Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- δοξαρόσυρμα
- το, Αγαπ., Νέος Παράδ. 301.
Από τα ουσ. δοξάρι και σύρμα.
Απόσταση στην οποία φτάνει βέλος που εκτοξεύεται: έσπρωξε το καράβι μακράν από τον σίφουνα ένα δοξαρόσυρμα Αγαπ., Νέος Παράδ. 301.δορυφορία- η, Διγ. Z 3994, Φλώρ. 416, 1812, Δούκ. 12515, 2237, Έκθ. χρον. 37, 2121, 6912, Ψευδο-Σφρ. 20223, Ιστ. πολιτ. 511, Αγαπ., Νέος Παράδ. 54.
Το αρχ. ουσ. δορυφορία. Η λ. και στο Βλάχ.
1) Φρουρά, σωματοφυλακή (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I): Περαιώσαντες γαρ αυτόν οι Πολίται μετά στρατιωτών και δορυφορίας εν τῃ Ανατολῄ υπέκυψαν αυτῴ άπαντες Έκθ. χρον. 37. 2) Τιμή (Η σημασ. τον 8. αι., Lampe, Lex. στη λ. 4): ορίζει (ενν. ο αμιράς) και ενδύνουν τους μετά δορυφορίας Φλώρ. 1812.δουλεύτρια- η, Λόγ. παρηγ. L 261, Λόγ. παρηγ. O 267, Ελλην. νόμ. 55524, Διγ. Z 265, Ερωτοπ. 50, Θησ. (Foll.) I 26, Θησ. Ζ́ [771], Διγ. Άνδρ. 31419, 3188, Ρωσσέρ. 104· δουλεύτρα, Διγ. Z 84, Ερωτοπ. 95, Χούμνου, Κοσμογ. 1898, Χρον. σουλτ. 10511, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 417, Θυσ.2 299, Χριστ. διδασκ. 288, 289, Αγαπ., Νέος Παράδ. 171.
Η λ. σε σχόλ. (Steph., Θησ.). Ο τ. στον Αίσωπο (Du Cange, λ. δουλεύειν) και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. δουλευτής) και στη λογοτ. (Δημητράκ.).
Υπηρέτρια (Η σημασ. σε σχόλ., Steph., Θησ. και στον Αίσωπο, Du Cange, λ. δουλεύειν. Βλ. και Βλάχ., λ. δουλεύτρα): Θαρρεί η δουλεύτρα, κι ήφερε μαντάτο που μ’ αρέσει Θυσ.2 299· απέστειλε και μετ’ αυτής τας βάιας, όσας είχεν| και εκλεκτάς δουλεύτριας μετά αρχοντοπούλων Διγ. Z 265· Αντάν η δουλεύτρια μεινίσκει κληρονόμισσα της κυράς της Άνθ. χαρ. 29833.εδαφίζω,- Στ. Αδάμ 26, Νεόφ. Έγκλ. Β́ 26, Αγαπ., Νέος Παράδ. 31.
Η λ. στον Αριστoτέλη.
Κατεδαφίζω, γκρεμίζω (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. III): εδάφισον τας φυλακάς Στ. Αδάμ 26.ειρηνευτής- ο, Αγαπ., Νέος Παράδ. 434.
Από το ειρηνεύω και την κατάλ. ‑τής. Η λ. τον 9. αι. (Sophocl.) και σήμ. στη λογοτ. (Δημητράκ.).
Ειρηνοποιός, συμφιλιωτής (Η σημασ. τον 9. αι., Sophocl. και σήμ.): ο της αταξίας ειρηνευτής Αγαπ., Νέος Παράδ. 434.εκθαμβούμαι,- Γλυκά, Αναγ. 136, Μακρεμβ., Υσμ. 20412, Μανασσ., Χρον. 5272, Καλλίμ. 209, 789, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1530, Αγαπ., Νέος Παράδ. σ. 313· εξεθαβούμαι, Παρασπ., Βάρν. C 448· εξεθαμβούμαι, Βυζ. Ιλιάδ. 1079.
Από το μτγν. εκθαμβέω. Η λ. και στα Ορφικά (L‑S).
(Μέσ.) μένω κατάπληκτος, τρομάζω (Η σημασ. στα Ορφικά, L‑S, λ. εκθαμβέω I): είδαν, εξεθαμβήθησαν, ετράπησαν, εφύγαν Καλλίμ. 209.εκκοπή- η, Μανασσ., Χρον. 5121, Γρηγορίου, Βίος οσ. Ρωμύλ. 1919, Μικρ. χρον. Yale 72r, Αγαπ., Νέος Παράδ. 156.
Το αρχ. ουσ. εκκοπή.
1) (Μεταφ.) «κόψιμο» (συνήθειας, κλπ.) (Η σημασ. μτγν., Lampe, Lex. στη λ. 1): πάσαν εκίνει μηχανήν εις εκκοπήν του πάθους Μανασσ., Χρον. 5121· «… εδίδαξε τους μοναχούς ου μόνον συμπάθειαν, αλλά και την εκκοπήν του θελήματος» Αγαπ., Νέος Παράδ. 156. 2) Σφαγή: έφθειρεν (ενν. ο σουλτάνος) πολύν κόσμον και αφεντάδες μεγάλους εις την εκκοπήν Μικρ. χρον. Yale 72r.επιστόμισις- η.
Από το επιστομίζω και την κατάλ. ‑σις.
Αποστόμωση: εις αισχύνην και επιστόμισιν τινών ολιγοπίστων Αγαπ., Νέος Παράδ. Πρόλ. γ΄.ευκαιραίνω,- Προδρ. I 259, Ασσίζ. 18614, 4385, Μαχ. 3048, 3249, 36034, 48033, 58411, Γεωργηλ., Βελ. 252, Βουστρ. 444, Απόκοπ. 416, Πεντ. Γέν. XXXI 9, 16, Έξ. XII 36, Ρωσσέρ. 205-6, Χριστ. διδασκ. 19· φκαιραίνω, Ασσίζ. 749, 12836, 38832, 47412-3, 48024, 53231, Χούμνου, Κοσμογ. 1891, Πεντ. Γέν. XLII 35, Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 90, Τζάνε, Κρ. πόλ. 42112, 5285.
Από το επίθ. εύκαιρος και την κατάλ. ‑αίνω.
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Αδειάζω: ευκαίραινε τα αγγεία του σίτου και των οσπρίων Αγαπ., Νέος Παράδ. 125· Ευκαίρεσά τη πούρι| τη λεκανίδα και ήμεινε σαν εύκαιρο κιβούρι Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 281 · β) (προκ. για σπαθί) βγάζω από τη θήκη: να φκαιρέσω το σπαθί μου να τους ξεκλερονομήσει το χέρι μου Πεντ. Έξ. XV 9. 2) (Προκ. για τόπο) κάνω να αδειάσει κ.: όρισεν τους Γενουβήσους να ευκαιρέσουν την Κύπρον Μαχ. 13013· τον ληγάτον ορίσαν να φκαιρέσει το νησσίν Μαχ. 9024· εις τρεις ώρες τον έκοψεν ο άγγελος ανθρώπους| χιλιάδες ’γδόντα τέσσαρεις κι ευκαίρεσε τους τόπους Γεωργηλ., Θαν. 343. Β´ (Αμτβ.) υπάρχει έλλειψη· λείπει κ.: Ήτον ο τόπος άνυδρος και το νερό ευκαιραίνει| και από την δίψα ο Ισμαήλ θάνατον ανιμένει Χούμνου, Κοσμογ. 1229. II. (Μέσ.) μένω αδειανός, αδειάζω: διά να πάσι (ενν. οι άγγελοι) να τες φέρουν (ενν. τες ψυχές εις το καθαρτήριο) το καλόν μαντάτο, οπού δεν λακταρούσι άλλοι παρά τέτοιες ευλάβειες και καλές επιθυμίες, με τες οποίες ευκαιραίνεται γλήγορα το Καθαρτήριον Ρωσσέρ. 284-5.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- το, Αγαπ., Νέος Παράδ. 301.