Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 38 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Ανάλ. Αθ.

  • αναπέμπω,
    Μυστ. (Vogt) 59, Διγ. (Mavr.) Gr. ΙΙ 268, V 33, VI 411, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 439, 2001, Διγ. (Καλ.) A 892, 2965, Βίος Αλ. (Reichm.) 3160, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 319, Φυσιολ. (Zur.) ΧΙΙΙ 120, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 459, Ανάλ. Αθ. 49, Μάρκ., Βουλκ. (Λάμπρ.) 35128.
    Το αρχ. αναπέμπω. Η λ. και σε δημοτ. τραγ. (Δημητράκ. στη λ. 11).
    Α´ Ενεργ. 1) α) Εκπέμπω, αναδίδω (Η σημασ. ήδη μτγν.): ήχον ανέπεμπον τερπνόν ορέων αντηχούντων Διγ. Τρ. 2001· εξ οφθαλμών απόρρητον ανέπεμπε την χάριν Διγ. Gr. VI 411· Πάλιν Αθήνα οδυρμούς εκ βάθους αναπέμπει Ανάλ. Αθ. 49· β) (εκκλησ.) απευθύνω (Η σημασ. ήδη μτγν., Lampe, Lex. στη λ. 3):  ... ίνα και ημείς δι’ ευχών εκτείνομεν τας χείρας και αναπέμψομεν ευωδίαν πνευματικήν διά πολιτείας αγαθής Φυσιολ. XIII 120· δόξαν ανέπεμψεν θεῴ και πάντες οι εδικοί του Αχιλλ. O 319. 2) Στέλνω (Η σημασ. σε επιγρ., Δημητράκ. στη λ. 5): περιβαλών αυτόν εσθήτα λαμπράν ας αναπέμψει αυτόν προς τον Πιλάτον Μυστ. 59. 3) (Νομ.) ζητώ αναβολή, αναβάλλω: εντέχεται να πει ο μαντατοφόρος του εμπαλή: «Κύριε, ο κύρης μου χαιρετά σε και αναπέμπει την ημέραν του ως εκείνος όπου ένι ασθενής και ουδέν ημπορεί να έλθει εις την ημέραν του Ασσίζ. 8919. B’ (Μέσ.) εκπηδώ, προβάλλω (Η σημασ. αρχ.): και εκ της ρίζης θαυμαστή ανεπέμπετο βρύσις Διγ. Gr. V 33.
       
  • αρτυσία
    η, Προδρ. ΙΙΙ 404h (χφ. GSA) (κριτ. υπ.), Ανάλ. Αθ. 52.
    Το αρχ. ουσ. αρτυσία (Βλ. L‑S). Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αρτυσιά).
    Καρύκευμα (Πβ. L‑S· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αρτυσιά 1): γοργόν να μαγειρεύουσιν συν πάσαις αρτυσίαις Προδρ. ΙΙΙ 404h (χφ. GSA) (κριτ. υπ.)· Ω δένδρη μου πανώραια, και τις να σας αρδεύσει; (παραλ. 1 στ.) τις να ποιεί τον ελαιον, την αρτυσίαν του κόσμου,| την λυχνοψίαν του φωτός Ανάλ. Αθ. 52. — Βλ. και άρτυμα 1, άρωμα 2.
       
  • βουλή (I)
    η, Τρωικά 5275, Σπαν. A 39, 99, 103, 272, 276, V 93, Σπαν. (Ζώρ.) V 59, Κομν., Διδασκ. Δ 50, 115, 241, Σπαν. O 121, 272, Λόγ. παρηγ. L 692, Προδρ. I 156, Μανασσ., Χρον. 1299, 3949, Παράφρ. Μανασσ. Β 279, Καλλίμ. 83, 90, 954, 1032, Ασσίζ. 316, 423, 2129, 2617, 281, 3019, Ελλην. νόμ. 5162, 54322, Διγ. (Trapp) Gr. 488, 2676, 2714, Διγ. Z 705, 765, 793, 801, 1010, Διγ. (Trapp) Esc. 189, Βέλθ. 66, 804, 1062, 1068, Ακ. Σπαν. 32130, Πόλ. Τρωάδ. 100, 251, 363, 404, Ερμον. Ε 444, Ω 95, Χρον. Μορ. H 3525, 3689, 3820, 4286, 4606, 4614, 4980, 5040, 5043, 6445, 6635, 6681, 7291, 7352, 7829, 8546, 8658, 8666, 8686, 8826, 8908, 8909, 8974, 8997, 9017, 9208, Βίος Αλ. 1797, Διήγ. παιδ. 30, 78, Διήγ. Βελ. 19, 67, Συναξ. γαδ. 121, 267, Φλώρ. 219, 790, 897, 1080, Περί ξεν. A 333, Ερωτοπ. 9, 58, Απολλών. 480, Λίβ. Sc. 1158, 1823, 3121, Λίβ. Esc. 713, 2260, 2984, Λίβ. N 1029, 1993, 2666, 3052, Αχιλλ. L 644, 653, Αχιλλ. N 52, 1035, 1669, Ιμπ. 150, 224, 323, 460, 485, 488, 492, 672, Χρον. Τόκκων 1288, Βεν. 16, 48, 81, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 632, Βησσ., Επιστ. 2216, Παρασπ., Βάρν. C 141, Αργυρ., Βάρν. K 154, Ανάλ. Αθ. 20, Μαχ. 13227, 36628, 3682, 37413, 3762, 37814, 4366, 49413, 51621, 5999, 60130, 64213, 64417, 64622, Δούκ. 1255, 20928, 29730, 42714, Σφρ., Χρον. μ. 121, 607, 9830, 10028, Θησ. (Foll.) I 23, Θησ. Δ΄ [208], Ε΄ [454, 525], Η΄ [971], Ch. pop. 776, Χούμνου, Π.Δ. I 12, Γεωργηλ., Βελ. 468, Ριμ. Βελ. 33, 69, Βουστρ. 422, 433, 445, Γαδ. διήγ. 33, 125, 187, 375, 411, Αλεξ. 754, 1768, 2730, Απόκοπ. 72, Διήγ. Αγ. Σοφ. 1536, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 444, Σαχλ., Αφήγ. 350, 691, 747, Έκθ. χρον. 110, 1115, 4711, 505, 7930, 8220, Ιμπ. (Legr.) 1, 165, 349, Κορων., Μπούας 8, 31, 35, 36, 44, 47, 53, 120, 122, Φαλιέρ., Λόγ. 20, 364, Βεντράμ., Φιλ. 88, Ψευδο-Σφρ. 32033, 4343, 56430, Τριβ., Ρε 359, Πεντ. Δευτ. XXXII 28, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 320, Αχέλ. 320, 513, 589, 747, 934, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 30, Θρ. Κύπρ. M 104, 164, Χρον. σουλτ. 347, 594, 633, Ιστ. πολιτ. 1512, Ιστ. πατρ. 1402, Δωρ. Μον. XXII, ΧΧVI, Κυπρ. ερωτ. 456, 914, Πανώρ. Α΄ 240, Γ΄ 70, 248, Δ΄ 85, Ε΄ 26, 166, 257, 274, Ερωφ. Β΄ 256, Δ΄ 78, 228, Ιντ. δ΄ 92, Ε΄ 258, Παλαμήδ., Βοηβ. 560, 565, 1192, Σταυριν. 222, 435, 501, 1047, Ιστ. Βλαχ. 1035, 1467, Σουμμ., Ρεμπελ. 157, 165, 168, Διγ. Άνδρ. 3327, 3368, 36628, 3852, 12, Ερωτόκρ. Α΄ 225, 384, 452, 1151, 1306, 1426, 1799, 1918, 2132, Β΄ 42, 1146, Γ΄ 872, 1072, 1074, 1092, Θυσ.2 124, 308, 1027, Στάθ. Ιντ. β΄ 81, Γ΄ 116, 352, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 43, Δ΄ 39, Συναδ., Χρον. 58, Ροδολ. Α΄ [81, 491], Διήγ. ωραιότ. 342, 551, 621, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [937], Ε΄ [70, 163, 1288], Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 449, Ζήν. Β΄ 309, Δ΄ 69, Λεηλ. Παροικ. 100, 115, 153, 169, 293, 336, Διγ. O 1685, 2695, Διακρούσ. 10612, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2508, 28320, 29813, 45719, 4669, 49911, κ.π.α.
    Το αρχ. ουσ. βουλή. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Γνώμη, συμβουλή (Η σημασ. αρχ., L‑S τση λ. I2 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Για να μπορεί να γιατρευθεί ’κλουθώντας την βουλήν μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [70]· Αρέσει μου, Πανώρια μου, να κάμεις τη βουλή μου Πανώρ. Ε΄ 257· ήδωκε γνωστική βουλή σ’ εκείνο που κατέχει Ερωτόκρ. Γ΄ 1074· βλ. και αρμήνεμα, βούλευμα(ν) 1, βούλημα· β) φρ. είμαι εις την βουλήν (κάπ.) = υπακούω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): συνέρχομαι εις το θέλημα, είμαι εις την βουλήν σου Λίβ. Sc. 3121· γ) επιθυμία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Αμ’ είμαι τση τιμής βουλή, τέλος, αρχή και μέση Πανώρ. Ε΄ 26· βλ. και αραθυμία 5, αρέσκια· δ) συγκατάθεση, άδεια: ο γάμος τούτος να γενεί κιόλας με τη βουλή ντου Πανώρ. Ε΄ 166· να ποίσεις πράγμαν τίποτες μη έχων την βουλήν μου Ιμπ. 150· ο ρήγας είπεν του: «Ούλα εγίνησαν ομπρός μου και με την βουλήν μου» Μαχ. 51621· ωσάν του εδόθη η βουλή, στην Κόρινθον εδιάβη Χρον. Μορ. H 4614. 2) α) Σκέψη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): δεν ήθελά ’χεν φόβον να μιλήσω| σ’ αυτόν σου κείνον το ’χω στην βουλήν μου Κυπρ. ερωτ. 914· τον λογισμόν και την βουλήν ουδέν παρασαλεύει Ιμπ. 323· β) φρ. κρατώ βουλή = σκέφτομαι: Άκουσε <πάλι> να σου ειπώ το τι βουλήν κρατούσι Σαχλ., Αφήγ. 350· γ) φρ. κάθομαι ή καθέζομαι εις βουλήν = συσκέπτομαι: άνταν εκάτσαν εις την βουλήν Μαχ. 4366· εκάθισαν εις την βουλήν, άρξαν να συντυχαίνουν Χρον. Μορ. H 6445· εκαθεζόντησαν εις βουλήν το πώς ηθέλαν πράξει Χρον. Μορ. H 8909· δ) φρ. δίνω ή παίρνω ή βάνω ή βγάζω βουλή = αποφασίζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β. Βλ. και Λάμπρ., ΝΕ 8, 1911, 200): Τότες εδώκασι βουλήν την πέτραν να τρυπήσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 49911· έπεσε (ενν. ο Αλέξανδρος) στο κρεβάτι του να πάρει τη βουλή του Αλεξ. 2730· Ενταύτα απήρασιν βουλήν το πώς ηθέλαν πράξει Χρον. Μορ. H 8974· έβαλαν βουλήν να μηνύσουν την Μαξιμώ Διγ. Άνδρ. 38512· Ευθύς εβγάλαμε βουλή με τη συντέκνισσά μου Γαδ. διήγ. 411. 3) Το συμβούλιο του βασιλιά (Για τη σημασ. βλ. Σακ., Κυπρ. Β΄ σ. 494): όρισε να βιστιρίσουν και όπου ήτον της βουλής του είπαν του ... Μαχ. 13227· κράζει τους κεφαλάδες του, τους πρώτους της βουλής του Χρον. Μορ. H 8997.
       
  • γειτονιά
    η, Σπαν. (Ζώρ.) V 320, Περί ξεν. A 310, Ερωτοπ. 22, 105, 106, 297, 503, 678, Θρ. Κων/π. B 76, Ανάλ. Αθ. 36, Ch. pop. 516, 520, Σαχλ., Αφήγ. 640, Κορων., Μπούας 151, Παϊσ., Ιστ. Σινά 2170, Ερωτόκρ. Α΄ 56, 658, 949, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 554· γειτονία, Act. Lavr. 594, 6, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 253, Σαχλ., Αφήγ. 644, 877, Συναξ. γυν. 469, Αιτωλ., Μύθ. 348, Ιστ. πολιτ. 2911, Ιστ. πατρ. 8212, Σεβήρ., Διαθ. 192.
    Το αρχ. ουσ. γειτονία. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ., λ. γειτονία).
    α) Γειτονιά (Η σημασ. μτγν., L‑S, λ. γειτονία 2 και σήμ., Δημητράκ., λ. γειτονία 2): οι γειτονιές εχαίρουντα κι οι τόποι αναγαλλιούσα Ερωτόκρ. Α΄ 56· συχνιά περνάς καθημερνό κι απού τη γειτονιά τση Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 554· β) γείτονες (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. γειτονία 2 συνεκδ.): απ’ όλην σου την γειτονιάν εσύ, κυρά, έχεις χάριν Ερωτοπ. 503.
       
  • γεμίζω,
    Γλυκά, Στ. 183, 446, Λόγ. παρηγ. L 5, Λόγ. παρηγ. O 587, Προδρ., Σεβ. 254, Προδρ. III 262, IV 260, Κρασοπ. 32, Καλλίμ. 274, Ιερακοσ. 4231, 49910, Ορνεοσ. αγρ. 5414, Διγ. (Trapp) Gr. 370, Διγ. A 1995, Διγ. (Trapp) Esc. 247, Διγ. Z 362, 607, Βέλθ. 774, Πόλ. Τρωάδ. 769, Χρον. Μορ. H 367, 407, Πουλολ. 245, Φλώρ. 1579, Ερωτοπ. 65, 283, Λίβ. P 1224, Λίβ. Sc. 446, 1545, 2925, 2986, Λίβ. Esc. 2693, 4098, Λίβ. N 1069, 3467, 3503, Αχιλλ. N 576, Αχιλλ. O 188, Φυσιολ. (Offerm.) M 397, Rechenb. 648, Θρ. Κων/π. B 86, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 423, Ανάλ. Αθ. 29, 34, Θησ. Γ΄ [66], Θησ. (Foll.) I 12, Χούμνου, Π.Δ. VI [22], Νεκρ. βασιλ. 48, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 483, 484, Διήγ. Αλ. V 2, Αλεξ. 1851, Σαχλ., Αφήγ. 145, Έκθ. χρον. 1220, Πικατ. 25, Φαλιέρ., Ενύπν. (v. Gem.) 25, Βεντράμ., Φιλ. 119, Πεντ. Γέν. VI 11, XXI 19, XXV 24, XXIX 27, Έξ. XXIII 26, XXVIII 3, XXIX 29, 33, XXXI 3, Αρ. III 3, XXXII 11, 12, Δευτ. I 36, VI 11, Βίος γέρ. V 758, Αχέλ. 429, 2037, Κώδ. Χρονογρ. 50, Θρ. Κύπρ. K 415, Θρ. Κύπρ. M 745, Χρον. σουλτ. 6038, Ιστ. πατρ. 9612, Δωρ. Μον. (Hopf) 239, Πανώρ. Ε΄ 383, Ερωφ. Β΄ 116, Ε΄ 13, Φαλλίδ. 122, Βοσκοπ. 334, Παλαμήδ., Βοηβ. 1042, Ιστ. Βλαχ. 417, 646, 1811, Διγ. Άνδρ. 32029, 32713, 33513, 33617, 37232, 38817, 40017, Ερωτόκρ. Α΄ 178, Ε΄ 1491, Στάθ. Β΄ 86, Διήγ. εκρ. Θήρ. 11016, Διήγ. ωραιότ. 660, 777, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [171], Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 80, Α΄ 299, Β΄ 285, 290, Ιντ. β΄ 114, Γ΄ 366, Ε΄ 253, Πρόλ. άγν. κωμ. 40, Ζήν. Ε΄ 271, Λεηλ. Παροικ. 477, Διγ. O 26, Διακρούσ. 6812, 9012, 10929, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2057, 21517, 2731, 28628, 3167, 3236, 33825, 35626, 3699, 37517, 3781, 4941, 5003, 50218, 52711· γιομίζω, Ερωφ. Ε΄ 118, Συναδ., Χρον. 67, Σαχλ. N 392, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1005].
    Το αρχ. γεμίζω. Για τον τ. γιομίζω βλ. Andr., Glotta 25, 1936, 14. Η λ. και ο τ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    Α´ Μτβ. 1) Γεμίζω κ. ή κάπ. με κ. (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): εγέμισα αυτόν πνοά Θεού Πεντ. Έξ. XXXI 3· ο σουλτάν Μουράτης ήφερε Τούρκους και ξένους χριστιανούς και εγέμισε την χώρα Χρον. σουλτ. 6038· ο έρως επλήθυνεν και εγέμισεν όλας μου τας αισθήσεις Διγ. Άνδρ. 37232· ο κόσμος τότ’ εφαίνετον πως θέλει να βουλήσει,| ως ήτονε και πρότερα το χάος να γεμίσει Αχέλ. 2037· Κι άλλα πολλά κι αμέτρητα τσι τόπους εγεμίσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 1545· Δεν εγέμισεν τες φυλακές ανδρειωμένους τοπάρχας Διγ. Άνδρ. 32713· γεμίσαντες γαρ τας νήας εκ των χωρών Έκθ. χρον. 1220. 2) (Προκ. για ντουφέκι) τοποθετώ μπαρούτι στην κάννη του τουφεκιού (Η σημασ. και σήμ., Πρωίας Λεξ.): Μπουμπάρδες να ’χει μπρούντζινες, τουφέκια γεμισμένα Γαδ. διήγ. 483. 3) Φρ. γεμώνω το δοξάρι = θέτω το βέλος στο τόξο (Για τη σημασ. βλ. Κουκ., ΒΒΠ Ε΄ 411): γεμίζω το δοξάριν μου, προσέχω εις το κουβούκλιν Λίβ. N 1069. 4) Φρ. εγέμισέ (το) ο νους μου, ο λογισμός μου = το πήρα απόφαση (Για τη σημασ. βλ. Αλεξίου Στ. [Βοσκοπ. σ. 37]· πβ. και τη σημερ. φρ. δε γεμίζει το κεφάλι του = δεν πείθεται, Δημητράκ. στη λ. 6): Λοιπόν ο νους μου εγέμισε στο φύγι να κινήσω Πικατ. 25· Τό ’νίμενα να μάθω κι εφοβούμου| την ώρα κείνη εγέμισέ το ο νους μου και δεν εμπόρου Βοσκοπ. 334· ο λογισμός του εγέμισεν να μάθει διά τον κτίστην Χούμνου, Π.Δ. VI [22]. 5) Φρ. γεμίζω καταπόδου τον Κύριον ή του Κύριου = ακολουθώ, πρόσκειμαι σε κάπ., μένω πιστός: οξωθιό ο Κάλεβ υιός του Ιεφουννέ ο Κενιζζί ... ότι εγέμισαν καταπόδου του Κυρίου Πεντ. Αρ. XXXII 12. 6) Φρ. γεμίζω το χέρι μου = αποκτώ ιερατική εξουσία: Και τα ρούχα του άγιου ος του Ααρών να είναι για παιδιά του καταπόδου του· να αλειφτούν μετά αυτά και να γεμίσουν μετά αυτά το χέρι τους Πεντ. Έξ. XXIX 29. 7) Φρ. τη γεμίζω (δηλ. την κοιλιά) = χορταίνω (Πβ. και τη μτγν. φρ. γεμίζω εμαυτόν = γεμίζω το στομάχι μου, L‑S στη λ. I): τάσσω σου πολλά καλά να τη γεμίσεις Φορτουν. (Vinc.) E΄ 253. Β´ Αμτβ. α) Είμαι γεμάτος από κ. (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2): φουσάτα μάζωξε πολλά κι εγέμισαν οι κάμποι Ιστ. Βλαχ. 646· αν τύχει να εγέμιζεν ο στόμαχός μου ο δόλιος Κρασοπ. 32· β) συμπληρώνομαι: εγέμισαν οι μέρες της να γεννήσει και ιδού διδυμαρικά εις την κοιλιά της Πεντ. Γέν. XXV 24.
       
  • γεωργεύω,
    Καλούδ., Προσκυν. α΄· γεργεύω, Ανάλ. Αθ. 54.
    Από το ουσ. γεωργός και την κατάλ. ‑εύω. Για τον τ. γεργεύω βλ. Ψάλτ., Αθ. 26, 1914, 61.
    Καλλιεργώ τη γη: Ω παραδείσια μου τερπνά, και τις να σας γεργεύει;| Άρουραί μου εξάκουσται, και τις να σας τρυγήσει; Ανάλ. Αθ. 54.
       
  • δεινός,
    επίθ., Καλλίμ. 2069, Διγ. Z 4177, Βέλθ. 931, 1303, Λίβ. N 262, Notizb. 82 f. 325r, Καναν. 69B, Ανάλ. Αθ. 4, Δούκ. 24714, Γεωργηλ., Βελ. 619, Πένθ. θαν.2 616, Ιστ. πολιτ. 748· οδεινός, Αποκ. Θεοτ. II 153.
    Το αρχ. επίθ. δεινός. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.). Βλ. και Andr., Lex.
    1) Ικανός, επιδέξιος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. III και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 5): με ’ποκρισιάριους εκλεκτούς, ... δεινούς, καλούς, φρονίμους τε εις ερωταποκρίσεις Γεωργηλ., Βελ. 619. 2) Θαυμαστός, έξοχος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II και σήμ., Δημητράκ. λ. 4): Ήλθεν ο ... πατριάρχης των Τούρκων ... επί ημιόνου καθήμενος και τῳ σχήματι σοβαρώτατος και το μεγαλείον δεινότατος Καναν. 69B· εν τῃ Αθήνᾳ τῃ δεινῄ, τῃ παμμεγέθει πόλει Ανάλ. Αθ. 4. 3) Σοβαρός: μετά λόγου γλυκερού, γλώσσης ερωτευμένης| και μετά σχήματος δεινού και τάχα σεμνοτέρου Καλλίμ. 2069· έμπα κλιτός τον τράχηλον και χαμηλός το σχήμα,| ποίσε δεινόν το βλέφαρον ωσάν φοβερισμένος Λίβ. N 262. Το ουδ. του επιθ. στον πληθ. ως ουσ. = δεινοπαθήματα, συμφορές (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. δεινός I και σήμ., Δημητράκ., λ. δεινός 3): η γαρ Πόλις έφερε τα κατ’ αυτής δεινά και ουχ υπέφερεν Δούκ. 24714· τα δεινά παρέδραμον και η χαρά επλατύνθη Βέλθ. 1303.
       
  • εξάκουστος,
    επίθ., Διγ. (Trapp) Esc. 132, 205, 1597, Χρον. Μορ. H 210, 1504, 2957, 3156, 3698, 4152, 4360, 5006, 5749, 5941, 5984, 6814, 6821, 7231, 8009, Χρον. Τόκκων 458, Βεν. 84, Ανακάλ. 96, Θρ. Κων/π. (Mich.) 2, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 668, Αργυρ., Βάρν. K 382, 418, Ανάλ. Αθ. 5, 55, Θησ. Β΄ [907], Ϛ΄ [217], Γεωργηλ., Βελ. 374, 684, Ριμ. Βελ. 60, Πικατ. 260, Ροδινός Νεόφ. 230, Διακρούσ. 10419,11822, Τζάνε, Κρ. πόλ. 5847· αξακουστός, Διγ. O 434· εξακουστός, Γλυκά, Στ. 289, Διγ. Z 1248, Διήγ. Βελ. (Neap.) 274, Ιμπ. 383 (κριτ. υπ.), Θησ. (Foll.) I 67, 101, Χούμνου, Κοσμογ. 335 (κριτ. υπ. Β), Σκλέντζα, Ποιήμ. 1183, 73, Γεωργηλ., Θαν. 35, Ριμ. Βελ. 60, 712, 894, Συναξ. γυν. 341, 450, Μαρκάδ. 8, Χρον. σουλτ. 12315, Δωρ. Μον. XXXIV, Ερωφ. Γ΄ 258, Διγ. Άνδρ. 4418, Ερωτόκρ. Α΄ 28, Β΄ 589, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 207, Β΄ 19, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 92, Ζήν. Α΄ 68, Τζάνε, Κρ. πόλ. 5876, Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. Αφ. 83· ʼξάκουστος, Ιμπ. (Legr.) 300, 324, Θησ. (Foll.) I 116, Θησ. Πρόλ. 93, Γ΄ [226], Δ΄ [153], Ϛ΄ [144], Σκλέντζα, Ποιήμ. 1178, Κατζ. Πρόλ. 12, Α΄ 47, Δ΄ 288, Πιστ. βοσκ. I 3, 22 (έκδ. άξουστη· διορθώσ. σε ʼξάκουστη), Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [136], Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 20· ξακουστός, Ιμπ. (Legr.) 21, Κορων., Μπούας 95, Αχέλ. 247, Στ. Βοεβ. 4, Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 56, 113, Ιντ. α΄ 40, β΄ 43, Ερωτόκρ. Δ΄ 1337, Ευγέν. 1041, Στάθ. Γ΄ 522, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 32, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. γ΄ 70, 98, Λεηλ. Παροικ. Αφ. 18, 24, Τζάνε, Κρ. πόλ. 4295, 46516.
    Το μτγν. επίθ. εξάκουστος. Οι τ. αξάκουστος και ξάκουστος στο Somav. (λ. ξακουσμένος). Ο τ. ξακουστός και σήμ. (Δημητράκ., λ. ξακουστός). Η λ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).
    1) Που ακούγεται καθαρά, ευκρινώς (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. 1): τύμπανά τε και όργανα εκρούοντο εις άκρον| και ην ήχος εξάκουστος εν εκείνῃ τῃ ώρᾳ Διγ. (Trapp) Gr. 1750. 2) α) Φημισμένος, ξακουστός (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. 2 και σήμ., Δημητράκ. λ. ξακουστός): Ρήγα κι αφέντη ξακουστέ, παρ᾽ άλλο πλια μεγάλε Ερωτόκρ. Δ΄ 1449· Τούτή ᾽ναι η Τρόγια η ξακουστή Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. γ΄ 8· διατό ένι εξάκουστον το έπαινος οπού έχεις Χρον. Μορ. H 5818· β) ωραίος, εξαιρετικός: όλους χαρισματά ᾽δωκεν, εξακουστά, μεγάλα Φλώρ. 1826.
       
  • ηλιομαρμάρωτος,
    επίθ.
    Από το ουσ. ήλιος και το επίθ. μαρμαρωτός.
    Που έχει μάρμαρα που «λάμπουν»: την ηλιομαρμάρωτον και πάντεχνον κτισμένην| την Αττικήν Ανάλ. Αθ. 7.
       
  • κεφάλι(ν)
    το, Σταφ., Ιατροσ. 15430, Λόγ. παρηγ. L 521, 560, Ιων. 2156, Ασσίζ. 242, 11222, Διγ. Z 3112, 3552, Σπανός (Eideneier) A 308, 364, Χρον. Μορ. P 292, 7093, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 120, Πόλ. Τρωάδ. 35, 703, Φλώρ. 1562, Περί ξεν. A 85, Απολλών. 47, 71, Λίβ. P 556, 2496, Λίβ. Sc. 2540, Λίβ. (Lamb.) N 913, Αχιλλ. N 1524, Χρον. Τόκκων 2832, Βεν. 47, Ανάλ. Αθ. 37, Μαχ. 31827, 43015, Ch. pop. 232, 251, 351, Αρμούρ. 182, Χούμνου, Κοσμογ. 1110, Σκλέντζα, Ποιήμ. 123, Γεωργηλ., Θαν. 19, Βουστρ. 435, Αλεξ. 1025, Ιμπ. (Legr.) 710, 954, Συναξ. γυν. 564, Κορων., Μπούας 10, Βεντράμ., Γυν. 35, Διήγ. Αλ. G 286, Πεντ. Γέν. XLVIII 14, Έξ. XII 9, Λευιτ. X 6, XIX 27, Αρ. VI 9, Δευτ. XXVIII 13, Αχέλ. 766, Αιτωλ., Μύθ. 113, Αιτωλ., Βοηβ. 104, Πτωχολ. (Κεχ.) P 277, Κυπρ. ερωτ. 1084, 25, Ερωφ. Ιντ. γ΄ 50, 53, Ε΄ 417, Παλαμήδ., Βοηβ. 901, 1350, Σταυριν. 442, Ιστ. Βλαχ. 280, 642, 2102, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 2005, 2064, Γ΄ 1014, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1147], Ε΄ [1439], Λίμπον. 265, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. α΄ 36, Χριστ. διδασκ. 231, Ζήν. Γ΄ 304, Δ΄ 23, Ε΄ 291, Διγ. O 2456, Διακρούσ. 8020, 10516, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2752, 35820, 4523, κ.π.α.
    Το μτγν. ουσ. κεφάλιον. Η λ. και σήμ.
    1) α) Κεφάλι: σπαχήδων και γιανίτσαρων πολλά κεφάλια πέσα Τζάνε, Κρ. πόλ. 1614· Ραβδούχοι, το κεφάλι του κόψετε μη φωνιάζει Ζήν. Γ΄178· (συνεκδ.): να ζήσει το κεφάλι| της αφεντιάς σου τ’ ακριβό Ερωφ. Δ΄ 237· να δώσει θέλημα του Ρήγα το κεφάλι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 1302· β) για πράγμα σε σχήμα κεφαλιού: σκόρδα κεφάλια δώδεκα Προδρ. III 184. 2) α) Κορυφή, επάνω μέρος: τους στύλους του πέντε και τα ραβδιά τους και εζάπωσεν τα κεφάλια τους Πεντ. Έξ. XXXVI 38· οι Κραμπούσες τα κεφάλια του μεσημερίου είναι υψηλά και εγκρεμνοί Πορτολ. A 737· απάνω στο νησί ... έχει σημάδι ένα κεφάλι άπου κάμνουν οι κουρσάροι τη βίγλα Πορτολ. A 18314‑5· κρύψον το ευτύχημα, αυτό γουν το βασμίδιν·| οκάτις γαρ κατέβηκε από του κεφαλιού του Λόγ. παρηγ. O 357· να μου ιστορίσετε το πρόσωπόν μου εις τον στύλον και να μου βάλετε το στεφάνι μου εις το κεφάλιν της ιστορίας Διήγ. Αλ. V 23· β) αρχή? (εδώ το σημείο που αρχίζει η θάλασσα): Το στάσιμο έναι κάτω στο ποτάμι ... και έναι κεφάλι της θαλάσσου Πορτολ. A 35026· γ) (προκ. για ποτάμι) αρχή· διακλάδωση: ποτάμι εβγαίνει από την παράδεισο να ποτίσει το περιβόλι και από ’κεί να χωριστεί και να είναι τέσσερα κεφάλια Πεντ. Γέν. II 10. 3) Κεφάλαιο, τμήμα συγγράμματος: θέλομεν φέρειν και τες ασσίζες, ανισώς και εύρομεν και κανέναν κεφάλιν περί τούτου Μαχ. 25032· απέ κείνον τό ελαλήθην εις το άλλον κεφάλιν όπου λαλεί ότι ... Ασσίζ. 37228. 4) Σύνολο, κατάλογος: Σήκωσε το κεφάλι παιδιά του Κεάθ απομεσοθιό παιδιά του Λεβή εις τις γενεές τους Πεντ. Αρ. IV 2· μόνε το σκήφτρο του Λεβή μη αναγράψεις και το κεφάλι τους μη σηκώσεις μεσοθιό παιδιά του Ισραέλ Πεντ. Αρ. I 49. 5) Νους, κρίση, γνώμη: το σκήπτρο μου ω, πώς έχασα για το ζουρλό κεφάλι; Ζήν. Ε΄ 353· από το κεφάλι σου χάσαμεν την τιμήν μας Αιτωλ., Βοηβ. 296· Άνθρωπος ασυμβούλευτος ...| καθ’ εαυτού πολέμιος είναι χωρίς κεφάλι Ιστ. Βλαχ. 1478. 6) Άρχοντας, αρχηγός, ο επικεφαλής, υπεύθυνος: Πολλή ζωή του αυθέντη μας, της Ρόδου το κεφάλι Γεωργηλ., Θαν. 306· ηύρα τον δούκα φίλον μου, του κάστρου το κεφάλιν Σαχλ., Αφήγ. 268· Η ρήγαινα όρισεν πάραυτα τον Τζόρτζε Μονομάχον, καβαλάρην πολίτην για κεφάλιν και έδωκέν του ξ΄ ανθρώπους Μαχ. 43011· ο σιρ Τζουάν τε Σουρ αρμάτωσεν β΄ σατίες από την Αμόχουστον και αφήκεν κεφάλιν το σιρ Τζουάν τε Κολιές Μαχ. 20031· μετά την αποβίωσιν του μαστρ Αντώνη τα Περγάμου του ιατρού φυσικού, ο ποίος ήτον κεφάλιν του εφφικίου της τζάμπ(ρ)ας του ρηγός Μαχ. 61222· της Μαργαρώνας τα ’δωκαν οπού ’τονε κεφάλι,| λέγω, και η κτητόρισσα και πρώτη εκ τες άλλες Ιμπ. (Legr.) 774. Φρ. 1) βάζω το κεφάλιν μου = ριψοκινδυνεύω: όρκον έκαμαν φρικτόν να έχουν γνώμην μίαν,| να βάλουν το κεφάλι τους ένας διά τον άλλον,| όταν τους έλθει τίποτες σε κίνδυνον μεγάλον Ιστ. Βλαχ. 1147· το αίμαν τους εγώ ’ννα το γυρεύσω,| να βάλω το κεφάλιν μου εκείνους να συντρέξω Θρ. Κύπρ. M 628· 2) βγάζω κεφάλι = επιβάλλομαι, υπερισχύω: Η Αμόχουστος είναι δυναμωμένη| με το σπαθίν δεν γίνεται να ’ναι αυτή παρμένη·| μόνε με τον φοβερισμόν αν τηνε παραδώσουν (παραλ. 1 στ.) αλλέως ημείς πάνω της δεν βάλλομεν κεφάλιν Θρ. Κύπρ. M 765· 3) δίδω κάπ. για κεφάλι: βλ. δίδω I Α΄ 13 γ· 4) είμαι κεφάλι απάνω σε κάπ. = καταδυναστεύω, είμαι κυρίαρχος κάπ.: συμβούλιον εποίησαν να κόψουν τους Ρωμαίους (παραλ. 1 στ.) διότι όλ’ οι άρχοντες εκείνοι οι μεγάλοι,| όλοι Ρωμαίοι ήσανε απάνω τους κεφάλι Ιστ. Βλαχ. 858· 5) κάμνω κεφάλι, σηκώνω κεφάλι = στασιάζω, επαναστατώ εναντίον κάπ.: έκαμαν κεφάλι (ενν. οι φυλακωμένοι) και εδυναμώθηκαν και επεριπατούσαν φανερά χωρίς κανένα φόβο της δικαιοσύνης Σουμμ., Ρεμπελ. 190· λέγουσι ότι Ομέρ μπέης τον ηνάγκασε εις αυτά και εσήκωσε κεφάλι Χρον. σουλτ. 1023· πλέον δεν θέλεις βουληθεί κεφάλι να σηκώσεις| απάνω στον αφέντην σου έξω να τον διώξεις Ιστ. Βλαχ. 1289. Η λ. ως τοπων.: Πορτολ. A 25622.
       
  • κύπτω,
    Πρόδρ. 21, 77, Καλλίμ. 1914, Διγ. Z 1574, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 600, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 17, Λίβ. P 864, 1390, 1789, Λίβ. Sc. 1093, 1348, Λίβ. N 3032, Φυσιολ. (Legr.) 9, Πτωχολ. α 817, Εκατόλ. Mκύφτω, Ροδινός (Βαλ.) 217.
    Το αρχ. κύπτω. Η λ. σε διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex.).
    Σκύβω: Λίβ. Sc. 579· (μεταφ.) υποκύπτω, υποτάσσομαι: δεν εθέλησεν (ενν. η κόρη) να κύψει εις τον πόθον Αχιλλ. L 610· έπαρ’ με, κόρη, σύμβουλον και κύψε εις αγάπην Αχιλλ. L 629· ουαί την κατονείδιστον περί τας πόλεις όλας,| ουδέποτε την κύψασαν ποσώς εις δουλοσύνην Ανάλ. Αθ. 31.
       
  • λυχναψία
    η, Δούκ. 32320· λυγχναπία· λυγχναψία, Μαχ. 1027, λυχνοψία, Ανάλ. Αθ. 53.
    Το αρχ. ουσ. λυχναψία. Για τον τ. λυγχαπία βλ. Menardos, Byz. 8, 1933, 367. Τ λυγναπία και λυχναπία και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 641 και 643).
    1) Φωταψία: Μαχ. 67631. 2) (Εκκλ.) εσπερινός: προχθές την παραμονήν της Χριστού Γεννήσεως, εις τον καιρόν δηλονότι της λυχνοψίας, επανήλθε και ο κύρης Παναγιώτης Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Γριτσόπ.) 416.
       
  • μαγαρίζω,
    Σπανός (Eideneier) Α 371, 374, D 1073, 1095, 1107, 1112, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 163, 215, 465, 572, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 625, Διήγ. Αλ. V 57, Συναξ. γυν. 78, Πεντ. Γέν. XXXIV 5, 13, Λευιτ. X 10, XI 44, XX 3, XXI 4, XXII 5, XXVII 11, Αρ. VI 7, 12, IX 7, XIX 13, 14, Δευτ. XII 15, XIV 8, XV 22, XXVI 14, Ιστ. Βλαχ. 653, Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 18, Τζάνε, Κρ. πόλ. 56310, κ.π.α.· μεγαρίζω, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 263r.
    Από το αρχ. μεγαρίζω (Βλ. Ανδρ., Λεξ.), καθώς και Kahane, Graeca et Romanica A΄ 344 κε. T. μααρίζω και μαρίζω σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 650, λ. μαρίζω). Η λ. τον 7. αι. (Sophocl.) και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Μολύνω: Διά ποίαν αφορμήν χαλάτε (ενν. εσείς, άνθρωποι) τες ψυχές σας και τες μαγαρίζετε με αίματα ; Ροδινός (Βαλ.) 229· εσθίεις (ενν. εσύ, μαϊμού) ψύλλους, ψείρας τε και πάντοτε δακώνεις (παραλ. 1 στ.). Φεύγε λοιπόν απέμπροσθεν, μη μαγαρίσεις πάντας Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 975· β) (προκ. για αντικ. λατρείας) μιαίνω, βεβηλώνω: Το ’κόνισμα δεν το ’χωσα, … μα έκαψά το (παραλ. 1 στ.) για να μην το βρου οι άπιστοι πλιο να το μαγαρίζου Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 53. 2) Λερώνω, βρομίζω: όσα κάμω ν’ ασπριστούν εσύ (ενν. καρβουνιάρη) τα θες μαυρίζει·| πάντοτε με τα κάρβουνα θέλεις τα μαγαρίζει Αιτωλ., Μύθ. 128. 3) Ντροπιάζω: εμολύνασι τσι ψυχές τως (ενν. οι καλόγεροι) και εμαγαρίσασι και σκήμαν τως, ήγου το ράσο Αποκ. Θεοτ. Ι 190. 4) Βιάζω: εμαγάρισαν γυναίκας παρά φύσιν Ανάλ. Αθ. 24· το βράδι να μένουσιν (ενν. οι αρχόντισσες) με τους μουσουλμάνους| και να τες μαγαρίζουσιν, μπαστάρδια να γεννούσιν Ανακάλ. 84. Β´ Αμτβ. 1) Μολύνομαι, αμαρτάνω: «Μη φας, αφέντη μου, … και μαγαρίσεις … αφ’ του γιού σου το συκώτι» Κακή μάννα 29. 2) Λερώνομαι, λεκιάζομαι: Εις τσόχαν να μαγαρίσει από λάδιν· δοκιμή Ιατροσ. κώδ. φνζ΄. 3) Αλλαξοπιστώ: πολλές (ενν. γυναίκες) εοκλαβωθήκασι κι άλλες εμαγαρίσα Τζάνε, Κρ. πόλ. 1818. 4) Έρχομαι σε σεξουαλική επαφή: τα καπηλεία γυρεύουν (ενν. οι άνδρες),| τες πόρνες και πολιτικές κοιτάν και μαγαρίζουν Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 772· όσες (ενν. γυναίκες) αφήνουσιν κακώς τους άνδρες τους, …| υπάν και μαγαρίζουσιν με ξένους Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 747. IΙ. Μέσ. 1) (Προκ. για θρησκευτικά θέματα) είμαι μιασμένος, ακάθαρτος: παν ος να ’γγίξει εις αυτό ο μαγαρισμένος να μαγαριστεί και η ψυχή οπού ’γγίζει να μαγαριστεί ως το βράδι Πεντ. Αρ. XIX 22. 2) Παρεκτρέπομαι σεξουαλικά, απιστώ: αν δεν εμαγαρίστην η γεναίκα και καθάρια αυτή Πεντ. Αρ. V 28· απέρασεν απάνου του (ενν. του ανδρός) πνοά ζήλιας και εζήλεψεν την γεναίκα του και αυτή δεν εμαγαρίστην Πεντ. Αρ. V 14. Η μτχ. ως επίθ.: 1) α) Μιαρός, μολυσμένος: κάμνει (ενν. η άθλιος γυναίκα) και τες προσφορές και είν’ αιματωμένες,| διότι τζαγκουρνίζεται,και είν’ μαγαρισμένες Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 530· β) (προκ. για θρησκευτικά θέματα) απαγορευμένος: παν σερπετό του πουλιού μαγαρισμένο αυτό εσάς, να μη φαγωθούν Πεντ. Δευτ. ΧΙV 19. 2) Λερωμένος, βρόμικος: όλον το πρόσωπόν του (ενν. του Αρκίτα)| απ’ αίμα και κορνιακτόν όλο μαγαρισμένον Θησ. Θ΄ [182]. 3) Αμαρτωλός, ανήθικος: εγύρευεν ο μαγαρισμένος Ηρώδης να φονεύσει αυτόν τον Κύριον Ιησούν Χριστόν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 406· πόσοι ανδρειωμένοι, … απελάτες έπεσαν διά μίαν γυναίκα μαγαρισμένη Διήγ. Αλ. V 59. 4) Άπιστος: Εκίνησεν ο βασιλεύς Φίλιππος εκ Σπανίας,| Σαρακηνός την γενεάν, ήτον μαγαρισμένος Φλώρ. 29. 5) (Πιθ.) επικίνδυνος, δύσκολος: Ο Μαύρος Λάκκος έναι καλός λιμένας … και θέλεις να έμπεις μέσα του καναλίου ότι έναι δύο ακρωτήρια μαγαρισμένα Πορτολ. B 3724. 6) (Υβριστ.): Αφορεσμένε γάδαρε και τρισκαταραμένε| … σκύλε μαγαρισμένε Γαδ. διήγ. 366· γυναίκα κακορίζικε, Εύα μαγαρισμένη Συναξ. γυν. 127. έκφρ. μαγαρισμένος εις ψυχήν = αμαρτωλός: παράγγειλε τα παιδιά του Ισραέλ και να απεστείλουν από το φουσσάτο … παν μαγαρισμένον εις ψυχή Πεντ. Αρ. V 2.
       
  • μέλισσα
    η, Απόκοπ.2 38, 64, Πεντ. Δευτ. I 44.
    Το αρχ. ουσ. μέλισσα. Η λ. και σήμ.
    Μέλισσα: Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 958· (συνεκδ.) ουαί την κατονείδιστον (ενν. την Αθήνα) περί τας πόλεις όλας (παραλ. 3 στ.), την γεμισμένην των λαών, ως πλήθος της μελίσσης Ανάλ. Αθ. 34· το μελίσσι με θυμόν απομακράς μ’ εδέχθην (παραλ. 6 στ.). Κι η μέλισσα ουκ έπαυεν πάντα να με δοξεύει Απόκοπ.2 43· Έκαιγαν (ενν. οι Τούρκοι) κι εχαλούσανε τα σπίτια και τ’ αμπέλια·| τας μέλισσας αφήσανε μόνον ογιά τα μέλια Τζάνε, Κρ. πόλ. 23318· (μεταφ.) πλήθος στρατού, ασκέρι: Εκόπταν, εθερίζασιν, έσκιζαν, ετρυπούσαν (παραλ. 1 στ.), τόσον λαόν εσκότωναν οπού ʼτον μέγαν πράμαν| και τι να πω; στην μέλισσαν τίποτες δεν εκάμαν Αχέλ. 412.
       
  • μιαίνω,
    Διγ. Z 2704, Θρ. Κων/π. (Mich.) 31443, Έκθ. χρον. 159, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 697, Διγ. Άνδρ. 37234, Βακτ. αρχιερ. 142, 148, 184· εμίωσαν, Ανάλ. Αθ. 23, 24 (πιθ. κατά παραδρομή ή εσφαλμ. ανάγν. αντί εμίασαν ή εμίαναν).
    Το αρχ. μιαίνω. Η λ. και σήμ.
    Α´ Ενεργ. 1) Κηλιδώνω, λερώνω, μολύνω (μεταφ.): Ιστ. Βλαχ. 1968, Διγ. (Trapp) Gr. 1157, 2291, Βίος Αλ. 5720. 2) Βεβηλώνω: εμίαναν (ενν. τα έθνη) τον ναόν τον άγιόν σου Ιστ. πολιτ. 2121. 3) Διαφθείρω, ατιμάζω: τα τρυφερά θυγάτρια τ’ αρχονταναγιωμένα| διά να μην τα μιάνουσιν και μείνουσιν φθαρμένα Θρ. Κύπρ. M 64· εις τα σπίτια τους παγαίνουν, καθημέραν τες μιαίνουν (ενν. τες γυναίκες) Συναξ. γυν. 1196· οι ασεβείς … και γυναιξί μιγήσαι| ου μόνον εκ της φύσεως, αλλά και παρά φύση,| οίτινες και τους άρρενας εμίαναν επίσης Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 684. 4) Ντροπιάζω: Η γυνή το θέλημά σου ου κάμνει,| αμμή έμπροστεν εις τους εχθρούς βούλεται να σε μιάνει Συναξ. γυν. 306. Β´ (Μέσ.) μολύνομαι· (μεταφ.) αμαρτάνω, κολάζομαι: γέρων επόρνευεν και εμιαίνετον Χρον. βασιλέων 1086. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ακάθαρτος· (μεταφ.) μιαρός, ρυπαρός: Γυναίκα γαρ του Δάρειου είχεν (ενν. ο ’Λέξανδρος) ’χμαλωτισμένη,| μ’ εκείνην δεν εμοίχευσε, σαν το ’χουν μιασμένοι Αλεξ. Επίλ. 28· μεμιασμένον δε θηρίον εστίν (ενν. η ύαινα) Φυσιολ. M 243· τους γαρ νεκρούς ουκ έθαπτον, ήσθιον μάλλον τούτους.| Και θεασάμενος αυτών έθη μεμιασμένα| και δεδοικώς … |… μήπως …| … μιάνωσι την κτίσιν,| αυτούς κατετροπώσαμεν Βίος Αλ. 5717.
       
  • μολύνω,
    Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [437, 620]· μολένω.
    Το αρχ. μολύνω. Μτχ. μολεμένος στο Κυριαζίδης Ν., Λεξ. Μακρυγ. 990 και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Β΄ 228). Η λ. και σήμ.
    1) α) Λερώνω, ρυπαίνω· (εδώ σε ένδειξη πένθους): Κι εις την γην καθίσας τότε (ενν. ο Αχιλλέας)| το ωραίον πρόσωπόν του| ήσχυνε κι εμόλυνέ το Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΘ΄ 31· β) μιαίνω (ως συνέπεια ερωτικής συνεύρεσης): η κακή γυνή, όταν βουληθεί, μολύνει| το σώμαν της το σιχαντόν και του ανδρός την κλίνη Συναξ. γυν. 297· των ιερέων τας στολάς συν γυναιξί μολύνουν (ενν. του Ισμαήλ τα τέκνα) Θρ. αλ. 29· γ) (μεταφ.) ντροπιάζω, ατιμάζω· αποδείχνομαι ανάξιος ενός πράγματος: λοιπόν πώς δεν εμόλυνες την πίστιν της παντρειάς σου,| αν συ το δείχνεις φανερόν με τα καμώματά σου; Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [651]· όστις εκείνος το επιτηρεί και προβλέπει και δεν το μολένει (ενν. το βάπτισμα), γίνεται κληρονόμος της βασιλείας του Χριστού Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 304v· αληθώς υβρίζω σε, αγριότραγε, ότι το γένιν εμόλυνας, την τρίχαν εξύβρισες Σπανός (Eideneier) Α 35· δ) (προκ. για την ψυχή) αμαρτάνω: Άρχων Μιχαήλ δυνάμεως Κυρίου,| βοήθησον τῳ σῳ αμαρτωλῴ ικέτῃ| γηράσαντι κακοίς πολλοίς, μολύναντι ψυχήν τε Ιωάνν. ιερ. 1353· Ετούτοι … οπού εβάλασι το αγγελικό σκήμα … να γενούνε ιερείς … εμολύνασι τσι ψυχές τως και εμαγαρίσασι και σκήμα ντως Αποκ. Θεοτ. I 189-190. 2) (Προκ. για ιερά αντικείμενα) βεβηλώνω: τας εκκλησίας εμίωσαν (ενν. οι Πέρσες), εμόλυναν εικόνας Ανάλ. Αθ. 23. Η μτχ. παθητ. παρκ. ως επίθ. = αμαρτωλός: ανατίθημι το … μεμολυσμένον μου σώμα εις την αυτού (ενν. του Ιησού Χριστού) αγίαν πρόνοιαν Σεβήρ., Διαθ. 18911-12.
       
  • οδυρμός
    ο, Προδρ. II Η 16, Διγ. (Trapp) Gr. 204, 3569, Ανάλ. Αθ. 49, Διήγ. πόλ. Θεοδ. 131, Απολλών. 386, Λίβ. Esc. 4403, Αχιλλ. N 1267, 1655, Θρ. Κων/π. (Mich.) 69, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 2, Σκλάβ. 34, Αιτωλ., Βοηβ. 16, Κώδ. Χρονογρ. 5323· ’δυρμός, Αποκ. Θεοτ. I 20.
    Το αρχ. ουσ. οδυρμός. Ο τ. ’δυρμός (εξαιτίας της παρουσίας του άρθρου) σε κείμ. του 17. αι. (Vitti [Ευγέν. σ. 101]).
    Κλάμα γοερό, θρήνος: Φλώρ. 81, Δούκ. 3675, Διγ. (Trapp) Gr. 1559· (συν. με τα ουσ. θρήνος, κλαυθμός, στεναγμός, κ.τ.ό.· πβ. L-S και ΠΔ Ιερεμίας ΛΉ́ 15): κλαυθμός και οδυρμός γαρ| άπας βιος των ανθρώπων Ερμον. Ω 359· Θρήνος, κλαυμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,| θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαιοις Ανακάλ.υπήγασι (ενν. ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και η Παναγία) εκεί οπού είναι ο ’δυρμός και ο κλαθμός Αποκ. Θεοτ. I 20.
       
  • πάγχρυσος,
    επίθ., Καλλίμ. 2208, Παρασπ., Βάρν. C 434, Αργυρ., Βάρν. K 439, Ιστ. πατρ. 20319.
    Το αρχ. επίθ. πάγχρυσος.
    1) α) Κατασκευασμένος ολόκληρος από χρυσό, ολόχρυσος: Καλλίμ. 426, Βίος Δημ. Μοσχ. 473· β) (προκ. για εικόνα ή εικονογραφική παράσταση) που έχει χρυσό διάκοσμο ή βάθος: ευθύς γαρ βλέπεις τας σεπτάς και πάγχρυσους εικόνας| (αι τηλαυγώς αστράπτουσι) Παϊσ., Ιστ. Σινά 403· Εκεί να ’δετε βασίλισσα πώς ήτον στολισμένη,| ώσπερ εικόνα πάγχρυση ήτον ζωγραφισμένη Βίος Δημ. Μοσχ. 546· των προφητών γαρ ο χορός, άμα και αποστόλων,| εκεί ιστόρειται σαφώς πάγχρυσος εις τον θόλον| μετά ψηφίων και μικτού χρυσού και λαζουρίου Παϊσ., Ιστ. Σινά 524· γ) (προκ. για στρώμα) πιθ. χρυσοκεντημένος: την στρωμνήν την πάγχρυσον — ην γαρ χρυσούν το στρώμα Καλλίμ. 375· δ) (συνεκδ.) ακριβός, πολυαγαπημένος: Αφ’ ης γαρ ώρας, πάντερπνε, εφάνημεν αλλήλοις (παραλ. 1 στ.) … ερριζώθης, πάγχρυσε, μέσα εις την ψυχήν μου Διγ. Z 1935. 2) (Μεταφ.) λαμπρός, ένδοξος: την Αττικήν, την πάγχρυσον, την μητέρα των λόγων Ανάλ. Αθ. 8.
       
  • παλαίζηλος,
    επίθ.
    Από το επίρρ. πάλαι και το ουσ. ζήλος.
    Που τον ζηλεύουν από παλιά: Κάθεται Αθήνα και θρηνεί, κλαίει και ουχ υπομένει:| «(παραλ. 2 στ.) ουαί μοι την παλαίζηλον και φθόνων γεμισμένην …» Ανάλ. Αθ. 29.
       
  • παμβέβηλος,
    επίθ., Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2801, Δούκ. 23510, Ροδινός (Βαλ.) 85.
    Από το α΄ συνθ. παν‑ και το επίθ. βέβηλος. Η λ. τον 5. αι. (Lampe, Lex.) και σε έγγρ. του 16. αι. (Πατρινέλης, ΕΜΑ 17, 1967, 108).
    (Επιτ.) α) ανίερος, ανόσιος, ασεβής: το περσικόν το γένος,| η ρίζα η παμβέβηλος του Χαμ του κατηγόρου Ανάλ. Αθ. 16· β) αμαρτωλός, ακάθαρτος: το εναγές και παμβέβηλόν μου σώμα ανατίθημι εις την Αυτού πρόνοιαν και παρακαλώ την άπειρον Αυτού ευσπλαχνίαν … ευρείν έλεος Μαλαξός, Νομοκ. 532.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης