Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- μισόθεος,
- επίθ., Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2483, 2487, Χρονογρ. (Λαμψ.) 245, Αγάπ. (Κωστούλα Δ.) σ. 85.
Το αρχ. επίθ. μισόθεος.
Που μισεί το Θεό, ασεβής: να συναχθούν πάντα τα έθνη, μάθε,| μισόθεοι, μισάδελφοι, αρπάκτες και δυνάστες Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2771· βούλομαι ο ταπεινός υπομνήσαι υμάς περί της αισχράς και μισοθέου βλασφημίας Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι VII 2.μισόκαλος,- επίθ., Δούκ. 3198, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 874, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 412, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16382, Εγκ. αγ. Δημ. 10513, Ιστορ. δεσποτών Ηπείρ. 1114, Αγάπ. (Κωστούλα Δ.) σ. 68.
Το μτγν. επίθ. μισόκαλος.
α) Που μισεί το καλό, κακός, φθονερός: ένας μισόκαλος άνθρωπος και (ως λέγει η σοφοτάτη Εσθήρ) άνθρωπος εχθρός Ροδινός (Βαλ.) 153· πολύτροπος ανήρ, μισόκαλος, θυμώδης Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 697· έλεγεν (ενν. σοφός τις) αυτόν τύραννον, αποστάτην και μισόκαλον Ιστορ. δεσποτών Ηπείρ. 2410· β) (προκ. για το διάβολο): ο μισόκαλος και ανθρωποκτόνος διάβολος φθονώντας του ανθρώπου Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 459· εσφάλισ’ ο μισόκαλος ο δαίμονας τες στράτες Χούμνου, Κοσμογ. 1007· γ) (υβριστ.): άλλο ουκ έστιν εις τα των ανθρώπων στόματα ειμή το «Διάβολε», το «Αντίχριστε», το «Μισόκαλέ», το «Ιούδα», Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XI 11. Το αρσ. ως ουσ. = ο διάβολος: τρία μεγάλα βιβλία οπού είχα γραμμένα ψυχωφελή και θαυμάσια, εις τα οποία εφθάνησε ο μισόκαλος και μου ήλθε συμφορά Αγάπ. (Κωστούλα Δ.) σ. 70.μπουκασσί- το.
Το βενετ. bocassin. Πβ. το γαλλ. boucassin και το τουρκ. bogasi. Τ, μπογασί και μπουγαζί στη Μάνη (Βαγιακ., Αφ. Τριαντ. 72). Η λ. στο Somav. (λ. μπουκασί), όπου και τ. μποκασί, και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. μπουκασί(ν)).
Βαμβακερό ύφασμα: να φορούν πουκάμισα μπουκασσί, να βλέπουν καθρέπτας, να ευμορφίζονται Αγάπ. (Κωστούλα Δ.) 316.ξέρα- η, Πορτολ. A 2 Τίτλ. κριτ. υπ., 43, 63,5, 711, 348, 1171,3, 1827, 1869, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1842, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 273, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 112, Τζάνε, Κρ. πόλ. 34022, 3731, 39410, 43513, Αγάπ. (Κωστούλα Δ.) σ. 353, κ.α.· ξέρη, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 37r, 309r, Πεντ. Γέν. I 9, Έξ. XV 19, Πορτολ. A 512, 307, 424, 552 και κριτ. υπ., 647, 12010, 1216, κ.α.· ξήρα, Σπαν. A 524.
Από το θηλ. του επιθ. ξερός (Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 135). Ο τ. ξέρη στο Βλάχ. Η λ. στο Somav. και σήμ.
1) α) Η γη, η ξηρά σε αντίθεση προς τη θάλασσα: έκραξεν ο Θεός τη ξέρη ηγής και το μάζωγμα των νερών έκραξεν θάλασσες Πεντ. Γέν. I 10· αυτός δεν ήρτεν του γιαλού, παρά ʼρτεν ʼπού την ξέρην Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 496· (εδώ προκ. για το βυθό της Ερυθράς Θάλασσας που πέρασαν οι Εβραίοι χωρίς να βραχούν): παιδιά του Ισραέλ έφυγαν εις την ξέρη μεσοθιό τη θάλασσα και τα νερά αυτωνών τείχο από δεξιά τους και από ζερβιά τους Πεντ. Έξ. XIV 29· β) (γενικ.) γη, στεριά: να πάρεις από τα νερά του ποταμού και να χύσεις εις την ξέρα και να είναι για αίμα εις την ξέρη Πεντ. Έξ. IV 9· (εδώ προκ. για όχθη ποταμού): μόνον όταν επέρασεν πάραυθ’ αυτός (ενν. ο Σινάν μπασιάς) ορίζει| τες άλυσες να ανασπουν ’κ την ξέρην ... και το γεφύριν χάλασεν, γιατί πολλά φοβάτον| τον Μιχαήλ κατόπιν του μήπως και κυνηγά τον Παλαμήδ., Βοηβ. 368. 2) Τα αβαθή μέρη της θάλασσας, η ακρογιαλιά: Μια σουλτάνα ήτονε εις την Αξιάν ’ραμένη| στην ξέρα κι ήτονε διπλά αλεύρια φορτωμένη Τζάνε, Κρ. πόλ. 34118· κάτεργα δυο δώκανε στην ξέρα, οπού ʼτανε του πρέντσιπε κι είχαν πολύ αέρα.| Επιάσαν τα τουφέκια τως οι Τούρκοι και κινούσι και σώνου προς τα κάτεργα και τουφεκιές πετούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 39325. 3) Βράχος μέσα στη θάλασσα α) σκόπελος: κοστάριζε εις τες Νέμες και όχι πολλά εις την Ζέρβαν ότι έχει ξέρην ... και αν έναι ημέρα, θωρεις την ότι ασπρίζει απομακρέα ωσάν βανπάκι Πορτολ. A 68· θέλεις εύρει μια ξέρην μαύρην ωσάν νησόπουλον Πορτολ. A 11612· β) ύφαλος: έναι μία ξέρα ... και έχει απάνω της νερό ποδάρια γ́ και δ́ Πορτολ. A 18815· Κι η ξέρα που ʼναι οχ τον γιαλόν χωστή και σκεπασμένη| γελά τους ναύτες τους καλούς κι εις τον πνιμόν τους φέρνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [737]. 4) Πιθ. βράχια που πετάχτηκαν στη στεριά κατά την έκρηξη υποθαλάσσιου ηφαιστείου: όσοι εσίμωσαν σιμά εις τον γιαλόν εις την μεράν του Κάστρου έως την Απάνω Μεράν, όπου επήγαν πολλοί οδιά να ιδούν τες ξέρες οπού εβγήκαν όξω στην στερεάν Διήγ. πανωφ. 58. 5) Ξηρασία: όλα τα πράγματα άπερ έκαμεν ο Θεός τα οποία έχουν τέσσαρα στοιχεία, ώσπερ έναι κρυότης, ξέρη, ζέστη και υγρότης Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 37r· από χειμώνος δυνατού, από ανυδριάς και ξήρας ξηραίνονται και χάνονται (ενν. τ’ αμπέλια και τα χωράφια) και πάγει η ελπίς σου όλη Διδ. Σολ. Ρ 12.πανάσωτος,- επίθ.
Από το α΄ συνθ. παν‑ και το επίθ. άσωτος.
(Επιτ.) ακόλαστος, αμαρτωλός: μη με απώσει τον αχρείον ως ανεξίκακος· ούτε βδελύξει με τον βέβηλον και πανάσωτον Αγάπ. (Κωστούλα Δ.) 76.πρόσκαιρος,- επίθ., Σπαν. P 159, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 314, Αλφ. (Μπουμπ.) I 73, Πένθ. θαν.2 524, Αλφ. 1433, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 1274, Αγάπ. (Κωστούλα Δ.) 88, Δωρ. Μον. XXXIV, Κυπρ. ερωτ. 15315, Ιστ. Βλαχ. 1206, 2620, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 336, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 66, 88, Διακρούσ. (Κακλ.) 918, 1014, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Β́ γ́ 7 σημ.· πρόσχαιρος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 346r κριτ. υπ., Αχέλ. 1073, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 739.
Το μτγν. επίθ. πρόσκαιρος. Η λ. και σήμ.
Που διαρκεί λίγο χρονικό διάστημα· προσωρινός, παροδικός: Ο ... σουλτάνος Μπαγιαζίτης εποίησε μάχην πρόσκαιρον μετά των Τζιντίδων Ιστ. πολιτ. 6015· «Αλλ’ ουκ έστιν, ος ζήσεται» φησίν ο θεοπάτωρ| «και ουκ όψεται θάνατον»· πρόσκαιρος γαρ ο βίος Διγ. (Trapp) Gr. 3655· η χαρά ’ναι πρόσκαιρος και γλήγορα υπαγαίνει Πένθ. θαν.2 250· έκφρ. πρόσκαιρος ζωή = η επίγεια ζωή (σε αντιδιαστολή με την αιώνια): αυτοί οι άρχοντες διά πλεονεξίαν| εχάσαν πρόσκαιρον ζωήν, εχάσαν και την θείαν,| ότι τους εύρε θάνατος απάνω εις την στράτα,| διά να χύσουν αίματα έρχονταν με φουσσάτα Ιστ. Βλαχ. 606. Το ουδ. ως ουσ. = 1) (Εν.) βραχύτητα, συντομία: Το στάζον μέλι το γλυκύ του Βίου παραφέρνει,| ενώ του Βίου πρόσκαιρον (έκδ. πρόσχαρον· διορθώσ.) πάλιν την Δυστυχίαν Λόγ. παρηγ. L 534. 2) (Πληθ.) α) ο επίγειος βίος· οι απολαύσεις της ζωής: να ’φρανθείς τα πρόσκαιρα, αιώνια να κερδίσεις Σπαν. O 206· Τυφλώνουν σε τα πρόσκαιρα και ου παραβλέπεις δόξαν,| ουκ έχεις λογισμόν ποσώς πως θέλεις αποθάνει,| πως θέλεις απιλογηθεί στην φοβεράν την κρίσιν Αλφ. 1491· β) πράγματα ή υποθέσεις του επίγειου βίου: ει μεν γαρ ίδῃ (ενν. ο δαίμων) τον άνθρωπον ... φρονούντα τα γήινα και τα πρόσκαιρα του βίου τούτου, τότε πλησιάζει αυτῴ διά των αισχρών λογισμών Φυσιολ. (Zur.) LVIII10· των επιγείων| και των προσκαίρων, Δέσποτα, μέριμναν ου ποιούμαι Πένθ. θαν.2 437.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ., Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2483, 2487, Χρονογρ. (Λαμψ.) 245, Αγάπ. (Κωστούλα Δ.) σ. 85.