Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 11 εγγραφές  [0-11]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Αναγν., Ημιάμβ.

  • εκπλήρωτος,
    επίθ., Αναγν., Ημιάμβ. 52.
    Από το εκπληρόω και την κατάλ. ‑ωτός.
    Που έχει εκπληρωθεί: ως αν τα προς γνώμην μου| και τα προς αίτησίν μου (παραλ. 3 στ.) έχοιμι εκπλήρωτα Αναγν., Ημιάμβ. 52.
       
  • επευχαριστικός,
    επίθ.,
    Από την πρόθ. επί και το επίθ. ευχαριστικός.
    Που γίνεται γιά απόδοση ευγνωμοσύνης: Κωνσταντίνου Αναγνώστου ημιάμβια επευχαριστικά της προς αυτόν φιλικής διαθέσεως Αναγν., Ημιάμβ. τίτλ.
       
  • ευεργεσίευμα
    το.
    Από το ουσ. ευεργεσία.
    Ευεργεσία: όπως απολαύωμεν,| ως εξ έθους και ημείς| των της καλής σου αγάπης ευεργεσιευμάτων Αναγν., Ημιάμβ. 90.
       
  • ουδαμινός,
    επίθ.
    Από το επίθ. ουδάμινος με καταβιβασμό τόνου. Τ. ’δαμινός σήμ. στην Κρήτη (Andr., Lex., στη λ.). Η λ. τον 4. αι. (Lampe, Lex.), σε επιστ. του 15. αι. (Τωμ., ΕΕΒΣ 46, 1983-6, 3584 και Μανούσ., Κρ. Χρ. 11, 1957, 307) και σήμ. στην Κρήτη (Andr., Lex., στη λ.).
    Ταπεινός· ασήμαντος: δέδεξο, πανθαύμαστε, δώρον βραχύ τι| εκ των εμών ουδαμινοτάτων λόγων Αναγν., Ημιάμβ. 95· Τον δε άμβωνα και την σολέαν μη δυνάμενος ποιήσαι τοιαύτα πολυέξοδα και πολύτιμα, εποίησεν αυτά ουδαμινά διά λίθων και κιόνων αργυρενδύτων Hagia Sophia α 46620. — Πβ. και μηδαμινός.
       
  • παμπόθητος,
    επίθ., Αναγν., Ημιάμβ. 1, Διγ. (Trapp) Gr. 318, 564, 901, Διγ. Z 551, Ερμον. Ω 97, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14215.
    Από το α΄ συνθ. παν‑ και το επίθ. ποθητός. Η λ. τον 4. αι. (Lampe, Lex.).
    α) Πολύ αγαπητός, προσφιλέστατος: αυτού παμπόθητον γνήσιον ανεψιόν Σπαν. Aαρωγούς τε και επιτηρητάς … αφίημι τους παμποθήτους και πεπληροφορημένους γνησίους ανεψιούς μου Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 27· (συχν. σε προσφών. συγγενικών προσώπων): μήτερ παμπόθητε, φως των εμών ομμάτων Διγ. Z 4118· ω αδελφή παμπόθητε Διγ. Z 421· Ω τέκνον μου παμπόθητον Διγ. Z 596· β) (σε ερωτική προσφών., επιτ.) πολυπόθητος, πολυαγαπημένος: η ηλιόκαλος προς τον άγουρον έφη:| «Συ μεν ουν, ω παμπόθητε, απείραστος ως πρώτον| πάσης αγάπης πέφυκας και φιλίας, ως έφης …» Διγ. (Trapp) Gr. 1431.
       
  • πανυπερθαύμαστος,
    επίθ.
    Από το α΄ συνθ. παν‑ και το επίθ. υπερθαύμαστος.
    (Επιτ.) α) (προκ. για πρόσωπο) άξιος μεγάλου θαυμασμού και επαίνου: πανυπερθαύμαστε (παραλ. 4 στ.), ένδοξε Κωνσταντίνε Αναγν., Ημιάμβ.β) (προκ. για πράγμα) παράξενος, αξιοθαύμαστος: δένδρα πανυπερθαύμαστα Βίος Αλ. 5199.
       
  • πλατυσμός
    ο, Επιθαλ. Ανδρ. Β′ 551.
    Το μτγν. ουσ. πλατυσμός. Η λ. και σήμ. ως όρος (Λουκάτ., ΕΛΑ 13-14, 1960-61, 148, πβ. Πολ. Ν., Παροιμ. Ά 140, αρ. 4).
    α) Αύξηση (σε αριθμό), πλήθυνση· (εδώ προκ. για τη συνέχιση μιας οικογένειας μέσω της αναπαραγωγής των γενεών· με το ουσ. πληθυσμός, πβ. Μανασσ., Χρον. 376, ΠΔ, Γέν. 1.28 κ.α.): δῴη ο Κύριος σοι| ζωήν πολυχρόνιον,| γήρας αξιέραστον| και συμβίωσιν μακράν| και των τέκνων πληθυσμόν| και εγγόνων πλατυσμόν Αναγν., Ημιάμβ. 86· β) διεύρυνση· ενδυνάμωση: Άρχισεν δε η αυθεντιά του δούκα να πλαταίνει. Ο πλατυσμός του δούκα ... Χρον. Τόκκων τίτλ. μετά στ. 823· τό ήλθεν απ’ εσάς εις τον πλατυσμόν της καλοσύνης μας τον γλυκύτατον, να το δεχόμεθα με την καλογνωμίαν Ορισμ. Μαμελ. 9510· γ) εξάπλωση: Μετά τον θάνατον τούτου του Μωάμεθ εφάνη εις τον ουρανόν, προς το νότιον μέρος, μία μεγάλη φωτία. ... Εδήλει δε το κράτος και πλατυσμόν ταύτης της θρησκείας, ήτις ήρξατο από νότου και παρέτεινε κατά μήκος έως βορράν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 275.
       
  • πληθυσμός
    ο, Αναγν., Ημιάμβ. 85, Ωροσκ. 4023, 413, 6, 427, 432, Λίβ. P 520, 962, Λίβ. Sc. 1226, Λίβ. Esc. 781, 2331, Λίβ. N 2060· πληθυμός, Πεντ. Γέν. XVI 10.
    Το μτγν. ουσ. πληθυσμός (Lampe, Lex., TLG). Η λ. και σήμ.
    1) Αύξηση, πολλαπλασιασμός: Γάμον λέγομεν ανδρός και γυναικός συνάφειαν, ... ήγουν που ... να περάσουν ομού όλην τους την ζωήν, ... να ενωθούσι και να σμίξουν, ως ο Θεός επρόσταξε διά παιδοποίησιν και αύξησιν και πληθυσμόν Zygomalas, Synopsis 152 Γ 5· (ως σύστ. αντικ. επιτ.· για το πράγμα βλ. Ανδρ., Αθ. 47, 1937, 191-2): Προς τη γεναίκα είπεν (ενν. ο Κύριος ο Θεός): «πληθυμό να πληθύνω τις πείραξές σου και το γάστρι σου ...» Πεντ. Γέν. III 16· ευλογημό να σ’ ευλογήσω και πληθυμό να πληθύνω τη σπορά σου σαν τα άστρα του ουρανού και σαν τον άμμο ος ιπί το χείλος της θαλασσούς Πεντ. Γέν. XXII 17. 2) α) Σύνολο ατόμων συγκεντρωμένων σε ένα μέρος, πλήθος: όλοι εκαβαλικεύσαμεν εις το έμνοστον λιβάδιν,| ηρξάμεθα να παίζομεν, να κονταροκροτούμεν.| Ήκουσαν την συγκρότησιν απέσω από το κάστρον,| είδαν τον τόσον πληθυσμόν και το κατουνοτόπιν Λίβ. (Lamb.) N 660· β) μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα: τετράποδ’ είχεν (ενν. ο Σελήνιος) πληθυσμόν, πρόβατα, βόας αγέλων Βυζ. Ιλιάδ. 133· Φαίνει με αυτός που έρχεται ...| με τόσον θράσος δυνατόν και πληθυσμόν φουσσάτου,| να έναι ο Αμουράτμπεης, ο μέγας ο σουλτάνος Παρασπ., Βάρν. C 237.
       
  • πολυχρόνιος,
    επίθ., Αναγν., Ημιάμβ. 82, Σφρ., Χρον. (Maisano) 10417, Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 16, Αρσ., Κόπ. διατρ. [670], [1087], [1561] κ.α., Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 21624, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 318.
    Το αρχ. επίθ. πολυχρόνιος. Η λ. και σήμ. λόγ. (Μπαμπιν., Λεξ.).
    α) Που διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα,μακροχρόνιος: Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 20011, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 104, Ροδινός (Βαλ.) 203· β) που ζει πολλά χρόνια, πολύχρονος: Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα ... διά ... να γένεις πολυχρόνιος απάνου εις την γην Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Εφεσ. Ϛ́ 3· (σε ευχή): βασίλισσαν ευχήθηκα και μέγαν βασιλέα| να είναι πολυχρόνιοι να ’χουν πολλήν υγείαν Αρσ., Κόπ. διατρ. [1167]. Το θηλ. ως ουσ. = μεγάλη ηλικία: υπήγεν (ενν. ο πατριάρχης) εις τον σουλτάνον και άρτζι ταύτα όλα του έκαμε, και το γήρας και την πολυχρόνιον των μαρτύρων είπε Ιστ. πατρ. 16817. Ως κύρ. όν: Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1989. — Βλ. και πολύχρονος.
       
  • προσθαρρώ.
    Από την πρόθ. προς και το θαρρώ. Η λ. τον 6. αι. (L‑S, προσθαρσέω)· βλ. και LBG (προσθαρρέω).
    I. (Ενεργ.) έχω εμπιστοσύνη σε κάπ.: Αλέξανδρος, (παραλ. 1 στ.), έκειτο ασθενήσας·| έχων φίλον δ’ ιατρόν,| φάρμακον υγιεινόν| κατεσκεύασεν αυτῴ,| ον διέβαλον εχθροί| ως φθαρτικόν τυγχάνειν.| Αυτός δε την του φίλου| καλώς γινώσκων γνώμην,| το φάρμακον παρευθύς| λαβών μεν εξέπιεν·| έπειτα την κάκιστην| σκευωρίαν δείκνυσιν,| λέγων· «όρα πόσον σοι| της αγάπης προσθαρρώ ...» Αναγν., Ημιάμβ. 40. II. (Μέσ.) εμπιστεύομαι κ. απόρρητο σε κάπ.: δειμαίνει Βέλθανδρος, κλονείται τῃ καρδίᾳ, (παραλ. 1 στ.), και προσθαρρείται την βουλήν αυτού προς την Χρυσάντζα Βέλθ. 1062.
       
  • σεκρετάριος
    ο, Αναγν., Ημιάμβ., τίτλ., Μαχ. 62617, Βουστρ. (Κεχ.) Μ 2237, 2477, 28714, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 12815, Κυπρ. χφ. 162 (γρ. -ττ-), Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 81 (γρ.-ττ-), Αμπασ. Μοσχ. 18· σακριτάριος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 269r δις· σεγκρετάριος, Βουστρ. (Κεχ.) 28615· σεγκρεταρίος· σεκρεταρίος· σιγκριτάριος, Βουστρ. (Κεχ.) 2226.
    Από το μεσν. λατ. secretarius (Ανδρ., Λεξ.)· πβ. ιταλ. segretario, παλαιότ. ιταλ. secret(t)ario/sagretario (Battaglia, λ. segratario), βλ. Χατζ., Μεσ. Κύπρ. 294 και Pern., Ét. linguist. III 524. Τ. σακρετάριος το 15. αι. (LBG). Τ. σεγρετάριος, σεκρεράριος (Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.) και σεκλετάριος (Λάζαρης, Λευκαδ.) σήμ. ιδιωμ. Τ. σεκριτάριος τον 7. αι. (TLG, γρ. σεκρητ‑) και σε χφ. του 17. αι. (ΝΕ 7, 1910, 185, γρ. σεκρητ‑). Τ. σικριτάριος τον 5. και 6. αι. (Lampe, TLG, γρ. σηκρητ‑) και στο Du Cange (στη λ., γρ. σηκρητ‑). Η λ. τον 7. αι. (Lampe, λ. σηκρητ‑, LBG, TLG), στο Meursius, σε έγγρ. του 7. και 10. αι. (TLG), του 17. αι. (Τσακίρη, Θησαυρ. 31, 2001, 320), του 19. αι. (Μπώκος, Επταν. μονόφ. 3) και σήμ. ιστ. (Κριαρ., Λεξ.), καθώς και στο ΑΛΝΕ.
    1) Αξιωματούχος με καθήκοντα γραμματέα, καθώς και άλλες αρμοδιότητες, στην υπηρεσία κοσμικού ή εκκλησιαστικού άρχοντα (για το πράγμα βλ. και Καραγ., Βυζ. διπλ.2 149 κ.ε., Πλακογιαννάκης, Τίτλ. αξιώμ. 74, 76 κ.ε., Λεονταρίτου, Εκκλ. αξ., 530, Beck, Kirche 99): Το σεκρετάριο ’κραξε (ενν. ο γενεράλες), και το βιβλίο ν’ ανοίξει,| την εξουσία να δούσινε οπού χει, και να δείξει| οπού του δώκαν θέλημα μόνος αυτός να ορίζει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3363· επίασαν τον σεκρεταρίον του αρχιεπίσκοπου, διά να τον σύρουν, να μάθουν πάσα πράμαν Βουστρ. (Κεχ.) Β 2236· (ειδικ.) ο προϊστάμενος της γραμματείας της αρχιεπισκοπής: εφέραν τον σεγκρεταρίον της αρχιεπισκοπής. Και έβαλάν τον εις το καστέλλιν της Αμμοχούστου Βουστρ. (Κεχ.) 2467· έκφρ. πρώτος σεκρετάριος του βασιλέως = ο επικεφαλής της αυτοκρατορικής γραμματείας: εχειροτόνησαν διά πατριάρχην της πόλης κάποιον Φώτιον πρωτοσπαθάριον και πρώτον σεκρετάριον του βασιλέως Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 756. 2) Μύστης, αυτός τον οποίο καθιστά ο Θεός κοινωνό απορρήτων γνώσεων (πβ. και ουσ. σεκρεταρία): τον μακάριον Εφραίμ, τον ακριβέστατον σεκρεττάριον της δευτέρας παρουσίας του Χριστού Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 662-663. 3) Γραφείο, ιδιαίτερο διαμέρισμα (πβ. παλαιότ. ιταλ. segretario <λατ. secretarium, Battaglia, Battisti-Alessio, Diz. etim., λ. segretario2): ο Πιλάτος έκαμεν και έβγαλαν τον Χριστόν έξω και υπήραν τον εις τον σακριτάριόν του Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 269r δις.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης