Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Αλεξ.2

  • πέφτω,
    Ασσίζ. 229, 13612, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 66, Σαχλ. N 395, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 44, Ερωτοπ. 402, 604, Λίβ. Esc. 2127, 3861, Αχιλλ. L 68, 947, Αχιλλ. (Smith) N 1147, Αργυρ., Βάρν. K 394, Μαχ. 4226, 29423, Ch. pop. 821, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 456, Αλεξ.2 1376, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4125, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 118, Βεντράμ., Φιλ. 178, Διήγ. Αλ. G 27719, Πεντ. Γέν. XV 12, Αρ. XXIV 4, Δευτ. XXII 4, 8, Αχέλ. 2532, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 2815, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 408, Πανώρ. Β́ 153, Γ́ μετά στ. 535, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 442, Χίκα, Μονωδ. 16, Διγ. Άνδρ. 39135, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1536, Β́ 1219, Γ́ 1569, Ροδολ. (Αποσκ.) Χορ. έ 12, Διήγ. εκρ. Θήρ. 11030, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [844], Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 233, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 247, 248, Διγ. O 575, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15515, 1702, Μπερτολδίνος 106, Πωρικ. (Winterwerb) II 85, κ.π.α.· πέπτω, Ασσίζ. 1315‑6, 21, 32510, 34712, 38716, Λίβ. (Lamb.) N 510, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 902, 1075, 1516, 2183 κ.α., Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 312, Φυσιολ. (Legr.) 305, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 19119, Κανον. διατ. Β 217· πίπτω, Γλυκά, Στ. 256, Λόγ. παρηγ. L 120, Καλλίμ. 277, 1030, Διγ. Z 367, 3511, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1822, Βέλθ. 495, 1014, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7164, Ερμον. Θ 339, Ψ 236, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 96, Βίος Αλ. 2242, Απολλών. (Κεχ.) 336, 360, Λίβ. P 1754, Λίβ. Sc. 73, 1729, Λίβ. Esc. 116, Λίβ. (Lamb.) N 136, Λίβ. N 2185, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1981, Αχιλλ. (Smith) N 159, Δούκ. 375, Σφρ., Χρον. (Maisano) 11210, 17818, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι I 26, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 222, Συναξ. γυν. 102, Έκθ. χρον. 2022, 3219, Κορων., Μπούας 131 δις, Μαλαξός, Νομοκ. 279 δις, Ιστ. πολιτ. 126, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1108 ξγ́ 2, κ.π.α.· παρατ. έπεφθα, Τρωικά 5291, Ιστ. πατρ. 1141· έππεφτα, Θρ. Κύπρ. M 265, 721· αόρ. έππεσα, Μαχ. 623, 21421, 32416, 50612, 67814 κ.α., Βουστρ. (Κεχ.) 19217‑8, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 83, 99, 123, 126, 132· μέσ. αόρ. (γ́ εν. πρόσ.) επέσατο, Χρον. Μορ. H 5882· μτχ. παρκ. πεσωμένος, Πιστ. βοσκ. I 3, 57, Καλόανδρ. (Δανέζης) 83 (24v, 53v, 55r).
    Από το αρχ. πίπτω (βλ. ΛΚΝ, στη λ., Ανδρ., Λεξ., στη λ.). Ο τ. πέπτω σε έγγρ. του 18. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 1, 1948, 128) και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 726). Ο τ. πίπτω και σήμ. μόνο σε λόγ. φρ. (ΛΚΝ). Για τον παρατ. έπεφθα πβ. τ. πέφθω στο Du Cange (πέφθειν). Ο παρατ. έππεφτα και ο αόρ. έππεσα και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα, όπου και τ. ππέφτω (Σακ., Κυπρ. Β́ 730, στη λ., Χατζ., Λεξ., λ. ππέφτω). Για το μέσ. αόρ. επέσατο πβ. μτγν. μέσ. αόρ. επέσαντο (TLG)· βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 434. Η μτχ. παρκ. πεσωμένος στον Κατσαΐτ., Κλ. Β́ 312, 365 και σήμ. ιδιωμ. (Λάζαρης, Λευκαδ., Κοντομίχης, Λεξ. λευκ. ιδιώμ.). Η λ. πιθ. τον 3.-4. αι. (TLG), στο LBG και σήμ.
    1) α) Κινούμαι προς τα κάτω παρασυρόμενος από το βάρος μου: Λίβ. P 114, 117, Λόγ. παρηγ. L 696· Σ’ ένα πηγάδι έπεσε σκύλος ενός ανθρώπου| και να τον βγάλει θέλησεν απάνω μετά κόπου Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 661· στο πέλαγος εγκρέμνισε (ενν. η αλουπού) κι έπεσε μοναχή της.| Επήραν την τα κύματα, στον λύκον την εβγάλα Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 460· (σε μεταφ.): εις πόσον κρεμνόν έπεσεν κακώσεως η ψυχή μου Λίβ. Esc. 1944· εις τον βυθόν γαρ έπεσε (ενν. η κόρη) του πόθου του Λιβίστρου Λίβ. Esc. 1526· φρ. πέφτω στον Άδη = πεθαίνω: Έχει στον κόσμο γιαγερμό όποιος στον Άδη πέσει; Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 897· (για όπλα που εκτοξεύονται): κοντάρια και λαντζόνια έπιπταν ως το χώμα Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 4522· ο πόλεμος να τρέχει| σε τουφεκιές και σαϊτιές και να μηδέν κατέχει| άνθρωπος πού να φυλαχτεί και το κορμί του χώσει,| να μηδέν πέσουν εδεκεί μπάλες να τους σκοτώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 47920· β) (για φυσικά ή καιρικά φαινόμενα): Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 24, Σφρ., Χρον. (Maisano) 18628· επέφτασιν τα άστρη Παρασπ., Βάρν. C 451· στα μέρη ετούτα η βροχή με χιόνι να μην πέφτει Πανώρ. Έ 394 κριτ. υπ.· (σε μεταφ.): αστροπελέκι| δεν πέφτει καταφρόνεσης, μήδ’ άλλος φόβος στέκει,| μα όλο χαρές κι όλο δροσές έχου και ξεφαντώνου Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 52· γ) (για υγρά) κυλώ από ένα ψηλότερο σημείο σε ένα χαμηλότερο: Θέλω στενάξω εκ καρδίας πολλά και να θρηνήσω,| να χύσω δάκρυα πικρά, στα στήθη μου να πέσουν Περί ξεν. (Μαυρομ.) 277· την λαύραν τούτηνε την διώχνει και την σβήνει| τούτο που πέφτει απάνου της τ’ αγίασμα Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [424]· δ) κατεβαίνω από ζώο, ξεπεζεύω, πηδώ: εσήκωσεν η Ρίβκα τα μάτια της και είδεν τον Ιτσχακ και έπεσεν από το καμήλι Πεντ. Γέν. XXIV 64. 2) α) Αποσπώμαι, αποκολλώμαι· μαδιέμαι: τα δόντια του (ενν. του γέρου) επέσασι, τα μάτια του θολάνα Γεωργηλ., Θαν. 422· ανισώς και ο ρήγας (ενν. των μελίσσων) να ’τον γέρος και από γεροντοσύνης να ππέσαν τα φτερά του και να μηδέν ημπόρησεν να πετάσει Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 114· Όταν πέφτουν τα μαλλιά του και τα γένια του ή μουστάκια Ιατροσ. κώδ. υμθ́· εφύσα ο άνεμος και έπεφταν πολλάκις τα άνθη Διγ. Άνδρ. 40018·   β1) γεννιέμαι: εγαστρώθη (ενν. η Σάρρα) (παραλ. 1 στ.)· κι ολπίζαμε οι ταλαίπωροι, σαν πέσει το γομάρι,| να μεγαλώσει και να ζει με του Θεού τη χάρη Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 47· καλλιά το ξεύρεις παρά μένα| πως όλοι εγεννηθήκαμε στη γη από κύρην ένα| και πως γδυμνοί μας έκαμε να πέφτομεν η φύση Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 279· β2) προέρχομαι, προκύπτω: Εκ της σελήνης έπεσεν εκείνη τας αγκάλας| και το λαμπρόν της μερτικόν απέσπασεν και απήρεν Βέλθ. 680· γ) (προκ. για έμβρυο) αποβάλλομαι: εβάλαν το (ενν. το ’γδίν) απάνω εις την κοιλιάν της και εκουπανίσαν πολλά πράματα, διά να ρίψει το βρέβος· και ο Θεός εγλύτωσέν το και δεν έππεσεν Μαχ. 21433· δ) (μεταφ.) αφαιρούμαι (από ένα σύνολο), δεν υπολογίζομαι: να χωρίσει του Κύριου τις ημέρας του χώρισμά του ... και οι μέρες οι πρώτες να πέσουν, ότι εμαγάρισεν το χώρισμά του Πεντ. Αρ. VI 12. 3) α) Από όρθια στάση σωριάζομαι στο έδαφος: Και περπατώ, κλονίζομαι, τρέμω και θέλω πέσει,| ουδέ γιατρός, ωσάν γροικώ, θέλει με ωφελέσει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 67· Τ’ αλάφι αποζυγώνοντας τόσα είμαι κουρασμένη,| οπού ’ρθα σ’ ώρα δυο φορές να πέσω λιγωμένη Πανώρ. Β́ 140· Εάν είς καμηλάρης αγωγιάζει τα καμήλια του εις κρασί ..., και γίνεται ότι τα καμήλια πέπτου, και γίνεται τίποτες ζημία απέ το φορτίν τους ... Ασσίζ. 32513· Οι Τούρκοι κατακόπτουνταν και ππέφταν πληγωμένοι Θρ. Κύπρ. M 707· Επέφτασιν οι χριστιανοί χαμαί μακελλεμένοι Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 307·   β1) βαδίζω με αστάθεια, παραπατώ, σκοντάφτω: Ύπαγε, Σταφυλή κατηραμένη ... Το αίμα σου να πίνουν οι άνδρες ... και από τοίχον εις τοίχον να πίπτουν Πωρικ. (Winterwerb) III 127· β2) (μεταφ.) παραπαίω: πασαείς οπ’ αγαπά να γιάνει την ζωήν του| ας διώχνει τά πικραίνεται από την θύμησίν του (παραλ. 2 στ.), όχι να πέφτει, ώσπερ τυφλός, ώρες εδώ κι εκείθες Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 167· γ) (για οικοδομήματα) καταρρέω, γκρεμίζομαι: Γέγονε δε και σεισμός μέγας εν Κωνσταντινουπόλει ... και έπεσον τα τείχη της Πόλεως και ιμαράτια, και ναοί και οίκοι πολλοί ηφανίσθησαν Έκθ. χρον. 4812· τα θεμέλια τρέμουσιν, ο πύργος συντληάται,| και αν πέσει ο πύργος το βραδί, πλακεί τον νοικοκύρην Δευτ. Παρουσ. 369· δ) (για πλοίο) γέρνω: καθούριν έσωσε μετά βροχήν και χιόνιν| και άμα τῳ σώσειν ήρπαξεν πάραυτα το τιμόνιν·| τότε το ξύλον έπεσεν στ’ αριστερόν το πλάγι| κι εποίκεν κτύπον φοβερόν και ... ερράγην Απόκοπ.2 357. 4) α) Γονατίζω (για να προσκυνήσω ή να παρακαλέσω κάπ.): όλοι αντάμα πέζευσαν, πέφτουν και προσκυνούν τον Αχιλλ. L 841· Θέλω τηνε, ζητώ τηνε, πέφτω, παρακαλώ τη Πανώρ. Έ 339· φρ. πίπτω εις τα γόνατα = γονατίζω: Ευγενή Πάτροκλε φίλε,| νυν νομίζω τους Αργείους| να ’λθουσι με δουλοσύνη| κι εις τα γόνατα να πέσουν| και να με παρακαλέσουν,| ότι χρεία πολλή τους ήλθε Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΒ́ [379]· φρ. πέφτω εις τους πόδας/στα πόδια κάπ. = γονατίζω και ικετεύω κάπ., προσπέφτω: έπεσεν εις τους πόδας μου (ενν. η κόρη) και εφίλει τους και επαρεκάλει μοι Διγ. Άνδρ. 3723· με πάσα μου ταπείνωση στα πόδια σου να πέσω| κι όσο μπορώ και δύνομαι να σε παρακαλέσω| για δουλευτή σου ’μπιστικό και σκλάβο σου να μ’ έχεις Πανώρ. Γ́ 589· β) (με τις προθ. εις, προς + αιτιατ.) παρακαλώ θερμά, ικετεύω: σήμερον πέφτω εις εσάς να ζήσω, ν’ αποθάνω Αργυρ., Βάρν. K 298· ας αφήσομεν την οργήν ήν έχομεν και ας πέσομεν μετά δακρύων προς Κύριον, ίνα ελεήσει την αθλίαν μας ψυχήν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 370v· φρ. πέφτω εις την ελπίδα κάπ. = ζητώ τη βοήθεια κάπ.: έλεγεν (ενν. ο Ιωάσαφ): «Ω Ιησού Χριστέ μου, … να με φυλάξεις … από τούτους τους δαίμονας …». Και έκαμε τον σταυρόν του … και έπεσεν εις την ελπίδα του Χριστού Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 13721· φρ. πέφτω σε παρακάλιο = παρακαλώ: οι καβαλιέροι κι άρχοντες σε παρακάλιο πέσα| να μην του πάρει τη ζωή Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 32424. 5) α) Ξαπλώνω για να κοιμηθώ, πλαγιάζω: νυστάζω, πέφτω τάχατε, τυλίγομαι την κάπαν,| θέλω υπνώσαι, ουκ ημπορώ, ως έχειν αποκοιμούμαι Προδρ. (Eideneier) III 273-74 χφφ PK κριτ. υπ.· έπεσα ...| ... εις το κρεβάτι μου Ντελλαπ., Ερωτήμ. 270· ενύσταξα και έπεσα εις τα γόνατα της κόρης και εκοιμήθηκα Διγ. Άνδρ. 37520· φρ. πέφτω εις πλάγιασμα, βλ. πλάγιασμα 1γ· β) (με την πρόθ. μετά + γεν. ή την πρόθ. με + αιτιατ.) συνευρίσκομαι ερωτικά: είς άνθρωπος κρατεί μίαν γυναίκα … και πέφτει μετά του και τεκνοποιών ... Ασσίζ. 37729· τόση ήτονε η κακή της γνώμη, απού ως και με τους δούλους της έπεφτεν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 415· ο Δαβίδ ο προφήτης εστόντα αμουρούζης της γυναίκας του Ουρία ... έππεσε μιτά της και αγγαστρώσεν την Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 96· γ) κάθομαι κάτω: Την εβδομάδα τω σκολώ μαζώνουνται και βγαίνου| στα περιβόλια, να χαρούν, και με τραγούδια μπαίνου| άνδρες, γυναίκες στα δενδρά· επέσανε να φάσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 45525. 6) α) Αρρωσταίνω: Αυτού λέγει το δίκαιον διά εκείνον όπου πουλεί ού αγοράζει ένα σκλάβον ... απού πέπτει απού κακή αρρώστιαν Ασσίζ. 29029· πεσών τῳ πάθει της ελεφαντιάσεως Ιστ. πολιτ. 71· από την πίκραν την πολλήν έπεσ’ αρρωστημένος| κι ήρθε κοντά στον θάνατον Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [362]· (εδώ από έρωτα): με πικριές τέτοιας γλυκιάς αιτίας| να πέφτουν από πόθου τους άθλιοι και πονεμένοι,| διαπάς με παραπόνεσιν έστοντας βυθισμένοι΄ Φαλιέρ., Ιστ.2β) (προκ. για όργανο του σώματος) φθείρομαι, καταστρέφομαι: αν εμαγαρίστην (ενν. η γεναίκα), ... να πρηστεί η κοιλιά της και να πέσει το μερί της Πεντ. Αρ. V 27. 7) α) Σκοτώνομαι στο πεδίο της μάχης: φωνές εβγήκαν παρευθύς και κλάηματα και πόνοι| σ’ εκείνους οπού έπεφταν και τους αρπούσαν φόνοι Αχέλ. 2051· (σε παρομ.): Αρχίνισαν τον πόλεμον μετά μεγάλου πλήθους (παραλ. 3 στ.)· ωσάν τα φύλλα έπεφταν οι Τούρκοι κι οι Τατάροι Ιστ. Βλαχ. 899· β) (κατ’ επέκταση) πεθαίνω: Ο πόλεμος ο φλογερός εκράτησε δυο μήνες (παραλ. 1 στ.) και χώρια από τους σκοτωμούς εκράτιε τσι κι ανάγκη| μεγάλη, κι αποθαίνασι Ρωμιοί πολλοί και Φράγκοι,| οπού ’τον τόσος θάνατος σ’ όλες αυτές τσι μέρες,| που πέφτανε καθημερνό νέοι και θυγατέρες Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15426· ίππος ο Βουκέφαλος εξασθενήσας πίπτει| και λύπην προεξένησε μεγάλην Αλεξάνδρῳ Βίος Αλ. 4641. 8) (Συν. με το επίρρ. απάνω ή την πρόθ. εις + αιτιατ.) α) ρίχνομαι, κινούμαι ορμητικά προς κάπ., πλησιάζω πολύ κοντά σε κάπ.: ιάτρευσε (ενν. ο Ιησούς) πολλούς, τόσον οπού να έπεφταν απάνου του να τον πιάσουν όσοι είχαν βλαψίματα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. γ́ 10· φρ. πέφτω απάνω εις κάπ., πέφτω εις τον τράχηλον/επί τους τραχήλους (κάπ.) = αγκαλιάζω κάπ.: υπήγεν και έπεσεν απάνω εις το νεκρόν σώμα του πατρός του και εκαταφίλει τον μετά πολλών δακρύων Διγ. Άνδρ. 40111· πατέρα και μητέρα του απεχαιρέτησέν τους,| έπεσεν εις τον τράχηλον και κατεφίλησέν τους Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 800· έπεσεν ιπί τους τραχήλους του (ενν. του πατέρα του) και έκλαψεν ιπί τους τραχήλους του ακόμη Πεντ. Γέν. XLVI 29·   β1) χτυπώ πάνω, προσκρούω: Εάν γίνεται ... ότι είς άνθρωπος φορτωμένος ξύλα ού έτερον τίποτες γομάριν ... διαβαίνει ... και χαλά ού ρίπτει εκείνον τό εκείνος ο βουργέσης ... έβαλεν έξω του εσπιτίου του, ... ει δε γίνεται ότι κανείς άνθρωπος να εβρούθησεν με το ίδιόν του θέλημαν το υποζύγιόν του φορτωμένον ού τον άνθρωπον φορτωμένον, ένι κρατημένος να ανακαινώσει όλην την ζημίαν τήν να ποίσει εκείνος οπού έπεσεν επάνω εις το πράγμαν του βουργέση Ασσίζ. 36210· β2) (για πλοίο) προσαράζω: την οποίαν (ενν. βάρκαν) έστοντας να σηκώσουν και να την βάλουν μέσα εις το καράβι, έκαμαν βοήθειες και εζώνασι το καράβι· φοβούμενοι μήπως και πέσουσιν εις την ξέρην — και εκατέβασαν τα άρμενα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. κζ́ 17· γ) (μεταφ.) παρουσιάζομαι: αυτός επαίρνει το παιδί και φέρνει το στο σπίτιν,| φέρνει το την γυναίκαν του, πολλά το καμαρώνει (παραλ. 1 στ.). Πέφτει ο πόθος εις αυτούς μεγάλως, εξαιρέτως,| βυζάνου, θεραπεύουν το, κηδεύουσιν το βρέφος Βυζ. Ιλιάδ. 157· (προκ. για το Άγιο Πνεύμα): ο Πέτρος ελάλει ετούτα τα λόγια και το Πνεύμα το Άγιον έπεσεν απάνω εις όλους εκείνους οπού άκουαν τον λόγον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ί 44· δ) (μεταφ.) επιζητώ, επιδιώκω κ.: εις πράγμα που ζητούμεν| εις κείνο έως ύστερον πέφτομεν Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 4120. 9) α) Κινούμαι ορμητικά εναντίον κάπ. ή κ., εφορμώ, επιτίθεμαι: Διγ. Z 2629· ο άνθρωπος πέπτει εις το θηρίον και το θηρίον σφάζεται Φυσιολ. (Legr.) 369· έπεσαν εις τα χρήματα τα θαυμαστά του κάστρου,| τον πλούτον τον αρίφνητον εφθείραν, εχαλάσαν Βυζ. Ιλιάδ. 1051· (μεταφ.): Ο δε Θευδάς ... καλέσας ένα απού τα πονηρά πνεύματα το πέμπει, διά να δώσει πόλεμον εις την σάρκα του ανδρειωμένου στρατιώτου, του Σωτήρος Χριστού ... Το δε πονηρόν πνεύμα … πέφτει εις του λόγου του ανάπτοντας φλογερήν κάμινον εις την σάρκαν του Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 11916· οργή του Θεού έππεσεν απάνω τους, διότι ήτον πολλά αγγρισμένος μετά τους διά τας αμαρτίας τους Μαχ. 1612· β) (προκ. για κακό, συμφορά, κ.τ.ό.) συμβαίνω, ενσκήπτω, πλακώνω: Όταν έναι αγάπη δεν μπορεί σκαντάλιση να πέσει Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 65· θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.| Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλην την αγία Ανακάλ.είπανέ μου (ενν. οι άρχοντες της Λακεδαιμονίας) πως εις την Λακεδαιμόνιαν έπεσεν τόσον θανατικόν, ώστε οπού εμείς δεν ημπορούμεν να θάπτομεν τους νεκρούς Διαθ. Νίκωνος 6. 10) α) Μειώνομαι σε δύναμη ή ένταση, λιγοστεύω, εξασθενώ α1) (για καιρικά φαινόμενα): βλέποντας τον άνεμον δυνατόν εφοβήθη ... και εμπαίνοντας αυτοί μέσα εις το καράβι, ο άνεμος έπεσε Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιδ́ 32· α2) (για συναισθήματα ή καταστάσεις): όπου ορίζει ο έρωτας πάσ’ όργητα τελειώνει| και πέφτει η μάνητα η παλιά όπου η νια αγάπη σώνει Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 276· απήτι εδιάβηκα εκατό και άλλοι είκοσι χρόνοι,| και η ανομιά δεν έπεφτε, μάλλιοστας πλια φυτρώνει,| τότες όρισε ο Κύριος του Νώε ... (παραλ. 2 στ.) να μπούσι εις τον κιβωτό Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1431· β) παύω, σταματώ: του γενεράλε λέσι| από τσ’ ανθρώπους το κακό κι ο θάνατος ας πέσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5388· θέλου γραφτούν οι σύβασες κι ο πόλεμος να πέσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 54414· φρ. πέφτουν τ’ άρματα = παύει η επίθεση: δώκαν την απόφαση για να παραδοθούσι.| Και φλάμπουρον εδείξανε, τ’ άρματα για να πέσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1745. 11) α) Νικιέμαι σε μάχη: Δέσποτα, ας πολεμούμεν,| μην πέσουν τα φουσσάτα σου και λάβεις ατιμίαν Αχιλλ. L 418· β) (για πόλη, κάστρο, κ.τ.ό.) κυριεύομαι, παραδίδομαι: Η καύχηση των Κρητικών (ενν. το Κάστρο) έπεσε κι εσκλαβώθη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 56517· Ετούτ’ η χώρα δε μπορεί έτσι εύκολα να πέσει,| κι εμείς να τηνε δώσομε δεν είν’ στην εξουσιά μας Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 36512· γ) (προκ. για εξουσία) ανατρέπομαι: Πάντα σμικτές οι βασιλειές κάλλιά ’ναι φυλαμένες,| και μόνιες και ξεχωριστές πέφτου οι πολεμημένες Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 42· δ) (μεταφ.) υποκύπτω, ενδίδω: Μαγεύγου με τα λόγια σου και πέφτω και πλανούμαι,| μα μ’ όλα αυτείνα του αντρός τες δυσκολιές φοβούμαι Φαλιέρ., Ιστ.2 661· στην εμορφιά της την πολλήν αυτείνοι δύο πέσα Δεφ., Σωσ. 80· φρ. πέφτω εις το θέλημα κάπ. = υποχωρώ, δέχομαι, συγκατατίθεμαι στην επιθυμία κάπ.: Ω πατέρα μου, ύπαγε του σκοπού σου| και πέσε εις το θέλημα, κύρη μου, του υιού σου Τριβ., Ρε 88. 12) (Μεταφ.) α) χάνω το κύρος μου, ξεπέφτω: έχασεν απολογίαν εις την αυλήν, διά τούτο πλέον ουδέν πρέπει να εισακουστεί ουδέ να πιστευτεί εις μαρτυρίαν και έπεσεν οπρός εις την αυθεντίαν, ως γιον πρέπει να πάθει άνθρωπος άπιστος Ασσίζ. 536· τες δόξες έβλεπα (ενν. εγώ, η Αθήνα) και εχαίρουμουν γαλήνη (παραλ. 1 στ.). Με των καιρών τσ’ αντιστροφές ελείψαν τα σχολειά μου,| εχάθηκε το κράτος μου, επέσαν τ’ άρματά μου Λίμπον. 22· (προκ. για την πτώση του ανθρώπου από τον παράδεισο): φαγών ο πρώτος άνθρωπος από του καρπού του ξύλου της παρακοής, ευθύς εξόριστος γίνεται από της τρυφής του παραδείσου, ... και αντί της μακαρίας ζωής …, εις την αθλίαν και πολυβασανισμένην πέπτει Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5029· (προκ. για την πτώση του Εωσφόρου): ’ς ’περιψά εδόθησα (ενν. οι αγγέλοι), το κρίμα εκινήσα.| Και ο Θεός θωρώντας τους ...| ... απάνω απού τους ουρανούς εκαταγκρέμνισέν τους| κι επέσα κι εγενίστησα κι εμείνασι ως τελώνια| κι επήγασι εις την οργή κι εγίνησα δαιμόνια Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 992· (προκ. για την ενσάρκωση του Θεού): επειδή ο Θεός ηθέλησεν τον άνθρωπον να τιμήσει,| εξ ουρανού εκατέβηκεν, να πέσει εις αύτην την φύσιν Συναξ. γυν. 124· β) καταστρέφομαι· δυστυχώ: Αντάν ο εχθρός σου ππέσει ή χαλάσει μηδέν χαρείς απέ την ζημίαν του Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 87· Σηκώνει η τύχη τσ’ άμαθους, τσ’ άγνωστους, πάσα ψεύτη,| κι ωσάν τη μπάλα ο φρόνιμος σηκώνεται και πέφτει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 128. 13) (Με την πρόθ. εις/σε + αιτιατ.) α) περιέρχομαι στη δικαιοδοσία κάπ.: ο Ρωμανός ως είδεν την δυναστείαν της βασιλείας και την ισχύν και εξουσίαν των Ρωμαίων ότι έπεσεν εις ... γύναιον ... Παράφρ. Μανασσ. 303· πέφτει εις την ελεημοσύνην του αυθέντη το κορμίν του να λάβει τοιούτην τιμωρίαν, ώσπερ να λάβει κλέπτης Ασσίζ. 22030· φρ. (1) πίπτω αποκάτω εις τους ορισμούς κάπ. = περιέρχομαι στην εξουσία κάπ.· υπακούω κάπ.: ο Θεός την όρισεν (ενν. την γυνήν) και έπεσεν αποκάτω| εις όλους του τους ορισμούς, να έναι εις το θέλημάν του Συναξ. γυν. 111· (2) πέφτω/πίπτω εις το χέριν/εις χείρας/στα χέρια κάπ. = (κυριολ. και μεταφ.) συλλαμβάνομαι· περιέρχομαι στην εξουσία κάπ.: εφάνησαν δύο κάτεργα γενουβήσικα και ήλθαν εις την συντροφίαν του. Ο κοντοστάβλης θωρώντα πως έππεσεν εις το χέριν τους ... Μαχ. 5262· θέλεις πέσει, άθλιε, εις χείρας του Σκεντέρη·| ότι ο Τούρκος ο εχθρός είναι πονηρευμένος Ιστ. Βλαχ. 1266· πέφτου| στα χέρια τότες τω Φραγκώ και τ’ άρματά τως θέτου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 46117· αλί οπού πέσει εις χείρας του και οπού τον γνωρίσει (ενν. τον έρωτα)·| τον νουν του χάνει τον ταχύ, χαλά και την ζωήν του Διγ. Z 188· β) (μεταφ.) παγιδεύομαι, απατώμαι, πλανώμαι από κ.: υιέ μου, η ελικία σου μηδέν σε παραπαίρνει·| το νέον σου το εύμορφον μηδέν το καμαρώνεις (παραλ. 1 στ.)· εις κάλλος όπου έπεσεν έμεινε κομπωμένος Σπαν. O 35· φρ. (1) πέφτω εις τα νήματα κάπ. = παγιδεύομαι, συλλαμβάνομαι: το αυτόν όρνιον πέφτει εις τα νήματα κανενού πουλλάρη και πιάνει το Ασσίζ. 20020· (2) πέφτω/πίπτω εις τον δεσμόν/εις παγίδαν/σε βρόχια (κάπ.) = (μεταφ.) απατώμαι, πλανεύομαι: όποιος απόκτησε τον φόβον του Κυρίου (παραλ. 1 στ.). ... ποτέ δεν επλανέθη (παραλ. 1 στ.)· δεν έπεσεν εις τον δεσμόν εχθρού του βροτοκτόνου Ιστ. Βλαχ. 1367· δελεαστείς ο άνθρωπος πέπτωκεν εκ της δόξης (παραλ. 1 στ.)· η Εύα τον επλάνεσε, υιέ αγαπημένε·| διάβολον ουκ έβλεπεν, ει μη τον όφιν μόνον.| Ακούσασιν τον λόγον του, έπεσαν εις παγίδαν Σπαν. O 179· σε βρόχια κιανενός αντρός να πέσω δεν αφήνω Πανώρ. Δ́ 44· γ) υπόκειμαι (στον έλεγχο, την κρίση ή την τιμωρία κάπ.): θέλω ετούτο το μικρόν μου ποίημα να το λέγουν Άνθος Χαρίτων, και αν τύχει τίποτες πταίσιμον, είμαι βέβαιος να έναι εις την συνείδησιν εκεινού οπού το αναγινώσκει, και εγώ έως τώρα πέφτω εις την παίδευσίν τους και αφήνω το πταίσιμόν μου Άνθ. χαρ. 28917· πρόσεχε να μηδέν ψευσθείς εις τον βασιλέαν· και θέλεις πέσει εις μεγάλην οργήν και παίδευσιν και καταδίκην Ιστ. πατρ. 16415. 14) (Με την πρόθ. εις + αιτιατ.) α) περιέρχομαι σε μια κατάσταση: γυναίκα εχήρευσεν και ουδέν δύνεται εγκρατεύσαι, αλλά θέλει να πέσει εις δεύτερον γάμον Ελλην. νόμ. 5835· αρπάζετε τους κόπους των μετά την δυναστείαν| και εκείνοι πέπτουν εις πτωχείαν, πολλά κακοπαθούσιν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2502· πέφτοντας εις φόβον και χαράν ομού σύμμικτον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 130· Όσοι γαρ αγαπώσι πέφτουσ’ εις μεγάλες έγνοιες και κινδύνους και φόβους Διγ. Άνδρ. 3348· β) υποπίπτω (σε σφάλμα, παράπτωμα, αμάρτημα, κλπ.): πέφτει (ενν. ο αυθέντης του σκλάβου) εις το πταίσμαν του αμαρτήματος ούτως ώσπερ απαύτα εκείνος να το είχεν ποιήσει διά χειρός του Ασσίζ. 15319· το κορμί έναι γιναμένον από την φύσιν … και πέφτει γλήγορα εις πάθη Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 32r· από την μέθην έπεσαν εις πορνείαν και εις μοιχείαν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 366v. 15) α) Kατασκηνώνω: Αναπετώ την τέντα μου, στένω το φλάμπουρό μου (παραλ. 1 στ.), δίδω βουλήν να μένομεν απέσω εις το λιβάδιν·| έλυσαν τα φαρία τους πάντες εις το λιβάδιν (παραλ. 2 στ.). Επέσαμεν αμέριμνα την όλην την ημέραν Λίβ. (Lamb.) N 651· β) στρατοπεδεύω: το ποτάμι επέρασεν (ενν. ο Αλέξανδρος) με όλα τα φουσσάτα του και έπεσεν εις το σύνορό μου κοντά Διήγ. Αλ. G 28614· ο μεν Ισαγγέλης έξωθεν της Τριπόλεως πεσών πάσαν μηχανήν εποίει προς το κρατήσαι το κάστρον Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 17· φρ. πέφτει η κατούνα μου, πέφτω την κατούναν μου = στρατοπεδεύω: Ο της Αιγύπτου βασιλεύς ήλθεν ο Φερδερίγος,| έπεσεν η κατούνα του με την υποταγήν του Λίβ. Esc. 2252· έπεσεν την κατούναν του (ενν. ο Βεδερίχος) με την παραταγήν του Λίβ. N 1985· γ) εγκαθίσταμαι: επλίκεψαν από την Χάβιλα ως τη Σουρ ...· ιπί πρόσωπα ολωνών των αδερφιών του έπεσεν Πεντ. Γέν. XXV 18. 16) (Με την πρόθ. εις + αιτιατ.) α) βρίσκομαι τυχαία σε μια περίσταση: Αυτούς οπού θέλουν το κρασί κάνε να τους αφήσεις,| κι αν πέσεις εις χαροκοπιά, βλέπε να μην μεθύσεις Δεφ., Λόγ. 154· οι Τούρκοι επεράσα| …, τους χριστιανούς επιάσα (παραλ. 4 στ.)· κι όλους στα καταλύματα τους δέσαν και τους πιάσα| κι εφέρασι ξύλα, κλαδιά κι εβάλα κι εσκεπάσα| κι άναψε κι εκαήκανε όλοι τως εκεί μέσα,| και δείχνω σας τι πάθανε κι εις είντα ώρα επέσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4225· β) συναντώ απροσδόκητα κάπ.: πέφτοντας απάνω εις τους εχθρούς τούτους, ούτε με το εξαφνικόν τούτο πράγμα εταράχθηκα ούτε πολλά εφοβήθηκα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 130· (εδώ σε παροιμ. χρ.): αποφάσισε πως άλλην σωτηρίαν δεν έχουσι να γλυτώσουσι παρά το σπαθί τως, διότι όλοι οι τόποι τριγύρου είναι κλεισμένοι από τους ερημίτας Αράπηδες, και αν βάλουσιν εις τον νουν τως να φύγουσι, θέλουσι φύγει από τον λύκον να πέσουσιν εις το λεοντάρι Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 397. 17) α) Αναλογώ· ανήκω, αποδίδομαι σε κάπ.: εκάτσαν ... και είδαν την ομάδαν του μηνίου του λαού και εμοιράσαν τα μεσόν τους ... και έππεσεν πασανού τον χρόνον από τρία πέρπυρα χρυσά Μαχ. 830· το δίκαιον ορίζει ότι όλον να ένι του αυθέντη του τόπου με δίκαιον του ποίου πέφτουν τα πάντα Ασσίζ. 1202· ημείς να κατορθώνομε και ημείς να πολεμούμεν,| η δόξα και το έπαινος να πέφτει εις εσένα Αργυρ., Βάρν. K 378· (εδώ σε μαθηματικούς υπολογισμούς): Μέθοδος των ζ́ απλή. Επτά σύντροφοι με ζ́ φλουριά εις ή μήνας εκέρδισαν φλουριά ιά· αν ήταν σύντροφοι θ́ εις μήνας θ́ με φλουριά ας́, τι ήθελεν τους πέσει; Rechenb. 402· β) (για οικονομική ζημία, ευθύνη, φταίξιμο, κλπ.) β1) επιβαρύνω: πουλεί το αμάχι την άλλην ημέρα διά παρκάτω, επάνω εις τίναν να πέσει η αυτή ζημία του παρκάτου και τις να την πλερώσει Ασσίζ. 31330· να σηκώσει βάρητα που πέφτουν στα παιδιά μου Λίμπον. 38· έπεσε όλο το κατάβαρο εις τους άρχοντας το πως να είναι αιτία ατοί τους και η βουλή να γίνουνται ετούτα τα καμώματα Σουμμ., Ρεμπελ. 165· β2) μοιράζομαι: Περί ναυαγίου, οπού ναυαγήσει το καράβι και ρίχνουν εις την θάλασσαν τίνα είδος, ότι πώς πέφτει η ζημία. ... ζημιώνουνται πάντες κατά το ποσόν της πραγματείας τους ... Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1239 κβ́ 2· γ) περιέρχομαι σε κάπ. (από κληρονομιά ή συγγένεια): το μερτικόν της μητρός κατεβαίνει των τέκνω της ... και ουκ ημπορεί ο πατήρ να εμποδίσει ούτε να παρκατεβάσει των τέκνων τό τους έπεσεν παρά της μητρός αυτών Ασσίζ. 38311· αν ... πεθάνει ο ρε Ούγγες, το ρηγάτον να πέφτει του άνωθεν υιού της κόρης του Λογής και μεν το πάρει άλλον παιδίν του ρε Ούγγε Μαχ. 9412· δ) λαχαίνω, τυχαίνω σε κάπ.: ας αποθάνουμεν στον κόσμον τιμημένα,| μάλιστα που μας έπεσεν καιρός πεθυμημένος| για την ελευθερίαν μας Παλαμήδ., Βοηβ. 235· φρ. πέφτω εις τον λαχνόν κάπ. = κληρώνομαι σε κάπ. (εδώ μεταφ.): εις τον οποίον (ενν. τον Χριστόν) και εταχθήκαμεν, ήγουν επέσαμεν εις τον λαχνόν του Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Εφεσ. ά 11 σημ. 18) Μου επιβάλλεται ποινή, τιμωρούμαι: Εάν γίνεται ... ότι κανείς άνθρωπος δέρνει κανένα άνθρωπον έτερον ..., το δίκαιον κρίνει ότι εκείνος έπεσεν να δώσει του δαρμένου ρ́ δωδεκάρια Ασσίζ. 46214· ο εγγυτής οπού είχεν ομόσει τον άδικον όρκον να πέσει να δώσει της κρίσης τοιούτον τέλος, ως γιον χρεωστεί να δώσει άνθρωπος παράνομος Ασσίζ. 6622. 19) α) Σφάλλω, παρανομώ· αμαρτάνω: Υιέ μου, ειδέ και αν έπεσες, και αν έποικες και φόνον,| βλέπε γαρ την γυναίκα σου μηδέν τ’ ομολογήσεις Διδ. Σολ. Ρ 80· πάντα γαρ δέχεται Θεός, μόνον μη απογνώσεις·| οσάκις πέσεις, έγειρε· ουκ ήλθε γαρ καλέσαι| Κύριος δικαίους ..., αλλά τους αμαρτόντας Ντελλαπ., Ερωτήμ. 233· β) κάνω λάθος, πλανώμαι: οι Ρωμαίοι πλανούν τον λαόν και βάλλουν τους εις αιρεσίαν … και λαλούν ψέματα και πέφτουν ως γιον τους Έλληνες και ονομάζουν πράματα άπρεπα τα ποία δεν είναι Μαχ. 6617. 20) (Μτβ., σε ιδιάζ. χρ.) ρίχνω κάπ. κάπου· (μεταφ.) οδηγώ κάπ. σε μια κατάσταση: Να ’χεις εσύ (ενν. Θεέ) τον ουρανόν, την άβυσσον εκείνος (ενν. ο αντιστάτης).| Και ωσάν εσύ του γίνεται τάχατ’ η αρχή τήν έχει| και πέπτει τον εις παρηγοριάν, της δόξης καν απέχει Δευτ. Παρουσ. 248. Φρ. 1) Μου πέπτει ανάγκη = αναγκάζομαι: Εις άλλον κόσμον, ήξευρε, εις άλλη γη και τόπον| μου πέπτει ανάγκη σήμερον, ξένε μου, να παγαίνω Ντελλαπ., Ερωτήμ. 3122. 2) Με/μου πέφτει δύσκολα/’ς βάρος = μου είναι δύσκολο: ακόμη δεν είναι καιρός σου και τώρα σε πέφτει δύσκολα, διότις είσαι ακόμη δώδεκα χρονών και δεν δύνεσαι ακόμη να πολεμήσεις θηρία Διγ. Άνδρ. 34323· Στην πόλιν να παγαίνουσι, α δεν του πέφτει ’ς βάρος Θησ. Θ́ [307]. 3) Μου πέφτει επιδέξιον/εύκολα = μου είναι εύκολο: αν είχεν γαρ την δύναμιν (ενν. ο βασιλεύς), να του έπεφτε επιδέξιον,| δείξει το ήθελεν καλά του μισίρ Ντζεφρέ εκείνου| το πως το έποικε άσκημον …| την θυγατέρα του να ευλογηθεί άνευ θελήματός του Χρον. Μορ. H 2532· να γράψομεν του βασιλέως ευθύς …| ενάντια του Μιχαήλ, κι όταν τον βασιλέα| φέρομεν εις την γνώμην μας να ’ναι με μας στερέα,| θέλει μας πέσειν εύκολα να τον αντισταθούμεν Παλαμήδ., Βοηβ. 733. 4) α) Μου πέφτει λόγος = λέω κ.: η γνώμη σου είναι καλή και του Θεού αρέσει·| μόν’ φύλαγε του λόγου σου και λόγος μη σου πέσει Μαρκάδ. 222· Πολλά τον επασκίσασι (ενν. οι αρχιερείς τον Ιησού), λόγος για να του πέσει| και αντίδικα του Αβραάμ τ’ όνομα να συθέσει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2632· β) πέφτει «μια λέξη» από το στόμα μου = λέω κ.: απού το στόμα μου τ’ «όχι» δε θέλει πέσει,| μα πασανός τα χείλη μου «μετά χαράς» θα λέσι Πανώρ. Ά 287. 5) Να ’πεφτε φωτιά να μασε κάψει· πέσε, φωτιά, και κάψε = (σε κατάρα): Ανάθεμα στη μοίρα μας κι ας ήθελε μας θάψει| εδώ γή να ’πεφτε φωτιά τώρα να μασε κάψει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1966· Αέρα, πάψε, δροσερέ· πέσε, φωτιά, και κάψε| το Χοσαΐνη τον πασά, κι εσύ, ουρανέ μου, κλάψε! Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22815. 6) Πέφτει η κεφαλή μου = τιμωρούμαι με αποκεφαλισμό: έκαμε την απόφαση (ενν. ο βιζίρης) να πέσει η κεφαλή του (ενν. του Χοσαΐνη),| κι ώστε να πει το λόγο του, είχαν του τηνε κόψει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4048. 7) Πέφτει ο κλήρος απάνω εις = επιλέγομαι με κλήρωση, κληρώνομαι: έδωκαν κλήρον εις αυτούς και έπεσεν ο κλήρος απάνω εις τον Ματθίαν, και εβάλθη και αυτός … αντάμα με τους άλλους ένδεκα τους αποστόλους Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 42r. 8) Πέφτει ο λογισμός/νους μου (εις) = σκέφτομαι: κτίσε παλάτια θαυμαστά ...· και βάλε την θυγατέρα σου εις εκείνα τα παλάτια μέσα, διά να μην πέσει ο λογισμός της εις έρωτα Διγ. Άνδρ. 31320· Τούτο σας λέγω, αυθέντες μου, αλλού μη πέσει ο νους σας,| το πέραμά σας να γενεί μέσον του Μεντοβόρου Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 967. 9) Πέφτουν τα νεφρά μου, βλ. νεφρό(ν) Φρ. 1. 10) Πέφτουν τα πρόσωπά μου = σκυθρωπιάζω: οργίστην του Κάιν πολλά και έπεσαν τα πρόσωπά του Πεντ. Γέν. IV 5. 11) Πέφτω εις δρόμον, βλ. δρόμος 24. 12) Πέφτω εις κατηγορίαν, βλ. κατηγορία Φρ. 13) Πέφτω εις όρεξιν να ..., βλ. όρεξις ‑ξη Φρ. 11. 14) Πέφτω εις το προκείμενον = (προκ. για λόγο, αφήγηση) αναφέρομαι, σχετίζομαι με το θέμα: Ετούτον τον μύθον μου εδιηγούτονε η άνωθεν γερόντισσα, ο οποίος πέφτει εις το προκείμενόν μας τόσον, οπού δεν ημπορεί να ειπεί τινάς περισσότερον Μπερτολδίνος 115. 15) Πέφτω εκ τον ορισμό (κάπ.) = παρακούω, απειθώ (σε κάπ.): Με πονηριά εβάλθηκε (ενν. ο όφης) τον άνθρωπο να κάνει| να πέσει εκ τον ορισμό, μόνο για ν’ αποθάνει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1080. 16) Πέφτω κάτω, βλ. κάτω Φρ. 17) Πέφτω/πέπτω και αποθνήσκω/ν’ αποθάνω/να αποθνήσκω/να ψοφήσω = πεθαίνω: το είδος του προσώπου της (ενν. της γοργόνης) θάνατον γαρ εισάγει,| οίον γαρ ίδῃ, παρευθύς πέπτει και αποθνήσκει Φυσιολ. (Legr.) 883· ήλθε μου λακταρισμός να πέσω ν’ αποθάνω Περί ξεν. (Μαυρομ.) 330· ποτέ δεν ομιλεί (ενν. ο αβουγαδούρης) διχώς καλόν κανίσκι,| ανέναι και θωρεί άνθρωπον να πέπτει να αποθνήσκει Σαχλ., Αφήγ. 361· δεν υπάγεις (ενν. συ, ορτύκιν) πούπετε να πέσεις να ψοφήσεις,| αμή ήλθες και εκάθισες εν μέσῳ της τραπέζης Πουλολ. (Τσαβαρή)2 480. 18) α) Πέφτω εις θάνατο = πεθαίνω: ανίσως και θελήσετε εκ τον καρπό να φάτε,| θέλετε πέσει εις θάνατο και στη φωτιά να πάτε Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1071· β) πέφτω σε θάνατον/του θανάτου = είμαι ετοιμοθάνατος, κοντεύω να πεθάνω· (εδώ σε υπερβολή για να δηλωθεί μεγάλη στενοχώρια): από την πλήξιν ήλθασιν σε θάνατον να πέσουν Αχέλ. 1983· από το παράπονον κι εκ την αδημονίαν| ολιγοψύχησεν πολλά και έπεσεν του θανάτου,| και με τα ροδοστάματα με όλις εσυνήλθεν Περί ξεν. (Μαυρομ.) 401. 19) Πέφτω στα πλάγια κάπ., βλ. πλάγιον Φρ. 2. 20) Πίπτει/πέφτει η αγάπη/ο πόθος μου εις κ. ή κάπ. = επιδίδομαι με ζήλο, αφοσιώνομαι σε κ. ή κάπ.: καθώς ετελείωσε το σωτήριον τούτο έργον ο χριστομίμητος πατριάρχης, έπεσεν ο πόθος αυτού και η αγάπη εις την μελέτην της θείας Γραφής και νύκτα και ημέρα εσπούδαζε Ιστ. πατρ. 1975· επειδή αρνήσθηκα συγγενείς, πατέρα και μητέρα, και έπεσεν η αγάπη μου εις εκείνον (ενν. τον άνδρα), ανάγκη ήτον και είτι ήθελεν με ειπεί να μην τον ακούσω κιόλα; Διγ. Άνδρ. 37222. 21) Πίπτουσιν οι ψήφοι εις = εκλέγομαι με ψηφοφορία: Εποίησαν ουν ψήφους (ενν. οι αρχιερείς) και έπεσον οι ψήφοι εις τον Θεσσαλονίκης και εποίησαν αυτόν πατριάρχην Έκθ. χρον. 4516. 22) Πίπτω εγγυητής = εγγυώμαι: συντύχετε (ενν. σεις, Αγάπη και Πόθε) τον Έρωτα, παρακαλέσετέ τον (παραλ. 2 στ.)· δι’ εμέ πέσετε εγγυηταί, λόγους καλούς ειπέτε Λίβ. P 2812. 23) Πίπτω εις βουλήν/έννοιαν/μελέτην/φροντίδα = σκέφτομαι, αναλογίζομαι: εις έννοιαν έπεσεν και συνεσκόπει ο νους του| και εσκόπει το πώς διέβαινε η γραία ...| δύσβατον τέτοιον ορεινόν Λόγ. παρηγ. O 244· έπεσον εις ετέραν φροντίδα και βουλήν και μελέτην, πότερον να έχωσι τον υιόν αυτού τον Μουράτην αγάπην και να παραχωρήσωσιν είναι αυτόν αυθέντην ... ή να φέρωσι τον Μουσταφάν ... και ποιήσωσιν αυτόν αυθέντην εις την Δύσιν Σφρ., Χρον. (Maisano) 1815. 24) Πίπτω εις κατηγόρημα, βλ. κατηγόρημα(ν) Φρ. 25) Πίπτω εις οργήν, βλ. οργή Φρ. 13. 26) Πίπτω/πέφτω εις συμβίβασιν/‑εις = συνθηκολογώ: μη δυνάμενοι δε (ενν. οι δύο δεσπόται) αντιμαχήσασθαι αυτῴ, έπεσον εις συμβιβάσεις, όπως δώσωσιν αυτῴ χαράτσιον Έκθ. χρον. 2012· εκ την στένεψιν την πολλήν που είδαν εκείνοι οι απέσω,| ότι ποθέν ουκ ημπορούν να έχουσι βοήθειαν,| έπεσαν εις συμβίβασιν κι εδώκασιν το κάστρον,| μεθ’ όρκου γαρ και συμφωνίες να έχουν τες προνοίες τους Χρον. Μορ. H 2821. 27) Πίπτω/πέφτω με δώρα, δωρήματα ή χαρίσματα σε κάπ. = προσφέρω σε κάπ. δώρα (ζητώντας συν. κ. ως αντάλλαγμα): με δώρα, με χαρίσματα να πέσουν στον σουλτάνον (παραλ. 1 στ.), όπου ήτον εις το χέριν του είτι ήθελεν να κάμει,| και εύχολα να εκάμνασιν το είτι εγυρεύαν Χρον. Τόκκων 2240· στον αμιράν να πέμψουν (παραλ. 4 στ.), να πέσουν με δωρήματα, με πράγματα να τάξουν,| αν ημπορέσουν τίποτε κατάστασιν να κάμουν Χρον. Τόκκων 3082. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = αμαρτωλός: σταυρωθείς, Χριστέ μου,| ανάστασιν δωρούμενος κἀμοί τῳ πεπτωκότι ... Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1822· Με χείρα ψυχοπόνεσης σήκωσε (ενν. συ, Μαρία) τους πεσμένους,| της αμαρτίας κοιμώμενους στον λάκκον και πταισμένους Σκλέντζα, Ποιήμ. 725.
       
  • ραβδίζω,
    Πουλολ. (Τσαβαρή)2 618, Βίος Αλ. 1569, Δούκ. 33712, 36711, Βουστρ. (Κεχ.) 1466, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 334, Αλεξ.2 682, 1612, Μπερτολδίνος 145, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2305, Διγ. O 2802, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22528.
    Tο αρχ. ραβδίζω. Η λ. και σήμ.
    α) Xτυπώ, δέρνω κάπ. με ραβδί· ξυλοκοπώ: Αλεξ.2 2714·, Μορεζ., Κλίνη φ. 114v, Ιστ. Βλαχ. 2645· β) (ειδικ.) χτυπώ με ραβδί τα κλαδιά ενός δέντρου για να πέσουν κάτω οι καρποί: Ω δένδρη μου πανώραια, και τις να σας αρδεύσει;| Τις να ραβδίσει τον καρπόν ωραίον τον δικόν σας; Ανάλ. Αθ. 51· Πλην γίνωσκε και τούτο, ότι η καρυά αγαπά το ραβδί εκ φύσεως και, όσον την ραβδίσεις δυνατά τον ένα χρόνον, τόσον καρπίζει καλύτερα τον ερχόμενον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 155. Η μτχ παρκ. ως ουσ. = αυτός που έχει χτυπηθεί με ραβδί, που έχει ξυλοκοπηθεί: Οι άνθρωποι ερχόντησαν και ήσαν πληγωμένοι,| και πλέο δεν τα ’γγίζασι αυτείν’ οι ραβδισμένοι.| Τους ραβδισμένους βλέπομε και όλοι απορούμε,| εκείνους που τους δέρνουσι να δούμε δεν μπορούμε Αλεξ.2 1614-15.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης