Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Αγαπ., Εκλόγ.

  • περιβόητος,
    επίθ., Διγ. (Trapp) Gr. 3473, Byz. Kleinchron. Ά́ 1037, Έκθ. χρον. 783, 16, Σκλάβ. 47, Κορων., Μπούας 86, 98, 141, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 234v, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 806, 1184, Χρον. σουλτ. 9215, Αρσ., Κόπ. διατρ. [363], Προσκυν. Ιβ. 845 567, Προσκυν. Λαύρ. 874 9420, Προσκυν. Κουτλ. 390 13936, Δωρ. Μον. XXVI, Κανον. διατ. Β 32, Ιστ. Βλαχ. 2526, Προσκυν. Μεταμ. 50 12019· περβόητος, Αρσ., Κόπ. διατρ. [103].
    [Το αρχ. επίθ. περιβόητος. Η λ. και σήμ.]
    1) (Με θετική σημασ.) α) (προκ. για πρόσωπο) ονομαστός, ξακουστός, φημισμένος: Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 391, Δούκ. 3954, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 154r· β) (προκ. για πόλη ή κτίσμα) πασίγνωστος, περίφημος: Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 198, Ιστ. πολιτ. 2316, Ιστ. Βλαχ. 2417 (= Γέν. Ρωμ. 57). 2) (Με αρνητική σημασ.) που έχει μεγάλη αλλά κακή φήμη, διαβόητος: Αγαπ., Εκλόγ. 336, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 16346.
       
  • περισσεύω,
    Σπαν. B 36, Διγ. Z 4068, Σπανός (Eideneier) A 503, 176, D 963, Φλώρ. 925, Σαχλ., Αφήγ. 120, Ιμπ. (Legr.) 94, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 584, Χρον. σουλτ. 8234, 12832, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Β́ 5412, Μαργουν., Βίοι2 273, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 410, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16377, 166204, Αγαπ., Εκλόγ. 336, Εγκ. αγ. Δημ. 106 31, 52, 62, 108111, 111237, Αγαπ., Βίος Ιωάσ. = Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 22836, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιγ́ 12, Παυλ. Φιλ. δ́ 12, 17, Ιστ. Βλαχ. 1460, 2010, 2621, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 722, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1330 οά 2, Λίμπον. 154, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ., 214, 327, 358, 430, Ροδινός (Βαλ.) 93, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 638, 10112, 10213, κ.α.· περισσεύγω, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 151, Πεντ. Γέν. XLIX 4, Πεντ. Λευϊτ. II 3, III 3, Πεντ. Δευτ. XXVIII 55, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 2035, Γ́ 374, Ροδολ. (Αποσκ.) Πρόλ. 37, Β́ 44, 139, 141, 509, Γ́ 41, 426, 559, Έ 104, Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 27, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 32915, 4423· περιττεύω, Rechenb. (Vog.) 204· περσεύγω, Πεντ. Έξ. XII 10, XVI 18, 19, 20, XXII 30, XXVI 12, XXIX 34, XXXVI 7, Λευϊτ. II 10, VI 9, X 12, XIX 6, XXII 30, Αρ. III 46, IX 12, XXXIII 55, Δευτ. XXVIII 54, XXX 9· περσεύω, Χρον. Μορ. H 411, 434, Χρον. Μορ. P 434.
    Το αρχ. περισσεύω. Ο τ. περισσεύγω στο Βλάχ. (περισεύγω) και σήμ. στο τσακων. ιδίωμα (Κωστ., Λεξ. τσακων.). Ο τ. περιττεύω ήδη αρχ. και σήμ. Ο τ. περσεύγω και σήμ. στην Άνδρο (Βογιατζ., Γλώσσα Άνδρ. Γ́ 11, λ. περίσσος). Ο τ. περσεύω σε ελληνοεβραϊκά άσμ. των Ιωαννίνων (Schwartz-Athanassakis, MGSY 3, 1972, 216, 202) και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.). Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) Ξεπερνώ κάπ. /κ. (σε κ.), είμαι ανώτερος από κάπ. /κ. (σε κ.): Ω Αβραάμ, τη μάχαιρα γιάγειρε στο φηκάρι·| τσ’ αγγέλους επερίσσεψεν η εδική σου χάρη Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 942· ο μέγας Δημήτριος ... νεός εις την ηλικίαν, μα εις την φρόνησην και σοφίαν επερίσσευε τους γέροντας Εγκ. αγ. Δημ. 10772· να κοπιά, με τσ’ αρετής τσι στράτες, να γυρεύγει| πασακιανείς στό δύνεται τσ’ άλλους να περισσεύγει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 282· (προκ. για ύψος): μια πιθαμή επερίσσευγε (ενν. ο αφέντης της Σκλαβουνιάς) τον πλια μακρύ αντρειωμένο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β 268· (προκ. για ηλικία): Ευρίσκετον ο Μωυσής στους χρόνους ογδοντάρι| ο Ααρών επέρσευεν αυτόν ένα πεντάρι Χούμνου, Κοσμογ. 2254. 2) α) Παρέχω, χορηγώ σε κάπ. πλεόνασμα, αφθονία (αγαθών): και να σε περσέψει ο Κύριος εις καλό εις καρπό της κοιλιάς σου και εις καρπό του χτήνου σου και εις καρπό της ηγής σου Πεντ. Δευτ. XXVIII 11· β) διαθέτω κ. σε αφθονία, έχω πλεόνασμα από κ.: Πόσοι στιχητοί του πατρός μου περισσεύσουσι ψωμί και εγώ χάνομαι από την πείνα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ιέ 17. 3) Αυξάνω, μεγαλώνω κ.: έδωσε (ενν. ο Μπαγιαζίτης) των γιανιτσάρων πολλά χαρίσματα και επερίσσεψε τον λοφά τους Χρον. σουλτ. 12514. 4) α) Αφήνω (σε κάπ.) υπόλειμμα/ υπόλοιπο (από κ.): να ανέβει (ενν. η ακρίδα) ιπί την ηγή την Αίγυφτο και να φάει όλο το χορτάρι της ηγής, το όλο ος επέρσεψε το χαλάζι Πεντ. Έξ. X 12· να φάει (ενν. έθνο αδιάντροπο) τον καρπό του χτήνου σου και τον καρπό της ηγής σου ως να ’ξαλειφτείς· ος να μη περσέψει εσέν σιτάρι, μούστο και λάδι Πεντ. Δευτ. XXVIII 51· β) (μεταφ., με είδος σύστ. αντικ.): αφανιάσαμε το παν κάστρο αθρώπων και τις γεναίκες και το νήπιο, δεν επερσέψαμε απομονάδι Πεντ. Δευτ. II 34. B́́ Αμτβ. 1) Πλεονάζω, είμαι περισσότερος απ’ ό,τι χρειάζεται: Αρσ., Κόπ. διατρ. [695], Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) 5413. 2) Αυξάνομαι, μεγαλώνω, γίνομαι περισσότερος, εντείνομαι: έβλεπεν και τον αμιράν η κόρη πως επερίσσευεν η λύπη του και εκινδύνευε να τρελαθεί από τα πολλά δάκρυα, διότι η πολλή η θλίψις εβγάνει πολλάκις τον άνθρωπον απ’ τον νουν του Διγ. Άνδρ. 3321011· Και έπαιρνεν (ενν. η Μαξιμώ) τα χέρια μου και εγλυκοφίλει τα. Αμή εμένα ολοένα ο θυμός επερίσσευέ με και η φλόγα της καρδιάς μου περισσότερον εξήπτεν και πάντοτε εσπούδαζα να αποφύγω την αμαρτίαν Διγ. Άνδρ. 3969. 3) α) Απομένω (ως υπόλειμμα/ υπόλοιπο): και τό περισσεύγει εις το κρέας και εις το ψωμί εις την ιστιά να κάψετε Πεντ. Λευϊτ. VIII 32· Από τες τέχνες τες πολλές που ξεύρει το κορμί μου| ποτέ δεν περισσεύγουσιν δυο άσπρα στο πουγγί μου Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 1470· (μαθημ.): Κράτει αριθμόν οίον βούλει και ύφελε εξ αυτού το γ́ και δ́ του τοιούτου αριθμού και ας περιττεύσει γ́ και δ́ ακεραίου ενός Rechenb. (Vog.) 332· β) (προκ. για πρόσωπο) (απο)μένω (ζωντανός), επιζώ: ότι είπεν ο Κύριος αυτωνών· απεθαμό να απεθάνουν εις την έρημο, και δεν επέρσεψεν από εκείνους ανήρ, ότι μόνο ο Καλεβ υιός του Ιεφουννε και ο Ιοσουα υιός του Νουν Πεντ. Αρ. XXVI 65. 4) Υπερέχω, υπερτερώ, υπερισχύω: Τούτος (ενν. ο Αμύντας) μιαν κόρ’ ηγάπησε ...| π’ απ’ όλες επερίσσευγε κι έλαμπε η ομορφιά της Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [472]. Φρ. αρκώ/ κάνω/ σώνω (και) περισσεύω = φτάνω και περισσεύω, είμαι υπεραρκετός: Αρκούν σε νυν τά έπαθες και περισσεύσουσίν σε,| πως πάσχεις ως παντόρφανος κι αποξενιτεμένος Σπαν. A 34· δι’ εκείνην ζω και πορπατώ, άλλην χαράν ου θέλω,| κανεί με, περισσεύει με ο πόθος της ωραίας,| ο πόθος της ερωτικής κόρης της Πλάτζια-Φλώρας Φλώρ. 786· ήσωσε κι επερίσσεψε το πράμαν οπού εγίνη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1200. II. Μέσ. Ά (Μτβ.) διαθέτω κ. σε αφθονία, έχω πλεόνασμα από κ.· (εδώ προκ. για βάσανα, ταλαιπωρίες): εκράτουν τούτην την ζωήν πολλούς καιρούς και χρόνους,| και περισσεύθηκα πολλούς παραδραμούς και πόνους Σαχλ., Αφήγ. 160. Β́ (Αμτβ.) διαθέτω περίσσευμα: Διατί κάθε ένας οπού έχει θέλει του δοθεί και θέλει περισσευθεί· αμή απ’ εκείνον οπού δεν έχει, και εκείνο οπού έχει θέλει παρθεί απ’ αυτόν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κέ 29. Η μτχ. παρκ. περισσευγάμενος ως επίθ. = α) υπερβολικός, υπέρμετρος: ως γιον το κρασίν μεθυά τα κορμιά, ίτσου πολομά το περισσευγάμενον θέλημα της συντυχιάς Ξόμπλιν 130r· ένι (ενν. η νυκτιρίδα) … το περίτου λουξουριούζικον κτηνόν ... και για το περισσευγάμενον θέλημαν τό έχει ... δεν κρατεί κανέναν όρδινον φυσικόν εις το μείσμαν, ... αμμέ το αρσενικόν με το αρσενικόν και το θηλυκόν με το θηλυκόν ίτσου ως γιον να βρεθούσιν σμίγουνται αντάμα Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 148· β) περιττός: Αθ θέλεις να αγαπήσεις την τεμπεράντσαν, έβγαλε ούλα τα πράματα τα περισσευγάμενα απού πάνου σου Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 135. Το ουδ. της μτχ. παρκ. (περισσευγάμενον) ως ουσ.= 1) Το περίσσευμα: Τά απού κανισκεύγει απού τα περισσευγάμενά του, απρόσδεκτον και ατζέτιαστον είναι το κανίσκιν του Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 583. 2) Η υπερβολή· (εδώ. προκ. για τη φλυαρία): το περισσευγάμενον της γλώσσας Ξόμπλιν 131v.
       
  • σκληραγωγία
    η, Μαργουν., Βίοι2 274, Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 14229, 15823, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 62, 207.
    Το μτγν. ουσ. σκληραγωγία. Η λ. και σήμ.
    Σωματική καταπόνηση, ταλαιπωρία, ως άσκηση και τρόπος ζωής: διά την πολλήν σκληραγωγίαν του εχώρησα από ταύτον μη δυνάμενος ο αμελής εγώ και ράθυμος να υποφέρω τους πολλούς κόπους της ασκήσεώς του και την υπομονήν και κακουχίαν του σώματος οπού έκανε Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 84· Ημείς, αδελφέ, διάγομεν στενοχωρημένην ζωήν, νηστεύομεν και κοπιάζομεν άμετρα, υπομένοντες πολλήν σκληραγωγίαν και κάκωσην. Και εσύ είσαι συνηθισμένος εις άνεσην σώματος και δεν δύνεσαι να υπομένεις την ακρίβειαν της ασκήσεως Αγαπ., Εκλόγ. 336.
       
  • στενοχωρώ,
    Ιερακοσ. 43526, Gesprächb. 307, Λίβ. διασκευή α 974, 1645, 2798, Λίβ. Esc. 1687, 1706, 2670, Λίβ. Va 2446, Notizb. 80, Μαχ. 46614, 46815, 58627, Δούκ. 797, 2655, Θησ. Δ́ [23], Βουστρ. (Κεχ.) 1307, Ιστ. πολιτ. 1718, Hist. imp. (Iadevaia) IIb 1788, Ιστ. Βλαχ. 170, 1722, Ψευδο-Σφρ. 16010, 2043, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 86r, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 338, Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. Κ 71, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4338, 7059, κ.α.· σθεναχωρώ, Λίβ. Va 763· σταναχωρώ, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιή́ 28 (αν δεν πρόκ. για εσφαλμ. γρ.)· στεναχωρώ, Λίβ. Va 1544, 1560, Πεντ. Έξ. XΧIII 9, Αρ. X 9, XXV 17, Δευτ. II 9, XV 2, XXVIII 53, κ.α. Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. γ́ 9, έ́ 24· στενεχωρώ.
    Η λ. στον Ιπποκράτη. Ο τ. σταναχωρώ και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Ο τ. στεναχωρώ με επίδρ. του επιρρ. στενά (Μπαμπιν., Ετυμ. λεξ., στη λ., Hesseling [Πεντ. Εισαγ. σ. XXVI])· απ. το 10. αι. (TLG) και σήμ. Ο τ. στενεχωρώ από αφομ. (Hesseling, ό.π.). Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) Περιορίζω κάπ. ή κ. σε μικρό χώρο· στρυμώχνω, πιέζω: Διδάσκαλε, οι όχλοι σε σφίγγουν και σε στεναχωρούν, και λέγεις «Ποίος είναι οπού με επίασε;» Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ή́ 45· είδιεν το μουλάρι τον άγγελο του Κύριου και εστεναχωρέθη προς το τείχο και εστεναχώρεσεν το ποδάρι του Βιλεαμ προς το τείχο Πεντ. Αρ. XXII 25· (μεταφ.): Έχω εγώ και περί τούτων άλλα πολλά λέγειν, τα οποία με στενοχωρά η ώρα και δεν τα λέγω Πηγά, Χρυσοπ. 75 (20). 2) α) (Μεταφ.) προκαλώ δυσκολίες σε κάπ., πιέζω, παρενοχλώ· (εδώ προκ. για πολιορκία): Αυτός δε συνάξας τα φοσσάτα απήγεν εις το Διδυμότειχον κατά του Καντακουζηνού και απέκλεισεν αυτόν. Έκαυσε δε και τα δεμάτια του θέρους όλα, και εστενοχώρησεν αυτόν πολλά Byz. Kleinchron. Á́ 8342· εις τους ͵αυξγ́ εστενοχώρησεν ο ρε Τζακ την Κερυνείαν τόσον πολλά, ότι πίον ζωήν δεν είχαν Βουστρ. (Κεχ.) 1346· (με σύστ. αντικ.): ιδού η κραυγή των παιδιών του Ισραέλ ήρτεν προς εμέν και απατά είδα το στενεχώρεμα ος η Αίγυφτο στενεχωρούν αυτουνούς Πεντ. Έξ. III 9· β) (αμτβ.) δυσκολεύομαι: Στενοχωρεί δε ο ιέραξ εις το τραφήναι, βίᾳ τε καταπίνει Ιερακοσ. 4394. 3) α) Προκαλώ δυσάρεστα συναισθήματα σε κάπ.· λυπώ, θλίβω: Η φυλακή και θάνατος και χείρων του θανάτου (παραλ. 1 στ.)· οίαν αν είπῃς κόλασιν, παχυμερώς κολάζει,| παχυμερώς στενοχωρεί και θλίβει και δαμάζει Γλυκά, Στ. 141· Αλήθεια την πατρίδα σου και όλους τους εδικούς σου| θλίβεις, λυπείς, στενοχωρείς, πικραίνεις, θανατώνεις Λίβ. διασκευή α 670· β) (σε ιδιάζ. σύντ. με αντικ. αυτοπαθ. αντων.) βρίσκομαι σε αμηχανία· ανησυχώ, αγωνιώ: εστράφηκαν οι αποκρουσάροι προς τον Ιαακώβ του ειπεί· ήρταμε προς τον αδερφό σου … και απατά πγαίνει συναπαντίς σου και τετρακόσιοι ανήρ μετά αυτόν. Και εφουβήθην ο Ιαακώβ πολλά και εστεναχώρεσεν αυτουνού Πεντ. Γέν. XXXII 8. II. Μέσ. 1) Δεν έχω αρκετό χώρο· στρυμώχνομαι: καθήμενος (ενν. ο άρεσκος) εις το τραπέζι οπού τον εκάλεσαν, να παρακαλέσει τον οικοκύρην να φέρει τα παιδία του· και φέρνοντάς τα ... να τα αφήνει να κοιμούνται εις τα γόνατά του, αγκαλά και στενοχωράται Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 122· Ο δε Μωσής εισδύς ευθύς τῃ πέτρα εκρυβήθη (παραλ. 1 στ.)· πρηνής στενοχωρούμενος στην πέτραν κατεπόθη| κι η πέτρα εκ της στενωσιάς ως ζύμη εσηκώθη Παϊσ., Ιστ. Σινά 101· (σε μεταφ.): Επεί λοιπόν γνωρίζομεν λοξά περιπατούμεν,| πρέπει να την αφήσομεν την στράταν που κρατούμεν (παραλ. 4 στ.). Και αυτή οπού δείχνει εδώ πλατεά, εκεί στενοχωρούνται| όσοι την επεράσασιν, και κλαίουσιν και λυπούνται Πένθ. θαν.2 575. 2) α) (Μεταφ.) δυσκολεύομαι, πιέζομαι (από κ. ή εξαιτίας μιας κατάστασης): Εκεί που περπατούσασι (ενν. σκύλος και πετεινός), κάπου βραδιαστήκαν,| δεν είχαν πού να κοιμηθούν και στενοχωρηθήκαν,| και διά τούτο εις δενδρόν κι οι δύο διαβήκαν,| μήνα ευρούν ανάπαυσην πολλά εννοιαστήκαν Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 354· περνώντας καιρός έρχεται και ο χειμώνας και στενοχωρούμενος από ζωοτροφήματα ο εχθρός μας ημπορούμεν εύκολα να τον νικήσομεν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 383· (προκ. για πολιορκία): αφόν εβάλαν την κατούναν έξω οι Γενουβήσοι, κανένας δεν ετόλμησεν έξω να βγει, μάλλον το κτηνοβόλιν τό είχαν έξω επήραν τα· διά τούτον εστενοχωρήθησαν Μαχ. 52419· (μτβ.): εις το παλάτιν τρέχει,| αλλ’ ότι μη παρά στιγμήν εις το παλάτιν φθάνει,| στενοχωρείται τον καιρόν, αγανακτεί την ώραν| και κατακρίνειν ήρξατο την των ανθρώπων φύσιν,| ότι μη ταύτην έπλασεν υπόπτερον να τρέχει Καλλίμ. 1547· β) αισθάνομαι δυσφορία, ανησυχία: θήσεις αυτόν (ενν. τον ιέρακα) ή εις τράπεζαν ή εις κράβατον, όπου σιγή και ηρεμία εστίν. Ει γουν συσφίγγεται, ήτοι στενοχωρείται, γίνωσκε τούτον υγιαίνειν Ορνεοσ. αγρ. 53024‑25. 3) Λυπάμαι, θλίβομαι: Θέλει ο στρατιώτης τό πονεί και η κόρη να το μάθει| και πώς το ’πείν ουδέν έχει και σφάζει τον εαυτό του·| στεναχωρείται, ουκ ημπορεί, πνίγεται εκ την λύπην Λίβ. Va 1405· (σε ιδιάζ. σύντ.): Όνταν στεναχωρεθεί εσέν και να σε βρουν όλα τα λόγια ετούτα ... και να στραφείς ως τον Κύριο τον Θεό σου και ν’ ακούσεις εις τη φωνή του Πεντ. Δευτ. IV 30· (σε παροιμ. φρ.): Δάρειε βασιλέα, … μηδέν πικραίνεσαι, ότι το καράβι το μέγα, όταν πέσει, πολλά στενοχωράται Διήγ. Αλ. G 27235. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) Περιορισμένος, στρυμωγμένος, πιεσμένος: αν κανείς πιάσει ένα βαθουλόν και σκαμμένον καθρέφτην και βάλει τον εμπροστά εις τες ακτίνες του ηλίου, μέσα εις τον καθρέφτην εκείνον ανάφτει φωτιά ... Διότι, όντας εις εκείνον τον βαθουλόν καθρέφτην τόσες ακτίνες μαζωμένες και στενοχωρημένες, αντικτυπώντας μία με την άλλην εύκολα πιάνει φωτιά Ροδινός (Βαλ.) 115. 2) Στερημένος από υλικά αγαθά, από οικονομική άνεση: Ημείς, αδελφέ, διάγομεν στενοχωρημένην ζωήν, νηστεύομεν και κοπιάζομεν άμετρα υπομένοντες πολλήν σκληραγωγίαν και κάκωσην. Και εσύ είσαι συνηθισμένος εις άνεσην σώματος και δεν δύνεσαι να υπομένεις την ακρίβειαν της ασκήσεως Αγαπ., Εκλόγ. 336· (ως ουσ.): να είσαι εις ωφέλειαν πολλών αδικημένων,| πολλών πτωχών και ορφανών και στενοχωρημένων Ιστ. Βλαχ. 12. 3) Θλιμμένος, δυστυχισμένος· (εδώ) που φέρνει θλίψη, στενοχώρια: εις τόπους ξένους λυπηρούς και στενοχωρεμένους Αλφ. ξεν. Αθ. (Μαυρομ.) 50.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης