν., Lampe, Lex. στη λ. II Al, IV, Sophocl. στη λ. 8·βλ. και Δημητράκ. στη λ. 18) (προκ. για πολλούς ή σαν να πρόκειται για πολλούς) ο καθένας τους: εκείνος εγλυκάθηκε και απ’ εκατόν (πβ. ίσως και από δεκάξι 190) θα βάλει Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 197 (πβ. φρ. από ολίγον-ολίγον = λίγο-λίγο, σιγά-σιγά: με θέλει καταπιεί από ολίγον-ολίγον Φυλλ. Αλ. (Πάλλης) 143)· Μοιράζουσιν και άλευρον από μισόν ποτήρι Παϊσ., Ιστ. Σινά 1307· τους τριακόσιους αφήνω σας από ενός φαριού Διγ. Esc. 1759· οι εξής ας δίδουσιν απ’ ενός δηναρίου Απολλών. (Wagn.) 553. 15) Σύγκριση (Για τον υπερθετ. βλ. Κριαρ., Αθ. 45, 1933, 242-45 και Lampe, Lex. στη λ. V· η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α9): σοφώτερη καμιά δεν βρίσκεται απ’ εκείνης Λίμπον. Αφιέρ. 68· τους Αλαμάνους είχασιν κάλλιον απέ τους Φράγκους Χρον. Μορ. P 6808· και θέλει τον καλύτερο απού τσι δυο να γνώσει Ερωφ. Β΄ 254· εναι γληγορώτερον, πονετικόν απ’ όλα (ενν. το τρυγόνι) Περί ξεν. A 378· το φίδι ήτον πονηρό από παν αγρίμι Πεντ. Γέν. IΙΙ 1· κορνέλα … μακρέα από την άλλην τόσον όσο … Καραβ. 49226. πλι’ άπονη απού τον άδην Πιστ. βοσκ. ΙΙΙ 6,8· ουδέ να ένι άνθρωπος ανήλικος παρακάτω από ιδ΄ χρονών Ασσίζ. 1443· τούτη ζωή ’ν’ θλιμμένη| πως δεν ’παντά περίτου ’πού μιάν ώραν Κυπρ. ερωτ. 9232· κείνα τόσον απού ’ξίζουν| κάλλιον παρά ’πού τούτα Κυπρ. ερωτ. 9444· Πεντ. Γέν. IV 13· Πιστ. βοσκ. V 6, 329. 16) α) Ύλη (συστατική) (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. ΙΙΙ 2· βλ. και Sophocl. στη λ. Β· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 10): ημφιεσμένους περσικήν στολήν από βλαττιού Διγ. Gr. IV 926· Και εκ της φισκίνας το πλευρόν, εκ το δεξιόν της μέρος| ήτον αμπέλιν ριζωτόν απού υαλίου εκείνο Λίβ. Sc. 1357· Ητον το τρικλινόκτισμα από ζαφείρου λίθων Βέλθ. 328· έλαιον παλαιόν από καρύιον μετά βουτύρου συμμίξας τον ουρανίσκον του ιέρακος τρίβε Ορνεοσ. αγρ. 5392· Βέλθ. 248, 538, Πεντ. Έξ. XXX 2· β) περιεχόμενο (Πβ. ΙΛ στη λ. 10): το άλλον της (ενν. χέρι) εβάσταζεν χαρτίν από γραμμάτων Λίβ. N 838. 17) Όργανο, μέσο, τρόπος (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. III 3· βλ. και Bauer, Wört. στη λ. V2, Lampe, Lex. στη λ. IΙΙ Α· Sophocl. στη λ. 10· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α7): να ζούσιν απού τα καλά της (=της εκκλησίας) Ασσίζ. 3114· Καλέ, παρά να με θανατώσεις απού την πείναν όρισε είντα να γενεί Μαχ. 4066· να θανατωθούν απού κακού θανάτου Ασσίζ. 2125. από βίας τον στρέφεται, θεωρεί με Λίβ. P 61· Προσέχω, ιχνεύω, κυνηγώ, πουλιά κρατώ από τέχνης Λίβ. N 933· Οφρύδια κατάμαυρα εφύσησεν η τέχνη,| γιοφύρια κατεσκεύασεν από πολλής σοφίας Βέλθ. 700· χαίρομαι και ζώ απέ την γραφήν σου Λίβ. N 1631· Τα μήλα της εφέγγασιν από ψιλής θεωρίας Βέλθ. 714· άνθη και φύλλα γέμων (ενν. ο «παράδεισος») από πνοής την ηδονήν υπέρ τον λόγον έχων Καλλίμ. 