Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 27 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ.

  • αγάς
    ο, Mevlānā (Burg.-Mantran) 7α, Τάξ. Πόρτ. (Baştav) 45, Έκθ. χρον. (Lambr.) 5117, 18, 5512, 699, 30, 8223, Αχέλ. (Pern.) 194, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. (Λάμπρ.) 18, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 5419, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 1077, 1169, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 16619, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 681, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 400, Σταυριν. (Legr.) 376, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1191, Λίμπον. (Legr.) 419, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14720, 1616, 35024, 37726 37925 38417, 19, 3899, 40817, 46517, 5082, 53117, 5518, Διακρούσ. (Ξηρ.) 8028.
    Το τουρκ. ağa. Βλ. και Mor., Byzantinot. Β́ λ. αγάς. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Ο επικεφαλής, διοικητής (τίτλος στρατιωτικός και πολιτικός, βλ. και Baştav, Ordo portae σ. 28): Ο αγάς των γιανιτσάρων, ο οποίος έναι είς μόνος, έναι μεγαλύτερος παρά όλας τας τάξεις τους πρώτους αγάδες Τάξ. Πόρτ. 45· ην γαρ αγάς των γιανιτσάρων ο Γιονούς αγάς Έκθ. χρον. 5118. Η λ. ως επωνυμία: Δούκ. (Grecu) 21112.
       
  • απόμακρα,
    επίρρ., Γλυκά, Στ. 119, 124, Διγ. Gr. IV 402, VI 724, Κυπρ. ερωτ. 437, Αχέλ. 1395, Ερωτόκρ. Α΄ 875, 1136, Γ΄ 911, Ε΄ 323· απομακρά, Διγ. (Hess.) Esc. 428, Βέλθ. 751, Λίβ. P 2404, Λίβ. Sc. 992, Λίβ. N 1918, 3162, Φυσιολ. 37118, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 427, Μαχ. 65416, Σαχλ. N 95, Ιμπ. (Legr.) 429, Κορων., Μπούας 78, Πένθ. θαν. N 346, Αιτωλ., Μύθ. 1147, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 41, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 393, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 422, Βίος Δημ. Μοσχ. 496, Ιστ. Βλαχ. 319, 2813, Ερωτόκρ. Α΄ 480, Γ΄ 497, 536, Δ΄ 5, Ε΄ 207, 1534, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [818], Λίμπον. 54, Φορτουν. Δ΄ 480, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2138, 22512, 40815· απομακράν, Διγ. Z 2157, Λίβ. P 1734, Αχιλλ. O 670, Κορων., Μπούας 33, 71, 97, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1786· απομακράς, Απόκοπ. 36, Φαλλίδ. 13, Ερωτόκρ. Α΄ 656, Θυσ.2 1015, Φορτουν. Γ΄ 79· απουμακρά, Μαχ. 58813, Κυπρ. ερωτ. 698, 7722, 1218. ’πουμακρά, Κυπρ. ερωτ. 1813.
    Από τη συνεκφ. από μακρά. Πβ. όμως και Βογιατζ., Αθ. 27, 1915, ΛΑ 132· 133. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Οι τ. απομακρά, απομακράς, απουμακρά και σήμ. (ΙΛ, λ. απόμακρα η απομακράς).
    1) Μακριά, σε μεγάλη απόσταση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Λοιπόν αν είμ’ απόμακρα ’χ το δείσ σου Κυπρ. ερωτ. 437· Όστις φιλήσιεν εγγύς τον ύπνου ουχ υστερείται, | ο δε φιλών απόμακρα μη αμελεί τας νύκτας Διγ. Gr. IV 402 (βλ. και αλάργα). 2) α) Απομακριά, από μεγάλη απόσταση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α· πβ. και ΙΛ, λ. απομακράς): και να φωνιάξει απομακράς: Δόξα Θεόν και χάρη! Εγλύτωσεν ο Ισαάκ κι εσφάγη το κριάρι Θυσ.2 1015· Αν ιδείς εις το πέλαγος καράβιν κινδυνεύον, | εσυ γελάς απόμακρα κι εκεί μεγάλη τσίκνα· εσύ λέγεις «αιλίμονον» κι εκεί θεωρούν αγγέλους Γλυκά, Στ. Γ24· Τζάνε, Κρ. πόλ. 1786 (βλ. και αποανάγναντις 3, απομακριά, αποστάδηνβ) (μεταφ.) με υπονοούμενα, με υπαινιγμούς: Μ’ αθιβολές απόμακρα εσίμωνε κοντά τση Ερωτόκρ. Α΄ 875· λογιάζου για την προξενειά πώς να τση τήνε πούσι | κι αρχίζουσιν απόμακρα Ερωτόκρ. Ε΄ 323 (βλ. και αναγυριστικά).
       
  • αφουκράζομαι,
    Ιμπ. (Legr.) 532, Άσμα σεισμ. 29, Γύπ. Πρόλ. θεάς 6, Πανώρ. Β΄ 413, 543, 588, Γ΄ 27, 231, Δ΄ 144, 167, 223, Ε΄ 128, Ερωφ. Β΄ 375, Γ 266, Δ΄ 58, 148, 242, 253, 267, Ε΄ 36, 179, Κατζ. Ε΄ 70, 524, Ερωτόκρ. Α΄ 12, Γ΄ 959, Δ΄ 531, Θυσ.2 2, 141, 1076, Στάθ. Γ΄ 571, Ροδολ. Β΄ [179, 490], Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [991], Γ΄ [312], Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 11, Α΄ 361, Β΄ 346, Γ΄ 138, Δ΄ 299, 328, Τζάνε, Κρ. πόλ. 35712· αφηγκράζομαι, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [293], Γ΄ [802]· αφηκράζομαι, Θησ. Β΄ [351], Δ΄ [896], Θ΄ [501], ΙΑ΄ [118, 805], Αλφ. (Μπουμπ.) II 30, Πικατ. 41, Φαλιέρ., Ιστ. V 164, Δεφ., Λόγ. 297, Πεντ. Αρ. ΧΧΙΙΙ 18, Δευτ. I 45, XXXII 1, Ιστ. Βλαχ. 1353, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1216]· αφκράζομαι, Βέλθ. 913, Χρον. Μορ. H 938, 1204, 2328, 3404, 3847, 6261, 6264, 6295, 6358, 7010, Φλώρ. 346, 558, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 95, Σαχλ., Αφήγ. 376· αφοκράζομαι, Φαλιέρ., Λόγ. 261, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 52, Κατζ. Β΄ 309· αφουγκράζομαι, Πιστ. βοσκ. I 4,146· II 2, 270, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [959]· αφράζομαι, Χρον. Μορ. H 937· εφκράζομαι, Χρον. Μορ. P 938· ’φηκράζομαι, Διήγ. ωραιότ. 113· ’φουγκράζομαι, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [463]· ’φουκράζομαι, Αχέλ. 2170.
    Από το αρχ. επακροώμαι. Για την ετυμ. βλ. ΙΛ, λ. αφοκράζομαι. Η λ. και στο Du Cange (λ. φηκράτον και Add., λ. αφικρώνειν) και σήμ. (ΙΛ, λ. αφοκράζομαι). Πολλοί από τους γραμματικούς τ. του ρ. θα μπορούσαν να αναχθούν σε περισπώμενους τ. του ενεστ. (‑ούμαι αντί ‑άζομαι). Βλ. και αφουκρούμαι.
    1) α) Ακούω προσεκτικά (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφοκράζομαι 1α): όποιος του πόθου δούλεψε εισέ καιρόν κιανένα,| ας έρθει να τ’ αφουκραστεί ό,τ’ είναι εδώ γραμμένα Ερωτόκρ. Α΄ 12· μαντάτο από τους ουρανούς σου φέρνω κι αφουκράσου Θυσ.2αφότου αφκράστηκεν καλά ο ρήγας τά του είπαν Χρον. Μορ. H 6358· ν’ αφουκραστώ μ’ απομονή κι εις ό,τι μου μιλήσεις Θυσ.2 141· (προκ. για εκκλησιαστική ακολουθία): στην εκκλησιά δεν πηαίνομεν ν’ αφηκραστούμεν λόγον Αλφ. (Μπουμπ.) II 30· (προκ. για θεατρική παράσταση) ακούω, παρακολουθώ: εκαταδεχτήκετε τόση ώρα να σταθείτε| στην κωμεδία μας σήμερο να μας αφουκραστείτε Κατζ. Ε΄ 524· βλ. και αφουκρούμαι β) ακούω με συγκατάβαση, καλοπροαίρετα: Ζευ, κάμε να τσ’ αφουκραστεί και να ‘χου τόση χάρη| τα λόγια τση τα ταπεινά, συχώρεση να πάρει Ερωφ. Δ΄ 253· κι αν αφουκρούντ’ οι βασιλιοί και τω μικρών ανθρώπω,| λυπήσου κι αφουκράσου μου τσή σκλάβας του σπιτιού σου Ερωτόκρ. Δ΄ 531· βλ. και αγροικώ III , αφτίον-αφτί(ν) 1 φρ.· γ) (προκ. για το Θεό) εισακούω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφοκράζομαι 2β): και δεν άκουσεν ο Κύριος εις την φωνή σας και δεν αφηκράστην προς εσάς Πεντ. Δευτ. I 45. Βλ. και αγροικώ ΙΙΙ , ακούω , υπακούω. 2) Υπακούω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφοκράζομαι 2α): μα ’νούς αδιάκριτου Ρωμιού γιάντα ν’ αφουκραστείτε; Τζάνε, Κρ. πόλ. 35712· Εμένα, θυγατέρα μου, σήμερο αφουκράσου| κι η κακοσύνη σου ας χαθεί και ας πάψει η μάνητά σου Πανώρ. Γ΄ 27. Βλ. και αφουκρούμαι 2. 3) Ακούω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφοκράζομαι 3): την θύραν ακριοχτύπησεν διά να τον αφραστούσιν Χρον. Μορ. H 937· τούτο το πράμα τ’ άπρεπο τ’ αφτιά μου αφουκραστήκα Ερωφ. Δ΄ 58. Bλ. και αφουκρούμαι 3.
       
  • βουλή (I)
    η, Τρωικά 5275, Σπαν. A 39, 99, 103, 272, 276, V 93, Σπαν. (Ζώρ.) V 59, Κομν., Διδασκ. Δ 50, 115, 241, Σπαν. O 121, 272, Λόγ. παρηγ. L 692, Προδρ. I 156, Μανασσ., Χρον. 1299, 3949, Παράφρ. Μανασσ. Β 279, Καλλίμ. 83, 90, 954, 1032, Ασσίζ. 316, 423, 2129, 2617, 281, 3019, Ελλην. νόμ. 5162, 54322, Διγ. (Trapp) Gr. 488, 2676, 2714, Διγ. Z 705, 765, 793, 801, 1010, Διγ. (Trapp) Esc. 189, Βέλθ. 66, 804, 1062, 1068, Ακ. Σπαν. 32130, Πόλ. Τρωάδ. 100, 251, 363, 404, Ερμον. Ε 444, Ω 95, Χρον. Μορ. H 3525, 3689, 3820, 4286, 4606, 4614, 4980, 5040, 5043, 6445, 6635, 6681, 7291, 7352, 7829, 8546, 8658, 8666, 8686, 8826, 8908, 8909, 8974, 8997, 9017, 9208, Βίος Αλ. 1797, Διήγ. παιδ. 30, 78, Διήγ. Βελ. 19, 67, Συναξ. γαδ. 121, 267, Φλώρ. 219, 790, 897, 1080, Περί ξεν. A 333, Ερωτοπ. 9, 58, Απολλών. 480, Λίβ. Sc. 1158, 1823, 3121, Λίβ. Esc. 713, 2260, 2984, Λίβ. N 1029, 1993, 2666, 3052, Αχιλλ. L 644, 653, Αχιλλ. N 52, 1035, 1669, Ιμπ. 150, 224, 323, 460, 485, 488, 492, 672, Χρον. Τόκκων 1288, Βεν. 16, 48, 81, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 632, Βησσ., Επιστ. 2216, Παρασπ., Βάρν. C 141, Αργυρ., Βάρν. K 154, Ανάλ. Αθ. 20, Μαχ. 13227, 36628, 3682, 37413, 3762, 37814, 4366, 49413, 51621, 5999, 60130, 64213, 64417, 64622, Δούκ. 1255, 20928, 29730, 42714, Σφρ., Χρον. μ. 121, 607, 9830, 10028, Θησ. (Foll.) I 23, Θησ. Δ΄ [208], Ε΄ [454, 525], Η΄ [971], Ch. pop. 776, Χούμνου, Π.Δ. I 12, Γεωργηλ., Βελ. 468, Ριμ. Βελ. 33, 69, Βουστρ. 422, 433, 445, Γαδ. διήγ. 33, 125, 187, 375, 411, Αλεξ. 754, 1768, 2730, Απόκοπ. 72, Διήγ. Αγ. Σοφ. 1536, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 444, Σαχλ., Αφήγ. 350, 691, 747, Έκθ. χρον. 110, 1115, 4711, 505, 7930, 8220, Ιμπ. (Legr.) 1, 165, 349, Κορων., Μπούας 8, 31, 35, 36, 44, 47, 53, 120, 122, Φαλιέρ., Λόγ. 20, 364, Βεντράμ., Φιλ. 88, Ψευδο-Σφρ. 32033, 4343, 56430, Τριβ., Ρε 359, Πεντ. Δευτ. XXXII 28, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 320, Αχέλ. 320, 513, 589, 747, 934, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 30, Θρ. Κύπρ. M 104, 164, Χρον. σουλτ. 347, 594, 633, Ιστ. πολιτ. 1512, Ιστ. πατρ. 1402, Δωρ. Μον. XXII, ΧΧVI, Κυπρ. ερωτ. 456, 914, Πανώρ. Α΄ 240, Γ΄ 70, 248, Δ΄ 85, Ε΄ 26, 166, 257, 274, Ερωφ. Β΄ 256, Δ΄ 78, 228, Ιντ. δ΄ 92, Ε΄ 258, Παλαμήδ., Βοηβ. 560, 565, 1192, Σταυριν. 222, 435, 501, 1047, Ιστ. Βλαχ. 1035, 1467, Σουμμ., Ρεμπελ. 157, 165, 168, Διγ. Άνδρ. 3327, 3368, 36628, 3852, 12, Ερωτόκρ. Α΄ 225, 384, 452, 1151, 1306, 1426, 1799, 1918, 2132, Β΄ 42, 1146, Γ΄ 872, 1072, 1074, 1092, Θυσ.2 124, 308, 1027, Στάθ. Ιντ. β΄ 81, Γ΄ 116, 352, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 43, Δ΄ 39, Συναδ., Χρον. 58, Ροδολ. Α΄ [81, 491], Διήγ. ωραιότ. 342, 551, 621, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [937], Ε΄ [70, 163, 1288], Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 449, Ζήν. Β΄ 309, Δ΄ 69, Λεηλ. Παροικ. 100, 115, 153, 169, 293, 336, Διγ. O 1685, 2695, Διακρούσ. 10612, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2508, 28320, 29813, 45719, 4669, 49911, κ.π.α.
    Το αρχ. ουσ. βουλή. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Γνώμη, συμβουλή (Η σημασ. αρχ., L‑S τση λ. I2 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Για να μπορεί να γιατρευθεί ’κλουθώντας την βουλήν μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [70]· Αρέσει μου, Πανώρια μου, να κάμεις τη βουλή μου Πανώρ. Ε΄ 257· ήδωκε γνωστική βουλή σ’ εκείνο που κατέχει Ερωτόκρ. Γ΄ 1074· βλ. και αρμήνεμα, βούλευμα(ν) 1, βούλημα· β) φρ. είμαι εις την βουλήν (κάπ.) = υπακούω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): συνέρχομαι εις το θέλημα, είμαι εις την βουλήν σου Λίβ. Sc. 3121· γ) επιθυμία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Αμ’ είμαι τση τιμής βουλή, τέλος, αρχή και μέση Πανώρ. Ε΄ 26· βλ. και αραθυμία 5, αρέσκια· δ) συγκατάθεση, άδεια: ο γάμος τούτος να γενεί κιόλας με τη βουλή ντου Πανώρ. Ε΄ 166· να ποίσεις πράγμαν τίποτες μη έχων την βουλήν μου Ιμπ. 150· ο ρήγας είπεν του: «Ούλα εγίνησαν ομπρός μου και με την βουλήν μου» Μαχ. 51621· ωσάν του εδόθη η βουλή, στην Κόρινθον εδιάβη Χρον. Μορ. H 4614. 2) α) Σκέψη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): δεν ήθελά ’χεν φόβον να μιλήσω| σ’ αυτόν σου κείνον το ’χω στην βουλήν μου Κυπρ. ερωτ. 914· τον λογισμόν και την βουλήν ουδέν παρασαλεύει Ιμπ. 323· β) φρ. κρατώ βουλή = σκέφτομαι: Άκουσε <πάλι> να σου ειπώ το τι βουλήν κρατούσι Σαχλ., Αφήγ. 350· γ) φρ. κάθομαι ή καθέζομαι εις βουλήν = συσκέπτομαι: άνταν εκάτσαν εις την βουλήν Μαχ. 4366· εκάθισαν εις την βουλήν, άρξαν να συντυχαίνουν Χρον. Μορ. H 6445· εκαθεζόντησαν εις βουλήν το πώς ηθέλαν πράξει Χρον. Μορ. H 8909· δ) φρ. δίνω ή παίρνω ή βάνω ή βγάζω βουλή = αποφασίζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β. Βλ. και Λάμπρ., ΝΕ 8, 1911, 200): Τότες εδώκασι βουλήν την πέτραν να τρυπήσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 49911· έπεσε (ενν. ο Αλέξανδρος) στο κρεβάτι του να πάρει τη βουλή του Αλεξ. 2730· Ενταύτα απήρασιν βουλήν το πώς ηθέλαν πράξει Χρον. Μορ. H 8974· έβαλαν βουλήν να μηνύσουν την Μαξιμώ Διγ. Άνδρ. 38512· Ευθύς εβγάλαμε βουλή με τη συντέκνισσά μου Γαδ. διήγ. 411. 3) Το συμβούλιο του βασιλιά (Για τη σημασ. βλ. Σακ., Κυπρ. Β΄ σ. 494): όρισε να βιστιρίσουν και όπου ήτον της βουλής του είπαν του ... Μαχ. 13227· κράζει τους κεφαλάδες του, τους πρώτους της βουλής του Χρον. Μορ. H 8997.
       
  • διαβαίνω,
    Τρωικά 53321, Σπαν. A 545, Σπαν. O 5, 104, Γλυκά, Στ. 199, 265, 314, 357, Λόγ. παρηγ. L 29, 239, Λόγ. παρηγ. O 28, 543, Προδρ. II Η 54α, III 147, 266, 411 (χφφ CSA) (κριτ. υπ.), 415, 416, IV 87, 183 (χφ g) (κριτ. υπ.), Ιων. 2154, Διγ. (Trapp) Esc. 505, 537, 749, 1195, Νεκρ. βασιλ. 8, Βέλθ. 399, 722, Πόλ. Τρωάδ. 64, 106, Ερμον. Ζ 170, Χρον. Μορ. H 1304, 1567, 2206, 3734, 3931, 5016, 5172, 7760, 8046, 8397, Πουλολ. 114, 303, Αρμεν., Εξάβ. Β́ 134, Δ́ 1051, ΙΙαράρτ. 247, Ερωτοπ. 386, 524, 557, Λίβ. P 1381, 1508, 1885, 2615, Λίβ. Sc. 279, 960, 1486, Λίβ. Esc. 1418, 1999, 2038, Λίβ. N 1253, 1513, 1877, 1906, 1937, Αχιλλ. L 439, Αχιλλ. N 1136, Αχιλλ. O 375, Ιμπ. 42, 816, Χρον. Τόκκων 1210, 1303, 2236, 3893, Θρ. Κων/π. διάλ. 139, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 207, Σφρ., Χρον. μ. 169, 1834, 405, 1388, Θησ. Β́ [16, 232, 258], Ch. pop. 227, 495, Αρμούρ. 84, Χούμνου, Κοσμογ. 858 (κριτ. υπ.), Σκλέντζα, Ποιήμ. 515, Γεωργηλ., Βελ. 233, 432, 731, Ριμ. Βελ. 952, Διήγ. Αλ. V 25, Αλεξ. 1393, 1937, Απόκοπ. 391, Αγν., Ποιήμ. Ά́ 16, Σαχλ. N 94, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 277, 599, Σαχλ., Αφήγ. 485, 593, Πικατ. 188, 415, Ιμπ. (Legr.) 746, Κορων., Μπούας 14, 16, 24, 55, 85, 93, 109,135, 146, Πένθ. θαν.2 63, 482, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 67, 103, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 67, Ψευδο-Σφρ. 2907, Δεφ., Λόγ. 231, 265, Πεντ. Γέν. XIV 12, Αρ. XXII 35, XXIV 25, XXXII 39, XXXIII 8, Δευτ. XXXI 1, Αχέλ. 49, 444, 637, 1112, 1804, 1865, 2122, Αιτωλ., Μύθ. 334, 615, 1242, 14030, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 46, Θρ. Κύπρ. M 353, Χρον. σουλτ. 3313, 5319, 6727, 6912, Παϊσ., Ιστ. Σινά 189, 507, Αλφ. 1193, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 435, Π. Ν. Διαθ. φ. 245α 13, Πανώρ. Ά́ 395, Έ́ 239, Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 70, 75, Ά́ 307, Ιντ. β́ 24, Δ́ 191, Φαλλίδ. 94, Βοσκοπ. 364, Παλαμήδ., Βοηβ. 900, 909, 1257, Διγ. Άνδρ. 31634, Ερωτόκρ. Ά́ 504, 1146, Β́ 1754, Γ́ 653, 1191, 1551, 1601, Δ́ 1763, Θυσ.2, 194, 803, Ευγέν. 1301, 1324, Στάθ. Ά́ 257, Ιντ. ά́ 25, Συναδ., Χρον. 44, Ροδολ. Ά́ [565], Διήγ. ωραιότ. 530, 680, Βακτ. αρχιερ. 185, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [525], Β́ [1007], Δ́ [1289], Χορ. δ́ [81], Έ́ [759, 930, 944], Φορτουν. (Vinc.) Β́ 168, Γ́ 444, Δ́ 93, 452, Ιντ. δ́ 87, Έ́ 282, Ζήν. Ά́ 32, Β́ 10, Διγ. O 937, 2106, Διακρούσ. 1075, Τζάνε, Κρ. πόλ. 26920, 27230, 31715, 4847, 53310, κ.π.α.· διαβαίννω, Ασσίζ. 9528, 23116, 26, 3621, 3897, 46020, Ελλην. νόμ. 52615, Μαχ. 25‑6, 13, 5019, 1428, 21020, 25413, 27021, 32220, 33230, 47819, 56837, Βουστρ. 416, 488, 496, 528, Κυπρ. ερωτ. 2510, 1223, 1553, κ.α.· αόρ. εδιάβηνα, Λίβ. Esc. 3992· μτχ. διαβαιννομένος, Μαχ. 1842· διαβαίννοντα, Μαχ. 1027, 31637· διαβαίνοντα, Χρον. Μορ. H 2191· διαβόντα, Χρον. Μορ. H 794, 3515, 5946, Σκλάβ. 119· διαβών, Χρον. Μορ. H 5823.
    Το αρχ. διαβαίνω. Για τη μτχ. διαβών βλ. Hatzid., Einleit. 192. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    Α´ Μτβ. 1) α) Περνώ κ. (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. ΙΙ1 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2): ύστερον ηθέλησεν τειχιόν να διάβει πάλιν Αχέλ. 2122· (μεταφ.): πότε τον πύργον της ζωής να εδιάβηκες, καρδία …; Λίβ. N 1253· φρ. διαβαίνει η βουλή κάπ. να κάνει κ. = περνά από το μυαλό κάπ. να κάνει κ.: Πάραυτα εδιάβην η βουλή της υψίστου Τριάδος (παραλ. 1 στ.), να ποίει ψυχή του ορανού και σάρκα απέ το χώμα Πικατ. 415· β) προσπερνώ: Αλήθεια, την καλήν την νιαν διαβαίνω, χαιρετώ την Ch. pop. 227. 2) (Προκ. για χρόνο) περνώ: άτεκνοι εδιάβησαν τους χρόνους Ιμπ. 42. 3) α) Διατρέχω: αιχμάλωτος εδιάβηνα κόσμον πολύν και χώραν Λίβ. Esc. 3992· έλεγα εις γην ου περιπατώ, τον ουρανόν διαβαίνω Λίβ. Sc. 960· εδιάβηκα χώρας των Αιθιόπων Διγ. (Trapp) Esc. 537· β) περπατώ, βαδίζω: την στράταν εδιέβαινα θλιμμένος δι’ εμέναν … Λίβ. P 2615· τα ζώα τ’ άγνωστα την στράτα να διαβαίνουν Δεφ., Λόγ. 265. 4) α) Φρ. διαβαίνω εις την στράτα, την οδόν = φεύγω: εδιάβην εις τη στράτα του Πεντ. Αρ. XXIV 25· απαύτου απεχαιρέτησεν κι εδιάβη την οδόν του Χρον. Μορ. H 1567· φρ. διάβαινε την στράτα σου = φύγε, εξαφανίσου: «… διάβαινε την στράτα σου, πάγαινε την οδόν σου» Γεωργηλ., Βελ. 731· β) φρ. (προκ. για πλοίο) διαβαίνω την στράταν = ταξιδεύω: το καράβιν με σπουδήν την στράταν του διάβη Ιμπ. (Legr.) 746. 5) Αντιπαρέρχομαι, παραλείπω κ.: Ημπόρουν διά την φυλακήν να γράψω ακόμη και άλλα,| αμή σχολάζω, αφήνω τα, διαβαίνω και περνώ τα Σαχλ., Αφήγ. 485. 6) Παραβαίνω: από την μισητείαν διαβαίννουν την εντολήν του Θεού Μαχ. 25413· Περί του διαλαλημού τόν διαλαλούν εις την χώραν και οκάτις τον διαβαίννει Ασσίζ. 23126. 7) α) Ξεπερνώ, υπερβαίνω κάπ. ή κ.: Τους άρχοντας διαβαίνει τους εις πράξιν και εις φύσιν Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 46· αγάπη οπού αγάπαν τον σίρ Τιπάτ, ήτον τόσον πολλά, ότι εδιάβαιννεν όλες τες αγάπες Μαχ. 56837· διέβη τον Οκτάριον, διέβη τον Κανίκλην,| διέβη τον Αέτιον, αυτόν τον Ιπποκράτην Προδρ. III 415· β) (προκ. για νόμισμα) ξεπερνώ, υπερβαίνω: ό,τι έκλεψεν ουδέν διαβαίννει έναν μάρκον ασήμιν Ασσίζ. 23116. 8) Υφίσταμαι: άφωνοι, δίχως ομιλιάν διαβαίνουν το μαγκούριν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 207. Β´ Αμτβ. 1) Περνώ (Η σημασ. αρχ. L‑S στη λ. ΙΙ2α και σήμ. κοινό και στη λογοτ., Δημητράκ. στη λ. 3): σπαχήδες και γιανίτσαροι αμέτρητοι διαβήκαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 27230· ού έτερον άλλον κτηνόν φορτωμένον διαβαίννει απαύτα Ασσίζ. 3621· εχθές αργά αποδεπά εδιαβήκαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 31715. 2) α) (Προκ. για χρόνο, εποχή, κλπ.) περνώ: Εννιά χρόνοι εδιαβήκασι Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́ 87· στες πέντε του πρωτοουλιού, οκτώ ’μέρες διαβόντα Σκλάβ. 119· Επέρασεν γαρ ο καιρός, εδιάβην ο χειμώνας Χρον. Μορ. H 5016· Ετέλειωσαν τα έτη μου, εδιάβηκε η ζωή μου Θυσ.2 194· β) περνώ τον καιρό μου, ζω: Γροίκα καλά τά λέγουσιν, διάβαινε με αγάπην Σπαν. O 104· ας κείτεται και νηστικός ας διάβει Προδρ. III 411 (χφφ CSA) (κριτ. υπ.). 3) α) (Προκ. για έδεσμα) προσφέρομαι: Πρώτον διαβαίνει το εκζεστόν, ψησόπουλον μπουρδάτον Προδρ. III 147· β) (προκ. για φαγητό) περνώ (από το λάρυγγα): ουκ είμ’ εγώ τόν έλεγαν: Ου διαβεί εις λάρυγγά σου Προδρ. IV 183 (χφ g) (κριτ. υπ.)· εις τον λαιμόν του δράκοντος έσωθεν να διαβαίνει Λόγ. παρηγ. O 543. 4) Πηγαίνω (Βλ. Ανδρ., Σημασ. εξ. 59): πως εις τον Άδη θα διαβεί, πως έχει ν’ αποθάνει Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 70· Εκεί ομπροστά σταμάτησε και μη διαβείς παρέκει Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [944 ]· Ο δε στρατός της αφεντιάς εκ του Φράντζα νικήθη,| κι εις την Βερόνα διέβηκε Κορων., Μπούας 85· (προκ. να δηλωθεί ευχή ή κατάρα) (Βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Γ́ 326): Διαβάτε ουν και σεις μ’ αυτόν εις την καλήν την ώραν Κορων., Μπούας 24· έφυγεν και εδιάβηκεν εις την Θεού κατάραν Χρον. Μορ. H 3931· (μεταφ.): του νου μου κι όπου να διαβεί ’κλουθά του Κυπρ. ερωτ. 2510· φρ. διαβαίνω εις το καλό = καταστρέφομαι, χάνομαι: σήμερον τα σπιτάκια μας ολόφκαιρα ’πομένου,| κι αμπέλια και χωράφια μας εις το καλό διαβαίνου Διήγ. ωραιότ. 530. 5) α) Φεύγω: πρώτα να λάβω θάνατον κι εσείς όλοι μετ’ έμου,| παρά να διάβω απεδώ με τα φουσάτα οπού έχω Χρον. Μορ. H 8397· Ωρά ’ναι να μισέψωμε, καιρός για να διαβούμε Αλφ. 1193· Ο ψύλλος εδιάβηκεν, αλλού ’χεν απηδήσει Αιτωλ., Μύθ. 615· (μεταφ.): οι ψυχές εδιάβησαν με τόσην ψαλμωδίαν Αχέλ. 1112· β) φρ. διαβαίνω απομπρός κάπ. βλ. ά. απεμπρός 2β φρ.· γ) (προκ. για πλοίο) αποπλέω: Είδασιν οι Τρώες τα κάτεργα ότι εδιέβησαν και τον λιμένα εύκαιρον Τρωικά 53321· δ) επιβιβάζομαι (σε πλοίο): εις αυτό (ενν. το καράβι) εδιέβηκεν εκεί με τρεις χιλιάδες άλλους Χρον. Μορ. H 1304. 6) α) Πεθαίνω, σκοτώνομαι: παρακαλούμεν τον Θεόν να σου δώσει μακαρίαν ζωήν, όλοι να διαβούν, και σου να μείνεις ως καθολικός αφέντης Μαχ. 47819· Ερίκτα μπόμπες, λουμπαρδές κι επέφτα κι εδιαβαίναν Τζάνε, Κρ. πόλ. 4847· πολύς λαός εδιάβηκε με τον πικρόν τον φόνον Αχέλ. 444· β) φρ. διαβαίνει η ζωή κάπ. = πεθαίνει κάπ.: τούτα είπε Δάρειος κι εδιάβη η ζωή του| και μετά ταύτα πλήρωσε, κι εβγήκε η ψυχή του Αλεξ. 1393· γ) φρ. διαβαίνω από σπαθί βλ. ά. από 17 φρ.· δ) φρ. διαβαίνω εκ τον κόσμον, εις την γην, στον θάνατον = πεθαίνω: να απέλθει εις τον παράδεισον και να διαβεί εκ τον κόσμον Χρον. Μορ. H 7760· σαν το κερί ελίγαινε, όνταν άφτη,| ώστε που διάβην εις τη γη κι εθάφτη Βοσκοπ. 364· στον θάνατον εδιάβαιναν πολλοί και απαύτους άμα Αχέλ. 1865· ε) φρ. διαβαίνω εις τον ύπνον = κοιμάμαι: τον σταυρόν της έκαμεν και διέβη εις τον ύπνον Σαχλ. N 94. 7) α) (Προκ. για γεγονός) παρέρχομαι, περνώ: Διά τούτον τάσσομαί σας, ότι ίτσου εύκολα το πράμαν δεν θέλει διαβείν, χωρίς να το ποίσω νώσιν του κουμουνίου Μαχ. 32220· β) εξαφανίζομαι, δεν υφίσταμαι πια (Βλ. Δημητράκ. στη λ. 8): Η γούλα κάστρη καταλεί και μετ’ αυτά διαβαίνει Δεφ., Λόγ. 231· άλλη αγάπη εγύρισε και ’ξάφτει και πληθαίνει| μέσα στα φυλλοκάρδια μου, κι η πρώτη μου διαβαίνει Φορτουν. (Vinc.) Έ́ 282· Πού ’ν’ τα σφικταγκαλιάσματα, κύρη μου; εδιαβήκα; Θυσ.2 803· Η ηδονή σου εδιέβηκεν, οι παρρησιές παρήλθαν Θρ. Κων/π. διάλ. 139· εις πεθυμιά προσερινή, που σαν αθός διαβαίνει Ερωτόκρ. Γ́ 1601· γ) χάνομαι, εξαφανίζομαι (Βλ. Ρωμαίου, Αθ. 50, 1940, 107): διαβαίνει το λογάριον και συ το πάθος έχεις Σπαν. A 545· Πού εγίνησαν τα κάλλη σας, πού διέβ’ η εμορφιά σας; Πένθ. θαν.2 63. 8) α) Βαδίζω, περπατώ, προχωρώ (Η σημασ. στον Αριστ., Steph., Θησ. σ. 1108 D): Γάδαρος κι ένα άλογον αντάμα επηγαίναν.| Μαζί με τον αφέντη τους οι δύο ’διαβαίναν Αιτωλ., Μύθ. 1242· νέφος έχω αντάδ διαβαίννω| και τον ήλιον δεν βιγλίζω Κυπρ. ερωτ. 1223· β) προχωρώ, ορμώ (επιθετικά): ο Μιχάλης διάβηκεν κατά της Μπογδανίας Παλαμήδ., Βοηβ. 900. 9) (ΙΙροκ. για βαθμούς ιεραρχίας με εμπρόθ. προσδιορ.) ανέρχομαι: να διαβεί από τους βαθμούς όλους του ιερατικού Βακτ. αρχιερ. 185. 10) Θεωρούμαι: να είναι <οι> Τούρκοι εις τον γουλάν, στην χώραν ο Γιαγούπης| και να διαβαίνει κεφαλή ώσπερ οι άλλοι Τούρκοι Χρον. Τόκκων 2236. 11) (Νομ.) μεταβιβάζομαι: Τα τοις πράγμασι διδόμενα προνόμια, ου μην τοις προσώποις και εις κληρονόμους διαβαίνει Αρμεν., Εξάβ. Παράρτ. 247. 12) Διαβιβάζομαι: Το δε πραχθέν στον βασιλιά μετέπειτα εδιέβη Κορων., Μπούας 93. 13) (Προκ. για γεγονός) (σε γ́ πρόσ.) συμβαίνει: εβγάλαν έναν κάτεργον και επέψαν το εις την Βενετίαν, δια να πάρει το μαντάτον ως γιον εδιάβην Βουστρ. 496· «ΙΙώς τούτο διαβαίνει,| που πασαένας το λοιπόν θάνατον ανιμένει;» Αλεξ. 1937· όνταν εκαλλιττέρισεν, εγύρεψε να μάθει το πράμαν πώς εδιάβην Μαχ. 21020. 14) Προχωρώ· αναφέρομαι: η γαρ τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει κατά τον μέγαν Βασίλειον Σφρ., Χρον. μ. 1388. 15) Καταντώ: σα να ’χεν είσται (ενν. το σπαθί) κέρινο, τέτοιας λογής διαβαίνει Ερωτόκρ. Δ́ 1763. 16) Φρ. διαβαίνει ο νους κάπ. = χάνει κάπ. τα λογικά του: Ο Νεκτέναβος ιδόντας την Ολυμπιάδα, την ωραιότητάν της και την λαμπηδόνα του προσώπου της … ετήρα την εις τους οφθαλμούς ορθά και εδιέβην ο νους του και εξέστην Διήγ. Αλ. V 25. 17) (Προκ. για δικαστήριο) λειτουργώ: το σύγκριτον ούτως εδιάβαινεν με τα συριάνικα και ρωμαίκα Μαχ. 1428. 18) Περιέρχομαι: εμέρασε την βασιλεία του και εδιάβη εις πολλά χέρια Χρον. σουλτ. 5319· η Πάτρα δίδει με χαράτσι και διαβαίνει ιδική μου Σφρ., Χρον. μ. 405. 19) Φρ. διαβαίνω εις το αλαφρόν βλ. ά. αλαφρός 6 (Ιδιάζ. χρ.). Η μτχ. διαβαιννομένος ως επίθ. = προκάτοχος (Βλ. Χατζ., Διπλωματ. 18): κανένας σουλτάνος διαβαιννομένος σου εποίκεν τιτοίον πράμαν Μαχ. 1842.
       
  • διαλέγω,
    Διγ. Z 274, 4297, Φλώρ. 1544, 1842, Αχιλλ. L 119, Χρον. Τόκκων 1062, 2787, 3889, Μαχ. 5235, 882‑3, 26029, 32, 47215, Θησ. Γ́ [47], Δ́ [516], Έ́ [974], Ζ́ [268, 1468], Ριμ. Βελ. 686, 690, Αλεξ. 335, 2528, Σαχλ. N 75, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 492, Σαχλ., Αφήγ. 761, Σκλάβ. 197, Κορων., Μπούας 13, 20, 30 δις, 42, 47, 69 δις, 73, 74 δις, 115, 128, 133, Βεντράμ., Γυν. 272, Τριβ., Ταγιαπ. 7, 50, Περί γέρ. 170, Πεντ. Γέν. VI 2, XIII 11, Έξ. XVIII 25, Δευτ. VII 6, 7, X 15, XII 5, 11, XIV 2, 23, 24, XV20, XVI 2, 6, 7, 11, 15, 16, XVII 8, 10, XVIII 5, XXI 5, XXIII 17, XXVI 2, XXX 19, Αχέλ. 954, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 48, Χρον. σουλτ. 341, 3919, 7427, 1067, 1176, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 374, Εκατόλ. M 55, Κυπρ. ερωτ. 1524, Ερωφ. Δ́ 475, Βοσκοπ. 286, Παλαμήδ., Βοηβ. 967, 1067, Σταυριν. 904, Ιστ. Βλαχ. 1470, Διγ. Άνδρ. 31814, 37925, 38110, 38318, 38634, 38733, Ερωτόκρ. Ά́ 1293, 1326, Β́ 500, 2424, Γ́ 1119, 1188, 1193, 1751, Δ́ 1347, 1418, 1525, 1595, 1733, 1995, Έ́ 1508, Στάθ. Β́ 174, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́́ [83], Βακτ. αρχιερ. 154, 209 δις, 211, 212, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [1107], Β΄ [176], Γ΄ [771], Δ΄ [606, 1206], Ε΄ [84], Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β́ 15, Χριστ. διδασκ. 67, 150, Διγ. O 660, 773, 1170, 1983, 2165, 2488, 2575, Τζάνε, Κρ. πόλ. 14430, 15022, 22716 (έκδ. διαφέκαν· διόρθ. Ξανθ., BZ 18, 1909, 592, σε διαλέγαν), 25521, 44710, 18, 5219, 5271, 5338, 53526, 5363, 17· διαλέω, Ερωτόκρ. Ά́ 202.
    Το αρχ. διαλέγω. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    α) Εκλέγω, επιλέγω (Η σημασ, αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): Είκοσιν άνδρας διάλεξεν απ’ όλην την στρατιάν του Κορων., Μπούας 115· Τον τόπον εδιαλέξασι που θε να πολεμήσου Ερωτόκρ. Δ́ 1595· Διάλεξ’ απ’ όλα τ’ άρματα άλογο και κοντάρι Ερωτόκρ. Δ́ 1525· η Ρώμη διαλέγει τον Ρωμαίων βασιλέα Φλώρ. 1842· β) προτιμώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): διαλέξειν ήθελα μόνο για την τιμή σου| χίλιες φορές να σκοτωθώ Ερωφ. Δ́ 475· ταύτα δε πάντα έδειξα διά την σην αγάπην,| εδιάλεξα αποθανείν, συ δε μην κινδυνεύσεις Διγ. Z 4297. Η μτχ. παθητ. παρκ. ως επίθ. = διαλεχτός, εκλεκτός (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): Είτα αρμάδαν έποικαν και στρατόν διαλεμένον Κορων., Μπούας 73· πολλοί είναι καλεσμένοι, αμή ολίγοι είναι διαλεγμένοι Χριστ. διδασκ. 67.
       
  • δικαιοσύνη
    η, Σπαν. (Μαυρ.) P 73, Γλυκά, Στ. 478, Ασσίζ. 266, 393, 2492, 2731, 27419‑20,·27522‑3, 27915, 3257, 3665, 4152, 48625, Διγ. (Trapp) Gr. 1989, Διγ. Z 868, Ακ. Σπαν. 32134, Χρον. Μορ. H 7777, 8143, Συναξ. γαδ. 108, Μαχ. 26036, 48636, Θησ. Β́ [332, 396], Γεωργηλ., Βελ. 827, Ριμ. Βελ. 192, 917, Αλεξ. 2692, Διήγ. Αγ. Σοφ. 14920, Κορων., Μπούας 67, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1030, Αιτωλ., Μύθ. 4314, 693, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 21, 55, Κώδ. Χρονογρ. 5737, Ιστ. πατρ. 19922, Ιστ. Βλαχ. 1427, 2447, Θρ. Κων/π. Βαρβ. 14, Σουμμ., Ρεμπελ. 166, 168, 169, 182, 183, 184, 187, 190, Διγ. Άνδρ. 36416, Βακτ. αρχιερ. 157, Λίμπον. 150, 248, 432, Χριστ. διδασκ. 66, Ζήν. Έ́ 168, Τζάνε, Κρ. πόλ. 43111, Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. Αφ. 18, κ.π.α.· δικιοσύνη, Αλεξ. 650, 2868, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 482, 487, 613, Πεντ. Γέν. XVIII 19 (έκδ. δικοσύνη· διορθώσ.), Δευτ. VI 25 (έκδ. δικοσύνη· διορθώσ.), IX 5 (έκδ. δικοσύνη· διορθώσ.), XXXIII 21 (έκδ. δικοσύνη· διορθώσ.), Αχέλ. 2402 (έκδ. δικοσύνη· διορθώσ.), Πανώρ. Β́ 319, Έ́ 191, Ερωφ. Γ́ 305, Δ́ 610, Έ́ 145, Ερωτόκρ. Β́ 40, 1536, 2204, Έ́ 1335, Θυσ.2 185, Στάθ. Β́ 303, Ιντ. β́ 8, Γ́ 264, 349, Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά́ 178, Β́ 9, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ́ [137], Σουμμ., Παστ. φίδ. Αφ. [46] (έκδ. δικοσύνη· διορθώσ.), Δ́ [1448], Έ́ [598], Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. ά́ 7, β́ 137, Ζήν. Πρόλ. 75, Ά́ 353, Δ́ 9, Τζάνε, Κρ. πόλ. 53515, 55416, κ.π.α.
    Το αρχ. ουσ. δικαιοσύνη. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    1) Δικαιοσύνη (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I1 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): Όχι για την δικιοσύνη σου και για την ισιότητα της καρδιάς σου Πεντ. Δευτ. IX 5· Ο δε βασιλεύς ήτον φίλος της δικαιοσύνης και αγαθοσύνης Διήγ. Αγ. Σοφ. 14920. 2) Απονομή του δικαίου, το δίκαιον (Η σημασ. μτγν. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2): Περί κριτού δικαίου και του ποιείν δικαιοσύνην ο κριτής και περί δικαιοσύνης Βακτ. αρχιερ. 157· ο Φίλιππος, ο Πτολεμιός ας κάμνουν δικιοσύνη Αλεξ. 2868· καλός γαρ ένι ο δικαστής, ει έχει δικαιοσύνας Σπαν. (Μαυρ.) P 73· η δικαιοσύνη ορίζει ότι … Ασσίζ. 393· καθώς γυρεύγει το πρεπό και θέλει η δικιοσύνη Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. ά́ 7. 3) Η δικαστική αρχή, οι δικαστές (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 4): κανένα από ετούτα δεν ημπόρεσαν να δείξουν της δικαιοσύνης, επειδή κανένα δεν ήτον αληθινό Σουμμ., Ρεμπελ. 169· η δικαιοσύνη τους έστρεψε με λόγια φοβεριστικά Σουμμ., Ρεμπελ. 184.
       
  • επιδέξιος,
    επίθ., Χρον. Μορ. H 141, 400, 931, 935, 1054, 1376, 1669, 2759, 4719, 6993, 7023, 8296, Χρον. Τόκκων 2666, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 875, Δούκ. 25126, 3314, Σοφιαν., Παιδαγ. 103, Συναδ., Χρον. 47· επιδέξος, Ιστ. Βλαχ. 1944· ’πεδέξιος, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 315· ’πιδέξιος, Χρον. Μορ. P 899, Ερωτοπ. 250, 688, Ιμπ. 312, Σαχλ. N 359, Ιμπ. (Legr.) 704, Θησ. Ε΄ [203], Θ΄ [552], Θησ. (Foll.) I 126, Χούμνου, Κοσμογ. 1380, Σαχλ., Αφήγ. 529, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 19, Μαρκάδ.ʼπιδέξος, Βίος Δημ. Μοσχ. 326, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [323, 495], Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 426.
    Το αρχ. επίθ. επιδέξιος. Ο τ. πιδέξιος και σήμ. (Δημητράκ., λ. ’πιδέξιος). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    1) α) Ικανός, επιτήδειος, επιδέξιος (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): θαύμαζεν πως ήτον ’πιδέξιος και ανδρειωμένος Αχιλλ. L 63· στο Δραγαμέστο απέστειλεν ανθρώπους επιδέξιους Χρον. Τόκκων 283· Ο Φλώριος είχεν ριζικόν και ήτον επιδέξιος Φλώρ. 668· θέλετε δύο, <θέλετε> τρεις οι ’πιδεξιότεροί σας Χρον. Μορ. P 8296· β) έξυπνος: πάλι το βραδύ στον ίδιον τόπο| ευρίσκομέστα με ’πιδέξιον τρόπο Βοσκοπ. 234· αυτός ως γνωστικός και φρόνιμος και επιδέξιος, εκυβέρνα τους χρεώστας Συναδ., Χρον. 41. 2) α) (Προκ. για τόπο) κατάλληλος: παρακαλούν σε, ανάμεινε εις τόπον επιδέξιον Χρον. Μορ. H 9075· β) (γενικά) κατάλληλος, βολικός: Στα Ιωάννινα τον έστειλεν …| … με μηνύματα έμορφα, επιδέξια Χρον. Τόκκων 1177· αν είχε γαρ την δύναμην (ενν. ο βασιλεύς) να του έπεφτε επιδέξιον,| δείξει τα ήθελεν καλά του μισίρ Ντζεφρέ εκείνου,| το πώς το εποίκε άσκημον Χρον. Μορ. H 2532. Το ουδ. ως ουσ.: 1) Κατάλληλες συνθήκες: ηύραν το επιδέξιον τους τον άπιστον να κρίνουν,| ορίσαν γαρ και ηφέραν τον κι εκεί τον ανεβάσαν Χρον. Μορ. H 899· την μάχην επεχείρησε να μάχεται τους Φράγκους| εκείσε εις την Ανατολήν, όπου είχε το επιδέξιον Χρον. Μορ. H 1271· να έχουν περάσει απεκεί δι’ ου είχαν το ’πιδέξιο Χρον. Μορ. P 400. 2) Εξυπνάδα: άκουσε το φρόνιμον, το επιδέξιόν του Χρον. Τόκκων 138. 3) Άνεση, «βολή» (κυρίως χρηματική): εσύ έχεις όλα σου σωστά, πάντα σου τα ʼπιδέξια Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 332· διά να ʼχει και το ʼπιδέξιον του τον εαυτόν τον βιάζει Σαχλ. N 313· αν ανιμένεις κάθισε μ’ όλα σου τα ʼπιδέξια Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 129· ας έχω το ’πιδέξιον μου στην φυλακήν οπού ’μαι Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 313. Εκφρ. με το ’πιδέξιον ή τα ’πιδέξια = με τέχνη, με πονηρό τρόπο: Με το ʼπιδέξιον και κουρφά τους αδελφούς λανθάνου Χούμνου, Κοσμογ. 1875· εσύ με τα ʼπιδέξια σου επιάσες με στα βρόχια Ερωτοπ. 202.
       
