Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- πορφυρός,
- επίθ., Gesprächb. 932, Χούμνου, Κοσμογ. 330, Έκθ. χρον. 673, Χρησμ. (Brokkaar) 33, 121, Hagia Sophia ω 51017, Προσκυν. Μπεν. 54 16532· θηλ. πορφύρα.
Από το αρχ. επίθ. πορφύρεος-πορφυρούς. Ο τ. του θηλ. πορφύρα από μετρ. αν. Η λ. και σήμ.
α) Που έχει το χρώμα της πορφύρας, βαθυκόκκινος: Αμπασ. Μοσχ. 17, Διακρούσ. 9812· (σε μεταφ.· για το πράγμα βλ. Ξανθ., ΕΕΒΣ 3, 1926, 340): Λάδιν το πορφυρότατον, τό λεν ελεημοσύνην,| εις τον ερχόμενον καιρόν με ταπεινοφροσύνην| είς εξ ημών θέλει φανεί, Εκείνον θέλει πέψει,| διά σε να λάβει θάνατον και να σε ξεμιστέψει Χούμνου, Κοσμογ. 109· β) (συνεκδ.) βασιλικός, αυτοκρατορικός: Τέκνον (ενν. ο Ιησούς), ... (παραλ. 1 στ.) πώς υπομένεις εμπτυσμούς, τους ήλους και την λόγχην,| το στέφος το ακάνθινον και την πορφύραν χλαίναν ...; Θρ. Θεοτ. 10.προεστός- ο, Χρον. Μορ. H 3305, Χρον. Μορ. P 2011, 2557, 3305, 5255, Θησ. Β́ [211], [738], Δ́ [335], Ζ́ [94], ΙΆ [355], [378], Δωρ. Μον. XXIV, Παλαμήδ., Βοηβ. 908, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 46r, 71v, Λίμπον. 181, 234, 243, Ροδινός (Βαλ.) 68, Λεηλ. Παροικ. 164, 193, 338, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1512, 17119, 32221, 36113, 45217, 4839, 49913.
Από τη μτχ. μέσ. παρκ. του προΐστημι (Ανδρ., Λεξ., Θαβώρ., Ουσιαστ. 44). Η λ. το 12.-13. αι. (LBG), στο Βλάχ. (γρ. προεστώς) και σήμ.
1) α) Αρχηγός, επικεφαλής· προϊστάμενος, διοικητής: Οι Τούρκοι γαρ επέζεψαν ...,| τον πρίγκιπα επροσκύνησαν ...,| άνευ ο Μελίκ κι ο Σαλίκ όπου ήσαν οι προεστοί τους Χρον. Μορ. H 5255· Η Μαξιμίλλ’ ως ήκουσεν του Μελεμά φωνάζει,| στους απελάτας προεστό απάνω τονε βάζει Διγ. O 2718· (εδώ προκ. για διευθυντή σχολής): Την σήμερον είναι προεστός (ενν. ο Ιλαρίων Κιγάλας) εις το νέον φροντιστήριον ... εις την ... πόλιν της Πάδοβας Ροδινός (Βαλ.) 203· β) (εκκλ.) ανώτερο ιεραρχικά μέλος της Εκκλησίας (επίσκοπος, πρωθιερέας ή ηγούμενος· για τη σημασ. πβ. και Lampe, Lex., λ. προΐστημι B6b): οι προεστοί κι οι επίσκοποι όλων των εκκλησίων| φλάμουρα να βαστάζουσιν Χρον. Μορ. H 2011. 2) α) Άρχοντας: τα σπίτια τα ’μορφα και τα ψηλά παλάτια,| ..., του προεστού του Κάδμου Θησ. Δ́ [142]· ο πρίγκιπος ... επήρεν όλους του τους πρώτους φλαμπουραρέους και άλλους προεστούς και ήλθεν εις την Παλαιάν Πάτραν Δωρ. Μον. XXXVII· β) μέλος της τοπικής αυτοδιοίκησης στις ελληνικές κοινότητες (κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας)· δημογέροντας, πρόκριτος: ήτον πείνα και όλοι οι αγάδες και οι προεστοί έδωσαν σιτάρι εις τους ψωμάδες Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 25r· (εδώ προκ. για τους επικεφαλής της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας): να υπάγουσιν οι επιτρόποι και προεστοί του Γένους να τους προσκυνήσουν (ενν. τους αμπασαδόρους) Αμπασ. Μοσχ. 17. Η λ. ως επίθ. (βλ. και Lex. Chron. Mor., στη λ., καθώς και Θαβώρ., Ουσιαστ. 44) = α) Που κατέχει αρχηγική θέση, επικεφαλής: ουκ είχε (ενν. ο μισσίρ Ντζεφρές) αφέντην προεστόν απάνω του να ορίζει Χρον. Μορ. H 2557· έγινε ντιβάνι να ψηφίσουσι στρατηγόν προεστόν του φουσσάτου Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 349· Να ’δείς ξεχωριστά τσι μαγατζάδες,| πὂχουν οι προεστοί πραγματευτάδες Λεηλ. Παροικ. 142· β) (προκ. για πόλη) κύριος, σημαντικός: είπαν οι Ρωμαίοι ...| να απέλθουν στην Βελίγοστην κι απέκει εις το Νίκλι,| διατό είναι χώρες προεστές εις όλον τον Μορέαν Χρον. Μορ. H 1753. — Πβ. και προΐστημι.πρόθυρον- το· πρόθυρο(ν).
Το αρχ. ουσ. πρόθυρον. Η λ. και σήμ. στον τ. πρόθυρο.
1) α) (Πληθ.) ο χώρος μπροστά από μια πόρτα: Αμπασ. Μοσχ. 18· β) μακρόστενη πελεκημένη πλάκα, τοποθετημένη ως βάση που ενώνει τις πλαϊνές παραστάδες μιας πόρτας· το κατώφλι: έτσι είδεν ένας άνθρωπος θεόφοβος όνειρον ότι να γράψει εις τα πρόθυρα των πορτών των σπιτίων τους: Χριστός μεθ’ ημών, στήτε Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 312v· γ) (μεταφ., πληθ.) το άμεσο, στενό περιβάλλον, οι κόλποι, η αγκαλιά κάπ.: Ζεις; Ζω εν τῃ φυλάξει του Θεού και εις τα πρόθυρά του Sprachlehre 163. 2) Ιδιόκτητη εδαφική έκταση: Ενομοθέτησε (ενν. ο Λέων ο Σοφός) ... και τούτο, ίνα οπού είχεν εις χρήσιν δέκα χρόνους ένα πρόθυρον, ή απόντος του νοικοκυρού εις είκοσι χρόνους, πλέον να μην αποδιώκεται, μόνον ο πρότερος δεσπότης του τόπου να παίρνει το τοπιάτικον, όπερ και κέρδος προθύριον ονομάζουσι Zygomalas, Synopsis 248 Ν 25· (εδώ προκ. για ακτή, τμήμα αιγιαλού που χρησιμοποιεί κάπ. για να ψαρεύει): Ετύπωσε δε (ενν. ο Λέων ο Σοφός) και τούτο ...· όταν τινάς θέλει εις τον τόπον του, το πρόθυρόν του, ή και εις άλλον τόπον τινά, να στήσει ’πόχην, είναι δε άλλος άνθρωπος πλησίον, και είναι δυνατόν ότι απλούμενον και εις τον εκείνου τόπον να γένει η ’πόχη, αν και δεν θέλει (ενν. ο δεύτερος), η ’πόχη να γένει Zygomalas, Synopsis 248 Ν 27. — Βλ. και προθύρι.ράζον- το, Βουστρ. (Κεχ.) Α 31616, Β 31720, Μ 31718· ράζο(ν), Μπερτολδίνος 110.
Από το ιταλ. (Battaglia, λ. raso3). Ο τ. ράζο σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, λ. ράζο, Λάζαρης, Λευκαδ.). Η λ. και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.).
Λείο και γυαλιστερό ύφασμα από μετάξι· σατέν: επήγεν (ενν. η ρήγαινα) καβαλλαρία, φορημένη κότταν ράζον μαύρη ..., και ούλην στράταν τα ’μμάτια της το κλάμα δεν έπαυσεν Βουστρ. (Κεχ.) 31617· έδωσαν των αμπασσαδόρων δύο Αγίους Γεωργίους τυπωμένους, απάνω εις ράζον άσπρον και των αρχοντόπουλων εις χαρτί βεβράινον Αμπασ. Μοσχ. 18. — Πβ. και ραζέτα.ρίβα- η, Πορτολ. A 28712, 2881, 34121.
Από το ιταλ.-βενετ. riva (Kahane, Sprache 576, Kahane, DOP 36, 1982, 146, Boerio). Η λ. και σήμ. ναυτ. (Κριαρ., Λεξ.)· πολλ. ιδιωμ. (Kahane, Sprache 587, Kahane, DOP 36, 1982, 149, Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ., Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, Πανταζ., Κεφαλ.-θιακ., Πασχ., Ανδρ. γλωσσ.).
(Ναυτ.) 1) Ακτή, παραλία: το Πόρτο Μασολμάρ έναι καλό πόρτο ... και η εγνωριμία του είναι ότι οι ρίβες του είναι ψηλές και από την μερέα του λεβάντη και του πουνέντη είναι χαμηλές Πορτολ. A 34112· η θάλασσα ενέβη από την τόσην ταραχήν οπού είχεν επάνω υψηλά έως δύο μίλια ... και δεν αφήκεν βάρκα εις καμιάν ρίβα του νησίου Διήγ. πανωφ. 57· κισήρους, οπού είχεν η θάλασσα εις την ρίβα φερμένους Διήγ. πανωφ. 59· η ρίβα του γιαλού ήταν ψάρια γεμισμένη| ανθρώποι δεν τα πιάνασι, γιατί ’ταν φοβισμένοι Διήγ. ωραιότ. 777. 2) Αποβάθρα (για το πράγμα βλ. και Μηνάς, Ηπειρ. Χρον. 23, 1981, 395): Όταν ήλθασιν (ενν. οι αποκρισιάροι) εις την εκκλησίαν, επήγαν οι επίτροποι ... με γόντολες ... και τους έφεραν εις την ρίβαν της εκκλησίας και ... στέκοντας ο αρχιερεύς εις την θύραν της εκκλησίας τους εδέχθη Αμπασ. Μοσχ. 17. Η λ. ως τοπων.: Πορτολ. A 24010 δις.ρομάνα- η.
Από το βενετ. romana (Boerio).
Μακρύ, συν. μεταξωτό, ένδυμα, το οποίο φορούσαν οι βενετοί αξιωματούχοι· (εδώ) κάλυμμα, πιθ. χρυσοποίκιλτο, με το οποίο διακοσμούσαν εορταστικά τα στασίδια ναού: Εστολίσθη η εκκλησία γύροθεν με δαμάσκα κρεμεζιά ..., έγιναν ακόμη και δύο στασίδα αντίκρυτα του αρχιερέως ... και τα εστόλισαν με δαμάσκα πορφυρά και με ρομάνες χρυσές Αμπασ. Μοσχ. 17.σεκρετάριος- ο, Αναγν., Ημιάμβ., τίτλ., Μαχ. 62617, Βουστρ. (Κεχ.) Μ 2237, 2477, 28714, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 12815, Κυπρ. χφ. 162 (γρ. -ττ-), Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 81 (γρ.-ττ-), Αμπασ. Μοσχ. 18· σακριτάριος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 269r δις· σεγκρετάριος, Βουστρ. (Κεχ.) 28615· σεγκρεταρίος· σεκρεταρίος· σιγκριτάριος, Βουστρ. (Κεχ.) 2226.
Από το μεσν. λατ. secretarius (Ανδρ., Λεξ.)· πβ. ιταλ. segretario, παλαιότ. ιταλ. secret(t)ario/sagretario (Battaglia, λ. segratario), βλ. Χατζ., Μεσ. Κύπρ. 294 και Pern., Ét. linguist. III 524. Τ. σακρετάριος το 15. αι. (LBG). Τ. σεγρετάριος, σεκρεράριος (Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.) και σεκλετάριος (Λάζαρης, Λευκαδ.) σήμ. ιδιωμ. Τ. σεκριτάριος τον 7. αι. (TLG, γρ. σεκρητ‑) και σε χφ. του 17. αι. (ΝΕ 7, 1910, 185, γρ. σεκρητ‑). Τ. σικριτάριος τον 5. και 6. αι. (Lampe, TLG, γρ. σηκρητ‑) και στο Du Cange (στη λ., γρ. σηκρητ‑). Η λ. τον 7. αι. (Lampe, λ. σηκρητ‑, LBG, TLG), στο Meursius, σε έγγρ. του 7. και 10. αι. (TLG), του 17. αι. (Τσακίρη, Θησαυρ. 31, 2001, 320), του 19. αι. (Μπώκος, Επταν. μονόφ. 3) και σήμ. ιστ. (Κριαρ., Λεξ.), καθώς και στο ΑΛΝΕ.
1) Αξιωματούχος με καθήκοντα γραμματέα, καθώς και άλλες αρμοδιότητες, στην υπηρεσία κοσμικού ή εκκλησιαστικού άρχοντα (για το πράγμα βλ. και Καραγ., Βυζ. διπλ.2 149 κ.ε., Πλακογιαννάκης, Τίτλ. αξιώμ. 74, 76 κ.ε., Λεονταρίτου, Εκκλ. αξ., 530, Beck, Kirche 99): Το σεκρετάριο ’κραξε (ενν. ο γενεράλες), και το βιβλίο ν’ ανοίξει,| την εξουσία να δούσινε οπού χει, και να δείξει| οπού του δώκαν θέλημα μόνος αυτός να ορίζει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3363· επίασαν τον σεκρεταρίον του αρχιεπίσκοπου, διά να τον σύρουν, να μάθουν πάσα πράμαν Βουστρ. (Κεχ.) Β 2236· (ειδικ.) ο προϊστάμενος της γραμματείας της αρχιεπισκοπής: εφέραν τον σεγκρεταρίον της αρχιεπισκοπής. Και έβαλάν τον εις το καστέλλιν της Αμμοχούστου Βουστρ. (Κεχ.) 2467· έκφρ. πρώτος σεκρετάριος του βασιλέως = ο επικεφαλής της αυτοκρατορικής γραμματείας: εχειροτόνησαν διά πατριάρχην της πόλης κάποιον Φώτιον πρωτοσπαθάριον και πρώτον σεκρετάριον του βασιλέως Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 756. 2) Μύστης, αυτός τον οποίο καθιστά ο Θεός κοινωνό απορρήτων γνώσεων (πβ. και ουσ. σεκρεταρία): τον μακάριον Εφραίμ, τον ακριβέστατον σεκρεττάριον της δευτέρας παρουσίας του Χριστού Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 662-663. 3) Γραφείο, ιδιαίτερο διαμέρισμα (πβ. παλαιότ. ιταλ. segretario <λατ. secretarium, Battaglia, Battisti-Alessio, Diz. etim., λ. segretario2): ο Πιλάτος έκαμεν και έβγαλαν τον Χριστόν έξω και υπήραν τον εις τον σακριτάριόν του Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 269r δις.στασίδιον- το, Κανον. διατ. Α 362· στασίδι, Αμπασ. Μοσχ. 17· στασίδιν, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 156r· στασίδι(ον), Παϊσ., Ιστ. Σινά 498, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 498.
Από το αρχ. ουσ. στάσις και την κατάλ. ‑ίδιον (Ανδρ., Λεξ., Hatzid., Glotta 15, 1927, 140). Ο τ. στασίδι στον Κατσαΐτ., Θυ. Δ́ 10, Κλ. Προοίμ. 52 και σήμ. Ο τ. στασίδιν σε έγγρ. του 12. αι. (Act. Saint-Pantél. 722) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.)· πβ. και τ. στασίιν στο κυπρ. ιδίωμα (Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.). Η λ. το 10. αι. (LBG, TLG), στο Meursius, σε έγγρ. του 11., 12., 14. (γρ. στασείδιον) και 15. (γρ. στασείδιον) αι. (LBG, TLG).
1) α) Θέση, σημείο ορισμένο, όπου στέκεται κάπ.: Πληρώσας δε ο ποντικός όλους τους λόγους τούτους| απήλθε και εστάθηκε εις το στασίδιόν του Διήγ. παιδ. (Eideneier) 180· ΑΡΕΤΟΥΣΑ: ... θα πάγω εις τόπο απού συχνιά να στέκει έχει συνήθι (ενν. ο Ροδολίνος)| με τσ’ άρχοντες, για να μπορώ να βλέπω τ’ άξα του ήθη,| στο θέατρο γή στο ναό ...| ΝΕΝΑ: Άλλο στασίδι είναι πρεπό, της υψηλότητάς σου,| βασίλισσά μου, και, να ζεις, άμε στην κατοικιά σου. Μια κορασίδα ευγενική κι έτσι άξα, ωσάν εσένα, (παραλ. 1 στ.) απού τα παραθύρια σου, τά θέλεις, μοναχή σου| μπορά θωρείς, να μη γροικούν άλλοι την όρεξή σου Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 703· (μεταφ.): Δόξες και βασιλειές λοιπό και θησαυροί, από μένα| μόνο για κακοκάρδισες στον κόσμο γνωρισμένα,| πόσο ήτονε καλύτερο νά ’μουνε διχωστά σας (παραλ. 1 στ.), να ζιω αποκάτω εις μια φτωχειά, τσ’ ανάπαψης στασίδι,| που αλάφρωση του λογισμού και του κορμιού ύπνο δίδει Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 37· β) (συνεκδ.) β1) μέρος όπου σταματάει κάπ., τόπος στάσης: Μιλιάν ουδέν εδώκαμε γή στάσου γή πορπάτει,| σώνομε στο στασίδι μας, στο πρώτο μονοπάτι,| ευρίσκομε τα τρία στενά, λέγω του να καθίσω,| δαμάκι ν’ αποκοιμηθώ και τότες να κινήσω Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 659· (εδώ προκ. για το μέρος όπου περνούν τα πρόβατα τη νύχτα· βλ. Αλεξ. Στ., Κρ. Ανθολ.2 261): Ποτέ με τέτοιαν ταραχήν στους κάμπους δεν εβγαίνει| τις αφρισμένος ποταμός, όταν πολλά πληθαίνει| κι αρπά χαράκια και δενδρά, βοσκούς και τα μητάτα,| με πάντα τα στασίδια τους, ζώα πολλά γεμάτα Αχέλ. 1085· β2) στάση: Θωρώντας τη λιγοψυχιά τήν έχω ο σύντροφός μου,| με διχωστάς απόκριση κινά κι εμπαίνει ομπρός μου·| κι εγώ οπίσω εκλούθουν του κι ετρέχαμε ως νέφη,| ουδέ στασίδι εγύρεψε ουδέ σε πόρτα γνέφει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 921. 2) (Εκκλ.) α) ξύλινο κάθισμα στην εκκλησία με ψηλή πλάτη που διευκολύνει την ορθοστασία των πιστών: να προσεύχεσαι όταν υπάς εις την εκκλησίαν, έπειτα να σταθείς εις το στασίδιν σου με φόβον Θεού και με πολλήν ευλάβειαν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 161v· (συχν. προορισμένο για συγκεκριμένο πρόσωπο): Όταν ετελείωσεν η λειτουργία, εβγήκεν έξω ο αρχιερεύς και εκάθισεν είς το στασίδι του και του έφερεν ένας των διακόνων το αντίδωρον Αμπασ. Μοσχ. 18· Αναμεταξύ δε των κολωνών ίστανται τα στασίδια των χορών, το δε όπισθεν των στασιδίων είναι τα όπισθεν των χορών Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 154 δις· β) βάση για τοποθέτηση εικονίσματος, προσκυνητάρι (φορητό ή σταθερό): άνταν ετελειώθην ο ναός, όρισεν η κυρά η ρήγαινα και εκτίσαν κελλία διά μοναχούς, και εποίκεν την μονήν, και εξοδίασεν και εζωγραφίσαν την και εβάλαν τας εικόνας εις τα στασιδία Μαχ. 7016· μίαν των ημερών επήγεν (ενν. ο καλόγερος) και έκοψεν μίαν μεγάλην καρέα, αυτού οπού εβγάζουν τώρα την Παναγίαν την νέαν Τρίτην εις το στασίδιν της, εκεί οπού κάμουν αγιασμόν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 196v. 3) (Μεταφ.) στήριγμα: Μα τι να πω, να δηγηθώ, για τη βασίλισσά μου,| τη δοξασμένη Βενετιά και την παρηγοριά μου (παραλ. 2 στ.), μαχαίρι στους Αγαρηνούς, της αρχοντιάς στολίδι,| στη φρόνεψη ξεχωριστή και στερεό στασίδι!| Στη γη ’σαι πλήσα δυνατή, στ’ άρματα μπορεμένη,| κι απ’ όλα τα βασίλεια βρίσκεσαι ζηλεμένη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 56722.στιχάριον- το, Μαλαξός, Νομοκ. 120, Hagia Sophia f 59716· στιχάρι, Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 28, Σεβήρ., Διαθ. 192108, Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. ά́ 52· στιχάριν, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 397r, Ονειροκρ. Ιβ. 48· στιχάρι(ον), Ασσίζ. 29127, Ιστ. πατρ. 2026, Παϊσ., Ιστ. Σινά 673, 680, Δωρ. Μον. XXXII, Αμπασ. Μοσχ. 17.
Το μτγν. ουσ. στιχάριον. Ο τ. στιχάρι στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β΄, Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ.). Ο τ. στιχάριν τον 4. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.). Η λ. και σήμ. στον τ. στιχάριο.
α) Μακρύς ανδρικός, αλλά και γυναικείος χιτώνας (για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Β́2 9-10): εφόρεσεν (ενν. ο Τζάθος, βασιλεύς των Λαζών) τον στέφανον εκ λίθων και μαργάρων και χρυσίου καθαροτάτου ... και στιχάρι άσπρον ολοπλούμιστον Hist. imp. (Iadevaia) IIb 1046· β) το ποδήρες και χειριδωτό εσωτερικό άμφιο των ορθόδοξων κληρικών όλων των βαθμίδων: τα λουρία άπερ έχει εις το στιχάριν ο αρχιερεύς, οπού είναι ώσπερ ποταμοί, και είναι κόκκινα, είναι εις τύπον του αίματος του Χριστού Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 397r· Εάν κανείς άνθρωπος κοσμικός ή μία γυναίκα αγοράσει απού άλλον άνθρωπον … κανέναν πράγμα της εκκλησίας … στόλες των ιερέων, ήγουν πετραχήλια, φελόνια, στιχάρια ή άλλην αλλαγήν του ιερέως, ... εντέχεται να στραφούν Ασσίζ. 4331·Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ., Gesprächb. 932, Χούμνου, Κοσμογ. 330, Έκθ. χρον. 673, Χρησμ. (Brokkaar) 33, 121, Hagia Sophia ω 51017, Προσκυν. Μπεν. 54 16532· θηλ. πορφύρα.