284· αφύρωσέν τα (δηλ. τα κάστρα) σφόδρα| από λαόν κι από τροφής να ζουν να τα φυλάττουν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3531· Λόγ. παρηγ. O 626· Αχιλλ. O 149· Ιμπ. 233 Βέλθ. 249, 530, 700· εκφρ. (1) (με ρ. όπως αγαπώ, αναστενάζω, βρυχούμαι, θρηνώ, κλαί(γ)ω, κράζω, κράζω (μετά θρήνων), ’παινώ, προσεύχομαι, στενάζω, κλπ.) από καρδιάς = έντονα, επίμονα, «σφόδρα» (πβ. το αρχ. εκ της καρδίας φιλείν Αριστοφ., από καρδίας φιλέειν Θεόκρ.· εξ όλης της καρδίας, βλ. Lampe, Lex., λ. καρδία Α4· πβ. επίσης από καρδίας μέσης Βέλθ. 1277· η χρ. και σήμ. ΙΛ, λ. από Α7): ν’ αναστενάζω από καρδιάς, πολλά και να θρηνήσω Περί ξεν. A 275· γιατ’ ήκουσά τον από καρδιάς πολλά να σέ ’παινέσει Ερωτόκρ. Γ΄ 696· Αλφ. III 10, Βίος Αλ. 3661, Ροδολ. Ε΄ [549], Διήγ. ωραιότ. 428, Περί ξεν. V 31, Ριμ. Απολλων. 356, Στάθ. Α΄ 272, Σπαν. V 126, κ.π.α. (2) από βάθους (ενν. καρδίας) = έντονα, επίμονα (πβ. βάθος καρδίας ανθρώπου ΠΔ Ιουδ. 8, 14· βλ. και Lampe, Lex., λ. βάθος 2· εκ βάθους αναστέναξεν ψυχής Διγ. (Καλ.) A 1589· βλ. και ΙΛ, λ. βάθος Ια: τσή καρδιάς τα βάθη): από βάθους στενάξασα Διγ. Gr. 43· (3) από ψυχής = με ζήλο, επίμονα, έντονα (πβ. το νεώτ. με την ψυχή μου): ψάλλε από ψυχής και φώναζε μεγάλως Προδρ. III 45· χαιρετισμόν από ψυχής πέμπω σου, καλή κόρη Ερωτοπ. 133· (με το αναστενάζω:) να αναστενάζει από ψυχής , να αναθυμάται εσένα Φλώρ. 1264· Βέλθ. 566 (πβ. και το από ψυχής καημένης Βέλθ. 1213)· (με το τάσσομαι = υπόσχομαι): Και από την χείρα τον κρατεί, καλά τον συμβουλεύει| και τάσσεταί του από ψυχής, πάντα να τον δουλεύει Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 395· (4) από προαιρέσεως = θεληματικά, αυτοβούλως (πβ. το εκ προαιρέσεως = Lampe, Lex., λ. προαίρεσις I G): ουδ’ από προαιρέσεως αφήνεις τα κακά σου Πένθ. θαν. N 344· (5) από ριζικού = κατά τύχην: Εάν γίνεται απού ριζικού ότι εις άνθρωπος ου μία γυναίκα έχει καμμία αστένειαν … Ασσίζ. 38829· Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4969, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [503]· (6) περνώ (κάποιον) από σπαθί ή από σπαθίου (ή σπαθιού) = σφάζω (πβ. Από σπαθιού Μαλάλ., Βόνν., 49320): από σπαθιού επέρασεν όλους τους Σιλιστριώτες Παλαμήδ., Βοηβ. 195· (7) από σπουδής (πβ. L‑S, III 6) = γρήγορα, αμέσως: Εκείνος δε από σπουδής εξάπλωσε την ράβδον Διγ. A 1440· (8) από πτερού πετώντας: και από πτερού εκατέφυγεν εις τον κόλπον σου απέσω Λίβ. (Μαυρ.) P 1867· (9) από κακού = με δυσμενή προκατάληψη Επείρασί με από κακού Χειλά, Χρον. 356· (10) από κομματιού — κομματιαστά Χρησμ. (Trapp) VI28, VII14· (11) (καμιά φορά και με το σύνδ. ως) ως από βιας = σαν ύστερα από βία, πίεση, βιασύνη: ως από βίας ηκούμπησα του περιανασάνω Απόκοπ. 31· (12) (προκ. για εξόρμηση ίππων) από περιστηθίου = ακάθεκτα, ακατάσχετα πβ. το αρχ. από ρυτήρος): ως αστραπή εξεπήδησεν από περιστηθίου Διγ. Gr. IV 118· φρ. (1) διαβαίνω από σπαθί = σφάζομαι: έξω ο κόσμος να χαθεί| κι εγώ να διάβω από σπαθί Αγν., Ποιήμ. Α 16· (2) πιάνω ή παίρνω χώραν από σπαθίου = καταλαμβάνω, κυριεύω: Εν τούτω οι Φράγκοι πρόθυμα μετά σπουδής μεγάλης| πεζεύουν εκ τα κάτεργα, την χώραν πολεμούσιν| από σπαθίου την έπιασαν, της Βενετίας την δίδουν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 439· Τούτος ο σουλτάνος επήρε την Μεθώνη από σπαθίου, οπού την όριζαν οι Βενέτικοι Ιστ. πατρ. 1497· 18) Συνοδεία (Για τη χρ. βλ. Lampe, Lex. στη λ. ΙΕ και Sophocl. στη λ. 6· βλ. και το θεωρήσασα η σύμβιος αυτού από υποκαμίσου όντα, δηλ. ότι φορεί μόνο πουκάμισο Βίος αγ. Φιλαρέτου, Byz. 9, 1900, 17· απίθ. ότι πρόκειται για ξενισμό, όπως δέχεται ο Αλεξίου Στ., Κρ. Χρ. 6, 1952, 409 σημ. 25· βλ. και Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ. σ. 501, λ. από και σ. 426, καθώς και ΙΛ στη λ. 6β) με: Εκεί ’τον κι ο Ρωτόκριτος κι ο ρήγας άπ’ τ’ αμάξι| να δούσι το Χαρίδημο σήμερο πως θα διάξει Ερωτόκρ. Β΄ 2071· η Κατερίνα η μαστόρισσα από τ’ οξύ μαντίλι Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 535 (περιττή κάθε διόρθ., βλ. Λαογρ. 3, 1911, 616-7 )· Ερωτόκρ. Β΄ 1283, 2071, Γ΄ 67. 19) α) Το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος: Λοιπόν λέγω να ’ξηγηθώ απέ τους δυο Θηβαίους Θησ. Πρόλ. [154]· περί της αμαρτωλής γυναικός και απ’ εκείνον το της δίδουσιν αν ημπορεί πλείον να της το πάρουν Ασσίζ. 1818· επήγε να τον ιδεί και ερωτήσαν τον απέ τους δικούς του Μαχ. 46835· μ’ αυτόν εσύντυχαν από πολλών πραγμάτων Θησ. I 125· β) αναφορά (Η χρ. μτγν., L‑S στη λ. III 2· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. II Β1· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α8 και Δημητράκ. στη λ. 19): κανέναν αγκάλεμαν το να ποίσει η γυναίκα απέ τον άνδραν της ή ο άνδρας απέ την γυναίκαν του Ασσίζ. 12721· ένας … ο ποιός ήτον καβαλλιέρης και καλός απέ το κορμίν του Βουστρ. 534· ημπορεί να φέρουν μαρτυρίαν τοιούτοι άνθρωποι εις την αυλήν απού πάσα πράγμαν Ασσίζ. 10618· επούλησες την μούλαν διά πέρπυρα ρ΄ απέ τῳ ποιών σου ήμουν εγγυητής Ασσίζ. 6416· είναι έτοιμος να τον απολογηθεί απού πάσα ζήτημαν όπου να του ζητήσει Μαχ. 19631· Περί το δίκαιον το εμπαίνει του αυθέντη απέ όλην του την γην Ασσίζ. 2214· μαύρον φαρίν τον έστρωσαν το πολυαγαπημένον,| μέγαν από του σχήματος, φριχτόν από της θέας Αχιλλ. L 284· Εσύ ομνύεις εις τα άγια του Θεού Ευαγγέλια απέ το σε θέλομεν ερωτήσειν να ειπείς την αλήθειαν; Ελλην. νόμ. 5217· απέ το λαλείτε να σας ποίσωμεν όρκον είμεστεν έτοιμοι Βουστρ. 502· απέ το μηνά η αφεντιά, της δια τα άλογα έμεις άλλα δεν έχουμε να καβαλικεύσωμεν Βουστρ. 519· αν εθυμάται από γονιούς τίποτες ρώτηξέ τη Κατζ. Β΄ 188· Ασσίζ. 9029· 3624· Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6864· Βέλθ. 405. 20) Με ουσ. = γενική ιδιότητας (Πβ. ΙΛ στη λ. Α 16): όλοι από μίαν γνώμην ήσαν Σοφιαν., Παιδαγ. 92· ήσαν όλοι απόκοτοι και από καλήν καρδίαν Πόλ. Τρωάδ. 518. — Βλ. και επίρρ. με α΄ συνθ. την από, όπως απαρχής, απεδώ, αποκάτω, απομέσα, κλπ.αποδέχομαι (I),- Σπαν. (Hanna) A 208, 314, Διγ. (Hess.) Esc. 1120, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 338, 1437, 2096, 2640, 3462, 4898, 6096, 6269, 6410, 8231, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2136, 2950, 2965, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 47, 805, Φλώρ. (Κριαρ.) 305, 475, Αχιλλ. (Hess.) L 603, 1089, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1082, 1562, 2133, Θησ. (Foll.) I 128, 139, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 183, Έκθ. χρον. (Lambr.) 3822, 552, Ιμπ. (Legr.) 170, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 176, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 284, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 315, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 212, Ρίμ. θαν. (Κακ.) 109, Αχέλ. (Pern.) 1775, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 576, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 441, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ΄ 278, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 645, Ιντ. α΄ 70, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 7, 7, Σταυριν. (Legr.) 1226, 332, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 424, 502, Θυσ. (Μέγ.)2 237, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 1500, Ροδολ. (Βεν.) Α΄ [447], Β΄ [128, 159, 238, 247, 400], Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [187], Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) II 88, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [292], Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 32110, 38923· ’ποδέχομαι, Καλλίμ. (Κριαρ.) 2420, Αχιλλ. (Hess.) N 1192, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 171.
Το αρχ. αποδέχομαι με συμφ. προς το αρχ. υποδέχομαι· βλ. Ξανθουδίδη, Ερωτόκριτος, σ. 502, αλλά και ΙΛ στη λ. 2β, όπου όμως υποστηρίζεται περιορισμένος σε έκταση συμφυρμός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Δέχομαι (Πβ. L‑S στη λ. I 1 και L‑S, λ. υποδέχομαι I 3· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Και τότες ο Ιμπέριος τον λόγον του πατρός του| καλά τον αποδέκτηκεν, μα πίκρανεν ατός του Ιμπ. 170· β) δέχομαι, παραδέχομαι: να μη θελήσει (ενν. η Αρετούσα) κρίνω,| ποτέ να τον αποδεκτεί, μηδέ και να τσ’ αρέσει Ροδολ. Α΄ [447]· Μάλιστα με πολλή χαράν όγι’ αγαπητικόν σου| άντρα να τον αποδεκτείς κάμε και βασιλιά σου Ροδολ. Β΄ [400]· γ) εγκρίνω, επιδοκιμάζω (Πβ. Bauer, Wört., στη λ. 2): Ήρεσε γάρ αυτόν και αποδέχθη και εθαύμασε την των Ρωμαίων λεπτότητα Έκθ. χρον. 3822. Βλ. και αγαπώ 3β. 2) α) Υποδέχομαι (Πβ. L‑S, λ. υποδέχομαι I 1· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α): ως τροπαιούχον νικητήν να τον αποδεχτούμε Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄[ 292]· σπίτι τζη μ’ αποδέχεται μ’ όλη την όρεξή τζη Κατζ. Γ΄ 278· Ο δούξ τους αποδέχθηκεν μετά χαράς μεγάλης Φλώρ. 305. Με πρόσωπο χαιράμενο, με λόγια ζαχαρένια| ετούτον αποδέχτηκε (ενν. ο βασιλιάς) όχι άλλο έτσι κιανένα Ερωτόκρ. Β΄ 424· τον εποδέχθηκεν με κάλεσμα και γιόμα Σκλέντζα, Ποιήμ. 171 (βλ. και αναδέχομαι 2, απαντήχνω β, απαντώ 1β)· β) περιμένω (με υποκ. λ. που δηλώνει δυσάρεστο) (Πβ. και L‑S, λ. υποδέχομαι IV 3): η κρίσις μ’ αποδέχεται,| χάνομαι εκ τον κόσμον Φλώρ. 475· βλ. και αγαλώ, αναμένω 1α, απαντεχαίνω α, απαντέχω 1 γ) (με αιτ.) συμπεριφέρομαι φιλικά (σε κάποιον) (Πβ. την αρχ. σημασ. στο αποδέχομαι, L‑S στη λ. I 1): Εκείνους έχε μετά σε, αγάπα κι αποδέχου| όπου πολλά συνθλίβονται μετά των δυστυχούντων Σπαν. (Hanna) A 208· εκείνος ως παμφρόνιμος καλά τούς αποδέχτη| όμοσεν κι υπισκήθη τους να μη τούς αδικήσει Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1437. δ) συγχωρώ: Επειδή … γνωρίζεις πώς με έκαμεν ο Υιός και Θεός μου μεσίτρια των αμαρτωλών, αποδέχομαι σε και γυρίζω σε τον Υιόν και εσύ δείξε τα έργα της μετάνοιας Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 441. Βλ. και απολύω Α7. 3) Παίρνω στα χέρια μου, πιάνω: σα φύλλο τ’ αποδέχτηκε (ενν. το κοντάρι) στη δυνατή ντου χέρα Ερωτόκρ. Β΄ 502· ρίπτει του το στεφάνιν| και εκείνος το επεδέκτηκεν και εκατεφίλησέν το Αχιλλ. N 1192. Βλ. και αλίσκω, αναλαμβάνω Α1. 4) Ανέχομαι (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II 2 και L‑S, λ. υποδέχομαι I 4· και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): αν είχεν (ενν. ο Χριστός) όλα τα κακά απάνω στο κορμίν του,| ήθελε τ’ αποδέχεται δια ψυχοπόνεσή ντου Φαλιέρ., Ρίμ. L 284 Βλ. και αναφέρω Α5, ανέχω Α2β, απαντέχω 6β. 5) Επιθυμώ: Ημείς επαναπαύθημεν προς ολιγόν, προς ώραν,| αυτή δε μόνη μετ’ αυτήν την μοναχήν καυχίτσαν| ήτον ως επεδέχετο Καλλίμ. 2420. Βλ. και αγαπώ 4, αναβούλομαι, αναζητώ 5, ανακράζω 8α.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ., Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 257, Ιμπ. (Κριαρ.) 398, Φυσιολ. (Legr.) 247, Φυσιολ. (Pitra) 35513, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1053 Α, Αρμούρ. (Κυριακ.) 49, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XII 48, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 11, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 122, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 9457, Αλφ. (Κακ.) 2334, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 99, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β́́ 186, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά 83, 313, Β́ 463, 583, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 246, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 268, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1798, 1849, 1951, 2404 [ = Γέν. Ρωμ. (Λάμπρ.) 46], Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) δ́́ 48, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) 49662, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 166 λδ΄, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 46.