  • έτσι,
    επίρρ., Φλώρ. 749, Αλεξ. 1370, 1881, 2258, Πικατ. 470, Πένθ. θαν.2 506, Πεντ. Γέν. XI 9, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 20, Ιστ. πατρ. 8111, 9816, 1375, Δωρ. Μον. XVIII, Κυπρ. ερωτ. 217, 347, Ερωφ. Αφ. 58, Α΄ 66, 471, 541, Ιντ. β΄ 83, γ΄ 79, Δ΄ 219, Σταυριν. 716, Ιστ. Βλαχ. 983, 1515, Σουμμ., Ρεμπελ. 19213, Διγ. Άνδρ. 33130, Ερωτόκρ. Α΄ 119, 164, 515, 595, 1087, Β΄ 424, 768, Ροδολ. (Μανούσ.) Α΄ [705], Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [425], Τζάνε, Κρ. πόλ. 10913, 3218 κ.π.α.· έτις, Χούμνου, Κοσμογ. 1423, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 605, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 397, 400, 436, Έγγρ. του 1617 (Ζερβογιάννης, Αμάλθ. 3, 1972, 283)· έτσε, Ερωτοπ. 160, 501, 554, Αχιλλ. L 364, 445, 654, 775, 940, 1009· έτσου, Κυπρ. ερωτ. 216, 6923· ίτις, Βεν. 11, Χούμνου, Κοσμογ. 242, 860, 980, 1387, Σκλέντζα, Ποιήμ. I36, Καραβ. 4929, 49620, Σαχλ., Αφήγ. 443, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 5, 41, 259, 373, 630, 633, 635· ίτους, Ημερολ. 39· ίτσι, Ιμπ. 430, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 543 (κριτ. υπ.), Έγγρ. του 1565 (Ευαγγελάτος, Θησαυρ. 7, 1970, 218, 219), Διγ. O 2694, Τζάνε, Κρ. πόλ. 32618· ίτσου, Ασσίζ. 17828, 20426, 4218, 4323, 4776 Μαχ. 24, 437, 626, 1211, 5429, 7233, 17218, 25210, 31422, 32219, 39827, 40236, 43428, 43624, 5502, 66019, Βουστρ. 417, 430, 436, 454, 498, 532, Δαρκές, Προσκυν. 47, Αλφ. 1027, Κυπρ. ερωτ. 164, 9, 462, 685, 784, 7910, 9712, 9921, 10119 κ.π.α.
    Για τη λ. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 591. Ο τ. έτσου και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 545). Η λ. και σήμ.
    1) (Με ρ. και ενδεχόμενη συνοδεία των ως, καθώς, ως γιον, κλπ.) (τροπ.) έτσι, με τον ίδιο τρόπο (Η σημασ. και σήμ.): έτσι τ’ αποφάσισε της ερωτιάς η κρίση Ερωτόκρ. Α΄ 1184· τους αγούρους του έκραξεν, έτσε τους συντυχαίνει Αχιλλ. L 731· έτσε τους εσυνέτριβεν ως φάλκονας περδίκιν Αχιλλ. L 66· έτσι εστέκετον καθώς τες ζωντανές γυναίκες Ιστ. πατρ. 12010· διατί ίτσου ως γιον δεν ημπορεί ο άνθρωπος να ζήσει χωρίς τα τέσσερα στοιχεία, ίτσου δεν ήθελεν εμπορήσει ν’ απαντήσει χωρίς γυναίκας Άνθ. χαρ. 29230· έκφρ. (προκ. για κίνηση κεφαλής) έτσι και έτσι = δεξιά και αριστερά, ολόγυρα: έγνεψε έτσι και έτσι και είδεν ότι δεν είναι ανήρ Πεντ. Έξ. II 12. 2) (Με ουσ. ή επίθ. και επόμενο το ωσάν) τόσο … όσο, και … και: ηξιώθησαν εις μεγάλες αξίες έτσι εκκλησιαστικές ωσάν και αυθεντικές Μορεζίν., Λόγ. 470· Τη νιάκαρην έπαιζαν και ταμπούκι,| ξυπνώντας πάσα ένα παλληκάρι,| έτσι πεζόν ωσάν και καβαλάρη Λεηλ. Παροικ. 36. 3) α) Εξαιτίας αυτού του γεγονότος: Περί ψευδοϊερέων οπού δεν έλαβαν χειροτονίαν και έτσι λαϊκοί ανίεροι περιπατούν και γελούν τον κόσμον και βαπτίζουν παιδία Βακτ. αρχιερ. 188· β) (επιτατ.) τόσο, τόσο πολύ: κόρη μας, τ’ έχεις κι έτσι φωνάζεις; Διγ. O 105· ευρίσκοντάς τους ο βασιλεύς έτσι στερεούς εις την ευσέβειαν Αγαπητ., Εις αγ. Δέκα 148· το δεντρό οπού ’καμε αθό έτσι μυρισμένο Ερωτόκρ. Α΄ 703· έτσι ψηλά να σώσω Ερωτόκρ. Β΄ 155. 4) Σύνδ. α) μόλις: έτσι τον εσιδέρωσε, στον Δρύστορον τον φέρει Ιστ. Βλαχ. 1293· β) (συμπερασμ.) γι’ αυτό, επομένως: λόγον ως τη σήμερο λογιάζω ψοματένιο| να μη μου γροίκησε ποτέ· κι έτσι ας χαλινώσει| τη μάνητα και το θυμό Ερωφ. Δ΄ 461· τούτος ο νιος μας ’ρίζει σήμερο, κι έτσι σιμώσετέ του| κι ως βασιλιού τα πόδια του κλιτά φιλήσετέ του Ερωφ. Ιντ. α΄ 137· γ) (με ακόλουθο το να) στην περίπτωση που …, αν: έτσι να ήτον τίποτες πράγμαν πολλά μεγάλον,| εμένα επιβουλεύουσου, μ’ έχανες εκ τον κόσμον Ιμπ. 147· δ) (με προηγούμενο το και, με επόμενο το (ω)σάν) παρόλο που, αν και: Δουλειάν, κανίσκι ή εγγαρειά, ουδέν έναι κρατημένος| να επάρει από άνθρωπον τινά, και ίτις έναι ομοσμένος Σαχλ., Αφήγ. 359· όλοι μικροί μεγάλοι τε για να τονε τιμήσουν| στην τόλμην γαρ τήν έποικεν και την πολλήν ανδρείαν,| ίτις παιδί σαν ήτονε, και την παλληκαρίαν Ιμπ. (Legr.) 142. 5) (Σε επιθ. χρ.) τέτοιος: Αρρωστημένοι φεύγασι στες στράτες αποθαίναν κι ουδέ τινάς τους έθαπτε, μόνον έτσι εμέναν Τζάνε, Κρ. πόλ. 2368. 6) α) (Σε θέση δεικτ. αντων.) Τέτοιος, τέτοιας λογής (Η χρ. και σήμ. στην Κρήτη και την Κύπρο, Κονομής, Κρ. Χρ. 7,1953, 156): έτσι χάρη| να ’χει δεν ημπορεί παρά βασιλικό κλωνάρι Ερωφ. Ε΄ 353· Δρακόμαχος εκράζετο κι έτσ’ ήτον τ’ όνομά του Ερωτόκρ. Β΄ 249· β) (σε θέση σύστ. αντικ. με δεικτ. αντων.): επαράγγειλέ τους έτσι: ότι «ειπέτε του βασιλέως Ιουστινιανού … να κτίσει την Αγίαν Σοφίαν» Διήγ. Αγ. Σοφ. 1543. 7) α) (Καταφατ.) ναι, μάλιστα: Κι έχεις το τούτο θαρρετό; — Ίτις, πιστεύγω να ʼρθει Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 317· β) (επεξηγ.) δηλαδή: εξακόσα ζα, έτσι πρόβατα, αιγίδια, αρνιά, χοίρους Κατά ζουράρη 155. 8) Μακάρι, είθε (Βλ. Ανδρ., Σημασ. εξ. 93): Ο δε ιερεύς ελάλει τους: «Ίτσου να σας βουηθήσει ο Θεός!» Μαχ. 51430.
       
  • ζαχαράτος,
    επίθ., Αγν., Ποιήμ. Α΄ 51, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 326 (χφ V) (κριτ. υπ.), 702, Περί γέρ. 45, 130, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 41, Ιστ. Βλαχ. 677, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [214], χορ. β΄ [34]· σαχαράτος.
    Από το ουσ. ζάχαρη και την κατάλ. ‑άτος. Η λ. στον Κατσαΐτ., Ιφ. Ε΄ 664, 871 και σήμ.
    Γλυκός, πασπαλισμένος με ζάχαρη(;): Δεν με λανθάνει το ψωμί το καλοζυμωμένο (παραλ. 1 στ.), ουδέ καλές αβγόπιτες οι πολυσουσσαμάτες,| ουδέ εκείνες οι λευκές, οπού ’νιαι ζαχαράτες Ζήνου, Βατραχ. 66· (μεταφ.): να δακώ τα χείλη σου αυτά τα ζαχαράτα| μύριες χολές οπὄχουσι Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 645· Ήλθαν καλά μαντάτα; Εγώ θαρρώ και να ’ρθουσι γλυκιά και ζαχαράτα Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 376· Δώσ’ μου, κόρη, το δροσάτο το φιλί, το ζαχαράτο Αγν., Ποιήμ. Α΄ 80· άρξετο να τους λαλεί τους ζαχαράτους λόγους.| Μέλιτος είχαν γλυκασμόν οι λόγοι οπού ελάλει Χρον. Τόκκων 1472. Το ουδ. ως ουσ. = γλύκισμα από ζάχαρη, ζαχαρωτό: ισχάδας, καρυδίτσια γρανάτα, σαχαράτα τε και το τε απιδάτον Προδρ. III 283b (χφ C) (κριτ. υπ.).
       
  • θεϊκός,
    επίθ., Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 142, Θρ. Κων/π. Πολλ. 24911, Μάρκ., Βουλκ. 35017, Χρον. 307, Ιστ. πατρ. 9511, Ιστ. Βλαχ. 1344, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [976].
    Το μτγν. επίθ. θεϊκός. Η λ. και σήμ.
    1) α) Που προέρχεται από το Θεό, που ανήκει στο Θεό: Εσένα θέλει η θεϊκή βουλή για βασιλέα Ζήν. Β΄ 309· Τούτη η βουλή είναι θεϊκή και θεϊκός ο νόμος! Ζήν. Α΄ 122· β) που αναφέρεται στο Θεό: λόγους ν’ ακούει θεϊκούς πολλήν όρεξιν έχει Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 53· να μάθουν περισσότερα εις πάσα αληθεία,| εις επιστήμες θεϊκές κι εις τη φιλομαθεία Τζάνε, Κρ. πόλ. 58012. 2) Υπέροχος, θείος: όνομα το περίφημον, αυτό το θεϊκόν σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [1086].
       
  • καλοαναθρεμμένος,
    μτχ. επίθ.· καλαναθρεμμένος.
    Από το επίθ. καλός και την παθητ. μτχ. του ανατρέφω. Ο τ. στο Somav. Η λ. και σήμ.
    Που έχει καλή ανατροφή: Έναι πολλά ευγενικός και καλαναθρεμμένος (ενν. ο Καντακουζηνός)| και μέσα εις τους άρχοντας είναι πεπαιδευμένος Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 25.
       
  • κάμνω,
    Θησ. (Foll.) I 21, 27, 94, Κορων., Μπούας 42, 44, 50, 54, 74, Κυπρ. ερωτ. 418, 1611, Ιστ. Βλαχ. 446, 745, 806, 1670, 1727, Τζάνε, Κρ. πόλ. 17119, 23123, 2531, 25513, 2764, κ.π.α. αόρ. έκαμα, Κορων., Μπούας 4, 65, Πανώρ. Β΄ 456, 501, Γ΄ 13 477, Δ΄ 310, Ερωφ. Α΄ 633, Δ΄ 185, 252, 279, 366, 451, Ερωτόκρ. Β΄ 1564, Γ΄ 64, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1841, 19216, 19914, 2356, 23725, 2441· αόρ. έκανα, Αχέλ. 708, 1008, Ζήν. Β΄ 33, Ερωτόκρ. Α΄ 131, 623, 876, 894, 1068, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1196], Τζάνε, Κρ. πόλ. 15513, 23425, 49013, 51815, 5308· κάνω, Πανώρ. Α΄ 180, 273, Γ΄ 26, 35, 369, Ερωφ. Α΄ 40, 106, Β΄ 413, Δ΄ 100, 371, Ερωτόκρ. Β΄ 676, Γ΄ 1118, 1122, 1182, 1677, Θυσ.2, 262, 678, 747, 1024, μτχ. παρκ. καμωμένος, Πανώρ. Β΄ 302, Γ΄ 63, 72, Ε΄ 64, 86, Ερωφ. Α΄ 471, 530, Β΄ 47, Δ΄ 11, 158, 186, Ερωτόκρ. Α΄ 1384, Β΄ 259, 1589, Γ΄ 391, Ε΄ 1012, Φορτουν. Δ΄ 116, 271, 485, Ε΄ 192, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2043, 42129, 43712, 45314, 45910, 49511.
    Το αρχ. κάμνω. Οι τ. κάνω και καμωμένος και σήμ.
    1) Πράττω, ενεργώ, δρω: Δάση, βουλή μού δώσετε, βρύση, λαγκά κι αόρη,| το τι να κάμω σήμερο με τη δική μου κόρη Πανώρ. Β΄ 236· οι άρχοντες που μάχονταν, εκάμαν σαν λιοντάρια Αχέλ. 1484· με τούτους εσυντύχαινε νύκτας και τας ημέρας,| ωσάν κάμνουν οι φίλοι οι καλοί και οι σπλαχνικοί πατέρες Συναξ. γυν. 120· Πάλιν έρχισαν οι σεισμοί κι εκάναν καθ’ ημέραν,| ούτε την νύκτα επαύασι, ούδε όλην την ημέραν Διήγ. ωραιότ. 887. 2) Εκτελώ, πραγματοποιώ: αγάπα τους ως φίλους σου, κάμνε το θέλημά ντους Σπαν. A 111· Να κάμομεν ταξίδια όπου και αν μας ορίσεις Διγ. (Trapp) Esc. 1286· Εδά να μη τζ’ εκάμασι το πράμ’ απού φοβούμου Πανώρ. Β΄ 64. 3) Καλλιεργώ: άνθρωπον εύρε κάμνοντα την γην με το ζευγάριν Καλλίμ. 1486· να υπάγει ... να κάμει τα αμπέλια μου Ασσίζ. 1568. 4) Φροντίζω να γίνει κ.: Κάμε, αφέντη, μην αργείς να ’ρθείς να τση μιλήσεις Θυσ.2 297· κάμε περίσσα να χαρείς, σα δεις το σκοτωμό μου Πανώρ. Β΄ 445· Έτσ’ έκαμα κι επιάσασι τον άπιστο αυτόνο και σφαλισμένο τον κρατώ Ερωφ. Δ΄ 219· γονάτισε να τονε προσκυνήσεις| και ταπεινά τα πόδια του κάμε να του φιλήσεις Πανώρ. Αφ. 24. 5) Κατασκευάζω: Να σας θωρούν οι κορασές κι οι νιοι να σας τιμούσι,| τζόγιες να κάνου μετά σας όμορφες να φορούσι Πανώρ. Ε΄ 400· όταν εγύρισαν τους τοίχους απάνω να κάμουν τον πρώτον πάτον Διήγ. Αγ. Σοφ. 152. 6) Επεξεργάζομαι: όλο το μάλαμα το καμωμένο εις τη δουλειά εις όλη τη δούλεψη του άγιου Πεντ. Έξ. XXXVIII 24. 7) Σχηματίζω: Κι οπίσω φτάνου τα χοντρά και τα λιγνά (ενν. καράβια) και μπαίνου κι ένα κουλούρι εκάμανε στο πέλαγος και δένου Τζάνε, Κρ. πόλ. 4448. 8) Χτίζω: κάνουσιν εκεί μίαν εκκλησίαν της Θεοτόκου Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 409· οι Φράγκοι κάνουσι φορτί εκεί Τζάνε, Κρ. πόλ. 4201. 9) (Προκ. για γραπτό κείμενο) συντάσσω: όταν θέλουν να κάμουν διαθήκην Βακτ. αρχιερ. 144· να κάμνουν επικήδεια διά τον καλόν μου φίλον Λίμπον. 64· Ήτονε η επιστολή ρωμαίικα καμωμένη Τζάνε, Κρ. πόλ. 19817. 10) Δημιουργώ: Το φως το πρώτον έκαμεν (ενν. το πνεύμα τον Θεού) κι ονόμασέν το ημέραν Χούμνου, Κοσμογ. 17· είπαν (ενν. ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα) να κάμουν άνθρωπον να ’χει ψυχήν και σώμα Πικατ. 418· Ωσάν εκείνο πελελό δεν έκαμεν η φύση Πανώρ. Γ΄ 446· Διαμάντε και ρουμπιά, μαργαριτάρια| κι όλες τσι πέτρες τσ’ άλλες μοναχός σου| πως κάνεις όλοι βλέπομε καθάρια Ερωφ. Δ΄ 728· πολλά πρικοί αναστεναμοί εσμίγασιν ομάδι,| συχνιά βροχούλα κάμασι κι ήβρεχε στο λαγκάδι Ερωτόκρ. Γ΄ 1738· μια κάποια λίγη πεθυμιά εσήκωσε το νου μου| και δυο φτερούγες ήκαμε μέσα στου λογισμού μου.| Τούτες στον ουρανό πετού Ερωτόκρ. Α΄ 332· Έκαμε (ενν. ο πόθος) κλώνους τρυφερούς και ρίζες στην καρδιά μου Πανώρ. Γ΄ 609· (τριτοπρόσ.) κάνει άνεμο (γαρμπίνο), σεισμό = φυσά, κάνει σεισμό: εκεί οπού ελειτουργούσα έκαμε έναν σεισμόν φοβερόν Διήγ. πανωφ. 55· τους σεισμούς οπού ήκανε Διήγ. πανωφ. 56· ολίγον άνεμο ’καμε κι η θάλασσα φουσκώνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 2021· αρχίζει κάμνει και άνεμο και οι σεισμοί κρεσέρου Διήγ. ωραιότ. 191· όλο γαρμπίνους ήκανε και λίγο (έκδ. καλίγο· διορθώσ.) και δαμάκι Διήγ. ωραιότ. 875· κάνει θάλασσα = φουρτουνιάζει: η ξέρη ... έναι ρέτζια ρέτζια με την θάλασσαν και ωσάν φύγει η θάλασσα, φαίνεται και ως διά ολίγην θάλασσαν οπού να κάμνει, γελά Πορτολ. A 427. 11) Προορίζω: Τα κάλλη σου είναι μοναχάς γι’ αγγέλους καμωμένα Πανώρ. Β΄ 302· Πονεί μου μέσα στην καρδιά σαν να ’ναι καμωμένη| να βρίσκεται αιχμάλωτη και παραπονεμένη Διακρούσ. 11126. 12) Αποκτώ: λογιάζετε κι αγαφτικό κάνετε μπλιο κανένα; Πανώρ. Δ΄ 60· ούτως κάμνουσιν πτερόν, μανθάνουν να πετούσιν (ενν. τα πουλία) Φυσιολ. (Legr.) 663. 13) (Προκ. για απογόνους) γεννώ: παιδιά να κάμεις όμορφα, να δεις κλερονομιά σου Πανώρ. Γ΄ 159· είχε δε λύπην εις όλην του την ζωήν, πως δεν έκαμνε παιδίον Διγ. Άνδρ. 3664. 14) (Προκ. για καρπό) παράγω: Ο πεύκος μέγα δένδρο έν’, αλλά καρπόν ου κάμνει·| το στάχυ έν’ μικρούτσικον, είδες καρπόν τόν κάμνει Ερωτοπ. 181, 182. 15) Καθιστώ: άλλους φονεύουν στην αυλήν κι άλλους εκάμαν σκλάβους Τζάνε, Κρ. πόλ. 23921· φίλους κάμνει τους εχθρούς, την μάχη κάμνει ειρήνην Ιστ. Βλαχ. 1434· ευθύς τον κάμνει πελελόν, την φρόνεσίν του χάνει Περί ξεν. A 68· ήκαμες άθη κόκκινα το αίμα τση καρδιάς μου Πανώρ. Δ΄ 336. 16) Διαμορφώνω (σωματικά): ως τη σήμερο δεν έχει παντρεμένη| μ’ όλον οπού ’ναι δότομη γυναίκα καμωμένη Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 285· οι χρόνοι αυτόνο| δότομο τον εκάμασι Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 606. 17) Καταντώ κάπ.: υπήγε στο Βυζάντιον μαζίλης καμωμένος,| ωσάν αυτός δεν ήθελε, ήτον ονειδισμένος Ιστ. Βλαχ. 757· Θωρείς με απού τα βάσανα πώς είμαι καμωμένος Πανώρ. Α΄ 398. 18) Προσποιούμαι: αν πει και τίποτας, κάμε πως δε γροικούμε Στάθ. (Martini) Β΄ 123· τον αρρωστάρην ήκαμε κι ο κύρης το πιστεύγει Ερωτόκρ. Α΄ 2047· ο πασάς με πονηριά μεγάλη έκανε πως μισσεύει αγάλι αγάλι Λεηλ. Παροικ. 270· ήκανε πως στη Σίφνο οδεύγει Λεηλ. Παροικ. 212. 19) Συγκροτώ, οργανώνω· (προκ. για γάμο τελώ): ως έμαθεν ο βασιλέας ότι φουσσάτα κάμνεις ... Χρον. Μορ. H 3755· Μίαν συντροφιά εκάμανε παπαδοκαλογέροι Τζάνε, Κρ. πόλ. 15411· έκαμεν αρμάδα μεγάλη Ιστ. πατρ. 1255· εκάμνασιν τον παρλαμά κι επαίρναν την βουλήν τους Χρον. Μορ. H 4402. 20) Τακτοποιώ, διευθετώ: ύστερα τσ’ άλλες σου δουλειές και τα χαρτιά σου κάμε Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 394. 21) Κατορθώνω: Μα ’δά δεν κάνεις τίβοτας, αν ήπιες και φαρμάκι Πανώρ. Ε΄ 202· τα κλάηματά σου| δε σου λιγαίνου τσι καημούς και δώρος τση καρδιάς σου| δεν κάνουσι Πανώρ. Α΄ 233. 22) Πετυχαίνω: Στην κόλασην το βλέμμασ σου με λάμνει| και σύρνει με το δειν να με κρεμμίσουν,| άλλον η πίστη μ’ από σεν δεν κάμνει Κυπρ. ερωτ. 10045. 23) Εφευρίσκω: τον πτωχόν τον νοικοκύρην| κάμνουν τρόπον να τον δείρουν Συναξ. γυν. 982· κάμε τρόπο, λυγερή, γέλα τους εδικούς σου Ch. pop. 280. 24) Γίνομαι αιτία (να ...): εκείνα που τον κάνουσι συχνιά ν’ αναγαλλιάσει Ερωτόκρ. Δ΄ 611· τση νιότης τσι ξεφάντωσες ποτέ σου μη θυμάσαι,| γιατί με πρίκα μοναχάς σε κάνου πάντα να ’σαι Πανώρ. Γ΄ 342· οπού κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο| κάνει και κλαίσιν και γελούν τα μάτια των αθρώπω Ερωτόκρ. Α΄ 930. 25) Συντελώ: Η αγάπη με την ζήλεια αντάμα συμπλεγμένα,| σ’ όποια καρδιά ριζώσουσι, κάμνουν και τιμωρείται Δεφ., Λόγ. 372. 26) Παρακινώ, ωθώ: συχνιά μου παραμάνιζες κι ήλεγες πως σε κάνω| να βάλεις τα βιβλία μου εις την φωτιάν απάνου Ερωτόκρ. Α΄ 1037· λέγοντας μοιρολόγια οπού κάνα τσ’ ανθρώπους μαύρα δάκρυα κι εβγάνα Λεηλ. Παροικ. 245. 27) Αναγκάζω: Η αγάπη το Ρωτόκριτο κάνει να πολεμήσει Ερωτόκρ. Α΄ 591· η αγάπη της πατρίδος του τον κάμνει ν’ αποθάνει Λίμπον. 335· Θέλω την κάμει να το πει κι εκείνη μοναχή τση Ερωφ. Δ΄ 447· Θεός απ’ όλους τσι θεούς κάνω συχνιά και τρέμου Πανώρ. Ε΄ 19· Πολλές φορές μ’ εκάμασι τα κοπελίστικά σου| και ήπια φαρμάκι και χολές για τα κουτσουνικά σου Ερωτόκρ. Γ΄ 97. 28) Προκαλώ: αλάφρωσην εις το κακό οπού ’χε δεν τσ’ εκάμα Ερωτόκρ. Α΄ 678· ήκουσαν τον θόρυβον που εκάμναν οι Ρωμαίοι Χρον. Μορ. H 5404· Γιατί θα κάμεις ταραχή, σα σου το μολογήσω Θυσ.2 123. 29) Προξενώ: μια κόρη σαν εμένα| μικρή, οπού δεν σας έκαμε ποτέ κακό κανένα Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 108· η ντροπή που μου ’καμε Ερωφ. Δ΄ 627· όταν δεν μπορούν να κάμουσι ζημίαν ... Παλαμήδ., Βοηβ. 32. 30) Συνευρίσκομαι ερωτικά: ένας από τους εδικούς μας άρχοντες εμπήκε εισέ μιας φτωχής σπίτι και επροσπάθησε να κάμει με δαύτηνε με δυναστικόν τρόπον Σουμμ., Ρεμπελ. 169. 31) Ταιριάζω, είμαι κατάλληλος: Στην ευλαβούμενην καρδιάν ο κάθε τόπος κάνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [847]. 32) α) Ζω, διάγω: Έτσι κι οι γιάντρες διχωστάς γυναίκες δε φελούσι| κι εκείνες δίχως των αντρώ να κάμου δε μπορούσι Πανώρ. Γ΄ 126· Να δεις στα ξένα, στα μακρά πώς κάνου, πώς περνούσι Ερωτόκρ. Α΄ 1277· τι κάμνει| το αηδόνι μου, τι κάμνει το πουλί μου; Ερωτοπ. 373· β) παραμένω (σε αξίωμα): έκαμε δε ολίγον καιρόν εις τον πατριαρχικόν θρόνον Ιστ. πατρ. 10116· γ) διανύω χρονικό διάστημα (με πρόθεση να κάμω κ.): Μέρες ο δούκας έκαμε οκτώ σωστές να κρίνει Στάθ. (Martini) Γ΄ 56. 33) Δίνω εξαγόμενο, συμποσούμαι: Οκτώ και τέσσερεις και εφτά και δώδεκα, α δε σφάνω,| κάνουσιν όλοι δεκατρείς και πούρι δεν ξεχάνω.| Αφέντης μου μου μήνυσε για τόσους ν’ αρδινιάσω| το δείπνο Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 50. 34) Προσφέρω (ως θυσία) κ.: το πρόβατο το ένα να κάμεις το πουρνό και το πρόβατο το δεύτερο να κάμεις ανάμεσα τα ισπερνά Πεντ. Αρ. XXVIII 4. 35) (Με σύστ. αντικ.) κάνω κάμωμα = (α) κάνω κακή ενέργεια: τι το κάμωμα ετούτο ος εκάμετε; Πεντ. Γέν. XLIV 15· (β) συνευρίσκομαι (ερωτικά): βουρλίζω τους και θέτουν μετά μένα και κάμνω το το κάμωμα και χαίρεται η καρδιά μου Σαχλ., Αφήγ. 847. 36) (Προκ. για αξία πράγματος) υπολογίζω: ό,τι πρέζιον το ’θελε κάμει οπλεγάρεται η ... κερα-Μαρκεζίνα να το πλερώσει Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1948. 37) Ξεπερνώ (κάπ.): Άφησε να σε κάμει ο φίλος σου από λόγια, με όλον ότι εσού να ημπορείς να τον κάμεις Ξόμπλιν φ. 133r. Φρ. 1) Κάνω αγάπη = συμφιλιώνομαι (συμφωνώ): μόνο αγάπη, αν μπορεις, κάμε μ’ αυτόν (ενν. τον Κωνσταντή) για να ’χεις| ανάπαψιν Διγ. O 275· έκαμε αγάπη με τον βασιλέα της Πόλης Χρον. σουλτ. 5115· αγάπη εκάναμε, φίλους μου θε να τσ’ έχω Τζάνε, Κρ. πόλ. 5795. 2) Κάνω άδεια = επιτρέπω: όρισε τους κιαούσηδες καπικήδες και του εκάμανε άδεια και εδιάβη Χρον. σουλτ. 2728. 3) Κάνω αίματα = σκοτώνω πολλούς, σκορπώ το θάνατο: να κάμω βρύσες αίματα, σωρούς τα σκοτωμένα| κορμιά Στάθ. (Martini) Α΄ 95. 4) Κάνω αλλαξία = αλλάζω: ω χρόνε κακότατε, πόσες αλλαξίες κάμνεις με τους χρόνους σου! Χίκα, Μονωδ. 87. 5) Κάνω αναφορά = καταγγέλλω: Η αιτία της συμφοράς ... ήτον διατί έκαμα ... την αναφοράν διά τον κυρ-Δανιήλ Συναδ., Χρον. 61. 6) Κάνω ανεγάλλιαση = αναγαλλιάζω, χαίρομαι: Δε γράφω τσ’ ανεγάλλιασες της χώρας οπού κάναν,| οπού στολίσαν τρίγυρα και πεύκια χάμαι βάναν| ο γενεράλες να πατεί Τζάνε, Κρ. πόλ. 3447. 7) Κάνω απόκρισιν = απαντώ: Ούτε της βασιλείας σου απόκρισιν να κάμω Κορων., Μπούας 59. 8) Κάνω απόλυση = απολύω, τελειώνω: έκαμε την απόλυση (ενν. ο παπάς) και βγαίνομεν να δούμεν Διήγ. ωραιότ. 393. 9) Κάνω απόφαση = αποφασίζω, κρίνω: Α σου ’φταιξα καμιά φορά, απόφαση άλλη κάμε Θυσ.2 815. 10) Κάνω άρμενα = αποπλέω, κάνω πανιά: προς το λιμιώνα, στρατηγοί, τυχαίνει να συρθούμε, ογιά να κάμομ’ άρμενα Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 88· έκαμαν άρμενα από την Βενετίαν Δωρ. Μον. XVIII· εκάμαν άρμενα, στο πέλαγος εβγήκαν Γαδ. διήγ. 141. 11) Κάνω αρώματα = αρωματίζω, μυρώνω: τα σωθικά εξήβαλαν και αρώματα του κάνουν Πόλ. Τρωάδ. 697. 12) Κάνω ασκημάδι = ατιμάζω: Θε να κάμεις του κυρού εις την τιμή ασκημάδι Ερωτόκρ. Β΄ 183. 13) κάνω βίγλα = βιγλίζω, φρουρώ: απάνω στο νησί ... έχει σημάδι ένα κεφάλι άπου κάμνουν οι κουρσάροι τη βίγλα Πορτολ. A 18315. 14) Κάνω βοήθεια = βοηθώ: ήρθανε και άλλοι αφεντάδες από την Ανατολή και του εκάμανε βοήθεια και συντροφίαν Χρον. σουλτ. 4832. 15) Κάνω βουλή ή βουλ(η)τά = συσκέπτομαι, αποφασίζω: εκεί βουλτά εκάμασι να ρίξουσι μπαλλόττα Γαδ. διήγ. (Wagn.) 143· εκάμασι βουλήν και τον εθανατώσαν Ιστ. Βλαχ. 513· Είντα βουλή να κάμομε, τι στράτα να κρατούμε Γαδ. διήγ. 33. 16) Κάνω βρούχος = βρυχιέμαι: μέγα βρούχος έκαμεν, ως λέοντας εμουγκάτο Πικατ. 539. 17) Κάνω γογγυσιές = γογγύζω, παραπονιέμαι: γογγυσιές μην κάνουν για όνομά τως Τζάνε, Κρ. πόλ. 13917. 18) Κάνω γράμματα = γράφω: Α δε διαβάζω στο χαρτί, γράμματα κάνω πάλι,| που να τα συντηρά κιανείς, να ’χει χαρά μεγάλη Στάθ. (Martini) Α΄ 209. 19) Κάνω δαρμό = δέρνω: άσ’ τη και αυτείνη την κακή μαριόλα κι ήκαμά τση| δαρμό ωσάν τση ετύχαινε Στάθ. (Martini) Β΄ 295. 20) Κάνω δίκαιο = ασκώ, απονέμω δικαιοσύνη: βλέπετε οι άρχοντες να κάμνετε το δίκαιον Γεωργηλ., Βελ. 711. Να κάμνουσι το δίκαιον κι ουχί κανένα φαύλον Κορων., Μπούας 14. 21) Κάνω δικαιοσύνη (και δικιοσύνη) = απονέμω δικαιοσύνη: έχει τον φόβον του Θεού, δικαιοσύνη κάνει Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 55· Καλά περίσσια γροίκησες και κάμε δικιοσύνη Ερωφ. Γ΄ 363· με του Τούρκου το σπαθί να κάμει δικαιοσύνη Αχέλ. 542. 22) Κάνω κάπ. δικό μου = κάνω οικείο: γιατί εδικούς δεν τσ’ έκαμες βάνοντας το παιδί σου| σε χέρια ανθρώπω που ’σανε πάσα καιρόν εχθροί σου; (ενν. οι δυο βασιλιάδες) Ερωφ. Δ΄ 497. 23) Κάνω δόλον = συμπεριφέρομαι δόλια: εφοβήθηκα δε πάλιν| μήπως κείνος κάμει δόλον (παραλ. 1 στ.) και πάρει την βασιλείαν Πτωχολ. P 330. 24) Κάνω δρόμο, οδό = προχωρώ, περπατώ: μεγάλον δρόμον έκαμα, πολλά μακράν επήγα Διγ. A 2514· μέσα σε κάμπους, σε βουνά έκαμνα την οδό μου Διγ. O 2496. 25) Κάνω δύση = δύω: φως άξο απού ποτέ δεν κάμνει δύση Ροδολ. (Μανούσ.) Χορ. γ΄ [6]. 26) Κάνω εκδίκηση = εκδικούμαι: να μπει στην Ερδελίαν, εκδίκησιν να κάνει Σταυριν. 866. 27) Κάνω ελεημοσύνη = λυπούμαι (κάπ.): Ορπίζω, σαν τση δηγηθώ το πως κι εγώ γι’ αυτείνη| σε τέτοια πάθη βρίσκομαι, να κάμ’ ελεημοσύνη Πανώρ. Γ΄ 464. 28) Κάνω εξοδιά = ξοδεύω: σε βίον οπού είχανε, στην εξοδιά που κάναν Τζάνε, Κρ. πόλ. 5211. 29) Κάνω έξοδο = βγαίνω έξω σε «ζητεία»: ζητεί και κάμνει έξοδον να κτίσει μοναστήρι Ιμπ. 515. 30) Κάνω επανέβαση = αυξαίνω: υπήγαν κι έκαμαν επανέβασιν εις το χαράτσιον, φλωρία πεντακόσια Ιστ. πατρ. 1549· 31) Κάνω ευλογητόν = αρχίζω ακολουθία: Ώρα δε του εσπερινού έκαμαν ευλογητόν κατά την τάξιν Ιστ. πατρ. 19111. Περί καθῃρημένων ότι ευλογητόν δεν κάμνουν Βακτ. αρχιερ. 158. 32) Κάνω επιβουλή = επιβουλεύομαι: τότ’ ελόγιασεν επιβουλήν να κάμει| τον Μιχαήλ τον ακουστόν διά να αποκάμει Παλαμήδ., Βοηβ. 1193·. 33) Κάνω ερημία = ερημώνω: ηύρεν ο Τάταρης καιρόν και κάμνει ερημιάν Σταυριν. 1134. 34) Κάνω ευχή = προσεύχομαι: πατριάρχα Αβραάμ, ίσα κάμε την ευχήν σου Συναξ. γυν. 143. 35) (Αμτβ. σε υποτ. με προηγ. το έχω) = έχω δοσοληψίες: όλοι είχασι να κάμουσι με του λόγου της Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 415. 36) Κάνω ζευγάρι = αροτριώ: βόδια οπού είχαν ζεμέναν και έκαναν ζευγάρι και αυτά εξέψυξαν Διήγ. πανωφ. 60. 37) Κάνω θάρρος = ενθαρρύνομαι: εποφάσισα την κοπελιά να πάρω| ετούτη τση κερά-Μηλιάς ογιά να κάμω θάρρος Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 308. 38) Κάνω θλίψη = θλίβομαι: όταν αποχωριστούν, κάμνουν μεγάλην θλίψιν Φυσιολ. (Legr.) 647. 39) Κάνω θνήσιν (μεγάλην) = προκαλώ (πολλούς) φόνους: οι Ούγγροι κατατρέχουν τους, μεγάλην θνήσιν κάμνουν Αργυρ., Βάρν. K 250. 40) Κάνω θρήνο = θρηνώ: τι να πω εκ τους φίλους του, τον θρήνον οπού κάμνουν; Πόλ. Τρωάδ. 655. 41) Κάνω θρόνο = εγκαθίσταμαι επίσκοπος: υπήγεν εις μίαν επισκοπήν αυτού, η οποία ήτον η Κορώνης και εκεί έκαμε θρόνον Ιστ. πατρ. 1438. 42) Κάνω καλή καρδιά = ευχαριστιέμαι: Κάμε λοιπό καλήν καρδιά και μετά μας το χαίρου Ερωτόκρ. Δ΄ 293. με το φαγητόν καλήν καρδιάν εκάμα Αχέλ. 987. 43) Κάνω καλοσύνη = συμφιλιώνομαι: Οι σκοτωμοί που γίνουνται, βαριούνται τσι κι εκείνοι,| τσ’ έξοδες και τσι κούρασες και κάνουν καλοσύνη Ερωτόκρ. Γ΄ 180. 44) Κάνω κανάκια = κανακεύω: όταν σου δείχνει και αγαπά και κάμνει σου κανάκια,| αυτείνη γέμει μέσα της χίλιων λογιών φαρμάκια Δεφ., Λόγ. 407. 45) Κάνω καρδιά = δείχνω θάρρος: αφήνεις το φουσσάτο σου και θες να φύγεις; Αμή κάμε καρδία και σταμάτησε Χρον. σουλτ. 731. 46) Κάνω καρπό = καρποφορώ: να ’σωνα εις τον αθό σου,| όντε κάμνεις τον καρπό σου Αγν., Ποιήμ. Β΄ 24. 47) Κάνω κατασκευή = μηχανεύομαι: τον πασά Καμούτζα, να κάμουνε κατασκευή να τονε πιάσουνε Χρον. σουλτ. 11014. 48) Κάνω κατοικιά = διαμένω, εγκαθίσταμαι: εκάμασίνε κατοικιά πολλήν στο Βενεράτο Τζάνε, Κρ. πόλ. 25812. 49) Κάνω κέρδος = κερδίζω: εδιαγούμεψε και πολύν κέρδος έκαμε και πολλήν σκλαβίαν επήρε Χρον. σουλτ. 2921. 50) Κάνω κεφάλι = επαναστατώ, ξεσηκώνομαι: επήγαν (ενν. οι φυλακωμένοι) και εστάθηκαν έξω, εις την μέση του Άμμου ... και εκεί έκαμαν κεφάλι και εδυναμώθηκαν και επεριπατούσαν φανερά Σουμμ., Ρεμπελ. 190.· 51) Κάνω κλάψιμο = κλαίω, θρηνώ: έκαμαν πολύν κλάψιμον του οσπιτίου τους οι άνθρωποι Διγ. Άνδρ. 41023. 52) Κάνω κομμάτια = κομματιάζω: κομμάτια να με κάμετε εμπρός εις το ντιβάνι Στ. Βοεβ. 41713. 53) Κάνω κόντο = λογαριάζω: κάνω κόντο, κατά πώς ποθές τα ’χω γραμμένα,| πως μου χρωστείς αληθινά τορνέσα ακόμη εμένα Στάθ. (Martini) Α΄ 203. 54) Κάνω κόπο = κοπιάζω: κόπον εκάμασιν πολύν νύκτες και τες ημέρες Θρ. Κύπρ. M 294. 55) Κάνω κουκορέξα = φέρνω δήθεν δυσκολίες: κουκορέξα κάνετε για να σας ξαναπούσι| τούτ’ οι φτωχοί για λόγου σας πως δε μπορού να ζιούσι Πανώρ. Δ΄ 91.· 56) Κάνω κούρσο = κουρσεύω, λεηλατώ: Αμέ το κούρσο που ’καμες εις το Τριβίζο πάλι Κορων., Μπούας 150. 57) Κάνω κρίση = (α) κρίνω· αποφασίζω: Ωσάν με σφάξεις, μην καγώ, μην κάμεις τέτοια κρίση Θυσ.2 891· αυθέντης ο καλός κάμνει δικαίαν κρίση Σταυριν. 691· και σε κολάσει ο Θεός, οπόταν κάμει κρίση Ιστ. Βλαχ. 1878· (β) καταδικάζω: να τον ευρεί| κι απάνω ντου κρίση πρικιά να κάμει Ερωτόκρ. Γ΄ 1172. 58) Κάνω κρισίματα = τιμωρώ: εις τα είδωλά τους έκαμεν ο Κύριος κρισίματα Πεντ. Aρ. XXXIII 4. 59) Κάνω κυνήγι = κυνηγώ: ογιά νά βρει άγριο τίβοτσι, να κάμει το κυνήγι Ερωτόκρ. Β΄ 698. 60) Κάνω λεβάδα = αποπλέω: ο πασάς κάνει λεβάδα.| Σηκώνεται οξοπίσω όλ’ η αρμάδα| και φεύγει από το πόρτο Λεηλ. Παροικ. 609. 61) Κάνω λιμιώνα = πιάνω λιμάνι, αγκυροβολώ: απέσω εις τον κόρφον κάνουν τον λιμιώναν Πορτολ. A 17910. 62) Κάνω λύπη = λυπάμαι: Η μήτηρ του εμαδίζετον, λύπες μεγάλες κάμνει Ιμπ. 186. 63) Κάνω κ. μακελείο = κατασπαράζω: εφάνηκε ένα μέγα θηρίο,| καταπάνω της έτρεχεν να κάμει μακελείο Διγ. O 2412. 64) Κάνω μαλιά = πολεμώ: Πόσους πολέμους και μαλιές με τον Πέρσο ’χα κάμει Ερωφ. Β΄ 383. 65) Κάνω μάτια = γνέφω, κάνω νόημα: των νέων κάμνουν μάτια| και χορεύοντας μιλούσι| με τους άνδρας και γελούσι Συναξ. γυν. 619. 66) Κάνω μαυλισίες = κάνω έκτροπα: διά να μου φέρνουσιν κρασίν, να κάμω μαυλισίες Σαχλ., Αφήγ. 845. 67) Κάνω μάχη = μάχομαι: γίνωσκε, ο δούκας σοι μηνύει| πως κάμνει μάχην κατά σου και σαφώς σοι δεικνύει Κορων., Μπούας 22. 68) Κάνω μάχη για να ... = προσπαθώ πολύ: για να βρουν βοϊδόνευρον έκαμαν πολλήν μάχη Αιτωλ., Μύθ. 382. 69) Κάνω μάχη = αντιμάχομαι, εναντιώνομαι: πάντα του να σε προσκυνά, να μη σου κάνει μάχη Ερωτόκρ. Ε΄ 1268· αδυνατά εντιστένουμου και μάχην ήκανά του Στάθ. (Martini) Β΄ 212· να μη τους έχει έχθρηταν, μηδέ να κάμν’ αμάχη Παλαμήδ., Βοηβ. 416. 70) Κάνω μερτικά = κόβω κ. σε μερίδες: μερτικά τούς κάνασι κι εμαγειρεύγασί τσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 44114. 71) Κάνω μετάνοια = γονυπετώ: ο γέροντας ήκαμε μετάνοια του αγγέλου και λέγει Αποκ. Θεοτ. II 5. 72) Κάνω μέτρος = ενεργώ με προσοχή, παίρνω μέτρα: εσύ, είντα μέτρος ήκαμες σ’ ετούτα που μου λέγεις; Ερωτόκρ. Α΄ 201. 73) Κάνω μίνα = βάζω φουρνέλο: ήτο πέτρες ριζιμιές και δεν εκάναν μίνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 48020. 74) Κάνω ναβάλα = ναυμαχώ: σαν εκόντεψαν, εκάμασι ναβάλα| κι εχύθηκεν απάνω τους πεζούρα και καβάλα Ιστ. Βλαχ. 187. 75) Κάνω νάτο = ειδοποιώ: ο Σολιμάνος τωνε κάνει νάτο με το χέρι ντου Ερωφ. Ιντ. γ΄ 64. 76) Κάνω νεκρανάσταση = «κάνω θαύμα»· πραγματοποιώ κ. ανέφικτο: Ήρθεν κι ο φίλος και θωρεί το φίλο σ’ άλλα φύλλα| κι εκάμα νεκρανάσταση της Αρετής τα μήλα Ερωτόκρ. Α΄ 2102. 77) Κάνω νερό = προμηθεύομαι νερό, υδρεύομαι: νερό πάει να κάμει| κι εμπαίνασι στο Κέφαλο να ’βρωσι το ποτάμι.| Κι εμπαίνασι τα κάτεργα εκεί για να γεμίσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 33823· Τζάνε, Κρ. πόλ. 3376. 78) Κάνω νίκη = νικώ: Ο Σαν-μπασας ελόγιαζεν τότες πως νίκη κάνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 3471. 79) Κάνω κάπ. ντροπή = προξενώ ντροπή, ντροπιάζω: Όντε γυρέψειν ήθελα να πάρω την τιμή σου| γή σκιάς ελίγην εντροπή να κάμω στο κορμί σου ... Πανώρ. Β΄ 326. 80) Κάνω ομάτζια = τιμώ: αρχάζουν οι άπαντες λίζοι του πριγκιπάτου και κάμνουσιν ομάτζια στον πρίγκιπαν εκείνον Χρον. Μορ. H 7890. 81) Κάνω ομολογία = δίνω μαρτυρία: Περί ανηλίκου αν κάμει ομολογίαν, δεν στέργεται Βακτ. αρχιερ. 135. 82) Κάνω ομόνοια = συμφιλιώνομαι, ομονοώ: εις το καστέλι ο αγάς κι οι άλλοι Τούρκοι εμπήκαν| κι εκάμασι ομόνοια ογιά να πολεμήσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 35013. 83) Κάνω όξω τον νου = αδιαφορώ: φέρνει (ενν. ο πτωχός) τσι μαρτύρους και δε θέλουσίνε να τσι ’ζαμινάρει ο νοδάρος, γιατί έχει φαβόρε και μιλούσινε του νοδάρο και κάνει όξω του νου Κατά ζουράρη 121. 84) Κάνω οπίσω= υποχωρώ: είπασι των αλλωνών οπίσω για να κάμουν,| Νικόλαος κι Αλέξανδρος ομπρός διά να δράμουν Αλεξ. 347. 85) Κάνω ορδινία = δίνω διαταγή: σηκώσου, φρόντισε και κάμε ορδινίαν,| μάζωξε τα φουσσάτα σου από την επαρχίαν Ιστ. Βλαχ. 975. 86) Κάνω ορισμό = ορίζω: ορισμόν έκαμαν ότι παιδί χριστιανού γράμματα να μηδέν μανθάνει Χρον. 307. 87) Κάνω όρκο = ορκίζομαι: όρκον αν έκαμες τινός, να μη τον αθετήσεις Ιστ. Βλαχ. 1430. 88) Κάνω ορμή = ορμώ: Βουλήν επήρασιν ομοιώς το γένος το αλβάνι,| να κάμουν πράξιν και ορμήν να μπουν εις την Λευχάδα Χρον. Τόκκων 58. 89) Κάνω όφελος = ωφελώ: ογιά λόγου σας όφελος ... (θέλετε) κάμει Ερωφ. Ιντ. γ΄ 74. 90) Κάνω παντρειά = παντρεύομαι: παρά να πω ποτέ το ναι και παντρειά να κάμω Ερωτόκρ. Ε΄ 490. 91) Κάνω παραίτηση = παραιτούμαι: ο πατριάρχης ... έκαμεν παραίτησιν Μ. Χρονογρ. 3637. 92) Κάνω παράκληση = παρακαλώ, δέομαι: κάμνοντας παράκλησες έγιν’ ιατρεμένη Θρ. Κύπρ. K 486. 93) Κάνω παρανομίας = παρανομώ: πολλάς αδικίας και παρανομίας έκαμεν Χρον. 307. 94) Κάνω παρατήρημα = κάνω διαπιστώσεις: τέτοια παρατηρήματα μην κάνεις απατή σου Ερωφ. Ε΄ 294. 95) Κάνω Πάσχα = γιορτάζω το Πάσχα: να κατοικήσει μετά σεν ξένος και να κάμει Πάσχα του Κύριου Πεντ. Έξ. XII 48. 96) Κάνω πέτρα την καρδιά = υπομένω, είμαι καρτερικός: να κάμει πέτρα την καρδιά, να μη του δώσει πόνους Διακρούσ. 1035. 97) Κάνω πιλάλα = μετέχω σε ιπποδρομίες: έγινε μέγας φόνος εις τους χριστιανούς ένας από τον άλλον εις το Ιπποδρόμιον ... εις την ημέραν οπού είχαν συνήθειαν οι χριστιανοί και έκαμαν πιλάλα Διήγ. Αγ. Σοφ. 14716. 989) Κάνω πόλεμο = πολεμώ: κάμνουσι πόλεμον φρικτόν αμφότερα τα μέρη Γεωργηλ., Βελ. 319. 99) Κάνω πράξη = ενεργώ: Βουλήν επήρασιν ...| να κάμουν πράξιν και ορμήν να μπουν εις την Λευχάδα Χρον. Τόκκων 58. 100) Κάνω προκοπή = φροντίζω, προσπαθώ: δεν εκάμαν προκοπήν να τρέξουν να τους πιάσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 50711. 101) Κάνω προφητεία = προφητεύω: Μία γυναίκα μάγισσα ...| ... έλεγε πως κάμνει προφητείες Αιτωλ., Μύθ. 802. 102) Κάνω σημάδι = (α) δίνω σήμα, ειδοποιώ: περίσσες σάλπιγγες σημάδιν τούς εκάμαν Αχέλ. 1007· Με την καρδιά της ήκαμεν σημάδι του δεξιώτη Απόκοπ. 417· (β) φέρνω απόδειξη, τεκμήριο: τ’ αμμάτια του τους όρισε κι εβγάλα (παραλ. 3 στίχ.) και πλια άγριος μέσα στη χαρά των έκαμε σημάδι Ερωφ. Ε΄ 155· 103) Κάνω σκόλη = ησυχάζω: τούτος με την ρήγισσα ουδέν εκάμναν σκόλη Τριβ., Ρε 254. 104) Κάνω τον σταυρόν μου = σταυροκοπιέμαι: έτρεξε καταπάνω του και κάνει τον σταυρόν του| και το θηρίον είδεν τον και τρέχει εις αυτόν του Δαρκές, Προσκυν. 89. 105) Κάνω στοίχημα = στοιχηματίζω: τούτο σε κάμνω στοίχημαν Αχιλλ. L 118. 106) Κάνω στράτα = (α) προχωρώ, βαδίζω: Ω πόσην στράταν έκαμα στ’ όρος ή στο λιβάδι Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1]· (β) (Ππροκ. για άστρα) ακολουθώ τροχιά: Ποια στράτα τ’ άστρη κάνουσιν, ποιον κύκλον το φεγγάρι Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 35. 107) Κάνω σύβαση = συμβιβάζομαι, συμφωνώ: Σύβασες να μας κάμουνε, καράβια να μας δώσου Τζάνε, Κρ. πόλ. 3853· 108) Κάνω συμβουλήν = αποφασίζω: παρευθύς επρόσταξε να δράμουν να τους βρούσι,| δεμένους να τους φέρουσι και πλιο να μην αργούσι,| εκείνους οπού εκάμασι την συμβουλήν του φόνου Λίμπον. 443. 109) Κάνω συμβούλιο = συσκέπτομαι, συνεδριάζω: το πού να κρούσουν πρότερα συμβούλιον εκάμα Αχέλ. 298. να κάμουνε συμβούλιο πώς έχουνε να διάξουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 33523. 110) Κάνω συμπεθεριό = συμπεθεριάζω: να βουληθεί με βασιλιό συμπεθεριό να κάμει Ερωτόκρ. Γ΄ 1032. 111) Κάνω συντροφία = συντροφεύω: ήρθανε και άλλοι αφεντάδες από την Ανατολή και του εκάμανε βοήθεια και συντροφίαν Χρον. σουλτ. 4832. 112) Κάνω ταΐνι = ταΐζω: να τον κάμουν και ταΐνι| έν’ αφράτο παξιμάδι| και κρασάκι μίαν κούπα Πτωχολ. B 121. 113) Κάνω (κάπ.) ταίρι (μου) = παντρεύομαι κάπ.: να τη ζητήξ’ ο δουλευτής για να την κάμει ταίρι Ερωτόκρ. Γ΄ 799. 114) Κάνω τάξιν = επιβάλλω την τάξη: του τόπου προς κυβέρνησιν τάξιν να κάμν’ αρχίζει (ενν. ο Σινάν μπασιάς) Παλαμήδ., Βοηβ. 340. 115) Κάνω τελειοσύνη = φτάνω ως τα άκρα: να διω αν σαν την κραυγή της, οπού ήρτεν προς εμέν, έκαμαν τελειοσύνη Πεντ. Γέν. XVIII 21. 116) Κάνω τέλος στην ζωή μου = αυτοκτονώ: μετ’ αυτείνον έκαμε τέλος εις την ζωή της (ενν. η νένα) Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1165]. 117) Κάνω τιμή = (α) τιμώ: πολλήν τιμήν τον κάμνεις Πτωχολ. B 93. (β) λογαριάζω (προκ. για απόσταση): κάμε τιμή της πούντας πλωρήσια γ΄ Πορτολ. A 21322. 118) Το κάνω = συνουσιάζομαι: ύστερα, σαν της το κάμει| και το αίμα της να δράμει,| τότε με τα ψέματά της| δείχνει τον την παρθενιά της Συναξ. γυν. 675· τό επεθύμα η Μαξιμού, γοργόν τής το εποίκα·| κι απήτις της το έκαμα εγώ της Μαξιμούς της κούρβας ..., Διγ. (Trapp) Esc. 1567. 119) Κάνω τόνο = ρυμουλκώ: αν είσαι καταβολάρης, εγνώριζε ότι με την τρεμουντάνα δεν ημπορείς να σηκωθείς, αμή τυχαίνει να κάνεις τόνον έσω εις το ακρωτήρι Πορτολ. A 19513. 120) Κάνω φιλία = (α) γίνομαι φίλος: έκαμεν ένας αετός με αλεπού φιλίαν Αιτωλ., Μύθ. 11· (β) αγαπιέμαι (ερωτικά): αν το θέλεις, λυγερή και κάμομεν φιλίαν Ερωτοπ. 290. 121) Κάνω φοβέρες = φοβερίζω: έκαμε και μεγάλας φοβέρας εις εκείνους οπού να πειράζουν Μ. Χρονογρ. 3711. 122) Κάνω φόνο (πολύ ή περισσόν) = σκοτώνω πολλούς: φόνο πολύ και αμέτρητο εκάμανε Τζάνε, Κρ. πόλ. 3493· να κάμει φόνον περισσόν και αιματοχυσίαν Παλαμήδ., Βοηβ. 49. 123) Κάνω χά(ι)δια = κάνω νάζια, φέρνω δήθεν δυσκολίες: Γιαύτος πως δεν παντρεύεται λέγει και χάιδια κάνει Πανώρ. Γ΄ 259. 124) Κάνω χαρές = χαίρομαι: η χώρα ήκανε χαρές,| άφτε φωτοφανίες Τζάνε, Κρ. πόλ. 3829. 125) Κάνω χάρη = χαρίζομαι σε κάποιον: Λιποψυχά ο Ρωτόκριτος κι εκάμασί ντου χάρη| να ’ν’ πρώτος για τον κύρη ντου να τρέξει το κοντάρι Ερωτόκρ. Β΄ 1369. 126) Κάνω χάρισμα = δωρίζω, χαρίζω: ετάξαμε χαρίσματα να κάμομε μεγάλα Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ΄ 98. 127) Κάνω χειρότερό μου = οδηγώ τον εαυτό μου σε χειρότερη κατάσταση: σ’ όποια μέρη κι α διαβώ, κάνω χειρότερό μου| κι εκεί π’ ολπίζω γιατρικό, πληθαίνω τον καημό μου Πανώρ. Β΄ 1. 128) Κάνω χουγιατά = φωνάζω δυνατά: ν’ αγροικούν τ’ Αγαρηνού τα χουγιατά να κάμνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 27111. 129) Κάνω χρεία (σε κάπ.) = χρειάζομαι: Πεντήκοντά ’χε διαλεκτά κομμάτι’ αρτιλαρία,| γιατί πολλά στον πόλεμον εκάμασί του χρεία Κορων., Μπούας 128· άλογα απήρεν (ενν. ο κιβιτάνος) μετ’ αυτόν, όσα του έκαμναν χρεία,| κι εκείσε ολόρθα εδιάβηκεν στον Άγιον Ζαχαρίαν Χρον. Μορ. H 2257. 130) Κά(μ)νει χρεία ή χρήση = χρειάζεται, είναι ανάγκη, είναι απαραίτητο: Απόψε κάνει χρεία| να δείξομε τη δύναμη κι όλη μας την αντρεία Ερωτόκρ. Α΄ 570· δίδει σου (ενν. ο Κύριος) βοήθειαν, όταν σου κάμνει χρεία Ιστ. Βλαχ. 1635· κάμνει χρήσιν να έχει (ενν. ο Σαμαρείτης) Σαρακηνούς μάρτυρας, διότι άλλη μαρτυρία ουδέν αξιάζει Ασσίζ. 5731-581. 131) Κάνω κ. εις χρήσιν = χρησιμοποιώ, αξιοποιώ: στον τόπον που ’τονε το μάλαμα βαλμένο κι εις χρήσιν δεν το έκαμες Αιτωλ., Μύθ. 5818. 132) Κάνω χρησμούς = χρησμοδοτώ: Υπάρχει μάρμαρον γλυπτόν, λευκόν, ωραιότατο| και έχει πάντας τους χρησμούς ους έκαμεν εκείσε Χρησμ. (Βέης) 341. 133) Κάνω χύσιν = ρέω: ευθύς το αίμαν έβρασεν, κάμνει μεγάλην χύσιν Απολλών. 408. 134) Κάνω ψήφος = λαμβάνω υπόψη: και πλάσιν ψήφος δεν κάμνει η κυρά μου Κυπρ. ερωτ. 10921. 135) Κάνω ψήφους = ψηφίζω: τους υπήγαν μέσα ... και έκαμαν τους ψήφους Ιστ. πατρ. 1745. 136) Κάνω τα λόγια κάπ. ψόματα = αποδεικνύω (κάπ.) ψεύτη: Ο Θεός ας κάμει ψόματα τα λόγια τα δικά μου| και να μην έχουν έφελος τα προμηνύματα μου Πανώρ. Ε΄ 281. 137) Κάνω ψυχικό = ελεώ: εγώ ... κάμνω ψυχικόν εις τον βασιλέαν Ιστ. πατρ. 16716. 138) Κάνω μάκρος = μακρηγορώ: διά να μην κάνω μάκρος ..., διατούτο σιωπώ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 56r. Το ουδ. της μτχ. του ενεστ. σε θέση ουσιαστικού = ενέργειες, πράξεις: πάσα είς τό θέλει ευρεί κατά τα κάμνοντά του Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 334.
       
  • κονεύω,
    Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 44, Βίος Δημ. Μοσχ. 510, Σταυριν. 233, 921, Συναδ., Χρον. 40, 54, Διγ. O 643, 1003, 1176, 1914.
    Από το θ. του τουρκ. p. konmak και την κατάλ. ‑εύω (Βλ. Παπαδ. Α., Αθ. 53, 1949, 195 και ΛΔ 5, 1950, 137) και όχι από το ουσ. κονάκι (Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Β′ 289-90). Η λ. στο Du Cange (λ. κονεύειν) και σήμ.
    Α´ Αμτβ. 1) Διαμένω προσωρινά, καταλύω: ήλθεν ο Μπαριάμ πασιάς ... και εκόνεψεν εις του Καράμπατζη το σπίτι Συναδ., Χρον. 36· εις τον κάμπο της Ρωμανιάς ήλθαν και εκονέψαν (ενν. ο Διγενής και η κόρη) Διγ. O 2032· ήτονε κονεμένος εις τα αφεντικά παλάτια Δωρ. Μον. XXIV. 2) Στρατοπεδεύω: πήγαν και τους εύρηκαν οπού ’σαν κονεμένοι,| χιλιάδες ήσαν δώδεκα Τατάροι διαλεγμένοι Σταυριν. 167· οι απελάτες οι δεινοί που είναι κονεμένοι Διγ. O 1444. Β´ (Μτβ.) εγκαθιστώ για να φιλοξενήσω: εκεί κι εκόνεψάν μας,| καλά μας δεξιώθηκαν εκεί κι εφίλευσάν μας Αρσ., Κόπ. διατρ. [44]· Εκόνευσεν τον ταχριρκήν εις του Μπακκή Οσμάνη Άσμα διερμ. 225.
       
  • κυβερνώ,
    Hist. imp. II 44 Πόλ. Τρωάδ. 166, 612, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 40, 70, Περί ξεν. V 439, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2287, Αχιλλ. L 128, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 24, Γεωργηλ., Θαν. 390, Αλεξ. 2173, Σοφιαν., Παιδαγ. 269 δις, Τριβ., Ρε 204, Πεντ. Γέν. XLI 40, XLV 11, XLVII 12, XLVIII 15, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 64, Ιστ. πατρ. 853, Πανώρ. Δ΄ 292, Ερωφ. Γ΄ 54, Παλαμήδ., Βοηβ. 337, Ιστ. Βλαχ. 27, 92, 509, 1466, 1489, 1511, Σουμμ., Ρεμπελ. 159, 160 δις, 183, Ιερόθ. Αββ. 334, Βελλερ., Επιστ. 62, Βακτ. αρχιερ. 152, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [1275], Χορ. α΄ [17], Β΄ [1036], Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 23, Ιντ. α΄ 37, 71, Ζήν. Α΄ 335, 340, 351, Γ΄ 36, Ροδινός (Βαλ.) 93, Διακρούσ. 1021, Τζάνε, Κρ. πόλ. 29416, 39113, 58530· μτχ. παρκ. κυβερνισμένος, Αλεξ. 1039, Ροδολ. Ε΄ [11], Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [1496],
    Το αρχ. κυβερνάω. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) (Με αντικ. τη λ. πλοίο, κλπ.) πηδαλιουχώ, κυβερνώ: Πουλολ. (Τσαβαρή) 540. 2) α) Διοικώ, διακυβερνώ, εξουσιάζω: Αχιλλ. N 683, Ιστ. Βλαχ. 4, Χρον. σουλτ. 5513, Χρον. Μορ. H 7777, Έκθ. χρον. 753, Ζήν. Β΄ 354· β) ορίζω, διευθύνω: κυβερνά (ενν. ο Θεός) και κινεί πάσαν φύσιν Ιστ. πατρ. 8616· κυβερνά η γι-αγάπη σας με σπλάγχνος τα κορμιά σας Ροδολ. Β΄ [116]· ποιος να ’ναι απού τα κυβερνά (ενν. τ’ άστρη και το φεγγάρι) κι έχουν την τόσην χάρην; Χούμνου, Κοσμογ. 602· ας είν’ η παίδευσις κατά την δύναμίν μας| διά να κυβερνήσομεν την πρόσκαιρον ζωήν μας Ιστ. Βλαχ. 2620· γ) χειρίζομαι· τακτοποιώ: κυβερνούσι τα πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα Βακτ. αρχιερ. 209· Κυβέρνησε τα πράγματα, μη αποκαραδοκήσεις Γλυκά, Στ. 328· είσαι άξιος τιμής και γνώσεως τελείας| και κυβερνάς με φρόνησιν πολλάς υπηρεσίας Ιστ. Βλαχ. 20· δ) πετυχαίνω, κατορθώνω: αφέντη μου, κάμε να κυβερνήσεις| όλον σου το παλάτιον να το ξεπροβοδήσεις| μέσα εις τον παράδεισον Ιστ. Βλαχ. 2043· ε) κατευθύνω με γνώση: να ’δες μικρού φιλήματα, μικρού ’πιδεξιοσύνες,| πώς κολακεύει το φιλίν, πώς κυβερνά τον πόθον Ερωτοπ. 180· Ϛ) βοηθώ, περιποιούμαι: όλα τα λίμπρα μου ήπιασα να τα φυλλολοήσω,| τον πόνο τση κερα Μηλιάς να δω να κυβερνήσω Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 209. 3) Οδηγώ, καθοδηγώ: Τώρα λοιπόν τα μάτια μου, πιστότατοι οδηγοί μου,| τα κλειώ κι εσύ κυβέρνα με, σαν θέλεις, αδελφή μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [840]· Με χείρα ψυχοπόνεσης σήκωσε (ενν. συ, παρθένε Μαρία) τους πεσμένους (παραλ. 1 στ.). Εις την οδόν της αλήθειας κυβέρνα, πάγαινέ τους Σκλέντζα, Ποιήμ. 727. 4) α) Μεταχειρίζομαι κάπ., αντιμετωπίζω κάπ., συμπεριφέρομαι: εκεί διαμοιράζει τους (ενν. ο Χάρος), καθέναν εις την τάξιν| καθώς τα έργα έπραττεν, ούτως τον κνβερνούσιν (ενν. οι δαίμονες) Περί ξεν. A 486· εκυβέρνα (ενν. ο κυρ Δανιήλ) τους χρεώστας με πολλήν σοφίαν και πολλήν γνώσιν Συναδ., Χρον. 41· β) συντρέχω: πολλές βολές εις το τουμπρούκι και εις την άλυσο εσέβην διά την χώραν και διά τους επτωχούς. Και πολλά τους εκυβέρναν Συναδ., Χρον. 50· πολλά εκόπιασε Πέρδικας για τ’ εμένα| και πάντα στην ανάγκη μου αυτείνος μ’ εκυβέρνα Αλεξ. 2864· αν ελθεί εις την θύραν σου πτωχός διά να ζητήσει,| αν έχεις …, δώσ’ του, κυβέρνησέ τον Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2390· γ) φροντίζω, περιποιούμαι: εάν κυβερνηθώσιν (ενν. τα δένδρα) ως πρέπει, γίνονται εύμορφα και καρπερά Σοφιαν., Παιδαγ. 266. 5) (Με αντικ. τη λ. παιδιά) ανατρέφω, (δια)παιδαγωγώ: αι μητέρες αυταί ίδια να τα γαλακτοθρέψουν (ενν. τα παιδία) και να τα κυβερνήσουν Σοφιαν., Παιδαγ. 267· ουδέν λέγεις το πώς να κυβερνούνται τα παιδία των πτωχών ανθρώπων Σοφιαν., Παιδαγ. 279. 6) Κατασκευάζω· φιλοτεχνώ: Όταν το εκυβέρνησεν (ενν. το λουτρόν) και εξετέλεψέν το,| το καμίνιν εκαίγασιν με τους ξυλαλάδες Αχιλλ. L 522. Φρ. 1) Κυβερνώ τον καιρόν = παρακολουθώ, προσέχω την κατάσταση: εκυβερνούσαν τον καιρόν να μη συνέβει μάχη Ιστ. Βλαχ. 1181. 2) Η χέρα(μου) κυβερνά το σκήπτρο = είμαι άρχοντας, βασιλεύω, εξουσιάζω: Ετούτη η| χέρα …| το σκήπτρο … ας κυβερνά και το σπαθί ας βασταίνει Ζήν. Γ́ 22. Β´ Αμτβ. 1) Οδηγώ πλοίο, πηδαλιουχώ: ο ναύτης στη χιονιά και στην πολλήν αντάρα| … κυβερνά με φόβο και τρομάρα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 556· (μεταφ.): εγώ που στέκω ανάμεσα στην ταραχή την τόση,| η χέρα μου να κυβερνά δεν δύνεται να σώσει Ζήν. Α΄ 332. 2) Διοικώ, εξουσιάζω: Τούτη (ενν. η Αρετή) εις όσα ’πιθυμά πάντα τον ανεβάζει (ενν. τον άνθρωπο),| να κυβερνά τον οδηγά και να εξονσιάζει Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 36· κριτής που κυβερνά με την δικαιοσύνην Λίμπον. 258· καλά κυβέρνησε να ’χεις την αφεντιάν Ιστ. Βλαχ. 1517. 3) Διευθύνω, καθοδηγώ, εποπτεύω: ο Κορνάρος σαν καλός στρατιώτης εκυβέρνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 4949· ο Μορεζίνης όριζεν, Κορνάρος εκυβέρνα| και με τες συμβουλές τωνε το Κάστρο όλοι επαίρνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 50917. 4) Πετυχαίνω, καταφέρνω: έπαρε παράδειγμα από τους πρότερούς σου,| εκείνους οπ’ εκάθουνταν κάποτε στο θρονί σου,| πώς δεν εκυβερνήσασι να έχουν την ειρήνην και έξω τους εδίωξαν Ιστ. Βλαχ. 1507. ΙI. Μέσ. 1) α) Ορίζω τον εαυτό μου, τη ζωή μου: Απής ετούτος ο φθαρτός επλάστηκεν ο κόσμος,| να κυβερνάται (ενν. ο άνθρωπος) μ’ αρετές του δόθηκε κι ο νόμος Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην.Το τεμόνι ήτον η φρονιμάδα με το οποίον εκυβερνάτον (ενν. η Παρθένος Μαρία) Ροδινός (Βαλ.) 125· όποιος μετά τση (ενν. της αρετής) στέκεται φρόνιμα κυβερνάται Ροδολ. Α΄ [390]· β) φροντίζομαι, τακτοποιούμαι: να υπάς, κυρά, εις το σπίτι σου και ημείς ν’ ακολουθούμεν· κι εμείς τότε εις τα σπίτια μας διά να κυβερνηθούμεν| και αύριον … εις το σπίτιν σου πάλιν να μαζωθούμεν Σαχλ., Αφήγ. 770· γ) αντεπεξέρχομαι στις ανάγκες της ζωής, «τα φέρνω βόλτα», συντηρούμαι: εχήρευσεν ο άθλιος νέος ως λ΄ χρονών. Κρίμα εις αυτόν και πώς να κυβερνηθεί Συναδ., Χρον. 68· δύο χέρια το κορμί έχει και κυβερνάται,| οπού δουλεύουν μπιστικά, μ’ εκείνα και τιμάται Τζάνε, Κατάν. Αφ. 21· σύρτε και πουλήσετέ με (παραλ. 4 στ.) να κυβερνηθείτε τούτον| τον δυστυχισμένον χρόνον Πτωχολ. B 29. 2) Συμπεριφέρομαι: ιστορικώς τα γράφομεν …| το πώς επολιτεύθηκε πασάνας στο σκαμνί του| και πώς εκυβερνήθηκε εν όλῃ τῃ ζωῄ του Ιστ. Βλαχ. 84· όλα τα κάνεις σαν Αρχή κι ως Πλάστης κυβερνάσαι Τζάνε, Κρ. πόλ. 37024. 3) Υπερέχω, διαπρέπω: Στην πλήσιαν του ταπείνωσιν, στην ευγενειά τιμάται| και στην σοφίαν την πολλήν οπού ’χει κυβερνάται Τζάνε, Κατάν. Αφ. 56. 4) Χειρίζομαι μια κατάσταση, «παίρνω τα μέτρα μου», αντιμετωπίζω μια δυσκολία: Μ’ απήτις το φουσσάτον του κοιτάζει πως νικάται,| εμέτρησεν τον λογισμόν τότες και κυβερνάται Τζάνε, Κρ. πόλ. 5048· εις τούτον τον τρόπον κυβερνούνται διά κάθε κουρσάρον και επίλοιπον εχθρόν Σουμμ., Ρεμπελ. 159· διά να ηξεύρουν να κυβερνηθούν εκείνοι οπού έχουν το βάρος του πολέμου Σουμμ., Ρεμπελ. 161· εσυμβουλευτήκανε … εναντίον των αρχόντων με τι τρόπον έχουν να κυβερνηθούν διά να εύρουν αιτία διά να ρίξουν όλα τα κατάβαρα εις του λόγου τους Σουμμ., Ρεμπελ. 169· έναι (ενν. ο Καντακουζηνός) άρχων γνωστικός κ’ οίδεν να κυβερνάται Αιτωλ., Βοηβ. 113· οι φρόνιμοι τα άσπρα δεν λυπούνται,| διά την σωτηρία τους ξέρουν και κυβερνούνται Αιτωλ., Μύθ. 3212. 5) Απασχολούμαι: Δοσμένον έναι καθανός αθρώπου απὄχει γνώση,| απήτις φτάξει σε καιρό παιδιά και φανερώσει (παραλ. 1 στ.) … με καινούργιους λογισμούς και έγνοιες να κυβερνάται Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 4. 6) Επιτυγχάνομαι: του κακού την αφορμή βρίσκω από πού κινάται,| και το ρεμέντιο ντου ζιμιό πώς θε να κυβερνάται Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 166. 7) Ετοιμάζομαι για πόλεμο, οπλίζομαι: το παιδίν επέρασεν άυπνον όλην νύκτα,| όλους ορδινίαζεν διά να κυβερνηθούσι Αχιλλ. L 222.
       
  • ντιβάνι
    το, Στ. Βοεβ. 9, 13, Ιστ. Βλαχ. 1171, 1253, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 330, 378, 384, 431· διβάνι, Ιστ. πατρ. 11412, 15613, 1705, 15, 22, 17715, 17921· τιβάνι, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 15· τιβάνιν, Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 226, 696.
    Το τουρκ. divan. Ο τ. διβάνι στο Du Cange (λ. διβάνη), στον Κατσαΐτ., Κλ. Α΄ 121 και στα τέλη του 18. αι. (Μπουμπ., Αθ. 76, 1976/77, 225). Ο τ. τιβάνιν σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 880, Παπαδ. Θ., Δημ. κυπρ. άσμ. Β. 9266, 1046 και, με διαφορετική σημασ., Φαρμακ., Γλωσσάρ. 40). Η λ. στο Somav., σε έγγρ. του 17. αι. (Έγγρ. Σύρου Α΄ 259) και σήμ. ως ιστορικός όρος, καθώς και κοιν. με τη σημασ. «καναπές, κρεβάτι».
    1) α) Το συμβούλιο ανώτατων αξιωματούχων του οθωμανικού κράτους: έκαμε μεγάλο ντιβάνι ο σουλτάν Μπαγιαζίτης και εμάζωζε όλους τους πασάδες Χρον. σουλτ. 13826· Ήτον λοιπόν ανάμεσα σπαήδων και γιανιτσάρων και των λοιπών του ντιβανίου θόρυβος και ταρα­χή περί του ποίος από τους τρεις να λάβει την βασιλείαν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 328· β) (γενικ.) κυβερνητικό συμβούλιο: να κάμει (ενν. ο Γαβριήλ) άρχους τοπικούς από της επαρχίας,| πάντοτε να ευρίσκονται άρχοντες στο ντιβάνι Ιστ. Βλαχ. 1247· έρχονταν εις την Βλαχιάν ωσάν μαντατοφόροι (παραλ. 14 στ.). Και τις μπορεί να διηγηθεί ...| τόσες χαρές οπὄγιναν τότες εις το ντιβάνι; Σταυριν. 556. 2) α) Αίθουσα συνεδριάσεων της σουλτανικής κυβέρνησης: Ο γουν βασιλεύς ... εσηκώθη λυπημένος από το ντιβάνι κι εσέβη εις την κάμεράν του Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 344· β) (ειδικ. για τα κατά τοπους τουρκικά κυβερνεία): αντίς καμπάνες, χουγιατά κι αντίς ναούς, ντιβάνια Τζάνε, Κρ. πόλ. 57115· γ) (προκ. για το Πραιτώριο): αυτού πλησίον είναι και το πραιτώριον, ήγουν το ντιβάνι, οπού έκρινε τον Χριστόν ο Πιλάτος Προσκυν. Κουτλ. 390 13920· 3) Συνεδρίαση του συμβουλίου: μετ’ ολίγον έγινε ντιβάνι να ψηφίσουσι στρατηγόν, προεστόν του φουσσάτου, να υπάγει εις την Ανατολήν κατά του Αχμάτ Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 349· φρ. καθίζω εις το διβάνι = συγκαλώ κυβερνητικό συμβούλιο (πβ. ά. καθίζω Β΄ 1β, 2): επί την αύριον δε εκάθισεν ο πασιάς εις το διβάνι και υπήγαν και οι δύο πατριάρχαι και όλος ο λαός Ιστ. πατρ. 15621.
       
  • παμμακάριστος,
    επίθ., Ιστ. πολιτ. 2819, Ιστ. πατρ. 825, 7, 11, 15, 18, Αρσ., Κόπ. διατρ. [1093], [1168], [1464], [1494].
    Το μτγν. επίθ. παμμακάριστος (L‑S Suppl.).
    Που μακαρίζεται από όλους α) (προκ. για το Θεό): Θεός ο παμμακάριστος να είναι πάντα μ’ αύτην (ενν. τη βασίλισσα Ειρήνη)! Αρσ., Κόπ. διατρ. [977]· β) (προκ. για νεκρό): Δέξου και λάβε. αδέλφι μας, θρήνους των αδελφών σου.| Άσπιλε, παμμακάριστε, δέξου πηγάς δακρύων Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 119. Το αρσ. ως ουσ. = ο Θεός: ο παμμακάριστος να τον πολυχρονίσει (ενν. τον άρχοντα Μιχαήλ Καντακουζηνόν) Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 63. Το θηλ. ως ουσ. = η Παναγία: έμπροσθεν της θεομητορικής εικόνος της παμμακαρίστου Ιστ. πατρ. 1988.
       
  • πασάς
    ο, Byz. Kleinchron. Ά́ 4089, 52318, Αχέλ. 1587, 1974, 1980, 2286, Χρον. σουλτ. 285, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 373, Λεηλ. Παροικ. 63, 79, 97, 120, 124, 151, 158 κ.α., Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1542, 16321, 16419, 1656, 16823, 1749, 1755 κ.π.α.· μπασάς, Byz. Kleinchron. Ά́ 44226, Αχέλ. 79, 296, 760, 1166, 2357, Καβαλίστας 85, 87, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 296· μπάσιας, Byz. Kleinchron. Ά́ 4117· μπασίας, Byz. Kleinchron. Ά́ 26088, 51410, Έκθ. χρον. 271, 28, 3426, 3916, 407, 496, 17, Παλαμήδ., Βοηβ. 268, Ψευδο-Σφρ. 20231, 22223‑24· μπασιάς, Χρον. Τόκκων 3078, 3186, 3311, Σφρ., Χρον. (Maisano) 8416, 24, 28, Byz. Kleinchron. Ά́ 29426, Έκθ. χρον. 492, 5413, 15 δις, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 323v, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 17, Στ. Βοεβ. 9, 55, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά́ 3825 κριτ. υπ., Παλαμήδ., Βοηβ. 111, 121, 146, 152, Ψευδο-Σφρ. 3821, 18· πασίας, Ορισμ. Σιναν­πασίας (Rigo) 621, Δούκ. 16512, 28326, 29321, 30113, 3077, 31121, 3777, Σφρ., Χρον. (Maisano) 8416, 24, 28 κριτ. υπ., Βουστρ. (Κεχ.) 13219, 1343, Byz. Kleinchron. Ά́ 27734, 40017, Έκθ. χρον. 97, 1711, 2418, Αιτωλ., Βοηβ. 101, Hagia Sophia ω 5105 κριτ. υπ., Σταυριν. 199, Ψευδο-Σφρ. 32039, 40828, 4361· πασιάς, Σφρ., Χρον. (Maisano) 6614, Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 17, Κώδ. Χρονογρ. 5125 δις, 26 τρις, Ιστ. πολιτ. 386, 528, 676‑7, Ιστ. πατρ. 973, 16115, 16221, Μ. Χρονογρ. 361, Δωρ. Μον. (Βαλ.) 46, Σταυριν. 75, 403, Ιστ. Βλαχ. 663, 753, 906, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 26r, 30v, 33r, 52r, 71r, Διακρούσ. 7713, 9126· παχίας, Βουστρ. (Κεχ.) 13218· παχιάς, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 240, 263, 391, 793, Κυπρ. χφ. 144, Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 111, 685, 738, 744, 759, 795.
    [Από το τουρκ. paşa. Ο τ. μπασάς στο Somav., λ. πασάς και bαšάs στο καππαδοκικό ιδίωμα (Dawk., Modern Gr. 638). Ο τ. μπασίας στο Meursius (βλ. και Du Cange) και ο τ. μπασιάς στο Somav., λ. πασάς και σε κείμ. του 18. αι. (Στεφανόπ., Βιβλ. Στεφανοπ. 17)· πβ. και Μπασιάς σήμ. ως παρων. στη Θράκη (Τριαντ., Οικογ. ονόμ. 63). Για τους τ. μπασ‑ πβ. και παλαιότ. τουρκ. başa (Redhouse, EI, λ. pasha). Ο τ. πασίας σε έγγρ. του 14. αι. (Act. Esph. 295) και στο Meursius, λ. μπασίας (βλ. και Du Cange, λ. μπασίας). Ο τ. πασιάς στο Somav., It.-gr., λ. passa, σε έγγρ. του 17. (Οικονομ., Σύμμ. 3, 1979, 245), του 17.-18. (Αθανάσιος εξ Αγράφων 132) και κείμ. του 18. αι. (Γριτσόπουλος, Αθ. 71, <1969-70> 1970, 117) και σήμ. ως επών. (Βαγιακ., Βίος επων. 127). Πληθ. πασιάδες το 15. αι. (Rödel, Chalkok.-Kritob. 3), σε κείμ. του 18. αι. [Διήγ. Αγ. Σοφ. (Μουζ.) 17] και σε ελληνοεβραϊκά τραγούδια των Ιωαννίνων (Schwartz-Athanassakis, MGSY 3, 1987, 228). Ο τ. παχιάς σε χρον. σημείωμα των αρχών του 19. αι. (Δετοράκης, Κρητολ. 5, 1977, 127). Για τους τ. παχίας και παχιάς βλ. Χατζ., Ξέν. στοιχ. 24, 145-6, Βαγιακ., Αθ. 59, 1955, 58, ΛΔ 12, 1972, 6· πβ. και Παπαδόπουλλος [Θρ. Κύπρ. σ. 72]. Η λ. το 13. αι. (Mor., Byzantinot. 246), στο Du Cange, λ. μπασίας, σε έγγρ. του 15. (Lefort, Documents 77) και 18. αι. (Τουρτόγλου, ΕΚΕΙΕΔ 15, <1968> 1972, 35) και σήμ.]
    1) Τιμητικός τίτλος ανώτατων αξιωματούχων της επαρχιακής διοίκησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τον οποίο έφεραν κατά τη διάρκεια της ιστορικής εξέλιξης του οθωμανικού διοικητικού συστήματος κάτοχοι διάφορων αξιωμάτων, όπως α) μπεϊλερμπέηδες και, αργότερα, άλλοι τοπικοί διοικητές (EI, λ. pasha): έπεσε δε και ο Καρατζιά πασίας μπεγλέρμπεης ων της Ανατολής, και εγένετο αφανισμός μέγας Έκθ. χρον. 916· εξελθών ο μπεγλερμπεής ονόματι Καραγκιόζ μπασίας αντιμαχήσασθαι αυτόν (ενν. το Σαχ Κουλή) ουκ ίσχυσεν Έκθ. χρον. 4819· Είναι δε εκεί (ενν. εν Ραϊθώ) … και κάστρον με αγάν, και φύλακας, εξουσιαζόμενοι υπό του μπασά του Μισιρίου Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 174· Κατάστασιν εποίησαν να δίδουν το χαράτσι| και τα κανίσχια του μπασιά, και να κρατούν την Άρταν Χρον. Τόκκων 3087· β) τοποτηρητές απεσταλμένοι του σουλτάνου: επολέμησεν ο σουλτάν Μουράτης το Ρεβάνι και το επήρεν ... και έβαλεν ανθρώπους με πασιάν και το εφύλαγεν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 45v· ήλθεν ο Κενάν πασιάς εις τας Σέρρας, επίτροπος του σουλτάν Μουράτη εις όλην την δύσιν να περιπατήσει ... Και έτσι εκάθισεν ο πασιάς αυτός ημέρες κ́ και ήρχονταν από τα όλα χωρία και από τα κάστρη και εύρισκαν μεγάλην δικαιοσύνη Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 32v. 2) Τιμητικός τίτλος ανώτατων αξιωματούχων της κεντρικής διοίκησης, τον οποίο έφεραν οι βεζίρηδες (βλ. ά. και EI, λ. pasha): είχε (ενν. ο σουλτάν Μεχεμέτης) βεζίρηδες τον τε Χαλή πασιά και Πρέι πασιά άνδρας φρονιμοτάτους και εις ουδένα πράγμα τους ήκουε ... και ελυπούντο πολλά αυτοί οι πασιάδες Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 25· οι δύο μπασάδες και οι δύο δεφτερέγγηδες και ο κατηλισκάρης αυτοί εισίν πάντοτες με την Πόρταν (έκδ. μπ‑), όθεν υπάγει ο αμιράς, απαραιτήτως Τάξ. Πόρτ. 29· (εδώ για τον πρώτο βεζίρη, τον πρωθυπουργό του σουλτάνου): απελογησάμην ουν τῳ τότε πρώτῳ βιζίρη και άρχοντι, τῳ Μπραΐμ Πασιᾴ Σφρ., Χρον. (Maisano) 6614· (εδώ για τους βεζίρηδες του ανώτατου κυβερνητικού συμβουλίου, το οποίο είχε και δικαστικές αρμοδιότητες): Ο Τούρκος, σαν εκάθετον στην Πόλιν στο σκαμνίν του,| της Κύπρου ενθυμήθηκεν κι είπεν πως έν’ δική του.| Έκραξεν τους παχιάδες του, κονσέλιον να ποίσει Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.)εφανίσθη (ενν. ο Πατριάρχης) εις το διβάνι, και ... οι πασιάδες εδικαίωσαν αυτόν Ιστ. πατρ. 17018· έκφρ. μπασάδες του ντιβανίου = τα μέλη του κυβερνητικού συμβουλίου (βλ. και ά. ντιβάνι): Εγροικήθη δε το πράγμα εις τους γιανιτσάρους από τους τέσσαρας μπασάδες του ντιβανίου, και ευθύς άρχισαν μεγαλοφώνως να λέγουν, δεν θέλομεν άλλον βασιλέα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 330. 3) Τίτλος που έφεραν οι επικεφαλής εκστρατειών α) στρατηγοί: ήτον ο τόπος λασπερός, οπού έκαμνεν χρεία| να τον περάσει ο μπασιάς μ’ όλην του την στρατεία Παλαμήδ., Βοηβ. 266· Στείλας (ενν. ο αυθέντης) τον Σουλεϊμέν μπασία μετά τρεις χιλιάδες γενιτσάρων … απέδρασεν εις τα εσώτερα μέρη της ηγεμονίας αυτού Έκθ. χρον. 837· β) ναύαρχοι: ͵ζογ́ έστειλεν ο αυτός αυθέντης τον Πιαλή πασιά με την αρμάδα εις την Μάλταν και εγύρισαν εκείθεν άπρακτοι και τσακισμένοι Byz. Kleinchron. Ά́ 40548· Εις δε την αρμάδαν ην καπετάνος ο Μουσταφά μπασίας, ος γέγονεν ύστερον και βεζίρης και ετελεύτησεν Έκθ. χρον. 4226· έκφρ. πασάς της θάλασσας = αρχηγός του στόλου: ο βασιλιός εμήνυσε του Χοσαΐν να δράμει,| κι ογιά πασά της θάλασσας θέλει να τονε κάμει| απάνω στην αρμάδα του Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 40217. 4) Κατ’ επέκταση τίτλος που έφεραν γενικότερα άρχοντες, ανώτεροι αξιωματούχοι (EI, λ. pasha, ο τιμητικός τίτλος συχνά στη θέση του αξιώματος): ήταν αυτός ο βεζίρης (ενν. ο Μουσταφά πασιάς) εις τα πάντα όλα της βασιλείας κύριος ... και κάν τε αγάδες, κάν τε πασιάδες, όλοι εις αυτόν έτρεχαν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 74r· ηξιώθη τιμής μεγάλης εις τα βασίλεια (ενν. ο Πυριπασίας) κι έγινε και πασίας, οπού είναι τάξις πασάς να μη γίνεται, μόνον από τους σκλάβους Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 373· (συνεκδ.) προκ. για αξιωματούχους της αρχαιότητας ή της βυζαντινής αυτοκρατορίας: Ο δε βασιλεύς (ενν. της Λυδίας, ο Κροίσος) ως είδε τον Αίσωπον, επικράνθη πολλά και λέγει προς τους μεγιστάνους αυτού, ήγουν τους πασιάδες του· «Ίδετε ποταπόν ανθρωπάριν …» Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά́ 3825· Έκαμε δε και τες έξοδες ο Στρατήγιος, ο χασνατάρπασης αυτού, ο οποίος ήτον πασάς και αδελφοποιτός του βασιλέως (ενν. του Ιουστινιανού) Hagia Sophia ω 51722· Έγινε δε ανάμεσον αυτών (ενν. των χριστιανών) φιλονικία από έναν πατρίκιον, ήγουν πασά και από έναν υπάτιον, ήγουν γιανιτσάραγαν Hagia Sophia ω 5105.
       
  • περισσότερος,
    επίθ., Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 378, Δούκ. 35920, Πένθ. θαν.2 258 κριτ. υπ., Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 433, Κυπρ. ερωτ. 14121, Τσιρίγ., Επιστ. 1686, Ιστ. Βλαχ. 10, 225, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2  Πράξ. ιέ 28, Παύλ. προς Εβρ. γ́ 3, Σουμμ., Ρεμπελ. 188, Διγ. Άνδρ. 3926‑7, Μπερτόλδος 30, 70, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 34r· περσότερος, Χρον. Μορ. H 1647, Πένθ. θαν.2 258, Πεντ. Γέν. XXX 36, Έξ. X 5, Λευιτ. III 10, 15, IV 9, VIII 25, XXVII 18, Αρ. III 49, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1428, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 404· γεν πληθ. επερισσοτέρων, Ασσίζ. 1765‑6· θηλ., περσότερα, Πεντ. Γέν. XLIX 3.
    Το αρχ. επίθ. περισσότερος (συγκρ. του επίθ. περισσός, L‑S, λ. περισσός, TLG)· για τη χρ. ως συγκρ. του επιθ. πολύς βλ. Jannaris, Hist. Gramm. 505. Ο τ. σε έγγρ. του 17. αι. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 356), στο Du Cange (περσότερο, λ. περισσός), σε κείμ. του 18. αι. [Ρουσμ.-Σαβ. (Πρωτοπ.-Μπουμπ., Θέατρ. Ζακ.) 82] και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.). Η λ. και σήμ.
    1) α) Πιο πολύς: Εάν γένηται ότι καμμίαν δυσκεψίαν ή κανείς ζητά απού τινάν πράγμαν ή έτερον τίποτες και γίνεται ότι οι δύο εν τῳ άμα βάλλονται εις την εξουσίαν β́ ονοματών ή επερισσοτέρων, και έρχεται εις την αυλήν και ζητούν είδησιν, το δίκαιον κρινίσκει ότι η αυλή ένι κρατημένη να τους δώσει είδησιν Ασσίζ. 1765‑6· την ρόγαν οπού σας χρωστώ, διπλήν να σας την δώσω| και άλλα περισσότερα, ει τι σας κάμνει χρεία| να έχετε χαρίσματα με την ευχαριστία Ιστ. Βλαχ. 991· β) μεγαλύτερος, περισσότερος, υπερβολικός: λοιπόν δι’ ολίγον διάφορον τιμήν άνθρωπος χάνει,| περισσοτέρα δ’ αγνωσιά δεν έγιν’ ουδ’ εφάνη Κορων., Μπούας 126· έχει μεγίστην κάλλην| και ανδρείαν περισσοτέραν| και τόλμην υπέρ άπασαν και γνώμην θηριώδην Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1334· (σε σύγκριση με την πρόθ. παρά): Στον τόπον που εγεννήθηκε χρεωστεί περισσοτέρα| αγάπη να ’χει άνθρωπος παρά προς τον πατέρα Λίμπον. 49. 2) α) Σημαντικότερος, σπουδαιότερος, ανώτερος· (σε σύγκριση με γεν. ή με επόμ. τις προθ. από, περί, παρά και αιτιατ. ή αναφορ. πρόταση): ίσια να είσαι εις τιμήν και περισσότερός του,| οποίου δεν εφάνηκε άλλος καλλίτερός του Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 19· ήτον περισσότερος από τους φιλοσόφους άνδρας οπού ήσαν τῳ καιρῴ εκείνῳ Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 30· όποιος αναδεχθή παιδίον από το άγιον βάπτισμα ... έναι περισσότερος εις αυτό το παιδίον περί τον πατέρα, οπού το εγέννησεν Μαλαξός, Νομοκ. 301· τούτος (ενν. ο Κομνηνός) ελέγετον σεβαστοκράτωρ, περισσότερος ήτον παρά τον Καίσαρα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 321r· είναι (ενν. ο Μερκούριος) περισσότερος παρά τον Αχιλλέα Κορων., Μπούας 101· Να επαινέσω άρχισα τον άρχοντα τον μέγαν| διατ’ είναι περισσότερος παρά ’που τον ελέγαν Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ.β) ξεχωριστός, θαυμαστός, λαμπρός: Και τότες ουν διά περισσότερον θαύμα του Θεού εφανερώθη εις όλο το γένος του Ιησού Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ.196r. 3) Που απομένει, υπολείπεται, υπόλοιπος: ο ανήρ  ... ο κανακεμένος πολλά να κακύνει το μάτι του ... εις τη γυναίκα του κόρφου του και εις τα περσότερα τα παιδιά του ος να περσέψει Πεντ. Δευτ. XXVIII 54· και ήτον το έπαρμα το περσότερο του κούρσου ... ποίμνιο εξακόσιες χιλιάδες Πεντ. Αρ. XXXI 32. Το αρσ. ως ουσ. στον πληθ. = πάρα πολλοί: όλ’ εκοιμούντανε και ήταν βυθισμένοι| μα τώρα περισσότεροι ’βρίσκονταιν ξυπνημένοι Διγ. O 1770. Το ουδ. ως ουσ. 1) Το πιο πολύ, το περισσότερο: Αλλά ο λόγος σας ας είναι: το ναι, ναι· και το ου, ου. Το περισσότερον από τούτα είναι του πονηρού Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. έ 37. 2) α) (Εδώ με θετ. σημασ.) το καλύτερο: παρακαλώ σε, αγάπη μου, μην λυπηθείς τίποτες, εύχου με δε το περισσότερον Διγ. Άνδρ. 33324· β) (εδώ με αρνητ. σημασ.) το χειρότερο: Η νένα τση να τη θωρεί εδέτσι αποδομένη| φοβώντας τα περσότερα, το διάταμα σωπαίνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́  532. 3) Το κυριότερο, το σημαντικότερο:  ... και, το περισσότερον, διά να τον βγάλει από την ειδωλολατρίαν οπού ’τονε πεσμένος, πέμπει (ενν. ο Θεός) τον Ησαῒαν τον προφήτην Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 437298· (εδώ σε σύγκριση): και ενίκησαν κάστρη πολλά και πόλεις επήρασιν, αμή, το περισσότερον από όλα και χρησιμότερον, τους ενουθέτα να έχουσι τον φόβον του Θεού Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16232. 4) α) Αυτό που περισσεύει, που πλεονάζει, το περίσευμα: και η πήχη από εδώ εις το περσότερο εις το μάκρος των βηλαριών της τέντας να είναι κρεμασμένο ιπί πλάγια του μπισκάνι Πεντ. Έξ. XXVI 13· β) αυτό που απομένει, το υπόλοιπο: να λογαριάσει τα χρόνια του πούλημά του και να στρέψει το περσότερο του ανήρ ος επούλησεν αυτουνού Πεντ. Λευτ. XXV 27. Εκφρ. το περσότερο του σκωτιού, το περσότερο ιπί το σκώτι = ο λοβός του συκωτιού (πβ. ΠΔ Έξ. XXIX 22· λοβόν του ήπατος, ΠΔ Λευτ. III 4 λοβόν τον επί του ήπατος): Και να πάρεις ... το ξύγγι οπού σκεπάζει την κοιλιά και το περσότερο του σκωτιού και τα δυο νεφρά Πεντ. Έξ. XXIX 22· και το ξύγγι ος απάνου τους ος ιπί τα νεβουλιά, και το περσότερο ιπί το σκώτι ιπί τα νεφριά να την εβγάλει Πεντ. Λευτ. III 4. Το ουδ. έναρθ. ως επίρρ. α) πολύ περισσότερο· (με προηγουμ. το επίρρ. μάλλον): ο δε Αλέξανδρος ποσώς δεν εθυμώθη| μάλλον το περισσότερον εταπεινώθη Διήγ. Αλ. G 28911· β) κυρίως, ιδιαίτερα: ως εμάθανε οι Καραμανίτες το πως ήρθε ο σουλτάν Μουράτης, οπού τον ακαρτερούσανε το περισσότερο οι Τούρκοι του τόπου, εστήσανε ότι να μην πολεμήσουνε Χρον. σουλτ. 6221· Αμμή ήτονε εμποδισμένος εις τους πολέμους από τους αδελφούς του, και το περισσότερο από τον αδελφό του τον Μουσταφά Χρον. σουλτ. 434. — Βλ. και περισσός.
       
  • περνώ,
    Ασσίζ. 4554, Διγ. (Trapp) Gr. 3053, Διγ. A 2783, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1263, Βέλθ. 1064, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 442, Χρον. Μορ. H 322, Χρον. Μορ. P 59, Φλώρ. 32, Απολλών. (Κεχ.) 384, Λίβ. P 1904, Λίβ. Sc. 1851, Λίβ. Esc. 3005, Λίβ. N 2577, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 373, Αχιλλ. L 21, Φαλιέρ., Ιστ.2 374, Byz. Kleinchron. Á 50938, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 95, Αλεξ.2 145, Απόκοπ.2 98, Κορων., Μπούας 12, Γεωργηλ., Θαν. 409, Πεντ. Γέν. XXXII 23, Πορτολ. A 516, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 468, Αχέλ. 259, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 59, Ιστ. πατρ. 9510, Πτωχολ. (Κεχ.) P 63, Κυπρ. ερωτ. 8630, Πανώρ. Ά 131, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 149, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 182, Κατζ. Ά 150, Βοσκοπ.2 305, Παλαμήδ., Βοηβ. 59, Ιστ. Βλαχ. 1092, Σουμμ., Ρεμπελ. 160, Διγ. Άνδρ. 31611, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 103, Στάθ. (Martini) Ά 187, Διαθ. 17. αι. 3314, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 167339, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [428], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 423, Φορτουν. (Vinc.) Ά 179, Ροδινός (Βαλ.) 218, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 72, Διγ. O 782, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2327, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ζ́ 13, Hagia Sophia ω 5164, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 6911, κ.π.α.· απερνώ, Σπαν. (Ζώρ.) V 602, Διγ. Z 2384, Διγ. A 2425, Χρον. Μορ. H 409, Χρον. Μορ. P 46, Θρ. Κων/π. B 58, Θησ. (Foll.) Ι 19, Θησ. Β́ [252], Ch. pop. 469, Αλεξ.2 542, Κορων., Μπούας 51, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 67r, Πεντ. Γέν. XL 47, Πορτολ. A 3212, Αχέλ. 1686, Χρον. σουλτ. 2626, Παϊσ., Ιστ. Σινά 363, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 12310, Δωρ. Μον. XXXVI, Παλαμήδ., Βοηβ. 799, Ιστ. Βλαχ. 75, Σουμμ., Ρεμπελ. 190, Διγ. Άνδρ. 40038, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 13324, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 90102, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [58], Ροδινός (Βαλ.) 84, Πτωχολ. B 126, Διγ. O 2815, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ιϚ́ 1, κ.π.α.· απερώ, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Υπόθ. ΙΓ́· επερώ, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1068· περώ, Ασσίζ. 31230, Βίος Αλ. 4812, Ιστ. Ηπείρ. XVIII5, XL4, Δούκ. 358, 6515, 8922, 11117 κ.π.α., Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΆ [474], Νομοκ. 38517· αόρ. επήρασε, Διήγ. ωραιότ. 931· μτχ. ενεστ. (άκλ.) περνών, Παρασπ., Βάρν. C 316· μτχ. απεραζόμενος, Τριβ., Ρε 14· περαζόμενος, Χούμνου, Κοσμογ. [1687], Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 524, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 183, 383, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 19, Έ 1357, Φορτουν. (Vinc.) Ά 349, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 37126· μτχ. αορ. (άκλ.) απεράσοντας, Πορτολ. B 1120, Χρον. σουλτ. 6211· περάσαντα, Ιστ. πατρ. 10515· περάσοντα, Ιστ. πατρ. 1409· περάσοντας, Κορων., Μπούας 6, Εκλογής χειρόγρ. 24522, Χρον. σουλτ. 3411, 30, 5231, 625, 11831-32, 11910, 1263, 13921, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 10938, 1131, Δωρ. Μον. XVIII, Διαθ. 17. αι. 357, 224, 1140, 194, Διήγ. πανωφ. 56, 57, 59· μτχ. παρκ. απερασμένος, Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 23, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 354v, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΒ́ [135], Χρον. σουλτ. 14019, Σουμμ., Ρεμπελ. 176, 184, 192, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 65r, Σουμμ., Παστ. φίδ. Υπόθ. 4, Ά [260], Έ [708], Ροδινός (Βαλ.) 91, 142, 146, 161, 216, 229, Διακρούσ. 1189, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πέτρ. Καθ. Επ. Ά δ́ 3, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 4616· περασμένος, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 12, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 324, Μαχ. 23, Θησ. Δ́ [416], Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2191, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 356, Αχέλ. 19, Χρον. σουλτ. 1047, Πανώρ. Ά 255, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 396, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 21, Φαλλίδ. (Παναγ.) 158, Παλαμήδ., Βοηβ. Εισαγ. 11, Ιστ. Βλαχ. 56, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 539, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 1127, Διαθ. 17. αι. 46, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 406, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [375], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 422, Φορτουν. (Vinc.) Ά 12, Λεηλ. Παροικ. 513, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3641, Τζάνε, Φιλον. 58314, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Ά ζ́ 36, κ.α.
    Από τον αόρ. του αρχ. περάω (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 292). Ο τ. απερνώ στο Βλάχ., σε έγγρ. του 18. αι. (Σερεμέτης, Ηπειρωτική Εστία 19, 1970, 292, 432 434, 435) και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Β́ 9, Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., στη λ.), όπως και τ. απερνάω (Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ.). Ο τ. περώ και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. περνώ, όπου και τ. περού και απερού). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Ά 53, λ. απιρνάου, Πασχαλούδης, Τερπν. Νιγριτ., λ. απιρνάου ‑ώ, Χριστοδούλου, Κουζιαν., λ. πιρνώ/απιρνώ). Η υποτ. αορ. επεράσω σε έγγρ. του 18. αι. (Σερεμέτης, Ηπειρωτική Εστία 19, 1970, 292, 299). Η μτχ. περαζόμενος (για το σχηματ. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά, 13, 17) σε έγγρ. του 16. αι. (Μανούσ., Κρ. Χρ. 22, 1970, 295)· μτχ. περαζούμενος στο Somav. λ. απερασμένος και σήμ. ιδιωμ. (Ψάλτ., Θρακικά 35, 82). Η μτχ. περάσοντα το 14. αι. (Χρυσόβ. του 1364, 85) και σήμ. ως επίρρ. στο τσακών. ιδίωμα (Κωστ., Λεξ. τσακων.)· μτχ. περάσοττα σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Πρακτ. Β′ Κυπρ. Σ 3, 256). Η μτχ. περάσοντας σε έγγρ. του 17. αι. (Παπαδάκη, Θησαυρ. 19, 1982, 145), το 18. αι (Στεφανόπ., Βιβλ. Στεφανοπ. 75, 76, 99) και σήμ. ιδιωμ. (Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ.). Η μτχ. απερασμένος στο Βλάχ., σε έγγρ. του 18. αι. (Σερεμέτης, Ηπειρωτική Εστία 19, 1970, 37, 433, 434, 435) και σήμ. ιδιωμ. (Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ.· πβ. και Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης, λ. απερασμένες). Η μτχ. περασμένος στο Βλάχ. και σήμ. H λ. τον 8-9. αι. (TLG· για πιθ. παλαιότ. μνείες βλ. αυτ. και Jannaris, Hist. Gramm. 272) στο Βλάχ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) α) Διαβαίνω, διασχίζω ένα μέρος (και πηγαίνω σε άλλο): Και πάραυθα εσέβησαν εις την Τρανσυλβανίαν,| κι έτσι την επεράσασιν κι ήβγασιν στην Ουγγρίαν Παλαμήδ., Βοηβ. 1080· με την βοήθειαν του Θεού, την τρίτην την ημέραν| επέρασεν (ενν. ο Σερμπάνος) τα σύνορα κι ευρέθη από πέραν Ιστ. Βλαχ. 162· Αφού δε αποστάθηκαν (ενν. ο Μερκούριος και οι συντρόφοι του) εκ τον κομμόν που ’ποίκαν| την γέφυραν απέρασαν και εις την χώραν μπήκαν Κορων., Μπούας 62· (προκ. για θάλασσα ή ποτάμι): Και να περάσομεν ομού την θάλασσαν τήν βλέπεις,| να πάμε στην Ανατολήν, εις τον καλόν τον τόπον Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 82· Είναι δε το γένος τούτο των Τατάρων μαθημένοι να περνούσι με τα άλογά τως καβαλάροι τα μεγάλα ποτάμια κολυμβώντες Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 423· β) διέρχομαι, περνώ από ένα μέρος/σημείο: Εγώ πολλές χώρες και κάστρη είδα και επέρασα, και είδα γραφές πολλές και ανέγνωσα εις ετούτον τον κόσμον Διγ. Άνδρ. 33633· και μικράν θύραν επεράς την κεφαλήν κυρτῴαν Παϊσ., Ιστ. Σινά 1068. 2) Διαπερνώ (με αιχμηρό όργανο), διατρυπώ κάπ. ή κ.: Και ηβλέποντας ο Σαούλ ότι οι εχθροί εσίμωναν να τον πιάσουν, βάνει το κοντάρι του και ακουμπάγει το εις ένα δένδρον και το ξίφος το βάνει εις την κοιλίαν του και αμπώνει το και απέρασέ τον έως την ράχην Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 192r· ένας άνθρωπος των αρμάτων ... είδεν τον υιόν του Τακκά ... και με το σπαθίν επέρασέν τον απέ την μίαν μερίαν ως την άλλην και απόθανεν Μαχ. 6629· (σε μεταφ.): και την καρδίαν μου δεινή επέρασε ρομφαία Θρ. Θεοτ. 64· (μεταφ., προκ. για  το κρύο): Και όταν είναι ψύχρα μεγάλη, μη δουλεύεις πολλά, διατί το κρύος ευρίσκει τότε τους πόρους ανοικτούς, όταν είσαι ιδρωμένος, και σε περνά ευκολότατα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 176. 3) Οδηγώ/μεταφέρω κάπ. κάπου· (συν. στην απέναντι όχθη/ακτή): Βάρκες ορθώθησαν λοιπόν δώδεκα για να πιάσουν/ την νύκτα την ερχόμενη τσ’ ανθρώπους να περάσουν Αχέλ. 889· Ο δε Σελήμ ... έδραμεν ευθύς κάτω εις το ποτάμι, και έβαλε τους τουφεξήδες μέσα εις κάποιες μικρές βάρκες και τους επέρνα εις την πέραν μεράν του ποταμού Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 423· το πλοίον διεσκόρπισεν, επνίγησαν οι πάντες,| μόνον ο Απολλώνιος μέσα εις μικρόν σανίδιν| το κύμαν τον επέρασεν της Τρίπολης τα μέρη Απολλών. 139. 4) α) Μετακινώ κάπ./κ. σε σχέση με (μέσα από, πάνω από κ.τ.ό.) κ. άλλο· (σε μαγικές πράξεις): περούσι τα παιδία των από στόμα λύκου, τάχα διά να ζήσουν Νομοκ. 38518· Μη ευρεθεί εις εσέν απερνάει τον υιό του και τη θεγατέρα του εις την ιστιά, μαντεύγει μαντειές ... Πεντ. Δευτ. XVIII 10· β) (εδώ) σουρώνω: έπαρε νερόν από περιστερών, τούτο το χόρτον, οπού το λέγουν φράγκικα μπέρμπενα, από πήγανον, από χελιδόνιον, τριαντάφυλλα και από αλόην και τούτζια πρεπαράτα από πάσα ένα μισήν δράγμα, κοπάνισε και πέρασέ τα από ψιλόν μανδήλιον και φύλαξέ τα εις μίαν αγαστέρα υαλίνην Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 229. 5) (Χρον.) διανύω, διάγω ένα χρον. διάστημα (κατά ορισμένο τρόπο): και δίχως πρίκες κι όχθρητες, δίχως ζηλειές και φθόνους| περνούσι (ενν. οι γιαθρώποι) τσ’ εβδομάδες τως, τσι μήνες και τσι χρόνους Πανώρ. Πρόλ. 60· Και έτσι με φόβον και τρόμον απεράσαμεν την ημέραν εκείνην και την νύκταν ως νεκροί εις την όψην και μισαπεθαμένοι Ιερόθ. Αββ. 333· Εις τον ποέτα βρίσκομε τον κωμικόν γραμμένο| κι έτσι από τον Τερέντσιο καλά ξεδηγημένο,| πως γιατί αγάπα ο Πάμφιλος την όμορφη Γλυτσέρε| με δίχως ύπν’ ολότελα le notti απέρνα intiere Κατζ. Δ́ 118. 6) (Με αντικ. τη λ. ζωή ) διάγω, ζω: οπού είμαι νέος, ας περάσω καλήν ζωήν, και δεν θέλει λείψει καιρός, διά να δοξάσομεν και τον Θεόν Ροδινός (Βαλ.) 67· Και ως έβλεπε (ενν. ο κύρης Ανδρόνικος) την ασθένειαν αυτού οπού αυξάνει, εδιελογίζετο τι να κάμει και πού να υπάγει και εις τι τόπον να περάσει την ζωήν του ότι το είχεν ως μεγάλην εντροπήν να φαίνεται εις τον λαόν του μετ’ αυτού του ασθενήματος Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 19. 7) Βιώνω, υφίσταμαι κ., υποφέρω μια (συν. δυσάρεστη) εμπειρία: Τῳ αυτῴ χρόνῳ απέθανεν ο Χριστόδουλος ο βαφτισμένος ... και αυτός ήτον Εβραίος και εις την νεότητά του αγάπησεν την πίστιν και εγίνην χριστιανός και πολλά κακά επέρασεν από τους φθονερούς Ιουδαίους Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 23v· πολλές πρίκες και βάσανα έχεις περασμένα Μανολ., Επιστ. 1739· Λοιπόν οι δόλιοι Κρητικοί κίνδυνον επεράσαν| μέγαν από τες λουμπαρδιές, αλλ’ ουκ εδειλιάσαν Διακρούσ. 1087. 8) Υπερβαίνω ένα όριο, ξεπερνώ· (χρον.): να ζήσει (ενν. ο άρχοντας) χρόνους εκατόν και να τους απεράσει| με πλούτον και με έπαινον στον κόσμον να γηράσει Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 65· Δεν έναι (ενν. ο μισσέρ Γιαννούτσος) κύρης μου, σα λες, μ’ αλλότες είχε πράσσει| εις τα ταξιδια, και έρχοντας μια φούστα ν’ αγοράσει (παραλ. 2 στ.). Και μετά κείνη τοτεσά μ’ αγόρασε κι εμένα,| και ακόμη χρόνους δυόμισι δεν είχα περασμένα Φορτουν. (Vinc.) Β́ 206· (ποσ.): απερνώντες τα όσα εξόδευσαν (ενν. οι Γαλατιανοί), έχουν την άδειαν να τα μαζώξουν από την μέσην τους, διά να έβγουν από το χρέος Επιστ. Μωάμ. 6725· (τοπ.): όταν έγινεν ο κατακλυσμός οπού ήλθε το νερόν δεν απέρασε την κορυφήν αυτεινού του βουνού (ενν. του βουνού Τερέστρο), καλά και τινές λέγουν ότι το νερόν απέρασεν πάσα βουνόν ένδεκα πήχες Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 70v. 9) Παραβαίνω κ.: δεν ημπορώ να περάσω τον ορισμό του Κύριου να κάμω καλό γή κακό από τη καρδιά μου Πεντ. Αρ. XXIV 13· Ότι να ευρεθεί μεσοθιό σου ... ανήρ γή γεναίκα ος να κάμει το κακό εις τα μάτια του Κύριου του Θεού σου να απεράσει τη διαθήκη του. Και έφυγεν και εδούλεψεν είδωλα άλλα και επροσκύνησεν αυτά Πεντ. Δευτ. XVII 2. 10) Παρακάμπτω, αποφεύγω κ.: εις το νησόπουλον ... έχει ξέρην εις την μερέαν της τραμουντάνας και εβγαίνει εις το πέλαγος μισόν μίλι. Και απεράσοντας την ξέρην και έμπεις μέσα το κανάλιν και την στερέα· ’ράξε όπου θέλεις ότι έχει φούντος όσον θέλεις Πορτολ. B 1120· (κ. δυσάρεστο): παρακαλώ ... να γράψει η αδελφότης υμών του εκλαμπροτάτου αυθεντός βαΐλου των Ενετών οπού ευρίσκεται εις την Βασιλεύουσαν ... να γένει επίμων να πάρει έκδοσιν από τον οικουμενικον πατριάρχην ... να μετατεθούμεν εις την Ζάκυνθον, διά να περάσομεν τους κινδύνους της στράτας του Κωνσταντίνου Βελλερ., Επιστ. 5543. 11) α) Aντιπαρέρχομαι κ., αδιαφορώ για κ.: Αλλά αλίμονον εις εσάς τους Φαρισαίους, ότι αποδεκατίζετε το δυόσμον και το πήγανον και κάθε λάχανον, και περνάτε την κρίσιν και την αγάπην του Θεού· Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ιά 42· α) προσπερνώ, παραλείπω κ.: Ημπόρουν διά την φυλακήν να γράψω ακόμη και άλλα| αμή σχολάζω, αφήνω τα, διαβαίνω και περνώ τα,| διά να ’ρθω εις την υπόθεσιν και των φυλακατόρων Σαχλ., Αφήγ. 485. 12) α) Αντιμετωπίζω κ. ή κάπ. (επιτυχώς): Κι αυτός (ενν. ο δεσπότης Άρτας), ως ήτον φρόνιμος, καλά εδιορθώθη·| τους Φράγκους γαρ ερόγεψεν, τον πρίγκιπα Γουλιάμον| και τον αφέντην Αθηνών και τους Ευριπιώτας·| με αυτούς εβοηθήθηκεν κι επέρασεν την μάχην Χρον. Μορ. P 3084· β) κάνω κάπ. να συμμορφωθεί με τις επιθυμίες μου, «καταφέρνω κάπ.»: Μα δίχως να το πεις εσύ και να το δικιμάσεις,| να θες με τα διατάματα μόνο να με περάσεις| εδώ με χάνεις και γοργό πάγω να βρω τον Άδη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 860· Εδάρτε συμβουλεύω σας όλες καλές κυράδες,| αμέτε και μαυλίζετε ύπανδρες και χηράδες,| γελάτε τες ανέγλυτες και τες νοικοκυράδες (παραλ. 2 στ.) τους άνδρες με τα λόγια σας όλους να τους πλανάτε.| Έχετε κι αγαπητικούς, μηδέν αδημονάτε,| κι οπού ’γαπούν και φλέγουνται, με λόγια τους περνάτε Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 651. 13) α) Δίνω, μεταβιβάζω κ. (σε κάπ.): Ανήρ ότι να απεθάνει και υιός δεν είναι αυτουνού … να απεράσετε τη κλερονομιά του εις τη θυγατέρα του Πεντ. Αρ. XXVII 8· Ένι καταστημένον με την ασσίζαν των Ιεροσολύμων ότι η αφεντία των πραγμάτων των χαμένων ουδέν πρέπει κανείς να των περάσει εις κανένα έτερον κορμίν, ότι εις όποιον τόπον οπού ο κύρης ημπορεί να εύρει το πράγμαν του κινητόν τό είχεν χάσει, εντέχεται να το αναλάβει διά όρκου τόν να ποιήσει Ασσίζ. 42323· β) προσφέρω, αφιερώνω κ.: να απεράσεις παν άνοιγμα μήτρας του Κύριου Πεντ. Έξ. XIII 12. 14) Θεωρώ, αντιμετωπίζω κάπ. ως ...: Παρακαλώ σας βασιλείς, αυθέντες και ρηγάδες,| ... σοφοί και διδασκάλοι,| μη με κατηγορήσετε εις τἄγραψα και είπα·| περάσετέ με ως άγνωστον ομάδιν με τον νουν μου,| και ψέξετε τον λογισμόν εμού δε και την γλώσσαν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 568. 15) Διηγούμαι, εξιστορώ: η υπόθεση ετούτη, την οποίαν εδιηγήθηκα με πάσαν αληθοσύνην και δεν έγραψα ένα πράγμα διά άλλον, μόνον πιστά τα επέρασα, μήτε περισσότερο μήτε ολιγότερο Σουμμ., Ρεμπελ. 193. 16) Δηλώνω, φανερώνω: είπεν (ενν. η Παρθένος) «ηγαλλίασεν» και δεν είπεν ευφράνθη, ή εχάρη. Είναι κάποια διαφορά ανάμεσα εις αυτά τα ρήματα, διότι το εχάρη φέρνει κάποιαν χαράν εις την ψυχήν, αμή δεν περνά τον τρόπον και την διάθεσιν εκείνου οπού χαίρεται Ροδινός (Βαλ.) 93. Β́ Αμτβ. 1) Μεταβαίνω, μετακινούμαι, πηγαίνω   α1) σε κάπ. άλλο μέρος: Πλην όταν απεσώσαμεν εις τον αιγιαλόν ετούτον,| επαίρει (ενν. ο Βερδερίχος) το καμήλιν μου, πεζεύει με απ’ εκείνο| και με την κόρην μόνος του περνά εις γην Αιγύπτου Λίβ. Sc. 1734· άφησε (ενν. ο Ευστάθιος ο Πλακίδας) την αυθεντίαν οπού είχεν και έφυγεν να απεράσει εις άλλον τόπον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 390r· ο βάρβαρος εμάνισε και εις ολίγον καιρόν έρχεται πολεμώντας την Ανατολήν και κουρσεύοντας πολλούς τόπους. Επέρασε δε και εις την Θεσσαλονίκην Εγκ. αγ. Δημ. 109162· (στην απέναντι ακτή/ όχθη): Είχε δε μεγάλην αδημονίαν ο μισσέρ Ρομπέρτος και λύπην, πως δεν έβρισκε βάρκαν να περάσει εις τον Μορέαν Δωρ. Μον. XXIV· Και λέγω προς τον Λίβιστρον: «Εύξου με να περάσω,| και όταν με ίδεις επέρασα, στέκομαι εις την στερέαν,| τότε και συ την θάλασσαν άφοβα να την έμπεις,| και να έλθεις όπου με θεωρείς, δίχα τινός ανάγκης» Λίβ. Sc. 1864, 1865· Τούτη η ταραχή όχι μόνον εσύγχισε πολλά τους Τούρκους οπού ήσαν περασμένοι από το ποτάμι, αλλά πολλῴ μάλλον εκείνους, οπού ήσαν ακόμη εκείθεν του ποταμού διά να περάσουσιν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 422· α2) (σε κάπ.): Τότε στον αρχιστράτηγον βουλήθη (ενν. τινάς σπαχής) να περάσει Αχέλ. 1200· Η δε, «Ω τρισκατάρατε γέρον», ανταπεκρίθη (ενν. η Μαξιμώ) | «και διά ένα κόπους μοι και τῳ λαῴ παρέσχες,| προς ον μόνη περάσασα, Θεῴ τε καυχωμένη,| άρω αυτού την κεφαλήν και προς υμάς εκφέρω;» Διγ. Z 3469· β) (μεταφ.) σε κάπ. άλλη κατάσταση: στανικώς μου μέλλομαι σε γάμον ν’ απεράσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [914]· και ν’ απεράσει (ενν. ο βοσκός) εις μιαν στιγμήν από τον θάνατόν του,| εις μιαν γλυκύτατην ζωήν, με τον ευτυχισμόν του; Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1460]. 2) Διέρχομαι από ένα μέρος/σημείο: Και περνώντας ο Ιησούς απεκεί, είδεν άνθρωπον οπού εκάθετον εις το κουμμέρκι και τον έλεγαν Ματθαίον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. θ́ 9· εκέντησεν ο Αχιλλεύς τον άσπρον τον φουδούλον,| χαμογελών επέρασεν εμπρός από την κόρην Αχιλλ. L 836. 3) Εκτείνομαι, φτάνω ως ...: Και έχει (ενν. η Πόλις) πόρτο μεγάλο και καλό. Και έχει κόρφον και περνά πέρα εις τον Γαλατά και έναι μίλι ήμισυ Πορτολ. A 23013. 4) Εισέρχομαι, μπαίνω:  ... προβαίνει η Πετρονέλα (παραλ. 1 στ.) και με το γέλιο λέγει μου: «Πέρασε η αφεντιά σου,| κι η μάνα μου λιγοψυχά να ’χει την εμιλιά σου» Φορτουν. Ά 260. 5) (Δια)περνώ: εβάναν του (ενν. του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού) εις το κεφάλι ένα στεφάνι με αγκάθια, τα οποία αγκάθια απερνούσαν εις το κεφάλι του Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 326v· (σε μεταφ.): Αμή όταν θέλει (ενν. ο πόθος) να χωθεί κι εις την καρδιάν να φτάσει| τότες το στήθος σου του κλεις, για να μην απεράσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1166]. 6) Αναχωρώ, αποχωρώ· φεύγω: Αυτού λέγει το δίκαιον περί εκείνων των εγγυτάδων οπού ουδέν έχου να ποιήσουν ως εγγυτάδες, ού αν επέρασαν απέ το ρηγάτον Ασσίζ. 31225· αν δεν αφήσει (ενν. ο Φαραώς) να απεράσει το πλήθος των υιών Ισραήλ, όλα τα νερά της Αιγύπτου θέλω τα κάμει να γένουν αίμα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 158v. 7) (Χρον.) παρέρχομαι, αποτελώ παρελθόν: Οϊμένα, αποκοιμήθηκα κι επέρασεν η ώρα! Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 1079· Και δεν επέρασεν ένας μήνας και επάρθη η Θεσσαλονίκη υπό των Τουρκών Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 23· απέρασε το κολατσό κι ακόμη δεν εφάνη (ενν. η θυγατέρα μου) Πανώρ. Β́ 51· (συχνά μτχ. χρον. άκλ.): Και απεράσοντας πολλοί χρόνοι, εκατέβη ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, Θεός και άνθρωπος Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 12326· Περάσαντα δη μερικός καιρός εσυνάχθησαν πολλοί αρχιερείς, μητροπολίται και επίσκοποι, και έγινε σύνοδος μεγάλη Ιστ. πατρ. 10515· και πάλιν παρευθύς … περάσοντας μίαν ώραν εσήκωσεν πάλιν ωσάν άλλο νέφος πλέον μεγαλύτερον από το πρώτον Διήγ. πανωφ. 56· Περάσοντα δε ολίγος καιρός ηβουλήθη (ενν. ο Ιωακείμ) δευτέραν φοράν να υπάγει εις τον Πούγδανον Ιστ. πατρ. 1409. 8) Παύω, σταματώ, καταλαγιάζω: ωσάν περάσουν οι βροχές, πάλι καλοσυνεύγει Πανώρ. Β́ 256· (εδώ προκ. για υποχώρηση της στάθμης υδάτων): Και εσφαλίστηκαν οι βρύσες της άβυσσος και καταρράχτες του ουρανού και εποκόπην η βροχή από τους ορανούς. Και εστράφηκαν τα νερά αποπάνου την ηγή ... και επέρασαν τα νερά Πεντ. Γέν. VIII 3· (μεταφ.): ο πόνος να περάσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 620·  ... οι έγνοιες επεράσασι για την καημένη Κρήτη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18314· (με γεν. ή αιτ. προσωπ. αντων.): Το ξύλον οπού αρμένιζε κι εφάνιστή σου εχάθη| σημάδι είν’ Αρετούσα μου, πως σου περνούν τα πάθη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 160· Θωρώ κι ο νους σου στο κακό κι εις τό σε βλάφτει ’ράσσει| κι ο λογισμός οπού ’βαλες δε θε να σου περάσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 458· και εδιάβην ώρα περισσήν ώστε να τον περάσει| ο θρηνισμός, ο πικραμός όν είχεν εκ καρδίας Βέλθ. 399. 9) Ζω α) διαβιώνω (με ορισμένο τρόπο): Άλλοι να έχουν το φλουρί σεντούκια γεμισμένα,| και άλλοι να περνούν πτωχά και στενοχωρημένα Τζαμπλάκ. (Λαμπ.) 80· Ο δε καλός νεότερος και Διγενής Ακρίτης,| απέρνα μεν χαιράμενος ομού μετά της κόρης Διγ. A 2299· να μαθαίνομε πώς περνά η πανιερότη σου Μανολ., Επιστ. 17336· απέρνα ο νεούτσικος με τούτα και με κείνα,| με κόπους, με αναστεναγμούς και με περίσσιους πόνους Τριβ., Ρε 110· β) αντεπεξέρχομαι σε κ., τα βγάζω πέρα· επιβιώνω: Κι απήτις πέσου τα τειχιά, θα δω τι θα γενούσι (ενν. οι χριστιανοί),| πώς έχου να περάσουνε, πού θε να φυλαχτούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16517· ηξεύρω να περνώ, και όταν έχω και όταν δεν έχω Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Φιλ. δ́ 12 σημ.· Το λοιπόν κάνοντας τόσες μπονάτσες, και μην ημπορώντας οι μύλοι μας να αλέσουν επέσαμεν εις μεγάλη πείνα, και επερνούμαν με μαγέρεμα μόνον και με ό,τι άλλο ηθέλαμεν εμπορεί, όσον οπού ο Θεός ηθέλησεν και ήκαμεν άνεμον, και αλέσαμεν και εχορτάσαμεν και το ψωμί Διήγ. πανωφ. 59. 10) (Σε γ́ πρόσ., για γεγονότα, υποθέσεις κ.τ.ό.) κυλώ, εκτυλίσσομαι, συμβαίνω: Πατριαρχεύοντος δε αυτού, του κυρού Μαξίμου του λογίου, όλα τα της εκκλησίας επερνούσαν ειρηνικά και ασκανδάλιστα Ιστ. πατρ. 11616· εις τον τρόπον ετούτον απέρασε η υπόθεση ετούτη, την οποίαν εδιηγήθηκα με πάσαν αληθοσύνην Σουμμ., Ρεμπελ. 193· Το πράγμα πώς επέρασε κάμε με ν’ αγροικήσω,| και την αλήθειαν ξέσκεπην κι ίσια να την γνωρίσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [167]. 11) Έχω ισχύ, λαμβάνομαι υπόψη· γίνομαι (απο)δεκτός: Ο λόγος σου να απερνά εις όλους τους μπασιάδες,| να σκύφτουν να σε προσκυνούν όλοι οι βοϊβοντάδες Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 87· Τότε ωσάν είδε ο Αλή πασάς ότι δεν απέρασε η βουλή του ... έγραψε χαρτί και έστειλε κρυφά του βασιλέως Παλαιολόγου μέσα εις την Πόλη Χρον. σουλτ. 881· (εδώ προκ. για τη λήψη απόφασης από τη βενετική γερουσία, βλ. και πάρτη 2β): Εσουμπλικάρησα διά την Ζάκυνθον. Ούτως απέρασεν η πάρτε μου εις τας τρεις του Αυγούστου Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 12311. 12) Επικρατώ, υπερισχύω: Και μέρες περαζόμενες ήλθε να δοκιμάσει| το άλογό του καθαείς, το ποιος για να περάσει Αλεξ.2 332· (εδώ) υπερέχω (σε κ.): όταν δε εγένηκεν δώδεκα χρόνων κείνος (ενν. Βασίλειος ο Ακρίτης),| ως ήλιος απέλαμπεν εις όλα τα παιδία,| απέρνα εις την δύναμιν ώσπερ ανδρειωμένος Διγ. A 1398. 13) Παραβαίνω (κ.): δεν απέρασα από τις παραγγειλιές σου Πεντ. Δευτ. XXVI 13. 14) α) Θεωρούμαι ως ..., έχω συγκεκριμένη φήμη: Ακούσατε του Μωυσή του προφητικοτάτου,| που ’πέρνα διά φρόνιμος εν μέσῳ των Εβραίων Κρασοπ. (Eideneier) I 89· β) θεωρούμαι κ. που δεν είμαι: Τα ήθη μου τα θηλυκά με δαύτην (ενν. την φορεσία) να σκεπάσω,| εις τους βοσκούς ανάμεσα, βοσκός για ν’ απεράσω.| Για να ’κλουθώ και να θωρώ με την ανάπαυσίν μου,| τον Σίλβιον μου τον όμορφον, την ακριβήν ψυχήν μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ 162. 15) Υφίσταμαι, υπάρχω: επέρνα καλή αγάπη αναμέσον τους Σουμμ., Ρεμπελ. 175. 16) Μεταβιβάζομαι: εκείνος (ενν. ο Ιησούς), ότι μένει εις τον αιώνα, έχει την ιεροσύνην οπού δεν περνάει· διά τούτο και δύναται να σώζει εις το παντελές εκείνους οπού πλησιάζουσι διά μέσου αυτουνού εις τον Θεόν, έστοντας να ζει πάντοτε εις το να παρακαλεί διά λόγου τους Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Εβρ. ζ́ 24. II. Μέσ. Ά (Μτβ.) υπερβαίνω κάπ. χρον. όριο: Δεν είμαι γέρος ... (παραλ. 1 στ.) Ακόμη τη σαρανταρά δεν είμαι περασμένος,| μα απού την πρίκα έτσι ψαρός είμαι καταστεμένος Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 365. Β́ Αμτβ. 1) Μεταβαίνω στην απέναντι ακτή/ όχθη, διαπεραιώνομαι: και ούτως εμέτρησε (ενν. ο Τουμούτμπεης) τον καιρόν και την ώραν, από τες βίγλες μαθών, οπόταν είναι περασμένοι σχεδόν οι μισοί Τούρκοι εις το ποτάμι, να είναι και αυτός φθασμένος εις τον τόπον, και ευρίσκοντάς τους μοναχούς, χωριστά από τους άλλους, να πέσει απάνω τους να τους κόψει Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 422. 2) (Χρον.) παρέρχομαι, αποτελώ παρελθόν: να μη νυχτώσει ο καιρός και περασθεί το βράδυ Ιστ. Βλαχ. 2141· Τέσσερεις χρόνοι κάτεχε πως είναι απερασμένοι| απού στα φύλλα τση καρδιάς σ’ έχω ζωγραφισμένη Πανώρ. Β́ 285. Φρ. 1) Απερνά (απάνου μου) πνοά ζήλειας = (προκ. για συζυγική πίστη) καταλαμβάνομαι από καχυποψία: ανήρ ... να απεράσει απάνου του πνοά ζήλειας και να ζηλέψει την γεναίκα του ... Πεντ. Αρ. V 14· γή άντρας ος να απεράσει πνοά ζήλειας και να ζουλέψει την γεναίκα του Πεντ. Αρ. V 30. 2) Απερνάγει ο λογισμός μου = ξεχνιέμαι, ξεφεύγω (από την παρούσα πραγματικότητα): Και τούτα άπερ έκαμα και είπα της υμετέρας αγάπης, δεν τα έκαμα διά καύχησιν ή έπαινον, ... αλλ’ έστοντας να ευρίσκομαι εις φυλακήν ... μη έχων τι ποιήσαι εκαθεζόμην και έγραφα τούτα διά να απερνάγει ο λογισμός μου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 390v. 3) Απερνώ κάπ. εις τα κάστρα = υποδουλώνω κάπ.: και τον λαό απέρασεν (ενν. ο Ιωσεφ) αυτόν εις τα κάστρα από άκρα σύνορο της Αίγυφτος και ως την άκρα του Πεντ. Γέν. XLVII 21. 4) Απερνώ κ. ’λαφρά/κ. μου απερνά ’λαφρά = δεν υφίσταμαι σοβαρές συνέπειες για μια πράξη μου: Ετούτο δε εσκόπησεν (ενν. ο αφέντης Καρυταίνου) στον λογισμόν του ετότε·| ότι, αν λείψει του πρίγκιπος ‒ διατό ήτον τάχα θείος του ‒ | να έχει την συμπάθειον του, ’λαφρά να το απεράσει Χρον. Μορ. H 3239· Ετούτο δε εσκόπησε (ενν. ο αφέντης Καρυταίνου) τότες στον λογισμόν του·| ότι, αν λείψει του πρίγκιπος ‒ διότι ήταν θείος του ‒ | να έχει την συμπάθειον, ’λαφρά να του απεράσει Χρον. Μορ. P 3239. 5) α) Απερνώ ξουράφι ιπί το κεφάλι μου = κόβω τα μαλλιά μου, κουρεύομαι: ανήρ γή γεναίκα ότι να χωρίσει να τάξει τάγμα χωρισμένο να χωρίσει του Κύριου ... όλες τις ημέρες τάγμα του χωρισμάτου ξουράφι να μην απεράσει ιπί το κεφάλι του Πεντ. Αρ. VI 5· β) απερνώ ξουράφι ιπί όλη τη σάρκα μου = ξυρίζω όλο το σώμα μου: Και έτσι να κάμεις αυτωνών να τους καθερίσεις· ράντισε απάνου τους νερά ράντισμα και να απεράσουν ξουράφι ιπί όλη τη σάρκα τους και να σκαμματίσουν τα ρούχα τους και να καθερίσουν Πεντ. Αρ. VIII 7. 6) Απερνώ σοφάρ (βουκίνισμα) = σαλπίζω: και να απεράσεις σοφάρ βουκίνισμα εις τον μήνα τον έφτατο εις τη δέκατη του μηνού, εις την ημέρα των συμπαθημάτων να απεράσετε σοφάρ εις όλη την ηγή σας Πεντ. Λευιτ. XXV 9. 7) (Α)περνώ στον Άδη(ν)/την στράταν της ζωής/από τούτην την ζωήν/από (απού) την ζωήν ετούτη(ν)/του κόσμου = πεθαίνω: Κι ο ’πίσκοπος αρρώστησε ετότες την Τετράδη,| μια μέρα μόνον έζησε κι επέρασε στον Άδη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22218·  ... της άθλιας της ζωής απέρασε (ενν. ο Αρκύτας) την στράταν Θησ. ΙΆ [98με θεϊκόν στόμα εθέσπισαν (ενν. οι πνευματοφόροι πατέρες) και επαράδωκαν τες λειτουργίες, ευχές και ψαλμωδίες και τα χρονικά μνημόσυνα, να γινίσκουνται διά εκείνους οπού περνούν από τούτην την ζωήν Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 424· ΡΟΔΟΛΙΝΟΣ: Πώς τούτο; τάχατες δε ζει πλιον ο δικός τση κύρης;| ΤΣΙΜΟΣΚΟΣ: Επέρασε απού την ζωήν ετούτη ο κακομοίρης Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 374· Εις τέτοια πάθη θες εμπεί και τότες να γεράσεις,| χρειά ’ναι το τέλος σου να ’ρθει, του κόσμου να περάσεις Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 320. 8) Αφήνω κ. να περάσει = δεν δίνω σημασία σε κ.· αντιπαρέρχομαι κ.: μα κείνος οπού δεν πονεί αφήνει να περάσει| το σφάλμα κι ουδέ βούλεται να το καταδικάσει· | παινά το κι ομορφίζει το … Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 137·  ... άφησ’ τα αυτάνα, α μ’ αγαπάς, φίλε μου να περάσου·| θωρώ τη φρονιμάδα σου, γροικώ την πονηριά σου·| κατέχω τούτα, οπού μου λες κι οπού μ’ αναθιβάνεις| κι άφησ’ τα να περάσουσι, γιατί τον κόπο χάνεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 64. 9) Κ. περνά από κάπ./από λόγου κάπ. = η έκβαση μιας υπόθεσης εξαρτάται από κάπ.: ΘΟΔΩΡΟΣ: Αφέντη Λούρα, η δουλειά τούτη περνά από σένα...| ΛΟΥΡΑΣ: Ανέν περνά από λόγου μου, τάξε τα καμωμένα Φορτουν. (Vinc.) Έ 191, 192. 10) Περνώ την αναγκαίαν χρείαν της ζωής μου = εξασφαλίζω τα απαραίτητα για την επιβίωσή μου: μήτε γεωργούσι (ενν. οι Άραβες), μήτε σπείρουσιν αλλά ... ή άγρια ζώα της ερήμου κυνηγούσι και τρέφονται από τα κρέατα τούτων ή παραφυλάττουσι τους δρόμους φονεύοντες τους οδοιπόρους, και με τούτο περνούσι την αναγκαίαν χρείαν της ζωής τως Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 109. 11) Περνώ άνεμο = (προκ. για το Θεό) στέλνω, εξαπολύω άνεμο: Και εθυμήθην ο Θεός τον Νοαχ και όλο το αγρίμι και όλο το χτήνο ος μετά κείνον εις το κιβωτό, κι επέρασεν ο Θεός άνεμο ιπί την ηγή και εκατάπρυαναν τα νερά Πεντ. Γέν. VIII 1. 12) Περνώ από μιαν ορμίδα, βλ. ορμίδα φρ. 13) Περνώ κάπ. από σπαθί/σπαθίου/σπαθιού, βλ. από 17 Φρ. 14) Περνώ εναντία κ. = αντιστέκομαι, πηγαίνω κόντρα σε κ.: έστοντας να αρπάσθει το καράβι και να μην δύνεται να περάσει εναντία τον άνεμον, έστοντας να αφήσομεν το καράβι εις τον άνεμον, εφερόμεσθαν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. κζ́ 15. 15) Περνώ εξεφάντωσιν, βλ. ξεφαντωσις ‑ση Φρ. 1. 16) Περνώ το θάνατο = θανατώνομαι, πεθαίνω: Ήτονε ο νόμος Σαλαμό και όποιο καταλύσου| κρασί καλό και όμορφο αυτόνο να ποτίσου,| για να τους παίρνει το κρασί το φόβο, να μην τρομάσσου,| και μετ’ αυτό το θάνατο άφοβα να περάσου Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3561. 17) Περνώ τη φούρκα = απαγχονίζομαι: το effe μόνο εξώφευγες, καημένε, να διαβάσεις,| γιατί της φούρκας ήτονε, μην πα να την περάσεις Στάθ. (Martini) Β́ 154. 18) Περνώ στα χέρια κάπ. = περιέρχομαι στην εξουσία κάπ.: αυτοί δεν επεράσασι στα χέρια των εχθρών τους Διακρούσ. 9522. 19) Τα περνώ καλά = ζω ευτυχισμένα: μόνε να δώσει ο Θεός να ζήσεις, να γεράσεις,| χρόνους πολλούς στον θρόνο σου καλά να τα περάσεις Ιστ. Βλαχ. 1232. Η μτχ. περαζόμενος ως επίθ. = 1) α) Που έχει παρέλθει χρονικά, παλιός: να μη χρωστεί ο άνωθεν Μιχελής να πλερώσει τίβοτας για τα λεγόμενα καταλύματα τσι χρονές τσι περαζόμενες Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 25520· και κλαίει (ενν. η γυναίκα) περαζόμενα βάσανα και θυμάται Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17825· β) που έζησε στο παρελθόν: κι αυτός ο τόπος (ενν. η Τρανσυλιβανία) δεν ήτον ποτέ του βασιλέως,| μόνον εις την υποταγήν ήτον, όχι αλλέως,| του Τούρκου και τον όριζεν κι επαίρναν ’που την Πόλη| φλάμπορ’ οι περαζόμενοι οι αυθεντάδες όλοι Παλαμήδ., Βοηβ. 690. 2) Στην έκφρ. (εις/σε/με) (η)μέρες περαζόμενες = μετά από λίγο καιρό: Εις μέρες περαζόμενες μαλώνουν δυο Εβραίοι Χούμνου, Κοσμογ. 2105· Σε μέρες περαζόμενες εδιάβη ο Κανδάλης Αλεξ.2 2201· Με μέρες περαζόμενες πήγε (ενν. ο λύκος) να τον γυρεύει| εκεί οπού εσύντυχαν, τον σκύλον να τον εύρει Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 3413· Ημέρες περαζόμενες, Φίλιππον πιάνουν πόνοι·| μαντάτα του ηφέρασι, απίστησε Μοθώνη Αλεξ.2 395· ... μέρες περαζόμενες ήλθε να δοκιμάσει| το άλογό του καθαείς, το ποιος για να περάσει Αλεξ.2 331. Η μτχ. παρκ. (α)περασμένος ως επίθ.= 1) α) Που ανήκει ή αναφέρεται στο παρελθόν, που έχει παρέλθει χρονικά, παλιός: ηξεύρουν (ενν. οι άγγελοι) τα πράγματα τα απερασμένα και τα παρόντα και τα μέλλοντα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 27v· Αγκαλιαστή τηνε (ενν. την Αρετούσα) κρατούν ο κύρης με τη μάνα,| την ώρα που τα χείλη της ετούτα ανεθιβάνα·| μ’ αγάπη τη γλυκοφιλού, με σπλάχνος την ευχούνται,| την περασμένην όργητα πλιο δεν τηνε θυμούνται Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 1282· Δι’ αυτό εγώ ο πολυπαθής, τέκνον μου ηγαπημένον,| τά έμαθα με πολλή πικριά εις καιρόν απερασμένον,| να σε διδάξω βούλομαι ... Δεφ., Λόγ. 12· Ω κόποι περασμένοι μου, πώς είστε πληρωμένοι| μ’ αντίμεψη πολλά ακριβή!... Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 71· εκφρ. τες απερασμένες ημέρες = τις προάλλες, προ ημερών: τες απερασμένες ημέρες ήλθεν εις το παλάτιον ένας γέροντας άνθρωπος Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 11936· περασμένος από τον καιρόν του = ηλικιωμένος, προχωρημένης ηλικίας (βλ. και Somav.): Και δεν είχαν (ενν. ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ) παιδίον, διατί η Ελισάβετ ήτον στείρα· και οι δύο τους ήταν περασμένοι από τον καιρόν τους Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2  Λουκ. ά 7· β) (αμέσως) προηγούμενος: Εγώ Ντιάνα Κορναροπούλα ... ήκαμα το τεσταμέντο μου με το χέρι εσένα του Γιακουμή Κουρτεζά, νοταρίου, την πρώτην του Φλεβαρίου του περασμένου Διαθ. 17. αι. 88· Τούτη ήτον η ξεφάντωση, τούτο το περιβόλι,| οπού μ’ εκάλεσες προχτές, την περασμένη σκόλη; Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 798· έκφρ. τον (α)περασμένο(ν) χρόνο(ν)/την απερασμένη χρονιάν = πέρυσι: εμέναν μου έχει τον απερασμένον χρόνον οχτώ δουκάτα, και κάνω λογαριασμόν να μην χάσω τίποτες Μπερτολδίνος 162· Και τις μας το ’θελεν ειπεί τον περασμένο χρόνο,| όντε μ’ αποκαμάρωνεν ο κύρης με τη μάνα| κι όντε με σπλαχνικά φιλιά ’ς τσ’ αγκάλες τως μ’ εβάνα ... Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 592· με το να ασθενήσει (ενν. ο Θανάσης Καπούτζος) βαρέως την απερασμένη χρονιάν Έγγρ. μον. Φιλοσ. 114· γ) που έζησε στο παρελθόν: του Τιβερίου καίσαρος του απερασμένου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 330v· ο οποίος (ενν. ο Θεός) εις τες απερασμένες γενεές άφησεν όλα τα έθνη να περιπατούν τες στράτες τους Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ιδ́ 16. 2) Που έχει υπερβεί ένα χρον. όριο: Και ως είδεν ο κόντες το γράμμα της συμφωνίας, και τον καιρόν απερασμένον, και την απόφασιν των κριτάδων, εσιώπησεν Δωρ. Μον. XXIV· έκφρ. καιρόν τον περασμένο = για πολύ καιρό, επί μακρό χρονικό διάστημα: τες ελεεινές και ταπεινές ψυχές των πονεμένω| απού στον Άδη κρίνουνται καιρό τον περασμένο,| απού δεν έχουσι τινά για να τους ελυπάται| η ελεημοσύνη σου, Χριστέ, μόνο να τσι σπλαχνάται Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 863. 3) (Ως γραμμ. όρος) παρελθοντικός: «Μεγαλύνει». Δεν λέγει (ενν. η Παρθένος) εις μέλλοντα χρόνον μεγαλυνώ. Μηδέ εις χρόνον περασμένο εμεγάλυνε, αμή εις ενεστώτα, τουτέστι, τώρα. Αυτήν την ώρα μεγαλύνει Ροδινός (Βαλ.) 67. Ο πληθ. αρσ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = οι άνθρωποι που έζησαν στο παρελθόν: Εδιάβησαν οι παλαιοί χρόνοι των περασμένω| απού προυκιό κιανείς βοσκός δεν είχε γνωρισμένο Πανώρ. Έ 239. Ο πληθ. ουδ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = τα συμβάντα του παρελθόντος: Διού θέλω να εξηγηθώ, την ιστορίαν να αρχίσω,| να παύσω θέλω παντελώς τα περασμένα οπίσω Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 134· «Γιε μου, ας πάψουσιν όλα τα περασμένα,| γή εγώ ’σφαλα γή εσύ ’σφαλες, ας είν’ συμπαθημένα| ...» Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 1391.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης