Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αναισθητώ,
- Αμ. παράκλ. 12, Καλλίμ. (Κριαρ.) 939, Βέλθ. (Κριαρ.) 1208, Λίβ. (Μαυρ.) P 386, 2373, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2501 κριτ. υπ., 2576, 2700, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3666, Αχιλλ. (Hess.) N 1312, 1643, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C 269· αναιστητώ, Λίβ. (Lamb.) N 523, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C 265, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 265.
Το αρχ. αναισθητώ.
1) α) Χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ (Βλ. και Lampe, Lex.): ανεγνωρίζει το όνομα, αναισθητεί και πίπτει Λίβ. Sc. 2618· πάλιν τον νουν αναισθητεί, κλονίζεται καρδίαν Λίβ. Sc. 2501. Πβ. αναίσθητος 1α· β) εξουθενώνομαι, παραλύω (από λύπη): και προς την κόρην βλέποντες πάντες αναισθητούσιν,| ουδέν γαρ είχαν καν ποσώς (έκδ. καμποσώς· διορθώσ.) φωνήν καν να συντύχουν·| και εκείνη λέγει προς αυτούς μετά πολλών δακρύων Αχιλλ. N 1643. Πβ. και αναίσθητος 1β· φρ. αναισθητώ κακώς = βρίσκομαι σε άσχημη ψυχική κατάσταση: Καλλίμ. 939. 2) Είμαι αναίσθητος, δε συναισθάνομαι (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S): Εγώ δε προσκολλώμενος τοις πονηροίς πολίταις| λιμῴ πολλῴ διαφθείρομαι πάσης αγαθοεργίας| και αναισθητώ και ου βούλομαι τον άσωτον μιμείσθαι Αμ. παράκλ. 12. Πβ. αναίσθητος 3.δάκρυ(ον) και δάκρυο- το, Σπαν. O 255, Γλυκά, Στ. 419, Αμ. παράκλ. 6, Λόγ. παρηγ. L 130, 484, Λόγ. παρηγ. O 126, Προδρ. II 16, IV 18, Μανασσ., Χρον. 3242, 3574, 6216, Καλλίμ. 445, 603, Ορνεοσ. αγρ. 5478, Διγ. (Trapp) Gr. 322, 575, 731, 732, 886, Διγ. Z 395, 443, 491, 688, 826, 972, Διγ. (Trapp) Esc. 85, 303, 460, 1817, Ακ. Σπαν. 35210, 44508, Πόλ. Τρωάδ. 690, Χρον. Μορ. H 660, 1797, Φλώρ. 994, Διήγ. πόλ. Θεοδ. 131, Περί ξεν. A 8, 276, 297, Ερωτοπ. 333, Λίβ. P 2374, 2817, Λίβ. Sc. 2148, 2171, Λίβ. Esc. 1517, 3544, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2457, 2458, Αχιλλ. N 1570, 1742, Αλφ. ξεν. 66, Φυσιολ. (Legr.) 102, Θησ. Γ΄ [442], Ch. pop. 32, Χούμνου, Π.Δ. XII 48, Σκλέντζα, Ποιήμ. 126, Γεωργηλ., Θαν. 50, Αλφ. (Μπουμπ.) III 16, Αλεξ. 1608, Απόκοπ. 393, Συναξ. γυν. 396, Δεφ., Λόγ. 406, 480, Κώδ. Χρονογρ. 5238, Θρ. Κύπρ. M 516, Χρον. σουλτ. 6735, Παϊσ., Ιστ. Σινά 174 (πληθ. δάκρα από μετρ. αν.), Πανώρ. Β΄ 184, 528, Δ΄ 135, 174, Ερωφ. Ιντ. β΄ 125, Δ΄ 249, 396, 411, Παλαμήδ., Βοηβ. 1294, Ιστ. Βλαχ. 31, Διγ. Άνδρ. 32126, Ερωτόκρ. Δ΄ 649, Ε΄ 1104, Ιερόθ. Αββ. 332, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [175], Λίμπον. 88, 404, Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 546, Ε΄ 83, Διγ. O 182, Διακρούσ. 9422, 953, 993, 7, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1465, 15627, 1734, 18814, 20120, 20614, 22111, 51020, 5298, 55618, 57114, κ.α.· δάκρυο, Ερωτόκρ. Γ΄ 99, Στάθ. Γ΄ 210, Λεηλ. Παροικ. 636, Τζάνε, Κρ. πόλ. 41319.
Το αρχ. ουσ. δάκρυον. Βλ. και δάκρυ (L‑S). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ., λ. δάκρυ και δάκρυο(ν)).
1) Δάκρυ (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. δάκρυ I και δάκρυον I1 και σήμ., Δημητράκ. στις λ. 1): ταύτα μεν προς αδελφούς εκείνη προσεφώνει| θερμά κινούσα δάκρυα Διγ. Z 826· δάκρυα χύσατε πικρά Αχιλλ. N 1570· άρχισε δάκρυα ο ουρανός ζεστά να ψιχαλίζει Τζάνε, Κρ. πόλ. 20120· 2) Χυμός δέντρου (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. δάκρυ II και δάκρυον I2 και σήμ., Δημητράκ., λ. δάκρυ 3 και δάκρυο(ν) 2): το δάκρυον κατέβαινε εις του δενδρού τη ρίζα Αλεξ. 1608· το δάκρυον της κυδωνέας Ορνεοσ. αγρ. 5478.εκ,- πρόθ., Καλλίμ. 1246, Ερωτοπ. 211, Λίβ. Sc. 2353, Θυσ.2 153, Ερωφ. Δ́́ 89· ακ, Ασσίζ. 38822, Απολλών. (Wagn.) 664, Αχιλλ. O 622, Ανακάλ. 9, Μαχ. 49015, 56012, 5923, Αιτωλ., Μύθ. 1118, Διγ. O 1954· αξ, Μαχ. 15818· αχ, Ασσίζ. 47011, Αλφ. 1042, Κυπρ. ερωτ. 228, 2011, 738, 887, 9736, 1068, 18, 23, 10938· εξ, Καλλίμ. 2580, Διγ. Z 2677, 3296, Φλώρ. 1081, Ch. pop. 20, Γεωργηλ., Βελ. 130, Σφρ., Χρον. μ. 15827, Αλεξ. 1671· εχ, Ιμπ. (Lambr.) 594· ’κ, Χρον. Μορ. H 6213, Χρον. Μορ. P 4099, Θησ. (Foll.) I 108, Αλεξ. 1144, Πένθ. θαν.2 227, Τριβ., Ρε (Ζώρ.) 107, Ερωφ. Ά́ 399, Ερωτόκρ. Β΄ 128, Διγ. O 1187· ’ξ, Αλεξ. 830, 1248, 1568, 1988, 2499, Σταυριν. 3052· ξε, Τριβ., Ρε 242, Τριβ., Ταγιαπ. 42, 50· οκ, Χρον. Μορ. P 1157, 4103, 4806, Θησ. (Foll.) I 106, Συναξ. γυν. 479, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 325, Πανώρ. Β́́ 194, Ερωφ. Ά́ 616, Θυσ.2 471, 575, Στάθ. (Martini) Β́ 327, Ζήν. Ά́ 301· οξ, Αλεξ. 1980· όξε, Τριβ., Ρε 28, Τριβ., Ταγιαπ. 254· οχ, Πανώρ. Δ́́ 347, Ερωτόκρ. Ά́ 382, 697, 1381, Γ́́ 1061, Δ́́ 177, Έ́ 1098, 1243, Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά́ 220, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́́ [7], Έ́ [1082]· ’χ, Πένθ. θαν. (Knös) S 629, Αχέλ. 1554, Κυπρ. ερωτ. 624, 10920, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́́ [889], Έ́ [215].
Η αρχ. πρόθ. εκ. Βλ. και Andr., Lex., λ. εκ. Τα φωνήεντα α και ο στους τ. της πρόθ. οφείλονται στη συνεκφ. με προηγ. λ. που λήγουν σε ‑α ή ‑ο (Βλ. όμως και Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 464 και Αθ. 4, 1892, 474)· οι τ. με τελικό ‑ε προήλθαν από συνεκφ. με επόμ. λ. που αρχίζουν από ε‑. Οι τ. οξ από συνεκφ. με προηγ. λ. που λήγουν σε -ο. Βλ. και Δημητράκ. Για τον τ. όξε πβ. λ. όκε, που προέρχεται από το ουκ. Για τη σύνταξη της εκ βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 457, 473.
1) α) Απομάκρυνση: Λοιπόν η τύχη τους μικρούς, ψηλά τους ανυψώνει| και τους μεγάλους εκ ψηλά κάτω τους χαμηλώνει Αλεξ. 1244· Πώς το κρασί τον άνθρωπο βγάνει οκ τα λογικά του Ζήν. Έ́ 145· β) αφαίρεση: Τούτα Θεός τα κάνει,| οξ ένα τόπον παίρνει τα, εις άλλον γαρ τα βάνει Αλεξ. 1980· βγάνει εκ το δακτύλιν (έκδ. βγάν’ οχ το δαχτύλιν· διόρθ. Αλεξ. Στ., Κρ. Ανθολ.2 σ. 99) της όμορφο δακτυλίδι (έκδ. δαχτυλίδι· διόρθ. Αλεξ. Στ., Κρ. Ανθολ.2 σ. 99) Ερωτόκρ. Γ́ 1465. 2) Απόσταση: εκ διαστήματος πολλού απέχοντες αλλήλοις Διγ. (Trapp) Gr. 1915. 3) Απαλλαγή: οχ τα πολλά μας σφάλματα να ελευθερωθούμεν Αιτωλ., Βοηβ. 57· να λείψου οι πόνοι εκ το κορμί τούτο το πρικαμένο Πανώρ. Ά́ 352· όσο μπορώ ’κ τα πάθη σου να σε παραλαφρώσω Ερωφ. Ά́ 90· αν είχε γλύσει| οξ εσάς, δεν είχε αφήσει| και γυναίκες και παιδία Τριβ., Ταγιαπ. 254· γιατί ελπίζω εις Θεόν να σε εβγάλω ξε βάρος Κορων., Μπούας 123. 4) Έλλειψη: λείπουνται εκ τη δική μας χώρα Ερωφ. Πρόλ. 60· όσον το δειμ μου λείψει αχ το δικόσ σου Κυπρ. ερωτ. 7022· εκ το στόμα μου ουδέν έλειψε το γάλα Σαχλ., Αφήγ. 31. 5) Παράβαση: ιδές την Εύαν τι έκαμε, οκ την εντολήν εβγήκε Δεφ., Λόγ. 581· ποιος μπορεί να βγει ’κ τον ορισμόν του; Θυσ.2 170. 6) Εξαίρεση (με προηγούμενη τη λ. άλλος) εκτός από: άλλον δεν έχει φως αχ το δικόσ σου Κυπρ. ερωτ. 10028· ποίος άλλος οχ τον έρωτα έτσι σμικτούς τους έχει Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1114]· (με προηγούμενο το επίρρ. έξω) εκτός από: ή μετ’ αυτού θελήματος τον Πάριν να σκοτώσουν| ή έξω εκ του θελήματος να τον κακοδικήσου Βυζ. Ιλιάδ. 384· μην το ξέρει άλλος κανείς όξω οκ την συντροφιά σας Ευγέν. 388. 7) Διάκριση, ξεχώρισμα: δεν γνωρίζεται ο μικρός ποσώς οκ τον μεγάλον Πένθ. θαν.2 110. 8) Διαιρεμένο όλο: εκ τις κορασίδες μου μια μου ’θελε μηνύσει Ερωφ. Ιντ. β́́ 67· Παίρνω καμπόσους εξ εμάς, ’ς κάτεργα μέσα μπαίνω Αλεξ. 1997· άλλα (ενν. θεριά) απαντήσαμε· με τρία μάτια ήσαν· ’ξ εκείνα οι στρατιώτες μου πολλά γαρ αφανήσαν Αλεξ. 1648. 9) Β́́ όρος σε σύγκριση: κι αν ήσουν έμορφον εκ τα πουλιά του κόσμου Πουλολ. 18· δαγκάνει πλιό ’χ την όχεντρα και πλια της φαρμακίζει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [1144]· τ’ αγαπώ περσότερο ’χ τα μάτια τα δικά μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́́ [120]. 10) Αφετηρία (τοπική ή χρονική): Ν’ αρχίσομε οκ τα Χανιά Τζάνε, Κρ. πόλ. 2369· Μηδέν μνησθείς αμαρτιών των εκ νεότητός μας Πένθ. θαν.2 415· φυσά το ’κ (έκδ. οχ· διόρθ. Αλεξ. Στ., Κρ. Ανθολ.2 σ. 93) την Ανατολή και πάει το στη Δύση Ερωτόκρ. Β́ 2129· λάβεις δε και την προίκα σου εκ ταύτης της ημέρας Διγ. Z 2077. 11) Προέλευση: οδυρμούς δε εκίνησαν και θρήνους εκ καρδίας Διγ. Z 408· κυρά, κατέβα εκ τα ψηλά, κατέβ’ από τ’ ανώγεια Απόκοπ. 211· Μα πράμα ανεπίστευτον εκ τη φοράν εκείνη … Ερωφ. Α΄ 167· Γλήγορα αμέτε, φέρετε την βέστα οκ το παλάτι Ευγέν. 955· πρόβαλε οκ την ανατολή Ζήν. Ά́ 231. 12) Καταγωγή: άνθρωπον εκ την χώραν μας όμοιον ωσάν εμένα Αιν. άσμ. 118· υπήρχον γένους ως εκ βασιλικού περίφημοι εν πάσι Διγ. Z 11· οπού γεννήθη ’κ της λαμπράς αυτής της Ολυμπίας Αλεξ. 1412· ήξευρε, νέα ευγενική, ότι έναι εκ την Πρεβέντζαν Ιμπ. (Wagn.) 424. 13) Ύλη: συντεθειμένος θαυμαστώς εκ μαρμάρου πορφύρας Διγ. (Trapp) Gr. 3609· μ’ έπλασεν εξ ύδωρ και χωμάτου Σκλάβ. 5. 14) Εξάρτηση: πιάνει τον εκ το χέρι Αλεξ. 1141· σύρνει εκ τον τράχηλον άνδρες τε και γυναίκες Διγ. Z 170· … που ’κ το μανίκι το ’πιασε με το δεξιόν του χέρι Κορων., Μπούας 48. 15) Ποιητικό αίτιο: να μην πιαστεί εκ τους άρχοντες Χρον. Μορ. P 5415· όξε περίσσιες αυθεντιές ήτονε ζητημένος,| λέγω, διά να παντρευθεί, να κάμνει συγγενεία Τριβ., Ρε 28· η πέτρα ’κ το νερό τρώγετ’ αγάλια αγάλια Ερωφ. Δ́́ 412. 16) Αιτία: εκ την πικριάν των σφάζονται, υπάγουν ν’ αποθάνουν Πουλολ. 505· ο κύρης μου ’κ (έκδ. οχ· διόρθ. Αλεξ. Στ., Κρ. Ανθολ.2 σ. 172) την πρίκα ντου λογιάζω ν’ αποθάνει Ερωτόκρ. Γ́́ 1360· ουδέ έχει νου εκ την μεθυσιάν Σαχλ., Αφήγ. 250· είδα τον εκ τη μάνητα τα γένια του να βγάνει Ερωφ. Έ́ 134. 17) Προστασία: εφύλαγε οχ τα κύματα το γύρο το παιδάκι Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [702]. 18) Διακοπή: να παύσει εκ τον πόλεμον Ιστ. Βλαχ. 132. 19) «Διηρημένον όλον»: εκ το νερόν ενίψαντο Καλλίμ. 157· εδρόσιζαν τα χείλη των εκ τον γλυκύν τον πόθον Διγ. (Trapp) Esc. 577. 20) Τρόπος: και κονταρεάς με έδωκαν εξ όλης της ισχύος Διγ. Z 3546· σπαθέαν καταβατήν εις τους νεφρούς ευθέως| δέδωκα εξ ισχύος τε, ου πάσης δε μου, φίλοι Διγ. Z 3668· (με προηγ. επίρρ.): Επαίρνω την γυναίκαν μου κρυφά εκ τον πενθερόν μου Ιμπ. 789. (έκφρ.) εξ αντιστρόφου = αντίστροφα· βλ. αντίστροφος, φρ.· εξ αποτόμου = απότομα· βλ. απότομος, φρ.· ημέρας εξ ημέρας = από μέρα σε μέρα: εμένα πρέπει να θρηνώ ημέραν εξ ημέρας Αμ. παράκλ. 4· φρ. εκ παρ’ ελπίδος = ανέλπιστα: και απαντήθησαν εκ παρ’ ελπίδος Ερμον. Ξ μετά 126 h. 21) Διαμέσου: αμιράς επέρασεν ’κ τη μέση και οδεύει Διγ. O 1187. 22) (Με λ. που δηλώνει μέρος σώματος): εκ τα δύο μάγουλα εγλυκοφίλησέ τον Κορων., Μπούας 78.κατασπώ,- Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 1929, Τζάνε, Κρ. πόλ. 31919, 32515.
Το αρχ. κατασπάω.
1) Συντρίβω, τσακίζω: τσι πόρτες εκατάσπασε κι έριξε της ντροπής μου Πανώρ. Γ΄ 408· τσι βάρκες ρίκτει λουμπαρδιές εκεί και κατασπά τσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 3272. 2) Σέρνω προς τα κάτω, ρίχνω, παρασέρνω: ελέους άνευ ανασπά και κατασπά προς Άδην Γλυκά, Στ. 39· κατασπά με ο λογισμός προς πράξεις αθεμίτους Αμ. παράκλ. 15.πίνω,- Προδρ. (Eideneier)IV 61, 134, Καλλίμ. 409, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 662, 679, Χρον. Μορ. H 764, Χρον. Μορ. P 2409, Ερωτοπ. 557, Λίβ. P 769, 772, Απόκοπ.2 260, Κορων., Μπούας, 72, 121, Πεντ. Εξ. XV 23, Δευτ. ΙΙ 6, Αχέλ. 990, Χρον. σουλτ. 4427, Πτωχολ. (Κεχ.) P 135, 206, Πανώρ. Ά 444, Β́ 20, 518, Έ 202, Στάθ. (Martini) Γ́ 432, Φορτουν. (Vinc.) Ά 234, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18211, 1967, 2024, κ.π.α. πίννω, Μαχ. 34614· ά πληθ. αορ. επιάμεν, Λίβ. N 2374· προστ. αορ. πία, Sprachlehre 101· υποτ. μέσ. αορ. ποθεί, Πεντ. Λευιτ. XI 34· μτχ. παρκ. πιωμένος, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 220.
Το αρχ. πίνω. Ο τ. πίννω και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 733, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Ο τ. της προστ. πία και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Η λ. και σήμ.
1) Καταναλώνω υγρό από το στόμα: Βίος Αλ. 1704, Πτωχολ. A 188, 119· (φαρμακευτικό σκεύασμα): Σταφ., Ιατροσ. 4109, Γλυκά, Στ. 264· (συν. νερό): Πεντ. Εξ. ΧΧΧΙV 28, Συναξ. γυν. 240, Λίβ. (Lamb.) N 366· (απόλ.): Ορνεοσ. αγρ. 53230, Ιστ. Βλαχ. 2257, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2321· (με τις προθ. εκ, από, απέ): Λίβ. N 3473· εβλέπω ότι είναι η κόρη του αμιρά, ... και εκάθετον εις την βρύσιν και έπινεν από το νερόν της βρύσης Διγ. Άνδρ. 3688· απέ της βρύσης το νερόν επίαμεν να μην διψούμεν Λίβ. Esc. 2682· (σε μεταφ.): Παράδεισος εγίνεσουν και πεθυμώ σε, αφέντρα, (παραλ. 1 στ.) να πιω κι από την βρύσιν σου, να δροσιστεί η καρδιά μου Ch. pop. 217· (μεταφ. προκ. για στενοχώρια· πβ. και ΚΔ Ματθ. 27, 34): ... καταπίνουσιν αντί ψωμιού φαρμάκιν |πίνοντες όξος και χολήν ... Προδρ. IV 260· (σε κατάρα, βλ. Κουκ., ΒΒΠ Γ́ 342-44): πιε τον πυρετόν, παύσε τας σαλίας Προδρ. (Eideneier) IV 473 χφφ PK κριτ. υπ. 2) (Μεταφ. προκ. για τη γη)· α) απορροφώ: Μάρκ., Βουλκ. 34815· β) καταπίνω: εις τον τόπον τον λεγόμενον Βουκελαρίοις άνοιξε η γης και έπιεν πέντε χωρία με τους ανθρώπους Χρον. βασιλέων 1134· (σε κατάρα): ει γαρ τούτο εποίησα, ζώσαν η γη με πίῃ (έκδ. πίοι· για τη διόρθ. βλ. Kambylis, BZ 94, 2001, 41),| να γένωμαι παράδειγμα πάσι τοις εν τῳ κόσμῳ Διγ. (Trapp) Gr. 521. 2) (Προκ. για οινοπνευματώδες ποτό)· α) (προκ. για κρασί): Πτωχολ. A 188, Διήγ. Αλ. G 27630· (απολ.): Παϊσ., Ιστ. Σινά 1410, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2415, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 194· β) (προκ. για εθισμό) καταναλώνω (συχνά) οινοπνευματώδες ποτό: Μία γυναίκα ήτονε και είχε έναν άνδρα| και έπινε πολύ κρασί, σαν χοίρος από μάνδρα Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 722· αν γίνεται ότι είς άνθρωπος οπού έχει γυναίκαν, αρχεύγει να ζαρεύγει και να πίνει ... το δίκαιον κελεύει ότι η γυναίκα ημπορεί να ζητήσει το τουέριν της Ασσίζ. 37324. 4) (Προκ. για τη Θεία Κοινωνία) κοινωνώ, μεταλαμβάνω: σώμα λαμβάνω μυστικόν, τίμιον αίμα πίνω Σκλέντζα, Ποιήμ. 612. 5) (Προκ. για καπνό) καπνίζω (μτφρ. δάν. από τουρκ. iҪmek): αυτός (ενν. ο σουλτάν Μουράτης) εχάλασεν τους καφενέδες εις όλον τον κόσμον, ομοίως και το τιτούνι, και δεν το έπινεν τινάς το καθόλου, διότι πολλούς έχασεν άνδρες και γυναίκες έως ου να παύσουν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 30r· Εις το παπουτζίδικον το εργαστήριν έπιναν μερικοί ομοίως και τιτούνι Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 40r· φρ. πίνω καπνό, βλ. Επιτομή, λ. καπνός 4. Φρ. 1) Πίνω από/το αίμα κάπ. (προκ. για αιματοχυσία, φόνο, βίαιο θάνατο· για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Έ Παράρτ. 61-62): να σκίσουν (ενν. οι Τούρκοι) την καρδία μου, να φαν τα σωθικά μου,| να πιουν από το αίμα μου, να βάψουν τα σπαθιά τους Ανακάλ. 55· πίνω το αίμα του (ενν. του Πιαλέ Πασιά),| μόν’ να βρεθεί ομπρός μου Άλ. Κύπρ. 1752· Κι α δε μου τηνε δώσετε (ενν. τη χώρα), οι Τούρκοι μου θα μπούσι| μέσα, να σασε σφάξουσι, το αίμα σας να πιούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1986. 2) Πίνω δάκρυα= θρηνώ: εμένα πρέπει να θρηνώ ημέραν εξ ημέρας,| να τρώγω δε τον χουν της γης και των δενδρών τα φύλλα,| να πίνω δε τα δάκρυά μου διά τας αισχράς μου πράξεις Αμ. παράκλ. 6. 3) Πίνω πικρασμούς/φαρμάκι/πικρό ποτήριον = πικραίνομαι, δοκιμάζω συμφορές, περνώ θλίψεις: αφού σας αφηγήσομαι το τι έπαθεν εκείνος,| οι μεν ευχαριστήσατε την Ευτυχοτυχίαν, (παραλ. 1 στ.) οι δε από πόνου υβρίσατε πάλιν την Δυστυχίαν,| όσοι κακά της έχετε και επίετε πικρασμούς της Λόγ. παρηγ. L 21· γιατί ’ναι δίκιο και πρεπό να δροσιστού δαμάκι| τα χείλη απού ’πιασι για σε τόσες φορές φαρμάκι Πανώρ. Β́ 224· Η πτωχή γουν αύτη χήρα ... πίνει τώρα ιδίως και πικρότατα ποτήρια της χηρείας Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 18425. 4) Τρώω και πίνω: α) (με προηγ. το ρ. δίνω προκ. για παροχή/εξασφάλιση των αναγκαίων για επιβίωση): εντέχεται να του δώσει η αυλή να φα και να πει μέχρι μέχρι μ́ ημέρας Ασσίζ. 21230· ο πατήρ αυτούς να τους δίδει απέ το εδικόν τους να τρώσιν και να πίνουν και να εντύνουνται και να ποδήνονται Ασσίζ. 12414· β) συμμετέχω σε γλέντι, φαγοπότι (Για το πράγμα βλ. Προμπονάς, Ακριτικά Α′ 246-247 και Rosenthal-Kamarinea, Πρακτ. Β′ Κυπρ. Σ 3, 476-478): ετρώγαν κι έπιναν και άλλοι εμεθούσαν| και τα καημένα τα Χανιά Τούρκοι τα πολεμούσαν Διακρούσ. 8227· Περί τραπέζια οπού τρώγουν και πίνουν εις τους γάμους και εις τας πανηγύρεις Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 17919· ... ήρχιζαν να τρώγουν και να πίνουν,| να τραγωδούν λατινικά και να με πεσκαντάρουν Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 358. 5) Πίνω/τρώγω και πίνω τα αγαθά = σκορπίζω, σπαταλώ (την περιουσία), ξοδεύω άσκοπα (Για το πράγμα βλ. Ανδρ., Ελλην. 15, 1957, 16): εάν η γυναίκα και ο άνδρας της έχουν παιδία, ουδέν να αφήσουν διά τα παιδία τους να πουληθεί ... ουδέ να τα πίουν τα αγαθά τους εφ’ όλον χρόνον της ζωής αυτών Ασσίζ. 12825· και αν η γεναίκα και ο άνδρας έχουν τέκνα ... ού να φαν, ού να πιουν τα αγαθά τους έως όπου ζιούσιν Ασσίζ. 3814.προσκολλώ.- Η λ. στον Ιπποκράτη και σήμ.
(Μέσ.) συνδέομαι (εδώ προκ. για τη συναναστροφή και συνεργασία με κάπ.): Αμ. παράκλ. 10.συντυχαίνω,- Σπαν. Α 119, Σπαν. Β 114, Σπαν. (Ζώρ.) V 167, Κομν., Διδασκ. Δ 145, Διδ. Σολ. Ρ 111, Αμ. παράκλ. 1, Λόγ. παρηγ. L 47, 481, Λόγ. παρηγ. O 46, 488, Παράφρ. Μανασσ. 280, Καλλίμ. 1073, Διγ. Ζ 664, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 128, 850, Βέλθ. 115, 1243, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 176, 1609, κ.α., Χρον. Μορ. Η 503, 2574, 8026, κ.α., Χρον. Μορ. Ρ 68, 881, 2574, 4456, κ.α., Πουλολ. (Eideneier) 42, 357, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 218, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 74, 116, Φλώρ. 333, 1328, Gesprächb. 205, 7, Σαχλ., Αφήγ. 171, Ερωτοπ. 9, 32, Απολλών. (Κεχ.) 292, Λίβ. διασκευή α 243, 1370, Λίβ. Esc. 315, 2650, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 442, 1329, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 324, Αχιλλ. L 28, 897, 1285, Αχιλλ. (Smith) N 1109, 1773, Αχιλλ. (Smith) O 389, 503, Ιμπ. 298, Χρον. Τόκκων 463, 2135, Λίβ. Va 230, 557, 1199, Διήγ. Βελ. χ 98, Σφρ., Χρον. (Maisano) 4026, 11612, Διήγ. Βελ. Ν2 103, Θησ. Β́ [68], Έ́ [1045], Έπαιν. γυν. (Vuturo) 421, Χούμνου, Κοσμογ. 1240, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 160, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 115, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 680, Δευτ. Παρουσ. 58, Διήγ. Αλ.V 25, Αλεξ.2 1766, Συναξ. γυν. 119, Απόκοπ.2 75, 436, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 194, 697, 1054, 1315, Έκθ. χρον. 5816, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1497, Ιμπ. (Yiavis) 823, Κορων., Μπούας 26, 86, 136 δις, Βεντράμ., Γυν. 67, Βεντράμ., Φιλ. 25, Διήγ. Αλ. G 28715, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1262, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 3819, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 116, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 75r, 156r τρις, Προσκυν. Ιβ. 535.22 (Σινά) 895, Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 23333 δις, Τριβ., Ρε 309, Πεντ. Γέν. VIII 15, Έξ. IV 12, XI 2, Λευιτ. I 1, X 5, XXV 2, Αρ. VI 2, XIII 1, XXIII 12, Δευτ. I 1, ΧΙ 19, κ.α., Βυζ. Ιλιάδ. 270, 1118, Πτωχολ. α 77, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 309, Δαρκές, Προσκυν. 210, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 16321, Πανώρ.2 Γ́ 383, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 462, Κατζ. Γ́ 199, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 47, Πιστ. βοσκ. I 2, 43, II 5, 133, Βοσκοπ.2 428, Βίος Δημ. Μοσχ. 611, Παλαμήδ., Βοηβ. 745, Διγ. Άνδρ. 31715, 40114, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 164, Δ́ 1088, Ψευδο-Σφρ. 50415, 20, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 181, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 62v, 193v πολλ., Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 226, Διήγ. πανωφ. 61, Πτωχολ. Α 79, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 525, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 432, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 279, Χριστ. διδασκ. 387, Λεηλ. Παροικ. 437, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Β 84, 1075, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 34, 802, κ.α., Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιβ́ 46, Μάρκ. ζ́ 32, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17919, 2333, 47523, κ.π.α.· εσυντυχαίνω, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. κδ́ 17, Πράξ. κή 20· συντυγχαίνω, Διγ. Z 3042, Ορισμ. Μαμελ. 953· συντυγχάνω, Ασσίζ. 34917, Καναν. (Cuomo) 131· συντυχάννω, Μαχ. 14212‑13, 26230, 39012, 23‑24, 5807‑8, 6688, κ.α., Βουστρ. (Κεχ.) 2028, κ.α., Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 75, 81 δις, 85, Ξόμπλιν φ. 123v, 130r τρις, v πολλ., 132r, 133r, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 507, 589, 621· συντυχάν(ν)ω, Υγρομαντ. φ. 165r 5, Μαχ. 12831, 25621, 41027, κ.α., Βουστρ. (Κεχ.) 2019, 407, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 884, Άλ. Κύπρ. 3170· συντυχάνω, Ασσίζ. 3415, 9914, 15228, 28311, 34916, 40411, Απολλών. (Κεχ.) 692, 694, Μαχ. 56421, Βουστρ. (Κεχ.) 4018-421, 1446· συτυχαίνω, Αχιλλ. (Smith) O 394, Ch. pop. 780· προστ. σύνταχε, Σπαν. Ο 39.
Από τον αόρ. του αρχ. συντυγχάνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε ‑αίνω (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 294). Ο τ. συντυγχάνω στο ΑΛΝΕ. Ο τ. συντυχάννω και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 810, Χατζ., Λεξ.). Ο τ. συντυχάνω στο Du Cange (λ. συντυχάνειν). Η λ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ.
Α´ Μτβ. 1) Λέω κ.: Σύντυχε εκείνον τό έχεις να πεις, και θέλω σου γροικήσειν! Βουστρ. (Κεχ.) 904· Τα δ’ άλλα τα λεγόμενα και τας ονειδισίας,| τας ύβρεις και επιβουλάς, πώς όλως υπομείνω;| Το «τις είσαι και τι θέλεις, και τι έν’ τό συντυχαίνεις, ...;» Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 465· εκατάλαβες από τα λόγια μας, πως συντυχαίνομεν ψέματα; Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 101· (με σύστ. αντικ.): Σηκώσου, καβαλίκευσε και στάσου εις την μέσην,| σύναξε τα φουσσάτα σου και τας παραγωγάς σου·| ουκ ένι τώρα ο καιρός τοιαύτα να συντυχαίνεις Αργυρ., Βάρν. K 286· (με είδος σύστ. αντικ.): Σφάλλεις πολλότατα, αδελφέ, και μην τα συντυχαίνεις| τα λόγια τα παράστρατα και όξω από την στράτα βγαίνεις Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Αναστ. 511. 2) Μιλώ σε κάπ.: κι εσύ καυχούσουν κι έλεγες να μη με λησμονήσεις, (παραλ. 1 στ.) ουδέ άλλην εμορφότερην ποτέ να την συντύχεις Ερωτοπ. 98· Παρεθυρίτσια μου αργυρά, αργυρογκοσμημένα,| ειπέτε της κυράτσας σας νά βγει να της συντύχω Ch. pop. 411· αμή να ήπλωσα δαμίν το παλαμόχειρόν μου| και να σε εξεστόμωσα έως τον μήλιγγά σου·| και γαρ εγώ να σ’ έμαθα το πώς μου συντυχαίνεις Διήγ. παιδ. (Eideneier) 896· (με εμπρόθ. αντικ.): ο διάβολος έγινεν άνθρωπος και εσύντυχεν με την Εύαν και επλάνεσέν την Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 75r· (προκ. για εσωτερικό μονόλογο): Καμιά φορά μετά μου συντυχαίνω| και λέγω ... Πιστ. βοσκ. Ι 3, 30· εγώ ιμπρού να ξετελειώσω να συντύχω προς τη καρδιά μου, και ιδού η Ριβκα εβγαίνει και το λαγήνι της ιπί το νώμο της Πεντ. Γέν. XXIV 45· Πάλι καμιά φορά μ’ εμέ στέκοντας συντυχαίνω| και μ’ αναγάλλιαση πολλή στο νου μου τονε φέρνω (ενν. το Μυρτίνο),| και λέγω: «Ας μου ήτον μπορετό ...» Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 705· φρ. συντυχαίνω ιπί την καρδιά κάπ., βλ. ά. καρδία σημασ. 9. 3) α) Έχω την ικανότητα της ομιλίας· (με είδος σύστ. αντικ.): βλέπεις έναν άνθρωπον και είναι ένας, αλλά είναι και έχει τρία τινά· έχει τον νουν, έχει τον λόγον οπού συντυχαίνει, έχει και τον ανασασμόν οπού ανασαίνει Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 139v· β) μιλάω μία γλώσσα: εις το όνομά μου θέλουσιν εβγάλει δαιμόνια· γλώσσες θέλουν συντύχει καινουργίες Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ις’ 17· Διότι πολλοί τινες γράφουσι βιβλία και συντυχαίνουν ελληνικά και δεινά, και όποιος είναι διδάσκαλος ή μαθηματικός τα ηξεύρει τι λέγουν, αμή οι άλλοι οπού ηξεύρουν τα κοινά γράμματα, ηξεύρουν και το διαβάζουν, αμή δεν ηξεύρουν τι λέγει μέσα και τι έννοια είναι Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 193r· εσυντυχαίνασιν ρωμαίικα την γλώσσαν Χρον. Μορ. Ρ 5207. 4) α) Συζητώ για κ.: Tι πράμα συντυχαίνουσι κι αργιούσι να σιμώσου; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 305· Ειστούτο όρισεν ευτύς (ενν. ο ρήγας της Φράντσας), οι κεφαλάδες ήλθον,| όπου ήσαν τότες στο Παρίς, στην εορτήν εκείνην·| όλων βουλήν εζήτησεν του να τον συμβουλέψουν.| Πολλά λεπτώς εσύντυχαν το φταίσιμον, τό εποίκεν| ο Μέγας Κύρης, σε λαλώ, του πρίγκιπος Γουλιάμου.| Κι όσον ελάλησαν πολλά ηύρασιν την αλήθειαν Χρον. Μορ. Ρ 3398· Όρισαν ότι πώποτε πλείον να μη συντύχουν| μετ’ αύτα την υπόθεσιν, εσίγησαν τελείως Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ-Jeffr.) 13550· β) αναφέρομαι σε κάπ. ή κ., κάνω λόγο για κάπ. ή κ.: Φίλε, τόν εσυντύχαινα την χθεσινήν ημέραν| εψέ εις τον ύπνο μου είδα τον εντάμα με την κόρην Λίβ. Va 751· είπε με: «Κράτιε Λίβιστρε· δι’ αυτήν τήν συντυχαίνεις| είδησιν έχω και άκουσε ...» Λίβ. Va 537. 5) Υποστηρίζω, δηλώνω κ.: Ο λόγος ο επιχώριος λέγει και συντυχαίνει:| Κάλλιον να μη επεχείρησεν οπού κακά πληρώνει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 1579. 6) Εξιστορώ, αφηγούμαι κ.: Εν τούτῳ θέλω αποτουνύν να πάψω εδώ ολίγον| του να συντύχω, να ειπώ εκ τον Δεσπότην Άρτας,| και να σας αφηγήσομαι αφήγησιν τοιούτην| περί του πρίγκιπος Μορέος, εκείνου του Γουλιάμου Χρον. Μορ. Ρ 3139. 7) Ρωτώ: Ετότες ο Ρωτόκριτος του φίλου συντυχαίνει| ανέ γροικά λαβωματιά, πώς βρίσκεται, πώς πηαίνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2́ Ά́ 587· Και τι με ερωτάς και τι με συντυχαίνεις; Συναξ. γαδ. (Moennig) 323. 8) Βρίσκω την απάντηση, εξηγώ: η αυθεντία σου με ερώτησες έντεκα ερωτήματα,| κι εγώ είτι και αν με όρισες, όλα εξήγησά τα,| εδιάλυσά τα και ηύρα τα, όλα εσύντυχά τα Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 728· Άρχισε γαρ Αλέξανδρος, το ρώτημα συντυχαίνει,| και διαλύζει και λέγει το, την κόρη το μαθαίνει Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 976. 9) Δίνω εντολή, προστάζω: Λέοντα χρυσόν εβάσταζεν (ενν. ο Έκτωρ) απάνω εις το σκουτάρι·| τες σύνταξες εδιέβηκε και εστάθην εις την πρώτην.| Ολών εσύντυχεν ευθύς διά να καβαλικεύσουν,| τας τέντας να σιμώσουσιν οι σύνταξες οι δέκα Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3286· και εφουβήθηκαν οι μάμμηδες τον Θεόν και δεν έκαμαν χαθώς εσύντυχεν προς αυτές ο βασιλεάς της Αίγυφτος, και εζωπούσαν τα παιδιά Πεντ. Έξ. Ι 17. 10) Σκέφτομαι να κάνω κ., σχεδιάζω κ.: Ο Αλέξανδρος ηύρεν τον πατέραν του τον Φίλιππον, οπού άφηκεν την μητέραν του Αλέξανδρου και εσυντύχαινε να επάρει άλλην Διήγ. Αλ. Ε (Lolos) 12714· δημηγερσίαν εσύντυχαν, εκείνην επληρώσαν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 11994. 11) Συναντώ τυχαία κάπ.: Περιεπάτει την οδόν, επήγαινε τον δρόμον (παραλ. 1 στ.). Μόλις μετά συμπλήρωσιν πάλιν ενός τριμήνου| μέσον της στράτας της κακής, της ορεινής, δυσβάτου| γυναίκα εσυντύχαινεν ...| γραία πολλά ταλαίπωρον Λόγ. παρηγ. Ο 231. Β´ Αμτβ. 1) Μιλώ, εκφέρω λόγο: ο γαρ Θεός έρριψεν ζάλην και σύγχυσιν και ασυμφωνίαν εις τας γλώσσας των κτιζόντων και εσυντύχαιναν και ουδέν εγροικούσαν είς τον άλλον Hist. imp. (Iadevaia) I 355· το σκουτάριν επέρασεν αλλά και το λουρίκι,| και μέσα εις το στήθος του έβαψε το κοντάριν·| νεκρός εις γην απλώθηκε, πλέον ου συντυχαίνει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3804· (σε παροιμ. φρ.): εις κουφού πόρταν εσυντύχαννεν, τίποτες ουδέν εφέλεσεν Μαχ. 4417. 2) Εκφράζω με το λόγο σκέψεις ή συναισθήματα: Αν συντυχαίνει (ενν. ο Καίσαρ), πρόσεχε και άκουε να μανθάνεις,| εις δε καιρούς ερώτ’ αυτόν τα άπερ συ ου γινώσκεις Σπαν. (Λάμπρ.) Va 121· εις το κρυφόν αγάπαν (ενν. ο ρήγας) τον αποστολέν, ως γιον παιδίν του, μα ο ρήγας ήτον μικρής ψυχής, διότι εφοβάτον την ρήγαιναν πολλά και δεν ετόρμα να συντύχει Βουστρ. (Κεχ.) 2412· Και είδεν πας άνθρωπος και εξενίστη πώς εσύντυχεν το παιδάριον Διήγ. Αλ. V 27· Λέγω σε ουν αποτουνύν, μάθε να συντυχαίνεις,| ψέμαν ουδέν ειπείς ποτέ, αλήθειαν λέγε πάντα Συναξ. γαδ. (Moennig) 65. 3) Απευθύνομαι σε ακροατήριο, αγορεύω: Τότ’ είς από την σύγκλητον άξιος δημηγόρος| ανέστηκε και εσύντυχε, λέγω κοκκινοφόρος Κορων., Μπούας 22· να συντυχαίνει εις κούρτην Χρον. Μορ. Ρ 7523. 4) Συνομιλώ, κουβεντιάζω: Πρώτας εντύσου κι ύστερα θέλομε συντυχαίνει Φαλιέρ., Ιστ.2 69· Έλα, ξαθή, πανέμνοστη, το φως των ομματιών μου,| να συντυχαίνομεν τα δυο και να γλυκοφιλούμεν Ερωτοπ. 633· αλλήλως να χεροκρατούν, κρυφά να συντυχαίνουν Λίβ. Va 387. 5) Κατακρίνω, επικρίνω: Μηδέν προς Άκαστον κακόν ποιήσεις το παράπαν (παραλ. 1 στ.), ότι ο κόσμος, ήξευρε, ηθέλασι συντύχει,| αν κακόν τον εποίησες, οπού έναι τόσα γέρων,| όλοι κακόν να έλεγαν δι’ εσένα εις τον κόσμον Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 14362. 6) (Για δικηγόρο υπεράσπισης) αντιπροσωπεύω διάδικο στο δικαστήριο: ανένι ότι ο αβαμπαρλιέρης πει λόγον τόν ουδέν πρέπει να πει διά εκείνον οπού συντυχάνει ... Ασσίζ. 34916. 7) (Απρόσ.) μου έρχεται κ. στο νου: Συνέτυχέ μοι ουν και είπον προς αυτόν ότι και εγώ εν νῳ είχον ότι να τον ζητήσω να με ευεργετήσει οφφίκιον μεγαλότερον Σφρ., Χρον. (Maisano) 1248. 8) (Τριτοπρόσ.) συμβαίνει, γίνεται, λαμβάνει χώρα: Και ειστόσον εχοντρύναν εις τα λογία, και διά να μηδέν συντύχει περίτου, έσυρεν ο σιρ Τζάκες τους λας της συντροφιάς του και ήλθεν εις τον ρήγαν Μαχ. 3205.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Αμ. παράκλ. 12, Καλλίμ. (Κριαρ.) 939, Βέλθ. (Κριαρ.) 1208, Λίβ. (Μαυρ.) P 386, 2373, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2501 κριτ. υπ., 2576, 2700, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3666, Αχιλλ. (Hess.) N 1312, 1643, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C 269· αναιστητώ, Λίβ. (Lamb.) N 523, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C 265, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 265.