Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 7 εγγραφές  [0-7]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Αγαπ., Αμαρτ. Σωτ.

  • πίστωσις ‑ση
    η, Θεολ., Τζίρ. 3567, Σφρ., Χρον. (Maisano) 1302, Ψευδο-Σφρ. 5128, Αγαπ., Αμαρτ. Σωτ. 412, Διγ. O 926· πιστίωσις.
    Το αρχ. ουσ. πίστωσις. Ο τ. πιθ. με επίδρ. του ουσ. πιστιοσύνη (βλ. ά. πιστοσύνη). Η λ. στον τ. πίστωση και σήμ.
    1) α) Επιβεβαίωση· διαβεβαίωση: Μαχ. 5086, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 17· β) επικύρωση: ελθών ο νοτάριος, προστάξας ο βασιλεύς είπεν αυτῴ: «Προείπομέν σοι προς τίνα και τίνα έδει σε γράφειν τας της πιστώσεως επιστολάς, οις γράψον, ότι μέλλουσι μαθείν το παν υπό του μεγάλου λογοθέτου Γεωργίου του Φραντζή. Και ει μεν ζήσωμεν και πρόσω, γράψεις αυτόν και συγγενή ημών ...» Ψευδο-Σφρ. 37625. 2) α) Εγγύηση: ο σχολαστικός είπεν: «... τι να είναι το στοίχημά μας;» Και ο Ξάνθος είπε: «Όλον μου το σπίτιον να βάλω». Και ευθύς έδωκαν τα δακτυλίδιά τους εις πίστωσιν και εβεβαίωσαν την σύμβασίν τους Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Δ́ 10827· β) (εδώ) εγγύηση νομιμότητας εμπορεύματος: ένι κρατημένος (ενν. εκείνος οπού επώλησεν το πράγμαν) να του ποίσει (ενν. εκείνου οπού ηύραν το πράγμαν επάνω του) εκείνον τό του επούλησεν και με πιστίωσιν, ή να του στρέψει την τιμήν Ασσίζ. 19227. 3) Παροχή δανείου, πίστωση: Εάν γένηται ότι είς άνθρωπος του κουμμουνίου δανείζει ετέρου ανθρώπου μάρκα οπού χρήζει να το έχει εις πίστωσιν ή έτερον τίποτες πράγμαν, και διά ταύτην την εμπίστιωσιν πολεμούν να τους ποίσουν γράφος νοταρικόν ... Ασσίζ. 10422. — Βλ. και εμπιστίωσις.
       
  • πνευματικά,
    επίρρ., Αγαπ., Αμαρτ. Σωτ. 412, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1640 μζ́ 9, Χριστ. διδασκ. 151.
    Από το επίθ. πνευματικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    Σύμφωνα με το θέλημα του Αγίου Πνεύματος: ζεις σαρκικά, ως θέλει η σάρκα, και κάμνει χρεία να ζεις πνευματικά, ως θέλει το Άγιον Πνεύμα Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 12535.
       
  • προπομπή
    η, Αγαπ., Αμαρτ. Σωτ.  413.
    Το αρχ. ουσ. προπομπή. Η λ. και σήμ. λόγ. (Κριαρ., Λεξ.).
    α) Ξεπροβόδισμα, κατευόδιο· (εδώ σκωπτ.): Σήμερον ο σπανός προπομπήν πορεύεται της ωραίας πατσάδος γενειάδος του Σπανός (Eideneier) A 22· β) γιορτινή πομπή· τιμητική συνοδεία: μετά χαρμονής ...| και προπομπής βασιλικής ...| προς τον αυσονοκράτορα συν σοι καταλαμβάνουν (ενν. οι συγγενείς) Επιθαλ. Ανδρ. Β′ 552· γ) (προκ. για κηδεία) νεκρική πομπή: Τῳ ͵στωξθ́ έτει ... εκοιμήθη ο μέγας δουξ, Νικήτας ο Σχολάρις· ότε και ο βασιλεύς μεγάλως ελυπήθη επιστάς εν τῃ προπομπῄ της εξόδου αυτού Πανάρ. 7322.
       
  • σπλάγχνος,
    το, Βέλθ. 49, 52, Σαχλ. Ά́ (Wagn.) PM 29, Λίβ. Esc. 2051, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 772, Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 109, 118, 182, 367, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 955, Σουμμ., Παστ. φίδ. Á́ [1068], Γ́ [366], Έ́ [1132], [1185], [1242], [1453], Μαρκάδ. 87, Διακρούσ. Αφ. 28, Διαθ. 17. αι. 1075· σπλάχνος, Καλλίμ. 44, 48, Χρον. Μορ. H 2264, 2458, 5698, 7721, 8917, Χρον. Μορ. P 2458, 6526, 6736, 8883, κ.α., Λίβ. διασκευή α 1952, 2206, Φαλιέρ., Ενύπν.2 1, Λίβ. Va 1898, 3948, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1014, Πένθ. θαν.2 118, Πηγά, Χρυσοπ. 294 (3), Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 35, 696, 875, 4950, Πανώρ.2 Αφ. 33, Β́ 384, 493, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 49, Γ́ 414, Δ́ 391, 667, Έ́ 346, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά́ 154, Πιστ. βοσκ. I 3, 67, 4, 271, II 1, 379, 2, 267, III 3, 134, Βοσκοπ.2 51, 54, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 2116, Β́ 648, 793, Γ́ 835, Δ́ 264, Έ́ 81, 152, 1281, κ.α., Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 50, 967, 1106, Στάθ. (Martini) Ιντ. ά́ 8, Γ́ 463, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 79, 683, Β́ 116, 238, Έ́ 248, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 53, 56, Γ́ 379, 658, Έ́ 91, 126, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 3658, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 28528, 55825.
    Από το σπλαγχνίζομαι υποχωρ. (Ανδρ., Λεξ., λ. σπλάχνος, Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 64). Ο τ. σε κείμ. του 18. αι. (Δαβίδ 45, 356, 475, κ.α.) και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. B́ 794, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν.) και στο ΑΛΝΕ. Τ. σπλάγνος σήμ. ιδιωμ. (Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.). Η λ. το 12. αι. (LBG) και σε κείμ. του 18. αι. (Μετάφρ. Κωμωδ. Μολιέρου (Μηνάς) 208).
    1) α) Ευσπλαχνία, συμπόνια, οίκτος: Παινώ πολλά το σπλάγχνος σου, ότ’ είναι των ανθρώπων| εις τους θλιμμένους να ’χουσι λύπην με κάθε τρόπον Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1032]· ο πλάστης του κόσμου ... ως κατάδικος είναι παραδομένος, ... τριγυρισμένος από κλέπτες, από φονιάδες, από χαραμίδες, οι οποίοι χωρίς να έχουσι καμίαν λύπην (σπλάχνος) … και εμπαίζουσι και βλασφημούσι και θανατώνουσι Lucar, Sermons 135· Κύριε, απής μετάθεση δεν έχει το μαντάτο| που μου ’φερεν ο άγγελος εδώ στον κόσμο κάτω| κι απήτις και το ζήτημα που μου ’καμες, Θεέ μου,| δεν έχει πλιο μετανιωμό, με σπλάχνος γροίκησέ μου:| έπαρ’ τονε τον Ισαάκ και μη μου τον αφήσεις,| μα να του δώσει θάνατον ο κύρης μη θελήσεις Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 78· τους περασμένους χρόνους εκατοίκα εις εκείνον τον τόπον είς χωρικός πλουσιότατος από πρόσκαιρα πράγματα, από δε σπλάγχνος και έλεος προς τους δεομένους, πτωχός και άμοιρος Αγαπ., Αμαρτ. σωτ. 411· β) μεγαλοψυχία, επιείκεια: Στα πταίσματα σ’ επόλυκεν (ενν. ο Ιησούς) τά ’πταισες εις εκείνον,| με σπλάγχνος σου ’πεν: «Πάγαινε, τες αμαρτιές σου αφήνω» Σκλέντζα, Ποιήμ. 122· Σημάδι μεγαλύτερο στο σπλάχνος το περίσσο| της αφεντιάς σου, αφέντη μου, δε χρήζω να γνωρίσω,| σαν το συμπάθιο που ’λαβα σήμερον από σένα| στο φταίσιμο τ’ αμέτρητον απὄχω καμωμένα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 369· Τῃ δε ερχομένῃ ημέρᾳ ήλθεν ο Σελήμ προς τον πατέρα του και με πολλήν ταπείνωσιν έπεσε και εφίλησε τους πόδας του, ζητώντας συγχώρησιν εις την αυθάδειαν οπού εις αυτόν έδειξεν. Ο δε Μπαγιαζίτης ο πατήρ του ολίγον εγέλασε, και με σπλάγχνος πολύ τον εδέχθηκε, λέγοντάς του· το πταίσιμόν σου, παιδί μου, είναι τόσον μεγάλον, οπού βλέπω, και εσύ ατός σου το εμετανόησες, διά τούτο μετά χαράς σου συγχωρώ Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 349· Άρχοντες διακριτικοί κλεινών Ιωαννίνων (παραλ. 3 στ.) δέομαι και παρακαλώ τους στίχους να δεχθείτε| με σπλάγχνος να τους πιάσετε και οι δύο να τους ιδείτε Τζάνε, Κατάν. Αφ. 82· γ) βοήθεια, συμπαράσταση, υποστήριξη: θέλω να αφηγήσομαι από τον ρήγαν Κάρλον,| την πράξιν όπου έποικεν, το σπλάχνος όπου εδείξεν| ετότε προς τον πρίγκιπα εκείνον του Μορέως (παραλ. 7 στ.) ... ορίζει κι έκραξαν έναν του καβαλλάρην, (παραλ. 2 στ.) Λέγει του· «Θέλω να απελθείς εκείσε εις τον Μορέαν| εις συμμαχίαν του πρίγκιπος, όπου έν’ συμπέθερός μου,| με ρογατόρους εκατόν απάνω εις τα φαριά τους| και διακοσίους ομοίως πεζούς όλοι εκλεκτοί κι εκείνοι ...» Χρον. Μορ. H 6523· όρισεν γαρ ο πρίγκιπας, κράζουν τον λογοθέτην, (παραλ. 1 στ.) τον αφέντην της Καρύταινας, και λέγει προς εκείνους·| «Είδατε σπλάχνος και τιμήν, τήν μ’ έποικεν ο ρήγας| κι έστειλε τον μισίρ Γγαλεράν μετά τους ρογατόρους| εις συμμαχίαν, βοήθειαν όλου του πριγκιπάτου.| Εν τούτῳ λέγω προς εσάς· Δότε με την βουλήν σας| το τι τιμήν κι ευεργεσίαν να ποιήσομεν προς αύτον Χρον. Μορ. H 6736. 2) Αγάπη, στοργή, συμπάθεια, τρυφερότητα: θυμούμαι, Φρατζισκή, το πώς είσαι εβγαμένος| και είσαι μεγάλου ανθρώπου υιός, ακριβοαναθραμμένος,| και είχα με τον πατέρα σου μεγάλην πολύ φιλίαν,| δείπνους και γιόματα πολλά και σπλάγχνος κι ομιλίαν Σαχλ. N 26· Όσ’ είστε φίλοι αληθινοί, έχετε γειαν κι ας μείνει| μιτά σας πάντα η φιλιά και του Θεού ειρήνη·| εγώ μισεύγω σώματι, αμμέ το πνεύμα μένει| μιτά σας πάντα κι η φιλιά με σπλάχνος δεδημένη Κυπρ. ερωτ. 1334· Δεν έχει ο κύρης κρατημό, μηδέ η καημένη μάνα,| τρέχουσι και με κλάηματα τον επεριλαμπάνα.| Δεν εχορταίναν οι φτωχοί το σπλάχνος να του δείξου,| δεν το λογιάζασινε πλιο μ’ έτοιον υγιό να σμίξου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ́ 1385· Ο ... βασιλεύς απήλθεν εις αυτόν (ενν. τον Ιωάσαφ), και δεν τον εκοίταξε με αγάπην και σπλάχνος ως πρότερον, αλλά είπεν αυτῴ οργιζόμενος· « ... συ ύβρισες το γήρας μου, ετύφλωσες το φως μου …» Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 1589· (σε παροιμ. φρ.· βλ. και Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. Παροιμ. σ. 782]): Εύκολον είναι το παιδί, με το γονή του α σφάλει| και του οργιστεί, στο σπλάχνος του να το γιαγείρει πάλι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ́ 1192· (σε περίφρ. για να δοθεί έμφαση): Πάλι απέ το πιττάκιν σου και απέ τα γράμματά σου (παραλ. 3 στ.) έμαθα της αγάπης σου το σπλάγχνος το εις εμέναν Λίβ. Esc. 1829· Αν έν κι εσύ ’σαι δίδυμος για μέναν,| πώς κείν’ το σπλάχνος της φιλιάς αφήκα; Κυπρ. ερωτ. 1372· (προκ. για ερωτικό πόθο, πάθος): Ήλθεν η ώρα, εθέκασιν αλλήλως εις την κλίνην,| να δείχνει σπλάγχνος περισσόν και να περιλαμπάνει| και να φιλεί τον άνδραν της και να μηδέν χορταίνει Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2050· όντε σ’ αγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου| και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τα δικά σου,| όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει,| θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν’ αποθάνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1379· η νύφη, απού μ’ ελόγιαζεν άντρα τση, στην πλευρά μου| άλλη ώραν απακούμπιζεν, άλλη στα γόνατά μου,| και ποθητή τον πόθο τση με σπλάχνος έδειχνέ μου Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 223. 3) α) Ευγένεια, αβρότητα, φιλική διάθεση: επρόβαλεν από μακρά είς νιος καμαρωμένος· (παραλ. 6 στ.) Γλυκάρετος εκράζετο κι ως ήρθε οπού ’σα οι άλλοι,| με σπλάχνος τσ’ εχαιρέτησε και μ’ αρχοντιά μεγάλη| κι όλοι τον αγαπήσασι κι ας δεν τονε γνωρίζου,| γιατί οι ανθοί της αρχοντιάς από μακρά μυρίζου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 292· Σιμώνει (ενν. ο Νικόστρατος) του Χαρίδημου και λέγει του: «Αντρειωμένε,| άλλος επά στη δύναμην ωσάν εσέ δεν έναι (παραλ. 4 στ.) και με λιοντάρι πολεμώ, κέρδος δεν ανιμένω,| μα ό,τι κι α χάσω μετά σε δεν το κρατώ χαημένο».| Θωρεί τον ο Χαρίδημος με σπλάχνος του σιμώνει| κι από τα νύχια ως την κορφή τον αποκαμαρώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1955· β) αφοσίωση: Μηνούν και λέγουν: «’Ηξευρε, Λουνάρδο, εποίκαμέν σε| αποκρισιάρην σήμερον, να υπάς εις τα Παλάτια,| να εσμίξεις με τον αμιράν και ... να ποίσεις| αγάπην τέλειαν μετά μας, τα σκάνδαλα να λείψουν».| Πάλιν εγώ ο πολυπαθής, ως διά να δείξω τέλεια| το σπλάγχνος, την υπακοήν και καθαράν αγάπην,| τήν είχα στο κουμούνι μου, ετάχθηκα προθύμως Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1310· Έγραψεν ο ευνουχόπουλος τον Λίβιστρον ως δούλος| «Δούλος σου ανεγνώριστος, σκλάβος αλλ’ εδικός σου (παραλ. 1 στ.) γράφει πιττάκιν, δίδει σε, Λίβιστρε, γης τοπάρχα,| να μάθεις από την γραφήν ότι δουλώνεταί σε· (παραλ. 2 στ.) ... το σπλάχνος το εμόν γνώρισε προς εσένα| διάκρινε την δούλωσιν την σε εκατεδουλώθην Λίβ. Va 1441· γ) καλοσύνη: Χρουσάφι δε μ’ εκόμπωσε, δε μ’ ενικήσα αθρώποι,| δε μ’ επλανέσα βασιλιώ χαρίσματα ουδέ τόποι,| μα σπλάχνος κόρης όμορφης και κάλλη πλουμισμένα| τόση φωτιά στα σωθικά μου ρίξαν τα καημένα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 265· (σε υπερβολή): η αγάπη απού βαστώ στην Αρετούσα η τόση| το νου μου και τη θέληση μ’ αλλάσσει και τη γνώση| και ζιω για κείνη μοναχάς στον κόσμο ... (παραλ. 1 στ.) Γιατί το σπλάχνος τ’ άμετρο κι οι εμιλιές τση οι άξες,| η φρόνεσή τση, οι τάξες τση και τιμημένες διάξες| οπού κρατεί, μπορούσινε τον Άδη να μερώσου Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 249. 4) α) Τέκνο, παιδί: ως το έμαθεν και ήκουσεν ετότε ο Δεσπότης| ότι έρχετον ο πρίγκιπας, εξέβη εις απαντήν του·| στα Λεσιανά απαντήθησαν, χαράν μεγάλη εποίκαν·| «Καλώς ήλθες, ο πρίγκιπας, καλώς ο ανεψιός μου,| αρτίως θεωρώ κι εγνώρισα των συγγενών το σπλάχνος» Χρον. Μορ. H 8883· (σε προσφών.): Να ηξεύρεις (ενν. Αλέξανδρε), αφότις εχωρίστηκα εις την Μακεδονίαν την βασιλείαν σου, σπλάχνος μου, παμφίλτατε υιέ μου, η καρδίτσα μου ουδέν εχάρην Διήγ. Αλ. F (Konst.) 16812· β) (εδώ σε περίφρ. προκ. για τον αδελφό): Βέβαιον τώρα, Βέλθανδρε, το αδελφικό σου σπλάγχνος| ηρνήσω και εκράτησας της ξενιτείας την στράταν; Βέλθ. 136. — Βλ. και σπλάγχνον.
       
  • στερρότης ‑τητα
    η.
    Το αρχ. ουσ. στερρότης (TLG).
    1) Στερεότητα, σταθερότητα: λίμνη ... τόσον βαθέα, οπού δεν έχει τινάς στερρότητα γης, όσας οργίας σχοινί και αν βάλλουσιν Αγαπ., Αμαρτ. σωτ. 412. 2) (Μεταφ.) ευθύτητα, ακεραιότητα, τιμιότητα: τό λες να ’ρχεται απ’ αγάπης| και από στερρότηταν ψυχής Φαλιέρ., Ιστ.2 724 κριτ υπ. — Βλ. και στερεότης ‑τητα.
       
  • σύσσωμος,
    επίθ., Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 9088.
    Το μτγν. επίθ. σύσσωμος. Η λ. και σήμ. λόγ.
    1) Ενωμένος σε ένα σώμα· (εδώ προκ. για την ένωση με το Χριστό στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας): η μεν ουσία του άρτου μεταβάλλεται, ίνα εν ημίν το μυστήριον ενεργεί, και συσσώμους ημάς ποιεί του Χριστού Lucar, Sermons 86. 2) Με όλο (μου, σου, του, κλπ.) το σώμα, ολόκληρος: Δαίμονες είμεθεν, και υπάγομεν εις το Κάστρον να πάρομεν ένα φυλάργυρον τοκευτήν, περισσά πλούσιον εις την ανομίαν, να τον βάλομεν σύσσωμον εις την κόλασην Αγαπ., Αμαρτ. σωτ. 413· μετά γ’ ημέρες η Παναγία με την δύναμιν και το θέλημα του υιού της ανέστη εκ του μνήματος και υπήγε σύσσωμος εις τους ουρανούς προς τον υιόν της Προσκυν. Κουτλ. 390 14018· (σε μεταφ.): η μοχθηρία και η άλογος ωμότης των αρχόντων ... πέμποντας εις αυτά (ενν. τα Άγραφα) λυκομόρφους φορολόγους κατέφαγον τα πρόβατα σύσσωμα Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 14217.
       
  • τερατούργημα
    το, Καλόανδρ. (Δανέζης) 53 (23r), Αγαπ., Αμαρτ. σωτ. 412.
    Από το ουσ. τέρας και το β́ συνθ. ‑ούργημα. Η λ. τον 4. αι. (Lampe, Lex., TLG) και σήμ.
    (Εδώ) θαύμα: το θαυματουργηθέν τερατούργημα της Θεομήτορος διηγήσομαι Byz. Kleinchron Á́ 11311f.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης